Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Η ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(ΜΝΗΜΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)
(1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017)
ΒΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

«...τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας». Μὲ τὴ φράση αὐτή, τὸ ἀπολυτίκιο, ἀπόλυτα ἐπιτυχημένα, τονίζει τὴν κοινωνικὴ προσφορὰ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, ποὺ μὲ τὴ θεία διδασκαλία του στόλισε μὲ ἀρετὲς τὰ ἤθη καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Μέγας αὐτὸς πατέρας καὶ διδάσκαλος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γεννήθηκε τὸ 329 μ.Χ., κατ᾿ ἄλλους τὸ 330 μ.Χ., στὴ Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου στὸ χωριὸ Ἄννησα καὶ μεγάλωσε στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας. Τὰ δὲ ἐγκυκλοπαιδικὰ λεξικὰ ἀναφέρουν σὰν πατρίδα τοῦ Μ. Βασιλείου τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας. Εἶχε 8 ἀδέρφια, 3 ἀγόρια καὶ πέντε κορίτσια. Ἀπὸ τὰ 4 ἀγόρια τὰ 3 ἀγόρια ἔγιναν ἐπίσκοποι (ὁ Βασίλειος Καισαρείας, ὁ Γρηγόριος Νύσσης καὶ ὁ Πέτρος Σεβαστείας) καὶ τὸ ἕνα μοναχὸς (ὁ Ναυκράτιος). Ἀπὸ τὶς 5 ἀδερφές του ἡ πρώτη, καὶ συγχρόνως τὸ πιὸ μεγάλο παιδὶ τῆς οἰκογένειας, ἡ Μακρίνα, ἔγινε μοναχή. Οἱ γονεῖς του Βασίλειος (καὶ αὐτός), ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Νεοκαισάρεια τοῦ Πόντου καὶ Ἐμμέλεια, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Καππαδοκία, ἂν καὶ κατὰ κόσμον εὐγενεῖς καὶ πλούσιοι, εἶχαν συγχρόνως καὶ ἀκμαιότατο χριστιανικὸ φρόνημα. Αὐτοὶ μάλιστα ἔθεσαν καὶ τὶς πρῶτες – καθοριστικῆς σημασίας – πνευματικὲς βάσεις τοῦ Ἁγίου.
Μὲ ἐφόδιο αὐτὴ τὴ χριστιανικὴ ἀνατροφή, ὁ Βασίλειος ἀρχίζει μιὰ καταπληκτικὴ ἀνοδικὴ πνευματικὴ πορεία. Ἔχοντας τὰ χαρίσματα τῆς εὐστροφίας καὶ τῆς μνήμης, κατακτᾶ σχεδὸν ὅλες τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἐποχῆς του. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, κατακτᾶ τὴ θεία θεωρία τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ τὴν κάνει ἀμέσως πράξη μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή του.
Ἂς ἀναφέρουμε ὅμως, περιληπτικά, τὴν πορεία τῶν δραστηριοτήτων του. Μετὰ τὶς πρῶτες του σπουδὲς στὴν Καισαρεία καὶ κατόπιν στὸ Βυζάντιο, ἐπισκέφθηκε, νεαρὸς ἀκόμα, τὴν Ἀθήνα, ὅπου ἐπὶ τέσσερα χρόνια συμπλήρωσε τὶς σπουδές του, σπουδάζοντας φιλοσοφία, ρητορική, γραμματική, ἀστρονομία καὶ ἰατρική, ἔχοντας συμφοιτητές του τὸν Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνὸ (τὸν Θεολόγο) καὶ τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ἐπέστρεψε στὴν Καισαρεία καὶ δίδασκε τὴν ρητορικὴ τέχνη. Ἀποφάσισε ὅμως, νὰ ἀκολουθήσει τὴ μοναχικὴ ζωὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ πῆγε στὰ κέντρα τοῦ ἀσκητισμοῦ, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὰ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Αἴγυπτο, Παλαιστίνη, Συρία καὶ Μεσοποταμία. Ὅταν ἐπέστρεψε, ἀποσύρθηκε σὲ μια Μονὴ τοῦ Πόντου, ἀφοῦ ἔγινε μοναχός, καὶ ἀσκήθηκε ἐκεῖ μὲ κάθε αὐστηρότητα για πέντε χρόνια (357 – 362 μ.Χ.). Ἤδη τέλεια καταρτισμένος στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη, χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Καισαρείας Εὐσέβιο. Ὁ ὑποδειγματικὸς τρόπος τῆς πνευματικῆς ἐργασίας του δὲν ἀργεῖ νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ θρόνο τῆς ἀρχιεροσύνης, διαδεχόμενος τὸν Εὐσέβιο στὴν ἐπισκοπὴ τῆς Καισαρείας (370 μ.Χ.). Μὲ σταθερότητα καὶ γενναῖο φρόνημα, ὡς ἀρχιερέας ἔκανε πολλοὺς ἀγῶνες για τὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Μὲ τοὺς ὀρθόδοξους λόγους ποὺ συνέγραψε, κατακεραύνωσε τὰ φρονήματα τῶν κακοδόξων.
Στοὺς ἀγῶνες του κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ ἀναδείχτηκε ἀδαμάντινος, οὔτε κολακεῖες βασιλικὲς τοῦ Οὐάλεντα (364 - 378 μ.Χ.), ποὺ πῆγε αὐτοπροσώπως στὴν Καισαρεία γιὰ νὰ τὸν μετατρέψει στὸν Ἀρειανισμό, οὔτε οἱ ἀπειλὲς τοῦ Μόδεστου μπόρεσαν νὰ κάμψουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ Ἁγίου. Ὑπεράσπισε μὲ θάρρος τὴν Ὀρθοδοξία, καταπλήσσοντας τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς Ἀρειανούς. Ἀκόμα, ἀγωνίστηκε κατὰ τῆς ἠθικῆς σήψεως καὶ ἐπέφερε σοφὲς μεταρρυθμίσεις στὸ μοναχισμό.
Ἡ δὲ ὑπόλοιπη ποιμαντορικὴ δράση του, ὑπῆρξε ἀπαράμιλλη, κτίζοντας τὴν περιφημη «Βασιλειάδα», συγκρότημα μὲ εὐαγῆ ἱδρύματα, ὅπως φτωχοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο, ξενοδοχεῖο καὶ νοσοκομεῖο κ.ἄ., ὅπου βρῆκαν τροφὴ καὶ περίθαλψη χιλιάδες πάσχοντες κάθε ἡλικίας, γένους καὶ φυλῆς.
Ὁ Μέγας Βασίλειος ἔχει πλούσιο καὶ σημαντικὸ συγγραφικὸ ἔργο. Τὰ κυριότερα ἔργα του εἶναι οἱ 9 ὁμιλίες στὴν Ἑξαήμερο, ὁμιλίες στοὺς Ψαλμούς, πολλὲς καὶ διάφορες ἄλλες ὁμιλίες, ἀσκητικὰ ἔργα καὶ ἐπιστολές. Ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἔργων του, ἔγραψε καὶ Θεία Λειτουργία, πού, μετὰ τὴν ἐπικράτηση αὐτῆς τῆς συντομότερης τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τελεῖται 10 φορὲς τὸν χρόνο: τὴν 1η Ἰανουαρίου (ὅπου γιορτάζεται καὶ ἡ μνήμη του), τὶς πρῶτες πέντε Κυριακὲς τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, τὶς παραμονὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων, τὴν Μ. Πέμπτη καὶ τὸ Μ. Σάββατο.
Στὰ πενήντα του χρόνια ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐξαιτίας τῆς ἀσθενικῆς κράσεώς του καὶ τῆς αὐστηρῆς ἀσκητικῆς ζωῆς του (ὁρισμένες πηγὲς λένε ἀπὸ βαριὰ ἀρρώστια τοῦ ἥπατος ἢ τῶν νεφρῶν), τὴν 1η Ἰανουαρίου τοῦ 378 μ.Χ. ἢ κατ᾿ ἄλλους τὸ 379 μὲ 380 μ.Χ., ἐγκαταλείπει τὸν φθαρτὸ καὶ μάταιο αὐτὸ κόσμο, ἀφήνοντας παρακαταθήκη καὶ Ἱερὴ κληρονομιὰ στὴν ἀνθρωπότητα ἕνα τεράστιο πνευματικὸ ἔργο.
ΠΗΓΗ: http://www.saint.gr/1/saint.aspx#

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἀδελφοί, βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν.
(Κολ. β΄[2] 8-12)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, προσέχετε μήπως σς ἐξαπατήσει κανεὶς μὲ τὴν ψευδοφιλοσοφία κα τν ἀπάτη πο εναι δεια ἀπὸ φέλιμο περιεχόμενο κα στηρίζεται χι σ θεία ἀποκάλυψη ἀλλὰ στν παράδοση τν νθρώπων. Ατ εἶναι φτιαγμένη σύμφωνα μ τ στοιχειώδη κα παιδαριώδη θρησκευτικ διδασκαλία τοῦ πλανεμένου κόσμου καὶ χι σύμφωνα μ τ διδασκαλία τοῦ Χριστο. Μείνετε σταθερο στ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Διότι μέσα στ Χριστ κατοικε λόκληρη ἡ θεότητα σωματικς, δηλαδ μέσα στ σμα κα τν νθρώπινη φύση πο προσέλαβε μ τ σάρκωσή του. Κι ἐσεῖς ἑνωμένοι μ᾿ ατν εστε πλημμυρισμένοι ἀπὸ τς χάριτές του. Ατς εναι ἡ κεφαλ κα ἡ αἰτία κάθε ρχῆς κα ξουσίας γγέλων κα νθρώπων. χοντας κοινωνία μαζί του περιτμηθήκατε μ πνευματικὴ περιτομή, πο δν γίνεται ἀπὸ χέρι νθρώπινο, ὅπως ἡ ουδαϊκ περιτομή, ἀλλὰ νεργεται ἀπὸ τὸ γιον Πνεῦμα. Κα ἡ περιτομ ατ συνίσταται στ γδύσιμο κα τν ποβολ τοῦ σώματος ποὺ ταν ποδουλωμένο στς μαρτίες τς σάρκας. Κα τ γδύσιμο ατ δν γινε μ τν κατακοπὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ εναι ἡ περιτομ πο λάβατε ἀπὸ τν Χριστό, ὅταν θαφτήκατε μαζί του στ βάπτισμα. Κα δν θαφτήκατε μόνο, ἀλλὰ κα ναστηθήκατε μαζ μ τν Χριστ μυστηριακς μ τ βάπτισμα. Κι ὅλα ατ γιναν πειδ πιστέψατε στν νέργεια κα τ δύναμη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος τν νέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Πιστέψατε δηλαδ ὅτι ὁ Θες μ τν ἴδια δύναμη κα νέργεια θ ναστήσει κι σς ἀπὸ τοὺς νεκρούς.
    
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΤΗΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. Τ δ παιδον ηξανε κα κραταιοτο πνεματι πληρομενον σοφας, κα χρις Θεο ν π’ ατ. Κα πορεοντο ο γονες ατο κατ’ τος ες ερουσαλμ τ ορτ το πσχα. κα τε γνετο τν δδεκα, ναβντων ατν ες εροσλυμα κατ τ θος τς ορτς κα τελειωσντων τς μρας, ν τ ποστρφειν ατος πμεινεν ησος πας ν ερουσαλμ, κα οκ γνω ωσφ κα μτηρ ατο. νομσαντες δ ατν ν τ συνοδίᾳ εναι λθον μρας δν κα νεζτουν ατν ν τος συγγενσι κα τος γνωστος· κα μ ερντες ατν πστρεψαν ες ερουσαλμ ζητοντες ατν. κα γνετο μεθ’ μρας τρες ερον ατν ν τ ερ καθεζμενον ν μσ τν διδασκλων κα κοοντα ατν κα περωτντα ατος· ξσταντο δ πντες ο κοοντες ατο π τ συνσει κα τας ποκρσεσιν ατο. κα δντες ατν ξεπλγησαν, κα πρς ατν μτηρ ατο επε· Τκνον, τ ποησας μν οτως; δο πατρ σου κγ δυνμενοι ζητομν σε. κα επεν πρς ατος· Τ τι ζητετ με; οκ δειτε τι ν τος το πατρς μου δε ενα με; κα ατο ο συνκαν τ ῥῆμα λλησεν ατος. κα κατβη μετ’ ατν κα λθεν ες Ναζαρτ, κα ν ποτασσμενος ατος. κα μτηρ ατο διετρει πντα τ ῥήματα τατα ν τ καρδίᾳ ατς. Κα ησος προκοπτε σοφίᾳ κα λικίᾳ κα χριτι παρ Θε κα νθρποις. 
                                            (Λουκ.β΄[2] 20-21, 40-52)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Κα οἱ ποιμένες γύρισαν πίσω στ ποίμνιό τους κα δόξαζαν κα μνολογοσαν τν Θε γι ὅλα ὅσα κουσαν ἀπὸ τν γγελο κα εἶδαν τ μάτια τους ὅταν πῆγαν στ Βηθλεέμ, κα τ ὁποῖα ταν κριβς ὅπως τος τ επε ὁ γγελος. Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ κτὼ ἡμέρες γι ν γίνει στ παιδ ἡ περιτομή, τοῦ καναν περιτομή, γι ν πιβεβαιωθε κα μ τν πράξη ατ ὅτι ταν γνήσιος πόγονος τοῦ βραάμ. Κα τοῦ δόθηκε τ νομα ησοῦς, ὅπως δηλαδ τ εχε νομάσει ὁ γγελος προτοῦ κόμα συλληφθε τ παιδ στν κοιλι τς μητέρας του. Ὅταν λοιπν τ παιδ γινε δώδεκα τν, κα ἀνέβηκαν ατο στ εροσόλυμα σύμφωνα μ τ συνήθεια πο εχε καθιερωθε ἀπὸ τ νόμο γι τν ἑορτή, τ πῆραν κι ατ μαζί τους. Κι ὅταν συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τς παραμονῆς τους στ εροσόλυμα κα πέστρεφαν στν πατρίδα τους, ὁ μικρς Ἰησοῦς μεινε πίσω στν ερουσαλήμ. Ατ ὅμως δν τ ντιλήφθηκαν ὁ ωσφ κα ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ. Κι πειδ νόμισαν ὅτι ατς ταν στ καραβάνι τν προσκυνητν, προχώρησαν μιᾶς μέρας δρόμο. Κα τ πόγευμα ζητοσαν ν τν βρον νάμεσα στοὺς συγγενες κα τος γνωστούς τους. Κι πειδ δν τν βρκαν, γύρισαν πίσω στν Ἰερουσαλήμ, κα στ δρόμο ζητοσαν ν τν βρον ρωτώντας κα τος προσκυνητς πο συναντοσαν. Ὅταν τελικ πέστρεψαν στν ερουσαλμ ὕστερα ἀπὸ τρες ἡμέρες ἀπὸ τότε πο εἶχαν ναχωρήσει ἀπὸ ἐκεῖ χωρς τν ησοῦ, τν βρκαν στν ερ περίβολο  τοῦ Ναοῦ ν κάθεται νάμεσα στος διδασκάλους, καὶ ν τος κούει κα ν τος ρωτ γι σπουδαῖα ζητήματα, συνήθιστα γι τν λικία του. Κι λοι ὅσοι τν κουγαν ποροῦσαν κα θαύμαζαν γι τν ἐξαιρετικ νοημοσύνη του κα γι τς παντήσεις πο δινε. Μόλις τν εἶδαν ὁ ωσφ κα ἡ Μαρία, καταλήφθηκαν ἀπὸ κπληξη, διότι γι πρώτη φορ ὁ μικρς Ἰησοῦς φαινόταν ν μὴ σκέπτεται τν νησυχία πο θὰ τος προκαλοσε ἡ καθυστέρηση ατή. Κα ἡ μητέρα του τοῦ επε: Παιδί μου, γιατί μς τ κανες ατ τσι κι μεινες πίσω; δού, ὁ πατέρας σου κι ἐγὼ μ πόνο κα λαχτάρα σ ζητούσαμε. Κα ὁ Ἰησοῦς τος εἶπε: Γιατί ζητούσατε ν μ βρετε; Δν ξερατε ὅτι πρέπει ν βρίσκομαι στ σπίτι τοῦ Πατέρα μου; Δν πρεπε λοιπν ν νησυχετε, οὔτε πρχε λόγος ν μ ναζητετε νομίζοντας τι χάθηκα. Ατο ὅμως δν κατάλαβαν τ λόγια ατ πο τος επε, διότι δν ξεραν κόμη ὅτι ὁ Ἰησοῦς εχε κα τ θεία φύση κα ταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ κα συνεπς δικαιονταν ν νομάσει τ να πατρικ κατοικία του. Ἔπειτα ὁ Ἰησοῦς κατέβηκε μαζί τους ἀπὸ τ εροσόλυμα κα λθε στ Ναζαρέτ. Κα ξακολουθοσε ὡς πάκουο παιδ ν ποτάσσεται σ' ατούς. Ἡ μητέρα του μάλιστα διατηροσε τ λόγια κα τ γεγονότα ατ στ μνήμη της, βαθι χαραγμένα στν καρδιά της. Κα ὁ Ἰησοῦς βαθμιαία κα προοδευτικ κδήλωνε τ θεία σοφία πο ἐξαρχῆς εχε. πίσης ναπτυσσόταν κα σωματικά. Κα σταδιακ πεκάλυπτε τ χάρη πο τοῦ εχε δώσει ἐξαρχῆς ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος κδήλωνε τν ενοιά του σ᾿ ατόν. Κατ τ μέτρο δηλαδ τς σωματικς αξήσεως κα ναπτύξεώς του πεκάλυπτε περισσότερο τν νίσχυση κα τν ελογία πο ὁ Θες ἐξέχυνε πάνω στν νθρώπινη φύση του δη ἀπὸ τ σύλληψή του. λλ κα οἱ ἄνθρωποι βρισκαν σ' ατν λοένα κα περισσότερο κτακτα κα συνήθιστα χαρίσματα σοφίας, καλοσύνης κα ρετής.