Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ. ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

ΧΛΩΡΑΚΑΣ

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ





4 ΠΕΜΠΤΗ Ιωαννικίου του Μεγάλου, Νικάνδρου επισκόπου Μύρων και Γεωργίου του Καρσλίδου οσίου

7 ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ, Απόστ. (Γαλ. α [1] 11–19), Ευαγγ. (Λουκ. η [8] 41-56). Των εν Μυτιλήνη λγ  μαρ­τύ­ρων, Ιέρωνος και των λοιπών. Οσίου Λαζάρου του εν τω Γαλησίω όρει ασκήσαντος και εκ μεταθέσεως η Σύναξις των Αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών ασωμάτων δυνάμεων

9 ΤΡΙΤΗ Νεκταρίου Πενταπόλεως του θαυματουργού.

(Πανηγυρίζει ο Ναός μας).

13 ΣΑΒΒΑΤΟΝ,  Ιωάννου Αρχιεπ. Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου.

14 ΚΥΡΙΑΚΗ Η' ΛΟΥΚΑ, Απόστ. (Α  Κορ. δ [4] 9–16), Ευαγγ. (Λουκ. ι [10] 25-37)

Φιλίππου του Αποστόλου, Γρηγορίου του Παλαμά, Ευφημιανού του Κυπρίου, Κωνσταντίνου του εξ Ύδρας νεομάρτυρος. Από αύριον άρχεται η νηστεία των Χριστουγέννων

21 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ Απόστ. (Εβρ. θ [9] 1–7), Ευαγγ. (Λουκ. ι [10] 38-42, ια [11] 27-28)

26 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Στυλιανού του Παφλαγόνος Αλυπίου του Κιονίτου Νίκωνος του «Μετανοείτε», οσίων και εκ μεταθέσεως Αικατερίνης της Μεγαλομάρτυρος και Πανσόφου.

28 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ  ΛΟΥΚΑ, Απόστ. (Εφεσ. β [2] 4–10), Ευαγγ. (Λουκ. ιη [18] 18-27) Στεφάνου Ομολογητού, Ειρηνάρχου μάρτυρος και των συν αυτώ

 

ΩΡΑΡΙΟ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ: 4.00 Μ.Μ.

 ΟΡΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

Ἀ­πό τὶς 15 Νο­εμ­βρί­ου ἀρ­χί­ζει

 ἡ νη­στεί­α τῶν Χρι­στου­γέν­νων

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ.

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

(31 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)


 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.

                            ΄ Κο­ριν­θ. ια΄ [11] 31-ιβ΄[12] 9).

 

ΕΝΑ ΠΟΛΥΤΙΜΟ «ΛΑΘΟΣ»

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Καυ­χᾶ­σθαι δὴ οὐ συμ­φέ­ρει μοι».

Σὲ ὅ­λους τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νοὺς εἶ­ναι πο­λὺ γνω­στὸ πό­σο βα­σι­κὸ στοι­χεῖ­ο τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς εἶ­ναι ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη καὶ πό­σο ἀ­ταί­ρια­στη πρὸς τὸ πνεῦ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι ἡ καυ­χη­σιολο­γί­α.

Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ μᾶς ξαφ­νιά­ζουν πο­λὺ τὰ γε­μά­τα καύ­χη­ση λό­για τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου στὸ Ἀ­πο­στο­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα. Ἔ­κα­νε ἄ­ρα­γε ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος ἕ­να τό­σο στοι­χει­ῶ­δες λά­θος; Καὶ μά­λι­στα ἐ­νῶ τό­σο σα­φῶς δη­λώ­νει ὁ ἴ­διος μὲ τὰ λό­για «καυ­χᾶ­σθαι δὴ οὐ συμ­φέ­ρει μοι», ὅ­τι δὲν τὸν συμ­φέ­ρει κά­τι τέ­τοι­ο;

Εἶ­ναι λοι­πὸν ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­δι­α­φέ­ρον νὰ δοῦ­με τώ­ρα: Για­τί προ­βαί­νει σὲ ἕ­να τέ­τοι­ο, ἂς τὸ ποῦ­με, «λά­θος» ὁ Ἀ­πό­στο­λος καὶ τί ση­μα­σί­α ἔ­χει αὐ­τὸ γιὰ μᾶς σή­με­ρα.

1. ΤΑ ΖΙΖΑΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Τὸ ὅ­τι βέ­βαι­α ὁ φλο­γε­ρὸς Ἀ­πό­στο­λος δὲν ἦ­ταν μά­ται­ος καυ­χη­σι­ο­λό­γος τὸ γνω­ρί­ζου­με ὅ­λοι μας, φαί­νε­ται ὅ­μως αὐ­τὸ πο­λὺ κα­θα­ρὰ καὶ ἀ­πὸ μιὰ φρά­ση τοῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τός μας, ὅ­που ὁ τα­πει­νὸς Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Κυ­ρί­ου λέ­γει: «Οἶ­δα ἄν­θρω­πον ἐν Χρι­στῷ πρὸ ἐ­τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων...», καὶ στὴ συ­νέ­χεια ἀ­πο­κα­λύ­πτει τὸ θαυ­μα­στὸ ἐ­κεῖ­νο γε­γο­νός, ὅ­τι ὁ ἴ­διος «ἠρ­πά­γη εἰς τὸν πα­ρά­δει­σον καὶ ἤ­κου­σεν ἄρ­ρη­τα ρή­μα­τα, ἃ οὐκ ἐ­ξὸν ἀν­θρώ­πῳ λα­λῆ­σαι».

Ναί, ὁ πράγ­μα­τι τα­πει­νὸς Ἀ­πό­στο­λος εἶ­χε ζή­σει κα­τα­στά­σεις οὐ­ρά­νι­ες. Εἶ­χε ἀρ­πα­γεῖ στὸν Πα­ρά­δει­σο καὶ εἶ­δε θαυ­μα­στὰ πράγ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α γλώσ­σα ἀν­θρώ­πι­νη δὲν ἠμ­πο­ρεῖ ἀλ­λὰ καὶ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ τὰ πε­ρι­γράφει, λό­γω τῆς ἱ­ε­ρό­τη­τός τους. Καὶ ὅ­μως γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ὁ μέ­γας Παῦ­λος δὲν εἶ­χε εἰ­πεῖ οὔ­τε μί­α λέ­ξη. «Πρὸ ἐ­τῶν δε­κα­τεσ­σά­ρων» εἶ­χε συμ­βεῖ αὐ­τό, μᾶς λέ­γει. Καὶ ἐ­πὶ 14 χρό­νια ἐ­φύ­λα­γε στὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του τὸ ἀ­κρι­βὸ μυ­στι­κό, χω­ρὶς νὰ τὸ φα­νε­ρώ­νει σὲ κα­νέ­ναν.

Λοι­πόν, ὁ λό­γος, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο τώ­ρα τὸ φα­νε­ρώ­νει, δὲν μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στος. Ἀ­ναγ­κά­ζε­ται ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Κυ­ρί­ου νὰ μι­λή­σει γιὰ ὅ­λα αὐ­τά, δι­ό­τι στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου εἶ­χαν ἐμ­φα­νι­σθεῖ δι­ά­φο­ροι φθο­νε­ροὶ ἄν­θρω­ποι – ψευ­δα­πό­στο­λοι, ὅ­πως τοὺς χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ ἴ­διος – οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν τὸ Ἀ­πο­στο­λι­κό του ἀ­ξί­ω­μα καὶ ἔ­σπερ­ναν ζι­ζά­νια στὶς ψυ­χὲς τῶν πι­στῶν. «Ἀ­πὸ ποῦ κι ὣς ποῦ εἶ­ναι Ἀ­πό­στο­λος ὁ Παῦ­λος;», ἔ­λε­γαν. «Ἦ­ταν μή­πως μα­θη­τὴς τοῦ Κυ­ρί­ου ἀ­πὸ τοὺς 12 ἢ ἀ­πὸ τοὺς 70; Ὄ­χι! Ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πὸ ποῦ ἔ­χει πά­ρει τὴν ἐ­ξου­σί­α νὰ δι­δά­σκει;»

Αὐ­τὴ ἀ­κρι­βῶς ἡ ἀμ­φι­σβή­τη­ση, ποὺ ἔ­σπερ­ναν τὰ φθο­νε­ρὰ ὄρ­γα­να τοῦ σα­τα­νᾶ, ἀ­ναγ­κά­ζει τὸν τό­σο τα­πει­νὸ Ἀ­πό­στο­λο ὄ­χι μό­νο νὰ φα­νε­ρώ­σει τὰ μυ­στι­κὰ καὶ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὰ ὁ­ρά­μα­τα, ἀλ­λὰ καὶ νὰ κά­νει μιὰ συγ­κλο­νι­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς ζω­ῆς του, τῶν ἀ­γώ­νων, τῶν ἀ­γω­νι­ῶν, τῶν κιν­δύ­νων, τῶν τα­λαι­πω­ρι­ῶν, τῶν βα­σά­νων, τῶν κό­πων, τῶν κα­τορ­θω­μά­των του, ποὺ μᾶς ἀ­φή­νουν ἄ­φω­νους, κα­θὼς τὰ με­λε­τοῦ­με στὰ τέσ­σε­ρα τε­λευ­ταῖ­α κε­φά­λαι­α τῆς Β' πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λῆς του.

Ἰ­δοὺ λοι­πὸν ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο, τὸ ὁ­ποῖ­ο σὲ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση θὰ ἦ­ταν μά­ται­η καυ­χη­σι­ο­λο­γί­α, ἐ­δῶ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε κα­θῆ­κον ἐ­πι­βε­βλη­μέ­νο. Καὶ ἔ­τσι αὐ­τὸ τὸ ξε­χεί­λι­σμα τῆς ψυ­χῆς τοῦ Ἀ­πο­στό­λου, ποὺ ἔ­γι­νε ἀ­θέ­λη­τα καὶ ἐξ ἀ­νάγ­κης, ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ με­γά­λη εὐ­λο­γί­α γιὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ γιὰ ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς ση­με­ρι­νοὺς πι­στούς της.

2. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Πράγ­μα­τι εὐ­λο­γί­α με­γά­λη. Ἦ­ταν οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ Θε­οῦ, ποὺ ἐ­πέ­τρε­ψε νὰ ἐ­ξε­λι­χθοῦν ἔ­τσι τὰ πράγ­μα­τα καὶ νὰ ἀ­ναγ­κα­σθεῖ ὁ τό­σο τα­πει­νὸς Ἀ­πό­στο­λός Του νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τοὺς κρυμ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς του, γιὰ νὰ ὠ­φε­λή­σει μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο τοὺς Κο­ριν­θί­ους ἀλ­λὰ καὶ ὅ­λους μας.

Καὶ ὄν­τως μᾶς ὠ­φε­λεῖ. Πρω­τί­στως, δι­ό­τι ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἐ­νώ­πιόν μας ἕ­νας πραγ­μα­τι­κὸς γί­γαν­τας τοῦ πνεύ­μα­τος. Μιὰ τι­τά­νια μορ­φή, ποὺ ἀ­ξί­ζει νὰ συγ­κεν­τρώ­σει ἐ­πά­νω της τὸν θαυ­μα­σμὸ καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως σὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ σὰν τὴ δι­κή μας, ποὺ προ­βάλ­λει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν κα­λο­πλη­ρω­μέ­νη δι­α­φή­μι­ση τό­σες ἀ­ση­μαν­τό­τη­τες, τό­σους ἀν­θρώ­πους ἄ­δει­ους, εἴ­τε αὐ­τοὶ εἶ­ναι πο­λι­τι­κοί, εἴ­τε ἠ­θο­ποι­οί, εἴ­τε τρα­γου­δι­στές, εἴ­τε λο­γο­τέ­χνες, ἀ­κό­μη καὶ πο­δο­σφαι­ρι­στές! Καὶ ξε­γε­λι­ό­μα­στε δυ­στυ­χῶς καὶ ἐ­μεῖς θαυ­μά­ζον­τας στὶς ψυ­χο­φθό­ρες ὀ­θό­νες τῆς τη­λε­ο­ρά­σε­ως ὅ­λους αὐ­τοὺς τοὺς μι­κροὺς καὶ ἀ­σή­μαν­τους, καὶ ἀ­πα­σχο­λού­με­νοι μα­ζί τους ἐ­πὶ ὧ­ρες καὶ μέ­ρες, λη­σμο­νών­τας καὶ πα­ρα­γνω­ρί­ζον­τας, ὅ­πως καὶ ὁ πο­λὺς κό­σμος, τοὺς πράγ­μα­τι με­γά­λους, τοὺς ἥ­ρω­ες τῆς πί­στε­ώς μας, τοὺς ἀ­θλη­τὲς τοῦ πνεύ­μα­τος, ποὺ δι­ε­ξή­γα­γαν τοὺς πλέ­ον ἰ­σχυ­ροὺς πο­λέ­μους ἐ­ναν­τί­ον τῶν κο­σμο­κρα­τό­ρων τοῦ σκό­τους καὶ ἐ­νί­κη­σαν καὶ ἐ­θρι­άμ­βευ­σαν, κο­ρυ­φαῖ­ος μά­λι­στα τῶν ὁ­ποί­ων ὑ­πῆρ­ξε ὁ μέ­γας ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος.

Ἀλ­λὰ καὶ γιὰ ἕ­να ἀ­κό­μη λό­γο ἐ­πέ­τρε­ψε ὁ Θε­ὸς νὰ φα­νε­ρω­θεῖ τὸ με­γα­λεῖ­ο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου Του. Γιὰ νὰ τὸν μι­μη­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς στὸν ἀ­γώ­να του. Νὰ τὸν μι­μη­θοῦ­με! Τὸ πράγ­μα μοιά­ζει ἀ­κα­τόρ­θω­το, μιὰ καὶ εἴ­μα­στε τό­σο μι­κροὶ μπρο­στὰ σ᾿ αὐ­τὸν τὸν γί­γαν­τα, ἀλ­λὰ δὲν εἶ­ναι. Ἀ­σφα­λῶς καὶ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ φτά­σου­με στὰ μέ­τρα τοῦ με­γά­λου Ἀ­πο­στό­λου. Ὅ­μως τὸν μι­κρό μας ἀ­γώ­να κα­λού­μα­στε ὅ­λοι μας νὰ τὸν κά­νου­με. Σ᾿ αὐ­τὰ τὰ λί­γα, τὰ τό­σο φευ­γα­λέ­α καὶ ἀ­βέ­βαι­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς μας νὰ δεί­ξου­με καὶ ἐ­μεῖς τὴν πι­στό­τη­τά μας πρὸς τὸν Κύ­ριον, νὰ φι­λο­τι­μη­θοῦ­με λί­γο χά­ριν τῆς τό­σης πρὸς ἐ­μᾶς ἀ­γά­πης Του ἀ­γω­νι­ζό­με­νοι κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας.

Ναί! Γιὰ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς νὰ εὑ­ρε­θοῦ­με ἐ­κεῖ, ποὺ ἔ­τι ζῶν ἐ­πὶ τῆς γῆς εἶ­χε ἀρ­πα­γεῖ ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος. Στὸν Πα­ρά­δει­σο, τὴν παμ­πό­θη­τη καὶ εὐ­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ μας, τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱ­οῦ καὶ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Ἀ­μήν.

 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.                       

   (Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε  λευ­κὸ  χι­τώ­να  πο­λυ­τε­λῆ  ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰγυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λοπρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό­ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.