Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ οἶδεν, ὁ ὢν εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας, ὅτι οὐ ψεύδομαι. Ἐν Δαμασκῷ ὁ ἐθνάρχης ῾Αρέτα τοῦ βασιλέως ἐφρούρει τὴν πόλιν Δαμασκηνῶν πιάσαι με, καὶ διὰ θυρίδος ἐν σαργάνῃ ἐχαλάσθην διὰ τοῦ τείχους καὶ ἐξέφυγον τὰς χεῖρας αὐτοῦ. Καυχᾶσθαι δεῖ· οὐ συμφέρει μοι· ἐλεύσομαι δὲ εἰς ὀπτασίας καὶ ἀποκαλύψεις Κυρίου. Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων· εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καὶ οἶδα τὸν τοιοῦτον ἄνθρωπον· εἴτε ἐν σώματι εἴτε χωρὶς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεὸς οἶδεν· ὅτι ἡρπάγη εἰς τὸν παράδεισον καὶ ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι. Ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι, ὑπὲρ δὲ ἐμαυτοῦ οὐ καυχήσομαι εἰ μὴ ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου. Ἐὰν γὰρ θελήσω καυχήσασθαι, οὐκ ἔσομαι ἄφρων· ἀλήθειαν γὰρ ἐρῶ· φείδομαι δέ, μή τις εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει τι ἐξ ἐμοῦ. Καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι, ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος Σατᾶν, ἵνα με κολαφίζῃ, ἵνα μὴ ὑπεραίρωμαι. Ὑπὲρ τούτου τρὶς τὸν Κύριον παρεκάλεσα ἵνα ἀποστῇ ἀπ᾽ ἐμοῦ· καὶ εἴρηκέν μοι· ᾽Αρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται· ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾽ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.
                                  (Β΄ Κορ. ια΄[11] 31 – ιβ΄ [12] 9)

ΟΤΑΝ ΑΣΘΕΝΩ, ΤΟΤΕ ΕΙΜΑΙ ΔΥΝΑΤΟΣ!
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί»
ἀπόστολος Παῦλος μὲ ἐξομολογητικὴ διάθεση μᾶς λέγει ὅτι, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀξιώθηκε νὰ δεχθεῖ μεγάλες ἀποκαλύψεις ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ὀργώσει πνευματικὰ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, δὲν καυχιέται γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀλλὰ μόνο γιὰ τὶς ἀσθένειές του. Καὶ προσθέτει ὅτι, ἐπειδὴ δέχθηκε μεγάλες θεϊκὲς ἀποκαλύψεις, ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ δοθεῖ διαρκὴς ἀνίατος ἀρρώστια, γιὰ νὰ τὸν κτυπᾶ κατὰ πρόσωπο καὶ νὰ τὸν ταλαιπωρεῖ, γιὰ νὰ μὴν ὑπερηφανεύεται. Καὶ μάλιστα μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι τρεῖς φορὲς παρεκάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτό. Ἀλλὰ ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρις ποὺ σοῦ δίνω. Διότι ἠ δύναμή μου ἀποδεικνύεται τέλεια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατος. Ἂς δοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς γιατί ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες στὴ ζωὴ μας καὶ πῶς θὰ πρέπει νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε.
1. ΓΙΑΤΙ ΤΟΣΟΣ ΠΟΝΟΣ;
Τί ἦταν ὁ «σκόλοψ» τοῦ ἀποστόλου Παύλου; Ἴσως νὰ ἦταν χρόνια κεφαλαλγία ἢ ὀφθαλμαλγία, ὅπως ὑποθέτουν οἱ ἱεροὶ ἑρμηνευταί. Τὴν ὀνομάζει ὁ ἴδιος ἄγγελο τοῦ σατανᾶ, ἐπειδὴ πιστεύει ὅτι τὴν ἔστειλε ὁ διάβολος ὄχι γιὰ ἀγαθὸ σκοπό, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν ἀπογοητεύσει, νὰ τοῦ ἀνακόψει τὸν ζῆλο καὶ νὰ τὸν παρεμποδίσει στὸ ἔργο του. Ὅμως τὴν μάστιγα αὐτή, τὴν ἀσθένεια ποὺ βασάνιζε καθημερινὰ τὸν Ἀπόστολο, ὁ Θεὸς τὴν μετέτρεψε σὲ εὐεργεσία. Διότι ἀντὶ αὐτὴ νὰ τοῦ καταστεῖ ἐμπόδιο, ἀσφάλιζε τὸν Παῦλο στὸ ἔργο του, διότι τὸν προφύλαττε ἀπὸ τὸν κίνδυνο τῆς ἔπαρσης. Ἐπέτρεπε ὁ Θεὸς στὸν διάβολο νὰ τὸν πειράζει μὲ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ γιὰ νὰ μὴ κενοδοξεῖ. Γιὰ νὰ συναισθάνεται καθημερινὰ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος κι αὐτός, ὥστε νὰ χαλιναγωγεῖ τὸ φρόνημά του καὶ νὰ μὴ σκέπτεται ἀλαζονικὰ για τὸν ἑαυτό του.
Ὁ Θεὸς λοιπὸν συχνὰ ἀπὸ τὸ πικρὸ βγάζει γλυκύ, καὶ ἀπὸ τὸ κακὸ παράγει ἀγαθό. Ἐὰν ἐπιτρέπει σωματικὲς ἀσθένειες καὶ δοκιμασίες νὰ μᾶς ταλαιπωροῦν, τὸ κάνει αὐτὸ πάντοτε διότι μᾶς ἀγαπᾶ. Ἐὰν ὁ κίνδυνος τῆς ἔπαρσης κρεμόταν ἐπάνω στὸν Παῦλο, πόσο μάλλον σέ μᾶς; Ἐφόσον λοιπὸν ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ, φροντίζει νὰ μᾶς προφυλάττει ἀπὸ τὸν τρομερὸ αὐτὸ κίνδυνο, διότι, ἐὰν καταληφθοῦμε ἀπ᾿ αὐτόν, θὰ μᾶς ἀποξενώσει ὁλοκληρωτικὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Βεβαίως ὑπάρχουν καὶ ἄλλοι πολλοὶ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει ἀσθένειες στὴν ζωή μας. Ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς χαρίζει ὑπομονὴ καὶ ἀνεκτικότητα, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ πολλά μας πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, ἄλλοτε γιὰ νὰ μᾶς ἐξαγιάζει καὶ νὰ μᾶς πλουτίζει μὲ ἐμπειρίες τῆς ἀγάπης του. Τὸ βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι, ὅταν ἐπιτρέπει νὰ μᾶς ἐπισκέπτονται ἀσθένειες, τὸ κάμνει πάντοτε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὸ καλό μας.
2. ΓΕΝΝΑΙΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Βέβαια ὅσοι δοκιμαζόμαστε ἀπὸ διάφορες μεγάλες ἀσθένειες, κάποτε στὴν ὥρα τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψεως ἀπογοητευόμαστε, χάνουμε τὴν εἰρήνη μας καὶ τὴν ὑπομονή μας. Ὁ Κύριος ὅμως μᾶς ζητεῖ νὰ τὶς ἀντιμετωπίζουμε μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα. Ἐκεῖνες τὶς δύσκολες ὧρες νὰ θυμούμαστε ὅτι καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος δοκίμασε τοὺς μεγαλύτερους καὶ σκληρότερους πόνους, τοὺς πόνους τοῦ σταυρικοῦ μαρτυρίου καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Ἀλλὰ ἀπὸ τὸν ἐπώδυνο σταυρὸ τῆς καθηλώσεώς του ἐπήγασε ἡ λύτρωση καὶ σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου!
Ἂς καταφεύγουμε λοιπὸν κι ἐμεῖς στὸν ἐσταυρωμένο Κύριό μας καὶ ἂς Τοῦ ζητοῦμε νὰ ἔρχεται στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου μας νὰ μᾶς παρηγορεῖ, νὰ μᾶς θεραπεύει ἢ νὰ μᾶς δίνει δύναμη νὰ ὑπομένουμε τὴν δοκιμασία μας. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ σωτήριο φάρμακο γιὰ κάθε θλίψη, καὶ βάλσαμο θεραπευτικὸ γιὰ κάθε ἀσθένεια. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἴδιος στὸν κῆπο τῆς Γεσθημανῆ ζήτησε ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα του νὰ παρέλθει τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου ἀπὸ Αὐτόν. Ὅμως ὑπέταξε τὸ ἀνθρώπινο θέλημά του στὸ θεῖο, ἔχοντας τὴν ἀκλόνητη ἀπόφαση νὰ ὑπομείνει αὐτὸ ποὺ ὁ Θεὸς Πατὴρ ἤθελε. Νὰ παρακαλοῦμε λοιπὸν κι ἐμεῖς τὸν Θεὸ νὰ μᾶς ἀπαλλάττει ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὶς ἀρρώστιες καὶ τὶς δοκιμασίες, ποὺ μᾶς ἀναστατώνουν , νὰ ἔχουμε ὅμως πάντοτε καὶ τὴν πλήρη διάθεση νὰ γίνεται στὴν ζωή μας ὅ,τι θέλει ὁ Θεός.
Διότι ὁ Θεός, ἐνῶ ἀκούει πάντοτε τὶς προσευχές μας, δὲν κάνει πάντοτε δεκτὰ τὰ αἰτήματά μας, ὅπως δὲν ἔκανε δεκτὸ καὶ τὸ αἴτημα τοῦ Παύλου. Κάποτε ἀρνεῖται ἀπὸ ἀγάπη νὰ δώσει στὰ παιδιά του μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ Τοῦ ζητοῦν. Ἀλλά, ὅταν ἀρνεῖται ἀπὸ ἀγάπη νὰ μᾶς δώσει τὴν ὑγεία ἢ παρατείνει τὴν διάρκεια τῶν ἀσθενειῶν μας, ἐμεῖς θὰ πρέπει νὰ δείχνουμε σταθερὴ ὑπομονὴ καὶ ἐλπίδα. Νὰ ἔχουμε στὶς δύσκολες αὐτὲς ὧρες τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μᾶς δώσει καὶ ἄφθονη τὴν Χάρη του, γιὰ νὰ μᾶς ἐνισχύει καὶ νὰ μᾶς παρηγορεῖ στὴν δοκιμασία καὶ τὴν θλίψη μας.
Ἀδελφοί, πόσο θερμὲς γίνονται οἱ προσευχές μας σὲ καιροὺς θλίψεως, σὲ ὧρες ποὺ εἴμαστε καθηλωμένοι ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὶς δοκιμασίες μας! Αὐτὲς τὶς προσευχές μας νὰ τὶς θυμώμαστε καὶ στὶς στιγμὲς τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ὑγείας, καὶ μὲ τήν ἴδια δύναμη νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴν προστασία του.            
   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.                                    
 (Λουκ. ιϚ΄ [16] 19 – 31)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε λευ­κὸ χι­τώ­να πο­λυ­τε­λῆ ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰ­γυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό­ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.


Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2016

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΣΤΟ ΝΙΚΑΝΔΡΟ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΣΤΟΝ ΝΙΚΑΝΔΡΟ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ


Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦμε γιὰ αἰφνίδιο θάνατο ταρασσόμαστε καὶ προβληματιζόμαστε γιὰ τὸ αἰφνίδιο τοῦ θανάτου καὶ φιλοσοφοῦμε λέγοντας διάφορα καὶ ψάχνοντας νὰ βροῦμε ἂν αὐτὸ εἶναι εὐλογία ἢ κατάρα, ἢ ἂν πρέπει νὰ τὸν ἐπιθυμοῦμε ἢ νὰ τὸν ἀπευχόμαστε. Βέβαια, ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται στὴν παράκληση: «Ἔτι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν ἐκκλησίαν ταύτην, καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν ἀπὸ λοιμοῦ, λιμοῦ, ... καὶ αἰφνιδίου θανάτου ...». Θεωρεῖται ὁ αἰφνίδιος θάνατος σὰν κάτι κακὸ ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ξαφνικὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνέτοιμος για τὸ ταξίδι αὐτό. Ἡ Π. Διαθήκη ὅμως, στὸ Βιβλίο τῆς Σοφίας Σολομῶντος (Κεφ. δ΄[4] στίχ. 7)  κάνει εἰδικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὸν δίκαιο ἄνθρωπο. Λέει λοιπόν:  «Δίκαιος δὲ ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται» δηλ. Ὁ δίκαιος ὅμως, καὶ ἂν ἀκόμη, συμβεῖ νὰ ἀποθάνει πρόωρα, θὰ εἰσέλθει στὴν αἰώνια ἀνάπαυση. Γιὰ νὰ συμπληρώσει στὸν στίχο 10 «Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη· καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη.» Ὁ δίκαιος, ἐπειδὴ ἔγινε εὐάρεστος στὸν Θεό, ἀγαπήθηκε ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐνῶ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἁμαρτωλῶν, χωρὶς νὰ παρασυρθεῖ στὴν ἁμαρτία, μετατέθηκε στὴν ἄλλη ζωή.
Ὅλα αὐτά, φέρνουν ἐνώπιό μας τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, τοῦ μόνου γεγονότος μπροστὰ στὸ ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν ἄσχετα μὲ τὸ θρήσκευμα ἤ τὴν μόρφωση ποὺ ἔχουν, τίθενται μπροστὰ σὲ ἐρωτήματα ποὺ τοὺς τρῶν᾿ τὰ σωθικά: ποιὰ ἡ προέλευσή τοῦ θανάτου, ποιὰ ἡ φύση του, τί ὑπάρχει μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ χίλια δύο ἄλλα ποὺ πραγματικὰ ἀναστατώνουν τὸν κάθε ἄνθρωπο. Οἱ Χριστιανοί, ψάχνοντας νὰ βροῦμε ἀπαντήσεις σὲ ὅλα ὅσα μᾶς ἀπασχολοῦν δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ ἀνατρέξουμε στὸ Βιβλίο τῆς ζωῆς, στὴν Ἁγία μας Γραφή, για νὰ δοῦμε τί λέει.
Νὰ ποῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴ δυνατότητα τῆς ἀθανασίας γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἴδιος θὰ ἀποφάσιζε. Ἡ ὑπακοὴ στὴν Ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ θὰ ἐσήμαινε: ναὶ θέλουμε νὰ μείνουμε ἀθάνατοι. Ἡ παρακοή: θέλουμε νὰ πεθάνουμε. Ἀτυχῶς, για ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος οἱ Προπάτορές μας, ἔκαμαν τὴ λανθασμένη ἐπιλογὴ ἐπιλέγοντας τὸν θάνατο, ὁ ὁποῖος ἔκανε εἰσβολὴ ἀπο τότε  στὸν κόσμο μας ὡς τιμωρία καὶ ταυτόχρονα καὶ ὡς εὐλογία, ἀφοῦ ὁ θάνατος ἐδόθηκε, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται». Ἀπὸ φιλανθρωπία, ἔλεγε ἡ εὐχὴ τοῦ Ἀρχιερέως ποὺ ἀκούσαμε πρὸ ὀλίγου, διέταξες (Κύριε), νὰ διαλύεται ἡ κράση καὶ ἡ μίξη αὐτὴ καὶ νὰ κόβεται ὁ ἄρρηκτος δεσμὸς σώματος καὶ ψυχῆς, ὥστε ἡ ψυχὴ νὰ πηγαίνει ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου προῆλθε μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀνάστασης (τῶν σωμάτων), τὸ δὲ σῶμα νὰ διαλύεται εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη, ἀπ᾿ ὅπου δημιουργήθηκε (χώμα).
Ὁ μεταπτωτικὸς ἄνθρωπος ζοῦσε μέσα στὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου. Ὁ Ἅδης, ἦταν ὁ τόπος ὅπου κατέληγε μετὰ τὸν θάνατό του. Καμιὰ παρηγοριὰ ἢ ἐλπίδα δὲν ὑπῆρχε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μέχρι τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅπως δὲ ὁ ἴδιος διακήρυξε, «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῦ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀποληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.» (Ἰωάν. γ΄[3] 16). Λέει ὁ Ἑρμηνευτὴς Τρεμπέλας: «τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμον τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦσε στὴν ἁμαρτία, ὥστε παρέδωσε σὲ θάνατο τὸν μονάκριβο Υἱό του, γιὰ νὰ μὴ χαθεῖ σὲ αἰώνιο θάνατο κάθε ἀνθρωπος ποὺ πιστεύει σ᾿ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια». Ὀ ἐνανθρωπήσας Θεὸς ἑκουσίως πεθαίνει, κατεβαίνει στὸν Ἄδη για νὰ λαφυραγωγήσει τὸν Ἅδη. Νὰ τοῦ ξεκλέψει τοὺς ἀπ᾿ αἰῶνος δεσμίους. Νὰ τὸν ξεδοντιάσει καὶ νὰ δώσει τὴν δυνατότητα στὸν πεσόντα ἄνθρωπο νὰ ἔχει ζωὴν αἰώνιο. Δηλαδὴ ποὺ νὰ μὴ τελειώνει ποτέ. Τὸ διακήρυξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας στὴν Μάρθα, τὴν ἀδελφὴ τοῦ Λαζάρου: «Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται· καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οῦ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα.» Σύμφωνα μὲ τὴν Ἑρμηνεία:  Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ἀκόμη κι ἂν πεθάνει σωματικῶς, ὅπως πέθανε ὀ ἀδελφός σου, θὰ ζήσει. Διότι ἐκτὸς ἀπὸ τὴν οὐράνια καὶ πνευματικὴ ζωή, τὴν ὁποία ἀπὸ τώρα θὰ μεταδώσω στὴν ψυχή του, ἀργότερα θὰ τὸν ἀναστήσω καὶ σωματικῶς. Καὶ κάθε ἀνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη πεθάνει, ἀλλὰ ζεῖ ἐδῶ στὴ γῆ, ἐφόσον πιστεύει σὲ μένα, θὰ ἀντιμετωπίσει γεμάτος ἀφοβία τὸν πρόσκαιρο θάνατο, τὸν ὁποῖο τρέμουν καὶ φοβοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ μένα. Κι ἐπειδὴ θὰ μένει πάντοτε ἑνωμένος μὲ μένα, δὲν θὰ ὑποστεῖ ποτὲ τὸν πνευματικὸ θάνατο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ πραγματικὸς καὶ ἀνεπανόρθωτος θάνατος.
Ὁ ἀδελφός μας Νίκανδρος, ὁ πολὺ γνωστὸς σὲ ὅσους αὐτὴ τὴν ὥρα βρισκόμαστε στὸν Ἱερὸ τοῦτο Ναὸ για νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουμε καὶ νὰ τὸν προπέμψουμε στὸ αἰώνιό του ταξίδι, ἔζησε σ’ αὐτὴ τὴν ζωὴ 67 χρόνια. Για τὰ δεδομένα τῆς ζωῆς σήμερα, δὲν εἶχε κἂν φτάσει στὸ γῆρας. Ἦταν πολὺ γνωστὸς στὸ Παφιακὸ κοινό, γιατί ζοῦσε ἀναμεσά μας, κυκλοφοροῦσε μὲ τὸ μηχανάκι του συνήθως, μὲ τὸ χαμόγελό του καὶ τὴν καλωσύνη του, ἀλλὰ καὶ τὸ εὐέξαπτό του ποῦ φαίνεται ὅτι ὀφειλόταν στὰ προβλήματα ὑγείας ποὺ ἀντιμετώπιζε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ στὰ πολλὰ φάρματα ποὺ ὡς συνέπεια ἔπαιρνε.
Στοὺς κύκλους τῆς ἐκκλησίας ἦτο ἰδιαίτερα γνωστὸς ὡς ψάλτης σὲ διάφορους Ἱεροὺς Ναοὺς καὶ τὰ τελευταῖα 25 χρόνια σ᾿ αὐτὴν ἐδῶ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου πραγματικὰ κοσμοῦσε τὸ ψαλτήρι της. Ἦταν ὅμως καὶ ὁ Χριστιανὸς ποὺ ἀγωνιζόταν νὰ βιώνει τὸν Χριστιανισμὸ στὴν σωστή του ἔκδοση. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔγινε μέλος τοῦ κύκλου Μελέτης Ἁγίας Γραφῆς στὴν ἐνορία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀπὸ πάρα πολλὰ χρόνια, στὸν ὁποῖο φοιτοῦσε ἀνελλιπῶς, θὰ ἔλεγα. Κάθε Τρίτη βράδυ μὲ τὸ μηχανάκι του, συνήθως, ἐρχόταν στὴν Αἴθουσα ὅπου γινόταν ὁ Κύκλος μας. Ἔφερνε πάντοτε μαζί του τὴν δική του Καινὴ Διαθήκη μὲ Ἑρμηνεία τοῦ Π. Ν. Τρεμπέλα μὲ ἀπόδοση στὴν Δημοτική, γεγονὸς ποὺ σημαίνει ὅτι τὴν μελετοῦσε καὶ στὸ σπίτι. Σὲ κάθε συνάντηση συμμετεῖχε ἐνεργά. Πάντοτε ἔλεγε τὴν ἄποψή του εὐθαρσῶς, ἔστω καὶ ἂν καμιὰ φορὰ μποροῦσε νὰ ἔρθει σὲ ρήξη (ἐν ἀγάπῃ) μὲ κάποιον ἀδερφό. Ποτέ του δὲν κρατοῦσε κακία καὶ ταπεινὰ πάντοτε ἀποκαθιστοῦσε τὴν ὅποια παρεξήγηση μποροῦσε νὰ συμβεῖ. Ὅταν πηγαίναμε κάποτε ἕνα διήμερο στὴν Κατασκήνωση τὸ Καλοκαίρι, ἢ ἕνα βράδυ στὸ Σταυροβούνι ὁ Νίκανδρος ἦταν ἀνελλιπῶς παρών. Εἶχε ὁ Νίκανδρος καὶ μυστηριακὴ ζωή. Πολὺ συχνὰ μπορεῖ καὶ κάθε μήνα ἐξομολογεῖτο συνειδητά. Ἔβλεπες τὸν ἀνθρωπο ποὺ ἀγωνιζόταν· ποὺ εἶχε πτώσεις ἀλλὰ σηκωνόταν καὶ ξανὰ προσπαθοῦσε. Ποὺ ἐνδιαφερόταν για τὴν σωτηρία του, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων τοῦ περιβάλλοντός του. Πολὺ στονοχωριόταν ὅταν κάποιο ἀπὸ τὰ προσωπα ποὺ ἀγαποῦσε για κάποιο λόγο ἦταν ψυχραμένος μαζί του. Προσευχόταν, ἀλλὰ καὶ προσπαθοῦσε ταπεινὰ νὰ λύει τὴν ὅποια διαφορά.
Τελευταῖα φορὰ ποὺ εἴχαμε μαζί μας τὸν Νίκανδρο ἦταν τὴν Τρίτη ποὺ μᾶς πέρασε. Ζωηρὸς ἐκφράζοντας τὶς ἀποψεις του συμμετεῖχε ἐνεργὰ καὶ τὴν τελευταία αὐτὴ φορά. Αὐτὸς ἔκανε τὴν προσευχὴ στὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς συνάντησής μας, ἀλλὰ καὶ εἶπε τὶς ἀποψεις του μεστὲς καὶ ὤριμες καὶ πολὺ οἰκοδομητικές. Ἀδελφός, μέλος τοῦ κύκλου, γιατρός, ποὺ πληροφορήθηκε τὰ τῆς ἐξόδου του μὲ πῆρε τηλέφωνο νὰ  μοῦ πεῖ πόσο τὸν ἐκτιμοῦσε καὶ πόσο τοῦ ἄρεσαν οἱ σκέψεις ποὺ μᾶς εἶπε αὐτὴ τὴν τελευταία φορά. Ἄλλος δὲ ἀδελφός μοῦ ἔστειλε μήνυμα Τετάρτη βράδυ μόλις τὸ πληροφορήθηκε κι αὐτός, ποὺ ἔλεγε τὰ ἑξῆς: AIΩNIA TOY H MNHMH. KAI NA ΦANTAΣTEITE OTI ΨEΣ ΣTON  KYKΛO MOY  EΛEΓE OTI OTAN ΠEΘANEI NA TOY ΓPAΨΩ ΣTO MNHMA: O ΠIΣTEYΩN EIΣ EME KAN AΠOΘANEI ZHΣETAI.
Ἀκόμα νὰ ποῦμε ὅτι σ᾿ αὐτὴ τὴ συνάντησή μας μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ κλείσω ραντεβοῦ για ἐξομολόγηση καὶ συμφωνήσαμε γιὰ σήμερα, Παρασκευή, στὶς 12 τὸ μεσημέρι. Ὅμως ὁ Κύριος τῆς Ζωῆς καὶ τοῦ Θανάτου ἔκρινε πῶς αὐτὴ τὴν ὥρα ὁ δοῦλός Του Νίκανδρος ἐπρεπε νὰ παραστεῖ τῷ φοβερῷ βήματί Του. Ἔκρινε ὅτι ἦταν ἕτοιμος γιὰ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή. Πρὶν 10-12 χρόνια ὁ Θεὸς τὸν προειδοποίησε, τὸν κάλεσε, ἀλλὰ δὲν τὸν πῆρε. Τοῦ θύμισε ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, δηλαδὴ θνητὸς καὶ ὅτι κάποια μέρα θὰ ἐρχόταν ἡ κλήση καὶ θὰ ἦταν τελεσίδικη. Αὐτὸ τὸ κατάλαβε· γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔκανε τὸν ἀγῶνα του. Τὸ αἰφνίδιο τοῦ θανάτου του δὲν εἶναι κάτι κακό, γιατί ὀ Νίκανδρος αὐτὸ τὸ ζοῦσε, μποροῦμε νᾶ ποῦμε, καθημερινά. Εἶναι τυχαῖο αὐτὸ ποὺ εἶπε στὸν φίλο του τὴν Τρίτη βράδυ; Ἡ ἐπιθυμία του, δηλαδή, τί νὰ γραφεῖ στὴν ταφόπετρά του. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐκφρασθεῖσα ἐπιθυμία του για ἐξομολόγηση ποὺ δείχνει τὴν διάθεση τῆς ψυχῆς μετράει για τὸν Θεό.
Σίγουρα ἀφήνει ὁ Νίκανδρος πίσω τὴν οἰκογένειά του. Αὐτὴν ἀπὸ τώρα τὴν ἀναλαμβάνει ὑπὸ τὴν προστασία του ὁ Ἅγιος Θεός. Καὶ τὴν σύζυγο ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογένειάς του θὰ τὰ φροντίσει ὁ Οὐράνιος Πατέρας μας. Ἀλλὰ καὶ ὁ Νίκανδρος ἐκεῖ στὸν οὐρανὸ ποὺ θὰ βρίσκεται ἡ ψυχή του θὰ δέεται στὸν Κύριο γιὰ νὰ φροντίζει καὶ νὰ γνοιάζεται τοῦ καθενὸς τὰ θέματα, τὶς χαρὲς καὶ τὶς θλίψεις. Καὶ σίγουρα μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Παναγάθου Κυρίου μας τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας πολλὴ θὰ ἔχουν τὴν πρόοδο σὲ ὅλα.
Ἡ πληροφορία τῆς ψυχῆς μας εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός μας Νίκανδρος μετέβη ὄντως ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωή. Καὶ ἐφόσον αὐτὸς πίστευε στὸν Χριστὸν «κἂν ἀπέθανε ζήσεται».
ΑΙΩΝΙΑ ΣΟΥ Η ΜΝΗΜΗ ΝΙΚΑΝΔΡΕ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ.

Πρωτοπρεσβύτερος Ἀνδρέας Πετρίδης 


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ)
 (23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016)

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
                                         (Γαλ.  α΄[1] 11-19)      

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ οὐκ ἔστι
κατὰ ἄνθρωπον... ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»
α. Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται στὴ βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου ὅτι τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου ποὺ κήρυξε στοὺς Γαλάτες δὲν τὸ ἄκουσε καὶ δὲν τὸ παρέλαβε ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρὸς ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τὴν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδῆ ἀπὸ ζηλωτὴς τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ διώκτης γι᾿ αὐτὸ τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καὶ ἔγινε ὀ ἴδιος ἔνθερμος πιστὸς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπόστολός Του στὰ ἔθνη, κάτι ποὺ σφραγίστηκε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία του καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἰδίως τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, πρῶτο Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων.
β. 1. Τὸ Εὐαγγέλιο βεβαίως γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ ὡς ἀνθρώπου στὸν κόσμο.  Ἡ γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τὴν πιὸ χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο. Ὅ,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς πρωτοπλάστους μετὰ τὴν πτώση τους στὴν ἁμαρτία μὲ τὸ λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θὰ ἔλθει κάποια ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ φιδιοῦ - διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπὸ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.  Ὁ ἐμφανισθεὶς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στοὺς ἔκθαμβους ἁπλοὺς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτὸ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ:  «ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ». Τὸ εὐαγγέλιο ἔκτοτε ποὺ κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ Ἐκκλησία, κατ᾿ ἐντολὴν πιὰ τοῦ Χριστοῦ,  ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομὸς Ἐκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ Ὁποῖος ἔσωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο, τὸν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τὴν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.
2.  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λοιπὸν στοιχεῖ στὴν παράδοση αὐτὴ τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καὶ ἀποστόλων: κηρύσσει τὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ Ἴδιου. Τὸ ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει καὶ στὶς ἐνστάσεις ὁρισμένων  «ψευδαδέλφων», οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τὸν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἀπόλυτος: δὲν ἔχει μικρότερη σημασία τὸ κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Τὸν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στὴ ζωή του – τότε ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε στὴν πορεία του πρὸς τὴ Δαμασκὸ καὶ τὸν κάλεσε νὰ γίνει μαθητὴς καὶ ἀποστολός Του. Ἡ αὐτοσυνειδησία του λοιπὸν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη.  Ἡ ἴδια ἡ μεταστροφή του καὶ οἱ θλίψεις καὶ δοκιμασίες ποὺ τὴ συνόδευσαν ἀποτελοῦν τὴν ἐγγύηση γι᾿ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιὰ ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θὰ πεῖ τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο: κι ἂν ἄγγελος κατέβη καὶ σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐγὼ σᾶς κηρύσσω, νὰ εἶναι ἀνάθεμα.
Ἔτσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστὸ στοὺς Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ  ἴδιου ποὺ τοὺς κηρύσσει τὸ εὐαγγέλιο ἔρχονται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.  Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν κάλεσε  καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ τοὺς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δὲν πρέπει συνεπῶς νὰ νιώθουν μειονεκτικὰ γιατί τάχα δὲν εἶναι ἀποστολικὴ ἡ θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας τους.
3. Παρ᾿ ὅλα αὐτά!  Ὁ ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅμως θέλει καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στὴν Ἀραβία, ἐπανέρχεται στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἀνέβη ὅμως στὴ συνέχεια στὰ  Ἱεροσόλυμα, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο. Κι ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τὸ τί τοῦ συνέβη καὶ πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετὰ κι ἀπὸ ἄλλο διάστημα, κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καὶ πάλι στὰ  Ἱεροσόλυμα, ὅπως θὰ πεῖ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιὰ νὰ παρουσιάσει στοὺς ἐκεῖ χριστιανοὺς τὸ κήρυγμά του «μήπως εἰς κενὸν τρέχει ἢ ἔδραμε».  Ἁπλῶς ὅμως καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ σφραγίζεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: «ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιᾶς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας». Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δὲν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσαν καὶ τὸ δεξί τους χέρι σὲ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καὶ ὁμόνοιας.
Κι εἶναι νὰ θαυμάζει κανεὶς τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ὅπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία, γεγονὸς ποὺ προσδίδει στὴ θεοπτία του ἀπόλυτο καὶ ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματικὴ ἐμπειρία γιὰ νὰ εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νὰ σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παραδοχή.
4. Τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατὰ τὴν ὁποία γνώρισε τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ προσωπικὰ καὶ ἄμεσα, καλούμαστε νὰ ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς.  Ἡ πίστη μας ἔχει ἐμπειρικὸ καὶ ὄχι νοησιαρχικὸ χαρακτήρα, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς μας φανερώνεται σὲ ὅλους, ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε γνήσια καὶ ἀληθινά. «Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος – ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Καθένας ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δὲν περιμένει κανεὶς τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτὸ εἶναι μία ἑξαιρετικὴ εὐλογία χάρης ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ – ἀλλὰ στὸν καθένα δωρίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδὴ κατὰ τὸ μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τὸ εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ γίνεται τραγούδι ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτὴ ἡ δωρεὰ τοῦ εὐαγγελίου στὴ ζωὴ μας συνιστᾶ καὶ ἀνάθεση ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποιας διακονίας. Τὴν ὥρα δηλαδὴ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς χαριτώνει καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται, τὴν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σὲ τροχιὰ διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιὰ νὰ ἐπαναπαυτεῖ σὲ μᾶς ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καὶ ἀγάπῃ στὸν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιὰ νὰ μοιραστεῖ. Καὶ μοιραζόμενη πλουτίζει καὶ αὐξάνει.
γ. Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἴδιο, ὅπως σὲ ἄλλο ἐπίπεδο κλήθηκε δι᾿ ἀποκαλύψεώς Του καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀντιστοίχως. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρὼν νὰ φανερωθεῖ σὲ καθέναν ποὺ ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἔκανε στὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸ ἔκανε σὲ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τὸ κάνει καὶ θὰ τὸ κάνει πάντοτε καὶ στὴ δική μας ἐποχή. Τὸ ζητούμενο γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ δική Του προσφερόμενη χάρη, ἀλλὰ ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλὲς φορὲς καλὴ προαίρεση.
(ΠΗΓΗ: http://pgdorbas.blogspot.com.cy/2013/12/blog-post_2932.html

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐ­τόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.                                            
 (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁποῖος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔτε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλλά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶδε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλλά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐκεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁποῖος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀφοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸ γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁποῖον εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρηνῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐξέτρεφαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ διεκήρυττε σ' ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.