Τετάρτη 31 Ιουλίου 2019

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2019


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠ.ΠΑΥΛΟΥ και ΒΑΡΝΑΒΑ

 

ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

1 ΠΕΜΠΤΗπρό­ο­δος τ­οῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, τ­ῶν ἑ­πτά Μακ­κα­βαί­ων παί­δων κ­αί Σο­λο­μο­νῆς τ­ῆς μη­τρός αὐ­τῶν κ­αί Ἐ­λε­α­ζά­ρου τ­οῦ δι­δα­σκά­λου αὐ­τῶν
(Ἀ­πό σή­με­ρα ἀρ­χί­ζει νη­στεί­α τ­οῦ Δε­κα­πεν­ταυ­γού­στου κ­αὶ τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα οἱ πα­ρα­κλή­σεις τ­ῆς Πα­να­γί­ας)
4 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ζ' ΜΑΤ­ΘΑΙ­ΟΥ. (Ἀ­πό­στ. Ρωμ. ιε΄[15] 1-7, Εὐ­αγγ.  Μα­τθ. θ΄[9] 27-35). Τῶν ἐν Ἐ­φέ­σῳ Ἑ­πτὰ παί­δων .
6 ΤΡΙΤΗ Η ΜΕ­ΤΑ­ΜΟΡ­ΦΩ­ΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥ­ΡΙΟΥ ΚΑΙ ΘΕ­ΟΥ ΚΑΙ ΣΩ­ΤΗ­ΡΟΣ Η­ΜΩΝ Ι­Η­ΣΟΥ ΧΡΙ­ΣΤΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Β΄ Πέ­τρου α΄[1] 10–19, Εὐ­αγγ. Ματθ. ιζ΄[17] 1-9) (Κα­τά­λυ­σις ἰ­χθύ­ος)
11 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Η' Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ. (Ἀ­πό­στ. Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17, Εὐ­αγγ.  Ματθ. ι­δ΄[14] 14 – 22).  , Με­τὰ τ­ὴν ἑ­ορ­τὴ τ­ῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Εὔ­πλου δι­α­κό­νου. Ἀ­νά­μνη­σις τοῦ ὑ­περ­φυ­οῦς θαύ­μα­τος κα­τὰ τῶν Ἀ­γα­ρη­νῶν Τούρ­κων τοῦ ἐν Ἁ­γί­οις Πα­τρὸς ἡ­μῶν Σπυ­ρί­δω­νος τοῦ Θαυ­μα­τουρ­γοῦ.
15 ΠΕΜΠΤΗ Η ΚΟΙ­ΜΗ­ΣΙΣ ΤΗΣ Υ­ΠΕ­ΡΑ­ΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙ­ΝΗΣ Η­ΜΩΝ ΘΕ­Ο­ΤΟ­ΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕ­ΝΟΥ ΜΑ­ΡΙΑΣ
18 ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Α΄ Κορ. γ΄[3] 9–17, Εὐ­αγγ. Ματθ. ιδ΄[14] 22-34). Με­τὰ τ­ὴν ἑ­ορ­τὴ τ­ῆς Κοι­μή­σε­ως τ­ῆς Θε­ο­τό­κου. Φλώ­ρου, Λαύ­ρου, Λέ­ον­τος Μαρ­τύ­ρων
24 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Εὐ­τυ­χοῦς Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Κο­σμᾶ τοῦ Αἰ­τω­λοῦ νε­ο­μάρ­τυ­ρος, Ἀ­να­κο­μι­δή τῶν λει­ψά­νων Δι­ο­νυ­σί­ου Αἰ­γί­νης
25 Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ  Ι΄Μ­Α­Τ­Θ­Α­Ι­ΟΥ, (Ἀ­πό­στ. Α΄ Κ­ορ. δ΄[4] 9-16, Εὐ­αγγ.  Μα­τθ. ιζ΄[17] 14-23). Τί­του Ἀ­πο­στ., Ἀ­να­κο­μι­δὴ τῶν λει­ψά­νων Βαρ­θο­λο­μαί­ου Ἀ­πο­στό­λου. Κων­σταν­τί­ας ὁ­σί­ας τῆς ἐν Πά­φῳ μα­θη­τρί­ας γε­νο­μέ­νης Ἱ­λα­ρί­ω­νος τοῦ Με­γά­λου.
26 ΔΕΥΤΕΡΑ Ἀδριανοῦ καὶ Ναταλίας τῶν μαρτύρ.
27 ΤΡΙΤΗ Χρυ­σο­στό­μου ἐ­πι­σκό­που Σμύρ­νης ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος (1922), Ποι­μέ­νος ὁ­σ., Λι­βε­ρί­ου Πά­πα Ρώ­μης, Φα­νου­ρί­ου νε­ο­φα­νοῦς Μάρ­τυ­ρος
29 ΠΕΜΠΤΗ  Μνή­μη τ­ῆς ἀ­πο­το­μῆς τ­ῆς Τι­μί­ας Κε­φα­λῆς τ­οῦ Ἁ­γ. Ἰ­ω­άν­νου τ­οῦ Προ­δρό­μου κ­αὶ Βα­πτι­στοῦ. Νη­στεί­α αὐ­στη­ρὰ κ­αὶ ἀ­πό­λυ­τος
30 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ἀ­λε­ξάν­δρου, Παύ­λου καί Ἰ­ω­άν­νου Πα­τρια­ρχῶν Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως, Φι­λω­νί­δου ἐ­πι­σκό­που Κου­ρί­ου ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος, Βρυα­ίνης Ὁ­σί­ας
31  ΣΑΒΒΑΤΟΝ  κα­τά­θε­σις τῆς Τι­μ. Ζώ­νης τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου
ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ : 6.30 Μ.Μ.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ : 6.30 Μ.Μ.
ΟΡΘΡΟΣ : 6.30 Π.Μ.

ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


ΙΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ




Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας αὐτὴ τὴν περίοδο
ἐξομολογεῖ
τὶς πιὸ κάτω
Μέρες καὶ Ὧρες:
                     
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 2/08 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.
ΔΕΥΤΕΡΑ 5/08 10.00 π.μ. - 12.00 μ.                
ΤΕΤΑΡΤΗ 7/08 10.00 π.μ.-12.00 μ.                      
                 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 9/08 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.
ΔΕΥΤΕΡΑ 12/08 10.00 π.μ.-12.00 μ.                      
                 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.
ΤΡΙΤΗ 13/08 10.00 π.μ.-12.00 μ.                      
                 5.00 μ.μ. - 6.30 μ.μ.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΩΝ
 ΤΡΙΤΗ 13/08/2019


Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(28 ΙΟΥΛΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, ἔ­χον­τες χα­ρί­σμα­τα κα­τὰ τὴν χά­ριν τὴν δο­θεῖ­σαν ἡ­μῖν δι­ά­φο­ρα, εἴ­τε προ­φη­τε­ί­αν, κα­τὰ τὴν ἀ­να­λο­γί­αν τῆς πί­στε­ως, εἴ­τε δι­α­κο­νί­αν, ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ, εἴ­τε ὁ δι­δά­σκων, ἐν τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ, εἴ­τε ὁ πα­ρα­κα­λῶν, ἐν τῇ πα­ρα­κλή­σει, ὁ με­τα­δι­δούς, ἐν ἁ­πλό­τη­τι, ὁ προ­ϊ­στά­με­νος, ἐν σπου­δῇ, ὁ ἐ­λε­ῶν, ἐν ἱ­λα­ρό­τη­τι. ῾Η ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τος. Ἀ­πο­στυ­γοῦν­τες τὸ πο­νη­ρόν, κολ­λώ­με­νοι τῷ ἀ­γα­θῷ, τῇ φι­λα­δελ­φί­ᾳ εἰς ἀλ­λή­λους φι­λό­στορ­γοι, τῇ τι­μῇ ἀλ­λή­λους προ­η­γο­ύ­με­νοι, τῇ σπου­δῇ μὴ ὀ­κνη­ροί, τῷ πνε­ύ­μα­τι ζέ­ον­τες, τῷ Κυ­ρί­ῳ δου­λε­ύ­ον­τες, τῇ ἐλ­πί­δι χα­ί­ρον­τες, τῇ θλί­ψει ὑ­πο­μέ­νον­τες, τῇ προ­σευ­χῇ προ­σκαρ­τε­ροῦν­τες, ταῖς χρε­ί­αις τῶν ἁ­γί­ων κοι­νω­νοῦν­τες, τὴν φι­λο­ξε­νί­αν δι­ώ­κον­τες. Εὐ­λο­γεῖ­τε τοὺς δι­ώ­κον­τας ὑ­μᾶς, εὐ­λο­γεῖ­τε καὶ μὴ κα­τα­ρᾶ­σθε.      
                                                     (Ρωμ. Ιβ΄[12] 6-14)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἔχοντας διάφορα χαρίσματα καὶ ἱκανότητες, ἀνάλογα μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού μᾶς δόθηκε, ἂς ἀρκούμαστε σ' αὐτὲς κι ἂς μή ζητοῦμε ἐγωιστικά ἐκεῖνα ποὺ δὲν μᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Εἴτε δηλαδὴ ἔχουμε τὸ χάρισμα τῆς προφητείας, ἂς προφητεύουμε ἀνάλογα μὲ τὸ χάρισμα πού δόθηκε στὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς πίστεώς του. Εἴτε ἔχουμε χάρισμα ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, ἂς μένουμε στὸ χάρισμα αὐτὸ τῆς διακονίας. Εἴτε εἶναι κανείς διδάσκαλος τῶν θείων ἀληθειῶν, ἂς μένει στὴ διδασκαλία κι ἀς ἀρκεῖται νὰ ἐξηγεῖ τὶς ἀλήθειες ποὺ ἀποκαλύπτονται ἀπό τούς προφῆτες καὶ περιλαμβάνονται στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Κι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὸ χάρισμα νὰ προτρέπει στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἀληθειῶν, τίς ὁποῖες ἀποκαλύπτει βέβαια ὁ προφήτης, ἐξηγεῖ ὅμως ὁ διδάσκαλος, ἂς μένει στὸ ἔργο τῆς προτροπῆς. Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει κλίση νὰ μοιράζει ἀπό τὰ ἀγαθά του στοὺς φτωχούς, ἂς τὸ κάνει αὐτὸ μὲ ἁπλότητα, χωρὶς ἐπίδειξη ἢ ἄλλα ἐγωιστικὰ ἐλατήρια. Ἐκεῖνος στὸν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἡ ἐπιστασία, ἡ φροντίδα καὶ ἡ ἐπιμέλεια ὁποιουδήποτε καλοῦ ἔργου, ἂς ἐπιστατεῖ μὲ προθυμία καὶ δραστηριότητα. Κι ἐκεῖνος ποὺ κάνει ἐλεημοσύνη, ἂς ἐλεεῖ μὲ χαρὰ καὶ καλοσύνη. Ἡ ἀγάπη ἂς εἶναι εἰλικρινὴς καὶ ἐλεύθερη ἀπό ὑποκρισία. Νὰ ἀποστρέφεστε μὲ ὅλη σας τὴ δύναμη τὸ πονηρὸ καὶ νὰ εἶστε προσκολλημένοι στὸ καλό. Μὲ τὴ φιλαδελφία νὰ γίνεστε φιλόστοργοι μεταξὺ σας. Νὰ προλαβαίνει ὁ καθένας νὰ ἀποδίδει πρῶτος τὴν τιμὴ στοὺς ἄλλους. Στὴν προθυμία καὶ τὸν ζῆλο ποὺ ἀπαιτεῖται γιὰ κάθε θεάρεστο ἔργο νὰ μὴν εἶστε δυσκίνητοι καὶ ὀκνηροί. Οἱ ἐσωτερικές σας πνευματικὲς δυνάμεις νὰ εἶναι γεμάτες ἀπό θερμὴ ἀφοσίωση καὶ πάντοτε ζεστὲς ἀπό τήν πνευματικὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ μ' ὅλα αὐτὰ νά ὑπηρετεῖτε τὸν Κύριο ὡς ἀφοσιωμένοι δοῦλοι του. Ἡ ἀκλόνητη ἐλπίδα σας στὰ μελλοντικὰ ἀγαθὰ νά σᾶς γεμίζει χαρὰ καὶ νὰ σᾶς ἐνισχύει γιὰ νὰ δείχνετε ὑπομονὴ στὴ θλίψη. Καὶ νὰ ἐπιμένετε στὴν προσευχή, ἀπό τήν ὁποία θὰ παίρνετε μεγάλη βοήθεια γιὰ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀρετές, καθὼς καὶ γιὰ τὶς δύσκολες περιστάσεις τῆς ζωῆς. Νὰ συμμετέχετε καὶ νὰ βοηθᾶτε στὶς ἀνάγκες τῶν Χριστιανῶν, καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὴ φιλοξενία χωρίς νά περιμένετε οἱ ξενιτεμένοι ἀδελφοὶ νὰ σᾶς τὴν ζητήσουν. Νὰ εὔχεστε γιὰ ἐκείνους ποὺ σᾶς καταδιώκουν γιά  ὅλους νὰ εὔχεστε καὶ νὰ λέτε καλὰ λόγια ζητώντας τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ ἐπάνω τους, καὶ ποτὲ νὰ μὴν καταριέστε.
         
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐμ­βὰς ὁ Ἰ­η­σοῦς ες πλοῖ­ον δι­ε­πέ­ρα­σεν κα ἦλ­θεν ες τν ἰ­δί­αν πό­λιν. Κα ἰ­δοὺ προ­σέ­φε­ρον αὐ­τῷ πα­ρα­λυ­τι­κὸν ἐ­πὶ κλί­νης βε­βλη­μέ­νον. κα ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν εἶ­πεν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Θρσει, τέ­κνον· ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. κα ἰ­δού τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων εἶ­πον ν ἑ­αυ­τοῖς· Οὗ­τος βλα­σφη­μεῖ. κα εἰ­δὼς Ἰ­η­σοῦς τς ἐν­θυ­μή­σεις αὐ­τῶν εἶ­πεν·  Ἵ­να τ ὑ­μεῖς ἐν­θυ­μεῖ­σθε πο­νη­ρὰ ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; τ γρ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα πε­ρι­πά­τει; ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­πὶ τς γς ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας – τό­τε λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Ἐ­γερ­θεὶς ἆ­ρόν σου τν κλί­νην κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. κα ἐ­γερ­θεὶς ἀ­πῆλ­θεν ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ. ἰ­δόν­τες δ ο ὄ­χλοι ἐ­θα­ύ­μα­σαν κα ἐ­δό­ξα­σαν τν Θε­ὸν τν δόντα ἐ­ξου­σί­αν τοι­α­ύ­την τος ἀν­θρώ­ποις.        
(Ματθ. θ΄[9]  1 –8)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. πρΟς Απογοητευμένους
Ὁ ἄν­θρω­πος ἦ­ταν πα­ρά­λυ­τος. Πό­σα χρό­νια εἶ­χε στὸ κρεβ­βά­τι δὲν τὸ γνω­ρί­ζου­με. Τὶς τα­λαι­πω­ρί­ες καὶ τὰ βά­σα­νά του βέ­βαι­α μπο­ροῦ­με νὰ τὰ ὑ­πο­θέ­σου­με. Ὅ­μως... τώ­ρα, νά! Βρί­σκε­ται μπρο­στὰ στὸν Κύ­ριο, στὸν θαυ­μα­τουρ­γὸ αὐ­τὸν Προ­φή­τη, ὅ­πως τὸν νό­μι­ζαν οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Ἑ­βραῖ­οι, καὶ ὅ­λα τὰ βά­σα­να μπο­ροῦν πλέ­ον νὰ ξε­χα­στοῦν. Ὁ πα­ρά­λυ­τος δὲν ἀμ­φι­βάλ­λει κα­θό­λου γιὰ τὴ θαυ­μα­τουρ­γι­κὴ δύ­να­μη τοῦ Κυ­ρί­ου. Πι­στεύ­ει ἀ­πο­λύ­τως πὼς ὁ Κύ­ριος μπο­ρεῖ μὲ ἕ­να ἁ­πλὸ πρό­σταγ­μά Του νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σει. Ἐν τού­τοις δὲν μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­παλ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ κά­ποι­ες ἀμ­φι­βο­λί­ες. Φαί­νε­ται, λέ­γουν οἱ ἑρ­μη­νευ­τές, πὼς σκέ­φτε­ται τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του – αὐ­τὲς ποὺ ἴ­σως προ­κά­λε­σαν καὶ τὴν ἀρ­ρώ­στια του – καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τὸν λό­γο δι­στά­ζει, ἀμ­φι­βάλ­λει: ἄ­ρα­γε εἶ­μαι ἄ­ξιος νὰ μὲ θε­ρα­πεύ­σει; Μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες μου στα­θοῦν ἐμ­πό­διο στὴν θε­ρα­πεί­α μου; Μή­πως...
Τέ­τοι­α ἀ­γω­νι­ώ­δη ἐ­ρω­τή­μα­τα ὑ­πο­θέ­του­με πὼς δι­έ­κρι­νε ὁ Κύ­ριος στὴν με­τα­νο­η­μέ­νη ψυ­χὴ τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ τοῦ εἶ­πε τὰ τό­σο ἐν­θαρ­ρυν­τι­κὰ λό­για, ποὺ ἐ­ξέ­πλη­ξαν βέ­βαι­α τοὺς πολ­λούς: «θάρ­σει, τέ­κνον ἀ­φέ­ων­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου». Ἔ­χε θάρ­ρος, παι­δί μου· σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρε­θεῖ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου.
ΕΧΕ ΘΑΡΡΟΣ, ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ! Σὰν λε­πτὴ δρο­σε­ρὴ αὔ­ρα θὰ αἰ­σθάν­θη­κε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ πα­ρα­λυ­τι­κός. «Θάρ­σει, τέ­κνον»! Γλυ­κύ­τα­τα λό­για τοῦ Χρι­στοῦ μας. Δὲν τὰ ἀ­πηύ­θυ­νε μό­νον τό­τε στὴν ἀ­δύ­να­τη ἐ­κεί­νη ψυ­χή, ποὺ πά­λευ­ε μὲ τοὺς λο­γι­σμοὺς τῆς ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης καὶ εἶ­χε βέ­βαι­α ἀ­νάγ­κη τό­νω­σης καὶ στη­ριγ­μοῦ. Αὐ­τὰ τὰ ἴ­δια λό­για τὰ ἀ­πευ­θύ­νει ὁ Κύ­ριος καὶ σὲ μᾶς σή­με­ρα. Σὲ μᾶς! Δι­ό­τι καὶ ἐ­μεῖς συ­χνὰ στοὺς ἴ­διους λο­γι­σμοὺς πνι­γό­μα­στε. Βλέ­που­με τὸν ἑ­αυ­τό μας, τὶς πολ­λές μας ἁ­μαρ­τί­ες – πα­λαι­ὲς καὶ νέ­ες – καὶ ἀ­πο­γο­η­τευ­ό­μα­στε. Ὡ­ρι­σμέ­νοι μά­λι­στα πιὸ εὐ­αί­σθη­τοι ὁ­δη­γοῦν­ται σὲ πλή­ρη ἀ­πελ­πι­σί­α. Ἐν­θυ­μοῦν­ται τὸ ἁ­μαρ­τω­λὸ πα­ρελ­θόν τους, ἀ­να­λο­γί­ζον­ται καὶ τὴ μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως, καὶ πα­γώ­νουν. Ἡ δὲ σκέ­ψη ἑ­νὸς αἰφ­νί­διου θα­νά­του τοὺς πα­ρα­λύ­ει ἐν­τε­λῶς. Καὶ δὲν ἡ­συ­χά­ζουν παρ᾿ ὅ­λο ὅ­τι ἔ­χουν ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως ἴ­σως τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά τους.
Μιὰ τέ­τοι­α ὅ­μως ψυ­χι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα, ὅ­σο κι ἂν δεί­χνει νὰ εἶ­ναι εἰ­λι­κρι­νὴς καὶ ἀ­πο­τέ­λε­σμα βα­θειᾶς συ­ναι­σθή­σε­ως τῆς ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τος, πρέ­πει εὐ­θέ­ως νὰ τὸ ποῦ­με πὼς εἶ­ναι ἀρ­ρω­στη­μέ­νη καὶ ἄ­κρως ἐ­πι­κίν­δυ­νη. Προ­έρ­χε­ται σα­φῶς ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ, τοῦ δι­α­βό­λου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ ἐ­πι­δι­ώ­κει: νὰ σπρώ­ξει τὴν ψυ­χὴ στὴν ἀ­πό­γνω­ση – ὅ­πως ἔ­κα­νε καὶ μὲ τὸν Ἰ­ού­δα – καὶ νὰ τὴν κα­τα­στρέ­ψει.
Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ἡ ἐ­νι­σχυ­τι­κὴ καὶ πα­ρή­γο­ρη φω­νὴ τοῦ Κυ­ρί­ου μας ἀ­πευ­θύ­νε­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως πρὸς αὐ­τὲς τὶς εὐ­αί­σθη­τες ψυ­χές: «Θάρ­σει, τέ­κνον», λέ­γει καὶ πά­λι. Ἔ­χε θάρ­ρος, παι­δί μου. Μὴν ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­σαι, μὴν ἀ­πελ­πί­ζε­σαι, μὴν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­σαι. Μὴν τό­σο πο­λὺ ἀ­γω­νιᾶς! Οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου ἔ­χουν συγ­χω­ρε­θεῖ. Ἐφ᾿ ὅ­σον με­τε­νό­η­σες, ἐφ᾿ ὅ­σον τὶς ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κες ἐ­νώ­πιον τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ, ἔ­χουν πλέ­ον σβή­σει.
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Ἂς τὰ πι­στεύ­σου­με ὅ­λοι μας βα­θιὰ τὰ πα­ρή­γο­ρα καὶ ἐν­θαρ­ρυν­τι­κὰ λό­για του Κυ­ρί­ου μας. Μὴν ἀ­φή­νου­με τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ λύ­πη νὰ κα­λύ­πτει τὴν ψυ­χή μας. Δι­ό­τι αὐ­τὸ στὸ τέ­λος – τέ­λος εἶ­ναι ἁ­μάρ­τη­μα! Εἶ­ναι ἀ­πι­στί­α στὴ δύ­να­μη τῆς Θυ­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου μας! Ἐ­κεῖ­νος γι᾿ αὐ­τὸ θυ­σι­ά­στη­κε, γιὰ νὰ μᾶς κα­θα­ρί­σει ἀ­πὸ τὰ ἀ­μέ­τρη­τα πλή­θη τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.
Καὶ μᾶς κα­θα­ρί­ζει. Τὸ γνω­ρί­ζου­με ἄλ­λως τε. Μό­λις με­τα­νο­οῦ­με, συγ­χω­ρού­με­θα, βρί­σκου­με ἀ­μέ­σως ἔ­λε­ος. Ἂς μὴν ἀ­πι­στοῦ­με λοι­πόν. Μιὰ στα­γό­να θε­ϊ­κοῦ αἵ­μα­τος φθά­νει νὰ κα­θα­ρί­σει ὅ­λον τὸν βοῦρ­κο τοῦ σύμ­παν­τος. Καὶ ἐ­μεῖς, σ᾿ αὐ­τὸ τὸ Αἷ­μα, στὴν ἄ­πει­ρη δύ­να­μη τῆς Θυ­σί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου στη­ρι­ζό­μα­στε καὶ πο­τέ, μὰ πο­τέ, δὲν ἀ­φή­νου­με – δὲν πρέ­πει – νὰ ἀ­φή­νου­με τὴν ἀ­πό­γνω­ση νὰ μπαί­νει στὴν ψυ­χή μας. Καὶ ἂν μᾶς φο­βί­ζει ἡ μέ­ρα τῆς Κρί­σε­ως, ἂς μὴ μᾶς δι­α­φεύ­γει ὅ­τι ὁ Κρι­τής, ὁ Θε­ός μας, δὲν εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­δυ­σώ­πη­τος τύ­ραν­νος, ἀλ­λὰ Βα­σι­λεὺς ἀ­γά­πης. Ὅ­πως δὲ πο­λὺ ὡ­ραῖ­α ἔ­χει ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ, ἂς μὴ λη­σμο­νοῦ­με πο­τὲ πὼς τὸ ὕ­ψι­στο προ­νό­μιο ἑ­νὸς Βα­σι­λέ­ως εἶ­ναι τὸ ἔ­λε­ος.
2. το μέγιστο ολων των θαυμάτων
Τὰ πα­ρή­γο­ρα λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου δι­έ­λυ­σαν τοὺς λο­γι­σμοὺς τῆς ἀμ­φι­βο­λί­ας καὶ τό­νω­σαν πνευ­μα­τι­κῶς τὸν πα­ρα­λυ­τι­κό. Ἀλ­λὰ μό­νον ἐ­κεῖ­νον! Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι ποὺ τὰ ἄ­κου­σαν, μὴ γνω­ρί­ζον­τας τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­γω­νί­α του, μᾶλ­λον ἔκ­πλη­ξη ἢ καὶ δυ­σφο­ρί­α θὰ ἔ­νι­ω­σαν, δι­ό­τι, ἐ­νῶ πε­ρί­με­ναν νὰ δοῦν θαῦ­μα, ἄ­κου­γαν γιὰ συγ­χώ­ρη­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν, κά­τι ποὺ τοὺς φαι­νό­ταν ἀ­σή­μαν­το ἴ­σως καὶ μι­κρό. Ἂς ἀ­φή­σου­με πιὰ τοὺς πο­νη­ροὺς Γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ἄρ­χι­σαν νὰ σκέ­φτον­ται ὅ­τι ὁ Κύ­ριος οὔ­τε λί­γο οὔ­τε πο­λὺ «βλα­σφη­μεῖ»!
Αὐ­τοὺς τοὺς κρυ­φοὺς δι­α­λο­γι­σμοὺς τῶν Γραμ­μα­τέ­ων τοὺς δι­έ­κρι­νε ἀ­μέ­σως ὁ Κύ­ριος μὲ τὸ θε­ϊ­κό Του βλέμ­μα, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ εἶ­πε: Για­τί σκέ­φτε­στε αὐ­τὰ τὰ πο­νη­ρὰ γιὰ Μέ­να; Τί εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο; Νὰ πεῖ κα­νείς, σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, ἢ νὰ πεῖ, σή­κω ἐ­πά­νω καὶ περ­πά­τα; Ἐ­σεῖς νο­μί­ζε­τε πὼς εὐ­κο­λό­τε­ρο εἶ­ναι τὸ πρῶ­το, δι­ό­τι κα­νεὶς δὲν μπο­ρεῖ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ἂν πραγ­μα­τι­κὰ ἔ­γι­νε. Γιὰ νὰ μά­θε­τε ὅ­μως ὅ­τι Ἐ­γώ, ποὺ ἔ­γι­να ἄν­θρω­πος, ἔ­χω τὴν δύ­να­μη νὰ συγ­χω­ρῶ ἁ­μαρ­τί­ες ἐ­δῶ στὴ γῆ, κυτ­τάξ­τε τί θὰ γί­νει. Καὶ στρε­φό­με­νος πρὸς τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸ τοῦ λέ­γει: σή­κω ὄρ­θιος, πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου.
Ἀ­μέ­σως τὸ θαῦ­μα ἔ­γι­νε, ἀ­φή­νον­τας ἔκ­θαμ­βα τὰ πλή­θη τῶν ἀν­θρώ­πων, ποὺ δό­ξα­ζαν τὸν Θε­ό, δι­ό­τι δι­α­πί­στω­σαν πὼς εἶ­χε δώ­σει μιὰ ἐκ­πλη­κτι­κὴ ἐ­ξου­σί­α στοὺς ἀν­θρώ­πους, τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ θε­ρα­πεύ­ον­ται καὶ νὰ λαμ­βά­νουν ἄ­φε­ση ἁ­μαρ­τι­ῶν διὰ τοῦ Κυ­ρί­ου.
Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ τῶν Γραμ­μα­τέ­ων, ἀ­δελ­φοί, ὅ­πως τὴν εἴ­δα­με νὰ ἐκ­δη­λώ­νε­ται στὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ αὐ­τὸ θαῦ­μα, μᾶς εἶ­ναι ἄ­ρα­γε τε­λεί­ως ξέ­νη καὶ ἄ­γνω­στη; Φυ­σι­κὰ ἐ­μεῖς δὲν ἀμ­φι­βάλ­λου­με γιὰ τὸ ὅ­τι ὃ Κύ­ριος μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες. Ὄ­χι! Μή­πως ὅ­μως, σὰν τοὺς Γραμ­μα­τεῖς καὶ ἐ­μεῖς, θε­ω­ροῦ­με ση­μαν­τι­κό­τε­ρο θαῦ­μα τὴ θε­ρα­πεί­α τοῦ σώ­μα­τος ἀ­πὸ τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν ἢ ἀ­πὸ ἄλ­λες πνευ­μα­τι­κὲς δω­ρε­ὲς Του; Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἐ­ρώ­τη­μα.
Μή­πως δη­λα­δή – γιὰ νὰ τὸ ποῦ­με πρα­κτι­κό­τε­ρα – ὑ­πο­τι­μοῦ­με αὐ­τὴ τὴν ὕ­ψι­στη δω­ρε­ά, τὸ μέ­γι­στο ὅ­λων τῶν θαυ­μά­των, ποὺ εἶ­ναι ἡ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας, καὶ ἡ ὁ­ποί­α μᾶς δί­δε­ται στὸ ἱ­ε­ρὸ Μυ­στή­ριο τῆς Ἐ­ξο­μο­λο­γή­σε­ως; Ἢ –γε­νι­κό­τε­ρα – μή­πως ὑ­πο­τι­μοῦ­με τὶς ἀ­σύλ­λη­πτες οὐ­ρά­νι­ες δω­ρε­ές, ποὺ μᾶς χα­ρί­ζει ὁ Κύ­ριος μέ­σα στὴν ἁ­γί­α Του Ἐκ­κλη­σί­α;
Ἂς μὴ θε­ω­ρή­σου­με ὑ­περ­βο­λι­κὰ αὐ­τὰ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα. Οὔ­τε ὅ­τι ἀ­φο­ροῦν ἄλ­λους καὶ ὄ­χι ἐ­μᾶς. Ἂς κά­νου­με, κα­λύ­τε­ρα, ἕ­να ἔ­λεγ­χο στὸν ἑ­αυ­τό μας, στὰ κρι­τή­ρια ποὺ ἔ­χου­με. Ἴ­σως ἔ­τσι βρε­θοῦ­με πρὸ ἐκ­πλή­ξε­ων!
Ἂς ἐ­ξε­τά­σου­με, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὶς προ­σευ­χές μας. Τί εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι συ­χνὰ καὶ μὲ ἐ­πι­μο­νὴ ζη­τᾶ­με ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἐ­πί­γεια πράγ­μα­τα: ὑ­γεί­α, πρό­ο­δο στὶς σπου­δὲς τῶν παι­δι­ῶν μας, εὐ­λο­γί­α στὴν ἐρ­γα­σί­α μας καὶ πλῆ­θος ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α. Δὲν εἶ­ναι κα­κὸ τὸ νὰ ζη­τᾶ­με τέ­τοι­α πράγ­μα­τα. Κα­λὸ εἶ­ναι. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι μι­κρὸ κα­λό! Ἐ­πί­γει­ο μό­νο!
Μό­νο! Ζη­τᾶ­με «πεν­τα­ρο­δε­κά­ρες» τὴν ὥ­ρα ποὺ ὁ κα­λὸς Θε­ὸς ἁ­πλώ­νει τὰ χέ­ρια Του γιὰ νὰ μᾶς χα­ρί­σει ὅ­λο τὸ Σύμ­παν! Καὶ ἐ­μεῖς ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με, δυ­στυ­χῶς, γι᾿ αὐ­τό. Φω­νά­ζου­με: δός μου! Καὶ ἐ­πι­μέ­νου­με. Ἀλ­λὰ μό­νο γιὰ τὶς δε­κά­ρες, τὰ ἐ­πί­γεια. Γιὰ τὶς πνευ­μα­τι­κὲς δω­ρε­ές Του – τὴ συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, τὴ θεί­α Κοι­νω­νί­α, τὴν κλη­ρο­νο­μιὰ τῆς Οὐ­ρα­νί­ου Βα­σι­λεί­ας – ἴ­σα ποὺ ψελ­λί­ζουν νω­θρὰ καὶ κου­ρα­σμέ­να κά­τι ἐ­λά­χι­στο τὰ χεί­λη μας.
Μή­πως ἑ­πο­μέ­νως, ἀ­δελ­φοί, πρέ­πει νὰ ἀλ­λά­ξου­με νο­ο­τρο­πί­α; Καὶ πο­ρεί­α; Ἂς τὸ σκε­φθοῦ­με ὅ­λοι μας!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)