Παρασκευή 19 Ιουλίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 (21 ΙΟΥλΙΟΥ 2019)




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ 
Ἀδελφοί͵ ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν. Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν͵ ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν· ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην͵ καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι͵ τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν· τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ. Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει· Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἤ͵ Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν͵ ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ΄ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν͵ καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν͵ σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην͵ στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.
                                               (Ρωμ.ι΄[10] 1 – 10)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐνῶ οἱ Ἰσραηλίτες ἀπίστησαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὴ σωτηρία τοῦ Μεσσία, ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία καὶ εὐαρέσκεια τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἡ δέηση ποὺ ἀπευθύνω στὸ Θεὸ εἶναι γιὰ χάρη τους, γιὰ νὰ πετύχουν τὴ σωτηρία. Καὶ ἐπιθυμῶ νὰ σωθοῦν, διότι δίνω γι᾿ αὐτοὺς μαρτυρία ὄτι ἔχουν ζῆλο γιὰ τὸν Θεὸ· ἀλλὰ ὁ ζῆλος τους αὐτὸς δὲν διευθύνεται ἀπὸ ὀρθὴ καὶ πλήρη γνώση σχετικὰ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὰ καθήκοντα πρὸς αὐτόν. Δὲν φρόντισαν δηλαδὴ νὰ γνωρίσουν τὴ δικαίωση ποὺ δίνει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀγαθότητα, καὶ ζητοῦν νὰ στήσουν τὴ δική τους ἀντίληψη σχετικὰ μὲ τὴ δικαίωση. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπέταξαν τὸν ἑαυτό τους στὴ δικαίωση τοῦ  Θεοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς ἔδωσε τέλος στὴν ἀποστολὴ καὶ τὴν ἰσχὺ τοῦ νόμου· κι ἔτσι τώρα ἀποκτᾶ τὴ δικαίωση καὶ τὴ σωτηρία του καθένας ποὺ πιστεύει στὸ Χριστὸ, ὄχι ὅποιος ἐξαρτᾶ τὴ δικαίωσή του ἀπὸ τὸ νόμο, ὅπως τὴν ἐξαρτοῦν οἱ Ἰσραηλίτες ποὺ ἀπίστησαν. Καὶ ἡ σωτηρία δίνεται μόνο μὲ τὴν πίστη, διὸτι ὁ Μωυσῆς γράφει γιὰ τὴ δικαίωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ Μωσαϊκὸ νόμο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος ποὺ θὰ τηρήσει ὅλα ἀνεξαιρέτως ὅσα ὁ νόμος διατάζει, θὰ ζήσει χάρη σ᾿ αὐτά, καὶ συνεπῶς αὐτὸς καὶ μόνο θὰ σωθεῖ. Ἡ ἀκριβὴς ὅμως τήρηση τοῦ νόμου ἦταν ἀδύνατη. Ἀντιθέτως, σχετικὰ μὲ τὴ δικαίωση ἀπὸ τὴν πίστη λέει ὁ Μωυσῆς στὸ Δευτερονόμιο: Μὴν εἰσχωρήσει στὴν καρδιά σου ὁ λογισμός: Ποιὸς θὰ ἀνεβεῖ στὸν οὐρανὀ; Γιὰ νὰ κατεβάσει δηλαδὴ ἀπὸ ἐκεῖ τὸν Χριστό, ποὺ θὰ μὲ ὁδηγήσει στὴ σωτηρία. Ἢ ποιὸς θὰ κατεβεῖ στὰ σκοτεινὰ καὶ βαθιὰ μέρη τοῦ Ἅδη; Γιὰ νὰ ἀναστήσει δηλαδὴ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴ σωτηρία καὶ τὴ ζωὴ; Ἀλλὰ τί λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ γιὰ τὴ σωτηρία ἀπὸ τὴν πίστη; Λέει τὰ ἑξῆς: Εἶναι κοντά σου ὁ λόγος, στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου. Δηλαδὴ εἶναι κοντά σου ὁ λόγος ποὺ πρέπει νὰ πιστέψεις, καὶ τὸν ὁποῖο ἐμεῖς οἱ Ἀπόστολοι κηρύττουμε. Καὶ εἶναι κοντὰ στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου ὁ λόγος αὐτός, διότι, ἐὰν ὁμολογήσεις μὲ τό στόμα σου τὸν Ἰησοῦ ὡς ὑπέρτατο Κύριο καὶ πιστέψεις μὲ τὴν καρδιά σου ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, θὰ σωθεῖς. Καὶ θὰ σωθεῖς, ἐπειδὴ μὲ τὴν καρδιά του πιστεύει κανεὶς καὶ μὲ ὅλη τὴν ψυχή του, καὶ ὡς καρπὸ τῆς πίστεως αὐτῆς ἔχει τὴ δικαίωσή του· καὶ μὲ τὸ στόμα του ὁμολογεῖ τὴν πίστη, καὶ ὡς καρπὸ ἔχει τὴ σωτηρία του.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι, ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν, λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, ᾿Ιησοῦ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες, ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ ἰδοὺ, ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον· καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν, ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ ᾿Ιησοῦ· καὶ ἰδόντες αὐτὸν, παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν.  Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον, διεπέρασε, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.                
     (Ματθ. η΄[8] 28 –θ΄[9] 1)

 «Ὑ­πήν­τη­σαν αὐ­τῷ δύ­ο δαι­μο­νι­ζό­με­νοι ἐκ τῶν μνη­μεί­ων
ἐ­ξερ­χό­με­νοι, χα­λε­ποὶ λί­αν»
ΜΗΝ παί­ζε­τε μα­ζΙ της πο­τέ!...
Δρα­μα­τι­κὴ ἡ ση­με­ρι­νὴ συ­νάν­τη­σις τοῦ Κυ­ρί­ου μὲ τοὺς δύ­ο δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους τῶν Γερ­γε­ση­νῶν, ἀ­γα­πη­τοί. Εἶ­ναι κυ­ρι­ευ­μέ­νοι ἀ­πὸ πνεῦ­μα πο­νη­ρόν. Ἔ­ξαλ­λοι καὶ ἀ­συγ­κρά­τη­τοι, σπά­ζουν τὰ δε­σμά, μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α προ­σπα­θοῦν οἱ συγ­γε­νεῖς νὰ τοὺς κα­θη­λώ­σουν εἰς τὸ σπί­τι·  γυ­ρί­ζουν, χω­ρὶς ἐν­δύ­μα­τα καὶ ἐ­ξη­γρι­ω­μέ­νοι, εἰς τὰς ἐ­ρή­μους καὶ τὰ μνή­μα­τα· προ­κα­λοῦν τὸν τρό­μον καὶ τὸν φό­βον τῶν κα­τοί­κων τῆς πε­ρι­ο­χῆς.
Εἰς αὐ­τὴν τὴν κα­τά­στα­σιν συ­ναν­τῶν­ται μὲ τὸν Χρι­στόν. Τα­ράσ­σον­ται. Τὸ πο­νη­ρὸν πνεῦ­μα, ποὺ κα­τοι­κεῖ μέ­σα των, ἀ­νη­συ­χεῖ. Πα­ρα­κα­λεῖ νὰ μὴν τὸ βα­σα­νί­σῃ ὁ Κύ­ριος. Καὶ ζη­τεῖ τὴν ἄ­δειαν νὰ εἰ­σέλ­θῃ εἰς τοὺς χοί­ρους, ποὺ ἔ­βο­σκαν ὀ­λί­γον πιὸ πέ­ρα. Ἡ ἄ­δεια δί­δε­ται. Καὶ οἱ χοῖ­ροι ὁρ­μοῦν ἀ­κά­θε­κτοι εἰς τὴν λί­μνην καὶ πνί­γον­ται εἰς τὰ νε­ρά της. Οἱ δαι­μο­νι­ζό­με­νοι ὅ­μως, μό­λις ἀ­πηλ­λά­γη­σαν ἀ­πὸ τὰς πο­νη­ρὰς δυ­νά­μεις, ἐ­θε­ρα­πεύ­θη­καν τε­λεί­ως. Ἥ­συ­χοι καὶ εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι, κά­θον­ται στὰ πό­δια τοῦ Χρι­στοῦ καὶ Τὸν εὐ­γνω­μο­νοῦν διὰ τὴν σω­τη­ρί­αν των.
