Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ)
 (23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2016)

 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
                                         (Γαλ.  α΄[1] 11-19)      

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ οὐκ ἔστι
κατὰ ἄνθρωπον... ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ»
α. Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται στὴ βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου ὅτι τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου ποὺ κήρυξε στοὺς Γαλάτες δὲν τὸ ἄκουσε καὶ δὲν τὸ παρέλαβε ἀπὸ ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρὸς ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τὴν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδῆ ἀπὸ ζηλωτὴς τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καὶ διώκτης γι᾿ αὐτὸ τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καὶ ἔγινε ὀ ἴδιος ἔνθερμος πιστὸς τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπόστολός Του στὰ ἔθνη, κάτι ποὺ σφραγίστηκε ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία του καὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους μαθητὲς τοῦ Κυρίου, ἰδίως τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο τὸν Ἀδελφόθεο, πρῶτο Ἐπίσκοπο Ἱεροσολύμων.
β. 1. Τὸ Εὐαγγέλιο βεβαίως γιὰ τὸ ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, τὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ δηλαδὴ ὡς ἀνθρώπου στὸν κόσμο.  Ἡ γέννησή Του ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τὴν πιὸ χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ εὐαγγέλιο. Ὅ,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπὸ τὸν Θεὸ στοὺς πρωτοπλάστους μετὰ τὴν πτώση τους στὴν ἁμαρτία μὲ τὸ λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θὰ ἔλθει κάποια ἐποχὴ ποὺ ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ φιδιοῦ - διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπὸ τοὺς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στὸ ταπεινὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ.  Ὁ ἐμφανισθεὶς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στοὺς ἔκθαμβους ἁπλοὺς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτὸ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ:  «ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ». Τὸ εὐαγγέλιο ἔκτοτε ποὺ κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ Ἐκκλησία, κατ᾿ ἐντολὴν πιὰ τοῦ Χριστοῦ,  ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομὸς Ἐκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ Ὁποῖος ἔσωσε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, τὸν θάνατο, τὸν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τὴν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.
2.  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λοιπὸν στοιχεῖ στὴν παράδοση αὐτὴ τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καὶ ἀποστόλων: κηρύσσει τὸν Χριστὸ καὶ τὸ εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ Ἴδιου. Τὸ ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νὰ ἀπαντήσει καὶ στὶς ἐνστάσεις ὁρισμένων  «ψευδαδέλφων», οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τὸν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾿ αὐτὸ ἀπόλυτος: δὲν ἔχει μικρότερη σημασία τὸ κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Τὸν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστικὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στὴ ζωή του – τότε ποὺ τοῦ ἐμφανίστηκε στὴν πορεία του πρὸς τὴ Δαμασκὸ καὶ τὸν κάλεσε νὰ γίνει μαθητὴς καὶ ἀποστολός Του. Ἡ αὐτοσυνειδησία του λοιπὸν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη.  Ἡ ἴδια ἡ μεταστροφή του καὶ οἱ θλίψεις καὶ δοκιμασίες ποὺ τὴ συνόδευσαν ἀποτελοῦν τὴν ἐγγύηση γι᾿ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιὰ ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θὰ πεῖ τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο λόγο: κι ἂν ἄγγελος κατέβη καὶ σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐγὼ σᾶς κηρύσσω, νὰ εἶναι ἀνάθεμα.
Ἔτσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστὸ στοὺς Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ  ἴδιου ποὺ τοὺς κηρύσσει τὸ εὐαγγέλιο ἔρχονται σὲ ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.  Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸν κάλεσε  καὶ τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ τοὺς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δὲν πρέπει συνεπῶς νὰ νιώθουν μειονεκτικὰ γιατί τάχα δὲν εἶναι ἀποστολικὴ ἡ θεμελίωση τῆς Ἐκκλησίας τους.
3. Παρ᾿ ὅλα αὐτά!  Ὁ ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νὰ ἔχει τὴν ἐσωτερικὴ βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπὸ τὸν Χριστό, ὅμως θέλει καὶ τὴν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετὰ ἀπὸ ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στὴν Ἀραβία, ἐπανέρχεται στὴ Δαμασκὸ γιὰ νὰ ἀνέβη ὅμως στὴ συνέχεια στὰ  Ἱεροσόλυμα, προκειμένου νὰ συναντήσει τὸν ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο. Κι ἐπὶ δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τὸ τί τοῦ συνέβη καὶ πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετὰ κι ἀπὸ ἄλλο διάστημα, κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καὶ πάλι στὰ  Ἱεροσόλυμα, ὅπως θὰ πεῖ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιὰ νὰ παρουσιάσει στοὺς ἐκεῖ χριστιανοὺς τὸ κήρυγμά του «μήπως εἰς κενὸν τρέχει ἢ ἔδραμε».  Ἁπλῶς ὅμως καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ σφραγίζεται γιὰ μία ἀκόμη φορὰ ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: «ἐμοὶ γὰρ οἱ δοκοῦντες οὐδὲν προσανέθεντο, ἀλλὰ τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθὼς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καὶ γνόντες τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν μοι, Ἰάκωβος καὶ Κηφᾶς καὶ Ἰωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιᾶς ἔδωκαν ἐμοὶ καὶ Βαρνάβᾳ κοινωνίας». Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δὲν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσαν καὶ τὸ δεξί τους χέρι σὲ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καὶ ὁμόνοιας.
Κι εἶναι νὰ θαυμάζει κανεὶς τὸ ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καὶ τὴν ταπείνωσή του. Ὅπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία, γεγονὸς ποὺ προσδίδει στὴ θεοπτία του ἀπόλυτο καὶ ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματικὴ ἐμπειρία γιὰ νὰ εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νὰ σφραγίζεται ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παραδοχή.
4. Τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατὰ τὴν ὁποία γνώρισε τὸν Θεὸ ἐν Χριστῷ προσωπικὰ καὶ ἄμεσα, καλούμαστε νὰ ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς.  Ἡ πίστη μας ἔχει ἐμπειρικὸ καὶ ὄχι νοησιαρχικὸ χαρακτήρα, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς μας φανερώνεται σὲ ὅλους, ἀρκεῖ νὰ Τὸν ἀναζητοῦμε γνήσια καὶ ἀληθινά. «Πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος – ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Καθένας ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ἀλήθεια ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δὲν περιμένει κανεὶς τὴν ἔνταση καὶ τὸ βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτὸ εἶναι μία ἑξαιρετικὴ εὐλογία χάρης ποὺ ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπὸ τὸν Θεὸ – ἀλλὰ στὸν καθένα δωρίζεται ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδὴ κατὰ τὸ μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τὸ εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδὴ γίνεται τραγούδι ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νὰ ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτὴ ἡ δωρεὰ τοῦ εὐαγγελίου στὴ ζωὴ μας συνιστᾶ καὶ ἀνάθεση ἀπὸ τὸν Θεὸ κάποιας διακονίας. Τὴν ὥρα δηλαδὴ ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς χαριτώνει καὶ μᾶς ἀποκαλύπτεται, τὴν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σὲ τροχιὰ διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Παῦλο: «ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...». Μὲ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιὰ νὰ ἐπαναπαυτεῖ σὲ μᾶς ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καὶ ἀγάπῃ στὸν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιὰ νὰ μοιραστεῖ. Καὶ μοιραζόμενη πλουτίζει καὶ αὐξάνει.
γ. Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Ἴδιο, ὅπως σὲ ἄλλο ἐπίπεδο κλήθηκε δι᾿ ἀποκαλύψεώς Του καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀντιστοίχως. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρὼν νὰ φανερωθεῖ σὲ καθέναν ποὺ ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τὸ ἔκανε στὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸ ἔκανε σὲ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τὸ κάνει καὶ θὰ τὸ κάνει πάντοτε καὶ στὴ δική μας ἐποχή. Τὸ ζητούμενο γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ δική Του προσφερόμενη χάρη, ἀλλὰ ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλὲς φορὲς καλὴ προαίρεση.
(ΠΗΓΗ: http://pgdorbas.blogspot.com.cy/2013/12/blog-post_2932.html

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐ­τόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.                                            
 (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁποῖος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔτε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλλά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶδε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλλά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐκεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁποῖος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀφοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸ γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁποῖον εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρηνῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐξέτρεφαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ διεκήρυττε σ' ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου