Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χαναναίας)
 (29 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ  2017)

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
 Ἀ­δελ­φοί, ὑ­μεῖ­ς  ἐ­στε να­ὸς Θε­οῦ ζῶν­τος, κα­θὼς εἶ­πεν ὁ Θε­ὸς «ὅ­τι ἐ­νοι­κή­σω ἐν αὐ­τοῖς καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σω, καὶ ἔ­σο­μαι αὐ­τῶν Θε­ός, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­σον­ταί μοι λα­ός. Διὸ ἐ­ξέλ­θε­τε ἐκ μέ­σου αὐ­τῶν καὶ ἀ­φο­ρί­σθη­τε, λέ­γει Κύριος, καὶ ἀ­κα­θάρ­του μὴ ἅ­πτε­σθε, κἀ­γὼ εἰσ­δέ­ξο­μαι ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σο­μαι ὑ­μῖν εἰς πα­τέ­ρα, καὶ ὑ­μεῖς ἔ­σε­σθέ μοι εἰς υἱ­οὺς καὶ θυ­γα­τέ­ρας, λέ­γει Κύριος παν­το­κρά­τωρ». Τα­ύ­τας οὖν ἔ­χον­τες τὰς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἀ­γα­πη­τοί, κα­θα­ρί­σω­μεν ἑ­αυ­τοὺς ἀ­πὸ παν­τὸς μο­λυ­σμοῦ σαρ­κὸς καὶ πνε­ύ­μα­τος, ἐ­πι­τε­λοῦν­τες ἁ­γι­ω­σύ­νην ἐν φό­βῳ Θε­οῦ.
(Β΄Κορ. στ΄[6] 16 – ζ΄[7] 1)
       ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, ἐ­σεῖς εἶ­στε να­ὸς τοῦ ζων­τα­νοῦ Θε­οῦ, ὅ­πως εἶ­πε στὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ὁ Θε­ὸς ὅ­τι θὰ κα­τοι­κή­σω μέ­σα τους καὶ θὰ περ­πα­τή­σω ἀ­νά­με­σά τους, καὶ θὰ εἶ­μαι Θε­ὸς δι­κός τους κι αὐτοί θὰ εἶ­ναι λα­ός μου. Γι αὐ­τὸ βγεῖ­τε καὶ φύ­γε­τε μα­κριὰ ἀ­πό τους ἀπίστους καὶ ξε­χωρίστε ἀπ’ αὐ­τούς, λέ­ει ὁ Κύ­ριος, καὶ μὴν ἀγ­γί­ζε­τε ὁ­τι­δή­πο­τε ἀ­κά­θαρ­το. Καὶ τό­τε ἐγώ θὰ σᾶς δε­χθῶ μὲ πα­τρι­κὴ στορ­γή. Καὶ θὰ γί­νω πα­τέ­ρας σας, κι ἐ­σεῖς θὰ εἶ­στε παι­διὰ μου καὶ κό­ρες μου, λέ­ει ὁ Κύ­ριος ὁ Παν­το­κρά­τωρ. Ἀφοῦ λοι­πὸν ἔ­χου­με αὐ­τὲς τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις, ἀ­γα­πη­τοί, ἂς κα­θα­ρί­σου­με τοὺς ἑ­αυ­τούς μας ἀ­πὸ κά­θε τι πού μο­λύ­νει τὸ σῶ­μα καὶ τὸ πνεῦ­μα μας, κι ἂς τέ­λει­οποι­ού­μα­στε στὴν ἁ­γι­ο­σύ­νη μὲ τὸ φό­βο τοῦ Θεοῦ.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τ και­ρ ἐκείνῳ ­ξλ­θεν ­η­σος ες τ μ­ρη Τρου κα Σι­δ­νος. Κα ­δο γυ­ν Χα­να­να­­α ­π τν ­ρ­ων ­κε­­νων ­ξελ­θο­σα ­κρα­­γα­σεν α­τ λ­γου­σα· ­λ­η­σν με, Κριε, υ­ Δαυ­δ· θυ­γ­τηρ μου κα­κς δαι­μο­ν­ζε­ται. δ οκ ­πε­κρ­θη α­τ λ­γον. κα προ­σελ­θν­τες ο μα­θη­τα α­το ­ρ­των α­τν λ­γον­τες· ­π­λυ­σον α­τν, ­τι κρ­ζει ­πι­σθεν ­μν. δ ­πο­κρι­θες ε­πεν· Οκ ­πε­στ­λην ε μ ες τ πρ­βα­τα τ ἀ­πο­λω­λό­τα οἴ­κου Ἰσ­ραήλ. Ἡ δ ἐλ­θοῦ­σα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ λέ­γου­σα· Κριε, βο­ή­θει μοι. Ὁ δ ἀ­πο­κρι­θεὶς εἶ­πεν· Οκ ἔ­στι κα­λὸν λα­βεῖν τν ἄρ­τον τν τέ­κνων κα βα­λεῖν τος κυ­να­ρί­οις. Ἡ δ εἶ­πε· Να, Κριε, κα γρ τ κυ­νά­ρι­α ἐ­σθί­ει ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης τν κυ­ρί­ων αὐ­τῶν. Τό­τε ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῇ· γύ­ναι, με­γά­λη σου πί­στις! γε­νη­θή­τω σοι ς θέ­λεις. Κα ἰ­ά­θη ἡ θυ­γά­τηρ αὐ­τῆς ἀ­πὸ τς ὥ­ρας ἐ­κε­ί­νης.
                              (Ματθ. ι­ε΄[15] 21 - 28)
ΜΙΑ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΗ ΜΑΝΝΑ
1. Η ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στ μέρη τς Τύρου κα Σιδνος μία δυστυχισμένη μάννα ζεῖ καθημεριν τ δράμα τς κόρης της. Κα ποφέρει πολύ, καθς τὴν βλέπει ν συνταράσσεται κα ν βασανίζεται φρικτ ἀπὸ τ δαιμόνιο πο τν εἶχε καταλάβει. Μόλις ὅμως μαθε ὅτι ὁ Κύριος θ περάσει κοντ ἀπὸ τν τόπο της, βγαίνει ἀπὸ τ σύνορα τς περιοχς της κα τρέχει πρς Ατόν. Κι ρχίζει ν φωνάζει δυνατ κα ν Το λέει:
-λέησέ με, Κύριε, πόγονε τοῦ Δαβίδ. Ἡ κόρη μου κατέχεται ἀπὸ δαιμόνιο κα ποφέρει φρικτά.
Τ θέαμα ταν ξιοθρήνητο! Ν βλέπει κανεὶς μι γυναίκα κα μάννα ν κραυγάζει μ τόση θέρμη κα τέτοιο πόνο. Ἡ κραυγή της ποκάλυπτε τ μέγεθος τς δύνης της. Κα δν λεγε «λέησε τν κόρη μου», ἀλλὰ «λέησέ με». Διότι καταλάβαινε σὰν μάννα πολ καλ σ ποι κατάντια βρισκόταν ἡ κόρη της, πέφερε συνειδητὰ τ μύρια βάσανά της. Κα βγάζει τν πόνο της, περιγράφει τ συμφορά της κα τ μέγεθος τς σθενείας τς κόρης της, κα ζητάει τσι πι πίμονα τ λεος τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος ὅμως δν ποκρίνεται σ᾿ ατήν, δν λέει οὔτε λέξη. Ἀλλὰ ὅσο περισσότερο κείνη κραυγάζει, τόσο περισσότερο ὁ Κύριος σιωπᾶ! Ἡ μάννα κλαίει κα ὁ Κύριος δν παντᾶ! Ἡ μάννα φωνάζει κα ὁ Κύριος δν ποκρίνεται!
Μι τέτοια κατάσταση ζομε πολλς φορς κι ἐμεῖς. Προσευχόμαστε μ πόνο κα θλίψη στν Κύριο ν μς λυτρώσει ἀπὸ κάποιο πειρασμ πο μς ταλαιπωρε. ποφέρουμε στ σπίτι μας ἀπὸ κάποιο πρόβλημα πο χρονίζει, πρόβλημα οἰκογενειακό, οκονομικό, ργασιακό, πρόβλημα γείας λλο. Κα γονατίζουμε ὧρες μπροστ στ εκονοστάσι κα τρέχουμε στς Παρακλήσεις κα σ λλες κολουθίες. Κραυγάζουμε μ δύναμη στν Κύριο. Κύριε, λέησέ μας, δῶσ᾿ μας μι λύση. Χανόμαστε. Δν ντέχουμε λλο! Κι ὅσο ἐμεῖς κραυγάζουμε, τόσο ασθανόμαστε τν Κύριο ν σιωπ. Ἐμεῖς κλαμε κα νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος διαφορε. Ἐμεῖς φωνάζουμε κα ασθανόμαστε ὅτι ὁ Κύριος δν κούει. Κα πορομε. Δν ξέρουμε τί λλο ν κάνουμε. Κα να μεγάλο «γιατί» κάποιες φορς βγαίνει ἀπὸ τ χείλη μας. Γιατί αὐτὴ ἡ σιωπ τοῦ Θεο; Γιατί ρνεται ν μς δώσει κάποια πάντηση;
Ατ πο μς ἐξηγοῦν οἱ ερο Πατέρες τς κκλησίας μας εναι ὅτι ατς οἱ ὧρες τς σιωπς τοῦ Θεοῦ εναι οἱ πι γόνιμες στιγμς τς ζως μας. Εναι οἱ ὧρες πο ασθανόμαστε τ μικρότητά μας κα τν δυναμία μας· τ ματαιότητα τοῦ κόσμου κα τ πεπερασμένο ατῆς τς ζως. Εναι οἱ ὧρες πο μαθαίνουμε ν ἐξαρτόμαστε ἀπὸ τν Θεό· μαθαίνουμε ν προσευχόμαστε κα ν ζητομε τ λεός του. Εναι οἱ ὧρες πο γεμίζουν τν ψυχή μας μ πολλς ρετές, μ ταπείνωση κα μετάνοια, μ πομον κι λπίδα. Εναι οἱ ὧρες τν δακρύων ατς πο καθαρίζουν τν ψυχή μας κα τν ἐξαγιάζουν. Εναι οἱ ὧρες πο ὁ Θες σιωπᾶ γι ν φανε ἡ πίστη μας καμπιστοσύνη μας στν γάπη κα τν προνοιά του. Δν πουσιάζει ὁ Θες ἀπὸ κοντά μας. λλ εναι ἀοράτως δίπλα μας κα προετοιμάζει τν νέλπιστη πάντηση πο θ μς δώσει. Μι πάντηση πο οὔτε κὰν τὴν φανταζόμαστε.
2. Η ΠΑΛΗ TΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Κάποια στιγμ πλησίασαν οἱ μαθητς τν Κύριο κα Τν παρακαλοσαν λέγοντας: Κύριε, κάνε της ατ ποὺ ζητ, γιὰ νὰ φύγει, διότι φωνάζει δυνατὰ ἀπὸ πίσω μας κα ἀπὸ τς φωνές της θ μαζευθεῖ πολς λαός. Ὁ Κύριος ὅμως ρνεται κα πάλι ν δώσει πάντηση στς κραυγς τς μάννας. Κα παντᾶ: Δν μ πέστειλε ὁ Πατέρας μου παρ γι τ χαμένα πρόβατα τοῦ σραηλιτικοῦ γένους.
Ἡ δυστυχισμένη μάννα ὅμως δν τ βάζει κάτω. Δν πομακρύνεται, ἀλλὰ πλησιάζει τώρα περισσότερο, πέφτει μ ελάβεια στ πόδια τοῦ Κυρίου κα λέει μ πόνο: Κύριε, βοήθα με στ δυστυχία μου!
Ὁ Κύριος ὅμως τς παντᾶ: Δν εναι σωστ ν πάρει κανεὶς τ ψωμ τν παιδιν, δηλαδ τν ουδαίων, κα ν τ ρίξει στ σκυλάκια, δηλαδ στος εδωλολάτρες. Κα ἡ γυναίκα πιμένει: Ναί, Κύριε· δέχομαι ὅτι εμαι σκυλάκι. Κα τ σκυλάκια ὅμως τρνε ἀπὸ τ ψίχουλα πο πέφτουν ἀπὸ τ τραπέζι τν κυρίων τους. Τότε ὁ Κύριος, ἀφοῦ φησε τόσην ὥρα τ γυναίκα ν πιμένει κα ν ζητ, κρινε ὅτι πλέον ρθε ἡ ὥρα ν τ δοξάσει. Γι᾿ ατ κα μ θαυμασμ τς λέει: Ὦ γυναίκα, πόσο μεγάλη εναι ἡ πίστη σου! ς γίνει ατ ποὺ ζητς. Κα δν τς χαρίζει ψιχουλάκια, ἀλλὰ τῆς δίνει τ πάντα. Τς δίνει τ λεός του κα θεραπεύει μέσως τν κόρη της.
Ατς λος ὁ διάλογος τς συντετριμμένης μάννας μ τν Κύριο εναι μία πάλη. Μι πάλη πο παναλαμβάνεται πολλς φορς στ ζω τν πιστν. Κα εναι ἡ μοναδικ πάλη στν ποία ὁ Θες ρέσκεται ν χάνει. Εναι ἡ πάλη τς προσευχς. Μις προσευχῆς πίμονης κα διαρκος, τν ποία μς μαθαίνει ατ ἡ τσακισμένη μάννα Χαναναία.
Μς μαθαίνει ν μν ποθαρρυνόμαστε στς ὧρες τς προσευχς. λλ ν πιμένουμε. Ν μν πογοητευόμαστε, ἀλλὰ ντίθετα ὅλο κα περισσότερο ν πλησιάζουμε τν Κύριο κα μ ελαβικ θάρρος κα παρρησία ν αξάνουμε τ θέρμη τῆς καρδις μας. Ν τρέχουμε πίσω του ὅπως κείνη, ν πέφτουμε στ πόδια του. Κα νμένουμε ἐκεῖ πεσμένοι στ γῆ, μέχρι ν λάβουμε ατ πο ζητμε. Κι ὅσο περισσότερο νομίζουμε ὅτι ὁ Κύριος διαφορε γιμς, τόσο περισσότερο μ ταπείνωση, νζητομε τ ψιχουλάκια τοῦ θείου λέους. Κα ὁ Κύριος θ μς δίνει χι ψιχουλάκια ἀλλὰ τ πάντα. Θ στεφανώνει τν πίστη μας κα τν πομονή μας. Θ παντᾶ στς δεήσεις μας, θ κάνει τ θαμα.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)