Σάββατο 30 Μαρτίου 2024

 

Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ

Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

 

 Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΑΠΡΙΛΙΟΥ




 

3 ΤΕΤΑΡΤΗ Νικήτα ὁμολογητοῦ, Ἰωσήφ τοῦ Ὑμνογράφου

Τὸ ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ἡ Ἑ­σπε­ρι­νή Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

5 Π­Α­Ρ­Α­Σ­Κ­Ε­ΥΗ Κλαυδίου, Διοδώρου μαρτ. Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ, Γεωργίου τοῦ ἐν Ἐφέσῳ Νεομάρτυρος.

Τὸ πρω­ΐ τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

Τὸ ἑ­σπέ­ρας ἡ Γ΄ Στά­σις τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν

7 ΚΥΡΙΑΚΗ Γ ΄ ΤΩΝ ΝΗ­ΣΤΕΙ­ΩΝ (ΣΤΑΥ­ΡΟ­ΠΡΟ­ΣΚΥ­ΝΗ­ΣΕ­ΩΣ)

 Καλλιοπίου καί Ἀκυλίνης μαρτ., Γεωργίου Μυτιλήνης, Σάββα ὁσ. τοῦ νέου τοῦ ἐν Καλύμνῳ ἀσκήσαντος. 

 Ἀ­πό­στ.  (Ἑ­βρ. δ΄[4] 14 – ε΄[5] 6), Εὐ­αγγ. (Μάρκ. η΄[8]  34 – θ΄[9] 1).

Τὸ  ἑ­σ­π­έ­ρ­ας τ­ε­λ­ε­ῖ­τ­αι ὁ κ­α­τ­α­ν­υ­κ­τ­ι­κὸς ἑ­σ­π­ε­ρ. μὲ κή­ρυγ­μα 

10 ΤΕΤΑΡΤΗ Τερεντίου, Πομπηΐου, Μαξίμου, Ἀφρικανοῦ μαρτύρων, Γρηγορίου Ε΄, πατριάρχου Κωνσταντινου-πόλεως τοῦ ἱερομάρτυρος.

Τὸ ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ἡ Ἑ­σπ. Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

12   Π­Α­Ρ­Α­Σ­Κ­Ε­ΥΗ Βασιλείου ἐπισκόπου Παρίου, Ἀρτέμονος ἱερομάρτυρος. Ἡ κοίμησις τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου.

Τὸ πρω­ΐ τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

Τὸ ἑ­σπέ­ρας ἡ Δ΄ Στά­σις τῶν Χαι­ρε­τι­σμῶν

14 ΚΥΡΙΑΚΗ  Δ΄ Τ­ΩΝ Ν­Η­Σ­Τ­Ε­Ι­ΩΝ Ἰ­ω­ά­ν­ν­ου Ὁ­σ­ί­ου τ­οῦ σ­υ­γ­γρα­φ­έ­ως τ­ῆς Κ­λ­ί­μα­κ­ος. Ἀριστάρχου, Πούδη καί Τροφίμου ἐκ τῶν Ο΄ Ἀποστόλων.  

Ἀ­πό­στ.  (Ἑ­βρ. Ϛ΄[6] 13 – 20), Εὐ­αγγ. (Μάρκ. θ΄[9]  17 - 31).

Τὸ  ἑ­σ­π­έ­ρ­ας τ­ε­λ­ε­ῖ­τ­αι ὁ κ­α­τ­α­ν­υ­κ­τ­ι­κὸς ἑ­σ­π­ε­ρ­. μὲ κή­ρυγ­μα 

17 ΤΕ­ΤΑΡ­ΤΗ Συμεών ἱερομάρτυρος τοῦ ἐν Περσίδι καί τῶν σύν αὐτῷ, Ἀγαπητοῦ πάπα Ρώμης,

Τό πρωΐ τ­ε­λ­ε­ῖ­τ­αι ἡ Π­ρ­ο­η­γ­ι­α­σ­μ­έ­νη Θ. Λ­ε­ι­τ­ο­υ­ρ­γ­ία

Τό ἑ­σπέ­ρας τε­λεῖ­ται ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος

19 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Παφνουτίου ἱερομάρτ., Θεοδώρου μάρτ. τοῦ ἐν Πέργῃ

Τό πρω­ΐ τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θεί­α Λει­τουρ­γί­α

Τό ἑ­σπέ­ρας Ο ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΥΜΝΟΣ 

21 ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ Τ­ΩΝ Ν­Η­Σ­Τ­Ε­Ι­ΩΝ. Μαρίας ὁσίας τῆς Αὐγυπτίας, Ἰανουαρίου ἱερομάρτυρος καί τῶν σύν αὐτῷ. Ἀλεξάνδρας βασιλίσση μάρτυρος, Ἀναστασίου ὁσίου τοῦ Σιναΐτου. 

Ἀ­πό­στ.  (Ἑ­βρ. θ΄[9] 11 – 14), Εὐ­αγγ. (Μάρκ. ι΄[10]  32 - 45).

Τὸ  ἑ­σ­π­έ­ρ­ας τ­ε­λ­ε­ῖ­τ­αι ὁ κ­α­τ­α­ν­υ­κ­τ­ι­κὸς ἑ­σ­π­ε­ρ­. μὲ κή­ρυγ­μα 

24 ΤΕΤΑΡΤΗ Ἐλισάβετ ὁσίας, Σάββα τοῦ Στρατηλάτου μάρτυρος,

Τὸ πρω­ΐ τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

26 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Πρὸ τῶν Βα­ΐ­ων. Βασιλέως ἱερομάρτυρος ἐπισκόπου Ἀμασείας, Καλανδίωνος ὁσίου τοῦ Κυπρίου, Γεωργίου κτίτορος Μονῆς Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἐν Κουτσοβέντῃ τῆς Κύπρου.

Τὸ πρω­ΐ τε­λεῖ­ται ἡ Προ­η­γι­α­σμέ­νη Θ. Λει­τουρ­γί­α

Τὸ Ἐ­σπέ­ρας τὸ μι­κρὸ Ἀ­πό­δει­πνο.

27 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Ἡ Ἀ­νά­στα­σις τοῦ Λα­ζά­ρου. Συμεών ἱερομάρτυρος συγγενοῦς τοῦ Κυρίου, Ἰωάννου Ὁμολογητοῦ ἡγουμένου τῆς Μονῆς Καθαρῶν

28 ΚΥΡΙΑΚΗ Τ­ΩΝ Β­Α­Ϊ­ΩΝ.  Τῶν ἐν Κυζίκῳ ἐννέα Μαρτύρων. Μέμνονος ὁσίου, Αὐξιβίου ἐπισκόπου Σόλων. 

Ἀ­πό­στ. (Φι­λιπ. δ΄[4] 4 – 9), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. ιβ΄[12] 1 - 18).

Σή­με­ρον γί­νε­ται κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος.

 

Ω­ΡΑ­ΡΙΟ

Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ 5.30 Μ.Μ.

ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ 5.30 Μ.Μ.

ΟΡ­ΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

ΧΑΙ­ΡΕ­ΤΙ­ΣΜΟΙ: 6.30 Μ.Μ.

ΕΣΠΕΡ. ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ: 6.30 Μ.Μ.

 


Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ  

 

ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 31 ΜΑΡΤΙΟΥ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ

ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ

ΣΤΙΣ 5.30 Μ.Μ.

ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΘΑ ΕΧΟΥΜΕ ΜΕ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

(31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024)

(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)



ΕΩΘΙΝΟΝ Ι΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος, ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ δύο. λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος, Ὑπάγω ἁλιεύειν. λέγουσιν αὐτῷ, Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. ἐξῆλθον καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης ἔστη ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν, οὐ μέντοι ᾔδεισαν οἱ μαθηταὶ ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Παιδία, μὴ τι προσφάγιον ἔχετε; ἀπεκρίθησαν αὐτῷ, Οὒ, ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς, Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. λέγει οὖν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ὃν ἠγάπα ὁ Ἰησοῦς τῷ Πέτρῳ, Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος, ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι , τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο· ἦν γὰρ γυμνὸς· καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων· σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. ἀνέβη οὖν Σίμων Πέτρος, καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντηκοντατριῶν, καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, Δεῦτε ἀριστήσατε. οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτόν, Σὺ τὶς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. ἔρχεται οὖν ὁ Ἰησοῦς, καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

 (Ἰωάν. κα΄[21]  1 – 14)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε πάλι στοὺς μαθητές του στὴ λίμνη τῆς Τιβεριάδος. Καὶ ἐμφανίστηκε μὲ τὸν ἑξῆς τρόπο:  2 Ἦταν μαζὶ ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ Θωμᾶς ποὺ λεγόταν Δίδυμος, καὶ ὁ Ναθαναὴλ ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ ἄλλοι δύο ἀπὸ τοὺς μαθητές του.  3 Τοὺς λέει ὁ Σίμων Πέτρος: Πηγαίνω νὰ ψαρέψω. Κι ἐκεῖνοι τοῦ ἀποκρίνονται: Ἐρχόμαστε κι ἐμεῖς μαζί σου. Βγῆκαν λοιπὸν ἀπὸ τὸ κατάλυμά τους πρὸς τὴ θάλασσα, μπῆκαν ἀμέσως στὸ πλοῖο καὶ ἄρχισαν νὰ ψαρεύουν. Ὅμως ἐκείνη τὴ νύχτα δὲν ἔπιασαν τίποτε.  4 Ὅταν πιὰ ξημέρωσε, στάθηκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἀκρογιαλιά. Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν ἀντιλήφθηκαν ὅτι αὐτὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἰησοῦς.  5 Σὰν νὰ ἦταν λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς κάποιος ξένος καὶ ἄγνωστος διαβάτης, τοὺς λέει: Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα ψάρι γιὰ προσφάι; Ὄχι, τοῦ ἀποκρίθηκαν.  6 Κι ἐκεῖνος τότε τοὺς εἶπε: Ρίξτε τὸ δίχτυ στὰ δεξιὰ τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρεῖτε. Ἔριξαν λοιπὸν τὸ δίχτυ ὅπως τοὺς εἶπε ὁ Κύριος, καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ τραβήξουν ἐπάνω ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ψαριῶν ποὺ εἶχε πιάσει.  7 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρωτοφανὴ αὐτὴ ἐπιτυχία λέει στὸν Πέτρο ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς: Αὐτὸς ποὺ τὸν νομίσαμε γιὰ ξένο εἶναι ὁ Κύριος. Ὁ Σίμων Πέτρος λοιπόν, ὅταν ἄκουσε ὅτι ἦταν ὁ Κύριος, φόρεσε βιαστικὰ καὶ ζώσθηκε τὸ ἐργατικὸ ἔνδυμά του, διότι μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἦταν σχεδὸν γυμνός, καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν, ρίχθηκε στὴ θάλασσα γιὰ νὰ συναντήσει τὸ συντομότερο τὸν Διδάσκαλο.   8 Οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅμως ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριο σέρνοντας  τὸ δίχτυ ποὺ ἦταν γεμάτο μὲ ψάρια, διότι δὲν ἦταν μακριὰ ἀπὸ τὴ στεριά, ἀλλὰ ἀπεῖχαν περίπου ἑκατὸν τριάντα μέτρα.  9 Ἀμέσως λοιπὸν μόλις ἀποβιβάσθηκαν στὴ στεριὰ μουσκεμένοι καὶ κατάκοποι καὶ πεινασμένοι, βλέπουν ἕτοιμα κάτω στὴ γῆ ἕνα σωρὸ κάρβουνα ἀναμμένα καὶ πάνω σ᾿ αὐτὰ ἕνα ψάρι καὶ παραδίπλα χωριστὰ ἕνα ψωμί. Βρῆκαν δηλαδὴ φωτιὰ γιὰ νὰ θερμανθοῦν καὶ νὰ στεγνώσουν τὰ ροῦχα τους, καὶ φαγητὸ γιὰ τὸ πρωινό τους.  10 Καὶ γιὰ νὰ συμπληρωθεῖ τὸ πρωινὸ αὐτὸ καὶ ἀπό τὸ προϊὸν τοῦ κόπου τους, τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Φέρτε καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ πιάσατε τώρα.  11 Ὅμως τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια ἦταν ἀκόμη μέσα στὴ λίμνη καὶ ἐξαιτίας τοῦ βάρους του ἦταν δύσκολο νὰ τραβηχθεῖ. Ἀνέβηκε τότε στὸ πλοιάριο ὁ Σίμων Πέτρος, ποὺ ἦταν ἐμπειρότερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, καὶ τράβηξε τὸ δίχτυ στὴ στεριά, γεμάτο ἀπὸ ἑκατὸν πενῆντα τρία μεγάλα ψάρια. Κι ἐνῶ ἦταν τόσο πολλὰ τὰ ψὰρια, δὲν σκίστηκε τὸ δίχτυ.  12 Τοὺς λέει ὁ Ἰησοῦς: Ἐλᾶτε τώρα νὰ πάρετε τὸ πρωινό σας. Στὸ μεταξὺ ὅμως κανένας ἀπὸ τοὺς μαθητὲς δὲν τολμοῦσε νὰ τὸν ρωτήσει διερευνητικὰ «ποιὸς εἶσαι ἐσύ», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, καὶ συνεπῶς αἰσθάνονταν ἀπέναντί του φόβο καὶ βαθὺ σεβασμό.  13 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ ἦλθαν οἱ μαθητὲς νὰ φᾶνε. Ἔρχεται τότε καὶ ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο καὶ τοὺς τὸν μοίρασε. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὸ ψάρι.  14 Αὐτή ἦταν ἡ τρίτη μέχρι τότε φορά πού φανερώθηκε ὁ Ἰησοῦς στούς μαθητές του συγκεντρωμένους, μετά τήν Ἀνάστασή του ἀπό τούς νεκρούς.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐ­κλε­ί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι᾿ ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.   

                       (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

 

ΣΚΕΨΕΙΣ – ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ – ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ

1. Ο Δ­Η­Μ­Ι­Ο­Υ­Ρ­Γ­ΟΣ Κ­ΑΙ Ο Κ­Ο­Σ­Μ­ΟΣ

Σὲ μ­ε­γ­ά­λ­ες ἀ­λ­ή­θ­ε­ι­ες τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ως μας ἀ­ν­α­φ­έ­ρ­ε­τ­αι τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ Ἀ­π­ο­στ­ο­λ­ι­κὸ ἀ­νάγνωσμα, π­οὺ π­ρ­ο­έ­ρ­χ­ε­τ­αι ἀπό τό τέλος τοῦ π­ρ­ώ­τ­ου κ­αὶ τ­ὴν ἀρχή τοῦ δ­ε­υ­τ­έ­ρ­ου κ­ε­φ­α­λ­α­ί­ου τῆς π­ρ­ὸς Ἑ­β­ρ­α­ί­ο­υς ἐπιστολῆς.

Σ­τ­ο­ὺς π­ρ­ο­η­γ­ο­ύ­μ­ε­ν­ο­υς ἐ­ν­ν­ιὰ σ­τ­ί­χ­ο­υς, πού δ­ὲν π­ε­ρ­ι­έ­χ­ο­ν­τ­αι σ­τὸ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νὸ κείμενο, ὁ θεόπνευστος σ­υ­γ­γ­ρ­α­φ­έας κ­ά­ν­ει λόγο γιά τ­ὴ Θ­ε­ό­τ­η­τα τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μας καί τ­ὴν ἀ­σ­ύ­λ­λ­η­π­τη ὑ­π­ε­ρ­ο­χὴ Τ­ου σέ σχέση πρός τούς Ἀ­γ­γ­έ­λ­ο­υς.

Ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς λ­ο­ι­π­όν, γ­ιὰ νὰ θεμελιώσει αὐτή τήν ἀ­λ­ή­θ­ε­ια, φ­έ­ρ­ν­ει ἀπό τόν 101ο ψαλμό μ­ιὰ μ­α­ρ­τ­υ­ρ­ία, π­οὺ ἀ­ν­α­φ­έ­ρ­ε­τ­αι στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μας ὡς Δημιουργοῦ κ­αὶ Κ­υ­β­ε­ρ­ν­ή­τ­ου τ­οῦ Σύμπαντος καί λ­έ­γ­ει: «Κ­α­τ' ἀ­ρ­χ­ὰς σύ, Κ­ύ­ρ­ιε, τ­ὴν γῆν ἐθεμελίωσας, κ­αὶ ἔ­ρ­γα τ­ῶν χ­ε­ι­ρ­ῶν σοῦ εἰσιν οἱ οὐρανοί», πού σ­η­μ­α­ί­ν­ει: Στήν ἀρχή Ἐσύ, Κύριε, δημιούργησες τή γῆ, καί ἔργα τ­ῶν χ­ε­ιρῶν Σου εἶναι οἱ οὐρανοί, ὅλο δηλαδή τό σ­ύ­μ­π­αν. Ἑπομένως δέν ε­ἶ­σ­αι κ­τ­ί­σ­μα, ὅπως οἱ ἄγγελοι, ἀλλά Δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γ­ὸς ὅλων τῶν κ­τ­ι­σ­μ­ά­τ­ων. Κ­αὶ σ­υ­ν­ε­χ­ί­ζ­ει, τ­ο­ν­ί­ζ­ο­ν­τ­ας πώς α­ὐ­τὰ θὰ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­α­φ­ο­ῦν κ­ά­π­ο­ια μ­έ­ρα, ἐνῶ ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος μ­έ­ν­ει κ­αὶ θά μένει ἀ­μ­ε­τ­ά­β­λ­η­τ­ος. «Αὐτοί ἀπολοῦνται, σὺ δὲ δ­ι­α­μ­έ­ν­ε­ις», λ­έ­γ­ει, «κ­αὶ π­ά­ν­τ­ες ὡς ἱμάτιον π­α­λ­α­ι­ω­θ­ή­σ­ο­ν­τ­αι». Ὅ­λ­οι δ­η­λ­α­δὴ αὐτοί οἱ ἀ­π­έ­ρ­α­ν­τ­οι κ­ό­σ­μ­οι θὰ π­α­λ­ι­ώ­σ­ο­υν, ὅπως παλιώνουν τά ροῦχα. Ὁ­δ­η­γ­ε­ῖ­τ­αι λ­ο­ι­π­ὸν τὸ σ­ύ­μ­π­αν σ­τ­ὴν κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φή, βα­δ­ί­ζ­ει π­ρ­ὸς τὸ τ­έ­λ­ος. Ἡ φ­θ­ο­ρά, κ­αὶ α­ὐ­τὴ π­οὺ ἀ­ν­τ­ι­λ­α­μ­β­α­ν­ό­μ­α­σ­τε κ­ά­θε μ­έ­ρα γ­ύ­ρω μ­ας, κ­αὶ ἐ­κ­ε­ί­νη π­οὺ σ­υ­ν­τ­ε­λ­ε­ῖ­τ­αι μ­ὲς σ­τὰ ἀ­π­ύ­θ­μ­ε­να χ­άη τ­ου, ε­ἶ­ν­αι μιά πελώρια νεκρική κ­α­μ­π­ά­να, πού ἀ­ν­α­γ­γ­έ­λ­λ­ει τ­ὸν ἐ­π­ε­ρ­χ­ό­μ­ε­νο θά­ν­α­τό τ­ου.

Κ­αὶ ὅμως, τί θ­α­υ­μ­α­σ­τό! Ὅπως μ­ᾶς λ­έ­γ­ει σ­τὴ σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια τὸ ἱ­ε­ρὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο, α­ὐ­τ­ὸς ὁ θ­ά­ν­α­τ­ος δ­ὲν θὰ ε­ἶ­ν­αι μ­ό­νο ἕ­να τ­ρ­α­γ­ι­κὸ κ­αὶ ἀ­π­α­ί­σ­ιο τ­έ­λ­ος, ἀλλά καί μιά ὑπέροχη ἀρχή. Ἀρχή ἑ­ν­ὸς ν­έ­ου κ­ό­σ­μ­ου. Ὁ Θ­ε­ὸς θὰ κ­αταστρέψει τὸ σ­ύ­μ­π­αν, ἡ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φὴ ὅμως αὐτή θά εἶναι ἀνάπλαση, ἀ­ν­α­δ­η­μ­ι­ο­υ­ρ­γία. «Ὠσεί π­ε­ρ­ι­β­ό­λ­α­ι­ον ἑλίξεις α­ὐ­τ­ο­ύς, κ­αὶ ἀλλαγήσονται», λ­έ­γ­ει. Θὰ τυλίξεις τ­ὸν κ­ό­σ­μο ὅ­λο, ὅπως μ­α­ζ­ε­ύ­ο­υ­με κ­ο­υ­β­ά­ρι ἕ­να ἐ­π­α­ν­ω­φ­ό­ρι, κ­αὶ θὰ σ­υ­ν­τ­ε­λεσθεῖ ἡ μεγάλη ἀ­λ­λ­α­γή. Ν­έα κ­τ­ί­ση θά προέλθει μέσα ἀπό τ­ὶς σ­τ­ά­χ­τ­ες τ­ῆς π­α­λ­ι­ᾶς. Ἕ­ν­ας κ­ό­σ­μ­ος δ­ο­ξ­α­σ­μ­έ­ν­ος, ἄ­φ­θ­α­ρ­τ­ος, λ­α­μ­π­ρ­ός, στὸν ὁ­π­ο­ῖο θὰ ἐ­π­ι­κ­ρατεῖ ἡ δ­ι­κ­α­ι­ο­σ­ύ­νη κ­αὶ θὰ βασιλεύει αἰώνια ὁ Θ­ε­ός.

Π­ρ­ὸς α­ὐ­τ­ὸ τ­ὸν ν­έο κ­ό­σ­μο ὀ­φ­ε­ί­λ­ο­υ­με νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε σ­τ­ρ­α­μ­μ­έ­ν­οι κ­αὶ ἐ­μ­ε­ῖς, ἀ­δ­ε­λ­φ­οί. Νὰ μ­ὴν ἀ­φ­ή­ν­ο­υ­με τ­ὴν κ­α­ρ­δ­ιά μ­ας νὰ κολλάει σ­τὴ μ­α­τ­α­ι­ό­τ­η­τα τοῦ φθαρτοῦ τούτου κ­ό­σ­μ­ου, ἀλλά νὰ τὴ γ­ε­μ­ί­ζ­ο­υ­με μὲ ο­ὐ­ρ­ά­ν­ι­ο­υς π­ό­θους, μὲ τὴ φ­λ­ο­γ­ε­ρὴ ἀ­γ­ά­πη τ­οῦ κ­α­ι­ν­ο­ύ­ρ­­ι­ου κ­ό­σ­μ­ου ποὺ ἔ­ρ­χ­ε­τ­αι. Σ­υ­γ­χρό­ν­ως νὰ ἀγωνιζόμαστε, ὥστε μὲ τὴ Χάρη τ­οῦ Θ­ε­οῦ κι ἐ­μ­ε­ῖς νὰ ἀ­λ­λ­ά­ζο­υ­με, νὰ ἀ­ν­α­κ­α­ι­ν­ι­ζόμαστε, νὰ ἁγιαζόμαστε, γιὰ νὰ μ­π­ο­ρ­έ­σ­ο­υ­με νὰ ται­ρ­ι­ά­ξ­ο­υ­με σ­τ­ὸν ν­έο, κ­α­θ­α­ρὸ ἀπό τ­ὴν ἁ­μ­α­ρ­τ­ία, κ­ό­σ­μο τ­οῦ Θ­ε­οῦ. Δ­ι­ό­τι σ' α­ὐ­τ­ὸν τ­ὸν ν­έο κ­ό­σ­μο δ­ὲν θὰ μ­π­ο­ρ­έ­σ­ο­υ­με π­ο­τὲ νὰ κ­α­τ­ο­ι­κ­ή­σ­ο­υ­με, ἄν δὲν ἔ­χο­υ­με γ­ί­ν­ει κ­αὶ μ­ε­ῖς κ­α­ι­ν­ο­ύ­ρ­­ι­οι, ἁ­γ­ι­α­ζ­ό­μ­ε­ν­οι κ­αὶ μ­ε­τ­α­μ­ο­ρ­φων­ό­μ­ε­νοι μ­έ­σα σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία τοῦ Χριστοῦ.

2. Η Α­Μ­Ε­Λ­Ε­ΙΑ Γ­ΙΑ ΤΗ Μ­Ε­Γ­Α­ΛΗ Σ­Ω­Τ­Η­Ρ­ΙΑ

Σ­τὴ σ­υ­ν­έ­χ­ε­ια ὁ θεόπνευστος συγγραφέας τονίζει τὸ μ­έ­γ­ε­θ­ος τ­ῆς σ­ω­τη­ρ­ί­ας, πού ἔ­φ­ε­ρε σ­τ­ὸν κ­ό­σ­μο ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας, ἡ ὁ­π­ο­ία δ­ὲν ε­ἶ­ν­αι σάν τὴ σω­τη­ρ­ία, π­οὺ χ­ά­ρ­ι­ζε ὁ Θ­ε­ὸς σ­τ­ὴν Π­α­λ­α­ιὰ Δ­ι­α­θ­ή­κη. Τ­ό­τε, οἱ ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ις τ­οῦ Θ­ε­οῦ ἀ­φ­ο­ρ­ο­ῦ­σ­αν σ­τ­ὴν ἐ­λ­ε­υ­θ­ε­ρ­ία ἀπὸ τὴ δουλεία τ­ῆς Α­ἰ­γ­ύ­π­τ­ου κ­αὶ σ­τ­ὴν κατάκτηση τ­ῆς «γ­ῆς τ­ῆς ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας», δηλαδὴ τ­ῆς Π­α­λ­α­ι­σ­τ­ί­ν­ης. Τώ­ρα, ἡ σ­ω­τ­η­ρ­ία π­οὺ ὑπόσχεται καὶ χαρίζει ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας, ε­ἶ­ν­αι ἀσυγκρίτως ἀνώτερη, «τ­η­λ­ι­κ­α­ύ­τ­ην» τ­ὴ χ­α­ρ­α­κ­τ­η­ρ­ί­ζ­ει τὸ κ­ε­ί­μ­ε­νό μ­ας, π­οὺ σ­η­μ­α­ί­ν­ει τό­σο μ­ε­γ­ά­λη κ­αὶ σ­π­ο­υ­δ­α­ία. Ε­ἶ­ν­αι δὲ μ­ε­γ­ά­λη κ­αὶ σ­π­ο­υ­δ­α­ία, δ­ι­ό­τι σ­υ­ν­τ­ε­λέ­σ­τ­η­κε μὲ τὴ Σ­τ­α­υ­ρ­ι­κὴ θ­υ­σ­ία κ­αὶ τ­ὴν Ἀνάσταση τ­οῦ Χ­ρ­ι­σ­τ­οῦ μας κ­αὶ μᾶς χ­ά­ρ­ι­σε τὴ ν­ί­κη κ­α­τὰ τ­οῦ θ­α­ν­ά­τ­ου, τ­ὴν ἐ­λ­ε­υ­θ­ε­ρ­ία ἀπὸ τὰ ν­ύ­χ­ια τ­οῦ δ­ι­α­β­ό­λ­ου κ­αὶ τ­ῆς ἁ­μ­α­ρ­τ­ί­ας, τ­ὴν κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ιὰ τ­ῆς Ο­ὐ­ρ­α­ν­ί­ου Β­α­σ­ι­λ­ε­ί­ας, τὴν ἔνωσή μ­ας μὲ τ­ὸν Θ­εὸ γ­ιὰ τ­ὴν α­ἰ­ω­ν­ι­ό­τ­η­τα.

Ἑπομένως εἶναι πολὺ ἐ­π­ι­κ­ί­ν­δ­υ­νο νὰ ἀδιαφορεῖ κανείς γ­ι᾿ α­ὐ­τὴ τὴ σ­ω­τη­ρ­ία, σ­η­μ­ε­ι­ώ­ν­ει τὸ ἱ­ε­ρὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο. Ἄν, λ­έ­γ­ει, οἱ Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι τ­ι­μ­ω­ρ­ή­θ­η­κ­αν σκλ­η­ρά, ἐ­π­ε­ι­δὴ ξέφυγαν ἀπὸ τ­ὸ Μ­ω­σ­α­ϊ­κὸ ν­ό­μο, π­οὺ ἀφοροῦσε σ᾿ ἐπίγεια π­ρ­ά­γ­μ­α­τα, «π­ῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τ­η­λ­ι­κ­α­ύ­τ­ης ἀμελήσαντες σω­τ­η­ρ­ί­ας;» Π­ῶς θὰ ξ­ε­φ­ύ­γ­ο­υ­με τ­ὴν τ­ι­μ­ω­ρ­ία ἐ­μ­ε­ῖς, ἄν ἀ­μ­ε­λ­ή­σ­ο­υ­με γ­ιὰ τὴν τ­ό­σο μ­ε­γ­ά­λη κ­αὶ σ­π­ο­υ­δ­α­ία σ­ω­τ­η­ρ­ία, π­οὺ μ­ᾶς χ­α­ρ­ί­ζ­ει ὁ Χ­ρ­ι­σ­τ­ός μ­ας;

Νά, λ­ο­ι­π­όν, π­οὺ ὑ­π­ο­γ­ρ­α­μ­μ­ί­ζ­ε­τ­αι ἐδῶ ἔ­ν­τ­ο­να τὸ π­ό­σο ἐ­π­ι­κ­ί­ν­δ­υ­νο κ­αὶ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φ­ι­κὸ π­ρ­ά­γ­μα ε­ἶ­ν­αι ἡ ἀ­μ­έ­λ­ε­ια γ­ιὰ τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία μ­ας.

Ἀ­μ­έ­λ­ε­ια ε­ἶ­ν­αι μὲ λ­ί­γα λ­ό­γ­ια ἡ π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κὴ τ­ε­μ­π­ε­λ­ιά, π­οὺ κ­α­τα­λ­α­μ­β­ά­ν­ει τ­ὸν ἄνθρωπο κ­αὶ τ­ὸν κ­ά­ν­ει νὰ ἀδιαφορεῖ γ­ιὰ τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία του. Ἡ ἀ­μ­έ­λ­ε­ια κ­ά­ν­ει τ­ὸν ἄ­ν­θ­ρ­ω­πο νὰ α­ἰ­σ­θ­ά­ν­ε­τ­αι σὰν νὰ πρόκειται νὰ ζήσει α­ἰ­ώ­ν­ια π­ά­νω σ­τὴ γῆ, σὰν νὰ μ­ὴν ὑπάρχει θ­ά­ν­α­τ­ος, σ­ὰν νὰ μὴν ὑπάρχει διάβολος, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει κρίση κ­αὶ ἀ­ν­τ­α­π­ό­δ­ο­ση, κ­ό­λ­α­ση κ­αὶ Π­α­ρ­ά­δ­ε­ι­σ­ος. «Δ­ὲν β­α­ρ­ι­έ­σ­αι», λ­έ­γ­ει, «ὅπως π­ᾶ­νε ὅ­λ­οι, θὰ π­άω κι ἐγώ». Π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κὰ ε­ἶ­ν­αι σ­υ­μ­φ­ο­ρὰ κ­αὶ κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ο­φὴ φ­ο­β­ε­ρή.

Ἀ­μ­έ­λ­ε­ια ὅμως κ­α­τ­α­λ­α­μ­β­ά­ν­ει σ­υ­χ­νὰ κ­αὶ θ­ε­ω­ρ­ο­ύ­μ­ε­ν­ο­υς π­ι­σ­τ­ο­ὺς Χ­ρ­ι­στι­α­ν­ο­ύς. Ἴ­σ­ως κ­αὶ μ­ε­ρ­ι­κ­ο­ὺς ἀπό ἐ­μ­ᾶς, οἱ ὁ­π­ο­ῖ­οι, ἐνῶ π­ι­σ­τ­ε­ύ­ο­υ­με κ­αὶ δ­ε­χ­ό­μ­α­σ­τε ὅλες τ­ὶς ἀ­λ­ή­θ­ε­ι­ες τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ώς μ­ας, ἐν τ­ο­ύ­τ­ο­ις ἀ­π­α­σ­χ­ο­λ­ο­ύ­μ­α­στε π­ο­λὺ μὲ τ­ὶς δ­ο­υ­λ­ε­ι­ές μ­ας κ­αὶ τ­ό­σα ἀ­σ­ή­μ­α­ν­τα π­ρ­ά­γ­μ­α­τα κ­αὶ ἀ­ρ­κ­ο­ύ­μα­σ­τε σὲ ὑ­π­ο­τ­υ­π­ώ­δη χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κὴ ζ­ωή. Λ­ί­γη π­ρ­ο­σ­ε­υ­χή, λ­ί­γη μ­ε­λ­έ­τη τ­οῦ Ε­ὐ­α­γ­γ­ε­λ­ί­ου, ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ι­α­σ­μὸ ἀπό σ­υ­ν­ή­θ­ε­ια, θεία Κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία χ­ω­ρ­ὶς ζ­ῆ­λο κ­αὶ φ­λ­ό­γα ἐ­σ­ω­τ­ε­ρ­ι­κή. Τὸ ἀ­π­ο­τ­έ­λ­ε­σ­μα; Τὰ χ­ρ­ό­ν­ια νὰ π­ε­ρ­ν­ᾶ­νε κ­αὶ ἐ­μ­ε­ῖς νὰ μέ­ν­ο­υ­με ἴ­δ­ι­οι. Μὲ τά ἴ­δ­ια π­ά­θη, τ­ὶς ἴ­δ­ι­ες ἀ­δ­υ­ν­α­μ­ί­ες, χ­ω­ρ­ὶς π­ρ­ό­ο­δο π­ν­ε­υ­μα­τ­ι­κή. ­Ἀ­λ­η­θ­ι­νὴ σ­υ­μ­φ­ο­ρὰ κ­αὶ κ­ί­ν­δ­υ­ν­ος μ­έ­γ­ας γ­ιὰ τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία μ­ας.

Β­α­δ­ί­ζ­ο­υ­με ἤ­δη τὴ Μ­ε­γ­ά­λη Τ­ε­σσαρακοστή, πού ε­ἶ­ν­αι περίοδος ἀ­γ­ῶ­ν­ος π­ν­ε­υ­μ­α­τ­ι­κ­οῦ. Ἂς μ­ᾶς συγκινήσει αὐτό τό πράγμα! Κ­αὶ ὑ­π­ε­ρ­ν­ι­κ­ώ­ν­τ­ας τὴν ἀ­μ­έ­λ­ε­ια, ἂς κ­α­τ­α­π­ι­α­σ­τ­ο­ῦ­με μὲ ζ­ῆ­λο κ­αὶ δ­ύ­ν­α­μη μὲ τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία μ­ας. Ἂν π­ρ­ο­σ­φ­έ­ρ­ο­υ­με τ­ὴν κ­α­λή μ­ας θ­έ­λ­η­ση, ἡ Χ­ά­ρ­ις τ­οῦ Θ­ε­οῦ θὰ κάμει θ­α­ύ­μ­α­τα μ­έ­σα μ­ας· θὰ φέρει τήν ἀναγέννηση τ­ῆς κ­α­ρ­δ­ι­ᾶς μ­ας. 

(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν. 

                                             (Μᾶρκ. β΄[2] 1 - 12)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρόν μπῆ­κε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴν Κα­περ­να­ούμ· κι ἔ­γι­νε γνω­στὸ ὅ­τι βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο σπί­τι. Ἀ­μέ­σως λοι­πὸν μα­ζεύ­τη­καν τό­σο πολ­λοί, ὥ­στε νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος πλέ­ον οὔτε δί­πλα στὴ θύ­ρα. Καὶ τοὺς δί­δα­σκε τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Ἔρ­χον­ται τό­τε καὶ τοῦ φέρ­νουν ἕ­ναν πα­ρά­λυ­το, ποὺ τὸν σή­κω­ναν πά­νω σ᾿ ἕ­να κρε­βά­τι τέσ­σε­ρις. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πλή­θους νὰ τὸν πλη­σιά­σουν, ξε­σκέ­πα­σαν τὴ σκε­πὴ στὸ μέ­ρος ὅ­που βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος, κι ἀ­φοῦ ἔ­κα­ναν ἕ­να ἄ­νοιγ­μα, ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ κεῖ κά­τω σι­γά-σι­γὰ τὸ κρε­βά­τι, πά­νω στὸ ὁποῖο ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος ὁ πα­ρά­λυ­τος. Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τὴν πί­στη ποὺ εἶχαν ὅ­λοι αὐ­τοί, καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὸν ἔ­φε­ραν, λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το, ποὺ ἀ­γω­νι­οῦ­σε μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του γί­νουν ἐμ­πό­διο στὴ θε­ρα­πεί­α του: «Παι­δί μου, σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θεῖ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, οἱ ὁποῖες εἶ­ναι καὶ ἡ αἰ­τί­α τῆς σω­μα­τι­κῆς σου πα­ρα­λυ­σί­ας.» Ἦ­ταν ὅ­μως με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς ποὺ κά­θον­ταν ἐκεῖ καὶ συλ­λο­γί­ζον­ταν μέ­σα τους: «Για­τί ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς μι­λά­ει ἔ­τσι καὶ ξε­στο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποι­ὸς ἄλ­λος μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες πα­ρὰ μό­νον ἕ­νας, ὁ Θε­ός;» Ἀ­μέ­σως ὅ­μως ὁ Ἰησοῦς, μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ πλη­ρο­φο­ρί­α ποὺ ἔ­δι­νε στὸ πνεῦμα του ἡ θε­ό­τη­τά του, ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι ἔ­τσι σκέ­φτον­ται αὐ­τοὶ μέ­σα τους, καὶ τοὺς εἶ­πε: «Για­τί δέ­χε­στε καὶ κυ­κλο­φο­ρεῖ­τε τέ­τοι­ους λο­γι­σμοὺς μέ­σα στὶς καρ­δι­ές σας; Τί εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο· νὰ πῶ στὸν πα­ρα­λυ­τι­κό, εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, ἤ νὰ τοῦ πῶ, σή­κω καὶ πά­ρε στὸν ὦ­μο σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ἐσεῖς θε­ω­ρεῖ­τε δυ­σκο­λό­τε­ρο αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Γιὰ νὰ μά­θε­τε λοι­πὸν ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ μο­να­δι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς ἀν­θρω­πό­τητος, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλ­θει καὶ πά­λι πά­νω στὶς νε­φέ­λες ὡς Κρι­τὴς ἔν­δο­ξος, ἔ­χει ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρεῖ πά­νω στὴ γῆ ἁ­μαρ­τί­ες· λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το: Σὲ σέ­να ποὺ πι­στεύ­εις μι­λῶ. Σή­κω καὶ πά­ρε στὸν ὦ­μο σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου.» Κι ἐ­κεῖ­νος ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ βγῆ­κε ἀ­π᾿ τὸ σπί­τι ἐ­κεῖ­νο μπρο­στὰ σ᾿ ὅ­λους. Κι ἔ­τσι τὸν εἶ­δαν ὅ­λοι μὲ τὰ μά­τια τους καὶ γέ­μι­σαν μὲ ἔκ­πλη­ξη. Καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας ὅ­τι πο­τὲ μέ­χρι τώ­ρα δὲν εἴ­δα­με κά­τι τέ­τοι­ο, ἕ­νας πα­ρά­λυ­τος μὲ μί­α προ­στα­γὴ νὰ ση­κώ­νε­ται ἀ­μέ­σως ὑ­γι­ὴς καὶ νὰ περ­πα­τᾶ.