Τρίτη 14 Απριλίου 2020

ΙΩΒ ΤΟ ΑΝΑ­ΓΝΩ­ΣΜΑ. ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ


ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
(ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 
ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ)


ΙΩΒ τΟ ΑΝΑ­γνω­σμα (Κεφ. β'[2] 1-10)
 Ἐ­γέ­νε­το δὲ ὡς ἡ ἡ­μέ­ρα αὕ­τη, καὶ ἦλ­θον οἱ Ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ πα­ρα­στῆ­ναι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Κυ­ρί­ου, καὶ ὁ Δι­ά­βο­λος ἦλ­θεν ἐν μέ­σῳ αὐ­τῶν, πα­ρα­στῆ­ναι ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ εἶ­πεν ὁ Κύριος τῷ Δι­α­βό­λῳ· Πόθεν σὺ ἔρ­χῃ; εἶ­πε δὲ ὁ Δι­ά­βο­λος ἐ­ναν­τί­ον Κυ­ρί­ου. Δι­α­πο­ρευ­θεὶς τὴν ὑ­π' οὐ­ρα­νόν, καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σας τὴν σύμ­πα­σαν, πά­ρει­μι. Εἶ­πε δὲ ὁ Κύριος πρὸς τὸν Δι­ά­βο­λον· Προ­σέ­σχες τὸν θε­ρά­ποντά μου Ἰώβ, ὅ­τι οὐκ ἔ­στι κα­τ' αὐ­τόν, τῶν ἐ­πὶ τῆς γῆς, ἄν­θρω­πος ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ, ἄ­κα­κος, ἀ­λη­θι­νός, ἄ­μεμ­πτος, θε­ο­σε­βής, ἀ­πε­χό­με­νος ἀ­πὸ παν­τὸς κα­κοῦ; ἔ­τι δὲ ἔ­χε­ται ἀ­κα­κί­ας, σὺ δὲ εἶ­πας, τὰ ὑ­πάρ­χον­τα αὐ­τοῦ δι­α­κε­νῆς ἀ­πο­λέ­σαι. Ὑ­πο­λα­βὼν δὲ ὁ Δι­ά­βο­λος, εἶ­πε τῷ Κυ­ρί­ῳ· Δέρμα ὑ­πὲρ δέρ­μα­τος, καὶ πάν­τα ὅ­σα ὑ­πάρ­χει ἀν­θρώ­πῳ, ὑ­πὲρ τῆς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ ἐ­κτί­σει, οὐ μὴν δέ, ἀλ­λὰ ἀ­πο­στε­ί­λας τὴν χεῖ­ρά σου, ἅ­ψαι τῶν ὀ­στῶν αὐ­τοῦ, καὶ τῶν σαρ­κῶν αὐ­τοῦ, ἢ μὴν εἰς πρό­σω­πόν σε εὐ­λο­γή­σει. Εἶ­πε δὲ ὁ Κύριος τῷ Δι­α­βό­λω· Ἰ­δοὺ πα­ρα­δί­δω­μί σοι αὐ­τόν, μό­νον τὴν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ δι­α­φύ­λα­ξον. Καὶ ἐ­ξῆλ­θεν ὁ Δι­ά­βο­λος ἀ­πὸ προ­σώ­που Κυ­ρί­ου, καὶ ἔ­παι­σε τὸν Ἰ­ὼβ ἕλ­κει πο­νη­ρῷ ἀ­πὸ πο­δῶν ἐ­ως κε­φα­λῆς. Καὶ ἔ­λα­βεν ἑ­αυ­τῷ ὄ­στρα­κον, ἵ­να τὸν ἰ­χῶ­ρα ξύ­ῃ, καὶ ἐ­κά­θη­το ἐ­πὶ τῆς κο­πρί­ας, ἔ­ξω τῆς πό­λε­ως. Χρό­νου δὲ πολ­λοῦ προ­βε­βη­κό­τος, εἶ­πεν αὐ­τῷ ἡ γυ­νὴ αὐ­τοῦ· Μέχρι τί­νος καρ­τε­ρή­σει λέ­γων. Ἰ­δοὺ ἀ­να­μέ­νω χρό­νον ἔ­τι μι­κρόν, προσ­δε­χό­με­νος τὴν ἐλ­πί­δα τῆς σω­τη­ρί­ας μου; ἰ­δοὺ γὰρ ἠ­φά­νι­σταί σου τὸ μνη­μό­συ­νον ἀ­πὸ τῆς γῆς, υἱ­οὶ καὶ θυ­γα­τέ­ρες, ἐ­μῆς κοι­λί­ας ὠ­δῖ­νες καὶ πό­νοι, οὓς εἰς τὸ κε­νὸν ἐ­κο­πί­α­σα με­τὰ μό­χθων, σὺ δὲ αὐ­τὸς ἐν σα­πρί­ᾳ σκω­λή­κων κά­θη­σαι, δι­α­νυ­κτε­ρε­ύ­ων αἴ­θριος, κᾀ­γὼ πλα­νῆ­τις καὶ λά­τρις, τό­πον ἐκ τό­που πε­ρι­ερ­χο­μέ­νη, καὶ οἰ­κί­αν ἐξ οἰ­κί­ας, προσ­δε­χο­μέ­νη τὸν ἥ­λιον πό­τε δύ­σε­ται, ἵ­να ἀ­να­πα­ύ­σω­μαι τῶν μό­χθων μου, καὶ τῶν ὀ­δυ­νῶν, αἵ με νῦν συ­νέ­χου­σιν, ἀλ­λὰ εἶ­πόν τι ῥῆ­μα πρὸς Κύριον, καὶ τε­λε­ύ­τα. Ὁ δὲ ἐμ­βλέ­ψας αὐ­τῇ, εἶ­πεν· Ἵ­να τί, ὥ­σπερ μί­α τῶν ἀ­φρό­νων γυ­ναι­κῶν ἐ­λά­λη­σας οὕ­τως; εἰ τὰ κα­λὰ ἐ­δε­ξά­με­θα ἐκ χει­ρὸς Κυ­ρί­ου, τὰ κα­κὰ οὐχ ὑ­πο­ί­σω­μεν; Ἐν το­ύ­τοις πᾶ­σι τοῖς συμ­βε­βη­κό­σιν αὐ­τῷ, οὐ­δὲν ἥ­μαρ­τεν Ἰ­ὼβ τοῖς χε­ί­λε­σιν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Συ­νέ­βη δὲ κα­τὰ τὴν ὡ­ρι­σμέ­νην ἡ­μέ­ραν, ἦλ­θον οἱ ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ νὰ πα­ρου­σια­σθοῦν ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου, ἦλ­θε δὲ ἐν μέ­σῳ αὐ­τῶν καὶ ὁ δι­ά­βο­λος διὰ νὰ πα­ρου­σια­σθῇ καὶ αὐ­τὸς ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος εἰς τὸν δι­ά­βο­λον: «Ἀ­πὸ ποῦ ἔρ­χε­σαι σύ;» Τό­τε εἶ­πεν ὁ δι­ά­βο­λος ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου: «Ἀ­φοῦ ἐ­γύ­ρι­σα τὴν γῆν, ποὺ εἶ­ναι κά­τω ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νόν, καὶ ἀ­φοῦ ἐ­πε­ρι­πά­τη­σα μέ­σα εἰς ὅ­λην αὐ­τήν, εἶ­μαι πα­ρών». Εἶ­πε δὲ ὁ Κύ­ριος πρὸς τὸν δι­ά­βο­λον: «Ἐ­πρό­σε­ξες λοι­πὸν τὸν πι­στὸν δοῦ­λον μου Ἰ­ὼβ καὶ ἐ­πεί­σθης ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὅ­λας τὰς δο­κι­μα­σί­ας, εἰς τὰς ὁ­ποί­ας τὸν ὑ­πέ­βα­λες, ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λος σὰν αὐ­τὸν ἀ­πὸ τοὺς ἐ­πὶ τῆς γῆς ἀν­θρώ­πους, ὅ­μοι­ος πρὸς αὐ­τόν, ἄ­κα­κος, εἰ­λι­κρι­νής, χω­ρὶς ψε­γά­δι, θε­ο­φο­βού­με­νος, ποὺ νὰ φεύ­γῃ μα­κρὰν ἀ­πὸ κά­θε κα­κόν; Ἀ­κό­μη δὲ καὶ τώ­ρα, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ τὰ τό­σα ποὺ ἔ­πα­θε, κρα­τεῖ στε­ρε­ὰ τὴν τε­λει­ό­τη­τα καὶ ἀ­κα­κί­αν του. Ἀλ­λὰ σὺ εἶ­πες· ὅ­λα, ὅ­σα εἶ­χε καὶ ὑ­πῆρ­χον εἰς αὐ­τόν, νὰ τὰ κα­τα­στρέ­ψῃς, χω­ρὶς αἰ­τί­αν τι­νὰ καὶ χω­ρὶς νὰ εἶ­ναι ἄ­ξιος τι­μω­ρί­ας ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τός». Λα­βὼν δὲ τὸν λό­γον ὁ δι­ά­βο­λος εἶ­πεν εἰς τὸν Κύ­ριον: «Διὰ νὰ γλυ­τώ­σῃ κα­νεὶς τὸ δέρ­μα του, ἀρ­κεῖ νὰ δώ­σῃ ἄλ­λο δέρ­μα. Προ­κει­μέ­νου ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος νὰ σώ­σῃ τὴν ζω­ήν του, θὰ δώ­σῃ ὅ­λα, ὅ­σα καὶ ἂν ἔ­χει. Δὲν φθά­νουν λοι­πὸν τὰ ὅ­σα ὑ­πέ­φε­ρεν ὁ Ἰ­ὼβ διὰ νὰ τὸν ἀ­πο­δεί­ξουν δό­κι­μον ἀλλ᾿ ἀ­φοῦ ἐ­κτεί­νῃς τὴν χεῖ­ρα σου, θί­ξε καὶ κτύ­πη­σε τὰ κόκ­κα­λά του καὶ τὰς σάρ­κας τοῦ· ὁρ­κί­ζο­μαι, ὅ­τι τό­τε θὰ σὲ βλα­σφη­μή­σῃ κα­τὰ πρό­σω­πον». Εἶ­πε δὲ τό­τε ὁ Κύ­ριος εἰς τὸν δι­ά­βο­λον: «Ἰ­δοὺ σοῦ τὸν πα­ρα­δί­δω καὶ ἐ­πι­τρέ­πω νὰ τὸν βα­σα­νί­σῃς. Μό­νον τὴν ζω­ήν του δι­α­φύ­λα­ξε». Ἐ­βγῆ­κε δὲ ὁ δι­ά­βο­λος μα­κρὰν ἀ­πὸ τὸ μέ­ρος τῆς πα­ρου­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ χω­ρὶς νὰ χά­σῃ και­ρὸν ἐ­κτύ­πη­σε τὸν Ἰ­ὼβ μὲ ἕλ­κος κα­κό­η­θες, τὸ ὁ­ποῖ­ον ἐ­ξα­πλώ­θη εἰς ὅ­λον τὸ σῶ­μα του ἀ­πὸ τὰ πό­δια μέ­χρι τῆς κε­φα­λῆς. Καὶ ὁ Ἰ­ὼβ ἐ­πῆ­ρε στὰ χέ­ρια του κά­ποι­ο κομ­μά­τι ἀ­πὸ πή­λι­νο δο­χεῖ­ον τσα­κι­σμέ­νο, διὰ νὰ ξύ­νῃ μὲ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πε­ξη­ραμ­μέ­νον πύ­ον, ποὺ τοῦ προ­ε­κά­λει φα­γού­ραν. Καὶ ἐ­κά­θη­το ἐ­πί της ξη­ρᾶς καὶ κα­ϋ­μέ­νης κό­πρου ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πά­λιν κα­τά­μο­νος. Ἀ­φοῦ δὲ ἐ­πέ­ρα­σε πο­λὺς χρό­νος, εἶ­πεν ἡ γυ­ναῖ­κα του εἰς τὸν Ἰ­ώβ: «Ἕ­ως πό­τε θὰ δεί­χνῃς καρ­τε­ρί­αν καὶ ὑ­πο­μο­νὴν λέ­γον­τας· ἰ­δοὺ πε­ρι­μέ­νω ὀ­λί­γον χρό­νον ἀ­κό­μη διὰ νὰ δε­χθῶ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σιν τῆς ἐλ­πί­δος, ποὺ ἔ­χω διὰ τὴν σω­τη­ρί­αν μου ἀ­πὸ τὴν φο­βε­ρὰν ἀ­σθέ­νειαν; Μα­ταί­ως πε­ρι­μέ­νεις. Δι­ό­τι ἰ­δοὺ ἔ­χει ἐ­ξα­φα­νι­σθῇ κά­θε τι, ποὺ θὰ δι­ε­τή­ρει τὴν ἀ­νά­μνη­σίν σου ἐ­πὶ τῆς γῆς καὶ θὰ συ­νε­τέ­λει εἰς τὸ νὰ σὲ ἐν­θυ­μοῦν­ται καὶ με­τὰ τὸν θά­να­τόν σου. Ἐν­νο­ῶ τὰ παι­διὰ καὶ τὰ κο­ρί­τσια, τῆς κοι­λί­ας μου αἱ ὠ­δῖ­νες καὶ αἱ ἀ­γω­νί­αι καὶ κό­ποι, τοὺς ὁ­ποί­ους μα­ταί­ως καὶ χω­ρὶς κα­νὲν κέρ­δος ἐ­κο­πί­α­σα μὲ μό­χθους διὰ νὰ τὰ ἀ­να­θρέ­ψω. Καὶ σὺ δὲ ὁ ἴ­διος κά­θε­σαι μέ­σα στὴ σα­πί­λα τῶν σκω­λή­κων καὶ περ­νᾷς τὶς νύ­κτες σου ἔ­ξω εἰς τὸ ὕ­παι­θρον καὶ ὅ­χι μέ­σα εἰς οἰ­κί­αν. Καὶ ἐ­γὼ κα­τήν­τη­σα νὰ πε­ρι­πλα­νῶ­μαι καί νὰ πα­ρα­κα­λῶ τὸ ἔ­λε­ος τοῦ κό­σμου, πε­ρι­ερ­χο­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν ἕ­να τό­πον εἰς τὸν ἄλ­λον τό­πον καὶ ἀ­πὸ τὸ ἕ­να σπί­τι εἰς τὸ ἄλ­λο σπί­τι, ζη­τοῦ­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νην ἀ­πό τοὺς ἀ­γνώ­στους καὶ πε­ρι­μέ­νου­σα πό­τε θὰ δύ­σῃ ὁ ἥ­λιος, διὰ νὰ ἀ­να­παυ­θῶ ἀ­πό τοὺς βα­ρεῖς μου κό­πους καὶ ἀ­πὸ τοὺς πό­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι τώ­ρα μὲ πι­έ­ζουν καὶ μὲ πε­ρι­σφίγ­γουν. Ἀλ­λὰ εἰ­πὲ βλά­σφη­μόν τι­να λό­γον κα­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου, ποὺ σὲ τι­μω­ρεῖ τό­σον σκλη­ρά, καὶ δῶ­σε τέ­λος εἰς τὴν βα­σα­νι­σμέ­νην καὶ ἀ­νυ­πό­φο­ρον ζω­ήν σου». Ὁ Ἰ­ὼβ δέ, ἀ­φοῦ τῆς ἔρ­ρι­ψε βλέμ­μα ἀ­πο­δο­κι­μα­σί­ας, εἶ­πε πρὸς αὐ­τήν: «Δια­τὶ ὡ­μί­λη­σες οὕ­τω πως, σὰν μί­α ἀ­πὸ τὰς ἀ­νο­ή­τους καὶ ἀ­πε­ρι­σκέ­πτους γυ­ναῖ­κας; Ἐ­ὰν ἐ­δέ­χθη­μεν εὐ­χα­ρί­στως τὰ ἀ­γα­θὰ ἀ­πὸ τὴν χεῖ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου, δὲν θὰ ὑ­πο­φέ­ρω­μεν καὶ τὰ θλι­βε­ρὰ καὶ δυ­σά­ρε­στα, τὰ ὁ­ποῖ­α ὁ αὐ­τὸς Κύ­ριος μᾶς ἀ­πο­στέλ­λει,·» Εἰς ὅ­λα αὐ­τά, ποὺ συ­νέ­βη­σαν εἰς τὸν Ἰ­ώβ, δὲν ἡ­μάρ­τη­σεν οὗ­τος μὲ τὰ χεί­λη του εἰς τὸ πα­ρα­μι­κρὸν ἐ­νώ­πιον τοῦ Θε­οῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου