ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ
ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄
ΛΟΥΚΑ
(29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017)
Ο
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως
᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾿Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν
ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται
ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν
καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἄρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο.
Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι.
Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι·
ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει
ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ
ἐμοῦ.
(Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι
δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν
διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι'
αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά
σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι,
ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί
δέν θά σωθεῖ κανένας ἀνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε
ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό
νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε
νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό,
τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός
μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. Καί
καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση
πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς
τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά
τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό
μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο,
καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα,
οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος
τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή
δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό.
Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα
κοινωνός τοῦ σταυρικού θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ
πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἀνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή
φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν
ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε
καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ
καιρῷ ἐκείνῳ, ἂνθρωπός τις προσῆλθε
τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα
Ἰάειρος,
καὶ αὐτός ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει αὐτὸν εἰσελθεῖν
εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα καὶ αὕτη ἀπέθνῃσκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. καὶ γυνὴ οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἀπὸ ἐτῶν δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα
ὅλον τὸν βίον οὐκ ἴσχυσεν ὑπ' οὐδενὸς θεραπευθῆναι, προσελθοῦσα
ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ῥύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· Τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ· Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ' ἐμοῦ. ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι' ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου
εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων
αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν
ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ
λέγων· Μὴ φοβοῦ·
μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται.
ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. ὁ δὲ εἶπε· Μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει. καὶ κατεγέλων αὐτοῦ, εἰδότες
ὅτι ἀπέθανεν. αὐτὸς
δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· Ἡ παῖς, ἐγείρου. καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν.
καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτῆς· ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ
εἰπεῖν τὸ γεγονός.
(Λουκ. η΄ [8] 41– 56)
ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ
ΠΙΣΤΕΩΣ
1. ΜΙΑ ΠΙΣΤΗ
ΠΟΥ ΣΩΖΕΙ
Μόλις
ἐπέστρεψε ὁ Κύριος στὴν Καπερναούμ, Τὸν ὑποδέχθηκαν πλήθη λαοῦ, διότι ὅλοι Τὸν
περίμεναν ἀνυπόμονα. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζε ὁ Ἰάειρος, ποὺ ἦταν ἄρχοντας τῆς
Συναγωγῆς. Ἕνα πρόβλημα μεγάλο τὸν εἶχε ἀναστατώσει. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔπεσε
γονατιστὸς στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ καὶ Τὸν παρακαλοῦσε νὰ ἔλθει στὸ σπίτι του· ἡ
μονάκριβη δωδεκάχρονη κόρη του ἦταν βαριὰ ἄρρωστη, ἑτοιμοθάνατη. Ὁ Κύριος
σπλαχνίστηκε τὸν πονεμένο πατέρα κι ἀμέσως τὸν ἀκολούθησε.
Στὸ
δρόμο ὅμως τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ Τὸν πίεζαν ἀσφυκτικά. Κάποια στιγμὴ ἔγινε κάτι ποὺ
κανεὶς ἀπὸ τὰ πλήθη δὲν τὸ πῆρε εἴδηση. Μία γυναίκα ποὺ ὑπέφερε δώδεκα χρόνια
ἀπὸ αἱμορραγία καὶ εἶχε ξοδεύσει ὅλη τὴν περιουσία της σὲ γιατροὺς χωρὶς νὰ
βρεῖ πουθενὰ γιατρειά, πλησίασε τὸν Κύριο κρυφὰ ἀπὸ πίσω, ἐπειδὴ ντρεπόταν νὰ
γίνει φανερὸ τὸ νόσημά της, ἄγγιξε τὴν ἄκρη τοῦ ἐνδύματός του κι ἀμέσως τὸ
θαῦμα ἔγινε, σταμάτησε ἡ αἱμορραγία της. Ὅμως ὁ Κύριος ἄρχισε νὰ ρωτᾶ: Ποιὸς μὲ
ἄγγιξε; Κι ἐπειδὴ κανεὶς τριγύρω δὲν ἀποκρινόταν, εἶπε ὁ Πέτρος καὶ οἱ ἄλλοι
μαθητές: Διδάσκαλε, τόσα πλήθη λαοῦ Σὲ ἔχουν περικυκλώσει καὶ Σὲ πιέζουν, κι
Ἐσὺ ρωτᾶς: ποιὸς μὲ ἄγγιξε; Μὰ ὁ Κύριος ἐπιμένει: Κάποιος μὲ ἄγγιξε. Αἰσθάνθηκα
νὰ βγαίνει ἀπὸ πάνω μου δύναμη θαυματουργική. Τότε ἡ γυναίκα, ποὺ κατάλαβε ὅτι
δὲν ἔμεινε κρυφὴ ἡ πράξη της, ἦλθε τρέμοντας κι ἀφοῦ ἔπεσε γονατιστὴ στὰ πόδια
του, ὁμολόγησε μπροστὰ σ᾿ ὅλους τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε. Καὶ ὁ Κύριος τῆς εἶπε: Κόρη
μου, ἡ πίστη σου σὲ ἔχει θεραπεύσει. Πήγαινε στὸ καλό.
Γιατί
ὅμως ὁ Κύριος ρωτοῦσε ποιὸς Τὸν ἄγγιξε; Δὲν ἤξερε; Ἀσφαλῶς ἤξερε. Ἀλλὰ ἤθελε νὰ
δείξει ὅτι δὲν ἀγνοοῦσε τὸ γεγονὸς κι ὅτι ἡ γυναίκα αὐτὴ δὲν ὑπέκλεψε τὴ
θεραπεία της, ἀλλὰ τὴν ἔλαβε ἀπὸ τὴν πανάγαθη θέλησή του. Καὶ τὴν ἔλαβε ἐπειδὴ
ἔδειξε μία πολὺ μεγάλη πίστη. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πίστη της ἤθελε νὰ
δημοσιοποιήσει καὶ νὰ ἐπιβραβεύσει· για νὰ διδαχθοῦν τὰ πλήθη ποὺ ἦταν ἐκεῖ,
καὶ πολὺ περισσότερο ὁ ἄρχοντας τῆς Συναγωγῆς ποὺ περνοῦσε μία πολὺ μεγάλη
δοκιμασία· ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ κάνει τὴ γυναίκα αὐτὴ αἰώνιο παράδειγμα πίστεως. Καὶ
τὴν ὀνομάζει «κόρη του», διότι μὲ τὴν πίστη της αὐτὴ ἡ γυναίκα δὲν βρῆκε μόνο
τὴ θεραπεία τοῦ σώματός της ἀλλὰ καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς της. Ἔγινε κατὰ τὴν
Παρὰδοση πιστὴ χριστιανή. Πίστεψε ὁλοκληρωτικὰ στὸν Κύριο καὶ ἔγινε ἁγία τῆς
Ἐκκλησίας μας, ἡ ἁγία Βερονίκη, καὶ σ᾿ ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της διακήρυττε τὸ
θαῦμα ποὺ τῆς ἔκανε ὁ Κύριος. Καὶ μᾶς ἐμπνέει ἡ ἁγία Βερονίκη νὰ ἔχουμε κι
ἐμεῖς τὴν πίστη της, τὴ βεβαιότητά της ὅτι μόνο στὸν Χριστὸ μποροῦμε νὰ βροῦμε
λύτρωση καὶ σωτηρία. Ἀκόμη κι ὅταν τρέχουμε στοὺς γιατρούς, νὰ ἔχουμε τὴ
βεβαιότητα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μέγας ἰατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων μας.
2. Η ΖΩΗ ΚΑΙ
Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Καθὼς
ὁ Κύριος συνέχιζε τὴν πορεία του, ἦλθε κάποιος ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου
καὶ τοῦ εἶπε: Ἡ κόρη σου πέθανε· μὴν κουράζεις ἄλλο τὸν διδάσκαλο. Μποροῦμε
ἄραγε νὰ φανταστοῦμε τί ἔνιωσε τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα ὁ δύστυχος πατέρας; Ὁ
Κύριος ὅμως, μόλις ἄκουσε τὴν εἴδηση αὐτή, τοῦ εἶπε: Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε,
καὶ θὰ σωθεῖ ἡ κόρη σου. Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι τοῦ Ἰαείρου, ἀντίκρισε ἕνα
ὀδυνηρὸ θέαμα. Ἔκλαιγαν ὅλοι καὶ χτυποῦσαν τὰ στήθη τους καὶ τὰ κεφάλια τους
γιὰ τὴ νεκρή. Κι Αὐτὸς τότε τοὺς εἶπε: Μὴν κλαῖτε· δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται.
Μὰ ἐκεῖνοι Τὸν περιγελοῦσαν, διότι ἦταν βέβαιοι ὅτι τὸ κοριτσάκι ἦταν νεκρό.
Αὐτὸς ὅμως, ἀφοῦ τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἄφησε νὰ μείνουν στὸ δωμάτιο τῆς νεκρῆς
μόνο ὁ Πέτρος, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης καὶ οἱ γονεῖς τοῦ παιδιοῦ. Κι ἐκείνη τὴ
μοναδικὴ ὥρα ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ φώναξε: Κόρη, σήκω ἐπάνω!
Ἡ στιγμὴ ἦταν συγκλονιστική. Τὸ πρόσωπο τῆς κορούλας ροδίζει, τὰ δύο μάτια της
ἀνοίγουν κι ἀντικρίζουν τὸν Κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Οἱ γονεῖς κοιτοῦν
ἐκστατικοί, γεμάτοι ἀσυγκράτητη χαρά. Κι Ἐκεῖνος τοὺς προστάζει νὰ δώσουν στὴ
μικρὴ φαγητὸ καὶ νὰ μὴν ποῦν σὲ κανένα τὸ γεγονός.
Γιατί
ὅμως τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν ὁδηγία; Για νὰ μὴν ἐρεθιστεῖ ὁ φθόνος τῶν ἐχθρῶν του,
ἐξηγοῦν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευτές. Διότι τὸ θαῦμα αὐτὸ διαλαλοῦσε περίτρανα ὅτι ὁ
Κύριος δὲν εἶναι ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ἀνασταίνει
νεκρούς, νὰ νικᾶ τὸ θάνατο. Αὐτὴ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἀσύλληπτη. Δὲν εἶναι
μία λεπτομέρεια στὴν Πίστη μας ἀλλὰ ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ
κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου. Ἀνέστησε νεκρούς, ἀναστήθηκε καὶ ὁ Ἴδιος γιὰ
νὰ μᾶς δείξει ὅτι εἶναι ὁ Νικητὴς τοῦ θανάτου καὶ ὁ καθαιρέτης τοῦ Ἅδη, ἡ ζωὴ
τῶν ἀπάντων.
Ἡ
πίστη αὐτὴ πρέπει νὰ κυριαρχεῖ διαρκῶς στὴ σκέψη μας, νὰ ἀλλάξει τὴ ζωή μας.
Δὲν ἔχουμε πλέον τὸ δικαίωμα ἐμεῖς νὰ τρέμουμε μπροστὰ στὸ θάνατο· νὰ τὸν
φοβόμαστε ὅπως ὅλοι ὅσοι ζοῦν χωρὶς ἐλπίδα. Δὲν εἴμαστε πλασμένοι για τὰ λίγα
χρόνια τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Ὁ θάνατος δὲν εἶναι τὸ τέλος μας ἀλλὰ ἡ ἀρχὴ μιᾶς
ἄλλης, ἀτελεύτητης ζωῆς. Ἡ ζωή μας ἐδῶ στὴ γῆ εἶναι ἕνα μικρὸ ἐπεισόδιο μπροστὰ
στὴν αἰωνιότητα. Κάποτε θὰ ἀναστήσει ὁ Κύριος κι ὅλους ἐμᾶς. Θὰ ἀκούσουμε ὅλοι
μας τὴ φωνή του νὰ μᾶς καλεῖ καὶ πάλι στὴ ζωή, στὴν αἰώνια ζωή. Μὴ φοβόμαστε
τὸν θάνατο. Ἡ ζωή μας ἔχει νόημα μόνο ἐπειδὴ ὑπάρχει ἀνάσταση, ἐπειδὴ ὑπάρχει ὁ
Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν. Ἂς ζοῦμε λοιπὸν μὲ προοπτικὴ
αἰωνιότητος, προσμένοντας καὶ τὴ δική μας ἀνάσταση.
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)