Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΦΕ­ΒΡΟΥ­Α­ΡΙ­ΟΥ 2019



Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΠ.ΠΑΥ­ΛΟΥ και ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ

     Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ ΦΕ­ΒΡΟΥ­Α­ΡΙ­ΟΥ 2019


1 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Προ­ε­όρ­τια τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς τοῦ Κυρ. Ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, Τρύ­φω­νος μάρ­τυ­ρος
2 ΣΑΒΒΑΤΟΝ  Η Υ­ΠΑ­ΠΑΝ­ΤΗ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙ­ΟΥ Η­ΜΩΝ ΙΗ­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ
3 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΙϚ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. Με­τὰ τὴν ἑ­ορ­τήν. Ἀ­πό­στ. (Β΄ Κορ. Ϛ΄[6] 1 - 10),Εὐ­αγγ. (Ματθ. κ­ε ΄[25]  14 - 30)
Συ­με­ὼν τοῦ Θε­ο­δό­χου, Ἄν­νης τῆς προ­φή­τι­δος
6 ΤΕΤΑΡΤΗ Μεγάλου Φω­τί­ου Πα­τρ. Κων­/πό­λε­ως
8 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Θε­ο­δώ­ρου Με­γα­λομάρτυρος τοῦ Στρα­τη­λά­του, Μα­κα­ρί­ου Ἐ­πι­σκόπου­ Πά­φου
10 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΙΖ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ(Χα­να­ναί­ας). Ἀ­πό­στ. (Α΄ Τιμ.β΄[2] 1 – 10), Εὐ­αγγ. (Ματθ. ι­ε΄[15]  21 - 28).
Χα­ρα­λάμ­πους Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Ζή­νω­νος ὁσίου τοῦ Τα­χυ­δρό­μου
11 ΔΕΥΤΕΡΑ Βλα­σί­ου ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Θε­ο­δώ­ρας βα­σι­λίσ­σης
17 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΙϚ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΕΛΩΝΟΥ  ΚΑΙ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ. ΕΝΑΡΞΙΣ ΤΡΙΩΔΙΟΥ. Ἀ­πό­στ. (Β΄ Τιμ.γ΄[3] 10 – 15), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ιη΄[18]  10 - 14).
Θε­ο­δώ­ρου με­γα­λο­μάρ­τυ­ρος τ­οῦ Τή­ρω­νος, Μα­ριά­μνης ἰ­σα­πο­στό­λου, Μαρ­κια­νοῦ κ­αί Πουλ­χε­ρί­ας τῶν εὐ­σε­βῶν βα­σι­λέ­ων, Αὐ­ξι­βί­ου ἐ­πι­σκό­που Σό­λων
Κα­τὰ τὴν πα­ροῦ­σαν ἑ­βδο­μά­δα γί­νε­ται κα­τά­λυ­σις εἰς πάν­τα.
24 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ ΙΖ΄ ΛΟΥ­ΚΑ (ΤΟΥ Α­ΣΩ­ΤΟΥ). Ἀ­πό­στ. (Β΄ Κορ. δ΄[4] 6 – 15), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ι­ε΄[15]  11 - 32).
Α΄ καί Β΄ εὕ­ρε­σις τῆς  τι­μί­ας κά­ρας τοῦ Τι­μί­ου Ἐν­δό­ξου Προ­φή­του Προ­δρό­μου καί Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου

Ω­ΡΑ­ΡΙ­Ο
Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ: 4.30 Μ.Μ.
ΟΡ­ΘΡΟΣ: 6.30 Π.Μ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ. (ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)
(ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)
Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.                                                         
              (Ἑβρ. ζ΄[7] 26-28, η΄[8]1-2)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, τέτοιος καὶ μὲ τέτοια προσόντα ἀρχιερεὺς μᾶς χρειαζόταν: εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπό κακία καὶ πονηρία, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπό τούς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνέγγιχτος ἀπό τὴν ἁμαρτία. Κι ὅσο ζοῦσε στή γῆ, ἦταν τελείως χωρισμένος κι ἀνέγγιχτος ἀπό τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἦταν ἀπόλυτα ἀναμάρτητος· ἐπιπλέον ὅμως τώρα καὶ ἐπειδὴ ἀνυψώθηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ νέος ἀρχιερέας δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του κι ἔπειτα γιά τοῦ λαοῦ τὶς ἁμαρτίες. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει θυσίες γιὰ τὸν ἑαυτό του, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες καὶ γιὰ τὸ λαό του, διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε μιά γιά πάντα θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό του γιά χάρη τοῦ λαοῦ του. Ὁ ἀρχιερέας μας ἄλλωστε διαφέρει πάρα πολὺ ἀπό τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου. Διότι ὁ νόμος ἐγκαθιστᾶ ὡς ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἠθικὴ ἀσθένεια καὶ εἶναι θνητοί. Ὁ λόγος ὅμως καί ἡ ἔνορκη ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ὕστερα ἀπό τὸν νόμο καὶ συνεπῶς τὸν ἀντικατέστησε, ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερέα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ἀναμάρτητος καὶ τέλειος, καὶ μένει ἀναμάρτητος καὶ τέλειος αἰωνίως. Τὸ σπουδαιότερο λοιπὸν ἀπ’ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε λειτουργὸς τῶν Ἁγίων πού βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, πού δὲν τὴν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Ἰ­δοὺ, τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.                                     
  (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ζακ­χαῖ­ος ὁ ἀρ­χι­τε­λώ­νης. Ὁ ἄν­θρω­πος, ποὺ εἶ­χε πλου­τί­σει μὲ ἀ­δι­κί­ες. Ὁ ἁ­μαρ­τω­λός. Ξαφ­νι­κὰ ­τι­νά­χθη­κε μὲ δύ­να­μη ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­νώ­νυ­μο πλῆ­θος καὶ μὲ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ κί­νη­ση ­πέ­τυ­χε τὴ με­γά­λη, τὴ λυ­τρω­τι­κὴ συ­νάν­τη­ση μὲ τὸν Κύ­ριο.
Σὲ δέ­κα μό­λις στί­χους τοῦ 19ου κε­φα­λαί­ου, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς μᾶς πα­ρου­σιά­ζει αὐ­τὴν τὴν ὑ­πέ­ρο­χη μορ­φὴ νὰ δείχνει διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων τὸν τρό­πο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συναντήσει ὁ ἄν­θρω­πος τὸν Δη­μι­ουρ­γό του καὶ νὰ ἐ­πιτύχει τὸν τε­λι­κὸ καὶ ὕ­ψι­στο σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς του.
1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ συμ­βαί­νει τὸ γε­γο­νός, ποὺ μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Ὁ Κύ­ριος περ­νά­ει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πόλη πορευ­ό­με­νος πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ὅ­που πρό­κει­ται νὰ ὑ­ποστεῖ τὸ Πά­θος καὶ τὸν Σταυ­ρὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Κό­σμος πο­λὺς Τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ, Τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νει, στρι­μώ­χνε­ται γύ­ρω Του. Καὶ ἐ­κεῖ ἀ­νά­με­σά τους ὁ Ζακ­χαῖ­ος. «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐ­στι». Ἐ­πε­δί­ω­κε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦν, νὰ δεῖ ποιὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Προ­φή­της – ὅπως τὸν ­θε­ω­ροῦ­σαν – γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο τό­σα πολ­λὰ καὶ θαυ­μα­στὰ εἶ­χε ἀ­κού­σει. Ἀλ­λὰ πῶς; Νὰ διασχίσει τὸ πυ­κνὸ πλῆ­θος, ἀ­δύ­να­τον. Καὶ τὸ μι­κρό του ἀ­νά­στη­μα δὲν τὸν ­βο­η­θοῦσε νὰ δεῖ ἔ­στω κα­ὶ ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸ Πρό­σω­πο τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Τί λοι­πὸν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κάμει;
Ὁ Ζακ­χαῖ­ος κι­νεῖ­ται ἐ­δῶ μὲ ἐκ­πλη­κτι­κὴ τόλ­μη. Κα­τα­λα­βαί­νει πὼς δὲν πρέ­πει νὰ χάσει αὐ­τὴ τὴ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τρέ­χει μπρο­στὰ καὶ σκαρ­φα­λώ­νει σὲ ἕ­να δέν­δρο, κά­τω ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ­περ­νοῦ­σε ὁ Κύ­ριος. Τὸ θέ­α­μα ἦ­ταν πα­ρά­ξε­νο καὶ προ­φα­νῶς θὰ ­προ­κά­λε­σε τὰ γέ­λια καὶ τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες ἀρ­κε­τῶν ἀ­νό­η­των, ποὺ βρί­σκον­ται ἄ­φθο­νοι σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­στά­σεις.
Ἀλ­λὰ πό­ση θὰ ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἔκπληξη ὅ­λων, ὅ­ταν εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο νὰ στα­μα­τᾶ κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο καὶ νὰ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν Ζακ­χαῖ­ο μὲ τὰ λό­για: «Ζακ­χαῖ­ε, σπεύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι». Ζακ­χαῖ­ε, κα­τέ­βα γρή­γο­ρα, δι­ό­τι σή­με­ρα εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ μεί­νω στὸ σπί­τι σου.
Νὰ μείνει στὸ σπί­τι του! Τί τι­μή, τί χα­ρὰ εἶ­ναι αὐ­τὴ γιὰ τὸν Ζακ­χαῖ­ο!
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ὅ­μως αὐ­τὸ ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­πι­μεί­νου­με λί­γο. Νὰ μεί­νου­με δη­λα­δὴ λί­γο μὲ τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ νὰ δοῦμε: ἔ­χου­με ἆ­ρα­γε καὶ ἐ­μεῖς τέ­τοι­ον πό­θο σὰν αὐ­τόν, ποὺ ἄ­να­ψε στὴν καρ­διὰ τοῦ Ζακ­χαί­ου; Ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νὰ δοῦ­με, νὰ συ­ναν­τή­σου­με τὸν Χρι­στό;
Ἄχ! Πό­σο εὔ­κο­λα δυ­στυ­χῶς ξε­γε­λι­ό­μα­στε! Πό­σο ἡ καρ­διά μας προ­σκολ­λᾶ­ται σὲ ἄλ­λα πρό­σω­πα καὶ πράγ­μα­τα! Πυρ­κα­γιὰ πε­λώ­ρια ἀ­νά­βει συ­νή­θως μέ­σα μας γι᾿ αὐ­τά. Καὶ γιὰ τὸν Χρι­στό; Ποῦ καὶ ποῦ καμ­μί­α σπί­θα. Σπί­θα μό­νον! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τε­λι­κὰ δὲν Τὸν γνω­ρί­ζου­με, δὲν Τὸν συ­ναν­τοῦ­με!
Κι ἐ­νῶ εἶ­ναι τό­σο εὔ­κο­λο! Ὄ­χι μό­νο νὰ Τὸν συ­ναν­τή­σου­με, ἀλλὰ καὶ νὰ ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του. Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τρέ­ξου­με, οὔ­τε νὰ σκαρ­φα­λώ­σου­με σὲ δέν­δρα γιὰ νὰ τὸ ἐ­πι­τύ­χου­με αὐ­τό. Τὸ ξεύ­ρου­με τί χρει­ά­ζε­ται. Γνω­ρί­ζου­με πὼς μὲ τὴν προ­σευ­χή, τὴ με­λέ­τη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μὲ τὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας ὁ ἴδιος ὁ Κύ­ριος μᾶς προ­σφέ­ρε­ται· ἔρ­χε­ται μέ­σα μας· ἀλλὰ Τὸν συ­ναν­τοῦ­με; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ζή­τη­μα.
Λοι­πόν, ἂν ἡ προ­σευ­χή μας, ἡ με­λέ­τη τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ καὶ κυ­ρί­ως ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α δὲν εἶ­ναι μί­α σω­τή­ρια συ­νάν­τη­ση μὲ τὸν Ζῶν­τα Χρι­στόν, ἐ­κεῖ ἂς ψά­ξου­με: στοὺς πό­θους τῆς ψυ­χῆς μας. Νὰ δοῦ­με τί εἶ­ναι αὐ­τὰ τὰ ἄλ­λα, ποὺ ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τό­σο πο­λὺ κα­ὶ δὲν ἀ­φή­νουν χῶ­ρο νὰ ἀ­ναπτυχθεῖ ἡ ἀ­γά­πη καὶ ὁ πό­θος τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα μας, στοι­χεῖ­α τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ ὑ­πάρ­χουν, προ­κει­μέ­νου νὰ ἔλθει Ἐ­κεῖ­νος στὴν καρ­διά μας καὶ νὰ ἑνωθεῖ μα­ζί μας.
Νὰ τὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με ἑ­πο­μέ­νως αὐ­τὰ καὶ νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦ­με νὰ τὰ ξερ­ριζώ­σου­με, γιὰ νὰ δυναμώσει ἡ φλό­γα τῆς Θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης μέ­σα μας καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ φι­λο­ξε­νή­σου­με τὸν Κύ­ριο στὴν καρ­διά μας, ὅ­πως ὁ Ζακχαῖος τὸν δέ­χθηκε στὸ σπί­τι του καὶ ἀ­πό­λαυ­σε τὴν ἀ­τί­μη­τη λυ­τρω­τι­κὴ χα­ρὰ τῆς πα­ρου­σί­ας Του.
2. ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Ἐν τῷ με­τα­ξὺ πε­ρί­ερ­γο κλί­μα ἔ­χει διαμορφωθεῖ στοὺς ἐν­θου­σι­ώ­δεις ἀλλὰ ἐ­πι­πόλαι­ους ἀν­θρώ­πους, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὸν Κύ­ριο: «Δι­ε­γόγ­γυ­ζον», ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Μουρμούριζαν ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νοι, δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος ­πῆ­γε νὰ μείνει στὸ σπί­τι ἑ­νὸς ἁ­μαρ­τω­λοῦ καὶ ἀ­δί­κου ἀνθρώ­που, ὅ­πως ­θε­ω­ροῦ­σαν τὸν Ζακ­χαῖ­ο.
Ἀλ­λὰ πό­σο εἶ­χαν πέ­σει ἔ­ξω! Δι­ό­τι αὐ­τὸς ὁ πράγ­μα­τι ἄ­δι­κος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς τώ­ρα πλέ­ον εἶ­ναι ἄλ­λος ἄν­θρω­πος. Κά­νει νέ­α ἀρχή, νέ­ο ξε­κί­νη­μα στὴ ζω­ή του. Συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη το­ῦ Κυ­ρί­ου με­τα­νο­εῖ, συν­τρί­βε­ται καὶ ἐ­πι­σφρα­γί­ζον­τας τὴν γνη­σι­ό­τη­τα τῆς ἀλ­λα­γῆς του προ­βαί­νει σὲ μιὰ με­γα­λει­ώ­δη πρά­ξη. Στέ­κε­ται μὲ σε­βα­σμὸ ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μὲ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα φα­νε­ρώ­νει τὴν ἀ­πό­φασή του νὰ μοιράσει τὴ μι­σὴ πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χοὺς καὶ νὰ ἀνταμείψει στὸ τε­τρα­πλά­σιο, ὅ­σους τυ­χὸν σὰν τε­λώ­νης εἶ­χε ἀ­δι­κή­σει.
Συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἡ με­τά­νοι­ά του, ποὺ τὴν ἐ­πι­δο­κι­μά­ζει ὁ Κύ­ριος λέ­γον­τας: «σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ τούτῳ ἐ­γέ­νε­το», σ᾿ αὐ­τὸ τὸ σπί­τι ἦρ­θε σή­με­ρα ἡ σω­τη­ρί­α. Ἕ­νας ἀ­πό­γο­νος το­ῦ Ἀ­βρα­ὰμ μὲ τὴν ἐ­δῶ πα­ρου­σί­α μου ­σώ­θη­κε.
ΕΠΡΟΣΕΞΑΜΕ ὅ­μως ἐ­δῶ, ἀ­δελ­φοί, μιὰ λε­πτο­μέ­ρεια; Ὁ Κύ­ριος δὲν εἶ­πε τὴ φρά­ση «σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ τούτῳ ἐ­γέ­νε­το», μό­λις μπῆκε στὸ σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου, ἀλλὰ πό­τε; Τὴν εἶ­πε, ὅ­ταν ὁ Ζακχαῖος ἐ­ξε­δή­λω­σε ἔμ­πρα­κτα τὴν με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἀλ­λα­γή του, μὲ τὴν ἀ­να­κοίνωση τῆς ἀ­πόφασής του νὰ μοιράσει τὴ μι­σὴ πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χοὺς καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀ­δι­κί­ες του.
Λοι­πόν, τὸ συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι φα­νε­ρό. Ἡ χα­ρὰ τῆς σω­τη­ρί­ας, ποὺ χα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος, δὲν εἶ­ναι μό­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὶ καὶ λό­για. Γιὰ νὰ δοθεῖ αὐ­τὸ τὸ πα­νά­κρι­βο θε­ϊ­κὸ δῶ­ρο στὴν ψυ­χή, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη αὐτὴ νὰ προχωρήσει σὲ δρα­στι­κὰ μέ­τρα. Σὲ ἔρ­γα ἀ­ρε­τῆς, σὲ ἐ­πα­νόρ­θω­ση ἀ­δι­κι­ῶν, σὲ ἀ­γώ­να δη­λα­δὴ ἐ­φαρ­μο­γῆς τῶν ἁ­γί­ων καὶ θεο­ποι­ῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ.
