Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ. (ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ
(27 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2019)
(ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΙΕΡΑΡΧΟΥ)
Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.                                                         
              (Ἑβρ. ζ΄[7] 26-28, η΄[8]1-2)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, τέτοιος καὶ μὲ τέτοια προσόντα ἀρχιερεὺς μᾶς χρειαζόταν: εὐσεβὴς καὶ ἅγιος, ἀπαλλαγμένος ἀπό κακία καὶ πονηρία, ἀμόλυντος, χωρισμένος ἀπό τούς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀνέγγιχτος ἀπό τὴν ἁμαρτία. Κι ὅσο ζοῦσε στή γῆ, ἦταν τελείως χωρισμένος κι ἀνέγγιχτος ἀπό τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἦταν ἀπόλυτα ἀναμάρτητος· ἐπιπλέον ὅμως τώρα καὶ ἐπειδὴ ἀνυψώθηκε πάνω ἀπό τούς οὐρανοὺς καὶ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ὁ νέος ἀρχιερέας δὲν ἔχει ἀνάγκη, ὅπως οἱ ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου, νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες πρῶτα γιὰ τὶς δικές του κι ἔπειτα γιά τοῦ λαοῦ τὶς ἁμαρτίες. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει θυσίες γιὰ τὸν ἑαυτό του, διότι ἦταν ἀναμάρτητος. Δὲν ἔχει ἀνάγκη νὰ προσφέρει κάθε μέρα θυσίες καὶ γιὰ τὸ λαό του, διότι αὐτὸ τὸ ἔκανε μιά γιά πάντα θυσιάζοντας τὸν ἑαυτό του γιά χάρη τοῦ λαοῦ του. Ὁ ἀρχιερέας μας ἄλλωστε διαφέρει πάρα πολὺ ἀπό τοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ νόμου. Διότι ὁ νόμος ἐγκαθιστᾶ ὡς ἀρχιερεῖς ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἠθικὴ ἀσθένεια καὶ εἶναι θνητοί. Ὁ λόγος ὅμως καί ἡ ἔνορκη ὑπόσχεση ποὺ δόθηκε ὕστερα ἀπό τὸν νόμο καὶ συνεπῶς τὸν ἀντικατέστησε, ἐγκαθιστᾶ ἀρχιερέα τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀναδείχθηκε στὴν ἐπίγεια ζωὴ του ἀναμάρτητος καὶ τέλειος, καὶ μένει ἀναμάρτητος καὶ τέλειος αἰωνίως. Τὸ σπουδαιότερο λοιπὸν ἀπ’ ὅσα εἴπαμε εἶναι αὐτό: ὅτι ἔχουμε τέτοιον ἀρχιερέα, ὁ ὁποῖος κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλειότητος τοῦ Θεοῦ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔγινε λειτουργὸς τῶν Ἁγίων πού βρίσκονται στοὺς οὐρανούς, καὶ τῆς ἀληθινῆς σκηνῆς, πού δὲν τὴν κατασκεύασε κάποιος ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ Κύριος.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Ἰ­δοὺ, τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.                                     
  (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)
ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ζακ­χαῖ­ος ὁ ἀρ­χι­τε­λώ­νης. Ὁ ἄν­θρω­πος, ποὺ εἶ­χε πλου­τί­σει μὲ ἀ­δι­κί­ες. Ὁ ἁ­μαρ­τω­λός. Ξαφ­νι­κὰ ­τι­νά­χθη­κε μὲ δύ­να­μη ἐ­πά­νω ἀ­πὸ τὸ ἀ­νώ­νυ­μο πλῆ­θος καὶ μὲ μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ κί­νη­ση ­πέ­τυ­χε τὴ με­γά­λη, τὴ λυ­τρω­τι­κὴ συ­νάν­τη­ση μὲ τὸν Κύ­ριο.
Σὲ δέ­κα μό­λις στί­χους τοῦ 19ου κε­φα­λαί­ου, ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς μᾶς πα­ρου­σιά­ζει αὐ­τὴν τὴν ὑ­πέ­ρο­χη μορ­φὴ νὰ δείχνει διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων τὸν τρό­πο, μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ον εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ συναντήσει ὁ ἄν­θρω­πος τὸν Δη­μι­ουρ­γό του καὶ νὰ ἐ­πιτύχει τὸν τε­λι­κὸ καὶ ὕ­ψι­στο σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς του.
1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Στὴν Ἱ­ε­ρι­χὼ συμ­βαί­νει τὸ γε­γο­νός, ποὺ μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Ὁ Κύ­ριος περ­νά­ει μέ­σα ἀ­πὸ τὴν πόλη πορευ­ό­με­νος πρὸς τὴν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ὅ­που πρό­κει­ται νὰ ὑ­ποστεῖ τὸ Πά­θος καὶ τὸν Σταυ­ρὸ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Κό­σμος πο­λὺς Τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ, Τὸν πε­ρι­κυ­κλώ­νει, στρι­μώ­χνε­ται γύ­ρω Του. Καὶ ἐ­κεῖ ἀ­νά­με­σά τους ὁ Ζακ­χαῖ­ος. «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐ­στι». Ἐ­πε­δί­ω­κε νὰ δεῖ τὸν Ἰησοῦν, νὰ δεῖ ποιὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ὁ Προ­φή­της – ὅπως τὸν ­θε­ω­ροῦ­σαν – γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο τό­σα πολ­λὰ καὶ θαυ­μα­στὰ εἶ­χε ἀ­κού­σει. Ἀλ­λὰ πῶς; Νὰ διασχίσει τὸ πυ­κνὸ πλῆ­θος, ἀ­δύ­να­τον. Καὶ τὸ μι­κρό του ἀ­νά­στη­μα δὲν τὸν ­βο­η­θοῦσε νὰ δεῖ ἔ­στω κα­ὶ ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸ Πρό­σω­πο τοῦ Δι­δα­σκά­λου. Τί λοι­πὸν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ κάμει;
Ὁ Ζακ­χαῖ­ος κι­νεῖ­ται ἐ­δῶ μὲ ἐκ­πλη­κτι­κὴ τόλ­μη. Κα­τα­λα­βαί­νει πὼς δὲν πρέ­πει νὰ χάσει αὐ­τὴ τὴ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τρέ­χει μπρο­στὰ καὶ σκαρ­φα­λώ­νει σὲ ἕ­να δέν­δρο, κά­τω ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ ­περ­νοῦ­σε ὁ Κύ­ριος. Τὸ θέ­α­μα ἦ­ταν πα­ρά­ξε­νο καὶ προ­φα­νῶς θὰ ­προ­κά­λε­σε τὰ γέ­λια καὶ τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες ἀρ­κε­τῶν ἀ­νό­η­των, ποὺ βρί­σκον­ται ἄ­φθο­νοι σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­στά­σεις.
Ἀλ­λὰ πό­ση θὰ ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἔκπληξη ὅ­λων, ὅ­ταν εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο νὰ στα­μα­τᾶ κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­δρο καὶ νὰ ἀ­πευ­θύ­νε­ται στὸν Ζακ­χαῖ­ο μὲ τὰ λό­για: «Ζακ­χαῖ­ε, σπεύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴκῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι». Ζακ­χαῖ­ε, κα­τέ­βα γρή­γο­ρα, δι­ό­τι σή­με­ρα εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ μεί­νω στὸ σπί­τι σου.
Νὰ μείνει στὸ σπί­τι του! Τί τι­μή, τί χα­ρὰ εἶ­ναι αὐ­τὴ γιὰ τὸν Ζακ­χαῖ­ο!
ΣΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ὅ­μως αὐ­τὸ ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­πι­μεί­νου­με λί­γο. Νὰ μεί­νου­με δη­λα­δὴ λί­γο μὲ τὸν ἑ­αυ­τό μας καὶ νὰ δοῦμε: ἔ­χου­με ἆ­ρα­γε καὶ ἐ­μεῖς τέ­τοι­ον πό­θο σὰν αὐ­τόν, ποὺ ἄ­να­ψε στὴν καρ­διὰ τοῦ Ζακ­χαί­ου; Ἐ­πι­θυ­μοῦ­με νὰ δοῦ­με, νὰ συ­ναν­τή­σου­με τὸν Χρι­στό;
Ἄχ! Πό­σο εὔ­κο­λα δυ­στυ­χῶς ξε­γε­λι­ό­μα­στε! Πό­σο ἡ καρ­διά μας προ­σκολ­λᾶ­ται σὲ ἄλ­λα πρό­σω­πα καὶ πράγ­μα­τα! Πυρ­κα­γιὰ πε­λώ­ρια ἀ­νά­βει συ­νή­θως μέ­σα μας γι᾿ αὐ­τά. Καὶ γιὰ τὸν Χρι­στό; Ποῦ καὶ ποῦ καμ­μί­α σπί­θα. Σπί­θα μό­νον! Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τε­λι­κὰ δὲν Τὸν γνω­ρί­ζου­με, δὲν Τὸν συ­ναν­τοῦ­με!
Κι ἐ­νῶ εἶ­ναι τό­σο εὔ­κο­λο! Ὄ­χι μό­νο νὰ Τὸν συ­ναν­τή­σου­με, ἀλλὰ καὶ νὰ ἑ­νω­θοῦ­με μα­ζί Του. Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ τρέ­ξου­με, οὔ­τε νὰ σκαρ­φα­λώ­σου­με σὲ δέν­δρα γιὰ νὰ τὸ ἐ­πι­τύ­χου­με αὐ­τό. Τὸ ξεύ­ρου­με τί χρει­ά­ζε­ται. Γνω­ρί­ζου­με πὼς μὲ τὴν προ­σευ­χή, τὴ με­λέ­τη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καὶ ἰ­δι­αι­τέ­ρως μὲ τὸ μυ­στή­ριο τῆς θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας ὁ ἴδιος ὁ Κύ­ριος μᾶς προ­σφέ­ρε­ται· ἔρ­χε­ται μέ­σα μας· ἀλλὰ Τὸν συ­ναν­τοῦ­με; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ζή­τη­μα.
Λοι­πόν, ἂν ἡ προ­σευ­χή μας, ἡ με­λέ­τη τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ καὶ κυ­ρί­ως ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α δὲν εἶ­ναι μί­α σω­τή­ρια συ­νάν­τη­ση μὲ τὸν Ζῶν­τα Χρι­στόν, ἐ­κεῖ ἂς ψά­ξου­με: στοὺς πό­θους τῆς ψυ­χῆς μας. Νὰ δοῦ­με τί εἶ­ναι αὐ­τὰ τὰ ἄλ­λα, ποὺ ἐ­πι­θυ­μοῦ­με τό­σο πο­λὺ κα­ὶ δὲν ἀ­φή­νουν χῶ­ρο νὰ ἀ­ναπτυχθεῖ ἡ ἀ­γά­πη καὶ ὁ πό­θος τοῦ Χρι­στοῦ μέ­σα μας, στοι­χεῖ­α τὰ ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­το νὰ ὑ­πάρ­χουν, προ­κει­μέ­νου νὰ ἔλθει Ἐ­κεῖ­νος στὴν καρ­διά μας καὶ νὰ ἑνωθεῖ μα­ζί μας.
Νὰ τὰ ἐ­πι­ση­μά­νου­με ἑ­πο­μέ­νως αὐ­τὰ καὶ νὰ ἀ­γω­νι­σθοῦ­με νὰ τὰ ξερ­ριζώ­σου­με, γιὰ νὰ δυναμώσει ἡ φλό­γα τῆς Θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης μέ­σα μας καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ φι­λο­ξε­νή­σου­με τὸν Κύ­ριο στὴν καρ­διά μας, ὅ­πως ὁ Ζακχαῖος τὸν δέ­χθηκε στὸ σπί­τι του καὶ ἀ­πό­λαυ­σε τὴν ἀ­τί­μη­τη λυ­τρω­τι­κὴ χα­ρὰ τῆς πα­ρου­σί­ας Του.
2. ΑΠΟ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Ἐν τῷ με­τα­ξὺ πε­ρί­ερ­γο κλί­μα ἔ­χει διαμορφωθεῖ στοὺς ἐν­θου­σι­ώ­δεις ἀλλὰ ἐ­πι­πόλαι­ους ἀν­θρώ­πους, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὸν Κύ­ριο: «Δι­ε­γόγ­γυ­ζον», ση­μει­ώ­νει ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Μουρμούριζαν ἀ­γα­να­κτι­σμέ­νοι, δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος ­πῆ­γε νὰ μείνει στὸ σπί­τι ἑ­νὸς ἁ­μαρ­τω­λοῦ καὶ ἀ­δί­κου ἀνθρώ­που, ὅ­πως ­θε­ω­ροῦ­σαν τὸν Ζακ­χαῖ­ο.
Ἀλ­λὰ πό­σο εἶ­χαν πέ­σει ἔ­ξω! Δι­ό­τι αὐ­τὸς ὁ πράγ­μα­τι ἄ­δι­κος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς τώ­ρα πλέ­ον εἶ­ναι ἄλ­λος ἄν­θρω­πος. Κά­νει νέ­α ἀρχή, νέ­ο ξε­κί­νη­μα στὴ ζω­ή του. Συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­γά­πη το­ῦ Κυ­ρί­ου με­τα­νο­εῖ, συν­τρί­βε­ται καὶ ἐ­πι­σφρα­γί­ζον­τας τὴν γνη­σι­ό­τη­τα τῆς ἀλ­λα­γῆς του προ­βαί­νει σὲ μιὰ με­γα­λει­ώ­δη πρά­ξη. Στέ­κε­ται μὲ σε­βα­σμὸ ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ μὲ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα φα­νε­ρώ­νει τὴν ἀ­πό­φασή του νὰ μοιράσει τὴ μι­σὴ πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χοὺς καὶ νὰ ἀνταμείψει στὸ τε­τρα­πλά­σιο, ὅ­σους τυ­χὸν σὰν τε­λώ­νης εἶ­χε ἀ­δι­κή­σει.
Συγ­κλο­νι­στι­κὴ ἡ με­τά­νοι­ά του, ποὺ τὴν ἐ­πι­δο­κι­μά­ζει ὁ Κύ­ριος λέ­γον­τας: «σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ τούτῳ ἐ­γέ­νε­το», σ᾿ αὐ­τὸ τὸ σπί­τι ἦρ­θε σή­με­ρα ἡ σω­τη­ρί­α. Ἕ­νας ἀ­πό­γο­νος το­ῦ Ἀ­βρα­ὰμ μὲ τὴν ἐ­δῶ πα­ρου­σί­α μου ­σώ­θη­κε.
ΕΠΡΟΣΕΞΑΜΕ ὅ­μως ἐ­δῶ, ἀ­δελ­φοί, μιὰ λε­πτο­μέ­ρεια; Ὁ Κύ­ριος δὲν εἶ­πε τὴ φρά­ση «σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ τούτῳ ἐ­γέ­νε­το», μό­λις μπῆκε στὸ σπί­τι τοῦ Ζακ­χαί­ου, ἀλλὰ πό­τε; Τὴν εἶ­πε, ὅ­ταν ὁ Ζακχαῖος ἐ­ξε­δή­λω­σε ἔμ­πρα­κτα τὴν με­τά­νοι­α καὶ τὴν ἀλ­λα­γή του, μὲ τὴν ἀ­να­κοίνωση τῆς ἀ­πόφασής του νὰ μοιράσει τὴ μι­σὴ πε­ρι­ου­σί­α του στοὺς φτω­χοὺς καὶ νὰ διορθώσει τὶς ἀ­δι­κί­ες του.
Λοι­πόν, τὸ συμ­πέ­ρα­σμα εἶ­ναι φα­νε­ρό. Ἡ χα­ρὰ τῆς σω­τη­ρί­ας, ποὺ χα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος, δὲν εἶ­ναι μό­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοὶ καὶ λό­για. Γιὰ νὰ δοθεῖ αὐ­τὸ τὸ πα­νά­κρι­βο θε­ϊ­κὸ δῶ­ρο στὴν ψυ­χή, εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη αὐτὴ νὰ προχωρήσει σὲ δρα­στι­κὰ μέ­τρα. Σὲ ἔρ­γα ἀ­ρε­τῆς, σὲ ἐ­πα­νόρ­θω­ση ἀ­δι­κι­ῶν, σὲ ἀ­γώ­να δη­λα­δὴ ἐ­φαρ­μο­γῆς τῶν ἁ­γί­ων καὶ θεο­ποι­ῶν ἐν­το­λῶν τοῦ Χρι­στοῦ.
Πρα­κτι­κό­τε­ρα αὐ­τὰ ση­μαί­νουν πὼς ὁ πράγ­μα­τι με­τα­νο­η­μέ­νος ἄν­θρω­πος θὰ πρέπει πρωτίστως νὰ ἐπανορθώσει τὶς ἀ­δι­κί­ες, ποὺ εἶ­χε κά­νει. Ἔ­πει­τα θὰ ἀγωνισθεῖ νὰ ἀρνηθεῖ τὸν πα­λαι­ὸ κα­κὸ ἑαυτό του, νὰ κόψει τοὺς δεσμούς του μὲ τὶς ἁμαρτωλὲς συ­νή­θει­ες καὶ συναναστροφὲς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Θὰ ἀγωνισθεῖ νὰ ξερριζώσει τὶς κα­κί­ες του, τὰ μί­ση, τὶς ἀν­τι­πά­θει­ες, τὶς ζή­λει­ες, τοὺς θυ­μούς, τὶς ἔ­νο­χες πε­ρι­έρ­γει­ες, τὶς πα­ρά­νο­μες ἡ­δο­νές, ὅ­λα τὰ φρι­κτὰ σα­τα­νι­κὰ τέ­ρα­τα, ποὺ εἶ­χαν κά­νει φω­λιὰ στὴν καρ­διά του. Ναί. Καὶ θὰ προσπαθέσει στὴ θέση τους νὰ βάλει τὶς ἅ­γι­ες ἀ­ρε­τὲς τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Τὴν ἀ­γά­πη, τὴν ἀ­νε­κτι­κό­τη­τα, τὴν συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα, τὴν εἰ­ρή­νη, τὴν κα­θα­ρό­τη­τα, ὅ­λο αὐ­τὸν τὸν ἅ­γιο κό­σμο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.
Τοῦ Οὐ­ρα­νοῦ! Πρὸς τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­τευ­θυνό­με­θα καὶ ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ἑ­τοιμασθεῖ γιὰ χάρη μας πρὸ κα­τα­βο­λῆς κό­σμου κα­ὶ μᾶς πε­ρι­μέ­νει ὅ­λους στὸ με­γά­λο καὶ ἀ­τέ­λει­ω­το πα­νη­γύ­ρι τῆς θε­ϊ­κῆς ἀ­γά­πης.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου