Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

(29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)
 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.                                                         
              (Γαλ. β΄[2] 16-20)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι' αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας ἀνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικού θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἀνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλ­θε τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄ­νο­μα Ἰάειρος, κα αὐτός ἄρ­χων τς συ­να­γω­γῆς ὑ­πῆρ­χε· κα πε­σὼν πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν εἰ­σελ­θεῖν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ, ὅ­τι θυ­γά­τηρ μο­νο­γε­νὴς ν αὐ­τῷ ς ἐ­τῶν δώ­δε­κα κα αὕ­τη ἀ­πέ­θνῃ­σκεν. ν δ τ ὑ­πά­γειν αὐ­τὸν ο ὄ­χλοι συ­νέ­πνι­γον αὐ­τόν. κα γυ­νὴ οὖ­σα ν ῥύ­σει αἵ­μα­τος ἀ­πὸ ἐ­τῶν δώ­δε­κα, ἥ­τις ἰ­α­τροῖς προ­σα­να­λώ­σα­σα ὅ­λον τν βί­ον οκ ἴ­σχυ­σεν ὑ­π' οὐ­δε­νὸς θε­ρα­πευ­θῆ­ναι, προ­σελ­θοῦ­σα ὄ­πι­σθεν ἥ­ψα­το το κρα­σπέ­δου το ἱ­μα­τί­ου αὐ­τοῦ, κα πα­ρα­χρῆ­μα ἔ­στη ἡ ῥύ­σις το αἵ­μα­τος αὐ­τῆς. κα εἶ­πεν Ἰ­η­σοῦς· Τς ἁ­ψά­με­νός μου; ἀρ­νου­μέ­νων δ πάν­των εἶ­πεν Πτρος κα ο σν αὐ­τῷ· Ἐ­πι­στά­τα, ο ὄ­χλοι συ­νέ­χου­σί σε κα ἀ­πο­θλί­βου­σι κα λέ­γεις τς ἁ­ψά­με­νός μου; δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν· Ἥ­ψα­τό μο τις· ἐ­γὼ γρ ἔ­γνων δύ­να­μιν ἐ­ξελ­θοῦ­σαν ἀ­π' ἐ­μοῦ. ἰ­δοῦ­σα δ γυ­νὴ ὅ­τι οκ ἔ­λα­θε, τρέ­μου­σα ἦλ­θε κα προ­σπε­σοῦ­σα αὐ­τῷ δι' ν αἰ­τί­αν ἥ­ψα­το αὐ­τοῦ ἀ­πήγ­γει­λεν αὐ­τῷ ἐ­νώ­πι­ον παν­τὸς το λα­οῦ, κα ς ἰ­ά­θη πα­ρα­χρῆ­μα. δ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Θρσει, θύ­γα­τερ, πί­στις σου σέ­σω­κέ σε· πο­ρε­ύ­ου ες εἰ­ρή­νην. Ἔ­τι αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ἔρ­χε­ταί τις πα­ρὰ το ἀρ­χι­συ­να­γώ­γου λέ­γων αὐ­τῷ ὅ­τι τέθνηκεν θυ­γά­τηρ σου· μ σκύλ­λε τν δι­δά­σκα­λον. δ Ἰ­η­σοῦς ἀ­κο­ύ­σας ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ λέ­γων· Μ φο­βοῦ· μό­νον πί­στευ­ε, κα σω­θή­σε­ται. ἐλ­θὼν δ ες τν οἰ­κί­αν οκ ἀ­φῆ­κεν εἰ­σελ­θεῖν οὐ­δέ­να ε μ Πτρον κα Ἰ­ω­άν­νην κα Ἰάκωβον κα τν πα­τέ­ρα τς παι­δὸς κα τν μη­τέ­ρα. ἔ­κλαι­ον δ πάν­τες κα ἐ­κό­πτον­το αὐ­τήν. δ εἶ­πε· Μ κλα­ί­ε­τε· οκ ἀ­πέ­θα­νεν, ἀλ­λὰ κα­θε­ύ­δει. κα κα­τε­γέ­λων αὐ­τοῦ, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. αὐ­τὸς δ ἐκ­βα­λὼν ἔ­ξω πάν­τας κα κρα­τή­σας τς χει­ρὸς αὐ­τῆς ἐ­φώ­νη­σε λέ­γων· πας, ἐ­γε­ί­ρου. κα ἐ­πέ­στρε­ψε τ πνεῦ­μα αὐ­τῆς, κα ἀ­νέ­στη πα­ρα­χρῆ­μα, κα δι­έ­τα­ξεν αὐ­τῇ δο­θῆ­ναι φα­γεῖν. κα ἐ­ξέ­στη­σαν ο γο­νεῖς αὐ­τῆς· δ πα­ρήγ­γει­λεν αὐ­τοῖς μη­δε­νὶ εἰ­πεῖν τ γε­γο­νός.        
 (Λουκ. η΄ [8] 41– 56)

ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
1. ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ
Μόλις ἐπέστρεψε ὁ Κύριος στὴν Καπερναούμ, Τὸν ὑποδέχθηκαν πλήθη λαοῦ, διότι ὅλοι Τὸν περίμεναν ἀνυπόμονα. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ὁ Ἰάειρος, ποὺ ἦταν ἄρχοντας τῆς Συναγωγῆς. Ἕνα πρόβλημα μεγάλο τὸν εἶχε ἀναστατώσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔπεσε γονατιστὸς στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθει στὸ σπίτι του· ἡ μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του ἦταν βαριὰ ἄρρωστη, ἑτοιμοθάνατη. Ὁ Κύριος σπλαχνίστηκε τὸν πονεμένο πατέρα κι ἀμέσως τὸν ἀκολούθησε.
Στὸ δρόμο ὅμως τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ Τὸν πίεζαν ἀσφυκτικά. Κάποια στιγμὴ ἔγινε κάτι ποὺ κανεὶς ἀπὸ τὰ πλήθη δὲν τὸ πῆρε εἴδηση. Μία γυναίκα ποὺ ὑπέφερε δώδεκα χρόνια ἀπὸ αἱμορραγία καὶ εἶχε ξοδεύσει ὅλη τὴν περιουσία της σὲ γιατροὺς χωρὶς νὰ βρεῖ πουθενὰ γιατρειά, πλησίασε τὸν Κύριο κρυφὰ ἀπὸ πίσω, ἐπειδὴ ντρεπόταν νὰ γίνει φανερὸ τὸ νόσημά της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του κι ἀμέσως τὸ θαῦμα ἔγινε, σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Ὅμως ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ ρωτᾶ: Ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ κανεὶς τριγύρω δὲν ἀποκρινόταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές: Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαοῦ Σὲ ἔχουν περικυκλώσει καὶ Σὲ πιέζουν, κι Ἐσὺ ρωτᾶς: ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Μὰ ὁ Κύριος ἐπιμένει: Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Αἰσθάνθηκα νὰ βγαίνει ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Τότε ἡ γυναίκα, ποὺ κατάλαβε ὅτι δὲν ἔμεινε κρυφὴ ἡ πράξη της, ἦλθε τρέμοντας κι ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὴ στὰ πόδια του, ὁμολόγησε μπροστὰ σ᾿ ὅλους τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε. Καὶ ὁ Κύριος τῆς εἶπε: Κόρη μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ρωτοῦσε ποιὸς Τὸν ἄγγιξε; Δὲν ἤξερε; Ἀσφαλῶς ἤξερε. Ἀλλὰ ἤθελε νὰ δείξει ὅτι δὲν ἀγνοοῦσε τὸ γεγονὸς κι ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ὑπέκλεψε τὴ θεραπεία της, ἀλλὰ τὴν ἔλαβε ἀπὸ τὴν πανάγαθη θέλησή του. Καὶ τὴν ἔλαβε ἐπειδὴ ἔδειξε μία πολὺ μεγάλη πίστη. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πίστη της ἤθελε νὰ δημοσιοποιήσει καὶ νὰ ἐπιβραβεύσει· για νὰ διδαχθοῦν τὰ πλήθη ποὺ ἦταν ἐκεῖ, καὶ πολὺ περισσότερο ὁ ἄρχοντας τῆς Συναγωγῆς ποὺ περνοῦσε μία πολὺ μεγάλη δοκιμασία· ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κάνει τὴ γυναίκα αὐτὴ αἰώνιο παράδειγμα πίστεως. Καὶ τὴν ὀνομάζει «κόρη του», διότι μὲ τὴν πίστη της αὐτὴ ἡ γυναίκα δὲν βρῆκε μόνο τὴ θεραπεία τοῦ σώματός της ἀλλὰ καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της. Ἔγινε κατὰ τὴν Παρὰδοση πιστὴ χριστιανή. Πίστεψε ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο καὶ ἔγινε ἁγία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία Βερονίκη, καὶ σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της διακήρυττε τὸ θαῦμα ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Κύριος. Καὶ μᾶς ἐμπνέει ἡ ἁγία Βερονίκη νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς τὴν πίστη της, τὴ βεβαιότητά της ὅτι μόνο στὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ βροῦμε λύτρωση καὶ σωτηρία. Ἀκόμη κι ὅταν τρέχουμε στοὺς γιατρούς, νὰ ἔχουμε τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μέγας ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας.
2. Η ΖΩΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Καθὼς ὁ Κύριος συνέχιζε τὴν πορεία του, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ τοῦ εἶπε: Ἡ κόρη σου πέθανε· μὴν κουράζεις ἄλλο τὸν διδάσκαλο. Μποροῦμε ἄραγε νὰ φανταστοῦμε τί ἔνιωσε τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα ὁ δύστυχος πατέρας; Ὁ Κύριος ὅμως, μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου. Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ἀντίκρισε ἕνα ὀδυνηρὸ θέαμα. Ἔκλαιγαν ὅλοι καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ κεφάλια τους γιὰ τὴ νεκρή. Κι Αὐτὸς τότε τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Μὰ ἐκεῖνοι Τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι ἦταν νεκρό. Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἄφησε νὰ μείνουν στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐκείνη τὴ μοναδικὴ ὥρα ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ φώναξε: Κόρη, σήκω ἐπάνω! Ἡ στιγμὴ ἦταν συγκλονιστική. Τὸ πρόσωπο τῆς κορούλας ροδίζει, τὰ δύο μάτια της ἀνοίγουν κι ἀντικρίζουν τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Οἱ γονεῖς κοιτοῦν ἐκστατικοί, γεμάτοι ἀσυγκράτητη χαρά. Κι Ἐκεῖνος τοὺς προστάζει νὰ δώσουν στὴ μικρὴ φαγητὸ καὶ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανένα τὸ γεγονός.
Γιατί ὅμως τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν ὁδηγία; Για νὰ μὴν ἐρεθιστεῖ ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του, ἐξηγοῦν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές. Διότι τὸ θαῦμα αὐτὸ διαλαλοῦσε περίτρανα ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀνασταίνει νεκρούς, νὰ νικᾶ τὸ θάνατο. Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἀσύλληπτη. Δὲν εἶναι μία λεπτομέρεια στὴν Πίστη μας ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀνέστησε νεκρούς, ἀναστήθηκε καὶ ὁ Ἴδιος γιὰ νὰ μᾶς δείξει ὅτι εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ ὁ καθαιρέτης τοῦ Ἅδη, ἡ ζωὴ τῶν ἀπάντων.
Ἡ πίστη αὐτὴ πρέπει νὰ κυριαρχεῖ διαρκῶς στὴ σκέψη μας, νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή μας. Δὲν ἔχουμε πλέον τὸ δικαίωμα ἐμεῖς νὰ τρέμουμε μπροστὰ στὸ θάνατο· νὰ τὸν φοβόμαστε ὅπως ὅλοι ὅσοι ζοῦν χωρὶς ἐλπίδα. Δὲν εἴμαστε πλασμένοι για τὰ λίγα χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος μας ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς ἄλλης, ἀτελεύτητης ζωῆς. Ἡ ζωή μας ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μπροστὰ στὴν αἰωνιότητα. Κάποτε θὰ ἀναστήσει ὁ Κύριος κι ὅλους ἐμᾶς. Θὰ ἀκούσουμε ὅλοι μας τὴ φωνή του νὰ μᾶς καλεῖ καὶ πάλι στὴ ζωή, στὴν αἰώνια ζωή. Μὴ φοβόμαστε τὸν θάνατο. Ἡ ζωή μας ἔχει νόημα μόνο ἐπειδὴ ὑπάρχει ἀνάσταση, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν. Ἂς ζοῦμε λοιπὸν μὲ προοπτικὴ αἰωνιότητος, προσμένοντας καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)



Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ


 (22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀ­δελ­φοί, γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τὸ εὐ­αγ­γε­λι­σθὲν ὑπ᾿ ἐ­μοῦ ὅ­τι οὐκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον· οὐ­δὲ γὰρ ἐ­γὼ πα­ρὰ ἀν­θρώ­που πα­ρέ­λα­βον αὐ­τὸ οὔ­τε ἐ­δι­δά­χθην, ἀλ­λὰ δι᾿ ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ. ᾿Η­κο­ύ­σα­τε γὰρ τὴν ἐ­μὴν ἀ­να­στρο­φήν πο­τε ἐν τῷ ᾿Ι­ου­δα­ϊ­σμῷ, ὅ­τι καθ᾿ ὑ­περ­βο­λὴν ἐ­δί­ω­κον τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­πόρ­θουν αὐ­τήν, καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ ᾿Ι­ου­δα­ϊ­σμῷ ὑ­πὲρ πολ­λοὺς συ­νη­λι­κι­ώ­τας ἐν τῷ γέ­νει μου, πε­ρισ­σο­τέ­ρως ζη­λω­τὴς ὑ­πάρ­χων τῶν πα­τρι­κῶν μου πα­ρα­δό­σε­ων. ῞Ο­τε δὲ εὐ­δό­κη­σεν ὁ Θε­ὸς ὁ ἀ­φο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου καὶ κα­λέ­σας δι­ὰ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ἐν ἐ­μοί, ἵ­να εὐ­αγ­γε­λί­ζω­μαι αὐ­τὸν ἐν τοῖς ἔ­θνε­σιν, εὐ­θέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵ­μα­τι, οὐ­δὲ ἀ­νῆλ­θον εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐ­μοῦ ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πῆλ­θον εἰς ᾿Α­ρα­βί­αν, καὶ πά­λιν ὑ­πέ­στρε­ψα εἰς Δα­μα­σκόν. ῎Ε­πει­τα με­τὰ ἔ­τη τρί­α ἀ­νῆλ­θον εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα ἱ­στο­ρῆ­σαι Πέτρον, καὶ ἐ­πέ­μει­να πρὸς αὐ­τὸν ἡ­μέ­ρας δε­κα­πέν­τε· Ἕ­τε­ρον δὲ τῶν ἀ­πο­στό­λων οὐκ εἶ­δον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀ­δελ­φὸν τοῦ Κυ­ρί­ου. 
                                                (Γαλ. α΄11 – 19)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Σς γνωστοποι λοιπόν, δελφοί, τι τό Εαγγέ­­­­­­λιο πού σς κήρυξα δέν ποτελε νθρώπινη πι­νό­η­ση. Διότι χι μόνο ο πόλοιποι πόστολοι, λλά κι ­­­­γώ δέν τό παρέλαβα οτε τό διδάχθηκα πό κάποι­­­ον ν­­­­­θρωπο, λλά τό παρέλαβα μέ ποκάλυψη το Θε­­­ο, ποος πευθείας μο φανέρωσε καί μο πο­κά­­­λυ­­­ψε τόν Κύριο ησο. Καί τό τι τό Εαγγέλιο μο παραδόθηκε μέ περ­­­­­φυσική ποκάλυψη πό τόν διο τόν Θεό, πο­δει­κνύ­ε­ται πό τή δράση μου στό παρελθόν. Διότι σφα­λς χε­τε κούσει γιά τή διαγωγή πού δειξα κά­ποτε, ταν κο­λουθοσα τό νόμο καί τά θιμα τν ου­δαίων. κού­­σατε δηλαδή τι καταδίωκα περβολικά τήν κκλησία το Θεο καί προσπαθοσα νά τήν ξολοθρεύσω. Καί προόδευα στόν ουδαϊσμό περισσότερο πό πολλούς συνομήλικους συμπατριτες μου καί δειχνα περισσότερο ζλο π’ ατούς γιά τίς παραδόσεις πού κληρονομήσαμε πό τούς πατέρες μας. ταν μως εαρεστήθηκε Θεός, ποος μέ ξεχώρισε καί μέ διάλεξε πό τόν καιρό κόμη πού μουν στήν κοιλιά τς μητέρας μου, καί μέ κάλεσε μέ τή χάρη του, χωρίς γώ πό τά ργα μου νά εμαι ξιος γιά μία τέτοια κλογή, νά ποκαλύψει στό βάθος τς ψυχς μου τόν Υό του, γιά νά τόν κηρύττω στά θνη, μέσως δέν συμβου­λεύ­­­­­­θηκα σάρκα καί αμα, δηλαδή κάποιον θνητό ν­θρω­­πο, οτε νέβηκα στά εροσόλυμα γιά νά συναντήσω τούς ποστόλους πού εχαν κληθε πρίν πό μένα στό ποστολικό ξίωμα, λλά πγα στήν ραβία καί πάλι πέστρεψα στή Δαμασκό. πειτα, μετά πό τρία χρόνια πό τότε πού εχα πι­­στρέψει στό Χριστό, νέβηκα στά εροσόλυμα γιά νά γνωρίσω πό κοντά τόν Πέτρο, κι μεινα μαζί του δε­­καπέντε μέρες. λλον πό τούς ποστόλους δέν εδα, παρά μόνο τόν άκωβο, τόν δελφό το Κυρίου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους.ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐ­τόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ον ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.   
                           (Λουκ. η΄ 26 – 39)

ΣΤΗ  ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΓΑΔΑΡΗΝΩΝ
1. Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΦΩΝΕΙ
Μόλις ἔφθασε ὁ Κύριος στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, Τὸν συνάντησε κάποιος ἄνθρωπος ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπὸ πολλὰ δαιμόνια ἐπὶ πολλὰ χρόνια καὶ εἶχε καταντήσει θηρίο ἀνήμερο. Δὲν φοροῦσε ροῦχα, δὲν ἔμενε σὲ σπίτι, τριγυρνοῦσε στὰ μνήματα. Καὶ ἐπειδὴ τὰ δαιμόνια τὸν ἔφερναν σὲ κατάσταση μανίας καὶ ἀγριότητος, τὸν ἔδεναν οἱ ἄνθρωποι μὲ ἁλυσίδες βαριὲς νὰ μὴν κάνει κανένα κακό. Ἀλλὰ αὐτὸς τὶς ἔσπαζε καὶ ἐξαγριωμένος σερνόταν βίαια ἀπὸ τοὺς δαίμονες στὶς ἐρημιές.
Αὐτὸ τὸ «ἀγρίμι» λοιπὸν ποὺ τρομοκρατοῦσε τὸν κόσμο, τώρα τρομοκρατήθηκε καθὼς ἀντίκρισε τὸν Κύριο, κι ἀπὸ τὸ φόβο του ἔβγαλε μιὰ δυνατὴ κραυγή. Κι ἀφοῦ ἔπεσε μπροστὰ στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, φώναξε δυνατά: –Ποιὰ σχέση ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μένα καὶ σὲ σένα, Ἰησοῦ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ παρακαλῶ, μὴ μὲ βασανίσεις καὶ μὲ κλείσεις ἀπὸ τώρα στὰ σκοτάδια τοῦ Ἅδη. –Ποιὸ εἶναι τὸ ὄνομά σου; τὸν ρώτησε ὁ Κύριος. –Λεγεών, ἀπάντησε, δηλαδὴ ταξιαρχία. Διότι εἶχε μέσα του χιλιάδες δαιμόνια. Τότε τὰ δαιμόνια αὐτὰ ἄρχισαν νὰ παρακαλοῦν καὶ πάλι τὸν Κύριο νὰ μὴν τοὺς στείλει στὰ τρίσβαθα τοῦ Ἅδη. Ἀλλὰ καθὼς ὑπῆρχε ἐκεῖ κοντὰ στὸ βουνὸ ἕνα κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους ποὺ ἔβοσκαν, Τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἐπιτρέψει νὰ μποῦν στὰ ζῶα αὐτά. Ὁ Κύριος τοὺς τὸ ἐπέτρεψε. Τὸ θέαμα ἦταν φρικτό: Μόλις τὰ δαιμόνια βγῆκαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ μπῆκαν στοὺς χοίρους, τὸ κοπάδι ὅρμησε μὲ ἀσυγκράτητη μανία πρὸς τὸ γκρεμό. Τὰ ζῶα μὲ ὁρμὴ ἔπεσαν ἀπὸ ψηλὰ κάτω στὴ λίμνη καὶ πνίγηκαν ὅλα.
Μέσα ἀπὸ τὸ ἐκπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα μπορεῖ νὰ δεῖ κανεὶς σὲ ποιὰ κατάσταση ὁδηγεῖ ὁ διάβολος κάθε ἄνθρωπο ποὺ κυριεύει. Τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα ὅταν εἰσέρχονται στὸν ἄνθρωπο, τοῦ σαλεύουν τὸ νοῦ καὶ τὴν ψυχή. Τὸν ἀπογυμνώνουν ἀπ᾿ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸν καθιστοῦν ἀκυβέρνητο, κτηνώδη καὶ δαιμονιώδη. Τὸν ἀπομονώνουν ἀπὸ συγγενεῖς καὶ φίλους. Τὸν ὁδηγοῦν στοὺς τόπους τῆς φρίκης καὶ τοῦ θανάτου. Διότι οἱ δαίμονες, ἐπειδὴ μισοῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, αἰσθάνονται μεγάλη ἡδονὴ νὰ ταλαιπωροῦν τὰ ὄντα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὰ ὁδηγοῦν στὸ θάνατο.
Τὸ καταχθόνιο αὐτὸ ἔργο τους τὸ ἐπιτελοῦν ὄχι μόνο στοὺς δαιμονισμένους ἀλλὰ σὲ κάθε ἄνθρωπο. Ἐνῶ ὅμως ὅλοι μας ξέρουμε πόσο μεγάλο κακὸ προξενοῦν στὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ πόσο φοβερὴ πανουργία μᾶς πολεμοῦν, πῶς κάποιες φορὲς γινόμαστε θύματα τῶν πονηρῶν δαιμόνων καὶ τοῦ ἀρχηγοῦ τους διαβόλου, τοῦ ἀοράτου ἐχθροῦ μας; Πῶς δελεαζόμαστε ἀπό τὶς ὑποσχέσεις του, πῶς παρασυρόμαστε καὶ γινόμαστε σκλάβοι στὰ πάθη καὶ στὴν ἐξουσία του; Ἂς προσέξουμε πολύ, διότι κινδυνεύουμε. Μὴ δίνουμε δικαιώματα στὸν διάβολο. Θὰ μᾶς καταστρέψει χωρὶς νὰ τὸ πάρουμε εἴδηση. Θὰ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν αἰώνια ἀπώλεια.
2. ΟΛΑ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Μετὰ τὸ θαῦμα ἂλλαξαν πλέον ὅλα. Τὸ μανιασμένο «ἀγρίμι» ἔγινε ταπεινὸς μαθητὴς τοῦ Κυρίου. Τρομοκρατημένοι οἱ χοιροβοσκοὶ ἔτρεξαν στὴν πόλη καὶ ἀνήγγειλαν τὸ φοβερὸ γεγονός. Κι ἄρχισαν οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς νὰ βγαίνουν ἔκπληκτοι νᾶ δοῦν τί ἔγινε. Μόλις ὅμως ἀντίκρισαν τὸν πρώην δαιμονισμένο νὰ κάθεται ἤρεμα δίπλα στὸν Κύριο ντυμένος καὶ μυαλωμένος, φοβήθηκαν. Καὶ ὅλοι μὲ μία φωνή, ἀντὶ νὰ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μείνει κοντά τους, Τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο τους· ἐπειδὴ κυριεύθηκαν ἀπὸ τρόμο, ἐπειδὴ φοβήθηκαν μὴν τιμωρηθοῦν κι αὐτοὶ γιὰ τὶς ἀνομίες τους, διότι τὸ χοιρεμπόριο τότε ἦταν παράνομο. Καὶ ὁ Κύριος ἔφυγε ἀπὸ κοντά τους. Ἀντίθετα ὁ ἄνθρωπος ποὺ θεραπεύτηκε Τὸν παρακαλοῦσε νὰ μένει μαζί του. Ὁ Χριστὸς ὅμως τοῦ εἶπε: Γύρισε στὸ σπίτι σου γιὰ νὰ διηγεῖσαι τὶς εὐεργεσίες ποὺ σοῦ ἔκανε ὁ Θεός.
Κι ἐκεῖνος ἔγινε μὲ τὸ λόγο του καὶ μὲ τὴ ζωὴ του μάρτυρας τῆς ἀγάπης καὶ τῆς παντοδύναμης ἐξουσίας τοῦ Κυρίου. Ἔγινε ἕνα φωτεινὸ παράδειγμα στὸν τόπο του. Ὁ πρώην δαιμονισμένος ἔγινε φορέας τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀπέφευγε κάθε ἀνθρώπινη κοινωνία ἔγινε κήρυκας τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου.
Ὅλα αὐτὰ τί μαρτυροῦν; Ὅτι ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ σκότους βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅτι ὁ Χριστός μας εἶναι ὁ παντοδύναμος ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων. Μπροστά του τρέμουν οἱ δαίμονες, ἑξαφανίζονται.
Σ᾿ αὐτὴ λοιπὸν τὴ δαιμονοκρατούμενη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, ὅπου πολλοὶ ἄνθρωποι παραμορφώνονται παρασυρμένοι ἀπὸ τὴν ἁρπακτικὴ μανία τοῦ διαβόλου, ἐμεῖς οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε, νὰ ἀγωνιοῦμε. Στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου καὶ ἡ δική μας. Αὐτὸς κυβερνᾶ τὰ σύμπαντα, στὰ χέρια του εἶναι ἡ ζωή μας. Ὁ διάβολος δὲν ἔχει καμία ἐξουσία ἐπάνω μας, ἐὰν ἐμεῖς δὲν τοῦ τὴ δώσουμε μὲ τὴ συγκατάθεσή μας. Ἂς ἐμπιστευόμαστε λοιπὸν τὴ ζωή μας στὸν βασιλέα τῆς κτίσεως Κύριο Ἰησοῦ, ζώντας μέσα στὴ χάρη τῶν ἱερῶν Μυστηρίων, για νὰ ἀσφαλιζόμαστε κάτω ἀπὸ τὴν κραταιὰ ἐξουσία του καὶ νὰ πλημμυρίζουμε ἀπὸ τὸ φῶς του.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)