Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)  
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, Στέ­φα­νος πλή­ρης πί­στε­ως καὶ δυ­νά­με­ως ἐ­πο­ί­ει τέ­ρα­τα καὶ ση­μεῖ­α με­γά­λα ἐν τῷ λα­ῷ. Ἀ­νέ­στη­σαν δέ τι­νες τῶν ἐκ τῆς συ­να­γω­γῆς τῆς λε­γο­μέ­νης Λι­βερ­τί­νων καὶ Κυ­ρη­να­ί­ων καὶ ᾿Α­λε­ξαν­δρέ­ων καὶ τῶν ἀ­πὸ Κι­λι­κί­ας καὶ ᾿Α­σί­ας συ­ζη­τοῦν­τες τῷ Στε­φά­νῳ, καὶ οὐκ ἴ­σχυ­ον ἀν­τι­στῆ­ναι τῇ σο­φί­ᾳ καὶ τῷ πνε­ύ­μα­τι ᾧ ἐ­λά­λει. Τότε ὑ­πέ­βα­λον ἄν­δρας λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­κη­κό­α­μεν αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ῥή­μα­τα βλά­σφη­μα εἰς Μω­ϋ­σῆν καὶ τὸν Θε­όν· συ­νε­κί­νη­σάν τε τὸν λα­ὸν καὶ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς, καὶ ἐ­πι­στάν­τες συ­νήρ­πα­σαν αὐ­τὸν καὶ ἤ­γα­γον εἰς τὸ συ­νέ­δρι­ον, ἔ­στη­σάν τε μάρ­τυ­ρας ψευ­δεῖς λέ­γον­τας· Ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος οὐ πα­ύ­ε­ται ῥή­μα­τα βλά­σφη­μα λα­λῶν κα­τὰ τοῦ τό­που τοῦ ἁ­γί­ου καὶ τοῦ νό­μου· ἀ­κη­κό­α­μεν γὰρ αὐ­τοῦ λέ­γον­τος ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος οὗ­τος κα­τα­λύ­σει τὸν τό­πον τοῦ­τον καὶ ἀλ­λά­ξει τὰ ἔ­θη ἃ πα­ρέ­δω­κεν ἡ­μῖν Μω­ϋ­σῆς. Καὶ ἀ­τε­νί­σαν­τες εἰς αὐ­τὸν ἅ­παν­τες οἱ κα­θε­ζό­με­νοι ἐν τῷ συ­νε­δρί­ῳ εἶ­δον τὸ πρό­σω­πον αὐ­τοῦ ὡ­σεὶ πρό­σω­πον ἀγ­γέ­λου. Εἶ­πε δὲ ὁ ἀρ­χι­ε­ρε­ύς· Εἰ ἄ­ρα ταῦ­τα οὕ­τως ἔ­χει; Ὁ δὲ ἔ­φη· Ἄν­δρες ἀ­δελ­φοὶ καὶ πα­τέ­ρες, ἀ­κο­ύ­σα­τε. Ὁ Θε­ὸς τῆς δό­ξης ὤ­φθη τῷ πα­τρὶ ἡ­μῶν ᾿Α­βρα­ὰμ ὄν­τι ἐν τῇ Με­σο­πο­τα­μί­ᾳ, πρὶν ἢ κα­τοι­κῆ­σαι αὐ­τὸν ἐν Χαρ­ράν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· «Ἔ­ξελ­θε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγ­γε­νί­ας σου, καὶ δεῦ­ρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δε­ί­ξω». Τότε ἐ­ξελ­θὼν ἐκ γῆς Χαλ­δα­ί­ων κα­τῴ­κη­σεν ἐν Χαρ­ράν. Κἀ­κεῖ­θεν με­τὰ τὸ ἀ­πο­θα­νεῖν τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ με­τῴ­κι­σεν αὐ­τὸν εἰς τὴν γῆν τα­ύ­την εἰς ἣν ὑ­μεῖς νῦν κα­τοι­κεῖ­τε· καὶ οὐκ ἔ­δω­κεν αὐ­τῷ κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν αὐ­τῇ οὐ­δὲ βῆ­μα πο­δός. Σο­λο­μὼν δὲ ᾠ­κο­δό­μη­σεν αὐ­τῷ οἶ­κον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕ­ψι­στος ἐν χει­ρο­ποι­ή­τοις να­οῖς κα­τοι­κεῖ, κα­θὼς ὁ προ­φή­της λέ­γει· «Ὁ οὐ­ρα­νός μοι θρό­νος, ἡ δὲ γῆ ὑ­πο­πό­δι­ον τῶν πο­δῶν μου· ποῖ­ον οἶ­κον οἰ­κο­δο­μή­σε­τέ μοι, λέ­γει Κύριος, ἢ τίς τό­πος τῆς κα­τα­πα­ύ­σε­ώς μου; Οὐ­χὶ ἡ χε­ίρ μου ἐ­πο­ί­η­σε ταῦ­τα πάν­τα;» Σκλη­ρο­τρά­χη­λοι καὶ ἀ­πε­ρί­τμη­τοι τῇ καρ­δί­ᾳ καὶ τοῖς ὠ­σίν, ὑ­μεῖς ἀ­εὶ τῷ Πνε­ύ­μα­τι τῷ ῾Α­γί­ῳ ἀν­τι­πί­πτε­τε, ὡς οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν καὶ ὑ­μεῖς. Τίνα τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἐ­δί­ω­ξαν οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν; καὶ ἀ­πέ­κτει­ναν τοὺς προ­κα­ταγ­γε­ί­λαν­τας πε­ρὶ τῆς ἐ­λε­ύ­σε­ως τοῦ δι­κα­ί­ου, οὗ νῦν ὑ­μεῖς προ­δό­ται καὶ φο­νεῖς γε­γέ­νη­σθε· οἵ­τι­νες ἐ­λά­βε­τε τὸν νό­μον εἰς δι­α­τα­γὰς ἀγ­γέ­λων, καὶ οὐκ ἐ­φυ­λά­ξα­τε. ᾿Α­κο­ύ­ον­τες δὲ ταῦ­τα δι­ε­πρί­ον­το ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν καὶ ἔ­βρυ­χον τοὺς ὀ­δόν­τας ἐπ᾿ αὐ­τόν. Ὑ­πάρ­χων δὲ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, ἀ­τε­νί­σας εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­δε δό­ξαν Θε­οῦ καὶ ᾿Ι­η­σοῦν ἑ­στῶ­τα ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Θε­οῦ, καὶ εἶ­πεν· Ἰ­δοὺ θε­ω­ρῶ τοὺς οὐ­ρα­νοὺς ἀ­νε­ωγ­μέ­νους καὶ τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀν­θρώ­που ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Θε­οῦ ἑ­στῶ­τα. Κρά­ξαν­τες δὲ φω­νῇ με­γά­λῃ συ­νέ­σχον τὰ ὦ­τα αὐ­τῶν καὶ ὥρ­μη­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐπ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἐκ­βα­λόν­τες ἔ­ξω τῆς πό­λε­ως ἐ­λι­θο­βό­λουν. Καὶ οἱ μάρ­τυ­ρες ἀ­πέ­θεν­το τὰ ἱ­μά­τι­α αὐ­τῶν πα­ρὰ τοὺς πό­δας νε­α­νί­ου κα­λου­μέ­νου Σα­ύ­λου, καὶ ἐ­λι­θο­βό­λουν τὸν Στέ­φα­νον, ἐ­πι­κα­λο­ύ­με­νον καὶ λέ­γον­τα· Κύριε ᾿Ι­η­σοῦ, δέ­ξαι τὸ πνεῦ­μά μου. Θεὶς δὲ τὰ γό­να­τα ἔ­κρα­ξε φω­νῇ με­γά­λῃ· Κύριε, μὴ στή­σῃς αὐ­τοῖς τὴν ἁ­μαρ­τί­αν τα­ύ­την. καὶ τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­κοι­μή­θη.         
   (Πράξ. Στ΄8 – ζ΄5, 47 – 60)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Στέφανος, πού ἦταν γεμάτος μέ πίστη καί δυνατό χάρισμα εὐγλωττίας, ἔκανε μεγάλα θαύματα ἀνάμεσα στό λαό  θαύματα πού προκαλοῦσαν κατάπληξη καί ἀποδείκνυαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστιανικοῦ κηρύγματος. Μερικοὶ ὅμως ἀπό τὴ συναγωγὴ ποὺ λεγόταν συναγωγὴ τῶν Λιβερτίνων καὶ τῶν Κυρηναίων καὶ τῶν Ἀλεξανδρέων, καθὼς καὶ τῶν Ἰουδαίων ποὺ κατάγονταν ἀπό τὴν Κιλικία καὶ τὴν Ἀσία, σηκώθηκαν μὲ φανατισμὸ κι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μὲ τὸν Στέφανο. Δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ ἀντισταθοῦν στὴ σοφία καὶ στὸ πνευματικὸ χάρισμα μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ὁποίου μιλοῦσε ὁ Στέφανος. Τότε ὑποκίνησαν καὶ δωροδόκησαν ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ποῦν, σύμφωνα μὲ τὶς ἰδιαίτερες ὁδηγίες ποὺ πῆραν, ὅτι τὸν ἔχουμε ἀκούσει μὲ τ' αὐτιά μας νὰ λέει λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐρέθισαν πολὺ καὶ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ καί τούς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γραμματεῖς. Καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὸ ἦλθαν ξαφνικὰ κι ἄρπαξαν ὅλοι μαζὶ τὸν Στέφανο καὶ μὲ τὴ βία τὸν ἔφεραν στὸ συνέδριο. Καὶ παρουσίασαν ἐκεῖ ψευδομάρτυρες ποὺ ἔλεγαν: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ νὰ λέει λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ ἁγίου τόπου τοῦ ναοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ νόμου. Δὲν μᾶς μένει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι λέει λόγια βλάσφημα γιὰ τὸ ναὸ καὶ τὸ νόμο. Διότι τὸν ἔχουμε ἀκούσει οἱ ἴδιοι νὰ λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, αὐτὸς ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, θὰ καταστρέψει τὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο καὶ θὰ ἀλλάξει τὰ ἱερὰ ἔθιμα καὶ τοὺς θεσμοὺς ποὺ μᾶς παρέδωσε μὲ τὸ νόμο ὁ Μωυσής. Κάποια στιγμὴ ὅμως, καθὼς ὅλοι οἱ δικαστὲς ποὺ κάθονταν στὸ συνέδριο κοίταξαν τὸν Στέφανο, εἶδαν τὸ πρόσωπό του νά ἀστράφτει σάν νά ἦταν πρόσωπο ἀγγέλου. Τότε ὁ ἀρχιερέας ρώτησε τὸν Στέφανο: Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ὅπως τὰ καταγγέλλουν οἱ μάρτυρες; Κι ὁ Στέφανος ἀποκρίθηκε: Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε. Ὁ Θεὸς ὁ ἔνδοξος, ὁ ὁποῖος συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς πραγματικῆς καὶ αἰώνιας δόξας, ἐμφανίσθηκε στὸν πατέρα μας Ἀβραάμ, ὅταν ἦταν ἀκόμη στή Μεσοποταμία, πρὶν ἔλθει νὰ κατοικήσει στὴ Χαρράν, καὶ τοῦ εἶπε: Φύγε ἀπό τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπό τούς συγγενεῖς σου καὶ πήγαινε στὴ χώρα ποὺ θὰ σοὺ δείξω. Τότε ὁ Ἀβραάμ, ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ αὐτή, ἔφυγε ἀπό τὴ χώρα τῶν Χαλδαίων καὶ πῆγε νὰ κατοικήσει στὴ Χαρράν. Κι ἀπό ἐκεῖ, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, τὸν ὁδήγησε ὁ Θεὸς στὴ γῆ αὐτὴ Χαναάν, στήν ὁποία ἐσεῖς τώρα κατοικεῖτε. Κι ὅσο ζοῦσε ὁ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδωσε οὔτε ἕνα βῆμα γῆς γιὰ κληρονομιὰ στὴ χώρα αὐτή. Ἀλλὰ ὁ Σολομών ἔκτισε τόν οἶκο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὕψιστος Θεὸς ὅμως δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς ποὺ κατασκευάζονται ἀπό τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ τὴν τέχνη τους  ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Θρόνος γιὰ μένα εἶναι ὁ οὐρανός, καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ εἶναι τὸ στήριγμα ποὺ ἀκουμποῦν τὰ πόδια μου. Ποιὸ σπίτι μπορεῖτε νὰ κτίσετε γιὰ μένα, ποὺ δὲν μὲ χωράει ὁλόκληρος ὁ κόσμος; λέει ὁ Κύριος. Ἤ ποιός θὰ εἶναι ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς καὶ μόνιμης ἀναπαύσεώς μου, στὸν ὁποῖο θὰ κατοικῶ χωρὶς νὰ μετακινοῦμαι; Ὅλα αὐτὰ ποὺ μπορεῖτε ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι νά μοῦ προσφέρετε, δικά μου δὲν εἶναι, καὶ τὸ παντοδύναμο χέρι μου δὲν τὰ ἔκανε»; (Κι ἐπειδὴ στὸ μεταξὺ τὰ μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου ἐκδήλωσαν μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου τους καὶ τοὺς μορφασμοὺς τους λυσσασμένη ἀγανάκτηση καὶ σκληρότητα, ὁ Στέφανος ἄρχισε νὰ τοὺς ἐλέγχει λέγοντας:) Εἶστε σκληροτράχηλοι καὶ ἄκαμπτοι, καὶ δέν ὑποτάσσεσθε στὸ Θεό. Δὲν ἔχετε περικόψει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀναισθησία τῆς καρδιᾶς σας καὶ δὲν θελήσατε νὰ ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τὴν πνευματικὴ σας κουφαμάρα, γιά νά ἀκοῦτε μὲ καλὴ καὶ εὐπειθή διάθεση τήν ἀλήθεια. Γι΄ αὐτὸ πάντοτε ἐναντιώνεσθε στό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅπως ἀπειθοῦσαν καί ἐναντιώνονταν οἱ πατέρες σας, ἔτσι σήμερα ἐναντιώνεσθε καὶ σεῖς. Ποιὸν ἀπό τούς προφῆτες δὲν καταδίωξαν οἱ πρόγονοί σας; Καὶ σκότωσαν ἐκείνους ποὺ προανήγγειλαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος καὶ κατ' ἐξοχὴν δίκαιος. Ἀλλά καί σεῖς τώρα ἔχετε γίνει προδότες καὶ φονιάδες του. Ἐσεῖς πήρατε τὸ νόμο τὸν ὁποῖο διέταξε ὁ Θεὸς διαμέσου ἀγγέλων, καὶ δὲν τὸν τηρήσατε ἀλλά τόν παραβήκατε. Κι ἐνῶ τὰ ἄκουγαν αὐτά, ξεσχίζονταν οἱ καρδιές τους ἀπό ἀγανάκτηση καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους ἐναντίον τοῦ Στεφάνου. Οἱ ἀπειλὲς ὅμως αὐτὲς δὲν διήγειραν ἐχθρικὰ συναισθήματα καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ πρωτομάρτυρα. Ἀντιθέτως αὐτὸς ἦταν πάντοτε εἰρηνικὸς καὶ γεμάτος μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐνῶ λοιπὸν βρισκόταν σὲ τέτοια ψυχικὴ κατάσταση, ἔστρεψε ἀκίνητο καὶ προσηλωμένο τό βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδε τὴν ἔνδοξη λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσει. Καὶ εἶπε: Νά, βλέπω καθαρὰ τοὺς οὐρανοὺς νὰ εἶναι ἀνοιγμένοι, καὶ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου τόν βλέπω νά στέκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως τότε ἔβγαλαν δυνατὲς κραυγές, ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Στεφάνου, πού τὰ θεωροῦσαν βλάσφημα, καὶ μὲ μανιασμένη διάθεση ὅλοι μαζὶ ὅρμησαν καταπάνω του. Κι ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τὴν πόλη, ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν. Καὶ οἱ μάρτυρες, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο ἔπρεπε πρῶτοι νὰ ρίξουν πέτρες ἐναντίον του, ἄφησαν τὰ ροῦχα τους κοντὰ στὰ πόδια κάποιου νέου ποὺ λεγόταν Σαῦλος, γιὰ νὰ τὰ φυλάει. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι λιθοβολοῦσαν τὸν Στέφανο, αὐτὸς ἐπικαλοῦνταν τὸν Κύριο κι ἔλεγε: Κύριε Ἰησοῦ, δέξου τὸ πνεῦμα μου. Ὕστερα γονάτισε, κραύγασε μὲ μιὰ δυνατὴ φωνή, ποὺ ἀκούστηκε κι ἀπ' τοὺς φονιάδες του, καὶ εἶπε: Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις τὴν ἁμαρτία αὐτή. Καὶ μ' αὐτὰ τὰ λόγια ἔκλεισε τὰ μάτια του, γιά νά παραδοθεῖ στὸν εἰρηνικὸ ὕπνο τοῦ θανάτου. Ὁ Σαῦλος στὸ μεταξὺ ἐπικροτοῦσε καὶ ἐπιδοκίμαζε μαζὶ μὲ τοὺς φονιάδες τὴ θανατικὴ ἐκτέλεση τοῦ Στεφάνου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀ­να­χω­ρη­σάν­των τῶν μά­γων, ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα φεῦ­γε ες Αἴ­γυ­πτον, κα ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τ παι­δί­ον το ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς κα ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες Αἴ­γυ­πτον, κα ν ἐ­κεῖ ἕ­ως τς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· ξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τν υἱ­όν μου. Ττε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, κα ἀ­πο­στεί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τος παῖ­δας τος ν Βη­θλέ­εμ κα ν πᾶ­σι τος ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς κα κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τν χρό­νον ν ἠ­κρί­βω­σε πα­ρὰ τν μά­γων. τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τ ῥη­θὲν δι­ὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου το προ­φή­του λέ­γον­τος· φω­νὴ ν Ρα­μᾷ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς κα ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τ τκνα αὐ­τῆς, κα οκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οκ εἰ­σίν. Τε­λευ­τή­σαν­τος δ το Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα πο­ρε­ύ­ου ες γν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σι γρ ο ζη­τοῦν­τες τν ψυ­χὴν το παι­δί­ου. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα εἰ­σῆλ­θεν ες γν Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­κο­ύ­σας δ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λεύ­ει τς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες τ μέ­ρη τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν ες πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν δι­ὰ τν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.
                                                   (Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
«ΟΙ ΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ»
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ μᾶς περιγράφει στὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τὰ γεγονότα πού ἀκολούθησαν μετά τὴ θαυμαστὴ προσκύνηση τῶν Μάγων. Ἄγγελος Κυρίου, μᾶς λέγει, παραγγέλλει στὸν Ἰωσὴφ νὰ πάρει τόν νεογέννητο Ἰησοῦ καὶ τὴν Μητέρα Του, τὴν Παναγία, καὶ νὰ καταφύγει στὴν Αἴγυπτο, ἕως ὅτου καὶ πάλιν τὸν εἰδοποιήσει, διότι ἐπρόκειτο ὁ Ἡρώδης «ζητῆσαι τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό», νὰ ἀναζητήσει τὸν Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸν θανατώσει.
Ἔτσι ἀρχίζει τὴν ἱστορία Του ἐπί τῆς γῆς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ἀπό τὴν πρώτη ἀκόμη ἡλικία γίνεται στόχος τῆς δολοφονικῆς μανίας ἑνὸς παράφρονος τυράννου καί ἀναγκάζεται νά πάρει τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς.
Νύχτα ἀκόμη σηκώνεται ὁ Ἰωσήφ, παίρνει τὸ Βρέφος καὶ τὴν Μητέρα Του καὶ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Ἡρώδη, γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ προφήτου Ὠσηέ, πού ἔλεγε: Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἐκάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του.
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ὁ Ἡρώδης βρισκόταν σέ κατάσταση ἔξαλλη. Περίμενε τοὺς Μάγους, γιὰ νὰ μάθει ἀπ’ αὐτοὺς τὸν τόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ οἱ Μάγοι δὲν φαίνονταν. Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε παραγγείλει νὰ μή ἐπιστρέψουν στὸν Ἡρώδη. Ἔτσι ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπό ἄλλο δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα τους.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἡρώδης συνειδητοποίησε ὅτι τόν ἐξαπάτησαν οἱ Μάγοι, «ἐθυμώθη λίαν» καὶ ἔστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι θανάτωσαν ὅλα τὰ κάτω τῶν δύο ἐτῶν παιδιά τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, ὅπως ὑπολόγισε τὸν χρόνο ἀπό τὶς πληροφορίες τῶν Μάγων.
Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμός πολὺς στὴν πενθοῦσα πόλη. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Οἱ  μητέρες - ἀπόγονοι τῆς Ραχήλ, τῆς συζύγου τοῦ Ἰακώβ, θρηνοῦν ἀπαρηγόρητες γιά τὰ χαμένα παιδιά τους.
Ἕνα τραγικὸ τέλος γιὰ τὰ ἀθῶα βλαστάρια, ποὺ ἔγιναν ἔτσι οἱ πρῶτοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζουμε κάθε χρόνο στὶς 29 Δεκεμβρίου.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ἔγκλημα τοῦ αἱμοσταγοῦς τυράννου. Ἔπειτα ἀπό λίγο ἀπέθανε. Καὶ ὁ Ἄγγελος εἰδοποιεῖ πάλιν τὸν Ἰωσὴφ νὰ πάρει τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴ Μητέρα Του καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Παλαιστίνη, διότι ἦσαν πλέον νεκροὶ αὐτοί πού ζητοῦσαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ  «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου».
Ὁ Ἰωσὴφ ἐπέστρεψε. Διαπιστώνοντας ὅμως ὅτι στὴν Ἰουδαία βασιλεύει ὁ υἱὸς τοῦ Ἡρώδη, ὁ Ἀρχέλαος, φοβήθηκε νά κατοικήσει ἐκεῖ. Καθοδηγούμενος ἀπό τὸν Θεὸ πῆγε στὴ Γαλιλαία, στὴν πόλη Ναζαρέτ, γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν ἔτσι καί οἱ προβλέψεις τῶν Προφητῶν γιὰ τὸν Κύριον, ποὺ ἔλεγαν ὅτι θά περιφρονηθεῖ πολύ, ὅπως καὶ ἔγινε μὲ τὸ νὰ ἀποκαλεῖται περιφρονητικὰ Ναζωραῖος.
ΕΤΣΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΛΟΙ
Ὁ φρικτὸς διώκτης τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἡρώδης, νεκρός. Τὸ ἀνθρωπόμορφο θηρίο, ὁ σφαγέας τόσων ἀθώων βρεφῶν, ἐξαφανίζεται μέσα σὲ ἕνα τάφο.
Ἔτσι πεθαίνουν καὶ ἐξαφανίζονται ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Λυσσομανοῦν καὶ ἀφρίζουν γιὰ ἕνα διάστημα καὶ ἔπειτα χάνονται, καταλήγουν στὸ χώμα τοῦ τάφου, τοὺς σιγοτρώγουν τὰ σκουλήκια τῆς γῆς. Οὔτε οἱ στρατοί τους, οὔτε τὰ ὅπλα τους μποροῦν νὰ τοὺς προστατεύσουν ἀπό αὐτὸν τὸν τελευταῖο ἐχθρό. Ἀνίσχυροι παραδίδονται στὴ φθορά.
Δύο χιλιετίες περιπετειῶν καὶ διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας τὸ βεβαιώνουν αὐτὸ ἀπολύτως. Δύο χιλιάδων ἐτῶν ἱστορία θὰ μποροῦσε νά συμπυκνωθεῖ σὲ μιά καί μόνη φράση: «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου»! «Τεθνήκασιν»! Ἔχουν πεθάνει.
Τύραννοι καὶ διῶκτες, δήμιοι καὶ προδότες, μικροὶ καὶ μεγάλοι «τεθνήκασι». Γιὰ λίγο φοβερίζουν, ἀπειλοῦν, βασανίζουν, θανατώνουν, καὶ ἔπειτα χάνονται. Ἀπό τὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Νέρωνα μέχρι τὸν Στάλιν καὶ τὸν Ἐμβέρ Χότζα οἱ τύραννοι τῶν λαῶν καὶ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ καταλήγουν στὸ νεκροταφεῖο τῆς Ἱστορίας, ἀφοῦ προλάβουν νά χαρίσουν στὴν Ἐκκλησία τὰ ὡραιότερα στολίδια τῶν ἐνδυμάτων της, τὰ ἱερά αἵματα τῶν Μαρτύρων της.
Οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε αὐτὸ νὰ μή τὸ λησμονοῦμε ποτέ. «Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν; Καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο (=χάθηκαν)». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρα. Μὴ φοβηθοῦμε λοιπόν, ἄν καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὴν ἐχθρότητα τῶν σκοτεινῶν κέντρων τοῦ δαιμονοκρατουμένου κόσμου.
Καὶ αὐτοί καί οἱ ἑπόμενοι καὶ οἱ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι ἐχθροὶ της ἁπλῶς θὰ τῆς αὐξήσουν τὰ στολίδια  θὰ τῆς χαρίσουν νέα διαμάντια, Ὁμολογητές καὶ Μάρτυρες τῆς πίστεώς της. Ἔπειτα αὐτοί θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία θὰ θριαμβεύει πάντα καὶ γιὰ πάντα.
 (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(20 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας μετὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.
                                             (Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, χ­ά­ρη σ­τ­ὴν π­ί­σ­τη τ­ου ὁ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἔ­μ­ε­ι­νε ὡς ξ­έ­ν­ος σ­τὴ γῆ πού τοῦ ὑ­π­ο­σχέ­θ­η­κε ὁ Θ­ε­ὸς κ­αὶ τὴ θ­ε­ω­ροῦ­σε ξ­έ­νη χ­ώ­ρα κι ὄ­χι δ­ι­κή τ­ου. Κ­αὶ δ­ι­έ­μ­ε­ι­νε μ­έ­σα σὲ σκη­ν­ὲς μ­α­ζὶ μὲ τ­ὸν Ἰ­σ­α­ὰκ κ­αὶ τ­ὸν Ἰ­α­κ­ώ­β, π­οὺ ἦ­τ­αν σ­υ­γ­κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­οι τ­ῆς ἴ­δ­ι­ας ὑ­π­ο­σχέ­σ­ε­ως τοῦ Θεοῦ. Ζ­ο­ῦ­σε ὁ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἀ­κ­ό­μη κ­αὶ σ­τὴ γῆ τ­ῆς ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας ὡς ξ­έ­ν­ος κ­αὶ με­τα­ν­ά­σ­τ­ης, δ­ι­ό­τι π­ε­ρί­μ­ε­νε νὰ κ­α­τ­ο­ι­κ­ή­σ­ει σ­τ­ὴν ἐ­π­ο­υ­ρ­ά­ν­ια π­ό­λη, ἡ ὁ­π­ο­ία ἔ­χ­ει τὰ ἀ­λη­θ­ι­νὰ κ­αὶ ἀ­δ­ι­ά­σ­ε­ι­σ­τα θ­ε­μ­έ­λ­ια, κ­αὶ τ­ε­χ­ν­ί­τη κ­αὶ κ­τ­ί­σ­τη της τ­ὸν ἴ­δ­ιο τ­ὸν Θ­εό. Κ­αὶ τί ἀ­κ­ό­μη νὰ λ­έω κ­αὶ νὰ δ­ι­η­γ­ο­ῦ­μ­αι; Π­ρ­έ­π­ει νὰ σ­τ­α­μ­α­τ­ή­σω, δ­ι­ό­τι δ­ὲν θὰ μ­οῦ φ­τ­ά­σ­ει ὁ χρό­ν­ος νὰ δ­ι­η­γ­ο­ῦ­μ­αι γ­ιὰ τ­ὸν Γ­ε­δ­εών καί τόν Β­α­ρ­άκ, τ­ὸν Σ­α­μ­ψών  κ­αὶ τ­ὸν Ἰεφθάε, γιὰ τ­ὸν Δ­α­β­ὶδ κ­αὶ τ­ὸν Σ­α­μ­ο­υ­ὴλ κ­αὶ τ­ο­ὺς π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες. Α­ὐ­τ­οί, ἐ­π­ε­ι­δὴ εἶχαν π­ί­σ­τη, κ­α­τ­α­π­ο­λ­έ­μ­η­σ­αν κ­αὶ ὑ­π­έ­τ­α­ξ­αν β­α­σ­ί­λ­ε­ια, κ­υ­β­έ­ρ­ν­η­σ­αν τὸ λ­αὸ μὲ δ­ι­κ­α­ι­ο­σ­ύ­νη, π­έ­τ­υ­χ­αν τ­ὴν π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­ο­ί­η­ση τ­ῶν ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ων π­οὺ τ­ο­ὺς ἔ­δ­ω­σε ὁ Θ­ε­ός, ἔ­φ­ρ­α­ξ­αν σ­τ­ό­μ­α­τα λ­ι­ο­ν­τα­ρ­ι­ῶν, ὅπως ὁ Δα­ν­ι­ήλ, ἔ­σ­β­η­σ­αν τ­ὴν κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ε­π­τ­ι­κὴ δ­ύ­ν­α­μη τ­ῆς φ­ω­τ­ι­ᾶς, δ­ι­έ­φ­υ­γ­αν τὸν κ­ί­ν­δ­υ­νο τ­ῆς σ­φ­α­γ­ῆς, πῆραν δ­ύ­ν­α­μη κι ἔ­γ­ι­ν­αν κ­α­λὰ ἀπό ἀ­ρ­ρ­ώ­σ­τ­ι­ες, ἀ­ν­α­δ­ε­ί­χ­θ­η­καν ἰ­σ­χ­υ­ρ­οὶ κ­αὶ ἀ­ν­ί­κ­η­τ­οι στὸν π­ό­λ­ε­μο, ἔ­τ­ρ­ε­ψ­αν σὲ φ­υ­γὴ τ­ὶς ἐ­χ­θ­ρ­ι­κ­ὲς π­α­ρ­α­τ­ά­ξ­ε­ις κ­αὶ τὰ π­ο­λ­υ­π­λ­η­θῆ στρα­τ­ε­ύ­μ­α­τά τ­ο­υς. Μὲ τ­ὴν π­ί­σ­τη ποὺ εἶχαν σ­τ­ὴν ὑ­π­ε­ρ­φ­υ­σ­ι­κὴ δ­ύ­ν­α­μη τ­ῶν π­ρ­ο­φ­η­τ­ῶν οἱ γ­υ­ν­α­ῖ­κ­ες π­οὺ ἀ­ν­α­φ­έ­ρ­ει ἡ Π­α­λ­α­ιὰ Δ­ι­α­θ­ή­κη ξ­α­ν­α­πῆραν π­ί­σω ζ­ω­ν­τα­νὰ τὰ ν­ε­κ­ρὰ πα­ι­δ­ιά τ­ο­υς π­οὺ ἀ­ν­έ­σ­τ­η­σ­αν οἱ π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες. Κι ἄ­λ­λ­οι δ­έ­θ­η­κ­αν σ­τὸ β­α­σ­α­ν­ι­σ­τ­ι­κὸ ὄ­ρ­γ­α­νο πού λ­ε­γ­ό­τ­αν τ­ύ­μ­π­α­νο κ­αὶ δ­ά­ρ­θηκ­αν σ­κ­λ­η­ρὰ μ­έ­χ­ρι θ­α­ν­ά­τ­ου, ἐ­π­ε­ι­δὴ δ­ὲν δ­έ­χ­θ­η­κ­αν νὰ ἀ­ρ­ν­η­θ­ο­ῦν τ­ὴν π­ί­σ­τη τ­ο­υς κ­αὶ νὰ ἐ­λ­ε­υ­θ­ε­ρ­ω­θ­ο­ῦν ἔ­τ­σι ἀπό τὸ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ιο. Π­ρ­ο­τ­ί­μ­η­σ­αν τὸ σ­κ­λ­η­ρὸ α­­τὸ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ιο, γ­ιὰ νὰ ­ν­α­σ­τ­η­θ­ο­ῦν σὲ μ­ιὰ κ­α­λ­ύ­τ­ε­ρη ζ­ωή, π­α­ρὰ νὰ ­χ­ο­υν μ­ιὰ π­ρ­ο­σ­κ­α­ι­ρη ­π­ο­κ­α­τ­ά­σ­τ­α­ση σ­τὴ ζ­ωὴ α­­τή. Κι ἀλ­λ­οι π­ά­λι δ­ο­κ­ί­μ­α­σαν ἐ­μ­π­α­ι­γ­μ­ο­ὺς κ­αὶ μ­α­σ­τ­ι­γ­ώ­σ­ε­ις, ἀ­κ­ό­μη μ­ά­λ­ι­σ­τα κ­αὶ δ­ε­σ­μὰ κ­αὶ φ­υ­λ­α­κ­ί­σ­ε­ις. Λ­ι­θ­ο­βο­λ­ή­θ­η­κ­αν, π­ρ­ι­ο­ν­ί­σ­θ­η­κ­αν, δ­ο­κ­ί­μ­α­σ­αν π­ο­λ­λ­ο­ὺς π­ε­ι­ρ­α­σ­μ­ο­ύς, θ­α­ν­α­τ­ώ­θ­η­κ­αν μὲ σ­φ­α­γὴ ἀπό μ­α­χ­α­ί­ρι, π­ε­ρ­ι­φ­έ­ρ­ο­ν­τ­αν σάν π­λ­α­ν­ό­δ­ι­οι ἐδῶ κι ἐκεῖ. Φ­ο­ρ­ο­ῦ­σαν γ­ιὰ ρ­οῦχα π­ρ­ο­β­ι­ὲς κ­αὶ γ­ι­δ­ο­δ­έ­ρ­μ­α­τα, ζ­ώ­ν­τ­ας μ­έ­σα σὲ σ­τ­ε­ρ­ή­σ­ε­ις, θ­λ­ί­ψ­ε­ις κ­αὶ κ­α­κ­ο­π­ά­θ­ε­ι­ες. Ὁλόκληρος ὁ κ­ό­σ­μ­ος δ­ὲν ἄ­ξ­ι­ζε ὅσο οἱ ἅ­γ­ι­οι α­ὐ­τ­οὶ ἀ­ν­δ­ρ­ες, κι οὔτε μ­π­ο­ρ­ο­ῦ­σε νὰ σ­υ­γ­κρ­ι­θ­εῖ μ' α­ὐ­τ­ο­ύς. Π­ε­ρ­ι­π­λ­α­ν­ι­ό­ν­τ­αν σὲ ἐ­ρ­η­μ­ι­ὲς κ­αὶ σὲ β­ο­υ­νά, σὲ σ­π­η­λ­ι­ὲς κ­αὶ σὲ τ­ρ­ύ­π­ες τ­ῆς γ­ῆς. Κι ὅ­λ­οι α­ὐ­τ­οὶ οἱ ἅ­γ­ι­οι ἄνδρες, ἄν κ­αὶ ἔ­λ­α­β­αν ἐ­γ­κ­ω­μ­ι­α­σ­τ­ι­κὴ μ­α­ρ­τ­υ­ρ­ία γ­ιὰ τὴν π­ί­σ­τη τ­ο­υς, δ­ὲν ἀ­π­όλαυσαν τήν ὑπόσχεση τ­ῆς ο­ὐ­ρ­ά­ν­ι­ας κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ᾶς. Κι α­ὐ­τὸ δι­ό­τι ὁ Θ­ε­ὸς π­ρ­ο­έ­β­λ­ε­ψε γ­ιὰ μ­ᾶς κά­τι κ­α­λ­ύ­τ­ε­ρο, ὥστε αὐτοί νά μή λ­ά­β­ο­υν σὲ β­α­θ­μὸ τ­έ­λ­ε­ιο τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία τ­ους χ­ω­ρ­ὶς ἐ­μᾶς, ἀλλά νὰ τὴ λ­ά­β­ο­υ­με ὅ­λ­οι μ­α­ζί. Ἔ­τ­σι ἐ­μ­ε­ῖς β­ρ­ι­σκό­μ­α­σ­τε τ­ώ­ρα σὲ π­λ­ε­ο­ν­ε­κ­τ­ι­κ­ό­τ­ε­ρη θ­έ­ση ἀ­π' α­ὐ­τ­ο­ὺς· ὄ­χι μ­ό­νο ἐ­π­ε­ι­δὴ ζ­ο­ῦ­με σ­τὰ χρό­ν­ια τ­ῆς ἀ­π­ο­λ­υ­τ­ρ­ώ­σ­ε­ως τ­οῦ Χ­ρ­ι­στοῦ, ἀλλά κ­αὶ ἐ­π­ε­ι­δὴ ἡ περίοδος τ­ῆς α­ν­α­μ­ο­νῆς γιά μ­ᾶς ε­ί­ν­αι μ­ι­κ­ρ­ό­τε­ρη.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ο­ύ­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ούδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.   
                                                                            (Ματθ. α΄[1] 1-25)
ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΒΟΥΛΗ ΘΕΟΥ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ    
ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΛΕΟΝ ΠΑΡΑΔΟΞΑ Εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἔτους εἶναι αὐτὸ τῆς Κυριακῆς πρὶν ἀπό τὰ Χριστούγεννα. Δεκάδες ὀνόματα ἀπαγγέλλονται, παραξενεύοντας τὴν ἀσυνήθιστη σὲ τέτοια ἀκοή μας.
Τί εἶναι αὐτὰ τὰ ὀνόματα; Εἶναι ὁ γενεαλογικὸς κατάλογος τῶν προγόνων τοῦ Κυρίου μας ὡς πρὸς τὸν θεωρούμενο πατέρα του, τὸν Ἰωσήφ. Ὁ ἴδιος ὅμως σχεδὸν κατάλογος ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν Παναγία μας, τὴν πραγματικὴ του Μητέρα, δεδομένου ὅτι οἱ Ἑβραῖοι συνήθιζαν νὰ ἔρχονται σὲ γάμο μὲ γυναῖκες ἀπό τήν ἴδια φυλὴ καὶ μάλιστα κάπως μακρινοῦ μὲν ἀλλὰ πάντως συγγενικοῦ περιβάλλοντος.
Ὁ γενεαλογικὸς κατάλογος εἶναι σχηματοποιημένος σὲ τρία μέρη, ἀνά 14 περίπου γενεές. Ἡ πρώτη ἀπό τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν βασιλέα Δαβίδ. Ἡ δεύτερη ἀπό τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν Βαβυλωνιακὴ αἰχμαλωσία καὶ ἡ τρίτη ἀπό τὴν αἰχμαλωσία μέχρι τὴν Γέννηση τοῦ  Κυρίου.
Δίκαιοι καὶ ἄδικοι, ἀσεβεῖς καὶ εὐσεβεῖς, ἅγιοι καὶ ἁμαρτωλοὶ παρελαύνουν μέσα ἀπό αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ κείμενο ὑπηρετώντας, ἐν ἀγνοίᾳ, τους οἱ περισσότεροι, τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, τὴν κάθοδό Του στὴ γῆ μέσα ἀπό τὰ σπλάγχνα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς ἁγίας κόρης τῆς Ναζαρέτ. Κάθε ὄνομα ἀπό αὐτὰ φωνάζει μιά καὶ μόνη λέξη πρὸς ὅλους μας: ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!
ΕΠΕΙΤΑ Ο ΙΕΡΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ περιγράφει τὴ Γέννηση τοῦ Κυρίου μας. Ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου ἔχει γίνει ἀπό καιρό. Ἐκείνη ὅμως ἔχει ἀπολύτως σιωπήσει. Μὲ μιά ὑπερθαύμαστη πίστη τὰ ἀφήνει ὅλα στὴ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Ὁ καιρὸς ὅμως προχωρεῖ. Κάποια στιγμὴ ἡ ἐγκυμοσύνη της εἶναι πλέον φανερή. Καὶ τότε ὁ Ἰωσὴφ πνίγεται στοὺς λογισμούς. Γνωρίζει τὴν ἀκεραιότητα τῆς μνηστῆς του, τῆς Μαριάμ, δὲν μπορεῖ ὅμως νά δώσει ἄλλη ἐξήγηση στὴν ἐγκυμοσύνη της. Κανονικὰ θὰ ἐπρεπε νὰ τὴν παραδώσει στὸ Ἰουδαϊκό Συνέδριο, γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὴν προβλεπόμενη ἀπό τὸν Νόμο ποινή: τὸν θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ. Ἀλλὰ ὁ δίκαιος ἄνθρωπος δὲν τὸ κάνει. Σκέπτεται νὰ τὴν ἀπολύσει «λάθρα», νὰ τὴν ἀποπέμψει ἀθόρυβα, γιὰ νὰ μή τήν ἐκθέσει.
ENΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ σ’ αὐτὲς τὶς ἀγωνιώδεις καὶ στενόχωρες σκέψεις, δέχεται ἕνα ἀπρόσμενο μήνυμα. Ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἐμφανίζεται σὲ ἱερὸ ὄνειρο καὶ τὸν ἐνθαρρύνει παραγγέλλοντάς του νά κρατήσει κοντὰ του τὴν Μαριὰμ καὶ νὰ τὴν προστατεύσει. Τὸν πληροφορεῖ ὅτι ἐκείνη κυοφορεῖ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ τοῦ παραγγέλλει στὸ παιδί ποὺ θὰ γεννηθεῖ νὰ δώσει τὸ ὄνομα «Ἰησοῦς», δηλαδὴ Σωτήρ, διότι αὐτὸς θὰ σώσει τὸν λαό Του ἀπό τὶς ἁμαρτίες του.
ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΑΥΤΟ, εἶπε ὁ Ἄγγελος, θὰ πραγματοποιηθεῖ ἡ θαυμαστὴ προφητεία τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, πού ἔλεγε: Ἰδού ἡ Παρθένος θὰ συλλάβει καὶ θὰ γεννήσει υἱόν, τὸν ὁποῖο οἱ πιστοὶ θὰ τὸν ὀνομάσουν «Ἐμμανουήλ», ὄνομα ποὺ σημαίνει «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ὑπακούοντας ὁ Ἰωσὴφ στὴν παραγγελία τοῦ Ἀγγέλου, ἐκράτησε κοντά του τὴ μνηστὴ του Μαριάμ, ὄχι ὡς σύζυγό του, ἀλλὰ ὡς προστατευόμενή του. Ὅταν δέ γεννήθηκε τὸ παιδί, τὸ ὀνόμασε Ἰησοῦ.   
Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΣΚΑΝΔΑΛΙΣΜΟΥ
Ἡ θέση στην ὁποία βρέθηκε ὁ Ἰωσήφ, ὅταν διαπίστωσε τὴν ἐγκυμοσύνη τῆς Παρθένου Μαρίας, ὑπῆρξε πράγματι τραγική. Μποροῦμε ἴσως νὰ φαντασθοῦμε πῶς αἰσθάνθηκε. Αἰσθάνθηκε νὰ καταρρέει ὅλος ὁ κόσμος γύρω του. Σκέψεις ἀγωνιώδεις πλημμυρίζουν τὸν νοῦν του. Λογισμοὶ ἀμφιβολίας ταράζουν τὴν ψυχή του. Ὑποφέρει βλέποντας στὸ θέμα τόσα ἀδιέξοδα. Ἴσως νοιώθει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μακριά του.
Τελικά, ὡς φρόνιμος καὶ δίκαιος ἄνθρωπος, ἐπιλέγει τὴν ἐπιείκεια. Τότε διαπιστώνει πόσο κοντὰ του βρίσκεται ὁ Θεός. Μὲ τὸν Ἄγγελον Του ὁ Κύριος ἀνοίγει νέο ὁρίζοντα στὸ βλέμμα τοῦ Ἰωσήφ. Τώρα πιὰ ἀρχίζει νὰ ἀντιλαμβάνεται τὸ ἄπειρο μυστήριο. Καὶ ταπεινὸς καὶ ὑπάκουος δέχεται πρόθυμα νὰ τὸ ὑπηρετήσει.
Κάποτε στὴ ζωὴ ὅλων μας παρουσιάζονται ἑξαιρετικὰ δύσκολες περιστάσεις. Περιστάσεις στὶς ὁποῖες ἡ ψυχὴ μας σκανδαλίζεται, καθὼς βλέπει νὰ τὴν ἀπογοητεύουν ἄνθρωποι στοὺς ὁποίους εἶχε χαρίσει ἀπόλυτη τὴν ἐμπιστοσύνη της. Πικραίνεται τότε βαθιὰ ἡ ψυχή μας. Ἀπελπίζεται. Αἰσθάνεται μόνη, ἐγκαταλελειμμένη ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀγνοημένη ἀπό τὸν Θεό. Οἱ λογισμοὶ τὴν πνίγουν, οἱ βασανιστικὲς ὑποψίες τὴν διαλύουν, στρέφει τὸ βλέμμα μὲ λαχτάρα πρὸς τὸν θάνατο ὡς τὸν μόνο λυτρωτή της.
Αὐτή ἡ ὥρα εἶναι ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. Δηλαδὴ εἶναι ἡ ὥρα τῆς μεγάλης μάχης. Ἡ ὥρα τῆς κρίσεως τῆς ἐμπιστοσύνης μας στὸν Θεό. Ἀλλὰ ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μακριά μας, ὅπως μᾶς φαίνεται σ’ αὐτὲς τὶς καταστάσεις. Κοντὰ μας εἶναι ὁ Θεός. Πολὺ κοντὰ μας εἶναι. Καὶ θὰ μᾶς φανερωθεῖ. Ἀρκεῖ στίς δύσκολες ἐκεῖνες  στιγμὲς νὰ θελήσουμε νὰ φανοῦμε καί μεῖς ἐπιεικεῖς σ’ αὐτοὺς ποὺ θεωροῦμε ὅτι μᾶς πρόδωσαν.
Τότε ἕνας ἄλλος κόσμος θὰ λάμψει στὰ ἔκπληκτα μάτια μας. Τότε θὰ νοιώσουμε πόσο κοντὰ μας εἶναι ὁ Θεός. Τότε ἡ καρδιά μας θὰ ἑορτάσει ἀληθινὰ Χριστούγεννα. Αἰώνια. Λυτρωτικά. Τότε θὰ καταλάβουμε πραγματικὰ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας: Ἐμμανουήλ! Βοηθὸς καὶ Λυτρωτής μας, ὁ Σωτήρ μας, ὁ Ἰησοῦς.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)