Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)  
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, Στέ­φα­νος πλή­ρης πί­στε­ως καὶ δυ­νά­με­ως ἐ­πο­ί­ει τέ­ρα­τα καὶ ση­μεῖ­α με­γά­λα ἐν τῷ λα­ῷ. Ἀ­νέ­στη­σαν δέ τι­νες τῶν ἐκ τῆς συ­να­γω­γῆς τῆς λε­γο­μέ­νης Λι­βερ­τί­νων καὶ Κυ­ρη­να­ί­ων καὶ ᾿Α­λε­ξαν­δρέ­ων καὶ τῶν ἀ­πὸ Κι­λι­κί­ας καὶ ᾿Α­σί­ας συ­ζη­τοῦν­τες τῷ Στε­φά­νῳ, καὶ οὐκ ἴ­σχυ­ον ἀν­τι­στῆ­ναι τῇ σο­φί­ᾳ καὶ τῷ πνε­ύ­μα­τι ᾧ ἐ­λά­λει. Τότε ὑ­πέ­βα­λον ἄν­δρας λέ­γον­τας ὅ­τι ἀ­κη­κό­α­μεν αὐ­τοῦ λα­λοῦν­τος ῥή­μα­τα βλά­σφη­μα εἰς Μω­ϋ­σῆν καὶ τὸν Θε­όν· συ­νε­κί­νη­σάν τε τὸν λα­ὸν καὶ τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους καὶ τοὺς γραμ­μα­τεῖς, καὶ ἐ­πι­στάν­τες συ­νήρ­πα­σαν αὐ­τὸν καὶ ἤ­γα­γον εἰς τὸ συ­νέ­δρι­ον, ἔ­στη­σάν τε μάρ­τυ­ρας ψευ­δεῖς λέ­γον­τας· Ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος οὐ πα­ύ­ε­ται ῥή­μα­τα βλά­σφη­μα λα­λῶν κα­τὰ τοῦ τό­που τοῦ ἁ­γί­ου καὶ τοῦ νό­μου· ἀ­κη­κό­α­μεν γὰρ αὐ­τοῦ λέ­γον­τος ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος οὗ­τος κα­τα­λύ­σει τὸν τό­πον τοῦ­τον καὶ ἀλ­λά­ξει τὰ ἔ­θη ἃ πα­ρέ­δω­κεν ἡ­μῖν Μω­ϋ­σῆς. Καὶ ἀ­τε­νί­σαν­τες εἰς αὐ­τὸν ἅ­παν­τες οἱ κα­θε­ζό­με­νοι ἐν τῷ συ­νε­δρί­ῳ εἶ­δον τὸ πρό­σω­πον αὐ­τοῦ ὡ­σεὶ πρό­σω­πον ἀγ­γέ­λου. Εἶ­πε δὲ ὁ ἀρ­χι­ε­ρε­ύς· Εἰ ἄ­ρα ταῦ­τα οὕ­τως ἔ­χει; Ὁ δὲ ἔ­φη· Ἄν­δρες ἀ­δελ­φοὶ καὶ πα­τέ­ρες, ἀ­κο­ύ­σα­τε. Ὁ Θε­ὸς τῆς δό­ξης ὤ­φθη τῷ πα­τρὶ ἡ­μῶν ᾿Α­βρα­ὰμ ὄν­τι ἐν τῇ Με­σο­πο­τα­μί­ᾳ, πρὶν ἢ κα­τοι­κῆ­σαι αὐ­τὸν ἐν Χαρ­ράν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· «Ἔ­ξελ­θε ἐκ τῆς γῆς σου καὶ ἐκ τῆς συγ­γε­νί­ας σου, καὶ δεῦ­ρο εἰς γῆν ἣν ἄν σοι δε­ί­ξω». Τότε ἐ­ξελ­θὼν ἐκ γῆς Χαλ­δα­ί­ων κα­τῴ­κη­σεν ἐν Χαρ­ράν. Κἀ­κεῖ­θεν με­τὰ τὸ ἀ­πο­θα­νεῖν τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ με­τῴ­κι­σεν αὐ­τὸν εἰς τὴν γῆν τα­ύ­την εἰς ἣν ὑ­μεῖς νῦν κα­τοι­κεῖ­τε· καὶ οὐκ ἔ­δω­κεν αὐ­τῷ κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν αὐ­τῇ οὐ­δὲ βῆ­μα πο­δός. Σο­λο­μὼν δὲ ᾠ­κο­δό­μη­σεν αὐ­τῷ οἶ­κον. Ἀλλ᾿ οὐχ ὁ ὕ­ψι­στος ἐν χει­ρο­ποι­ή­τοις να­οῖς κα­τοι­κεῖ, κα­θὼς ὁ προ­φή­της λέ­γει· «Ὁ οὐ­ρα­νός μοι θρό­νος, ἡ δὲ γῆ ὑ­πο­πό­δι­ον τῶν πο­δῶν μου· ποῖ­ον οἶ­κον οἰ­κο­δο­μή­σε­τέ μοι, λέ­γει Κύριος, ἢ τίς τό­πος τῆς κα­τα­πα­ύ­σε­ώς μου; Οὐ­χὶ ἡ χε­ίρ μου ἐ­πο­ί­η­σε ταῦ­τα πάν­τα;» Σκλη­ρο­τρά­χη­λοι καὶ ἀ­πε­ρί­τμη­τοι τῇ καρ­δί­ᾳ καὶ τοῖς ὠ­σίν, ὑ­μεῖς ἀ­εὶ τῷ Πνε­ύ­μα­τι τῷ ῾Α­γί­ῳ ἀν­τι­πί­πτε­τε, ὡς οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν καὶ ὑ­μεῖς. Τίνα τῶν προ­φη­τῶν οὐκ ἐ­δί­ω­ξαν οἱ πα­τέ­ρες ὑ­μῶν; καὶ ἀ­πέ­κτει­ναν τοὺς προ­κα­ταγ­γε­ί­λαν­τας πε­ρὶ τῆς ἐ­λε­ύ­σε­ως τοῦ δι­κα­ί­ου, οὗ νῦν ὑ­μεῖς προ­δό­ται καὶ φο­νεῖς γε­γέ­νη­σθε· οἵ­τι­νες ἐ­λά­βε­τε τὸν νό­μον εἰς δι­α­τα­γὰς ἀγ­γέ­λων, καὶ οὐκ ἐ­φυ­λά­ξα­τε. ᾿Α­κο­ύ­ον­τες δὲ ταῦ­τα δι­ε­πρί­ον­το ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν καὶ ἔ­βρυ­χον τοὺς ὀ­δόν­τας ἐπ᾿ αὐ­τόν. Ὑ­πάρ­χων δὲ πλή­ρης Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, ἀ­τε­νί­σας εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν εἶ­δε δό­ξαν Θε­οῦ καὶ ᾿Ι­η­σοῦν ἑ­στῶ­τα ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Θε­οῦ, καὶ εἶ­πεν· Ἰ­δοὺ θε­ω­ρῶ τοὺς οὐ­ρα­νοὺς ἀ­νε­ωγ­μέ­νους καὶ τὸν υἱ­ὸν τοῦ ἀν­θρώ­που ἐκ δε­ξι­ῶν τοῦ Θε­οῦ ἑ­στῶ­τα. Κρά­ξαν­τες δὲ φω­νῇ με­γά­λῃ συ­νέ­σχον τὰ ὦ­τα αὐ­τῶν καὶ ὥρ­μη­σαν ὁ­μο­θυ­μα­δὸν ἐπ᾿ αὐ­τόν, καὶ ἐκ­βα­λόν­τες ἔ­ξω τῆς πό­λε­ως ἐ­λι­θο­βό­λουν. Καὶ οἱ μάρ­τυ­ρες ἀ­πέ­θεν­το τὰ ἱ­μά­τι­α αὐ­τῶν πα­ρὰ τοὺς πό­δας νε­α­νί­ου κα­λου­μέ­νου Σα­ύ­λου, καὶ ἐ­λι­θο­βό­λουν τὸν Στέ­φα­νον, ἐ­πι­κα­λο­ύ­με­νον καὶ λέ­γον­τα· Κύριε ᾿Ι­η­σοῦ, δέ­ξαι τὸ πνεῦ­μά μου. Θεὶς δὲ τὰ γό­να­τα ἔ­κρα­ξε φω­νῇ με­γά­λῃ· Κύριε, μὴ στή­σῃς αὐ­τοῖς τὴν ἁ­μαρ­τί­αν τα­ύ­την. καὶ τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­κοι­μή­θη.         
   (Πράξ. Στ΄8 – ζ΄5, 47 – 60)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Στέφανος, πού ἦταν γεμάτος μέ πίστη καί δυνατό χάρισμα εὐγλωττίας, ἔκανε μεγάλα θαύματα ἀνάμεσα στό λαό  θαύματα πού προκαλοῦσαν κατάπληξη καί ἀποδείκνυαν τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστιανικοῦ κηρύγματος. Μερικοὶ ὅμως ἀπό τὴ συναγωγὴ ποὺ λεγόταν συναγωγὴ τῶν Λιβερτίνων καὶ τῶν Κυρηναίων καὶ τῶν Ἀλεξανδρέων, καθὼς καὶ τῶν Ἰουδαίων ποὺ κατάγονταν ἀπό τὴν Κιλικία καὶ τὴν Ἀσία, σηκώθηκαν μὲ φανατισμὸ κι ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μὲ τὸν Στέφανο. Δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ ἀντισταθοῦν στὴ σοφία καὶ στὸ πνευματικὸ χάρισμα μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ ὁποίου μιλοῦσε ὁ Στέφανος. Τότε ὑποκίνησαν καὶ δωροδόκησαν ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ποῦν, σύμφωνα μὲ τὶς ἰδιαίτερες ὁδηγίες ποὺ πῆραν, ὅτι τὸν ἔχουμε ἀκούσει μὲ τ' αὐτιά μας νὰ λέει λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐρέθισαν πολὺ καὶ ξεσήκωσαν τὸ λαὸ καί τούς πρεσβυτέρους τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γραμματεῖς. Καὶ μετὰ ἀπ' αὐτὸ ἦλθαν ξαφνικὰ κι ἄρπαξαν ὅλοι μαζὶ τὸν Στέφανο καὶ μὲ τὴ βία τὸν ἔφεραν στὸ συνέδριο. Καὶ παρουσίασαν ἐκεῖ ψευδομάρτυρες ποὺ ἔλεγαν: Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν σταματᾶ νὰ λέει λόγια βλάσφημα ἐναντίον τοῦ ἁγίου τόπου τοῦ ναοῦ καὶ ἐναντίον τοῦ νόμου. Δὲν μᾶς μένει ἡ παραμικρὴ ἀμφιβολία ὅτι λέει λόγια βλάσφημα γιὰ τὸ ναὸ καὶ τὸ νόμο. Διότι τὸν ἔχουμε ἀκούσει οἱ ἴδιοι νὰ λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, αὐτὸς ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ σώσει τὸν ἑαυτό του, θὰ καταστρέψει τὸν ἱερὸ αὐτὸν τόπο καὶ θὰ ἀλλάξει τὰ ἱερὰ ἔθιμα καὶ τοὺς θεσμοὺς ποὺ μᾶς παρέδωσε μὲ τὸ νόμο ὁ Μωυσής. Κάποια στιγμὴ ὅμως, καθὼς ὅλοι οἱ δικαστὲς ποὺ κάθονταν στὸ συνέδριο κοίταξαν τὸν Στέφανο, εἶδαν τὸ πρόσωπό του νά ἀστράφτει σάν νά ἦταν πρόσωπο ἀγγέλου. Τότε ὁ ἀρχιερέας ρώτησε τὸν Στέφανο: Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, ὅπως τὰ καταγγέλλουν οἱ μάρτυρες; Κι ὁ Στέφανος ἀποκρίθηκε: Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε. Ὁ Θεὸς ὁ ἔνδοξος, ὁ ὁποῖος συγχρόνως εἶναι καὶ ἡ πηγὴ τῆς πραγματικῆς καὶ αἰώνιας δόξας, ἐμφανίσθηκε στὸν πατέρα μας Ἀβραάμ, ὅταν ἦταν ἀκόμη στή Μεσοποταμία, πρὶν ἔλθει νὰ κατοικήσει στὴ Χαρράν, καὶ τοῦ εἶπε: Φύγε ἀπό τὴν πατρίδα σου καὶ ἀπό τούς συγγενεῖς σου καὶ πήγαινε στὴ χώρα ποὺ θὰ σοὺ δείξω. Τότε ὁ Ἀβραάμ, ὑπακούοντας στὴν ἐντολὴ αὐτή, ἔφυγε ἀπό τὴ χώρα τῶν Χαλδαίων καὶ πῆγε νὰ κατοικήσει στὴ Χαρράν. Κι ἀπό ἐκεῖ, ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, τὸν ὁδήγησε ὁ Θεὸς στὴ γῆ αὐτὴ Χαναάν, στήν ὁποία ἐσεῖς τώρα κατοικεῖτε. Κι ὅσο ζοῦσε ὁ Ἀβραάμ, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδωσε οὔτε ἕνα βῆμα γῆς γιὰ κληρονομιὰ στὴ χώρα αὐτή. Ἀλλὰ ὁ Σολομών ἔκτισε τόν οἶκο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Ὁ ὕψιστος Θεὸς ὅμως δὲν κατοικεῖ σὲ ναοὺς ποὺ κατασκευάζονται ἀπό τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων καὶ μὲ τὴν τέχνη τους  ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας: «Θρόνος γιὰ μένα εἶναι ὁ οὐρανός, καὶ ὁλόκληρη ἡ γῆ εἶναι τὸ στήριγμα ποὺ ἀκουμποῦν τὰ πόδια μου. Ποιὸ σπίτι μπορεῖτε νὰ κτίσετε γιὰ μένα, ποὺ δὲν μὲ χωράει ὁλόκληρος ὁ κόσμος; λέει ὁ Κύριος. Ἤ ποιός θὰ εἶναι ὁ τόπος τῆς διαρκοῦς καὶ μόνιμης ἀναπαύσεώς μου, στὸν ὁποῖο θὰ κατοικῶ χωρὶς νὰ μετακινοῦμαι; Ὅλα αὐτὰ ποὺ μπορεῖτε ἐσεῖς οἱ ἄνθρωποι νά μοῦ προσφέρετε, δικά μου δὲν εἶναι, καὶ τὸ παντοδύναμο χέρι μου δὲν τὰ ἔκανε»; (Κι ἐπειδὴ στὸ μεταξὺ τὰ μέλη τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου ἐκδήλωσαν μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ προσώπου τους καὶ τοὺς μορφασμοὺς τους λυσσασμένη ἀγανάκτηση καὶ σκληρότητα, ὁ Στέφανος ἄρχισε νὰ τοὺς ἐλέγχει λέγοντας:) Εἶστε σκληροτράχηλοι καὶ ἄκαμπτοι, καὶ δέν ὑποτάσσεσθε στὸ Θεό. Δὲν ἔχετε περικόψει τὴ σκληρότητα καὶ τὴν ἀναισθησία τῆς καρδιᾶς σας καὶ δὲν θελήσατε νὰ ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τὴν πνευματικὴ σας κουφαμάρα, γιά νά ἀκοῦτε μὲ καλὴ καὶ εὐπειθή διάθεση τήν ἀλήθεια. Γι΄ αὐτὸ πάντοτε ἐναντιώνεσθε στό Πνεῦμα τό Ἅγιον. Ὅπως ἀπειθοῦσαν καί ἐναντιώνονταν οἱ πατέρες σας, ἔτσι σήμερα ἐναντιώνεσθε καὶ σεῖς. Ποιὸν ἀπό τούς προφῆτες δὲν καταδίωξαν οἱ πρόγονοί σας; Καὶ σκότωσαν ἐκείνους ποὺ προανήγγειλαν τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ὁ ἀπολύτως ἀναμάρτητος καὶ κατ' ἐξοχὴν δίκαιος. Ἀλλά καί σεῖς τώρα ἔχετε γίνει προδότες καὶ φονιάδες του. Ἐσεῖς πήρατε τὸ νόμο τὸν ὁποῖο διέταξε ὁ Θεὸς διαμέσου ἀγγέλων, καὶ δὲν τὸν τηρήσατε ἀλλά τόν παραβήκατε. Κι ἐνῶ τὰ ἄκουγαν αὐτά, ξεσχίζονταν οἱ καρδιές τους ἀπό ἀγανάκτηση καὶ ἔτριζαν τὰ δόντια τους ἐναντίον τοῦ Στεφάνου. Οἱ ἀπειλὲς ὅμως αὐτὲς δὲν διήγειραν ἐχθρικὰ συναισθήματα καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ πρωτομάρτυρα. Ἀντιθέτως αὐτὸς ἦταν πάντοτε εἰρηνικὸς καὶ γεμάτος μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ἐνῶ λοιπὸν βρισκόταν σὲ τέτοια ψυχικὴ κατάσταση, ἔστρεψε ἀκίνητο καὶ προσηλωμένο τό βλέμμα του στὸν οὐρανὸ καὶ εἶδε τὴν ἔνδοξη λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ ἕτοιμος νὰ τὸν βοηθήσει. Καὶ εἶπε: Νά, βλέπω καθαρὰ τοὺς οὐρανοὺς νὰ εἶναι ἀνοιγμένοι, καὶ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου τόν βλέπω νά στέκεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως τότε ἔβγαλαν δυνατὲς κραυγές, ἔκλεισαν τὰ αὐτιά τους γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦν τὰ λόγια τοῦ Στεφάνου, πού τὰ θεωροῦσαν βλάσφημα, καὶ μὲ μανιασμένη διάθεση ὅλοι μαζὶ ὅρμησαν καταπάνω του. Κι ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τὴν πόλη, ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν. Καὶ οἱ μάρτυρες, ποὺ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο ἔπρεπε πρῶτοι νὰ ρίξουν πέτρες ἐναντίον του, ἄφησαν τὰ ροῦχα τους κοντὰ στὰ πόδια κάποιου νέου ποὺ λεγόταν Σαῦλος, γιὰ νὰ τὰ φυλάει. Κι ἐνῶ ἐκεῖνοι λιθοβολοῦσαν τὸν Στέφανο, αὐτὸς ἐπικαλοῦνταν τὸν Κύριο κι ἔλεγε: Κύριε Ἰησοῦ, δέξου τὸ πνεῦμα μου. Ὕστερα γονάτισε, κραύγασε μὲ μιὰ δυνατὴ φωνή, ποὺ ἀκούστηκε κι ἀπ' τοὺς φονιάδες του, καὶ εἶπε: Κύριε, μὴν τοὺς λογαριάσεις τὴν ἁμαρτία αὐτή. Καὶ μ' αὐτὰ τὰ λόγια ἔκλεισε τὰ μάτια του, γιά νά παραδοθεῖ στὸν εἰρηνικὸ ὕπνο τοῦ θανάτου. Ὁ Σαῦλος στὸ μεταξὺ ἐπικροτοῦσε καὶ ἐπιδοκίμαζε μαζὶ μὲ τοὺς φονιάδες τὴ θανατικὴ ἐκτέλεση τοῦ Στεφάνου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀ­να­χω­ρη­σάν­των τῶν μά­γων, ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα φεῦ­γε ες Αἴ­γυ­πτον, κα ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τ παι­δί­ον το ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς κα ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες Αἴ­γυ­πτον, κα ν ἐ­κεῖ ἕ­ως τς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· ξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τν υἱ­όν μου. Ττε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, κα ἀ­πο­στεί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τος παῖ­δας τος ν Βη­θλέ­εμ κα ν πᾶ­σι τος ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς κα κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τν χρό­νον ν ἠ­κρί­βω­σε πα­ρὰ τν μά­γων. τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τ ῥη­θὲν δι­ὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου το προ­φή­του λέ­γον­τος· φω­νὴ ν Ρα­μᾷ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς κα ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τ τκνα αὐ­τῆς, κα οκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οκ εἰ­σίν. Τε­λευ­τή­σαν­τος δ το Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα πο­ρε­ύ­ου ες γν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σι γρ ο ζη­τοῦν­τες τν ψυ­χὴν το παι­δί­ου. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα εἰ­σῆλ­θεν ες γν Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­κο­ύ­σας δ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λεύ­ει τς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες τ μέ­ρη τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν ες πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν δι­ὰ τν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.
                                                   (Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
«ΟΙ ΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΤΗΝ ΨΥΧΗΝ»
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ μᾶς περιγράφει στὸ ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς τὰ γεγονότα πού ἀκολούθησαν μετά τὴ θαυμαστὴ προσκύνηση τῶν Μάγων. Ἄγγελος Κυρίου, μᾶς λέγει, παραγγέλλει στὸν Ἰωσὴφ νὰ πάρει τόν νεογέννητο Ἰησοῦ καὶ τὴν Μητέρα Του, τὴν Παναγία, καὶ νὰ καταφύγει στὴν Αἴγυπτο, ἕως ὅτου καὶ πάλιν τὸν εἰδοποιήσει, διότι ἐπρόκειτο ὁ Ἡρώδης «ζητῆσαι τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό», νὰ ἀναζητήσει τὸν Ἰησοῦ γιὰ νὰ τὸν θανατώσει.
Ἔτσι ἀρχίζει τὴν ἱστορία Του ἐπί τῆς γῆς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ἀπό τὴν πρώτη ἀκόμη ἡλικία γίνεται στόχος τῆς δολοφονικῆς μανίας ἑνὸς παράφρονος τυράννου καί ἀναγκάζεται νά πάρει τὸν δρόμο τῆς προσφυγιᾶς.
Νύχτα ἀκόμη σηκώνεται ὁ Ἰωσήφ, παίρνει τὸ Βρέφος καὶ τὴν Μητέρα Του καὶ φεύγει στὴν Αἴγυπτο, ὅπου παρέμεινε μέχρι τὸν θάνατο τοῦ Ἡρώδη, γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἡ προφητεία τοῦ προφήτου Ὠσηέ, πού ἔλεγε: Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο ἐκάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὴν πατρίδα του.
ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ὁ Ἡρώδης βρισκόταν σέ κατάσταση ἔξαλλη. Περίμενε τοὺς Μάγους, γιὰ νὰ μάθει ἀπ’ αὐτοὺς τὸν τόπο τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ οἱ Μάγοι δὲν φαίνονταν. Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοὺς εἶχε παραγγείλει νὰ μή ἐπιστρέψουν στὸν Ἡρώδη. Ἔτσι ἐκεῖνοι ἔφυγαν ἀπό ἄλλο δρόμο γιὰ τὴν πατρίδα τους.
Ὅταν λοιπὸν ὁ Ἡρώδης συνειδητοποίησε ὅτι τόν ἐξαπάτησαν οἱ Μάγοι, «ἐθυμώθη λίαν» καὶ ἔστειλε στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι θανάτωσαν ὅλα τὰ κάτω τῶν δύο ἐτῶν παιδιά τῆς Βηθλεὲμ καὶ τῶν περιχώρων της, ὅπως ὑπολόγισε τὸν χρόνο ἀπό τὶς πληροφορίες τῶν Μάγων.
Θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμός πολὺς στὴν πενθοῦσα πόλη. Ὅπως ἀκριβῶς τὸ εἶχε προφητεύσει ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Οἱ  μητέρες - ἀπόγονοι τῆς Ραχήλ, τῆς συζύγου τοῦ Ἰακώβ, θρηνοῦν ἀπαρηγόρητες γιά τὰ χαμένα παιδιά τους.
Ἕνα τραγικὸ τέλος γιὰ τὰ ἀθῶα βλαστάρια, ποὺ ἔγιναν ἔτσι οἱ πρῶτοι Μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τῶν ὁποίων τὴ μνήμη ἑορτάζουμε κάθε χρόνο στὶς 29 Δεκεμβρίου.
ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ἔγκλημα τοῦ αἱμοσταγοῦς τυράννου. Ἔπειτα ἀπό λίγο ἀπέθανε. Καὶ ὁ Ἄγγελος εἰδοποιεῖ πάλιν τὸν Ἰωσὴφ νὰ πάρει τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴ Μητέρα Του καὶ νὰ ἐπιστρέψει στὴν Παλαιστίνη, διότι ἦσαν πλέον νεκροὶ αὐτοί πού ζητοῦσαν νὰ ἀφαιρέσουν τὴ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ  «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου».
Ὁ Ἰωσὴφ ἐπέστρεψε. Διαπιστώνοντας ὅμως ὅτι στὴν Ἰουδαία βασιλεύει ὁ υἱὸς τοῦ Ἡρώδη, ὁ Ἀρχέλαος, φοβήθηκε νά κατοικήσει ἐκεῖ. Καθοδηγούμενος ἀπό τὸν Θεὸ πῆγε στὴ Γαλιλαία, στὴν πόλη Ναζαρέτ, γιὰ νὰ πραγματοποιηθοῦν ἔτσι καί οἱ προβλέψεις τῶν Προφητῶν γιὰ τὸν Κύριον, ποὺ ἔλεγαν ὅτι θά περιφρονηθεῖ πολύ, ὅπως καὶ ἔγινε μὲ τὸ νὰ ἀποκαλεῖται περιφρονητικὰ Ναζωραῖος.
ΕΤΣΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΛΟΙ
Ὁ φρικτὸς διώκτης τοῦ Ἰησοῦ, ὁ Ἡρώδης, νεκρός. Τὸ ἀνθρωπόμορφο θηρίο, ὁ σφαγέας τόσων ἀθώων βρεφῶν, ἐξαφανίζεται μέσα σὲ ἕνα τάφο.
Ἔτσι πεθαίνουν καὶ ἐξαφανίζονται ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Λυσσομανοῦν καὶ ἀφρίζουν γιὰ ἕνα διάστημα καὶ ἔπειτα χάνονται, καταλήγουν στὸ χώμα τοῦ τάφου, τοὺς σιγοτρώγουν τὰ σκουλήκια τῆς γῆς. Οὔτε οἱ στρατοί τους, οὔτε τὰ ὅπλα τους μποροῦν νὰ τοὺς προστατεύσουν ἀπό αὐτὸν τὸν τελευταῖο ἐχθρό. Ἀνίσχυροι παραδίδονται στὴ φθορά.
Δύο χιλιετίες περιπετειῶν καὶ διωγμῶν τῆς Ἐκκλησίας τὸ βεβαιώνουν αὐτὸ ἀπολύτως. Δύο χιλιάδων ἐτῶν ἱστορία θὰ μποροῦσε νά συμπυκνωθεῖ σὲ μιά καί μόνη φράση: «τεθνήκασιν οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου»! «Τεθνήκασιν»! Ἔχουν πεθάνει.
Τύραννοι καὶ διῶκτες, δήμιοι καὶ προδότες, μικροὶ καὶ μεγάλοι «τεθνήκασι». Γιὰ λίγο φοβερίζουν, ἀπειλοῦν, βασανίζουν, θανατώνουν, καὶ ἔπειτα χάνονται. Ἀπό τὸν Ἡρώδη καὶ τὸν Νέρωνα μέχρι τὸν Στάλιν καὶ τὸν Ἐμβέρ Χότζα οἱ τύραννοι τῶν λαῶν καὶ διῶκτες τοῦ Χριστοῦ καταλήγουν στὸ νεκροταφεῖο τῆς Ἱστορίας, ἀφοῦ προλάβουν νά χαρίσουν στὴν Ἐκκλησία τὰ ὡραιότερα στολίδια τῶν ἐνδυμάτων της, τὰ ἱερά αἵματα τῶν Μαρτύρων της.
Οἱ πιστοὶ ὀφείλουμε αὐτὸ νὰ μή τὸ λησμονοῦμε ποτέ. «Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν Ἐκκλησίαν; Καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο (=χάθηκαν)». Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι πάντοτε ἐπίκαιρα. Μὴ φοβηθοῦμε λοιπόν, ἄν καὶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία ἀντιμετωπίζει τὴν ἐχθρότητα τῶν σκοτεινῶν κέντρων τοῦ δαιμονοκρατουμένου κόσμου.
Καὶ αὐτοί καί οἱ ἑπόμενοι καὶ οἱ ὁποιοιδήποτε ἄλλοι ἐχθροὶ της ἁπλῶς θὰ τῆς αὐξήσουν τὰ στολίδια  θὰ τῆς χαρίσουν νέα διαμάντια, Ὁμολογητές καὶ Μάρτυρες τῆς πίστεώς της. Ἔπειτα αὐτοί θὰ ἐξαφανισθοῦν. Ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία θὰ θριαμβεύει πάντα καὶ γιὰ πάντα.
 (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου