Παρασκευή 27 Απριλίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
(29 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018)

 ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το Πτρον δι­ερ­χό­με­νον δι­ὰ πάν­των κα­τελ­θεῖν κα πρς τος ἁ­γί­ους τος κα­τοι­κοῦν­τας Λδδαν. εὗ­ρε δ ἐ­κεῖ ἄν­θρω­πόν τι­να Αἰ­νέ­αν ὀ­νό­μα­τι, ξ ἐ­τῶν ὀ­κτὼ κα­τα­κε­ί­με­νον ἐ­πὶ κρα­βάτ­τῳ, ς ν πα­ρα­λε­λυ­μέ­νος. κα εἶ­πεν αὐ­τῷ Πτρος· Αἰ­νέ­α, ἰ­ᾶ­ταί σε Ἰ­η­σοῦς ὁ Χρι­στός· ἀ­νά­στη­θι κα στρῶ­σον σε­αυ­τῷ. κα εὐ­θέ­ως ἀ­νέ­στη. κα εἶ­δον αὐ­τὸν πάν­τες ο κα­τοι­κοῦν­τες Λδδαν κα τν Σρωνα, οἵ­τι­νες ἐ­πέ­στρε­ψαν ἐ­πὶ τν Κριον. ν Ἰόππ δ τις ν μα­θή­τρι­α ὀ­νό­μα­τι Τα­βι­θά, δι­ερ­μη­νευ­ο­μέ­νη λέ­γε­ται Δορ­κάς· αὕ­τη ν πλή­ρης ἀ­γα­θῶν ἔρ­γων κα ἐ­λε­η­μο­συ­νῶν ὧν ἐ­πο­ί­ει. ἐ­γέ­νε­το δ ν τας ἡ­μέ­ραις ἐ­κε­ί­ναις ἀ­σθε­νή­σα­σαν αὐ­τὴν ἀ­πο­θα­νεῖν· λο­ύ­σαν­τες δ αὐ­τὴν ἔ­θη­καν ἐν ὑ­πε­ρώ­ῳ. ἐγ­γὺς δ οὔ­σης Λδδης τ Ἰόππ ο μα­θη­ταὶ ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι Πτρος ἐ­στὶν ἐν αὐ­τῇ, ἀ­πέ­στει­λαν δύ­ο ἄν­δρας πρς αὐ­τὸν πα­ρα­κα­λοῦν­τες μ ὀ­κνῆ­σαι δι­ελ­θεῖν ἕ­ως αὐ­τῶν. ἀ­να­στὰς δ Πτρος συ­νῆλ­θεν αὐ­τοῖς· ν πα­ρα­γε­νό­με­νον ἀ­νή­γα­γον ες τ ὑ­πε­ρῷ­ον, κα πα­ρέ­στη­σαν αὐ­τῷ πᾶ­σαι α χῆ­ραι κλα­ί­ου­σαι κα ἐ­πι­δει­κνύ­με­ναι χι­τῶ­νας κα ἱ­μά­τι­α ὅ­σα ἐ­πο­ί­ει με­τ' αὐ­τῶν οὖ­σα Δορ­κάς. ἐκ­βα­λὼν δ ἔ­ξω πάν­τας Πτρος κα θες τ γό­να­τα προ­ση­ύ­ξα­το, κα ἐ­πι­στρέ­ψας πρς τ σῶ­μα εἶ­πε· Τα­βι­θά, ἀ­νά­στη­θι. δ ἤ­νοι­ξε τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τῆς, κα ἰ­δοῦ­σα τν Πτρον ἀ­νε­κά­θι­σε. δος δ αὐ­τῇ χεῖ­ρα ἀ­νέ­στη­σεν αὐ­τήν, φω­νή­σας δ τος ἁ­γί­ους κα τς χή­ρας πα­ρέ­στη­σεν αὐ­τὴν ζῶ­σαν. γνω­στὸν δ ἐ­γέ­νε­το κα­θ' ὅ­λης τς Ἰόππης, κα πολ­λοὶ ἐ­πί­στευ­σαν ἐ­πὶ τν Κριον. 
                                                                          (Πράξ. Ἀποστ. θ΄ [9] 32 – 42)

ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ
1. Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΑΙΝΕΑ
Στήν πόλη τῆς Λύδδας ὁ ἀπόστολος Πέτρος συνάντησε ἕναν παράλυτο, τόν Αἰνέα, πού ἦταν ὀκτώ χρόνια κατάκοι­τος καί τοῦ εἶπε: Αἰνέα, ὁ Ἰησοῦς Χρι­στός σέ ἰατρεύει ἀπό τήν παραλυσία σου. Σήκω ἐπάνω! Καί τό θαῦμα ἔγινε. Τό εἶδαν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς καί γι᾿ αὐτό πίστεψαν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.
Αὐτό πού προκαλεῖ ἐντύπωση εἶναι ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος σαφῶς καί κατηγορηματικῶς διακηρύττει ὅτι τό θαῦμα αὐτό δέν τό ἐπιτέλεσε ὁ ἴδιος ἀλλά ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Διότι ὑπῆρχε ὁ μεγάλος κίνδυνος νά γίνει κάποια παρεξήγηση καί τά πλήθη τοῦ λαοῦ νά θεωρήσουν τόν ἀπόστολο Πέτρο ὡς αἴτιο τοῦ θαύματος. Ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ λοιπόν ξεκαθαρίζει ὅτι αὐτός εἶναι μόνον ὄργανο τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ στάση τοῦ ἁγίου Ἀποστόλου μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ταπείνωσή του καί τήν πρόθεσή του νά ἀποφύγει κάθε ἐπίδειξη. Ἀλλά καί μᾶς διδάσκει μιά μεγάλη ἀλήθεια: ὅτι ὅποιο θαῦμα ἐπιτελεῖται ἀνά τούς αἰῶνες ἀπό τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, δέν εἶναι θαῦμα δικό τους ἀλλά τῆς δυνάμεως τοῦ ἀναστάντος Κυρί­ου. Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἐπιτελῶν τά θαύματα, ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, ὁ πληθύνων καί τρέφων τά σύμπαντα, ὁ τελεσιουργῶν τά ἱερά Μυστήρια. Οἱ ἅγιοι εἶναι μόνον οἱ ὁδοδεῖκτες, πού καθοδηγοῦν μέ τή ζωή, τό λόγο τους καί τά ἔργα τους στό μοναδικό πρόσω­πο τοῦ Κυρίου μας. Γι᾿ αὐτό λοιπόν κάθε θαυμαστή ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ στή ζωή μας πού πραγματοποιείται διά τῶν ἁγίων του, θά πρέπει νά μᾶς ὁδηγεῖ ἀκόμη περισσότερο πρός τόν Κύριο καί Πλαστουργό μας. Θά τιμοῦμε βέβαια καί θά εὐχαριστοῦμε τούς ἁγίους μας, ἀλλά πολύ περισσότερο τόν Κύριο θά δοξάζουμε, θά πιστεύου­με καί θά ἀγαποῦμε.
2. Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΤΑΒΙΘΑ
Μόλις ἔγινε τό θαῦμα αὐτό στήν Λύδδα, θλιβερά νέα κατέφθασαν ἀπό τήν γειτονική πόλη τῆς Ἰόππης. Τό νέο κυκλοφόρησε ἀπό στόμα σέ στόμα. Πέθανε ἡ Ταβιθά, ἡ ἀφωσιωμένη μαθήτρια, πού ὅπως δήλωνε καί τό ὄνομά της, σάν ζαρκάδι ἔτρεχε καθημερινά σέ ἔργα ἀγάπης καί φιλανθρωπίας. Ἦταν πασίγνωστη γιά τίς ἀμέτρητες ἀγαθο­εργίες καί ἐλεημοσύ­νες της. Ὅμως δυστυχῶς τις ἡμέρες ἐκεῖνες εἶχε ἀρρωστήσει βαριά καί πέθαvε. Κι ἀμέσως οἱ Χρι­στιανοί τῆς Ἰόππης ἔστειλαν δύο ἄνδρες νά τρέξουν στήν Λύδ­δα ὅπου ἦταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος καί νά τόν παρακαλέσουν νά ἔλθει κοντά τους. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀπόστολος στό ἀνώγειο ὅπου ἔκειτο νεκρή, εἶδε τίς χῆρες πού ἡ Ταβιθά προστάτευε, νά κλαῖνε γι᾿ αὐτήν καί νά δείχνουν τά ροῦχα πού τούς ἔφτιαχνε, ὅταν ἦταν ζωντανή.
Ἡ Ταβιθά λοιπόν εἶχε ἀναχωρήσει γιά τήν ἄλλη ζωή ἔχοντας τά χέρια της γεμάτα ἀπό ἀγαθοεργίες, ἔχοντας γεμάτες τίς ἀποσκευές της γιά τήν αἰωνιότητα. Ἦταν δένδρο γεμάτο ἀπό καρπούς ἀγάπης καί προσφορᾶς. Δέν ἔμοιαζε μ᾿ ἐκείνους πού ξέρουν νά λένε πολλά ἀγαθά λόγια ἀλλά κάνουν λί­γα ἀγαθά ἔργα. Ἡ Ταβιθά ἦταν πρώ­τη σ᾿ ὅλα. Εἶχε εὐεργετήσει πολλούς καί ἰδιαιτέρως προστάτευε καί φρόντιζε τίς χῆρες. Βέβαια ὅσο ζοῦσε ἔκρυβε τίς ἀγαθοεργίες της. Τώρα ὅμως τήν διαφημίζουν οἱ εὐεργετημένες γυναῖ­κες. Τά ἐνδύματα πού ἔδειχναν ἀποτελοῦσαν μαρτυρίες ἀδιάψευστες τῶν ἀγαθοεργιῶν της καί τά δάκρυά τους ἦταν ὁ καλύτερος ἐπικήδειος λόγος τους.
Καί μᾶς διδάσκει ἡ Ταβιθά τήν ἀρετή τῆς προσφορᾶς καί τῆς φιλανθρωπίας. Μᾶς καλεῖ νά δείχνουμε ἀγάπη μ᾿ ὅποιο τρόπο μποροῦμε. Προσφέ­ροντας χρήματα, ροῦχα, τρόφιμα, ὅ,τι μποροῦμε. Ἀλλά κι ἄν δέν ἔχουμε κάτι νά δώσουμε, ἔχουμε χέρια καί πόδια, ἔχουμε στόμα καί δάκρυα. Νά προσ­φέρουμε τόν κόπο μας, τόν χρόνο μας καί τήν αγάπη μας. Νά συμπαρα­σταθοῦμε σ᾿ ἕναν ἄρρωστο, νά παρη­γορήσουμε ἕναν πονεμένο, νά διακο­νήσουμε στά συσσίτια ἤ σέ ὅποια ἄλ­λη διακονία φιλανθρωπίας μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία.
3. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
Μέσα στό φορτισμένο κλίμα τῆς ὀδύνης καί τῶν δακρύων ό ἀπόστολος Πέτρος τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, γο­νάτισε, προσευχήθηκε καί ἀφοῦ στρά­φηκε πρός τό νεκρό σῶμα εἶπε: Ταβι­θά, σήκω ἐπάνω! Αὐτή ἄνοιξε τά μά­τια της, ἀνασηκώθηκε, κι ὁ ἀπόστολος Πέτρος τῆς ἔδωσε τό χέρι καί τήν σή­κωσε ὄρθια. Καί φώναξε ὅλους, ἰδι­αιτέρως τίς χῆρες, γιά νά δοῦν τήν Τα­βιθά ζωντανή, γιά νά παραλάβουν καί πάλι τήν ἀδελφή τους, τήν μάννα τους, τήν προστάτιδά τους. Ἀλλά καί γιά νά κατανοήσουν ὅλοι τους ὅτι τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τῆς Ταβιθά ἦταν ἕνα δῶρο του Θεοῦ στήν ἁγία ζωή τῆς ταπεινῆς αὐτῆς δούλης του· ἦταν μιά ἐπιβράβευση τῶν ἀγαθῶν ἔρ­γων της, ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στά δάκρυα καί τήν θλίψη τῶν εὐεργετηθέντων ἀνθρώπων. Καί μία ὑπόμνηση σέ ὅλους μας: ὅτι ὅσοι ἐρ­γάζονται τά ἔργα τῆς ἀγάπης, θά ἔχουν τόν Κύριο βοηθό τους «ἐπί κλίνης ὀ­δύνης αὐτῶν» καί θά βροῦν «ἔλεος παρά Κυρίου» (Ψαλ. μ' [40] 4).
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀνέβη ὁ Ἰησοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. ἔ­στι δ ν τος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἐ­πὶ τ προ­βα­τι­κῇ κο­λυμ­βή­θρα, ἐ­πι­λε­γο­μέ­νη Ἑ­βρα­ϊ­στὶ Βη­θεσδά, πέν­τε στο­ὰς ἔ­χου­σα. ν τα­ύ­ταις κα­τέ­κει­το πλῆ­θος τν ἀ­σθε­νο­ύν­των, τυ­φλῶν, χω­λῶν, ξη­ρῶν, ἐκ­δε­χο­μέ­νων τν το ὕ­δα­τος κί­νη­σιν. ἄγ­γε­λος γρ κα­τὰ και­ρὸν κα­τέ­βαι­νεν ν τ κο­λυμ­βή­θρᾳ, κα ἐ­τάρασ­σε­ τ ὕ­δωρ· ον πρῶ­τος ἐμ­βὰς με­τὰ τν τα­ρα­χὴν το ὕ­δα­τος ὑ­γι­ὴς ἐ­γί­νε­το ᾧ δή­πο­τε κα­τε­ί­χε­το νο­σή­μα­τι. ν δ τις ἄν­θρω­πος ἐ­κεῖ τρι­ά­κον­τα κα ὀ­κτὼ ἔ­τη ἔ­χων ἐν τ ἀ­σθε­νε­ί­ᾳ αὐ­τοῦ. τοῦ­τον ἰ­δὼν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα­τα­κε­ί­με­νον, κα γνος ὅ­τι πο­λὺν ἤ­δη χρό­νον ἔ­χει, λέ­γει αὐ­τῷ· Θλεις ὑ­γι­ὴς γε­νέ­σθαι; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τῷ ἀ­σθε­νῶν· Κριε, ἄν­θρω­πον οκ ἔ­χω, ἵ­να ὅ­ταν τα­ρα­χθῇ τ ὕ­δωρ, βά­λῃ με ες τν κο­λυμ­βή­θραν· ν δ ἔρ­χο­μαι ἐγώ ἄλ­λος πρ ἐ­μοῦ κα­τα­βα­ί­νει. λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ἔ­γει­ρε, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. κα εὐ­θέ­ως ἐ­γέ­νε­το ὑ­γι­ὴς ὁ ἄν­θρω­πος, κα ἦ­ρε τν κρά­βατ­τον αὐ­τοῦ κα πε­ρι­ε­πά­τει. ν δ σάβ­βα­τον ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ. ἔ­λε­γον ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι τ τε­θε­ρα­πευ­μέ­νῳ· Σββατν ἐ­στιν· οκ ἔ­ξε­στί σοι ἆ­ραι τν κρά­βατ­τον. ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· ποι­ή­σας με ὑ­γι­ῆ, ἐ­κεῖ­νός μοι εἶ­πεν· ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει. ἠ­ρώ­τη­σαν ον αὐ­τόν· Τς ἐ­στιν ὁ ἄν­θρω­πος ὁ εἰ­πών σοι, ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα πε­ρι­πά­τει; δ ἰ­α­θεὶς οκ ᾔ­δει τς ἐ­στιν· γρ Ἰ­η­σοῦς ἐ­ξέ­νευ­σεν ὄ­χλου ὄν­τος ἐν τ τό­πῳ. με­τὰ ταῦ­τα εὑ­ρί­σκει αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς ἐν τ ἱ­ε­ρῷ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἴ­δε ὑ­γι­ὴς γέ­γο­νας· μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε, ἵ­να μ χεῖ­ρόν σο τι γέ­νη­ται. ἀ­πῆλ­θεν ὁ ἄν­θρω­πος κα ἀ­νήγ­γει­λε τος Ἰ­ου­δα­ί­οις ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ ποι­ή­σας αὐ­τὸν ὑ­γι­ῆ.                                                    
 (Ἰωάν. ε΄[5] 1 – 15)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὕ­στε­ρα ἀπ’ αὐ­τὰ ἦ­ταν ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, πι­θα­νό­τα­τα ἡ ἑ­ορ­τὴ τῶν Που­ρίμ, πού ἔ­πε­φτε πε­ρί­που ἕ­να μή­να πρὶν τὸ Πά­σχα. Κα­τὰ τὴν ἑ­ορ­τὴ αὐ­τὴ ἀ­νέ­βη­κε ὁ Ἰησοῦς στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα. Ἐκεῖ, στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, κον­τὰ στὴν προ­βα­τι­κὴ πύ­λη τοῦ τεί­χους τῆς πό­λε­ως ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α λί­μνη στὴν ὁποία κο­λυμ­ποῦ­σαν, καὶ ἡ ὁ­ποί­α στὴν ἑ­βρα­ϊ­κὴ γλώσ­σα ὀ­νο­μα­ζό­ταν Βη­θεσ­δά. Ἡ κο­λυμ­βή­θρα αὐ­τὴ εἶ­χε τριγύ­ρω της πέν­τε στο­ές, πέν­τε θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα. Σ' αὐ­τὰ τὰ θο­λω­τὰ ὑ­πό­στε­γα βρί­σκον­ταν ξα­πλω­μένοι πά­ρα πολ­λοὶ ἄρ­ρω­στοι, τυ­φλοί, κου­τσοί, ἄν­θρω­ποι μὲ κά­ποι­ο μέ­λος πι­α­σμέ­νο καὶ ἀ­ναί­σθη­το ἢ ἀ­τρο­φι­κὸ· κι ὅ­λοι αὐ­τοὶ πε­ρί­με­ναν νὰ κι­νη­θεῖ τὸ νε­ρὸ τῆς κο­λυμβή­θρας. Δι­ό­τι ἀ­πὸ και­ρὸ σὲ και­ρὸ ἕ­νας ἄγ­γε­λος κα­τέ­βαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα καὶ ἀ­να­τά­ρα­ζε τὰ νε­ρά της. Καὶ ὅ­ποι­ος ἔμ­παι­νε πρῶ­τος σ' αὐ­τὴ με­τὰ τὴν ἀ­να­τά­ρα­ξη τοῦ νε­ροῦ, γι­νό­ταν ὑ­γι­ής, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κι ἂν ἦ­ταν ἡ ἀρ­ρώ­στια πού εἶ­χε. Ὑ­πῆρ­χε λοι­πὸν ἐκεῖ ἀ­νά­με­σα στὸ πλῆ­θος τῶν ἀρρώ­στων καὶ κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος τριά­ντα ὀ­κτὼ ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια. Ὅ­ταν τὸν εἶ­δε ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νος κά­τω καὶ μὲ τὸ θεῖ­ο Του βλέμ­μα δι­έ­κρι­νε ὅ­τι ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶχε αὐ­τὴν τὴν ἀ­σθέ­νεια, τοῦ εἶ­πε: Θέ­λεις νὰ γί­νεις ὑ­γι­ής; Καὶ μὲ τὴν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τὴ ὁ Κύ­ριος ἔ­δι­νε ἀ­φορ­μὴ στὸν πα­ρά­λυ­το νὰ ζη­τή­σει τὴ βο­ή­θειά Του. Πράγ­μα­τι λοι­πὸν ὁ ἄρ­ρω­στος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Κύ­ρι­ε, δὲν ἔ­χω ἄν­θρω­πο νὰ μὲ ρί­ξει στὴν κο­λυμ­βή­θρα ἀ­μέ­σως μό­λις ἀ­να­τα­ρα­χθοῦν τὰ νε­ρά της. Κι ἐ­νῶ προ­σπα­θῶ νὰ πλη­σιά­σω ἐγώ μό­νος μου, προ­λα­βαί­νει ἄλ­λος καὶ κα­τε­βαί­νει στὸ νε­ρὸ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Τοῦ λέει ὁ Ἰησοῦς: Σή­κω ἐ­πά­νω, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου στὸν ὦ­μο σου καὶ περ­πάτα. Κι ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος ἔ­γι­νε κα­λά, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ περ­πα­τοῦ­σε ἐ­λεύ­θε­ρα.
Ἦ­ταν ὅ­μως Σάβ­βα­το ἡ ἡμέρα πού ἔ­γι­νε αὐ­τό. Ἔ­λε­γαν λοι­πὸν οἱ πρό­κρι­τοι Ἰ­ου­δαῖ­οι στὸν θε­ρα­πευ­μέ­νο: Σή­με­ρα εἶ­ναι Σάβ­βα­το. Δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ση­κώ­νεις καὶ νὰ με­τα­φέ­ρεις τὸ κρε­βά­τι σου. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­κε: Ἐ­κεῖ­νος πού μὲ ἔ­κα­νε κα­λὰ μὲ θαῦμα καὶ θε­ϊ­κὴ δύ­να­μη, αὐ­τὸς μοῦ εἶ­πε, πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴν ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τὴ τὸν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Ποι­ὸς εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς πού σοῦ εἶπε πά­ρε τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ὁ θε­ρα­πευ­μέ­νος ὅ­μως πα­ρά­λυ­τος δὲν ἤ­ξε­ρε ποι­ὸς εἶ­ναι· δι­ό­τι ὁ Ἰησοῦς εἶ­χε φύ­γει ἀ­πα­ρα­τή­ρη­τος καί εἶχε ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ. Καὶ ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ, δι­ό­τι ὑπῆρ­χε πο­λὺς λα­ὸς στὸν τό­πο πού ἔ­γι­νε τὸ θαῦ­μα. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἀρ­κε­τὸ και­ρὸ τὸν βρῆ­κε ὁ Ἰησοῦς στό ἱ­ε­ρὸ καὶ τοῦ εἶ­πε: Βλέ­πεις, τώ­ρα ἔ­χεις γί­νει ὑ­γι­ής. Πρόσεξε λοι­πὸν ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα νὰ μὴν ἁ­μαρ­τά­νεις πιά γιὰ νὰ μὴ πά­θεις τί­πο­τε χει­ρό­τε­ρο ἀ­πὸ τὴν ἀσθένεια πού εἶ­χες, καὶ ἡ ὁ­ποί­α σοῦ συ­νέ­βη ἀ­πὸ τὶς ἁμαρτίες σου. Πρό­σε­ξε μὴν πά­θεις χει­ρό­τε­ρη συμ­φο­ρὰ στὸ σῶμα σου, καὶ χά­σεις μα­ζὶ μὲ τὴν ὑ­γεί­α τοῦ σώματός σου καὶ τὴν ψυ­χή σου. Ἔ­φυ­γε τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πὸ τὸ ἱ­ε­ρὸ καί, ἀφοῦ συνάν­τη­σε τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους, τοὺς ἀ­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς ἦ­ταν αὐ­τὸς πού τὸν γι­ά­τρε­ψε.