Πρα­κτι­κό­τε­ρα αὐ­τὰ ση­μαί­νουν πὼς ὁ πράγ­μα­τι με­τα­νο­η­μέ­νος ἄν­θρω­πος θὰ πρέπει πρωτίστως νὰ ἐπανορθώσει τὶς ἀ­δι­κί­ες, ποὺ εἶ­χε κά­νει. Ἔ­πει­τα θὰ ἀγωνισθεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν πα­λαι­ὸ κα­κὸ ἑαυτό του, νὰ κόψει τοὺς δεσμούς του μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς συ­νή­θει­ες καὶ συναναστροφὲς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Θὰ ἀγωνισθεῖ νὰ ξερριζώσει τὶς κα­κί­ες του, τὰ μί­ση, τὶς ἀν­τι­πά­θει­ες, τὶς ζή­λει­ες, τοὺς θυ­μούς, τὶς ἔ­νο­χες πε­ρι­έρ­γει­ες, τὶς πα­ρά­νο­μες ἡ­δο­νές, ὅ­λα τὰ φρι­κτὰ σα­τα­νι­κὰ τέ­ρα­τα, ποὺ εἶ­χαν κά­νει φω­λιὰ στὴν καρ­διά του. Ναί. Καὶ θὰ προσπαθέσει στὴ θέση τους νὰ βάλει τὶς ἅ­γι­ες ἀ­ρε­τὲς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα, τὴν συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα, τὴν εἰ­ρή­νη, τὴν κα­θα­ρό­τη­τα, ὅ­λο αὐ­τὸν τὸν ἅ­γιο κό­σμο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.
Τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ! Πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­τευ­θυνό­με­θα καὶ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ἑ­τοιμασθεῖ γιὰ χάρη μας πρὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου κα­ὶ μᾶς πε­ρι­μέ­νει ὅ­λους στὸ με­γά­λο καὶ ἀ­τέ­λει­ω­το πα­νη­γύ­ρι τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ. (ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
(20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ)
Ἀ­δελ­φοί, ὁ Θε­ὸς ὁ εἰ­πών͵ ἐκ σκό­τους φῶς λάμ­ψαι͵ ὃ ἔ­λαμ­ψεν ἐν ταῖς καρ­δί­αις ἡ­μῶν πρὸς φω­τι­σμὸν τῆς γνώ­σε­ως τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ ἐν προ­σώ­πῳ Χρι­στοῦ. Ἔ­χο­μεν δὲ τὸν θη­σαυ­ρὸν τοῦ­τον ἐν ὀ­στρα­κί­νοις σκε­ύ­ε­σιν͵ ἵ­να ἡ ὑ­περ­βο­λὴ τῆς δυ­νά­με­ως ᾖ τοῦ Θε­οῦ καὶ μὴ ἐξ ἡ­μῶν· ἐν παν­τὶ θλι­βό­με­νοι ἀλλ΄ οὐ στε­νο­χω­ρο­ύ­με­νοι͵ ἀ­πο­ρο­ύ­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐ­ξα­πο­ρο­ύ­με­νοι͵ δι­ω­κό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγ­κα­τα­λει­πό­με­νοι͵ κα­τα­βαλ­λό­με­νοι ἀλλ΄ οὐκ ἀ­πολ­λύ­με­νοι͵ πάν­το­τε τὴν νέ­κρω­σιν τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι πε­ρι­φέ­ρον­τες͵ ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ ἐν τῷ σώ­μα­τι ἡ­μῶν φα­νε­ρω­θῇ. Ἀ­εὶ γὰρ ἡ­μεῖς οἱ ζῶν­τες εἰς θά­να­τον πα­ρα­δι­δό­με­θα διὰ Ἰ­η­σοῦν͵ ἵ­να καὶ ἡ ζω­ὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ φα­νε­ρω­θῇ ἐν τῇ θνη­τῇ σαρ­κὶ ἡ­μῶν. Ὥ­στε ὁ μέν θά­να­τος ἐν ἡ­μῖν ἐ­νερ­γεῖ­ται͵ ἡ δὲ ζω­ὴ ἐν ὑ­μῖν. Ἔ­χον­τες δὲ τὸ αὐ­τὸ πνεῦ­μα τῆς πί­στε­ως͵ κα­τὰ τὸ γε­γραμ­μέ­νον͵ ἐ­πί­στευ­σα͵ διὸ ἐ­λά­λη­σα͵ καὶ ἡ­μεῖς πι­στε­ύ­ο­μεν͵ διὸ καὶ λα­λοῦ­μεν͵ εἰ­δό­τες ὅ­τι ὁ ἐ­γε­ί­ρας τὸν Κύ­ριον Ἰ­η­σοῦν καὶ ἡ­μᾶς σὺν Ἰ­η­σοῦ ἐ­γε­ρεῖ καὶ πα­ρα­στή­σει σὺν ὑ­μῖν. Τὰ γὰρ πάν­τα δι΄ ὑ­μᾶς͵ ἵ­να ἡ χά­ρις πλε­ο­νά­σα­σα διὰ τῶν πλει­ό­νων τὴν εὐ­χα­ρι­στί­αν πε­ρισ­σε­ύ­σῃ εἰς τὴν δό­ξαν τοῦ Θε­οῦ.         
                (Β΄ Κο­ρινθ. δ΄[4]6-15)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
ταν, Ἀ­δελ­φοί, κη­ρύτ­του­με ἀ­πο­κλει­στι­κά κ­αί μό­νο γ­ιά τή δό­ξα τ­ο­ Χρι­στοῦ, δι­ό­τι  Θε­ός,  ὁ­ποῖ­ος σ­τή δη­μι­ουρ­γί­α τ­ο­ κό­σμου δι­έ­τα­ξε ἀ­πό τό σκο­τά­δι νά λάμ­ψει τό φ­ς, αὐ­τός κ­αί τώ­ρα ἔ­λαμ­ψε σ­τ­ίς καρ­δι­ές μ­ας, ὄ­χι μό­νο γ­ιά νά φω­τι­σθοῦ­με ἐ­μεῖς, ἀλ­λά κ­αί γ­ιά νά με­τα­δο­θεῖ μέ­σα ἀ­πό μᾶ­ς  φω­τι­σμός π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή γνώ­ση τ­ς δό­ξας τ­ο­ Θε­οῦ,  ὁ­ποί­α φα­νε­ρώ­θη­κε μέ­σα ἀ­πό τό πρό­σω­πο το­ ἐ­ναν­θρω­πή­σαν­το­ς Ἰ­η­σοῦ ­Χρι­στοῦ.  Φθά­νου­με σ­έ ἀ­πο­ρί­α, χω­ρί­ς ὅ­μως κ­αί νά ἀ­πελ­πι­ζό­μα­στε ἤ νά στε­ρη­θοῦ­με τε­λεί­ως κά­θε μέ­σο κ­αί δυ­να­τό­τη­τα σω­τη­ρί­ας. Μ­ς κα­τα­δι­ώ­κουν οἱ ­ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λά δ­έν μᾶ­ς ἐγ­κα­τα­λεί­πει πο­τέ  Θε­ός. Φαί­νε­ται ὅ­τι μ­ς κα­τα­νι­κοῦν κ­αί μ­ς ρί­χνουν κά­τω σ­τή γ­ σ­άν τ­ο­ύς πα­λαι­στές, ἀλ­λά δ­έν χα­νό­μα­στε. Δια­ρκῶς κ­αί κά­θε μέ­ρα πε­ρι­φέ­ρου­με σ­τ­ίς πε­ρι­ο­δεῖ­ες μ­ας τό σῶ­μα μ­ας κυ­κλω­μέ­νο ἀ­πό τό­ν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο νά πε­θά­νου­με, ὅ­πως πέ­θα­νε  Κύ­ρι­ο­ς Ἰ­η­σοῦς, ἀλ­λά αὐ­τό γί­νε­ται γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ σ­τ­όν κό­σμο μέ τή δι­ά­σω­ση τ­ο­ σώ­μα­τός μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κα­θη­με­ρι­νούς κιν­δύ­νου­ς ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦ­ς ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά ζ­ε. Δι­ό­τι πάν­το­τε ἐ­μεῖς, π­ού πα­ρά τ­ο­ύς τό­σους κιν­δύ­νους ζοῦ­με, πα­ρα­δι­δό­μα­στε σέ θά­να­το γ­ιά τή δό­ξα τ­ο­ Χρι­στοῦ, γ­ιά νά φα­νε­ρω­θεῖ μέ τή θνη­τή σάρ­κα μ­ας κ­α­ί  δύ­να­μη τ­ς ζω­ῆς τ­ο­ Ἰ­η­σοῦ, π­ού πα­ρεμ­βαί­νει κ­αί προ­λα­βαί­νει τό θά­να­τό μ­ας. Κ­ι ἔ­τσι, ἐ­νῶ ἐ­μεῖς ὑ­πο­φέ­ρου­με τ­ο­ύς κιν­δύ­νους τ­ο­ θα­νά­του, ἐ­σεῖ­ς ἀν­τι­θέ­τως καρ­πώ­νε­στε τ­ήν πνευ­μα­τι­κή ζω­ή π­ού προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τή­ν ἐ­πι­κίν­δυ­νη δρά­ση μ­ας. Πα­ρό­λου­ς ὅ­μως αὐ­τούς τ­ο­ύς κιν­δύ­νους, ἐ­πει­δή ἔ­χου­με τ­ό ἴ­διο Ἅ­γιον Πνεῦ­μα π­ού μ­ς στη­ρί­ζει σ­τ­ήν πί­στη, ὅ­πως πα­λι­ό­τε­ρα εἶ­χε κ­α­ί  Δα­βίδ σύμ­φω­να μ’ αὐ­τό π­ού εἶ­ναι γραμ­μέ­νο στούς ψαλ­μούς· «πί­στε­ψα, γ­ι’ αὐ­τό κ­αί μί­λη­σα»­, ἔ­τσι κ­ι ἐ­μεῖς πι­στεύ­ου­με, κ­αί γ­ι’ αὐ­τό κ­αί θαρ­ρα­λέ­α ὁ­μο­λο­γοῦ­με κ­αί κη­ρύτ­του­με τ­όν λό­γο τ­ς πί­στε­ώς μ­ας. Κ­αί γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ Θε­ός, π­ο­ύ­ ἀ­νέ­στη­σε τ­όν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ, θ­ά ἀ­να­στή­σει κ­ι ἐ­μᾶς δι­α­μέ­σου το Ἰ­η­σοῦ κ­αί θά μ­ς πα­ρου­σιά­σει ἔν­δο­ξους σ­τό βῆ­μα τ­ου μα­ζί μέ σ­ς. Ν­αί, μα­ζί μέ σ­ς. Δι­ό­τι ὅ­λα γ­ιά σ­ς γί­νον­ται· ἔ­τσι ὥ­στε ἡ εὐ­ερ­γε­σί­α π­ού μ­ς κά­νει  Θε­ός σώ­ζον­τάς μα­ς ἀ­πό τ­ο­ύς κιν­δύ­νους γ­ιά χά­ρη σ­ας, νά πλε­ο­νά­σει κ­αί νά γί­νει εὐ­ερ­γε­σί­α κ­αί χά­ρη ὄ­χι μό­νο σέ μᾶ­ς ἀλ­λά κ­αί σ­’ ὅ­λου­ς ἐ­σᾶς. Κ­ι ἔ­τσι αὐ­τοί πού εὐ­ερ­γε­τοῦν­ται θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ροι, ὥ­στε κα­ί  εὐ­χα­ρι­στί­α π­ρ­ός τ­όν Θε­ό νά πλε­ο­νά­σει καί νά πε­ρισ­σεύ­σει, γ­ιά νά δο­ξά­ζε­ται τ­ό ὄ­νο­μά τ­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήντησαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν, λέ­γον­τες· ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.     
                                      (Λουκ. ιζ΄[17] 12  – 19)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Μέ­σα Ἰ­α­νου­α­ρί­ου. Στὴν καρ­διὰ τοῦ Χει­μώ­να μιὰ Ἀνοιξη, ἕ­να μι­κρὸ Κα­λο­καί­ρι κά­θε χρό­νο μᾶς γε­μί­ζει μὲ δύ­να­μη καὶ ἐλ­πί­δα. Εἶ­ναι οἱ λε­γό­με­νες ἀλ­κυ­ο­νί­δες ἡμέ­ρες. Καὶ κα­τὰ κά­ποι­ον τρό­πο θὰ ἔ­λε­γε κα­νεὶς πὼς τὸ ση­με­ρι­νὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ποὺ πε­ρι­γρά­φει τὸ θαῦ­μα τῆς θε­ρα­πεί­ας τῶν δέ­κα λε­πρῶν, ται­ριά­ζει νὰ ἀ­ναγι­νώ­σκε­ται σ᾿ αὐ­τὴν τὴν πε­ρί­ο­δο. Ται­ριά­ζει, δι­ό­τι καὶ ἐ­δῶ, μέ­σα στὴν βα­ρειὰ πνευ­μα­τι­κὴ πα­γω­νιὰ τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας, βλέ­που­με στὸ τέ­λος νὰ ἀνθίζει μιὰ μι­κρὴ ἀλλὰ καὶ πο­λὺ ὄ­μορ­φη ἄ­νοιξη εὐ­γνω­μο­σύ­νης.
Ἂς σκύ­ψου­με ὅ­μως μὲ ἰ­δι­αί­τε­ρη προ­σο­χὴ στὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο, γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με αὐ­τὲς τὶς τό­σο θε­α­μα­τι­κὲς ἀλ­λα­γὲς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ και­ροῦ.
1. ΤΟ ΠΟΛΙΚΟ ΨΥΧΟΣ ΤΗΣ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑΣ
Οἱ δέ­κα λε­προὶ συ­νάν­τη­σαν τὸν Κύ­ριο στὴν εἴ­σο­δο ἑ­νὸς μι­κροῦ χω­ριοῦ, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ­περ­νοῦ­σε πο­ρευ­ό­με­νος πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ. Ἐστάθηκαν μα­κριά, δι­ό­τι δὲν τοὺς ἐ­πι­τρε­πό­ταν νὰ πλη­σιά­ζουν σὲ κα­τοι­κη­μέ­νες πε­ρι­ο­χές, καὶ μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ Τὸν πα­ρε­κά­λε­σαν νὰ τοὺς θε­ρα­πεύσει ἀ­πὸ τὴν φρι­κτή – τότε ἀ­θε­ρά­πευ­τη ἀ­πο­λύ­τως – ἀ­σθέ­νεια.
Καὶ ὁ φι­λάν­θρω­πος Κύ­ριος τοὺς θεράπευ­σε. Τοὺς πα­ρήγ­γει­λε νὰ πᾶ­νε νὰ δεί­ξουν τὸ σῶ­μα τους στοὺς ἱ­ε­ρεῖς, ὥ­στε αὐ­τοί, σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ Μω­σα­ϊ­κοῦ Νό­μου, νὰ βε­βαι­ώ­σουν ὅ­τι πράγ­μα­τι ἔ­χουν θε­ρα­πευθεῖ. Μὲ ἀ­πό­λυ­τη πίστη στὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου οἱ δέ­κα λε­προὶ ­ξε­κί­νη­σαν νὰ πᾶ­νε στοὺς ἱ­ε­ρεῖς. Καὶ ἐ­νῶ ­βά­δι­ζαν πρὸς τὰ ἐκεῖ, τὸ θαῦ­μα ἔ­γι­νε! Θε­ρα­πεύ­θη­καν!
Ἄλ­λα τί θλι­βε­ρό! Ἐ­νῶ ­θε­ρα­πεύ­θη­καν ὅ­λοι, οἱ ἐν­νέ­α δὲν γύρισαν νὰ ποῦν οὔ­τε ἕ­να ἁπλὸ «εὐ­χα­ρι­στῶ» στὸν Εὐ­ερ­γέ­τη τους. Πῆ­γαν κα­τευ­θεί­αν στὰ σπί­τια τους, στοὺς ­δι­κούς τους. Ἡ συμ­πε­ρι­φο­ρά τους αὐ­τὴ ­προ­κά­λε­σε τὸ τό­σο γνω­στὸ σὲ ὅ­λους μας πα­ρά­πο­νο το­ῦ Κυ­ρί­ου: «Οὐχὶ οἱ δέ­κα ἐκαθαρίσθη­σαν; Οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ;». Δὲν ἐκαθαρί­σθη­καν ἀ­πὸ τὴν λέ­πρα καὶ οἱ δέ­κα; Ποῦ εἶ­ναι λοι­πὸν οἱ ἐν­νιά; Για­τί δὲν ἦρ­θαν νὰ δο­ξά­σουν τὸν Θε­ὸν γιὰ τὴν θε­ρα­πεί­α τους;
«Ἄ, τοὺς ἀ­χά­ρι­στους!», ἀ­κού­γον­ται νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν με­ρι­κοί, κα­θὼς με­λε­τοῦν τὶς γραμ­μὲς αὐ­τές. Ἀλλὰ μή­πως οἱ κα­λοὶ αὐ­τοὶ ἀ­δελ­φοὶ καὶ ὅ­λοι μας βέ­βαι­α πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με; Νὰ προ­σέ­ξου­με, δι­ό­τι ἀ­γα­να­κτών­τας – δι­καί­ως ἀ­σφα­λῶς – κα­τὰ τῶν ἐν­νέ­α ἀ­χά­ρι­στων λε­πρῶν, δὲν ἀ­ποκλεί­ε­ται οὐ­σι­α­στι­κὰ νὰ τὰ βά­ζου­με μὲ τὸν ἴ­διο τὸν ἑ­αυ­τό μας, ἀ­φοῦ καὶ ἐ­μεῖς σχε­δὸν τὰ ἴ­δια κά­νου­με.
-«Ἐ­μεῖς, τὰ ἴ­δια;», φαί­νε­ται πά­λι νὰ ἀ­πο­ροῦν με­ρι­κοί.
Ἐ­μεῖς λοι­πὸν τὰ ἴ­δια καὶ μά­λι­στα, ἂν θέ­λε­τε, συ­χνὰ με­ρι­κοὶ καὶ χει­ρό­τε­ρα ἐ­νερ­γοῦ­με. Δι­ό­τι τὸ βλέ­που­με. Ἐ­μεῖς ἔ­χου­με δε­χθῆ μύ­ρι­ες ὅ­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες ἀ­πὸ τὸν Κύριον. Μύ­ρι­ες! Πρω­τί­στως τὸ ὅ­τι μᾶς ἔ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α στὴν ὕπαρ­ξη. Δι­ό­τι ἐ­μεῖς ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό μας εἴ­μα­στε μη­δέν, ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως μας εἶ­ναι τὸ μη­δέν. Ἀπὸ αὐ­τὸ μᾶς ἀ­νέ­συ­ρε μὲ τὴν ἄ­πει­ρη ἀ­γά­πη Του ὁ Θε­ὸς καὶ μᾶς ­χά­ρι­σε τὴ ζω­ή. Ἔ­πει­τα τὸ ὅ­τι μᾶς ἔ­βα­λε μέ­σα στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς ἁ­γί­ας μας ­Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με τὴ χα­ρὰ καὶ τὴ χά­ρη τῆς σω­τη­ρί­ας μας καὶ τῆς ἀ­να­δεί­ξε­ώς μας σὲ κα­τὰ χά­ριν υἱ­οὺς καὶ θυ­γα­τέ­ρες Του. Κι ἂν ψάξει ὁ κα­θέ­νας μας στὸ πα­ρελ­θόν του, ἀ­μέ­τρη­τες δω­ρε­ὲς τοῦ ἁ­γί­ου Θε­οῦ θὰ δι­απιστώσει στὴ ζω­ή του. Θαυ­μα­στὲς ἐ­πεμ­βά­σεις σὲ κρί­σι­μα γε­γο­νό­τα· λύ­σεις σὲ ἀ­δι­έ­ξο­δα· ἀν­θρώ­πους συμ­πα­ρα­στά­τες σὲ δύ­σκο­λες στιγ­μὲς καὶ πε­ρι­στά­σεις.
Λοι­πόν, γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη μας; Ἂς τὸ ποῦ­με κα­θα­ρά: τὰ βή­μα­τα τῶν ἐν­νέ­α ἀ­χά­ρι­στων λε­πρῶν δυ­στυ­χῶς οἱ πολ­λοὶ ἀ­κο­λου­θοῦ­με. Καὶ ἢ δὲν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με κα­θό­λου τὸν Θε­ὸ ἢ τοῦ προ­σφέ­ρου­με ἕ­να τυ­πι­κὸ «εὐ­χα­ρι­στῶ» ἄ­το­να καὶ νυ­στα­λέ­α, ἀ­νά­με­σα σὲ πλῆ­θος χα­σμου­ρη­τὰ καὶ πε­ρι­πλα­νή­σεις τοῦ νο­ῦ μας στὰ τοῦ κό­σμου τού­του.
Για­τί ὅ­μως φε­ρό­μα­στε ἔ­τσι; Βα­σι­κῶς δι­ό­τι δὲν ἐ­κτι­μοῦ­με τὶς με­γά­λες δω­ρε­ές Του. Τὶς ἔ­χου­με δυ­στυ­χῶς συ­νη­θί­σει καὶ σχε­δὸν θε­ω­ροῦ­με πὼς ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ μᾶς εὐεργετεῖ καὶ ὅ­τι ἐ­μεῖς δι­και­ω­μα­τι­κὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με αὐ­τὲς τὶς εὐ­ερ­γε­σί­ες. Τώ­ρα ἀ­πὸ ποῦ μέ­χρι ποῦ τὶς ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με δι­και­ω­μα­τι­κά, αὐ­τὸ τὸ θε­ω­ροῦ­με δε­δο­μέ­νο καὶ δὲν λα­βαί­νου­με τὸν κό­πο οὔ­τε κἂν νὰ τὸ ἐ­ρευ­νή­σου­με.
Ἑ­πο­μέ­νως μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ δὲν βρι­σκό­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς στὸν Βό­ρει­ο Πό­λο τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας; Καὶ δὲν ἀ­φή­νου­με ἔ­τσι νὰ γεμίζει μὲ πά­γους ἡ ψυ­χή μας; Ἀλλὰ τὸ τί θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κά­νου­με, μᾶς τὸ ὑ­πο­δει­κνύ­ει στὴ συ­νέ­χειά του τὸ ἀ­νά­γνω­σμά μας.
2. ΣΤΗΝ ΕΥΚΡΑΤΗ ΖΩΝΗ ΤΗΣ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ
Τὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο μᾶς πα­ρου­σιά­ζει τώ­ρα μὲς στὸ βα­ρὺ ψύ­χος τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας μιὰ μι­κρὴ ἄ­νοι­ξη. Ἕ­νας, λέ­γει, ἀ­πὸ τοὺς δέ­κα λε­προύς, βλέ­πον­τας ὅ­τι ἔ­γι­νε κα­λά, ἐ­πέ­στρε­ψε πί­σω καί, δο­ξά­ζον­τας μὲ δυ­να­τὴ φω­νὴ τὸν Θε­ό, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια τοῦ Κυ­ρί­ου εὐ­χα­ρι­στών­τας Τὸν γιὰ τὴν με­γά­λη αὐ­τὴ δω­ρε­ά. Ἕ­νας μό­νον! Καὶ – τί πα­ρά­ξε­νο! – αὐ­τὸς ὃ ἕ­νας ἦ­ταν ἀλ­λο­ε­θνής, Σα­μα­ρεί­της. Σα­μα­ρεί­της! Ἄν­θρω­πος δη­λα­δὴ μι­ση­τός, ὅ­πως καὶ ὅ­λοι οἱ Σα­μα­ρεῖ­τες, στοὺς Ἑ­βραί­ους. Καὶ ὅ­μως μό­νον αὐ­τὸς ἐ­πέ­στρε­ψε. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος τὸν ἀντά­μει­ψε πλου­σί­ως. Στὴν πρώ­τη με­γά­λη δω­ρε­ὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας του ἀ­πὸ τὴν λέ­πρα ­πρό­σθε­σε καὶ δεύ­τε­ρη πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη: τὴν θε­ρα­πεί­α τῆς ψυ­χῆς του, τὸ δῶ­ρο τῆς σω­τη­ρί­ας. «Ἀναστὰς πο­ρεύ­ου· ἡ πίστις σου σέ­σω­κέ σε», τοῦ εἶ­πε. Δη­λα­δή, σή­κω καὶ πή­γαι­νε· ἐσὺ εἶ­σαι σὲ σω­στὸ δρό­μο. Ἡ πίστη σου δὲν ἔ­γι­νε αἰ­τί­α νὰ θε­ραπευθεῖ μό­νον τὸ σῶ­μα σου, ἀλλὰ καὶ νὰ μπεῖς στόν δρόμο τῆς σω­τη­ρί­ας.
Εὐ­λο­γη­μέ­νη ψυ­χὴ αὐ­τὸς ὁ Σα­μα­ρεί­της. Εὐ­λο­γη­μέ­νη καὶ ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη. Πό­σο ἐ­λέγ­χει καὶ δι­δά­σκει ὅ­λους ἐ­μᾶς τοὺς μυ­ρι­οευεργετημένους Ὀρ­θό­δο­ξους Χρι­στια­νούς, ποὺ με­ρι­κοὶ εἴ­μα­στε συ­χνὰ τό­σο ψυ­χροὶ στὸ νὰ εὐ­χα­ρι­στή­σου­με τὸν Θε­ὸ γιὰ τὶς δω­ρε­ές Του.
Μᾶς δι­δά­σκει τί; Νὰ εἴ­μα­στε καὶ ἐ­μεῖς εὐ­γνώ­μο­νες. Στραμ­μέ­νοι πρὸς Ἐ­κεῖ­νον, τὸν Δη­μι­ουρ­γόν μας, ὁ Ὁποῖος εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α ἀλλὰ καὶ τὸ νό­η­μα τῆς ὕπαρξής μας. Νὰ πε­ρά­σου­με δη­λα­δὴ ἀ­πὸ τὴν πα­γω­νιὰ τῆς ἀ­χα­ρι­στί­ας στὴ ζε­στα­σιὰ τῆς εὐ­γνω­μο­σύ­νης. Νὰ ἔ­χου­με πλημ­μυ­ρι­σμέ­νη τὴν ψυ­χή μας ἀ­πὸ τέ­τοι­α ἅ­για αἰ­σθή­μα­τα εὐ­χα­ρι­στί­ας γιὰ ὅ­λες τὶς δω­ρε­ὲς τοῦ Κυ­ρί­ου, ἰ­δι­αι­τέ­ρως δὲ γιὰ τὴ με­γά­λη Toυ θυ­σί­α ἐ­πὶ τοῦ Σταυ­ροῦ, μὲ τὸ αἷ­μα τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς λού­ζει ἀ­πὸ τὸν βόρ­βο­ρο τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.
Ἀλλὰ βέ­βαι­α τὸ γνω­ρί­ζου­με. Εὐ­γνω­μο­σύ­νη δὲν εἶ­ναι μό­νον αἰ­σθή­μα­τα, λό­για καὶ ὑ­πο­σχέ­σεις. Εὐ­γνω­μο­σύ­νη ἀ­λη­θι­νὴ εἶ­ναι κυ­ρί­ως τρό­πος ζω­ῆς. Εἶ­ναι πο­τὲ δυ­να­τὸν νὰ λέ­με ὅ­τι αἰ­σθα­νό­μα­στε εὐ­γνω­μο­σύ­νη γιὰ τὴ θυ­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου, χω­ρὶς νὰ με­τα­νο­οῦ­με καὶ νὰ ἐ­ξο­μο­λο­γού­μαστε εἰλικρινῶς τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας; Ἤ χω­ρὶς νὰ ἐκκλησιαζόμαστε; Ἀ­σφα­λῶς ὄ­χι!
Ἡ εὐ­γνω­μο­σύ­νη λοι­πὸν εἶ­ναι πρά­ξη! Εἶ­ναι ἀ­γώ­νας κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, τὴν ὁ­ποί­α τό­σο ἀ­πο­στρέ­φε­ται ὁ Θε­ός. Ἀ­γώ­νας νὰ ὑ­πο­στοῦ­με γιὰ χά­ρη Του ἀ­κό­μη καὶ ἀ­δι­κί­ες, δο­κι­μα­σί­ες, δι­ωγ­μούς, θυ­σί­ες. Νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με πει­ρα­σμοὺς σκλη­ρούς. Ὅ­λα δη­λα­δὴ αὐ­τά, τὰ ὁ­ποῖ­α δο­κι­μά­ζουν τὴν γνη­σι­ό­τη­τα τῶν αἰ­σθη­μά­των μας πρὸς τὸν Θε­όν.
Δω­ρε­άν, ἀ­δελ­φοί, μᾶς φι­λο­ξε­νεῖ σ᾿ αὐ­τὸν τὸν κό­σμο ὁ ἀ­γα­θὸς Θε­ός. Δω­ρε­άν!
Κι ὅ­λα μᾶς τὰ δί­νει νὰ τὰ χα­ροῦ­με: τὸν ἥ­λιο, τὸ φῶς, τὰ ἀ­στέ­ρια, τοὺς καρ­ποὺς τῆς γῆς, τὸ νε­ρό, τὸν ἀ­έ­ρα, τὶς τό­σες ὀ­μορ­φι­ὲς τῆς γῆς μας. Δω­ρε­άν! Ἀλλά, ἂν δὲν μᾶς ὑ­πο­χρε­ώ­νει νὰ πλη­ρώ­σου­με τὸ ἐ­νοί­κιο, δὲν θὰ πρέ­πει τουλά­χι­στον γιὰ ὅ­λα αὐ­τὰ ἐ­μεῖς ὁ­λό­ψυ­χα νὰ Τὸν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με;
Νὰ Τὸν εὐ­γνω­μο­νοῦ­με! Γιὰ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με καὶ στὴν πιὸ με­γά­λη δω­ρε­ά Του νὰ με­τά­σχου­με: στὴν εὐ­λο­γη­μέ­νη Βα­σι­λεί­α Του!
        (Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)