ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις,
διὰ τῶν χειρῶν τῶν ἀποστόλων
ἐγίνετο σημεῖα καὶ τέρατα ἐν τῷ λαῷ πολλὰ· καὶ ἦσαν
ὁμοθυμαδὸν ἅπαντες ἐν τῇ στοᾷ Σολομῶντος· τῶν δὲ λοιπῶν οὐδεὶς ἐτόλμα
κολλᾶσθαι
αὐτοῖς, ἀλλ' ἐμεγάλυνεν αὐτοὺς ὁ λαός. Μᾶλλον δὲ προσετίθεντο πιστεύοντες
τῷ Κυρίῳ πλήθη ἀνδρῶν τε καὶ γυναικῶν, ὥστε
κατὰ τὰς πλατείας ἐκφέρειν
τοὺς ἀσθενεῖς
καὶ τιθέναι ἐπὶ
κλινῶν καὶ κραβάττων, ἵνα
ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ
τινὶ αὐτῶν.
Συνήρχετο δὲ καὶ τὸ πλῆθος τῶν πέριξ πόλεων εἰς Ἱερουσαλήμ
φέροντες ἀσθενεῖς
καὶ ὀχλουμένους
ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, οἵτινες ἐθεραπεύοντο
ἅπαντες. Ἀναστὰς δὲ ὁ ἀρχιερεὺς
καὶ πάντες οἱ σὺν αὐτῷ, ἡ οὖσα αἵρεσις τῶν Σαδδουκαίων, ἐπλήσθησαν
ζήλου καὶ ἐπέβαλον
τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ
τοὺς ἀποστόλους, καὶ ἔθεντο
αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ. Ἄγγελος
δὲ Κυρίου διὰ τῆς νυκτὸς ἤνοιξε
τὰς θύρας τῆς φυλακῆς, ἐξαγαγών
τε αὐτοὺς
εἶπε· Πορεύεσθε καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ ἱερῷ
τῷ λαῷ πάντα τὰ ῥήματα
τῆς ζωῆς ταύτης.
(Πράξ.
Ἀποστ. ε΄[5] 12–20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὸ μεταξὺ μὲ τὰ χέρια τῶν
ἀποστόλων γίνονταν συνεχῶς πολλὰ ἐκπληκτικὰ καὶ ἐξαιρετικὰ θαύματα,
πού ἐπιβεβαίωναν ὅτι ἡ διδασκαλία τους ἦταν ἀληθινὴ καὶ προκαλοῦσαν
κατάπληξη στὸ λαό. Κι ὅλοι οἱ πιστοὶ μαζὶ, μὲ μιὰ καρδιὰ, μαζεύονταν
στὴ στοὰ τοῦ Σολομῶντος. Καὶ ἀπό τους ὑπόλοιπους πού δὲν εἶχαν πιστέψει,
κανεὶς δὲν τολμοῦσε ν' ἀνακατευθεῖ μ' αὐτούς, νὰ ἀστειευθεῖ μαζί
τους καὶ νὰ τοὺς συμπεριφερθεῖ σὰν συνηθισμένους ἀνθρώπους τοῦ δρόμου∙
ἀλλά ὁ πολὺς λαὸς τοὺς τιμοῦσε καὶ τοὺς ἐγκωμίαζε. Ἔτσι ὁλοένα καὶ
περισσότερο προσελκύονταν πλήθη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευαν
στὸν Κύριο καὶ γίνονταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, αὐξάνοντας κατὰ πολὺ τὸν
ἀριθμὸ τῶν πιστῶν. Τόσο πολὺ μάλιστα τοὺς σεβόταν ὁ λαός, ὥστε ἔβγαζαν
τοὺς ἀρρώστους ἀπὸ τὰ σπίτια τους στὶς πλατεῖες καὶ τοὺς ἔβαζαν πάνω σὲ
πολυτελῆ κρεβάτια οἱ πλουσιότεροι, καὶ σὲ φτωχικὰ καὶ πρόχειρα φορεῖα
οἱ φτωχότεροι, ἔτσι ὥστε, ὅταν θὰ περνοῦσε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο ὁ Πέτρος,
νὰ πέσει ἔστω καὶ ἡ σκιά του σὲ κάποιον ἀπό τους ἀρρώστους αὐτοὺς γιὰ νὰ
τὸν θεραπεύσει. Ἐπιπλέον μαζεύονταν στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ πλήθη ἀπό
τούς κατοίκους τῶν γειτονικῶν πόλεων· ὅλοι αὐτοὶ ἔφερναν κάθε εἴδους
ἀρρώστους, καθὼς καὶ ἀνθρώπους πού ὑπέφεραν ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα,
καὶ ὅλοι τους θεραπεύονταν. Ὅλα ὅμως αὐτὰ προκάλεσαν τὴν ἀντίδραση
τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅλων ὅσων ἦταν μαζί του καὶ ἀποτελοῦσαν τὴ θρησκευτικὴ
παράταξη τῶν Σαδδουκαίων. Γέμισαν οἱ καρδιές τους ἀπὸ φθόνο καὶ κακία
καὶ ἑτοιμάστηκαν νὰ δράσουν. Ἅπλωσαν λοιπὸν τὰ χέρια τους πάνω στοὺς ἀποστόλους,
τοὺς συνέλαβαν καὶ τοὺς ἔριξαν στὴ δημόσια φυλακή. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως
μέσα στὴ νύχτα ἄνοιξε τὶς θύρες τῆς φυλακῆς, τοὺς ἔβγαλε ἔξω καὶ τοὺς
εἶπε: Πηγαίνετε ἀμέσως καὶ σταθεῖτε γεμάτοι θάρρος στὸν ἱερὸ περίβολο
τοῦ ναοῦ καὶ κηρύξτε δημόσια στὸ λαὸ ὅλα τὰ λόγια της νέας αὐτῆς ζωῆς,
τὴν ὁποία σᾶς μετέδωσε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀπὸ πείρα γνωρίσατε.
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔσης ὀψίας
τῇ ἡμέρᾳ
ἐκείνῃ τῇ μιᾷ σαββάτων, καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων ὅπου
ἦσαν οἱ μαθηταὶ συνηγμένοι
διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων, ἦλθεν
ὁ Ἰησοῦς
καὶ ἔστη
εἰς τὸ μέσον, καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. Καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν
αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τὴν πλευρὰν αὐτοῦ. ἐχάρησαν
οὖν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες
τὸν Κύριον. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς
πάλιν· Εἰρήνη
ὑμῖν. καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐνεφύσησε
καὶ λέγει αὐτοῖς· Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε
τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται
αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται.
Θωμᾶς δὲ εἷς ἐκ τῶν δώδεκα ὁ λεγόμενος Δίδυμος, οὐκ ἦν μετ' αὐτῶν ὅτε
ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς. Ἔλεγον
οὖν αὐτῷ οἱ ἄλλοι
μαθηταί· Ἑωράκαμεν
τὸν Κύριον. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐὰν
μὴ ἴδω
ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ, οὐ μὴ πιστεύσω. Καὶ μεθ' ἡμέρας
ὀκτὼ πάλιν ἦσαν ἔσω οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ Θωμᾶς μετ' αὐτῶν. Ἔρχεται
ὁ Ἰησοῦς
τῶν θυρῶν κεκλεισμένων,
καὶ ἔστη εἰς τὸ μέσον καὶ εἶπεν· Εἰρήνη ὑμῖν. Εἶτα λέγει τῷ Θωμᾷ· Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε
καὶ ἴδε
τὰς χεῖράς μου, καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ
πιστός. Καὶ ἀπεκρίθη
Θωμᾶς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅτι
ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες
καὶ πιστεύσαντες. Πολλὰ
μὲν οὖν καὶ ἄλλα
σημεῖα ἐποίησεν
ὁ Ἰησοῦς
ἐνώπιον τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ἃ οὐκ ἔστι
γεγραμμένα
ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ· Ταῦτα
δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι
Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα
πιστεύοντες
ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι
αὐτοῦ.
(Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
«Τῌ ΜΙᾼ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ»
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς σκέπαζε
ἀκόμη βαρὺ τὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Μέσα ὅμως στὴν καταθλιπτικὴ καὶ
σκοτεινὴ αὐτὴ ἀτμόσφαιρα εἶχαν φανεῖ ἤδη κάποιες ἀκτίνες φωτός. Οἱ μαθηταὶ δὲν
τολμοῦσαν ἀκόμη νὰ πιστεύσουν στὸ μήνυμα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν καὶ ἔμεναν
κλεισμένοι στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ «δια
τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων».
ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΡΑΔΥ τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων», τῆς πρώτης μέρας μετά τό Σάββατο, τὸ βράδυ
δηλαδὴ τῆς δικῆς μας Κυριακῆς, ὅταν «κεκλεισμένων
τῶν θυρῶν» φανερώθηκε ξαφνικά ὁ Κύριος καὶ στάθηκε στὸ μέσο τοῦ κύκλου τῶν
μαθητῶν Του λέγοντάς τους: «εἰρήνη ὑμῖν».
Ἡ κατάπληξή τους ἦταν ἀπερίγραπτη, τόσο ποὺ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ διαλύσει τὶς ἀνησυχίες
τους, τοὺς ἔδειξε τὰ πληγωμένα χέρια καὶ πόδια Του, ὥστε νά μή τούς μείνει
καμμία ἀμφιβολία ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ἀναστημένος καὶ ὅτι δὲν τοὺς γελοῦν τὰ μάτια
τους, οὔτε βλέπουν κάποιο ἄσαρκο φάντασμα.
ΜΕΓΑΛΗ Η ΧΑΡΑ τῶν μαθητῶν! Ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ
συγκίνησή τους. Ἀλλά ὁ Κύριος καὶ πάλιν τοὺς καθησυχάζει. «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς λέγει. Εἰρηνεῦστε. Ἡσυχάστε. Μὴ ταράζεσθε. Ὅπως
μὲ ἔστειλε ὁ Πατήρ μου στὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ἐγώ ἀποστέλλω ἐσᾶς. Καὶ φυσώντας
στὰ προσωπά τους, συνεπλήρωσε: «Λάβετε
Πνεῦμα Ἅγιον». Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νά συγχωρεῖτε τὶς ἁμαρτίες τῶν
ἀνθρώπων. Ὅσων ἀνθρώπων τὶς συγχωρεῖτε, θὰ συγχωρηθοῦν ὅσων δὲν τὶς συγχωρεῖτε
— λόγω τῆς ἀμετανοησίας τους — θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες.
ΔΕΟΣ, ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ, χαρά, θαυμασμός! Οἱ καρδιὲς
τῶν μαθητῶν κινδυνεύουν νὰ σπάσουν. Ὁ Κύριος φεύγει, ἐκεῖνοι πετοῦν ἀπό τή χαρά
τους. Ἕνας ὅμως...
Ὁ Θωμᾶς εἶναι ἀκόμη βυθισμένος στὸ πένθος.
Ἀπουσίαζε βεβαίως τὴν ὥρα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση
καί ἡ ἐπίμονη βεβαίωση τῶν ἄλλων μαθητῶν θὰ ἔπρεπε νά τὸν πείσουν.
Νὰ τὸν πείσουν; Ὄχι καὶ νὰ τὸν πείσουν! Ὁ
Θωμᾶς δὲν πείθεται ἔτσι. Θέλει ξεκάθαρες ἀποδείξεις. Θέλει νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια
του, νά βάλει τὸ δάκτυλο του «εἰς τὸν
τύπον τῶν ἥλων», στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν, νὰ ψηλαφήσει μὲ τὰ χέρια του τὴν
λογχισμένη πλευρά τοῦ Κυρίου. Διαφορετικά, τὸ δηλώνει εὐθέως: «οὐ μὴ πιστεύσω»!
ΗΤΑΝ Η ΟΓΔΟΗ μέρα ἀπό τήν Ἀνάσταση. Οἱ μαθηταί
συγκεντρωμένοι καὶ πάλιν ἐκεῖ. Αὐτὴν ὅμως τή φορά εἶναι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους.
Οἱ πόρτες καὶ τώρα κλειστές... καὶ ξαφνικά: ἰδοὺ καὶ πάλιν ὁ Κύριος μαζί τους. «Εἰρήνη ὑμῖν»! Καὶ πρὸς τὸν Θωμᾶ πλέον:
Ἔλα, Θωμᾶ! Φέρε τὸν δὰκτυλόν σου «εἰς τὸν
τύπον τῶν ἥλων», βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός».
Πιστός! Καὶ ὁ ἔκθαμβος Θωμᾶς, ὁ δύσπιστος καὶ
μελαγχολικὸς μαθητής, ἐκρήγνυται. Καὶ προβαίνει αὐτὸς πρῶτος στὴ θαυμαστὴ
ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
Γιὰ πρώτη φορά ἔχουμε μία τόσο κρυστάλλινη ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας ὅτι ὁ Κύριος
δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας μεγάλος Προφήτης ἢ ὁ κατ' ἐξοχὴν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὁ
Μεσσίας, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός! «Αὕτη
ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη», αὐτὴ ἡ ἐξαίρετη χάρις μιᾶς τόσο θαυμαστῆς ὁμολογίας
δόθηκε στόν Θωμᾶ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ὑμνογράφοι ἀναφωνοῦν: «ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ»! «Ἀπιστία πίστιν
βεβαίαν ἐγέννησεν»!
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣΤΟΣΟ δὲν παραλείπει νὰ ἐλέγξει τὸν
Θωμᾶ. Ἐπίστευσες, τοῦ λέγει, διότι μὲ εἶδες. Μακάριοι ὅμως θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ
ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους. Ὅλοι δηλαδὴ οἱ
πιστοί ὅλων τῶν μετέπειτα αἰώνων καί γενεῶν.
ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου
στὸν Θωμᾶ. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο. Ἀναρίθμητα ὑπῆρξαν τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου,
λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἀπό τά ὁποῖα ἐλάχιστα περιέγραψε στὸ βιβλίο του.
Αὐτὰ δὲ τὰ σημείωσε, ὥστε νὰ πιστεύσουμε στὴ λυτρωτική ἀποστολή τοῦ Κυρίου
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι νὰ κληρομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή.
Ο ΘΕΟΣ
ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ
Ὁ μαθητὴς ἀπιστεῖ, ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν
ἀγανακτεῖ! Συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία του καί τοῦ φανερώνει τὸν ἑαυτὸ Του τόσο
ἁπτά, ὥστε νά Τόν ψηλαφήσει μὲ τὰ χέρια του, γιά νά μή τοῦ μείνει καμμία ἀμφιβολία.
Ὁ Θεὸς δὲν ἐνοχλεῖται ἀπό τὴν ἀπιστία τοῦ
ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἐμποδίζεται μόνο ἀπό τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἀπό τὴν
ἔλλειψη εἰλικρίνειας στὴν ἀναζήτησή της. Ὅταν ὁ Θεὸς διακρίνει εἰλικρινῆ
ἀναζήτηση, σπεύδει νὰ συναντήσει τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ φανερώσει τὸν ἑαυτό Του,
νά τοῦ παράσχει τίς ἀποδείξεις πού ἔχει ἀνάγκη. Ὁ Θωμᾶς ὀλιγοπιστεῖ, ἀλλά μέ
διάθεση εἰλικρινῆ. Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τελικὰ τὸ ζητούμενο: Ἡ εἰλικρινὴς
διάθεση, ἡ γνήσια ἀναζήτηση. Καὶ τότε ὁ Θεὸς
συγκαταβαίνει. Πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποκαλύπτεται. Καί ἡ
εἰλικρινὴς ψυχὴ ξεσπᾶ στὴ φλογερή καί θριαμβικὴ ὁμολογία τῆς ἐμπειρίας της: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ
τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)