ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024)
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)
ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς
μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε
δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ
ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο.
λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν
σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν.
πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ
μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε;
ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ
δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους
τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι.
Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ
γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον·
οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον
τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον
ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε
νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων
μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει
αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν,
Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον,
καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.
(Ἰωάν. κα΄[21]
1 – 14)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ
λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο: 2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς
ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας,
καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του. 3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ
ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν
ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ
ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε. 4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς
στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν
ὁ Ἰησοῦς. 5 Σὰν νὰ ἦταν
λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε
κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν. 6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ
δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε
ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε
πιάσει. 7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ
τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε
ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος
λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά
του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν,
ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο. 8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ
πλοιάριο σέρνοντας τὸ
δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν
περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα. 9
Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ
πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿
αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ
θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους. 10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ
καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ
πιάσατε τώρα. 11 Ὅμως τὸ
δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν
δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα
τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ. 12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ
πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ
τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ
συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό. 13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ
ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν
ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι. 14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά
πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή
του ἀπό τούς νεκρούς.
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κατ' ἀρχάς σύ, Κύριε, τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σού εἰσιν οἱ οὐρανοί· αὐτοὶ ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις· καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται, καὶ ὡσεὶ περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται· σὺ δὲ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσι. πρὸς τίνα δὲ τῶν ἀγγέλων εἴρηκέ ποτε· κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; Οὐχὶ πάντες εἰσὶ
λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν
ἀποστελλόμενα διὰ τοὺς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν;
Διὰ τοῦτο δεῖ περισσοτέρως ἡμᾶς προσέχειν τοῖς ἀκουσθεῖσι, μήποτε παραρρυῶμεν. Εἰ γὰρ ὁ δι᾿ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,
πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης
ἀμελήσαντες σωτηρίας;
ἥτις ἀρχὴν λαβοῦσα λαλεῖσθαι διὰ τοῦ Κυρίου, ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη.
(Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)
ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ
1. Ο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Σὲ μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεως μας ἀναφέρεται τὸ
σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ προέρχεται ἀπό τό
τέλος τοῦ πρώτου καὶ τὴν ἀρχή τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τῆς πρὸς
Ἑβραίους ἐπιστολῆς.
Στοὺς προηγούμενους ἐννιὰ στίχους, πού δὲν περιέχονται
στὸ σημερινὸ κείμενο, ὁ θεόπνευστος συγγραφέας κάνει λόγο γιά
τὴ Θεότητα τοῦ Χριστοῦ μας καί τὴν ἀσύλληπτη ὑπεροχὴ Του
σέ σχέση πρός τούς Ἀγγέλους.
Ἀκριβῶς λοιπόν, γιὰ νὰ θεμελιώσει αὐτή τήν ἀλήθεια, φέρνει
ἀπό τόν 101ο ψαλμό μιὰ μαρτυρία, ποὺ ἀναφέρεται στό
πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ὡς Δημιουργοῦ καὶ Κυβερνήτου τοῦ Σύμπαντος
καί λέγει: «Κατ' ἀρχὰς σύ, Κύριε,
τὴν γῆν ἐθεμελίωσας, καὶ ἔργα τῶν χειρῶν σοῦ εἰσιν οἱ οὐρανοί»,
πού σημαίνει: Στήν ἀρχή Ἐσύ, Κύριε, δημιούργησες τή γῆ, καί ἔργα τῶν χειρῶν
Σου εἶναι οἱ οὐρανοί, ὅλο δηλαδή τό σύμπαν. Ἑπομένως δέν εἶσαι κτίσμα,
ὅπως οἱ ἄγγελοι, ἀλλά Δημιουργὸς ὅλων τῶν κτισμάτων. Καὶ συνεχίζει,
τονίζοντας πώς αὐτὰ θὰ καταστραφοῦν κάποια μέρα, ἐνῶ
ὁ Κύριος μένει καὶ θά μένει ἀμετάβλητος. «Αὐτοί ἀπολοῦνται, σὺ δὲ διαμένεις», λέγει, «καὶ πάντες ὡς ἱμάτιον παλαιωθήσονται».
Ὅλοι δηλαδὴ αὐτοί οἱ ἀπέραντοι κόσμοι θὰ παλιώσουν,
ὅπως παλιώνουν τά ροῦχα. Ὁδηγεῖται λοιπὸν τὸ σύμπαν στὴν καταστροφή,
βαδίζει πρὸς τὸ τέλος. Ἡ φθορά, καὶ αὐτὴ ποὺ ἀντιλαμβανόμαστε
κάθε μέρα γύρω μας, καὶ ἐκείνη ποὺ συντελεῖται μὲς στὰ
ἀπύθμενα χάη του, εἶναι μιά πελώρια νεκρική καμπάνα, πού ἀναγγέλλει
τὸν ἐπερχόμενο θάνατό του.
Καὶ ὅμως, τί θαυμαστό! Ὅπως μᾶς λέγει στὴ συνέχεια τὸ ἱερὸ
κείμενο, αὐτὸς ὁ θάνατος δὲν θὰ εἶναι μόνο ἕνα τραγικὸ
καὶ ἀπαίσιο τέλος, ἀλλά καί μιά ὑπέροχη ἀρχή. Ἀρχή ἑνὸς νέου κόσμου.
Ὁ Θεὸς θὰ καταστρέψει τὸ σύμπαν, ἡ καταστροφὴ ὅμως αὐτή θά εἶναι
ἀνάπλαση, ἀναδημιουργία. «Ὠσεί
περιβόλαιον ἑλίξεις αὐτούς, καὶ ἀλλαγήσονται», λέγει. Θὰ
τυλίξεις τὸν κόσμο ὅλο, ὅπως μαζεύουμε κουβάρι ἕνα ἐπανωφόρι,
καὶ θὰ συντελεσθεῖ ἡ μεγάλη ἀλλαγή. Νέα κτίση θά προέλθει μέσα
ἀπό τὶς στάχτες τῆς παλιᾶς. Ἕνας κόσμος δοξασμένος, ἄφθαρτος,
λαμπρός, στὸν ὁποῖο θὰ ἐπικρατεῖ ἡ δικαιοσύνη καὶ θὰ
βασιλεύει αἰώνια ὁ Θεός.
Πρὸς αὐτὸ τὸν νέο κόσμο ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε στραμμένοι
καὶ ἐμεῖς, ἀδελφοί. Νὰ μὴν ἀφήνουμε τὴν καρδιά μας νὰ
κολλάει στὴ ματαιότητα τοῦ φθαρτοῦ τούτου κόσμου, ἀλλά νὰ τὴ γεμίζουμε
μὲ οὐράνιους πόθους, μὲ τὴ φλογερὴ ἀγάπη τοῦ καινούριου
κόσμου ποὺ ἔρχεται. Συγχρόνως νὰ ἀγωνιζόμαστε, ὥστε μὲ τὴ Χάρη τοῦ
Θεοῦ κι ἐμεῖς νὰ ἀλλάζουμε, νὰ ἀνακαινιζόμαστε, νὰ
ἁγιαζόμαστε, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ταιριάξουμε στὸν νέο, καθαρὸ
ἀπό τὴν ἁμαρτία, κόσμο τοῦ Θεοῦ. Διότι σ' αὐτὸν τὸν νέο κόσμο
δὲν θὰ μπορέσουμε ποτὲ νὰ κατοικήσουμε, ἄν δὲν ἔχουμε γίνει
καὶ μεῖς καινούριοι, ἁγιαζόμενοι καὶ μεταμορφωνόμενοι
μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
2. Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΣΩΤΗΡΙΑ
Στὴ συνέχεια ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τονίζει τὸ μέγεθος τῆς σωτηρίας,
πού ἔφερε στὸν κόσμο ὁ Χριστός μας, ἡ ὁποία δὲν εἶναι σάν
τὴ σωτηρία, ποὺ χάριζε ὁ Θεὸς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τότε,
οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ ἀφοροῦσαν στὴν ἐλευθερία ἀπὸ
τὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου καὶ στὴν κατάκτηση τῆς «γῆς τῆς ἐπαγγελίας», δηλαδὴ τῆς Παλαιστίνης.
Τώρα, ἡ σωτηρία ποὺ ὑπόσχεται καὶ χαρίζει ὁ Χριστός μας, εἶναι
ἀσυγκρίτως ἀνώτερη, «τηλικαύτην»
τὴ χαρακτηρίζει τὸ κείμενό μας, ποὺ σημαίνει τόσο μεγάλη
καὶ σπουδαία. Εἶναι δὲ μεγάλη καὶ σπουδαία, διότι συντελέστηκε
μὲ τὴ Σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας καὶ μᾶς
χάρισε τὴ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ νύχια
τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας, τὴν κληρονομιὰ τῆς Οὐρανίου
Βασιλείας, τὴν ἔνωσή μας μὲ τὸν Θεὸ γιὰ τὴν αἰωνιότητα.
Ἑπομένως εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο νὰ ἀδιαφορεῖ κανείς γι᾿ αὐτὴ τὴ σωτηρία,
σημειώνει τὸ ἱερὸ κείμενο. Ἄν, λέγει, οἱ Ἑβραῖοι τιμωρήθηκαν
σκληρά, ἐπειδὴ ξέφυγαν ἀπὸ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ποὺ ἀφοροῦσε σ᾿
ἐπίγεια πράγματα, «πῶς ἡμεῖς
ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;» Πῶς θὰ ξεφύγουμε
τὴν τιμωρία ἐμεῖς, ἄν ἀμελήσουμε γιὰ τὴν τόσο μεγάλη καὶ
σπουδαία σωτηρία, ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός μας;
Νά, λοιπόν, ποὺ ὑπογραμμίζεται ἐδῶ ἔντονα τὸ πόσο ἐπικίνδυνο
καὶ καταστροφικὸ πράγμα εἶναι ἡ ἀμέλεια γιὰ τὴ σωτηρία
μας.
Ἀμέλεια εἶναι μὲ λίγα λόγια ἡ πνευματικὴ τεμπελιά, ποὺ καταλαμβάνει τὸν
ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει νὰ ἀδιαφορεῖ γιὰ τὴ σωτηρία του. Ἡ ἀμέλεια
κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθάνεται σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσει αἰώνια
πάνω στὴ γῆ, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει θάνατος, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει διάβολος,
σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει κρίση καὶ ἀνταπόδοση, κόλαση καὶ Παράδεισος.
«Δὲν βαριέσαι», λέγει, «ὅπως πᾶνε ὅλοι, θὰ πάω κι ἐγώ». Πραγματικὰ
εἶναι συμφορὰ καὶ καταστροφὴ φοβερή.
Ἀμέλεια ὅμως καταλαμβάνει συχνὰ καὶ θεωρούμενους
πιστοὺς Χριστιανούς. Ἴσως καὶ μερικοὺς ἀπό ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι,
ἐνῶ πιστεύουμε καὶ δεχόμαστε ὅλες τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς
μας, ἐν τούτοις ἀπασχολούμαστε πολὺ μὲ τὶς δουλειές μας
καὶ τόσα ἀσήμαντα πράγματα καὶ ἀρκούμαστε σὲ ὑποτυπώδη
χριστιανικὴ ζωή. Λίγη προσευχή, λίγη μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου,
ἐκκλησιασμὸ ἀπό συνήθεια, θεία Κοινωνία χωρὶς ζῆλο καὶ
φλόγα ἐσωτερική. Τὸ ἀποτέλεσμα; Τὰ χρόνια νὰ περνᾶνε
καὶ ἐμεῖς νὰ μένουμε ἴδιοι. Μὲ τά ἴδια πάθη, τὶς ἴδιες ἀδυναμίες,
χωρὶς πρόοδο πνευματική. Ἀληθινὴ συμφορὰ καὶ κίνδυνος
μέγας γιὰ τὴ σωτηρία μας.
Βαδίζουμε ἤδη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πού εἶναι περίοδος ἀγῶνος
πνευματικοῦ. Ἂς μᾶς συγκινήσει αὐτό τό πράγμα! Καὶ ὑπερνικώντας
τὴν ἀμέλεια, ἂς καταπιαστοῦμε μὲ ζῆλο καὶ δύναμη μὲ τὴ σωτηρία
μας. Ἂν προσφέρουμε τὴν καλή μας θέληση, ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ
θὰ κάμει θαύματα μέσα μας· θὰ φέρει τήν ἀναγέννηση τῆς καρδιᾶς μας.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ
ἐκείνῳ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Καπερναοὺμ
καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. Καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοὶ, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες,
αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων.
Καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ
διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι
τὸν κράβαττον ἐφ' ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. Ἰδὼν
δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· Τί οὗτος οὕτως λαλεῖ βλασφημίας;
τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; Καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς εἶπεν αὐτοῖς· Τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; Τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει; Ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς
τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας (λέγει τῷ παραλυτικῷ). Σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων,
ὥστε ἐξίστασθαι πάντας
καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν.
(Μᾶρκ. β΄[2] 1 - 12)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο
τόν καιρόν μπῆκε πάλι ὁ Ἰησοῦς
στὴν Καπερναούμ· κι ἔγινε γνωστὸ ὅτι βρίσκεται σὲ κάποιο σπίτι. Ἀμέσως
λοιπὸν μαζεύτηκαν τόσο πολλοί, ὥστε νὰ γεμίσει τὸ σπίτι καὶ νὰ μὴν ὑπάρχει
χῶρος πλέον οὔτε δίπλα στὴ θύρα. Καὶ τοὺς δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔρχονται
τότε καὶ τοῦ φέρνουν ἕναν παράλυτο, ποὺ τὸν σήκωναν πάνω σ᾿ ἕνα κρεβάτι
τέσσερις. Κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ἐξαιτίας τοῦ πλήθους νὰ τὸν πλησιάσουν,
ξεσκέπασαν τὴ σκεπὴ στὸ μέρος ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος, κι ἀφοῦ ἔκαναν
ἕνα ἄνοιγμα, ἔριξαν ἀπὸ κεῖ κάτω σιγά-σιγὰ τὸ κρεβάτι, πάνω στὸ
ὁποῖο ἦταν ξαπλωμένος ὁ παράλυτος. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὴν πίστη ποὺ
εἶχαν ὅλοι αὐτοί, καὶ ὁ παράλυτος καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸν ἔφεραν, λέει
στὸν παράλυτο, ποὺ ἀγωνιοῦσε μήπως οἱ ἁμαρτίες του γίνουν ἐμπόδιο
στὴ θεραπεία του: «Παιδί μου, σοῦ ἔχουν
συγχωρηθεῖ οἱ ἁμαρτίες σου, οἱ ὁποῖες εἶναι καὶ ἡ αἰτία τῆς σωματικῆς
σου παραλυσίας.» Ἦταν ὅμως μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς ποὺ κάθονταν
ἐκεῖ καὶ συλλογίζονταν μέσα τους: «Γιατί
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς μιλάει ἔτσι καὶ ξεστομίζει βλασφημίες; Ποιὸς ἄλλος
μπορεῖ νὰ συγχωρεῖ ἁμαρτίες παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός;» Ἀμέσως ὅμως
ὁ Ἰησοῦς, μὲ ὑπερφυσικὴ πληροφορία ποὺ ἔδινε στὸ πνεῦμα του ἡ θεότητά
του, ἀντιλήφθηκε ὅτι ἔτσι σκέφτονται αὐτοὶ μέσα τους, καὶ τοὺς εἶπε:
«Γιατί δέχεστε καὶ κυκλοφορεῖτε τέτοιους
λογισμοὺς μέσα στὶς καρδιές σας; Τί εἶναι εὐκολότερο· νὰ πῶ στὸν παραλυτικό,
εἶναι συγχωρημένες οἱ ἁμαρτίες σου, ἤ νὰ τοῦ πῶ, σήκω καὶ πάρε στὸν ὦμο
σου τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα; Ἐσεῖς θεωρεῖτε δυσκολότερο αὐτὸ τὸ τελευταῖο.
Γιὰ νὰ μάθετε λοιπὸν ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ μοναδικὸς
ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλθει καὶ πάλι πάνω στὶς νεφέλες
ὡς Κριτὴς ἔνδοξος, ἔχει ἐξουσία νὰ συγχωρεῖ πάνω στὴ γῆ ἁμαρτίες· λέει
στὸν παράλυτο: Σὲ σένα ποὺ πιστεύεις
μιλῶ. Σήκω καὶ πάρε στὸν ὦμο σου τὸ κρεβάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι
σου.» Κι ἐκεῖνος σηκώθηκε ἀμέσως, πῆρε τὸ κρεβάτι του καὶ βγῆκε
ἀπ᾿ τὸ σπίτι ἐκεῖνο μπροστὰ σ᾿ ὅλους. Κι ἔτσι τὸν εἶδαν ὅλοι μὲ τὰ μάτια
τους καὶ γέμισαν μὲ ἔκπληξη. Καὶ δόξασαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι ποτὲ
μέχρι τώρα δὲν εἴδαμε κάτι τέτοιο, ἕνας παράλυτος μὲ μία προσταγὴ
νὰ σηκώνεται ἀμέσως ὑγιὴς καὶ νὰ περπατᾶ.