Μὲ αἴ­σθη­μα φρί­κης καὶ ἀ­πο­τρο­πια­σμοῦ, ἀλ­λὰ καὶ συμ­πα­θεί­ας, εἴ­δα­μεν τοὺς δαι­μο­νι­ζο­μέ­νους, ἀ­γα­πη­τοί. Οἱ δυ­στυ­χεῖς!  Θη­ρί­α ἀ­λη­θι­νά, χω­ρὶς ἀν­θρω­πι­σμὸν καὶ ἀ­ξι­ο­πρέ­πειαν, χω­ρὶς οἰ­κο­γέ­νειαν καὶ ἠ­ρε­μί­αν, ἐ­γύ­ρι­ζαν στοὺς δρό­μους, ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τοι ἐ­ρεί­πια, θλι­βε­ρὲς ἀν­θρώ­πι­νες ὑ­πάρ­ξεις. Τρο­με­ρόν!
Ἀλ­λὰ, τί κρῖ­μα! Δὲν λεί­πουν, δυ­στυ­χῶς, τέ­τοι­ες δρα­μα­τι­κὲς εἰ­κό­νες καὶ ἀ­πὸ τὴν ση­με­ρι­νήν μας ἐ­πο­χήν.
Ἠμ­πο­ρεῖ νὰ μὴν εἶ­ναι ὅ­λοι δαι­μο­νι­σμέ­νοι τῆς μορ­φῆς τῶν δύ­ο Γερ­γε­ση­νῶν.  Ἐμ­φα­νί­ζουν ὅ­μως συμ­πτώ­μα­τα, τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν ἀ­πέ­χουν ἀ­πὸ τὰς ἐκ­δη­λώ­σεις ἐ­κεί­νων.
Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ ἐ­ξε­τά­σω­μεν αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα. Ἄς ρί­ψω­μεν, λοι­πόν, ἕ­να βλέμ­μα:
1) ΕΙς τΟν μέ­θυ­σον.
Τὸν πλη­σι­ά­ζο­μεν. Εἶ­ναι μὲ τὰ μά­τια κα­τα­κόκ­κι­να καὶ θο­λά. Μὲ τὴν ὄ­ψιν ἀλ­λοι­ω­μέ­νην καὶ ἀ­γρί­αν. Ἡ­μί­γυ­μνος, πε­σμέ­νος εἰς τὸν δρό­μον καὶ τὴν λά­σπην. Τὸ στό­μα του εἶ­ναι γε­μᾶ­τον ἀ­πὸ ἀ­φρούς. Ἀ­σχη­μο­νεῖ καὶ βλα­σφη­μεῖ. Πα­ρου­σιά­ζει θέ­α­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ον δὲν ἀ­πέ­χει τῆς εἰ­κό­νας τῶν δαι­μο­νι­σμέ­νου. Γεί­το­νες καὶ γνω­στοί του θὰ τὸν ὁ­δη­γή­σουν εἰς τὸ σπί­τι του. Διὰ νὰ ἀρ­χί­σῃ ἐ­κεῖ νέ­α θλι­βε­ρὰ σκη­νή. Ἀ­η­δί­α καὶ βω­μο­λο­χί­αι, σπά­σι­μο ἀν­τι­κει­μέ­νων καὶ τραυ­μα­τι­σμοί.... Ἀρ­γό­τε­ρα θὰ κα­τα­λη­φθῇ ἀ­πὸ νευ­ρι­κὸ κλά­μα καὶ θὰ κλαί­ῃ ὡ­σὰν μι­κρὸ παι­δί. Δυ­στυ­χὴς οἰ­κο­γέ­νεια!  Πῶς νὰ στη­ρι­χθῆ εἰς ἕ­να τέ­τοι­ο σω­μα­τι­κὸ καὶ ψυ­χι­κὸ ἐ­ρεί­πιο;
Καὶ ἄν συμ­πέ­σῃ νὰ συ­ναν­τη­θοῦν δύ­ο-τρεῖς με­θυ­σμέ­νοι, ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθε τό­τε τὸ θέ­α­μα; Ὕ­βρεις καὶ βλα­σφη­μί­α, ἀ­πει­λαὶ καὶ κραυ­γαὶ θη­ρί­ου, ὄ­χι δὲ σπα­νί­ως μά­χαι­ραι καὶ τραύ­μα­τα καὶ αἵ­μα­τα καὶ θά­να­τοι.... Γί­νε­ται ἔ­τσι μὲ τὴν σει­ράν του καὶ ὁ μέ­θυ­σος φό­βη­τρον τῆς γει­το­νιᾶς. Φο­βεῖ­σαι, ὅ­ταν τὸν συ­ναν­τή­σῃς εἰς τὸν δρό­μον. Ὁ μέ­θυ­σος εἶ­ναι ἐ­νί­ο­τε χει­ρό­τε­ρος καὶ ἀ­πὸ τὸν τρελ­λόν. Πλή­ρης, λοι­πόν, ἡ κα­τα­στρο­φή. Κα­τα­στρο­φὴ τῆς ὑ­γεί­ας, τῆς πε­ρι­ου­σί­ας, τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς εὐ­τυ­χί­ας, τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­πεί­ας. Δι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ Ἀπ. Παῦ­λος συμ­βου­λεύ­ει: «Μὴ με­θύ­σκε­σθε οἴ­νῳ, ἐν ᾧ ἐ­στιν ἀ­σω­τί­α» (Ἐ­φεσ. ε΄ 18).
Εἶ­ναι, λοι­πόν, ἤ ὄ­χι ὁ μέ­θυ­σος ἕ­νας δαι­μο­νι­σμέ­νος μὲ τὰς ἐκ­δη­λώ­σεις τῶν δύ­ο τοῦ ση­με­ρι­νοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου;
2) ΕΙς τΟν Ορ­γί­λον.
Ὅ­ταν εἶ­ναι ἥ­με­ρος, εἶ­ναι ἥ­συ­χος καὶ εὐ­χά­ρι­στος. Ἀλ­λοί­μο­νον, ὅ­μως, ὅ­ταν κα­τα­λη­φθῇ ἀ­πὸ τὴν ὀρ­γὴν καὶ τὸν θυ­μόν. Τὰ μά­τια ἐ­ξα­γρι­ώ­νον­ται. Τὸ πρό­σω­πον κοκ­κι­νί­ζει. Αἱ φλέ­βες του ἐ­ξογ­κώ­νον­ται. Τρέ­μουν τὰ χέ­ρια του. Ἄ­ναρ­θρες κραυ­γὲς ἐ­ξέρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸ στό­μα του. Ἀ­να­τρέ­πει τὰ ἀν­τι­κεί­με­να τοῦ γρα­φεί­ου. Ὑ­βρί­ζει, βλα­σφη­μεῖ χω­ρὶς ἐν­τρο­πήν. Καὶ, συ­χνά, εἰς τὴν ὁρ­μὴν τοῦ πά­θους του, ὁρ­μᾷ καὶ κα­τὰ τοῦ ἄλ­λου μὲ τοὺς γρόν­θους προ­τε­τα­μέ­νους, μὲ τὸ μα­χαῖ­ρι ὑ­ψω­μέ­νον, μὲ τὸ πε­ρί­στρο­φον πλῆ­ρες.
Πό­σα δρά­μα­τα καὶ ἐγ­κλή­μα­τα ὀ­φεί­λον­ται εἰς τὰς τοια­ύτας ἐ­ξάλ­λους στιγ­μὰς τοῦ θυ­μώ­δους ἀν­θρώ­που!
Ἔ­πει­τα, βέ­βαι­α, θὰ συ­νέλ­θῃ. Θὰ ἀν­τι­κρύ­σῃ τό­τε μὲ συν­τρι­βὴν καὶ θρή­νους τὰ ἐ­ρεί­πια, τὰ αἵ­μα­τα, τὸ φέ­ρε­τρον, καὶ αὐ­τὸ τὸ κελ­λὶ τῆς φυ­λα­κῆς. Ἀλ­λὰ τό­τε εἶ­ναι πλέ­ον ἀρ­γά. Τὸ κα­κὸ ἔ­γι­νε.... Δι’ αὐ­τὸ συ­νι­στᾷ τὸ πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ: «Πᾶ­σα πι­κρί­α καὶ θυ­μὸς καὶ ὀρ­γή.... ἀρ­θή­τω ἀ­φ’ ὑ­μῶν» (Ἐ­φεσ. δ΄31).
«Ἀρ­θή­τω». Χω­ρὶς ἀ­να­βο­λήν. Δι­ό­τι μί­α τοια­ύτη κα­τά­στα­σις, συ­νε­χι­ζο­μέ­νη, ἀ­πει­λεῖ νὰ μο­νι­μο­ποι­ή­σῃ μί­αν ἄλ­λην κα­τά­στα­σιν, ποὺ δὲν ἀ­πέ­χει τῶν ἐκ­δη­λώ­σε­ων τοῦ δαι­μο­νι­ζο­μέ­νου, μὲ ὅ­λας τὰς ὀ­δυ­νη­ρὰς συ­νε­πεί­ας.
3) ΕΙς τΟν Α­νή­θι­κον.
Κοι­τάξ­τε τον. Νο­μί­ζεις ὅ­τι εἶ­ναι τρελ­λὸς ἀ­πὸ τὸ ἁ­μαρ­τω­λὸν πά­θος. Ἀ­συγ­κρά­τη­τος, ἀ­με­τά­πει­στος, τυ­φλὸς ἀ­πὸ ἐ­φα­μάρ­τους ἐ­πι­θυ­μί­ας, πα­ρα­δί­δε­ται εἰς μί­αν ζω­ὴν ἀ­νη­θι­κό­τη­τος, ὅ­που μό­νον φθο­ρὰ τῆς ἀ­ξι­ο­πρε­πεί­ας, τῆς τι­μῆς καὶ τῆς ὑ­γεί­ας ὑ­πάρ­χει.
Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ λε­χθοῦν πολ­λὰ ἐ­π’ αὐ­τοῦ. Ἡ ἐ­πο­χὴ μας εἶ­ναι πολὺ συ­νη­θι­σμέ­νη ἀ­πὸ τοια­ύτας πε­ρι­πτώ­σεις. Βλέ­πεις τὸν νέ­ον, τὸν ὥ­ρι­μον ἄν­δρα κά­πο­τε, ὄ­χι σπα­νί­ως καὶ τὸν οἰ­κο­γε­νειά­ρχην μὲ παι­διά, νὰ κά­νῃ σὰν τρελ­λός. Δὲν σκέ­πτε­ται τὰς συ­νε­πεί­ας.
Δὲν ὑ­πο­λο­γί­ζει τὰ σχό­λια τοῦ κό­σμου. Γυ­ρί­ζει στοὺς δρό­μους τὰ με­σά­νυ­χτα, μὲ πα­ρέ­ες, ποὺ προ­δί­δουν κα­κο­ή­θειαν καὶ ἠ­θι­κὴν σα­πί­λαν, τρα­γου­δᾷ τρα­γού­δια τοῦ ὑ­πο­κό­σμου, ἐ­ξο­δεύ­ει ἀ­σκό­πως τὸν ἱ­δρῶ­τα ὁ­λο­κλή­ρου τῆς ἑ­βδο­μά­δας. Ἀ­φή­νει γέ­ρον­τες γο­νεῖς ἐγ­κα­τα­λε­λειμ­μέ­νους. Στε­ρεῖ - τρομερόν - ἀπὸ τὰ παι­διὰ του ἀ­κό­μη καὶ τὸ ψω­μί, διὰ νὰ ἠμ­πο­ρῇ, ὁ τα­λαί­πω­ρος, νὰ δι­α­θέ­σῃ τὰ χρή­μα­τά του εἰς τό­πους ἁ­μαρ­τω­λούς, μὲ πρό­σω­πα ἁ­μαρ­τί­ας, μὲ τρό­πους, ποὺ δὲν τι­μοῦν τὸν ἄν­θρω­πον.
Ἔ­τσι τὸ πά­θος, ποὺ κα­τώρ­θω­σε νὰ δε­σπό­σῃ εἰς τὴν θέ­λη­σίν του, θὰ τὸν δι­α­φθεί­ρῃ, θὰ τὸν ἀ­πο­φυλ­λί­σῃ, θὰ τὸν ἐ­ξευ­τε­λί­σῃ καὶ τέ­λος θὰ τὸν ρί­ψῃ ρα­κέν­δυ­τον εἰς τὸν δρό­μον.
Καὶ αὐ­τά, ποὺ γρά­φον­ται διὰ τὸν ἄν­δρα, ἰ­σχύ­ουν, δυ­στυ­χῶς, καὶ διὰ τὴν γυ­ναῖ­κα, ποὺ προ­δί­δει ἀ­σύ­στο­λα τὸν ἠ­θι­κόν της κό­σμον καὶ δέ­νε­ται εἰς τὸ ἐ­ξευ­τε­λι­στι­κὸν ἅρ­μα τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἀ­ναι­δής, προ­κλη­τι­κή, ἡ­μί­γυ­μνος, «μοι­ραί­α», κυ­κλο­φο­ρεῖ εἰς τοὺς δρό­μους, ἡ­μέ­ραν καὶ νύ­κτα, κά­θε­ται εἰς τὰ κέν­τρα καὶ ἄλ­λα κα­κό­φη­μα μέ­ρη δι­α­σκε­δά­σε­ων, χο­ρεύ­ει ἀ­πρό­σε­κτα καὶ ἐκ­δη­λώ­νει ὅ­λην της τὴν ψυ­χι­κὴν γυ­μνό­τη­τα.
Τί δι­α­φο­ρε­τι­κὸν ἔ­κα­μαν οἱ δύ­ο δαι­μο­νι­σμέ­νοι τῶν Γερ­γε­ση­νῶν ἀ­πὸ τοὺς ση­με­ρι­νούς, ἄν­δρας καὶ γυ­ναῖ­κας, ποὺ χω­ρὶς χα­λι­νὸν πε­ρι­φέ­ρον­ται εἰς τοὺς δρό­μους, ἀ­σχη­μο­νοῦν­τες καὶ ἁ­μαρ­τά­νον­τες; Τί δι­α­φο­ρε­τι­κό; Καί, δυ­στυ­χῶς, δὲν εἶ­ναι μό­νο αὐ­τοί. Πολ­λοὶ ἄλ­λοι ὑ­πάρ­χουν, ποὺ ἀν­τι­γρά­φουν εἰς τὴν ζω­ὴν των τὰς ἐκ­δη­λώ­σεις τῶν δύ­ο δυ­στυ­χι­σμέ­νων ὑ­πάρ­ξε­ων, ποὺ ἀ­να­φέ­ρει τὸ Ἱ. Εὐ­αγ­γέ­λιον. Πολ­λοὶ, δυ­στυ­χῶς.
Η  θ ε ρ α π ε ί α.
Εὐ­τυ­χῶς, ὅ­μως, διὰ τοὺς δύ­ο Γερ­γε­ση­νούς. Ἡ ἔ­λευ­σις τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς ἔ­σω­σε. Κά­τω ἀ­πὸ τὴν θε­ϊ­κὴν ἐ­πι­βο­λὴν τοῦ Κυ­ρί­ου, οἰ δαί­μο­νες συ­νε­τρί­βη­σαν. Ἠ­ναγ­κά­σθη­σαν με­τὰ σπου­δῆς νὰ ἐγ­κα­λεί­ψουν τὰ­  θύ­μα­τά των.
 Καὶ οἱ ση­με­ρι­νοὶ αἰχ­μά­λω­τοι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας δὲν θὰ ἀ­παλ­λα­γοῦν ἀ­πὸ τὰ δε­σμὰ καὶ τὰς συ­νε­πεί­ας τῆς ἀ­νω­μά­λου ζω­ῆς των, ἄν δὲν πλη­σιά­σουν τὸν Χρι­στόν, τὸν μέ­γαν Ἀ­να­και­νι­στὴν τῆς ψυ­χῆς. Ἄν δὲν γί­νῃ τὸ με­γά­λο βῆ­μα, τὸ βῆ­μα τῆς με­τα­νοί­ας καὶ τῆς ἐ­πι­στρο­φῆς, δὲν θὰ τοὺ­ς  ἴ­δῃ ἡ κοι­νω­νί­α πο­τὲ «ἱ­μα­τι­σμέ­νους καὶ σω­φρο­νοῦν­τας», ὅ­πως συ­νέ­βη μὲ τοὺς δύ­ο Γερ­γε­ση­νούς. Θὰ εἶ­ναι πάν­τα δυ­στυ­χι­σμέ­νοι. Ἀ­ξι­ο­δά­κρυ­τα ἐ­ρεί­πια. Καὶ αἱ οἰ­κο­γέ­νειαί των, πι­κρα­μέ­ναι καὶ πλη­γω­μέ­ναι. Καὶ ἡ κοι­νω­νί­α θὰ πα­ρου­σιά­ζῃ τό­τε εἰς τὸν ὀρ­γα­νι­σμόν της κα­κα­ο­ή­θεις ὄγ­κους καὶ ἐ­στί­ας μο­λύν­σε­ως.
Δὲν εἶ­ναι κρῖ­μα ὅ­μως νὰ βλέ­πῃ κα­νεὶς γύ­ρω του λι­μνά­ζον­τα καὶ νο­σο­γό­να νε­ρά, ἐ­νῷ μπο­ρεῖ νὰ ζῇ μέ­σα στὶς γάρ­γα­ρες πη­γὲς καὶ τοὺς ἀν­θῶ­νες;
Δὲν εἶ­ναι κρί­μα;
Ἀ­γα­πη­τοί,
Κά­πο­τε κά­ποι­ος θη­ρι­ο­δα­μα­στὴς εἶ­χεν ἀ­γο­ρά­σει ἕ­να μι­κρὸ φί­δι καὶ τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε στὶς πα­ρα­στά­σεις του. Με­τὰ ἀ­πὸ 25 χρό­νια ἔ­δι­νε σ᾿ ἕ­να «τσίρ­κο» πα­ρα­στά­σεις μὲ λι­ον­τά­ρια, τί­γρεις, λε­ο­παρ­δά­λεις καὶ στὸ τέ­λος μὲ ἔ­να τε­ρά­στιο βό­α. Τὸ ἄλ­λο­τε μι­κρὸ φί­δι ἦ­ταν ὁ ση­με­ρι­νὸς βό­ας, ποὺ τώ­ρα, μπρο­στὰ στοὺς θε­α­τάς, εἶ­χε τυλι­χθῆ στὸ σῶ­μα τοῦ θη­ρι­ο­δα­μα­στοῦ. Σὲ μιὰ στιγ­μὴ ἀ­κού­στη­κε μιὰ κραυ­γή. Οἱ θε­α­ταὶ ἐ­νό­μι­σαν, ὅ­τι ἦ­το κι᾿ αὐ­τὸ στὸ πρό­γραμ­μα. Μὰ ξαφ­νι­κὰ εἶ­δαν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ σω­ρι­ά­ζε­ται κά­τω νε­κρός. Ὁ βό­ας ἐ­κεί­νη τὴ βρα­δυ­ὰ εἶ­χεν ἀ­πο­φα­σί­σει νὰ τὸν θα­να­τῴ­σῃ. Καὶ τὸ ἔ­κα­με.  Τὸν ἔ­σφι­ξε δυ­να­τὰ εἰς τὸν λαι­μὸν καὶ τὸν ἔ­πνι­ξε.
Τὸ ἴ­διο κά­νει, ἀ­δελ­φέ μου, καὶ ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Παί­ζει σὰν τὸ φί­δι τοῦ θη­ρι­ο­δα­μα­στοῦ. Ἀρ­κε­τὸ ἴ­σως και­ρὸ. Ἀλ­λὰ μιὰ ἡ­μέ­ρα δί­νει ὕ­που­λα τὸ θα­νά­σι­μο χτύ­πη­μα. Καὶ νε­κρώ­νει τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸν ἄν­θρω­πο. Γε­μά­τη ἡ ζω­ὴ ἀ­πὸ τέ­τοι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα.
Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ποὺ θέ­λει νὰ προ­φυ­λά­ξῃ τὰ παι­διὰ της ἀ­πὸ τὸν κίν­δυ­νον αὐ­τόν, μᾶς λέ­γει σή­με­ρα: Ἡ ἁ­μαρ­τί­α κρύ­βει τὸν θά­να­τον.
Μὴ παί­ζε­τε μα­ζί της πο­τέ!
() ἐ­πι­σκό­που Γε­ωρ­γί­ου Παυ­λί­δου Μη­τρο­πο­λί­του Νι­καί­ας


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου