ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΛΟΥΚΑ
(10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2021)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙϚ’ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Ἀδελφοί,
συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν, μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι
ὑμᾶς. Λέγει γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά
σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος· ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας. Μηδεμίαν
ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾽ ἐν
παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν
θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν
ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι,
ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ
ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ· διὰ τῶν ὅπλων τῆς
δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ
δυσφημίας καὶ εὐφημίας· ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ
ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνῄσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι
καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ
πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
(Β΄
Κορ. Ϛ΄[6] 1-10)
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΣ
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἰδοὺ
νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος».
Ἕνα θαῦμα εἶναι
ὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος! Θαῦμα τὸ πῶς ἔρχεται στὴ ζωή. Θαῦμα τὸ
πῶς ἀναπτύσσεται, πῶς δημιουργεῖ, πῶς μεγαλουργεῖ. Θαῦμα! Καὶ ἔπειτα;
70, 80, 90 χρόνια... καὶ ὅλα τελειώνουν σὲ ἕνα τάφο.
Τὸ θαῦμα καταλήγει
σὲ τραγωδία. Αὐτὴ εἶναι λοιπὸν ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου;
Ὄχι, μᾶς λέγει
σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἡ ζωή μας δὲν εἶναι χωρὶς νόημα, οὔτε παράλογη·
ἡ ζωή μας εἶναι «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», καιρὸς κατάλληλος, μιὰ περίοδος
εὐνοϊκῶν συνθηκῶν, γιὰ νὰ ἐπιτύχουμε ἀμύθητα κέρδη, κατακτήσεις
ἀσύλληπτες.
Ἂς δοῦμε ὅμως:
Μὲ ποιὰ ἔννοια ἡ ζωή μας εἶναι τέτοια
σημαντικὴ εὐκαιρία καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν αὐτὴν νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε
σωστά.
1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Λοιπόν, γιὰ
νὰ ἐντοπίσουμε ποιὰ εἶναι ἡ ἐκπληκτικὴ εὐκαιρία, ποὺ μᾶς προσφέρει
ἡ ζωή, εἶναι ἀπαραίτητο προηγουμένως νὰ ἔχουμε κατανοήσει καλὰ
ποιὸ εἶναι τὸ νόημα καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς. Βεβαίως ὅλοι μας εὔκολα
καταλαβαίνουμε πὼς ἡ ζωή μας δὲν εἶναι αὐτοσκοπός, τὸ νόημά της δὲν
περιέχεται στὰ 70, 80 χρόνια της ἐδῶ στὴ γῆ. Μάλιστα οἱ πιστοὶ Χριστιανοὶ
γνωρίζουμε ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι: τὸ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ βρεθοῦμε
στὴ μεγάλη χαρά, στὸ ἀτέλειωτο πανηγύρι τῆς Θείας Βασιλείας· νὰ
ζήσουμε ἑνωμένοι γιὰ πάντα μὲ τὸν ἐν Τριάδι Θεό· νὰ μετέχουμε στὴν ἄπειρη
θεϊκή Του δόξα αἰωνίως.
Ἑπομένως,
ἐφ᾿ ὅσον αὐτὸ τὸ ἔχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας ἀπολύτως, δὲν εἶναι
πλέον δύσκολο νὰ διακρίνουμε μὲ ποιὰ ἔννοια ἡ ζωή μας εἶναι πράγματι
μιὰ μεγάλη εὐκαιρία. Εἶναι, διότι ἀκριβῶς μᾶς προσφέρει τὴ δυνατότητα
νὰ πραγματοποιήσουμε τὸν μεγαλειώδη προορισμό μας. Εἶναι κάτι παραπάνω
ἀπὸ εὐκαιρία· εἶναι κυριολεκτικὰ λαχεῖο, ὁ πρῶτος λαχνός, διότι,
ἐνῶ διαρκεῖ τόσο λίγο – 80 χρόνια σὲ σχέση μὲ τὴν αἰωνιότητα εἶναι
μιὰ ἀπειροελάχιστη στιγμὴ – μποροῦμε κατὰ τὴ διάρκειά της μὲ λίγο
κόπο νὰ κερδίσουμε ἀμύθητο κέρδος, τὴν πολυπόθητη Θεία Βασιλεία.
Αὐτὴ λοιπὸν
κι ἂν εἶναι εὐκαιρία! Ἔναντι ἐλαχίστου τιμήματος κερδίζει κανεὶς
κάτι ἀσύγκριτα πιὸ πολύτιμο καὶ ἀπὸ ὁλόκληρο τὸ σύμπαν! «Λογίζομαι», λέγει ὁ Ἀπόστολος, «ὅτι οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ
πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς» (Ρωμ. η΄[8] 18)·
συμπεραίνω πὼς τὰ ὅσα ὑποφέρουμε τώρα δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συγκριθοῦν
μὲ τὴ δόξα, ποὺ πρόκειται νὰ φανερωθεῖ ἐκεῖ καὶ νὰ μᾶς χαρισθεῖ γιὰ
πάντα. Ἀσύλληπτη πράγματι δόξα ἔναντι ἐλαχίστου τιμήματος, λίγων
δυσκολιῶν καὶ παθημάτων.
Ἰδοὺ ἑπομένως
ἡ μεγάλη εὐκαιρία, ποὺ μᾶς παρέχει ἡ ἐπίγειος ζωή. Ἀρκεῖ ἀσφαλῶς
νὰ τὴν ἀξιοποιήσουμε. Δηλαδὴ τί εἶναι ἀπαραίτητο νὰ κάνουμε;
2. Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ
ΑΓΩΝΩΝ
Βεβαίως τὸ ὅτι
αὐτό, ποὺ πρέπει ὅλοι μας νὰ κάνουμε, εἶναι τὸ νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ζήσουμε
σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, κανένας μας δὲν τὸ ἀγνοεῖ. Καὶ ἀκόμη
τὸ ὅτι αὐτὸν τὸν ἀγώνα πρέπει νὰ τὸν κάνουμε μέσα στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία,
ἐνισχυόμενοι ἀπὸ τὴ Χάρη τῶν θείων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων της, ὅλοι
μας ἀσφαλῶς τὸ γνωρίζουμε.
Τὸ γνωρίζουμε.
Δὲν μᾶς λείπει ἡ γνώση. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχουμε ἀκούσει καὶ διαβάσει πολλὲς
φορὲς καὶ ὡρισμένοι σχεδὸν καὶ τὰ βαρεθήκαμε. Ἑπομένως;
Ὦ ἀδελφοί, ἅγιοι,
κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι! Ἀδελφοὶ συναμαρτωλοί, ἀγαπημένοι
ὅμως τοῦ ἁγίου Θεοῦ, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!
Ἀδελφοί, προσκαλεσμένοι στὸ αἰώνιο Τραπέζι τῆς Βασιλείας τοῦ Κυρίου,
τὸ ξέρουμε τί πρέπει νὰ κάνουμε! Τί δὲν ξέρουμε; Ἤ μᾶλλον τί ξεχνᾶμε;
Ξεχνᾶμε ὅτι φεύγουμε, ἀδελφοί! Φεύγουμε! Σὰν ἀστραπή, σὰν ὄνειρο «ὁ χρόνος τοῦ βίου τρέχει».
Λοιπόν, «τί μάτην ταραττόμεθα»; Γιατί χαζεύουμε
στὶς βιτρίνες αὐτοῦ του κόσμου; Ψεύτικε, ἄστατε κόσμε, πῶς μᾶς ξεγελᾶς,
πῶς μᾶς κλέβεις τὰ μάτια, τὴ σκέψη, τὴν καρδιά; Πρὶν σὲ χαροῦμε, χάνεσαι·
πρὶν σὲ πιάσουμε, φεύγεις καὶ φεύγουμε· πρὶν σὲ γνωρίσουμε καλά, μᾶς
ἀποχαιρετᾶς γιὰ πάντα.
Δὲν τὰ γνωρίζουμε
ὅλα αὐτά, ἀδελφοί; Δὲν ξεύρουμε πὼς «χωρίζεσθαι
μέλλομεν τῶν ἐνταῦθα»; Δὲν βλέπουμε πὼς ἀκόμα καὶ οἱ κοσμοκράτορες
καὶ οἱ χθεσινοὶ κυβερνῆτες σήμερα διαλύονται στὸ χῶμα; Γίνονται
χῶμα; Δὲν καταλαβαίνουμε πὼς στὴ γῆ θὰ καταλήξουμε;
Ἐκεῖ; Τί γίνεται
μετὰ τὸν θάνατο, ἀδελφοί; Ποῦ θὰ βρεθοῦμε; Τί περιμένει τὴν ψυχή; «Δράμωμεν», ἑπομένως, «δράμωμεν»! Ἂς τρέξουμε! «Σπουδάσωμεν εἰσελθεῖν εἰς ἐκείνην
τὴν κατάπαυσιν» (Ἑβρ. δ΄[4] 11). Ἂς βιαστοῦμε νὰ μποῦμε στὴν εὐλογημένη
τοῦ Κυρίου Βασιλεία. Τρύγος εἶναι τώρα καὶ θερισμός. Ὅποιος εἶναι
ἔξυπνος, μαζεύει καὶ συγκεντρώνει καὶ ἀποταμιεύει θησαυροὺς στὶς
ἀποθῆκες τοῦ Κυρίου. Σὲ λίγο πιὰ ὅλα τὰ ἐδῶ θὰ ἔχουν τελειώσει. Ὅλα.
Καὶ ὅλα θὰ ἔχουν ξεχασθεῖ. Καὶ μόνον ἐκεῖνα θὰ ἔχουν μείνει, ὅσα ἀσφαλίσαμε
στὸν Οὐρανό.
Ἐκεῖνα. Δηλαδὴ τὰ ἔργα μας τὰ ἅγια
καὶ θεοφιλῆ. Οἱ ἀρετές. Οἱ ἀγῶνες οἱ πνευματικοί. Ἡ ταπείνωση. Ἡ ἁγνότητα.
Ἡ ὑπομονή. Ἡ ἀγάπη περισσότερο, ποὺ φανερώνεται μὲ τὶς ποικίλες
ἐκδηλώσεις της: μὲ τὴν ἔλλειψη κατακρίσεως τῶν ἄλλων, μὲ τὴν ἀνοχή,
μὲ τὴν συγχώρηση τῶν ἐχθρῶν, μὲ τὴν ὑπομονὴ στὶς ἀδικίες, μὲ τὴ φροντίδα
πρὸς τοὺς ἀσθενεῖς, μὲ τὴ στοργὴ πρὸς τοὺς γέροντες, μὲ τὸ ἐνδιαφέρον
γιὰ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.
Εἶναι περίοδος
ἀγώνων ἡ ζωή μας. Περίοδος δοκιμασίας. Πολέμου. Μετά, θὰ ἔρθουν
τὰ στεφάνια. Τώρα, θὰ δώσουμε τὶς ἐξετάσεις μας. Οἱ καμπάνες ἤδη χτυπᾶνε.
«Ὥρα ἡμᾶς ἤδη ἐξ ὕπνου ἐγερθῆναι»
(Ρωμ. ιγ΄[13] 11). Εἶναι ὥρα νὰ ξυπνήσουμε. Ἀργότερα, Ἴσως νὰ εἶναι
πολὺ ἀργά.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο
ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ
καὶ ὄχλος
πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε
τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ
ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς
ἦν σὺν αὐτῇ. καὶ ἰδὼν
αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη
ἐπ' αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· Μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο
τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. καὶ ἀνεκάθισεν
ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο
λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν
αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε
δὲ φόβος πάντας, καὶ ἐδόξαζον
τὸν Θεὸν, λέγοντες ὅτι Προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι
ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
(Λουκ. ζ΄[7] 11 – 16)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό πήγαινε ὁ Ἰησοῦς
σὲ μία πόλη ποὺ λεγόταν Ναΐν. Μαζί του βάδιζαν καί οἱ μαθητές του,
οἱ ὁποῖοι ἦταν ἀρκετοί, καθὼς καὶ πλῆθος λαοῦ πολύ. Μόλις ὅμως πλησίασε
στὴν πύλη τῆς πόλεως, ἔβγαζαν ἔξω ἕνα νεκρό, τὸν μονάκριβο γιὸ μιᾶς
μητέρας πού ἦταν χήρα καὶ δὲν εἶχε κανέναν ἄλλο προστάτη στὸν κόσμο. Καὶ
μαζὶ μ' αὐτὴν ἦταν καὶ πολὺς λαός ἀπ' τὴν πόλη πού συνόδευε καὶ παρακολουθοῦσε
μέ μεγάλη συμπόνια τὴν κηδεία. Ὅταν εἶδε τὴ χήρα ὁ Ἰησοῦς, τὴν σπλαχνίσθηκε,
καί γνωρίζοντας μὲ βεβαιότητα ὅτι σὲ λίγο θὰ ἀνέσταινε τό γιὸ της
τῆς εἶπε: Μὴν κλαῖς. Τότε πλησίασε κι ἄγγιξε τὸ φέρετρο. Κι ἐκεῖνοι
πού τὸ σήκωναν στάθηκαν. Καὶ εἶπε ὁ Ἰησοῦς: Νέε μου, σέ σένα μιλῶ. Σήκω.
Τότε ὁ νεκρὸς ἀνασηκώθηκε καὶ κάθισε ζωντανός πάνω στὸ φέρετρο κι
ἄρχισε νὰ μιλάει. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν παρέδωσε στὴ μητέρα του. Ὅλους τότε
τοὺς κυρίευσε φόβος, διότι αἰσθάνονταν τὴν παρουσία θείας δυνάμεως
μέσα στὴν ἁμαρτωλότητα καὶ ἀναξιότητά τους. Καὶ δόξαζαν τὸν Θεό καὶ ἔλεγαν
ὅτι μεγάλος προφήτης ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε
τὸν λαό του γιὰ νὰ τὸν προστατεύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου