Κυριακή 26 Απριλίου 2015

ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΩΝ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠ. ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

 

ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΕΛΕΙΟΦΟΙΤΩΝ

Την Παρασκευή 8 Μαΐου, στις 6.30 μ.μ. στην Εκκλησία των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, θα τελεστεί εσπερινός και στη συνέχεια Παράκληση υπέρ φωτισμού και ενίσχυσης των Τελειοφοίτων της Πόλης μας, εν όψει των επικείμενων Παγκυπρίων Εξετάσεων.

 

Επίσης την επομένη, το Σάββατο, 9 Μαΐου, στην ίδια Εκκλησία, των Αποστόλων Παύλου και Βαρνάβα, θα τελεστεί Θεία Λειτουργία για τον ίδιο σκοπό, δηλ. υπέρ φωτισμού και ενίσχυσης των Τελειοφοίτων της Πόλης μας, εν όψει των επικείμενων Παγκυπρίων Εξετάσεων.

Ø Ο όρθρος θα αρχίσει στις 6.30 το πρωί,

Ø Η Θεία Λειτουργία γύρω στις 7.30 και θα τελειώσει γύρω στις 9.00.

Όσοι από τους τελειόφοιτούς μας αισθάνονται την ανάγκη να εκκλησιαστούν, να κοινωνήσουν και μαζί με τους άλλους να ζητήσουν τη χάρη και την ευλογία του Θεού σ’ αυτή τη δύσκολη φάση της ζωής τους, είναι ευπρόσδεκτοι.

 


Στις πιο πάνω ακολουθίες μπορούν να παραστούν και μαθητές των άλλων τάξεων, Λυκείου και Γυμνασίου.
 
 

 

Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
 (26 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015)

  ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας τα­ύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.
 (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τὶς ἡμέρες αὐ­τές, ἐ­νῶ αὐ­ξα­νό­ταν ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­στῶν, οἱ Ἑ­βραῖ­οι Χρι­στια­νοὶ πού ἦ­ταν ἀ­πὸ ξέ­να μέ­ρη καὶ γι' αὐ­τὸ μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, ἄρ­χι­σαν νὰ γογ­γύ­ζουν ἐ­ναν­τί­ον τῶν ντό­πι­ων Ἑ­βραί­ων Χρι­στια­νῶν, πού μι­λοῦ­σαν τὴν ἀ­ρα­μα­ϊ­κὴ γλώσ­σα. Τὰ πα­ρά­πο­να αὐ­τὰ προ­έ­κυ­ψαν, δι­ό­τι οἱ χῆ­ρες τῶν ἑλ­λη­νό­φω­νων Ἰ­ου­δαί­ων Χρι­στια­νῶν πού δὲν ἦ­ταν ντό­πιοι πα­ρα­με­λοῦν­ταν στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ πε­ρί­θαλ­ψη καὶ ὑπηρεσία τῆς δι­α­νο­μῆς τρο­φῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ δώ­δε­κα ἀ­πό­στο­λοι συγκάλεσαν τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν πού πί­στευ­αν στό Χριστό καὶ εἶ­παν: Δὲν μᾶς φαί­νε­ται σω­στὸ νὰ ἀφήσουμε ἐμεῖς ­τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τρα­πέ­ζια φα­γη­τοῦ. Ἐ­ξε­τά­στε λοι­πὸν προ­σε­κτι­κά, ἀ­δελ­φοί, καὶ ἐκλέξτε ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους ἑπτά ἄν­δρες, πού νὰ ἔ­χουν καλή μαρ­τυ­ρί­α ἀ­π' ὅ­λους καὶ νὰ εἶ­ναι γε­μά­τοι ἀ­πὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύ­νε­ση. Αὐ­τοὺς θὰ ἐγ­κα­τα­στή­σου­με γιὰ νά διεξάγουν τὴν ἀ­ναγ­καί­α αὐ­τὴ δι­α­κο­νί­α. Κι ἐμεῖς θὰ ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με καὶ θὰ ἀ­φι­ε­ρω­θοῦ­με ἀποκλειστικά στὴν προ­σευ­χὴ καὶ στὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ κηρύγματος. Ἡ πρό­τα­ση αὐ­τὴ τῶν ἀ­πο­στό­λων φά­νη­κε ἀρεστή σ’ ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι ἐ­ξέ­λε­ξαν τὸν Στέφανο, ἄν­δρα γε­μά­το ἀ­πὸ πί­στη στὸ Χρι­στὸ καὶ ἀ­πὸ τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καὶ τὸν Φί­λιπ­πο καί τὸν Πρόχορο καὶ τὸν Νι­κά­νο­ρα καὶ τὸν Τί­μω­να καὶ τόν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νι­κό­λα­ο ἀ­πὸ τὴν Ἀν­τι­ό­χεια, ὁ ὁποῖος ἦταν κά­πο­τε εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ πρὶν πι­στέ­ψει στὸ Χριστό εἶχε προ­σέλ­θει στὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό. Αὐ­τοὺς τοὺς ἑπτά πα­ρου­σί­α­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀποστόλων. Καί οἱ ἀ­πό­στο­λοι, ἀφοῦ προ­σευ­χή­θη­καν, ἔβαλαν τά χέρια τους πά­νω στὰ κε­φά­λια τῶν ἑπτά, γιὰ νά τοὺς με­τα­δο­θεῖ ἡ θεί­α χά­ρη ἡ ὁποία τοὺς ἦ­ταν ἀναγκαία γιά τή διεξαγωγή τῆς δι­α­κο­νί­ας τους. Ἔ­τσι τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ προόδευε καί δι­α­δι­δό­ταν. Καὶ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν στὰ Ἱεροσόλυμα αὐ­ξα­νό­ταν πά­ρα πο­λύ, καὶ πλῆ­θος πο­λὺ ἀ­πό τους ἱ­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀ­πο­δέ­χον­ταν τὶς ἀ­λή­θει­ες τὴ πί­στε­ως καὶ ὑ­πο­τάσ­σον­ταν σ' αὐ­τές.
  Ο ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
   Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.
               (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8 )
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΣΤΟΝ ΘΡΙΑΜΒΟ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ ἀνοίγει τὸν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς μας στά μεγάλα σωτηριώδη γεγονότα ποὺ ἄνοιξαν τοὺς κρουνοὺς τῆς θείας ζωῆς καὶ ζωογόνησαν ὅλο τὸν κόσμο.
ΤΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ἐκτυλίσσονται ἀρχικὰ τὸ ἑσπέρας ἐκείνης τῆς πρώτης Μεγάλης Παρασκευῆς. Τῆς ἡμέρας πού ἀντίκρυσε κρεμασμένο ἐπί τοῦ Σταυροῦ τὸν Δημιουργό της καὶ ντροπιασμένη ἔκρυψε τὸ προσωπό της καὶ σκέπασε τὸν ἥλιο «ἀπό ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης».
Ὅταν περὶ τὴν ἐνάτη ὥρα (τρεῖς περίπου τὸ μεσημέρι) ὁ Κύριος τῶν πάντων «κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα», ἕνας ἀπό τούς μυστικοὺς μαθητάς Του, ὁ Ἰωσήφ, ἐπίσημο μέλος τοῦ ἀνωτάτου ἰουδαϊκοῦ Δικαστηρίου, τόλμησε καὶ ζήτησε ἀπό τὸν Πιλᾶτο τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Διδασκάλου του, γιά νά τό ἐνταφιάσει.
Ὁ Πιλᾶτος θέλησε νὰ ἐξακριβώσει τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ Κυρίου καί, ὅταν ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος τοῦ τό βεβαίωσε, χάρισε τό σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσὴφ τότε ἐνήργησε ἐσπευσμένα. Ἔτρεξε νὰ ἀγοράσει τὸ ἀπαραίτητο σινδόνι καί μέ τή βοήθεια τοῦ ἄλλου κρυφοῦ μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, τοῦ Νικόδημου, περιτύλιξε σ’ αὐτὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό ἐνταφίασε σέ κοντινό ἐκεῖ μνημεῖο, σκαλισμένο σὲ βράχο. Ἦταν μία βεβιασμένη ταφή, διότι αὐτὴ ἔπρεπε νά τελειώσει πρὶν ἀπό τή δύση τοῦ ἡλίου, ὁπότε ἄρχιζε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου. Καὶ τακτοποιήθηκαν ὅλα καλά, ἐνῶ μέ πολύ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσαν προσεκτικὰ τὴν ὅλη διαδικασία οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰωσῆ.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΡΙΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΑΝ ἔτσι αὐτὸ ποὺ ἤθελαν. Ἤθελαν νὰ δοῦν ποῦ ἔγινε ἡ ταφή, διότι ὁ βεβιασμένος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο αὐτὴ πραγματοποιήθηκε δὲν ἱκανοποίησε τὶς ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου. Αὐτὲς εἶχαν συλλάβει ἤδη τὸ σχὲδιό τους. Καί ἔτσι, ἀφοῦ πέρασε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου, τήν ἑπόμενη μέρα, πρωί –πρωί, κατευθύνονται πρὸς τὸ μνημεῖο κρατώντας πολύτιμα ἀρώματα, γιὰ νὰ ἀλείψουν μὲ αὐτὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Προχωροῦν μὲ μιά ἀπρόσμενη τόλμη, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸν κίνδυνο νὰ συλληφθοῦν καὶ ἔχοντας μόνον μιά ἀγωνία στὶς ψυχές τους, τὴν ἀγωνία γιὰ τὸ πῶς θὰ καταστεῖ δυνατὸ νὰ ἀποκυλιστεῖ ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ βραχώδους μνημείου ἡ μεγάλη καὶ βαρειὰ πέτρα, τὴν ὁποία τοποθέτησε ἐκεῖ ὁ Ἰωσήφ. «Τὶς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου;», ἔλεγαν.
Ἀλλὰ οἱ φόβοι τους ὑπῆρξαν ἄδικοι. Τὸ μνημεῖο τοὺς ἐπεφύλασσε μιά ἔκπληξη, ποὺ οὔτε νὰ τὴν φαντασθοῦν τοὺς ἦταν ποτὲ δυνατό. Κυττάζουν καὶ δὲν πιστεύουν στὰ μάτια τους. Ἡ μεγάλη πέτρα ἀποκυλισμένη, τὸ μνημεῖο κενό καί ἕνας λευκοντυμένος ἄγγελος νὰ τοὺς μεταδίδει τὸ συγκλονιστικότατο μήνυμα: «Μὴ ἐκθαμβεῖσθε»! Μὴ γεμίζετε μὲ ἀπορία καί φόβο. Τόν Ἰησοῦ ζητεῖτε; Δὲν θὰ Τὸν βρεῖτε πιά ἐδῶ. «Ἠγέρθη»! Ἀνεστήθη! Ἰδοὺ ὁ τόπος, στὸν ὁποῖο Τὸν εῖχαν τοποθετήσει. Λοιπόν, τρέξτε νὰ μεταφέρετε αὐτὸ τὸ μήνυμα στοὺς μαθητές Του καὶ μάλιστα στὸν ἀπογοητευμένο ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεώς του Πέτρο. Καὶ πέστε τους ὅτι θά πάει πρὶν ἀπ' αὐτοὺς καί θὰ τοὺς περιμένει στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ θά Τόν δοῦν, καθὼς ἤδη τοὺς εἶχε προείπει.
ΟΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΕΣ ΜΥΡΟΦΟΡΕΣ βάζουν φτερὰ στὰ πόδια τους. Τρέχουν νὰ μεταφέρουν στοὺς μαθητές τὸ ἀπίστευτα χαρμόσυνο ἄγγελμα. Τρέχουν, καί οἱ ψυχὲς τους εἶναι κυριευμένες ἀπό αἰσθήματα ἀντιφατικά. Τί αἰσθήματα! «Τρόμος καὶ ἔκστασις».
«Τρόμος», διότι συνειδητοποιοῦν τὸ ἀσύλληπτα μεγάλο γεγονός: Ὁ θάνατος πλέον νικήθηκε· ὁ Κύριος ἀνέστη αὐτεξουσίως, αὐτοδύναμα· κάτι καινούργιο ἀρχίζει γιὰ ὅλο τὸ σύμπαν! Ἀλλὰ καὶ «ἔκστασις»! Ἕνας ἀπέραντος θαυμασμός, μία ἀπροσμέτρητη χαρὰ κυριεύει τὶς ψυχές τους. Τρέχουν στοὺς δρόμους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ σιωποῦν. Σιωποῦν. Αὐτὸ ποὺ μεταφέρουν φοβοῦνται νὰ τὸ ποῦν στοὺς ὁποιουσδήποτε ἀνθρώπους στὸν δρόμο.
Ο ΠΑΡΑΔΟΞΟΣ ΦΟΒΟΣ
Οἱ ἀτρόμητες Μυροφόρες γυναῖκες φοβοῦνται νὰ μιλήσουν; Αὐτὲς ποὺ δὲν φοβήθηκαν τὴν κακία τῶν Ἑβραίων, ὅταν νόμιζαν τὸν Κύριο νεκρό, φοβοῦνται τώρα ποὺ Ἐκεῖνος ἔχει ἀναστηθεῖ παντοδύναμος;
Φοβοῦνται. Ὅμως ὄχι μὲ τὸν φόβο ποὺ παραλύει τὴν ψυχή. Ἀλλὰ μὲ ἕνα ἄλλο φόβο, πρωτόγνωρο, διαφορετικό. Φόβο ἀπό τὴν ἐκπληκτική ὀπτασία πού ἀντίκρυσαν καὶ ἀπό τὸ μήνυμα ποὺ ἔλαβαν. Φόβο μήπως αὐτή ἡ μοναδική εἴδηση ποὺ μεταφέρουν πέσει σὲ ψυχὲς ποὺ θὰ τὴν περιφρονήσουν. Φοβοῦνται. Θέλουν νὰ διαφυλάξουν τὴν ἱερότητα τοῦ μηνύματος, νὰ τὸ προσφέρουν ἐκεῖ ποὺ πρέπει, μὲ ὅλον τὸ συγκλονισμὸ καὶ τὴ δύναμη ποὺ περιέχει.
Φόβος. Λείπει συχνὰ σήμερα αὐτὸς ὁ ἅγιος φόβος ἀπό τὶς ψυχές μας, ὅταν μεταφέρουμε τὸ μήνυμα τῆς πίστεως στὸν κόσμο μας. Ἔτσι τὸ μήνυμα ἀποδυναμώνεται, ἡ ἐκρηκτική του δύναμη ἐκτονώνεται. Οὔτε ἐμᾶς μεταβάλλει, οὔτε τὸν κόσμο συγκινεῖ καὶ ἐπηρεάζει. Χρειάζεται νὰ ὑπάρξει φόβος μέσα μας ἀπό τὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς πίστεώς μας. Τότε, ὅταν βροῦμε κατάλληλες καὶ δεκτικὲς ψυχές, θὰ τὸ προσφέρουμε μὲ φλόγα καὶ δύναμη θαυματουργική!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ, ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.    
                                       (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12–20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὸ με­τα­ξὺ μὲ τὰ χέ­ρια τῶν ἀ­πο­στό­λων γί­νον­ταν συ­νε­χῶς πολ­λὰ ἐκ­πλη­κτι­κὰ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ θαύ­μα­τα, πού ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ προ­κα­λοῦ­σαν κα­τά­πλη­ξη στὸ λα­ό. Κι ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μα­ζὶ, μὲ μιὰ καρ­διὰ, μα­ζεύ­ον­ταν στὴ στο­ὰ τοῦ Σο­λο­μῶντος. Καὶ ἀ­πό τους ὑ­πό­λοι­πους πού δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει, κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε ν' ἀ­να­κα­τευ­θεῖ μ' αὐ­τούς, νὰ ἀ­στει­ευ­θεῖ μα­ζί τους καὶ νὰ τοὺς συμ­πε­ρι­φερ­θεῖ σὰν συ­νη­θι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους τοῦ δρό­μου∙ ἀλλά ὁ πο­λὺς λα­ὸς τοὺς τι­μοῦ­σε καὶ τοὺς ἐγ­κω­μί­α­ζε. Ἔ­τσι ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σελ­κύ­ον­ταν πλή­θη ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁποῖοι πί­στευ­αν στὸν Κύ­ριο καὶ γί­νον­ταν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, αὐ­ξά­νον­τας κα­τὰ πο­λὺ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν πι­στῶν. Τό­σο πο­λὺ μά­λι­στα τοὺς σε­βό­ταν ὁ λα­ός, ὥ­στε ἔ­βγα­ζαν τοὺς ἀρρώστους ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τους στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ τοὺς ἔ­βα­ζαν πά­νω σὲ πο­λυ­τε­λῆ κρε­βά­τια οἱ πλου­σι­ό­τε­ροι, καὶ σὲ φτω­χι­κὰ καὶ πρό­χει­ρα φο­ρεῖ­α οἱ φτω­χό­τεροι, ἔ­τσι ὥ­στε, ὅ­ταν θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο ὁ Πέ­τρος, νὰ πέ­σει ἔ­στω καὶ ἡ σκιά του σὲ κά­ποι­ον ἀ­πό τους ἀρρώστους αὐ­τοὺς γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον μα­ζεύ­ον­ταν στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ πλή­θη ἀ­πό τούς κα­τοί­κους τῶν γει­το­νι­κῶν πό­λε­ων· ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­φερ­ναν κά­θε εἴ­δους ἀρρώστους, κα­θὼς καὶ ἀν­θρώ­πους πού ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, καὶ ὅ­λοι τους θε­ρα­πεύ­ον­ταν. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τὰ προ­κά­λε­σαν τὴν ἀν­τί­δρα­ση τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅ­λων ὅ­σων ἦ­ταν μα­ζί του καὶ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­τα­ξη τῶν Σαδ­δου­καί­ων. Γέ­μι­σαν οἱ καρ­δι­ές τους ἀ­πὸ φθό­νο καὶ κα­κί­α καὶ ἑ­τοι­μά­στη­καν νὰ δρά­σουν. Ἅ­πλω­σαν λοι­πὸν τὰ χέ­ρια τους πά­νω στοὺς ἀ­πο­στό­λους, τοὺς συ­νέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἔ­ρι­ξαν στὴ δη­μό­σια φυ­λα­κή. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ὅ­μως μέ­σα στὴ νύ­χτα ἄ­νοι­ξε τὶς θύ­ρες τῆς φυ­λα­κῆς, τοὺς ἔ­βγα­λε ἔ­ξω καὶ τοὺς εἶ­πε: Πη­γαί­νε­τε ἀ­μέ­σως καὶ στα­θεῖ­τε γε­μά­τοι θάρ­ρος στὸν ἱ­ε­ρὸ πε­ρί­βο­λο τοῦ να­οῦ καὶ κη­ρύξ­τε δη­μό­σια στὸ λα­ὸ ὅ­λα τὰ λό­για της νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς, τὴν ὁποία σᾶς με­τέ­δω­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­πὸ πεί­ρα γνω­ρί­σα­τε.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
                           (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
«Τῌ ΜΙᾼ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ»
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ    
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς σκέπαζε ἀκόμη βαρὺ τὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Μέσα ὅμως στὴν καταθλιπτικὴ καὶ σκοτεινὴ αὐτὴ ἀτμόσφαιρα εἶχαν φανεῖ ἤδη κάποιες ἀκτίνες φωτός. Οἱ μαθηταὶ δὲν τολμοῦσαν ἀκόμη νὰ πιστεύσουν στὸ μήνυμα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν καὶ ἔμεναν κλεισμένοι στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ «δια τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων».
ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΡΑΔΥ τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων», τῆς πρώτης μέρας μετά τό Σάββατο, τὸ βράδυ δηλαδὴ τῆς δικῆς μας Κυριακῆς, ὅταν «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» φανερώθηκε ξαφνικά ὁ Κύριος καὶ στάθηκε στὸ μέσο τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν Του λέγοντάς τους: «εἰρήνη ὑμῖν». Ἡ κατάπληξή τους ἦταν ἀπερίγραπτη, τόσο ποὺ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ διαλύσει τὶς ἀνησυχίες τους, τοὺς ἔδειξε τὰ πληγωμένα χέρια καὶ πόδια Του, ὥστε νά μή τούς μείνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ἀναστημένος καὶ ὅτι δὲν τοὺς γελοῦν τὰ μάτια τους, οὔτε βλέπουν κάποιο ἄσαρκο φάντασμα.
ΜΕΓΑΛΗ Η ΧΑΡΑ τῶν μαθητῶν! Ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ συγκίνησή τους. Ἀλλά ὁ Κύριος καὶ πάλιν τοὺς καθησυχάζει. «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς λέγει. Εἰρηνεῦστε. Ἡσυχάστε. Μὴ ταράζεσθε. Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατήρ μου στὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ἐγώ ἀποστέλλω ἐσᾶς. Καὶ φυσώντας στὰ προσωπά τους, συνεπλήρωσε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νά συγχωρεῖτε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Ὅσων ἀνθρώπων τὶς συγχωρεῖτε, θὰ συγχωρηθοῦν ὅσων δὲν τὶς συγχωρεῖτε — λόγω τῆς ἀμετανοησίας τους — θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες.
ΔΕΟΣ, ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ, χαρά, θαυμασμός! Οἱ καρδιὲς τῶν μαθητῶν κινδυνεύουν νὰ σπάσουν. Ὁ Κύριος φεύγει, ἐκεῖνοι πετοῦν ἀπό τή χαρά τους. Ἕνας ὅμως...
Ὁ Θωμᾶς εἶναι ἀκόμη βυθισμένος στὸ πένθος. Ἀπουσίαζε βεβαίως τὴν ὥρα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση καί ἡ ἐπίμονη βεβαίωση τῶν ἄλλων μαθητῶν θὰ ἔπρεπε νά τὸν πείσουν.
Νὰ τὸν πείσουν; Ὄχι καὶ νὰ τὸν πείσουν! Ὁ Θωμᾶς δὲν πείθεται ἔτσι. Θέλει ξεκάθαρες ἀποδείξεις. Θέλει νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του, νά βάλει τὸ δάκτυλο του «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων», στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν, νὰ ψηλαφήσει μὲ τὰ χέρια του τὴν λογχισμένη πλευρά τοῦ Κυρίου. Διαφορετικά, τὸ δηλώνει εὐθέως: «οὐ μὴ πιστεύσω»!
ΗΤΑΝ Η ΟΓΔΟΗ μέρα ἀπό τήν Ἀνάσταση. Οἱ μαθηταί συγκεντρωμένοι καὶ πάλιν ἐκεῖ. Αὐτὴν ὅμως τή φορά εἶναι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Οἱ πόρτες καὶ τώρα κλειστές... καὶ ξαφνικά: ἰδοὺ καὶ πάλιν ὁ Κύριος μαζί τους. «Εἰρήνη ὑμῖν»! Καὶ πρὸς τὸν Θωμᾶ πλέον: Ἔλα, Θωμᾶ! Φέρε τὸν δὰκτυλόν σου «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων», βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός».
Πιστός! Καὶ ὁ ἔκθαμβος Θωμᾶς, ὁ δύσπιστος καὶ μελαγχολικὸς μαθητής, ἐκρήγνυται. Καὶ προβαίνει αὐτὸς πρῶτος στὴ θαυμαστὴ ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Γιὰ πρώτη φορά ἔχουμε μία τόσο κρυστάλλινη ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας μεγάλος Προφήτης ἢ ὁ κατ' ἐξοχὴν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός! «Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη», αὐτὴ ἡ ἐξαίρετη χάρις μιᾶς τόσο θαυμαστῆς ὁμολογίας δόθηκε στόν Θωμᾶ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ὑμνογράφοι ἀναφωνοῦν: «ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ»! «Ἀπιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησεν»!
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣΤΟΣΟ δὲν παραλείπει νὰ ἐλέγξει τὸν Θωμᾶ. Ἐπίστευσες, τοῦ λέγει, διότι μὲ εἶδες. Μακάριοι ὅμως θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους. Ὅλοι δηλαδὴ οἱ πιστοί ὅλων τῶν μετέπειτα αἰώνων καί γενεῶν.
ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στὸν Θωμᾶ. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο. Ἀναρίθμητα ὑπῆρξαν τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἀπό τά ὁποῖα ἐλάχιστα περιέγραψε στὸ βιβλίο του. Αὐτὰ δὲ τὰ σημείωσε, ὥστε νὰ πιστεύσουμε στὴ λυτρωτική ἀποστολή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι νὰ κληρομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή.
Ο ΘΕΟΣ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ
Ὁ μαθητὴς ἀπιστεῖ, ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν ἀγανακτεῖ! Συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία του καί τοῦ φανερώνει τὸν ἑαυτὸ Του τόσο ἁπτά, ὥστε νά Τόν ψηλαφήσει μὲ τὰ χέρια του, γιά νά μή τοῦ μείνει καμμία ἀμφιβολία.
Ὁ Θεὸς δὲν ἐνοχλεῖται ἀπό τὴν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἐμποδίζεται μόνο ἀπό τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἀπό τὴν ἔλλειψη εἰλικρίνειας στὴν ἀναζήτησή της. Ὅταν ὁ Θεὸς διακρίνει εἰλικρινῆ ἀναζήτηση, σπεύδει νὰ συναντήσει τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ φανερώσει τὸν ἑαυτό Του, νά τοῦ παράσχει τίς ἀποδείξεις πού ἔχει ἀνάγκη. Ὁ Θωμᾶς ὀλιγοπιστεῖ, ἀλλά μέ διάθεση εἰλικρινῆ. Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τελικὰ τὸ ζητούμενο: Ἡ εἰλικρινὴς διάθεση, ἡ γνήσια ἀναζήτηση. Καὶ τότε ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει. Πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποκαλύπτεται. Καί ἡ εἰλικρινὴς ψυχὴ ξεσπᾶ στὴ φλογερή καί θριαμβικὴ ὁμολογία τῆς ἐμπειρίας της: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)