Παρασκευή 17 Απριλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ, ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(19 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2015)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, δι­ὰ τν χει­ρῶν τν ἀ­πο­στό­λων ἐ­γί­νε­το ση­μεῖ­α κα τέ­ρα­τα ν τ λα­ῷ πολ­λὰ· κα ἦ­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἅ­παν­τες ἐν τ στο­ᾷ Σο­λο­μῶν­τος· τν δ λοι­πῶν οὐ­δεὶς ἐ­τόλ­μα κολ­λᾶ­σθαι αὐ­τοῖς, ἀλ­λ' ἐ­με­γά­λυ­νεν αὐ­τοὺς λα­ός. Μᾶλ­λον δ προ­σε­τί­θεν­το πι­στε­ύ­ον­τες τ Κυ­ρί­ῳ πλή­θη ἀν­δρῶν τε κα γυ­ναι­κῶν, ὥ­στε κα­τὰ τς πλα­τε­ί­ας ἐκ­φέ­ρειν τος ἀ­σθε­νεῖς κα τι­θέ­ναι ἐ­πὶ κλι­νῶν κα κρα­βάτ­των, ἵ­να ἐρ­χο­μέ­νου Πτρου κν σκι­ὰ ἐ­πι­σκι­ά­σῃ τι­νὶ αὐ­τῶν. Συ­νήρ­χε­το δ κα τ πλῆ­θος τν πέ­ριξ πό­λε­ων εἰς Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ φέ­ρον­τες ἀ­σθε­νεῖς κα ὀ­χλου­μέ­νους ὑ­πὸ πνευ­μά­των ἀ­κα­θάρ­των, οἵ­τι­νες ἐ­θε­ρα­πε­ύ­ον­το ἅ­παν­τες. Ἀ­να­στὰς δ ἀρ­χι­ε­ρεὺς κα πάν­τες ο σν αὐ­τῷ, οὖ­σα αἵ­ρε­σις τν Σαδ­δου­κα­ί­ων, ἐ­πλή­σθη­σαν ζή­λου κα ἐ­πέ­βα­λον τς χεῖ­ρας αὐ­τῶν ἐ­πὶ τος ἀ­πο­στό­λους, κα ἔ­θεν­το αὐ­τοὺς ν τη­ρή­σει δη­μο­σί­ᾳ. Ἄγ­γε­λος δ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τς νυ­κτὸς ἤ­νοι­ξε τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, ἐ­ξα­γα­γών τε αὐ­τοὺς εἶ­πε· Πο­ρε­ύ­ε­σθε κα στα­θέν­τες λα­λεῖ­τε ν τ ἱ­ε­ρῷ τ λα­ῷ πάν­τα τ ῥή­μα­τα τς ζω­ῆς τα­ύ­της.    
                                       (Πράξ. Ἀποστ. ε΄[5] 12–20)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Στὸ με­τα­ξὺ μὲ τὰ χέ­ρια τῶν ἀ­πο­στό­λων γί­νον­ταν συ­νε­χῶς πολ­λὰ ἐκ­πλη­κτι­κὰ καὶ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ θαύ­μα­τα, πού ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νὴ καὶ προ­κα­λοῦ­σαν κα­τά­πλη­ξη στὸ λα­ό. Κι ὅ­λοι οἱ πι­στοὶ μα­ζὶ, μὲ μιὰ καρ­διὰ, μα­ζεύ­ον­ταν στὴ στο­ὰ τοῦ Σο­λο­μῶντος. Καὶ ἀ­πό τους ὑ­πό­λοι­πους πού δὲν εἶ­χαν πι­στέ­ψει, κα­νεὶς δὲν τολ­μοῦ­σε ν' ἀ­να­κα­τευ­θεῖ μ' αὐ­τούς, νὰ ἀ­στει­ευ­θεῖ μα­ζί τους καὶ νὰ τοὺς συμ­πε­ρι­φερ­θεῖ σὰν συ­νη­θι­σμέ­νους ἀν­θρώ­πους τοῦ δρό­μου∙ ἀλλά ὁ πο­λὺς λα­ὸς τοὺς τι­μοῦ­σε καὶ τοὺς ἐγ­κω­μί­α­ζε. Ἔ­τσι ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο προ­σελ­κύ­ον­ταν πλή­θη ἀν­δρῶν καὶ γυ­ναι­κῶν, οἱ ὁποῖοι πί­στευ­αν στὸν Κύ­ριο καὶ γί­νον­ταν μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, αὐ­ξά­νον­τας κα­τὰ πο­λὺ τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν πι­στῶν. Τό­σο πο­λὺ μά­λι­στα τοὺς σε­βό­ταν ὁ λα­ός, ὥ­στε ἔ­βγα­ζαν τοὺς ἀρρώστους ἀ­πὸ τὰ σπί­τια τους στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ τοὺς ἔ­βα­ζαν πά­νω σὲ πο­λυ­τε­λῆ κρε­βά­τια οἱ πλου­σι­ό­τε­ροι, καὶ σὲ φτω­χι­κὰ καὶ πρό­χει­ρα φο­ρεῖ­α οἱ φτω­χό­τεροι, ἔ­τσι ὥ­στε, ὅ­ταν θὰ περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος ἐ­κεῖ­νο ὁ Πέ­τρος, νὰ πέ­σει ἔ­στω καὶ ἡ σκιά του σὲ κά­ποι­ον ἀ­πό τους ἀρρώστους αὐ­τοὺς γιὰ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον μα­ζεύ­ον­ταν στὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ πλή­θη ἀ­πό τούς κα­τοί­κους τῶν γει­το­νι­κῶν πό­λε­ων· ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­φερ­ναν κά­θε εἴ­δους ἀρρώστους, κα­θὼς καὶ ἀν­θρώ­πους πού ὑ­πέ­φε­ραν ἀ­πὸ ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα, καὶ ὅ­λοι τους θε­ρα­πεύ­ον­ταν. Ὅ­λα ὅ­μως αὐ­τὰ προ­κά­λε­σαν τὴν ἀν­τί­δρα­ση τοῦ ἀρχιερέως καὶ ὅ­λων ὅ­σων ἦ­ταν μα­ζί του καὶ ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ πα­ρά­τα­ξη τῶν Σαδ­δου­καί­ων. Γέ­μι­σαν οἱ καρ­δι­ές τους ἀ­πὸ φθό­νο καὶ κα­κί­α καὶ ἑ­τοι­μά­στη­καν νὰ δρά­σουν. Ἅ­πλω­σαν λοι­πὸν τὰ χέ­ρια τους πά­νω στοὺς ἀ­πο­στό­λους, τοὺς συ­νέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἔ­ρι­ξαν στὴ δη­μό­σια φυ­λα­κή. Ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ὅ­μως μέ­σα στὴ νύ­χτα ἄ­νοι­ξε τὶς θύ­ρες τῆς φυ­λα­κῆς, τοὺς ἔ­βγα­λε ἔ­ξω καὶ τοὺς εἶ­πε: Πη­γαί­νε­τε ἀ­μέ­σως καὶ στα­θεῖ­τε γε­μά­τοι θάρ­ρος στὸν ἱ­ε­ρὸ πε­ρί­βο­λο τοῦ να­οῦ καὶ κη­ρύξ­τε δη­μό­σια στὸ λα­ὸ ὅ­λα τὰ λό­για της νέ­ας αὐ­τῆς ζω­ῆς, τὴν ὁποία σᾶς με­τέ­δω­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ ἀ­πὸ πεί­ρα γνω­ρί­σα­τε.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
                           (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)
«Τῌ ΜΙᾼ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ»
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ    
ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς σκέπαζε ἀκόμη βαρὺ τὶς ψυχὲς τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Μέσα ὅμως στὴν καταθλιπτικὴ καὶ σκοτεινὴ αὐτὴ ἀτμόσφαιρα εἶχαν φανεῖ ἤδη κάποιες ἀκτίνες φωτός. Οἱ μαθηταὶ δὲν τολμοῦσαν ἀκόμη νὰ πιστεύσουν στὸ μήνυμα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν καὶ ἔμεναν κλεισμένοι στὸ ὑπερῶο τῆς Ἱερουσαλὴμ «δια τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων».
ΗΤΑΝ ΤΟ ΒΡΑΔΥ τῆς «μιᾶς τῶν Σαββάτων», τῆς πρώτης μέρας μετά τό Σάββατο, τὸ βράδυ δηλαδὴ τῆς δικῆς μας Κυριακῆς, ὅταν «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν» φανερώθηκε ξαφνικά ὁ Κύριος καὶ στάθηκε στὸ μέσο τοῦ κύκλου τῶν μαθητῶν Του λέγοντάς τους: «εἰρήνη ὑμῖν». Ἡ κατάπληξή τους ἦταν ἀπερίγραπτη, τόσο ποὺ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ διαλύσει τὶς ἀνησυχίες τους, τοὺς ἔδειξε τὰ πληγωμένα χέρια καὶ πόδια Του, ὥστε νά μή τούς μείνει καμμία ἀμφιβολία ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ἀναστημένος καὶ ὅτι δὲν τοὺς γελοῦν τὰ μάτια τους, οὔτε βλέπουν κάποιο ἄσαρκο φάντασμα.
ΜΕΓΑΛΗ Η ΧΑΡΑ τῶν μαθητῶν! Ἀκόμη μεγαλύτερη ἡ συγκίνησή τους. Ἀλλά ὁ Κύριος καὶ πάλιν τοὺς καθησυχάζει. «Εἰρήνη ὑμῖν», τοὺς λέγει. Εἰρηνεῦστε. Ἡσυχάστε. Μὴ ταράζεσθε. Ὅπως μὲ ἔστειλε ὁ Πατήρ μου στὸν κόσμο, ἔτσι καὶ ἐγώ ἀποστέλλω ἐσᾶς. Καὶ φυσώντας στὰ προσωπά τους, συνεπλήρωσε: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Σᾶς δίνω τὴν ἐξουσία νά συγχωρεῖτε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων. Ὅσων ἀνθρώπων τὶς συγχωρεῖτε, θὰ συγχωρηθοῦν ὅσων δὲν τὶς συγχωρεῖτε — λόγω τῆς ἀμετανοησίας τους — θὰ μείνουν ἀσυγχώρητες.
ΔΕΟΣ, ΚΑΤΑΠΛΗΞΗ, χαρά, θαυμασμός! Οἱ καρδιὲς τῶν μαθητῶν κινδυνεύουν νὰ σπάσουν. Ὁ Κύριος φεύγει, ἐκεῖνοι πετοῦν ἀπό τή χαρά τους. Ἕνας ὅμως...
Ὁ Θωμᾶς εἶναι ἀκόμη βυθισμένος στὸ πένθος. Ἀπουσίαζε βεβαίως τὴν ὥρα τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση καί ἡ ἐπίμονη βεβαίωση τῶν ἄλλων μαθητῶν θὰ ἔπρεπε νά τὸν πείσουν.
Νὰ τὸν πείσουν; Ὄχι καὶ νὰ τὸν πείσουν! Ὁ Θωμᾶς δὲν πείθεται ἔτσι. Θέλει ξεκάθαρες ἀποδείξεις. Θέλει νὰ δεῖ μὲ τὰ μάτια του, νά βάλει τὸ δάκτυλο του «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων», στὰ σημάδια τῶν καρφιῶν, νὰ ψηλαφήσει μὲ τὰ χέρια του τὴν λογχισμένη πλευρά τοῦ Κυρίου. Διαφορετικά, τὸ δηλώνει εὐθέως: «οὐ μὴ πιστεύσω»!
ΗΤΑΝ Η ΟΓΔΟΗ μέρα ἀπό τήν Ἀνάσταση. Οἱ μαθηταί συγκεντρωμένοι καὶ πάλιν ἐκεῖ. Αὐτὴν ὅμως τή φορά εἶναι καὶ ὁ Θωμᾶς μαζί τους. Οἱ πόρτες καὶ τώρα κλειστές... καὶ ξαφνικά: ἰδοὺ καὶ πάλιν ὁ Κύριος μαζί τους. «Εἰρήνη ὑμῖν»! Καὶ πρὸς τὸν Θωμᾶ πλέον: Ἔλα, Θωμᾶ! Φέρε τὸν δὰκτυλόν σου «εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων», βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, «καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός».
Πιστός! Καὶ ὁ ἔκθαμβος Θωμᾶς, ὁ δύσπιστος καὶ μελαγχολικὸς μαθητής, ἐκρήγνυται. Καὶ προβαίνει αὐτὸς πρῶτος στὴ θαυμαστὴ ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»! Γιὰ πρώτη φορά ἔχουμε μία τόσο κρυστάλλινη ἀναγνώριση τῆς ἀλήθειας ὅτι ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνας μεγάλος Προφήτης ἢ ὁ κατ' ἐξοχὴν ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός! «Αὕτη ἡ χάρις Θωμᾷ ἐδόθη», αὐτὴ ἡ ἐξαίρετη χάρις μιᾶς τόσο θαυμαστῆς ὁμολογίας δόθηκε στόν Θωμᾶ. Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο οἱ ὑμνογράφοι ἀναφωνοῦν: «ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ»! «Ἀπιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησεν»!
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΩΣΤΟΣΟ δὲν παραλείπει νὰ ἐλέγξει τὸν Θωμᾶ. Ἐπίστευσες, τοῦ λέγει, διότι μὲ εἶδες. Μακάριοι ὅμως θὰ εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι θὰ πιστεύσουν χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ μὲ τὰ μάτια τους. Ὅλοι δηλαδὴ οἱ πιστοί ὅλων τῶν μετέπειτα αἰώνων καί γενεῶν.
ΘΑΥΜΑΣΤΟ ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στὸν Θωμᾶ. Ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ μόνο. Ἀναρίθμητα ὑπῆρξαν τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, λέγει ὁ ἱερὸς Εὐαγγελιστής, ἀπό τά ὁποῖα ἐλάχιστα περιέγραψε στὸ βιβλίο του. Αὐτὰ δὲ τὰ σημείωσε, ὥστε νὰ πιστεύσουμε στὴ λυτρωτική ἀποστολή τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἔτσι νὰ κληρομήσουμε τὴν αἰώνια ζωή.
Ο ΘΕΟΣ ΣΥΓΚΑΤΑΒΑΙΝΕΙ
Ὁ μαθητὴς ἀπιστεῖ, ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν ἀγανακτεῖ! Συγκαταβαίνει στὴν ἀδυναμία του καί τοῦ φανερώνει τὸν ἑαυτὸ Του τόσο ἁπτά, ὥστε νά Τόν ψηλαφήσει μὲ τὰ χέρια του, γιά νά μή τοῦ μείνει καμμία ἀμφιβολία.
Ὁ Θεὸς δὲν ἐνοχλεῖται ἀπό τὴν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἐμποδίζεται μόνο ἀπό τὴν ἐσωτερικὴ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἀπό τὴν ἔλλειψη εἰλικρίνειας στὴν ἀναζήτησή της. Ὅταν ὁ Θεὸς διακρίνει εἰλικρινῆ ἀναζήτηση, σπεύδει νὰ συναντήσει τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ φανερώσει τὸν ἑαυτό Του, νά τοῦ παράσχει τίς ἀποδείξεις πού ἔχει ἀνάγκη. Ὁ Θωμᾶς ὀλιγοπιστεῖ, ἀλλά μέ διάθεση εἰλικρινῆ. Αὐτὸ εἶναι ἑπομένως τελικὰ τὸ ζητούμενο: Ἡ εἰλικρινὴς διάθεση, ἡ γνήσια ἀναζήτηση. Καὶ τότε ὁ Θεὸς συγκαταβαίνει. Πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποκαλύπτεται. Καί ἡ εἰλικρινὴς ψυχὴ ξεσπᾶ στὴ φλογερή καί θριαμβικὴ ὁμολογία τῆς ἐμπειρίας της: «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου