Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΜΑΪΟΥ 2020


Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΠ.ΠΑΥ­ΛΟΥ και ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ

Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΜΑΪΟΥ 2020



2 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Ἀ­να­κο­μι­δὴ τῶν λει­ψά­νων Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­γά­λου, Πα­τριά­ρχου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Ἁ­γί­ας Μα­τρώ­νης τῆς ἀ­όμ­μα­της
3 ΚΥΡΙΑΚΗ Τ­ΩΝ Μ­Υ­Ρ­Ο­Φ­Ο­Ρ­ΩΝ
Τι­μο­θέ­ου καὶ Μαύ­ρας μαρ­τύ­ρων
5 ΤΡΙΤΗ Εἰ­ρή­νης με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος, Ἐ­φραίμ με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τοῦ νε­ο­φα­νοῦς
8 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ἰ­ω­άν­νου τ­οῦ Θε­ο­λό­γου κ­αὶ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, Ἀρ­σε­νί­ου τ­οῦ Με­γά­λου
9 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Ἡ­σα­ΐ­ου Προ­φή­του, Χρι­στο­φό­ρου μάρ­τυ­ρος
10 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ.
Σί­μω­νος Ἀ­πο­στό­λου τοῦ Ζη­λω­τοῦ.
12 ΤΡΙΤΗ Ἐ­πι­φα­νί­ου Ἀρ­χι­επ. Κύ­πρου καί Γερ­μα­νοῦ Ἀρ­χι­επ.­ Κων­­/πό­λε­ως
13 ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Γλυ­κε­ρί­ας μάρ­τυ­ρος, Σερ­γί­ου Ὁ­μο­λο­γητ. καὶ Παυ­σι­κά­κου Συ­νά­δων.  Κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος
17  ΚΥΡΙΑΚΗ  ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΊΤΙΔΟΣ
Ἀν­δρο­νί­κου καὶ Ἰ­ου­νί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων, Θε­ο­φά­νους ἐ­πι­σκό­που Σό­λων Κύ­πρου
21 ΠΕΜΠΤΗ Κων­σταν­τί­νου καὶ Ἑ­λέ­νης τῶν Θε­ο­στέ­πτων Βα­σιλ. καὶ Ἰ­σα­πο­στό­λων.
24 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ
Συ­με­ὼν τοῦ ἐν τῷ θαυ­μα­στῷ ὄ­ρει. Κυ­ρια­κοῦ τοῦ ὁ­σί­ου, τοῦ πα­ρὰ τὴν Εὐ­ρύ­χου
25  ΔΕΥΤΕΡΑ Ἡ Γ΄ Εὕ­ρε­σις τῆς Τι­μί­ας Κε­φα­λῆς τοῦ Προ­δρό­μου καὶ Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου
27 ΤΕΤΑΡΤΗ Ἡ ἀ­πό­δο­σις τῆς ἑ­ορ­τῆς τοῦ Πά­σχα. Ἑλ­λα­δί­ου ἱ­ε­ρομ., Θε­ρά­πον­τος ἱ­ε­ρομ., Σερ­γί­ου μάρ­τυ­ρος καὶ Ἰ­ω­άν­νου ὁ­σ.­ τοῦ Ρώσ­σου. Σή­με­ρον γί­νε­ται κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος
28 ΠΕΜΠΤΗ Η Α­ΝΑ­ΛΗ­ΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕ­ΟΥ ΚΑΙ ΣΩ­ΤΗ­ΡΟΣ ΗΜΩΝ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ  
31 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩν Α­ΓΙ­ΩΝ 318 ΘΕ­Ο­ΦΟ­ΡΩΝ ΠΑ­ΤΕ­ΡΩΝ τΗς Εν ΝΙ­ΚΑΙ­Α Α΄ ΟΙ­ΚΟΥ­ΜΕ­ΝΙ­ΚΗΣ ΣΥ­ΝΟ­ΔΟΥ. Ἑρ­μί­ου μάρ­τυ­ρος


Ω­ΡΑ­ΡΙΟ
Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ: 6.00 Μ.Μ.
ΟΡ­ΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2020)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.                            
       (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12 – 20 )

ΜιλΗστε γιά τόν Χριστό!
«Πο­ρεύ­ε­σθε, καὶ στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ἐν τῷ ἱ­ε­ρῷ τῷ λα­ῷ πάν­τα τὰ ρή­μα­τα τῆς ζω­ῆς ταύ­της»
Τὰ ἀ­πο­στο­λι­κὰ Ἀ­να­γνώ­σμα­τα τῆς πε­ρι­ό­δου τοῦ Πεν­τη­κο­στα­ρί­ου προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὶς Πρά­ξεις τῶν Ἀ­πο­στό­λων. Στὶς πε­ρι­κο­πὲς αὐ­τὲς φα­νε­ρώ­νε­ται ἡ δύ­να­μη τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως μέ­σα ἀ­πὸ τὴ θαυ­μα­στὴ ζω­ὴ τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας. Σή­με­ρα, Κυ­ρια­κὴ τοῦ Θω­μᾶ, ἀ­κού­σα­με στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ Ἀ­νά­γνω­σμα ὅ­τι οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἐ­νερ­γοῦ­σαν πολ­λὰ θαύ­μα­τα, οἱ πι­στοὶ ἦ­ταν ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ τους σὰν μιὰ ψυ­χή, ἐ­νῶ πλή­θη ἀν­θρώ­πων συ­νε­χῶς προ­σε­τί­θεν­το στοὺς κόλ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὅ­λοι μι­λοῦ­σαν μὲ θαυ­μα­σμὸ γιὰ τοὺς Χρι­στια­νούς! Μό­νο οἱ ἄρ­χον­τες θέ­λον­τας νὰ ἀ­να­κό­ψουν τὴν ἀ­νο­δι­κὴ πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας φυ­λά­κι­σαν τοὺς Ἀ­πο­στό­λους. Ἀλ­λὰ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου τοὺς ἐ­λευ­θέ­ρω­σε καὶ τοὺς πα­ρήγ­γει­λε νὰ συ­νε­χί­ζουν νὰ κη­ρύτ­τουν.
Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν σή­με­ρα τί ὁ­δη­γί­ες ἔ­δω­σε ὁ ἄγ­γε­λος στοὺς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους σχε­τι­κὰ μὲ τὸ κή­ρυγ­μα, καὶ μὲ ποι­ὰ ἔν­νοι­α ἡ ἐν­το­λὴ αὐ­τὴ ἀ­φο­ρᾶ σὲ ὅ­λους τοὺς πι­στούς.
1. Μὲ παρ­ρη­σί­α τὴν ἀ­λή­θεια
Ὁ θε­ό­σταλ­τος ἄγ­γε­λος προ­τρέ­πει τοὺς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους: «Στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε». «Στα­θέν­τες»: Στα­θεῖ­τε ὄρ­θιοι, χω­ρὶς νὰ φο­βά­σθε κα­νέ­να. «Λα­λεῖ­τε»: Ὄ­χι «νὰ κη­ρύ­ξε­τε», ἀλ­λὰ «νὰ κη­ρύτ­τε­τε»· συ­νέ­χεια. Νὰ ἐ­πι­μέ­νε­τε στὸ κή­ρυγ­μα. Ὑ­πάρ­χουν ψυ­χὲς ποὺ ζοῦν στὴν ἄ­γνοι­α, ποὺ δι­ψοῦν νὰ μά­θουν τὴν ἀ­λή­θεια· ἀλ­λὰ καὶ οἱ πι­στοὶ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη συ­νε­χοῦς κα­ταρ­τι­σμοῦ. 
«Ἐν τῷ ἱ­ε­ρῷ τῷ λα­ῷ»: Νὰ κη­ρύτ­τε­τε ὄ­χι στοὺς ἄρ­χον­τες, ποὺ ἔ­χουν σκλη­ρυν­θεῖ ἀ­πὸ τὸν ἐ­γω­ι­σμό τους, ἀλ­λὰ στὸν λα­ό, ποὺ ἔ­χει δι­ά­θε­ση νὰ ἀ­κού­σει καὶ νὰ δε­χθεῖ τὸν ἐ­λα­φρὺ ζυ­γὸ τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς. Στὸν λα­ὸ τὸν πε­ρι­φρο­νη­μέ­νο γιὰ τὴν ἀ­μά­θειά του. Δι­ό­τι ὅ­λοι ἀ­νε­ξαι­ρέ­τως κα­λοῦν­ται στὴ σω­τη­ρί­α, ἀρ­κεῖ νὰ ἔ­χουν κα­λὴ δι­ά­θε­ση. «Ἐν τῷ ἱ­ε­ρῷ»: στὴν ἐν­δό­τε­ρη αὐ­λὴ τοῦ Να­οῦ τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων· ὄ­χι σὲ ἀ­πό­με­ρα μέ­ρη ἀλ­λὰ σὲ πο­λυ­σύ­χνα­στους τό­πους· σ᾿ αὐ­τοὺς ποὺ πη­γαί­νουν στὸν Να­ὸ καὶ ἀπ᾿ αὐ­τὸ φαί­νε­ται νὰ εἶ­ναι πιὸ δε­κτι­κοί. 
«Μὴ δῶ­τε τὸ ἅ­γιον τοῖς κυ­σί», εἶ­χε δι­δά­ξει ὁ Κύ­ριος. Μὴ δῶ­στε τὶς ἅ­γι­ες ἀ­λή­θει­ες τῆς πί­στε­ώς μας σὲ ἀν­θρώ­πους ποὺ ἐ­πι­μέ­νουν στὴ ζω­ὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Δι­ό­τι οὔ­τε αὐ­τοὶ θὰ ὠ­φε­λη­θοῦν οὔ­τε ἐ­σεῖς. Θὰ τοὺς ἐ­ρε­θί­σε­τε τὴν μὲν ἀ­λή­θεια νὰ βλα­σφη­μή­σουν, ἐ­σᾶς δὲ νὰ σᾶς βλά­ψουν (Ματθ. ζ´[7] 6).
«Πάν­τα τὰ ρή­μα­τα τῆς ζω­ῆς ταύ­της»: Ἡ χρι­στι­α­νι­κὴ δι­δα­σκα­λί­α δὲν εἶ­ναι θε­ω­ρί­ες καὶ στο­χα­σμοί, ἀλ­λὰ βί­ω­μα, ζω­ή, ἡ μό­νη ἀ­λη­θι­νὴ ζω­ή, ζων­τα­νὴ σχέ­ση μὲ τὸν Κύ­ριο, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἀ­νέ­στη καὶ ζεῖ στοὺς οὐ­ρα­νούς, καὶ δί­νει τὴ δύ­να­μη στοὺς πι­στούς Του νὰ νι­κή­σουν τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸν θά­να­το καὶ νὰ ζή­σουν αἰ­ώ­νια. Ὁ ἄγ­γε­λος μά­λι­στα τοὺς εἶ­πε νὰ κη­ρύ­ξουν ὄ­χι κά­ποι­ες ἐν­το­λές, ἀλ­λὰ ὅ­λες. Ἂν θέ­λει κα­νεὶς νὰ βρεῖ τὸν Θε­ό, πρέ­πει νὰ δώ­σει ὅ­λη του τὴν καρ­διὰ χω­ρὶς κρα­τού­με­να, νὰ κά­νει ὑ­πα­κο­ὴ στὸν Χρι­στὸ σὲ ὅ­λα.
2. Ἱ­ε­ρα­πο­στο­λὴ μὲ τὴ ζω­ὴ καὶ τὰ λό­για μας
Ἡ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λὴ εἶ­ναι ἐν­το­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου πρὸς ὅ­λους τοὺς πι­στούς. Ὁ κά­θε πι­στὸς ὀ­φεί­λει νὰ κη­ρύτ­τει τὴ χρι­στι­α­νι­κὴ ζω­ὴ πρῶ­τα-πρῶ­τα μὲ τὸ πα­ρά­δειγ­μά του. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δὲν ὀ­φεί­λει, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτο νὰ κη­ρύτ­τει, νὰ δί­νει μαρ­τυ­ρί­α Χρι­στοῦ στὸ πε­ρι­βάλ­λον του μὲ τὴν ὅ­λη συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Εἰ­δάλ­λως δὲν εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ, ἢ ἔ­στω δὲν ἔ­χει ἰ­σχυ­ρὴ κοι­νω­νί­α μα­ζί Του.
Ἀλ­λὰ ὁ πι­στὸς κη­ρύτ­τει καὶ μὲ τὸν λό­γο του. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν ἐ­πί­σκο­πο, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι  ὁ δι­ά­δο­χος τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­πο­στό­λων καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὁ κατ᾿ ἐ­ξο­χὴν ἁρ­μό­διος γιὰ τὸ κή­ρυγ­μα, καὶ τοὺς κλη­ρι­κοὺς ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κες, καὶ οἱ λα­ϊ­κοὶ συμ­με­τέ­χουν στὴν κα­τή­χη­ση τῶν ἀ­δελ­φῶν τους, στὸ θεῖ­ο κή­ρυγ­μα καὶ γε­νι­κὰ στὸ ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κὸ ἔρ­γο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.
Ὁ Χρι­στια­νὸς λοι­πὸν ποὺ ζεῖ τὴν πί­στη του, μι­λά­ει γι᾿ αὐ­τὴν στὸ πε­ρι­βάλ­λον του, σὲ γνω­στοὺς καὶ ἀ­γνώ­στους μὲ δι­ά­κρι­ση καὶ ζῆ­λο, κα­λεῖ σὲ λα­τρευ­τι­κὲς καὶ πνευ­μα­τι­κὲς εὐ­και­ρί­ες, δι­α­δί­δει τὸ Ὀρ­θό­δο­ξο Χρι­στι­α­νι­κὸ βι­βλί­ο καὶ πε­ρι­ο­δι­κό… Ἰ­δι­αί­τε­ρα φρον­τί­ζει γιὰ τὸν χρι­στι­α­νι­κὸ κα­ταρ­τι­σμὸ τῶν νέ­ων, τῶν παι­δι­ῶν του πρῶ­τα, ἀλ­λὰ καὶ ὅ­ποι­ων ἄλ­λων νέ­ων ἔ­χει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ὠ­φε­λή­σει· γιὰ τὸν χρι­στι­α­νι­κὸ κα­ταρ­τι­σμό τους, ὁ ὁ­ποῖ­ος τό­σο ἔ­χει ἀ­το­νή­σει, ἀλ­λὰ καὶ χλευ­ά­ζε­ται καὶ πα­ρεμ­πο­δί­ζε­ται στὶς ἡ­μέ­ρες μας.
Οἱ ἄρ­χον­τες τοῦ κό­σμου τού­του θέ­λη­σαν νὰ φι­μώ­σουν τοὺς κή­ρυ­κες τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Τοὺς συ­νέ­λα­βαν καὶ τοὺς φυ­λά­κι­σαν. Μέ­σα στὴ νύ­χτα ὅ­μως ἄγ­γε­λος τοὺς ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε καὶ τοὺς δι­έ­τα­ξε νὰ συ­νε­χί­ζουν νὰ κη­ρύτ­τουν μὲ κά­θε παρ­ρη­σί­α. Ἡ ἐν­το­λή του ἦ­ταν ἐν­το­λὴ Θε­οῦ. Καὶ οἱ ἀ­πο­δέ­κτες της δὲν ἦ­ταν μό­νο οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι ἀλ­λὰ τὸ πλή­ρω­μα τῶν πι­στῶν. Ἂς μὴ μᾶς πτο­οῦν τὰ φό­βη­τρα τοῦ κό­σμου. Σὲ κά­θε καρ­διὰ ποὺ εἰ­λι­κρι­νὰ ἀ­γα­πᾶ τὸν Κύ­ριο, νὰ ἀν­τη­χεῖ ἡ ἀγ­γε­λι­κὴ προ­στα­γή: Πη­γαί­νε­τε καὶ με­τα­φέ­ρε­τε στοὺς πνευ­μα­τι­κὰ νε­κροὺς τὴ μό­νη ἀ­λη­θι­νὴ εἴ­δη­ση, ὅ­τι ἀ­νέ­στη ὁ Κύ­ριος καὶ ἀ­να­σταί­νει ὅ­σους πι­στέ­ψουν σ᾿ Ἐ­κεῖ­νον.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)  

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
(Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅ­ταν βρά­δια­σε τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, τήν πρώ­τη τῆς ἑ­βδο­μά­δος, κι ἐ­νῷ οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σ' ἕ­να σπί­τι καὶ εἶ­χαν τὶς θύ­ρες κλει­στὲς ἐ­πει­δὴ φο­βοῦν­ταν τοὺς ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ στά­θη­κε στὴ μέ­ση καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, τοὺς ἔ­δει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους πού σταυ­ρώ­θη­κε. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βε­βαι­ώ­θη­καν γι' αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν οὐ­λῶν του, χά­ρη­καν οἱ μα­θη­τὲς πού εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ μα­θη­τὲς ἠ­ρέ­μη­σαν κά­πως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη σφο­δρὴ συγ­κί­νη­ση πού αἰ­σθάν­θη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς με­γά­λης τους χα­ρᾶς, τοὺς εἶ­πε πά­λι ὁ Ἰ­ησοῦς σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μελ­λον­τι­κή τους τώ­ρα κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λή: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ὅ­πως μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­τσι κι ἐ­γώ σᾶς στέλ­νω νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἴ­διο ἔρ­γο. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, προ­κει­μέ­νου νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει τὴν πνο­ὴ τῆς νέ­ας οὐ­ρά­νιας ζω­ῆς ἐμ­φύ­ση­σε στὰ πρό­σω­πά τους, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ, καὶ τοὺς εἶ­πε: Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιον.  Σ' ὅ­ποι­ους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, θὰ τοὺς εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ' ὅ­ποι­ους ὅ­μως τὶς κρα­τᾶ­τε ἀσυγχώ­ρη­τες, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. Ὁ Θω­μᾶς ὅ­μως, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­νό­μα­ζαν Δί­δυ­μο ὅ­σοι Ἑ­βραῖ­οι μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, δὲν ἦ­ταν μα­ζί τους ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν εἶ­δαν, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές: Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου στὰ χέ­ρια του τὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ δά­χτυ­λό μου στὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ χέ­ρι μου στὴν πλευ­ρά του, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ μά­τια μου ἀλ­λά καὶ μὲ τά δά­χτυ­λά μου νὰ βε­βαι­ω­θῶ, δὲν θὰ πι­στέ­ψω.
Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες ἦ­σαν πά­λι μέ­σα στὸ σπί­τι οἱ μα­θη­τές, καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς ἦ­ταν κι ὁ Θω­μᾶς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἐ­νῶ ἦ­ταν κλει­στές οἱ θύ­ρες, καὶ στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς καί εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν Θω­μᾶ: Φέ­ρε τὸ δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ. Ψη­λά­φη­σε καὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, καί δὲς συγ­χρό­νως μὲ τὰ μά­τια σου τὰ χέ­ρια μου. Φέ­ρε τό χέ­ρι σου κά­τω ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά μου καὶ βά­λ' το στήν πλευ­ρά μου πού χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ λόγ­χη. Καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α, ὥ­στε νὰ γί­νεις μό­νι­μα καὶ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἄ­πι­στος, ἀλ­λά νά προ­ο­δεύ­εις καὶ νὰ στη­ρί­ζε­σαι στὴν πί­στη, ὥ­στε νὰ γί­νεις ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἀ­δι­ά­σει­στος σ' αὐ­τή. Ὁ Θω­μᾶς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Πι­στεύ­ω καὶ ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πί­στε­ψες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ριοι καὶ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ ἔ­χουν δεῖ μὲ τὰ μά­τια τους, ὅ­πως μὲ εἶ­δες ἐ­σύ. Καί θά πι­στέ­ψουν ἔ­τσι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μου στίς γε­νι­ές πού θὰ ἔλ­θουν.
Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ ὅ­σα ἐ­ξι­στο­ρή­σα­με, ἐ­κτός ἀ­πό τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του, ὀ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά στά μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του ἔ­κα­νε καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα θαύ­μα­τα πού ἀ­πο­δεί­κνυ­αν τὴ θε­ό­τη­τά του καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὸ βι­βλί­ο αὐ­τό. Αὐ­τὰ πού ἐκ­θέ­σα­με, γρά­φη­καν γιὰ νὰ πι­στέ­ψε­τε ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς πού προ­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ· κι ἔ­τσι πι­στεύ­ον­τας νὰ ἔ­χε­τε ὡς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα σας τὴ νέ­α, θεί­α καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁ­ποί­α με­τα­δί­δει ὁ ἴ­διος στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό ὄ­νο­μά του.