ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(31 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΘ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ
οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης
῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν Δαμασκηνῶν πόλιν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν
σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ·
οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα
ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς
τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ.
Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα,
ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ
ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ
καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι
ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με
ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη
μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ
τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι
ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον
καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ
Χριστοῦ.
(Β΄ Κορινθ. ια΄ [11] 31-ιβ΄[12] 9).
ΕΝΑ
ΠΟΛΥΤΙΜΟ «ΛΑΘΟΣ»
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Καυχᾶσθαι
δὴ οὐ συμφέρει μοι».
Σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς Χριστιανοὺς
εἶναι πολὺ γνωστὸ πόσο βασικὸ στοιχεῖο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς εἶναι
ἡ ταπεινοφροσύνη καὶ πόσο ἀταίριαστη πρὸς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου
εἶναι ἡ καυχησιολογία.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ μᾶς ξαφνιάζουν πολὺ
τὰ γεμάτα καύχηση λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὸ Ἀποστολικό μας ἀνάγνωσμα.
Ἔκανε ἄραγε ὁ θεόπνευστος Ἀπόστολος ἕνα τόσο στοιχειῶδες λάθος;
Καὶ μάλιστα ἐνῶ τόσο σαφῶς δηλώνει ὁ ἴδιος μὲ τὰ λόγια «καυχᾶσθαι δὴ οὐ συμφέρει μοι», ὅτι
δὲν τὸν συμφέρει κάτι τέτοιο;
Εἶναι λοιπὸν ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον
νὰ δοῦμε τώρα: Γιατί προβαίνει σὲ ἕνα
τέτοιο, ἂς τὸ ποῦμε, «λάθος» ὁ Ἀπόστολος καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ
γιὰ μᾶς σήμερα.
1. ΤΑ ΖΙΖΑΝΙΑ ΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Τὸ ὅτι βέβαια ὁ φλογερὸς Ἀπόστολος
δὲν ἦταν μάταιος καυχησιολόγος τὸ γνωρίζουμε ὅλοι μας, φαίνεται ὅμως
αὐτὸ πολὺ καθαρὰ καὶ ἀπὸ μιὰ φράση τοῦ ἀναγνώσματός μας, ὅπου ὁ ταπεινὸς
Ἀπόστολος τοῦ Κυρίου λέγει: «Οἶδα
ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων...», καὶ στὴ συνέχεια ἀποκαλύπτει
τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο γεγονός, ὅτι ὁ ἴδιος «ἠρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ρήματα, ἃ οὐκ
ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι».
Ναί, ὁ πράγματι ταπεινὸς Ἀπόστολος
εἶχε ζήσει καταστάσεις οὐράνιες. Εἶχε ἀρπαγεῖ στὸν Παράδεισο καὶ
εἶδε θαυμαστὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα γλώσσα ἀνθρώπινη δὲν ἠμπορεῖ ἀλλὰ
καὶ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὰ περιγράφει, λόγω τῆς ἱερότητός τους. Καὶ ὅμως
γιὰ ὅλα αὐτὰ ὁ μέγας Παῦλος δὲν εἶχε εἰπεῖ οὔτε μία λέξη. «Πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων» εἶχε συμβεῖ
αὐτό, μᾶς λέγει. Καὶ ἐπὶ 14 χρόνια ἐφύλαγε στὰ βάθη τῆς ψυχῆς του τὸ ἀκριβὸ
μυστικό, χωρὶς νὰ τὸ φανερώνει σὲ κανέναν.
Λοιπόν, ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο
τώρα τὸ φανερώνει, δὲν μᾶς εἶναι ἄγνωστος. Ἀναγκάζεται ὁ Ἀπόστολος
τοῦ Κυρίου νὰ μιλήσει γιὰ ὅλα αὐτά, διότι στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου
εἶχαν ἐμφανισθεῖ διάφοροι φθονεροὶ ἄνθρωποι – ψευδαπόστολοι, ὅπως
τοὺς χαρακτηρίζει ὁ ἴδιος – οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τὸ Ἀποστολικό
του ἀξίωμα καὶ ἔσπερναν ζιζάνια στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν. «Ἀπὸ ποῦ κι ὣς ποῦ εἶναι Ἀπόστολος ὁ
Παῦλος;», ἔλεγαν. «Ἦταν μήπως μαθητὴς
τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοὺς 12 ἢ ἀπὸ τοὺς 70; Ὄχι! Ἑπομένως ἀπὸ ποῦ ἔχει πάρει
τὴν ἐξουσία νὰ διδάσκει;»
Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀμφισβήτηση,
ποὺ ἔσπερναν τὰ φθονερὰ ὄργανα τοῦ σατανᾶ, ἀναγκάζει τὸν τόσο ταπεινὸ
Ἀπόστολο ὄχι μόνο νὰ φανερώσει τὰ μυστικὰ καὶ ἀποκαλυπτικὰ ὁράματα,
ἀλλὰ καὶ νὰ κάνει μιὰ συγκλονιστικὴ περιγραφὴ τῆς ζωῆς του, τῶν ἀγώνων,
τῶν ἀγωνιῶν, τῶν κινδύνων, τῶν ταλαιπωριῶν, τῶν βασάνων, τῶν κόπων,
τῶν κατορθωμάτων του, ποὺ μᾶς ἀφήνουν ἄφωνους, καθὼς τὰ μελετοῦμε
στὰ τέσσερα τελευταῖα κεφάλαια τῆς Β' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς
του.
Ἰδοὺ λοιπὸν ὅτι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο
σὲ ἄλλη περίπτωση θὰ ἦταν μάταιη καυχησιολογία, ἐδῶ ἀποτελοῦσε
καθῆκον ἐπιβεβλημένο. Καὶ ἔτσι αὐτὸ τὸ ξεχείλισμα τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀποστόλου,
ποὺ ἔγινε ἀθέλητα καὶ ἐξ ἀνάγκης, ἀποτελεῖ μιὰ μεγάλη εὐλογία
γιὰ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου καὶ γιὰ ὅλους ἐμᾶς τοὺς σημερινοὺς πιστούς
της.
2. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ
ΘΕΟΥ
Πράγματι εὐλογία μεγάλη. Ἦταν
οἰκονομία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπέτρεψε νὰ ἐξελιχθοῦν ἔτσι τὰ πράγματα
καὶ νὰ ἀναγκασθεῖ ὁ τόσο ταπεινὸς Ἀπόστολός Του νὰ ἀποκαλύψει τοὺς
κρυμμένους θησαυρούς του, γιὰ νὰ ὠφελήσει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὄχι μόνο
τοὺς Κορινθίους ἀλλὰ καὶ ὅλους μας.
Καὶ ὄντως μᾶς ὠφελεῖ. Πρωτίστως,
διότι ἀποκαλύπτεται ἐνώπιόν μας ἕνας πραγματικὸς γίγαντας τοῦ πνεύματος.
Μιὰ τιτάνια μορφή, ποὺ ἀξίζει νὰ συγκεντρώσει ἐπάνω της τὸν θαυμασμὸ
καὶ τὸ ἐνδιαφέρον μας. Ἰδιαιτέρως σὲ μιὰ ἐποχὴ σὰν τὴ δική μας, ποὺ
προβάλλει μέσα ἀπὸ τὴν καλοπληρωμένη διαφήμιση τόσες ἀσημαντότητες,
τόσους ἀνθρώπους ἄδειους, εἴτε αὐτοὶ εἶναι πολιτικοί, εἴτε ἠθοποιοί,
εἴτε τραγουδιστές, εἴτε λογοτέχνες, ἀκόμη καὶ ποδοσφαιριστές! Καὶ
ξεγελιόμαστε δυστυχῶς καὶ ἐμεῖς θαυμάζοντας στὶς ψυχοφθόρες ὀθόνες
τῆς τηλεοράσεως ὅλους αὐτοὺς τοὺς μικροὺς καὶ ἀσήμαντους, καὶ ἀπασχολούμενοι
μαζί τους ἐπὶ ὧρες καὶ μέρες, λησμονώντας καὶ παραγνωρίζοντας, ὅπως
καὶ ὁ πολὺς κόσμος, τοὺς πράγματι μεγάλους, τοὺς ἥρωες τῆς πίστεώς
μας, τοὺς ἀθλητὲς τοῦ πνεύματος, ποὺ διεξήγαγαν τοὺς πλέον ἰσχυροὺς
πολέμους ἐναντίον τῶν κοσμοκρατόρων τοῦ σκότους καὶ ἐνίκησαν καὶ ἐθριάμβευσαν,
κορυφαῖος μάλιστα τῶν ὁποίων ὑπῆρξε ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος.
Ἀλλὰ καὶ γιὰ ἕνα ἀκόμη λόγο
ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ φανερωθεῖ τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου
Του. Γιὰ νὰ τὸν μιμηθοῦμε καὶ ἐμεῖς στὸν ἀγώνα του. Νὰ τὸν μιμηθοῦμε!
Τὸ πράγμα μοιάζει ἀκατόρθωτο, μιὰ καὶ εἴμαστε τόσο μικροὶ μπροστὰ σ᾿
αὐτὸν τὸν γίγαντα, ἀλλὰ δὲν εἶναι. Ἀσφαλῶς καὶ εἶναι ἀδύνατον νὰ φτάσουμε
στὰ μέτρα τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου. Ὅμως τὸν μικρό μας ἀγώνα καλούμαστε
ὅλοι μας νὰ τὸν κάνουμε. Σ᾿ αὐτὰ τὰ λίγα, τὰ τόσο φευγαλέα καὶ ἀβέβαια
χρόνια τῆς ζωῆς μας νὰ δείξουμε καὶ ἐμεῖς τὴν πιστότητά μας πρὸς τὸν Κύριον,
νὰ φιλοτιμηθοῦμε λίγο χάριν τῆς τόσης πρὸς ἐμᾶς ἀγάπης Του ἀγωνιζόμενοι
κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
Ναί! Γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς νὰ εὑρεθοῦμε ἐκεῖ, ποὺ ἔτι ζῶν ἐπὶ τῆς γῆς εἶχε
ἀρπαγεῖ ὁ θεῖος Ἀπόστολος. Στὸν Παράδεισο, τὴν παμπόθητη καὶ εὐλογημένη
Βασιλεία τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ μας, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος. Ἀμήν.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄνθρωπος
τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο
πορφύραν
καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν
λαμπρῶς.
πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο
πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος
καὶ ἐπιθυμῶν
χορτασθῆναι
ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ
καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι
ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν
τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι
αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων
εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε
δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ
ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων
ἐν βασάνοις,
ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν
με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον
τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος
καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι
ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι
ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως
τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν
καὶ ὑμῶν
χάσμα μέγα
ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν
πρὸς ὑμᾶς
μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς
διαπερῶσιν.
εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως
διαμαρτύρηται
αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν
εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι
Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν
αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ'
ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. εἶπε
δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ
πεισθήσονται.
(Λουκ. ιστ΄ [16]
19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ
Κύριος τήν πιο κάτω παραβολὴ: Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ
ἐνδύματα. Ἀπ' ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο,
κι ἀπὸ μέσα φοροῦσε λευκὸ χιτώνα
πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ
λινάρι. Καὶ διασκέδαζε σὲ πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια.
Ἦταν ὅμως καὶ κάποιος φτωχὸς πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος
πληγὲς καὶ παραπεταμένος κοντὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε
νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου.
Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέρηση του αὐτή, καθὼς ἦταν καὶ σχεδὸν γυμνός,
ἔρχονταν καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Παρόλα αὐτὰ ὅμως
ὁ Λάζαρος δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὴ λέξη παραπόνου
ἐναντίον τοῦ πλουσίου ἢ κάποιο γογγυσμὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κάποτε
λοιπὸν πέθανε ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ
τοῦ Ἀβραάμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στὸν παράδεισο. Πέθανε κάποτε
καὶ ὁ πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια. Πουθενὰ
ὅμως δὲν φάνηκαν γι' αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τόπο τοῦ Ἅδη, καθὼς
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸς λοιπὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶχε ὅλα
καὶ δὲν παρακαλοῦσε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει, φώναξε τώρα καὶ εἶπε·
Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο
νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα
μου, διότι βασανίζομαι καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀβραὰμ
ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω
τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακά τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι' αὐτὰ
πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καὶ βασανίζεσαι χωρὶς
διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πάνω στὴ γῆ.
Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα μας χάσμα, ὥστε αὐτοὶ πού θέλουν
νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ
ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ
κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στὴν ἐπίγεια ζωή του, μετὰ
τὸ θάνατό του δὲν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ,
στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς.
Στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης
μάρτυρας γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ
τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν
τὸν Μωυσῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βεβαιώνουν γι' αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ
καὶ στοὺς προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπό τους νεκρούς,
θὰ μετανοήσουν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση
νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀκόμη κι
ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τους νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, θὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν προηγούμενή
τους σκληρότητα.