Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ.



Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΩΝ ΠΑΥ­ΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ
ΚΥ­ΡΙΑ­ΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
 (29 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)

Ἀ­δελ­φοί, γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον τὸ εὐ­αγ­γε­λι­σθὲν ὑ­π' ἐ­μοῦ ὅ­τι οὐκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον· οὐ­δὲ γὰρ ἐ­γὼ πα­ρὰ ἀν­θρώ­που πα­ρέ­λα­βον αὐ­τό, οὔ­τε ἐ­δι­δά­χθην, ἀλ­λὰ δι' ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἠ­κο­ύ­σα­τε γὰρ τὴν ἐ­μὴν ἀ­να­στρο­φήν πο­τε ἐν τῷ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ, ὅ­τι κα­θ' ὑ­περ­βο­λὴν ἐ­δί­ω­κον τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Θε­οῦ καὶ ἐ­πόρ­θουν αὐ­τήν, καὶ προ­έ­κο­πτον ἐν τῷ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ ὑ­πὲρ πολ­λοὺς συ­νη­λι­κι­ώ­τας ἐν τῷ γέ­νει μου, πε­ρισ­σο­τέ­ρως ζη­λω­τὴς ὑ­πάρ­χων τῶν πα­τρι­κῶν μου πα­ρα­δό­σε­ων. Ὅ­τε δὲ εὐ­δό­κη­σεν ὁ Θε­ὸς ὁ ἀ­φο­ρί­σας με ἐκ κοι­λί­ας μη­τρός μου καὶ κα­λέ­σας δι­ὰ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τὸν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ἐν ἐ­μοὶ, ἵ­να εὐ­αγ­γε­λί­ζω­μαι αὐ­τὸν ἐν τοῖς ἔ­θνε­σιν, εὐ­θέ­ως οὐ προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ καὶ αἵ­μα­τι, οὐ­δὲ ἀ­νῆλ­θον εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πρὸς τοὺς πρὸ ἐ­μοῦ ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πῆλ­θον εἰς Ἀ­ρα­βί­αν, καὶ πά­λιν ὑ­πέ­στρε­ψα εἰς Δα­μα­σκόν. Ἔ­πει­τα με­τὰ ἔ­τη τρί­α ἀ­νῆλ­θον εἰς Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἱ­στο­ρῆ­σαι Πέτρον, καὶ ἐ­πέ­μει­να πρὸς αὐ­τὸν ἡ­μέ­ρας δε­κα­πέν­τε· ἕ­τε­ρον δὲ τῶν ἀ­πο­στό­λων οὐκ εἶ­δον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀ­δελ­φὸν τοῦ Κυ­ρί­ου. 
                                             (Γαλ. α΄[1] 11-19)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, σ­ᾶς γνω­στο­ποι­ῶ, ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο π­οὺ σ­ᾶς κή­ρυ­ξα δ­ὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­νό­η­ση. Δι­ό­τι ὄ­χι μό­νο οἱ ὑ­πο­λοι­ποι ἀ­πό­στο­λοι, ἀλ­λά κι ἐ­γώ δ­ὲν τὸ πα­ρέ­λα­βα οὔ­τε τὸ δι­δά­χθη­κα ἀ­πό κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο, ἀλ­λά τὸ πα­ρέ­λα­βα μὲ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τ­οῦ Θε­οῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­πευ­θεί­ας μοῦ φα­νέ­ρω­σε καί μοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τ­ὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Κ­αὶ τὸ ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μοῦ πα­ρα­δό­θη­κε μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πό τόν ἴ­διο τ­ὸν Θε­ό, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πό τὴ δρά­ση μου σ­τὸ πα­ρελ­θόν. Δι­ό­τι ἀ­σφα­λῶς ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει γ­ιὰ τὴ δι­α­γω­γὴ ποὺ ἔ­δει­ξα κά­πο­τε, ὅ­ταν ἀ­κο­λου­θοῦ­σα τὸν νό­μο κ­αὶ τὰ ἔ­θι­μα τ­ῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀ­κού­σα­τε δη­λα­δὴ ὅ­τι κα­τα­δί­ω­κα ὑ­περ­βο­λι­κὰ τ­ὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ κ­αὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τ­ὴν κα­τα­στρέ­ψω. Κ­αὶ προ­ό­δευ­α σ­τ­ὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό πολ­λοὺς συ­νο­μή­λι­κους συμ­πα­τρι­ῶ­τες μ­ου κ­αὶ ἔ­δει­χνα πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο ἀπ᾿ αὐ­τοὺς γ­ιὰ τ­ὶς πα­ρα­δό­σεις π­οὺ κλη­ρο­νο­μή­σα­με ἀ­πό τούς πα­τέ­ρες μ­ας. Ὅ­ταν ὅ­μως εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Θε­ός, ὁ ὀ­ποῖ­ος μὲ ξε­χώ­ρι­σε κ­αὶ μὲ δι­ά­λε­ξε ἀ­πό τ­ὸν και­ρὸ ἀ­κό­μη π­οὺ ἤ­μουν σ­τ­ὴν κοι­λιὰ τ­ῆς μη­τέ­ρας μ­ου, κ­αὶ μὲ κά­λε­σε μὲ τὴ χά­ρη του, χω­ρὶς ἐ­γώ ἀ­πό τά ἔρ­γα μ­ου νὰ εἶ­μαι ἄ­ξιος γ­ιὰ μιά τέ­τοι­α ἐ­κλο­γή, νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει σ­τὸ βά­θος τ­ῆς ψυ­χῆς μ­ου τ­ὸν Υἱ­ὸ του, γιά νά τόν κη­ρύτ­τω στά ἔ­θνη, ἀ­μέ­σως δ­ὲν συμ­βου­λεύ­θη­κα σάρ­κα κ­αὶ αἷ­μα, δη­λα­δὴ κά­ποι­ον θνη­τὸ ἄν­θρω­πο, οὔ­τε ἀ­νέ­βη­κα σ­τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γ­ιὰ νὰ συ­ναν­τή­σω τ­ο­ὺς ἀ­πο­στό­λους π­οὺ εἶ­χαν κλη­θεῖ π­ρ­ὶν ἀ­πό μέ­να σ­τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λά πῆ­γα στ­ὴν Ἀ­ρα­βί­α κ­αὶ πά­λι ἐ­πέ­στρε­ψα σ­τὴ Δα­μα­σκό. Ἔ­πει­τα, με­τά ἀ­πό τρί­α χρό­νια ἀ­πό τό­τε π­οὺ εἶ­χα ἐ­πι­στρέ­ψει σ­τὸν Χρι­στό, ἀ­νέ­βη­κα σ­τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γ­ιὰ νὰ γνω­ρί­σω ἀ­πό κον­τὰ τ­ὸν Πέ­τρο, κι ἔ­μει­να μα­ζί τ­ου δε­κα­πέν­τε μέ­ρες. Ἄλ­λον ἀ­πό τούς ἀ­πο­στό­λους δ­ὲν εἶ­δα, πα­ρὰ μό­νο τὸν Ἰ­ά­κω­βο, τ­ὸν ἀ­δελ­φὸ τοῦ Κυ­ρί­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀ­να­χω­ρη­σάν­των τῶν μά­γων, ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τῷ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ φεῦ­γε εἰς Αἴ­γυ­πτον, καὶ ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γὰρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τὸ παι­δί­ον τοῦ ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό. ὁ δὲ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς καὶ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς Αἴ­γυ­πτον, καὶ ἦν ἐ­κεῖ ἕ­ως τῆς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου δι­ὰ τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἐξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τὸν υἱ­όν μου. Τότε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τῶν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, καὶ ἀ­πο­στε­ί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τοὺς παῖ­δας τοὺς ἐν Βη­θλέ­εμ καὶ ἐν πᾶ­σι τοῖς ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς καὶ κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τὸν χρό­νον ὃν ἠ­κρί­βω­σε πα­ρὰ τῶν μά­γων. τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου τοῦ προ­φή­του λέ­γον­τος· φω­νὴ ἐν Ρα­μᾷ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς καὶ ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τὰ τέ­κνα αὐ­τῆς, καὶ οὐκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οὐκ εἰ­σίν. Τε­λευ­τή­σαν­τος δὲ τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τῷ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ πο­ρε­ύ­ου εἰς γῆν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σι γὰρ οἱ ζη­τοῦν­τες τὴν ψυ­χὴν τοῦ παι­δί­ου. ὁ δὲ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τὸ παι­δί­ον καὶ τὴν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ καὶ εἰ­σῆλ­θεν εἰς γῆν Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λε­ύ­ει τῆς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ τοῦ πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δὲ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὰ μέ­ρη τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, καὶ ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ τῶν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.       
           (Ματθ. β΄[2] 13 – 23)

     Θαύ­μα­τα με­γά­λα καὶ πρω­το­φα­νὴ ἑ­ορ­τά­ζου­με τὶς ἡ­μέ­ρες αὐ­τὲς μὲ κέν­τρο τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Θε­αν­θρώ­που. Ἐ­νῶ ὅ­μως θαυ­μά­ζου­με τὶς ὑ­πέ­ρο­χες εὐ­αγ­γε­λι­κὲς δι­η­γή­σεις γιὰ τὴ δο­ξο­λο­γί­α τῶν ἀγ­γέ­λων, τὴν προ­σκύ­νη­ση τῶν ποι­μέ­νων, τὴν ὁ­δοι­πο­ρί­α καὶ τὰ δῶ­ρα τῶν Μά­γων, σή­με­ρα τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο μᾶς πα­ρου­σιά­ζει δο­κι­μα­σί­ες καὶ πει­ρα­σμοὺς ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν ἔν­το­νο προ­βλη­μα­τι­σμό. Ἂς δοῦ­με πῶς πε­ρι­γρά­φει τὰ γε­γο­νό­τα ὁ ἱ­ε­ρὸς εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ματ­θαῖ­ος.
 Ὅ­τα­ν ἔ­φυ­γα­ν οἱ Μά­γοι, ποὺ εἶ­χα­ν ἔρ­θει νὰ προ­σκυ­νή­σου­ν τὸν νε­ο­γέν­νη­το Βα­σι­λέ­α Χρι­στό, ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­στη­κε στὸ­ν Ἰ­ω­σὴ­φ καὶ τοῦ εἶ­πε: 
  –Σή­κω, πά­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ Μη­τέ­ρα του καὶ φύ­γε στὴ­ν Αἴ­γυ­πτο, δι­ό­τι ὁ Ἡ­ρώ­δη­ς πρό­κει­ται νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὸ παι­δὶ γιὰ νὰ τὸ σκο­τώ­σει. Καὶ μὴ φύ­γεις ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο, ἀλ­λὰ μεῖ­νε ἐ­κεῖ μέ­χρι νὰ σοῦ πῶ.
Πράγ­μα­τι, ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως καί, μέ­σα στὴ νύ­χτα, πῆ­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ μη­τέ­ρα του καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὴν Αἴ­γυ­πτο. Κι ἔ­μει­νε ἐ­κεῖ μέ­χρι ποὺ πέ­θα­νε ὁ Ἡ­ρώ­δης· γιὰ νὰ ἐ­πα­λη­θευ­θεῖ ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος μέ­σω τοῦ προ­φή­τη: Ἀ­πὸ τὴν Αἴ­γυ­πτο κά­λε­σα τὸν υἱ­ό μου νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὸν τό­πο τῆς γεν­νή­σε­ώς του. 
     ΗΤΑΝ στ’ ἀ­λή­θεια με­γά­λη δο­κι­μα­σί­α γιὰ τὴν πί­στη τοῦ Ἰ­ω­σὴφ ἡ ξαφ­νι­κὴ εἰ­δο­ποί­η­ση τοῦ ἀγ­γέ­λου νὰ φύ­γουν νύ­χτα καὶ νὰ τα­ξι­δέ­ψουν μα­ζὶ μὲ τὴν Πα­να­γί­α καὶ τὸ θεῖ­ο Βρέ­φος, ἐ­ξό­ρι­στοι στὴν Αἴ­γυ­πτο. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κλο­νι­στεῖ ἡ πί­στη του καὶ νὰ πεῖ στὸν Θε­ό: «Θε­έ μου, Ἐ­σὺ εἶ­πες ὅ­τι Αὐ­τὸς θὰ σώ­σει τὸν λα­ό Του. Δὲν μπο­ρεῖ τώ­ρα νὰ σώ­σει τὸν ἑ­αυ­τό Του;... Δὲν μπο­ρεῖς, Θε­έ μου, νὰ πά­ρεις τὴν ψυ­χὴ τοῦ Ἡ­ρώ­δη; Εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ πε­ρά­σου­με ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν τα­λαι­πω­ρί­α;...».
     Κα­μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς σκέ­ψεις, ὅ­μως, δὲν σκαν­δα­λί­ζει τὸν πι­στὸ δοῦ­λο τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­χει ἀ­πό­λυ­τη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὴν Πρό­νοι­α τοῦ Θε­οῦ καὶ ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται μὲ προ­θυ­μί­α στὶς ὁ­δη­γί­ες τοῦ ἀγ­γέ­λου. Καὶ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ πε­ρι­μέ­νει νέ­ες ὁ­δη­γί­ες...
Κά­πο­τε κι ἐ­μεῖς ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με δυ­σκο­λί­ες καὶ θλί­ψεις. Κι ἴ­σως ἀρ­χί­ζουν νὰ μᾶς πο­λι­ορ­κοῦν οἱ λο­γι­σμοί: «για­τί νὰ μοῦ συμ­βεῖ αὐ­τό;... Ἀ­φοῦ πι­στεύ­ω στὸ Θε­ό, κά­νω τὴν προ­σευ­χή μου... για­τί;...».
   Στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀ­παν­τή­σει ἡ λο­γι­κή. Μό­νο ἡ καρ­διὰ ποὺ ἀ­γα­πᾶ καὶ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται τὸν πα­νά­γα­θο Θε­ὸ μπο­ρεῖ νὰ ξε­πε­ρά­σει αὐ­τὰ τὰ δι­λήμ­μα­τα. Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­σήφ, τὸν ὁ­ποῖ­ο τι­μᾶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας σή­με­ρα, «Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὴν Χρι­στοῦ Γέν­νη­σιν», μᾶς δεί­χνει τὸν δρό­μο τῆς σι­ω­πῆς καὶ τῆς ὑ­πο­μο­νῆς. Μᾶς κα­λεῖ νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­ζου­με κά­θε δυ­σκο­λί­α μὲ τα­πεί­νω­ση καὶ ὑ­πα­κο­ὴ στὸ θεῖ­ο θέ­λη­μα. Μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­πει κά­θε δο­κι­μα­σί­α πάν­το­τε πρὸς τὸ συμ­φέ­ρον τῆς ψυ­χῆς μας.
     Στὸ με­τα­ξὺ ὁ σκλη­ρὸς καὶ αἱ­μο­στα­γὴς Ἡ­ρώ­δης, ὅ­ταν κα­τά­λα­βε ὅ­τι οἱ Μά­γοι τὸν ἑ­ξα­πά­τη­σαν καὶ ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ ἄλ­λον δρό­μο γιὰ τὴν πα­τρί­δα τους, θύ­μω­σε ὑ­περ­βο­λι­κά. Ἔ­στει­λε λοι­πὸν στρα­τι­ῶ­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι σκό­τω­σαν ὅ­λα τὰ παι­διὰ ποὺ ἦ­ταν στὴ Βη­θλε­ὲμ καὶ σ᾿ ὅ­λα τὰ πε­ρί­χω­ρα καὶ τὰ σύ­νο­ρά της, ἀ­πὸ ἡ­λι­κί­α δύ­ο ἐ­τῶν καὶ κά­τω, σύμ­φω­να μὲ τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα ποὺ ἐ­ξα­κρί­βω­σε ἀ­πὸ τοὺς Μά­γους. 
Τό­τε πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ὁ λό­γο­ς τοῦ προ­φή­τη Ἱ­ε­ρε­μί­α: Φω­νὴ σπα­ρα­κτι­κὴ ἀ­κού­στη­κε στὸ χω­ριὸ Ρα­μᾶ τῆ­ς φυ­λῆ­ς Βε­νια­μίν, «θρῆ­νο­ς καὶ κλαυθ­μὸ­ς καὶ ὀ­δυρ­μὸ­ς πο­λύς». Ἡ Ρα­χὴλ κλαί­ει τὰ παι­διά της καὶ δὲν μπο­ρεῖ μὲ κα­νέ­ναν τρό­πο νὰ πα­ρη­γο­ρη­θεῖ, δι­ό­τι τὰ ἀ­θῶ­α αὐ­τὰ παι­διὰ δὲν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον στὴ ζω­ή. 
Βέ­βαι­α, ἀρ­γό­τε­ρα πέ­θα­νε ὁ Ἡ­ρώ­δης καὶ μά­λι­στα μὲ τρό­πο φρι­κτό. Τό­τε ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου ἐμ­φα­νί­στη­κε σὲ ὄ­νει­ρο πά­λι στὸν Ἰ­ω­σὴφ στὴν Αἴ­γυ­πτο καὶ τοῦ εἶ­πε: 
  –Σή­κω, πά­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ Μη­τέ­ρα του καὶ πή­γαι­νε στὴ χώ­ρα τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, δι­ό­τι ἔ­χουν πε­θά­νει πλέ­ον ε­κεῖ­νοι ποὺ ἤ­θε­λαν νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν τὴ ζω­ὴ τοῦ παι­διοῦ. Ση­κώ­θη­κε λοι­πὸν, πῆ­ρε τὸ παι­δὶ καὶ τὴ Μη­τέ­ρα του καὶ ἦλ­θε στὴν Πα­λαι­στί­νη.
     Ἀλ­λὰ ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὅ­τι στὴν Ἰ­ου­δαί­α βα­σί­λευ­ε ὁ Ἀρ­χέ­λα­ος στὴ θέ­ση τοῦ πα­τέ­ρα του Ἡ­ρώ­δη, φο­βή­θη­κε νὰ πά­ει ἐ­κεῖ. Ἔ­λα­βε ὅ­μως νέ­α ὁ­δη­γί­α ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε γιὰ τὰ μέ­ρη τῆς Γα­λι­λαί­ας, ὅ­που ἡ­γε­μό­νας ἦ­ταν ὁ Ἡ­ρώ­δης ὁ Ἀν­τί­πας, ποὺ ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο σκλη­ρὸς ἀ­πὸ τὸν ἀ­δελ­φό του Ἀρ­χέ­λα­ο. Κι ἀ­φοῦ ἦλ­θε ἐ­κεῖ, ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στὴν πό­λη τῆς Να­ζα­ρέτ. Γιὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θοῦν οἱ προ­φη­τεῖ­ες ποὺ ἔ­λε­γαν ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς θὰ δε­χθεῖ τὴν ἀ­τι­μί­α καὶ τὴν πε­ρι­φρό­νη­ση ἀ­πὸ τοὺς ἐ­χθρούς του, ὅ­πως ἔ­γι­νε ὅ­ταν τὸν ὀ­νό­μα­σαν πε­ρι­φρο­νη­τι­κὰ Να­ζω­ραῖ­ο.
    ΑΠΟ τὰ γε­γο­νό­τα αὐ­τὰ ποὺ πε­ρι­γρά­φει ἡ εὐ­αγ­γε­λι­κὴ πε­ρι­κο­πή, τὸ πιὸ συγ­κλο­νι­στι­κὸ εἶ­ναι ἡ τρα­γω­δί­α μὲ τὴ σφα­γὴ τῶν νη­πί­ων στὴ Βη­θλε­έμ. Ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ μεί­νει ἀ­συγ­κί­νη­τος μπρο­στὰ στὴν εἰ­κό­να τό­σων ἀ­θώ­ων βρε­φῶν; Πρό­κει­ται γιὰ πρω­το­φα­νὴ θη­ρι­ω­δί­α τὴν ὁ­ποί­α κα­τα­δι­κά­ζει ἀ­πε­ρί­φρα­στα κά­θε ἐ­χέ­φρων ἄν­θρω­πος. 
Ὡ­στό­σο, τὰ πα­ρά­δο­ξο καὶ ἐ­ξω­φρε­νι­κὸ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Ἡ­ρώ­δης καὶ ἡ κα­τα­στρο­φι­κὴ μα­νί­α του ἀ­να­βι­ώ­νουν στὶς μέ­ρες μας στὸ πρό­σω­πο τῶν ἀ­συ­νεί­δη­των ἰα­τρῶν καὶ τῶν γο­νέ­ων ποὺ ἐ­πι­πό­λαι­α κα­τα­φεύ­γουν στὴν ἐγ­κλη­μα­τι­κὴ ἔ­κτρω­ση. Κά­θε χρό­νο μὲ τὶς ἐ­κτρώ­σεις σκο­τώ­νον­ται ἑ­κα­τομ­μύ­ρια βρέ­φη, κι ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ τὴν κά­λυ­ψη τοῦ δῆ­θεν πο­λι­τι­σμέ­νου κό­σμου μας!
     Ἐ­πι­τέ­λους, ἂς εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­θοῦ­με, γιὰ νὰ στα­μα­τή­σει αὐ­τὸ τὸ κα­κό. Εἶ­ναι και­ρὸς νὰ ἀ­να­λά­βου­με ὅ­λοι τὶς εὐ­θύ­νες μας. Ἡ κραυ­γὴ τῶν ἀ­θώ­ων νη­πί­ων ἂς μᾶς συγ­κλο­νί­σει.
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τ­οῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(22 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας μετὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρείτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.                                          
   (Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, χ­ά­ρη σ­τ­ὴν π­ί­σ­τη τ­ου ὁ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἔ­μ­ε­ι­νε ὡς ξ­έ­ν­ος σ­τὴ γῆ πού τοῦ ὑ­π­ο­σχέ­θ­η­κε ὁ Θ­ε­ὸς κ­αὶ τὴ θ­ε­ω­ρ­ο­ῦ­σε ξ­έ­νη χ­ώ­ρα κι ὄ­χι δ­ι­κή τ­ου. Κ­αὶ δ­ι­έ­μ­ε­ι­νε μ­έ­σα σὲ σκη­ν­ὲς μ­α­ζὶ μὲ τ­ὸν Ἰ­σ­α­ὰκ κ­αὶ τ­ὸν Ἰ­α­κ­ώ­β, π­οὺ ἦ­τ­αν σ­υ­γ­κ­λ­η­ρ­ο­ν­ό­μ­οι τ­ῆς ἴ­δ­ι­ας ὑ­π­ο­σχέ­σ­ε­ως τοῦ Θεοῦ. Ζ­ο­ῦ­σε ὁ Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἀ­κ­ό­μη κ­αὶ σ­τὴ γῆ τ­ῆς ἐ­π­α­γ­γ­ε­λ­ί­ας ὡς ξ­έ­ν­ος κ­αὶ μ­ε­τα­ν­ά­σ­τ­ης, δ­ι­ό­τι π­ε­ρί­μ­ε­νε νὰ κ­α­τ­ο­ι­κ­ή­σ­ει σ­τ­ὴν ἐ­π­ο­υ­ρ­ά­ν­ια π­ό­λη, ἡ ὁ­π­ο­ία ἔ­χ­ει τὰ ἀ­λη­θ­ι­νὰ κ­αὶ ἀ­δ­ι­ά­σ­ε­ι­σ­τα θ­ε­μ­έ­λ­ια, κ­αὶ τ­ε­χ­ν­ί­τη κ­αὶ κ­τ­ί­σ­τη της τ­ὸν ἴ­δ­ιο τ­ὸν Θ­εό. Κ­αὶ τί ἀ­κ­ό­μη νὰ λ­έω κ­αὶ νὰ δ­ι­η­γ­ο­ῦ­μ­αι; Π­ρ­έ­π­ει νὰ σ­τ­α­μ­α­τ­ή­σω, δ­ι­ό­τι δ­ὲν θὰ μ­οῦ φ­τ­ά­σ­ει ὁ χρό­ν­ος νὰ δ­ι­η­γ­ο­ῦ­μ­αι γ­ιὰ τ­ὸν Γ­ε­δ­εών καί τόν Β­α­ρ­άκ, τ­ὸν Σ­α­μ­ψών  κ­αὶ τ­ὸν Ἰεφθάε, γιὰ τ­ὸν Δ­α­β­ὶδ κ­αὶ τ­ὸν Σ­α­μ­ο­υ­ὴλ κ­αὶ τ­ο­ὺς π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες. Α­ὐ­τ­οί, ἐ­π­ε­ι­δὴ εἶχαν π­ί­σ­τη, κ­α­τ­α­π­ο­λ­έ­μ­η­σ­αν κ­αὶ ὑ­π­έ­τ­α­ξ­αν β­α­σ­ί­λ­ε­ια, κ­υ­β­έ­ρ­ν­η­σ­αν τὸ λ­αὸ μὲ δ­ι­κ­α­ι­ο­σ­ύ­νη, π­έ­τ­υ­χ­αν τ­ὴν π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­π­ο­ί­η­ση τ­ῶν ὑ­π­ο­σ­χ­έ­σ­ε­ων π­οὺ τ­ο­ὺς ἔ­δ­ω­σε ὁ Θ­ε­ός, ἔ­φ­ρ­α­ξ­αν σ­τ­ό­μ­α­τα λ­ι­ο­ν­τα­ρ­ι­ῶν, ὅπως ὁ Δα­ν­ι­ήλ, ἔ­σ­β­η­σ­αν τ­ὴν κ­α­τ­α­σ­τ­ρ­ε­π­τ­ι­κὴ δ­ύ­ν­α­μη τ­ῆς φ­ω­τ­ι­ᾶς, δ­ι­έ­φ­υ­γ­αν τ­ὸν κ­ί­ν­δ­υ­νο τ­ῆς σ­φ­α­γ­ῆς, πῆραν δ­ύ­ν­α­μη κι ἔ­γ­ι­ν­αν κ­α­λὰ ἀπό ἀ­ρ­ρ­ώ­σ­τ­ι­ες, ἀ­ν­α­δ­ε­ί­χ­θ­η­καν ἰ­σ­χ­υ­ρ­οὶ κ­αὶ ἀ­ν­ί­κ­η­τ­οι σ­τ­ὸν π­ό­λ­ε­μο, ἔ­τ­ρ­ε­ψ­αν σὲ φ­υ­γὴ τ­ὶς ἐ­χ­θ­ρ­ι­κ­ὲς π­α­ρ­α­τ­ά­ξ­ε­ις κ­αὶ τὰ π­ο­λ­υ­π­λ­η­θῆ στρα­τ­ε­ύ­μ­α­τά τους. Μὲ τ­ὴν π­ί­σ­τη π­οὺ εἶχαν σ­τ­ὴν ὑ­π­ε­ρ­φ­υ­σ­ι­κὴ δ­ύ­ν­α­μη τ­ῶν π­ρ­ο­φ­η­τ­ῶν οἱ γ­υ­ν­α­ῖ­κ­ες π­οὺ ἀ­να­φ­έ­ρ­ει ἡ Π­α­λ­α­ιὰ Δ­ι­α­θ­ή­κη ξ­α­ν­α­πῆραν π­ί­σω ζ­ω­ν­τα­νὰ τὰ ν­ε­κ­ρὰ πα­ι­δ­ιά τ­ο­υς π­οὺ ἀ­ν­έ­σ­τ­η­σ­αν οἱ π­ρ­ο­φ­ῆ­τ­ες. Κι ἄ­λ­λ­οι δ­έ­θ­η­κ­αν σ­τὸ β­α­σ­α­ν­ι­σ­τ­ι­κὸ ὄ­ρ­γ­α­νο π­ού λ­ε­γ­ό­τ­αν τ­ύ­μ­π­α­νο κ­αὶ δ­ά­ρ­θηκαν σ­κ­λ­η­ρὰ μ­έ­χ­ρι θ­α­ν­ά­τ­ου, ἐ­π­ε­ι­δὴ δ­ὲν δ­έ­χ­θ­η­κ­αν νὰ ἀ­ρ­ν­η­θ­ο­ῦν τ­ὴν π­ί­σ­τη τ­ο­υς κ­αὶ νὰ ἐ­λευ­θ­ε­ρ­ω­θ­ο­ῦν ἔ­τ­σι ἀπό τὸ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ιο. Π­ρ­ο­τ­ί­μ­η­σ­αν τὸ σ­κ­λ­η­ρὸ α­ὐ­τὸ μ­α­ρ­τ­ύ­ρ­ιο, γ­ιὰ νὰ ἀ­ν­α­σ­τ­η­θ­ο­ῦν σὲ μ­ιὰ κ­α­λ­ύ­τ­ε­ρη ζ­ωή, π­α­ρὰ νὰ ἔ­χ­ο­υν μ­ιὰ π­ρ­ο­σ­κ­α­ι­ρη ἀ­π­ο­κ­α­τ­ά­σ­τ­α­ση σ­τὴ ζ­ωὴ α­ὐ­τή. Κι ἄ­λ­λ­οι π­ά­λι δ­ο­κ­ί­μ­α­σαν ἐ­μ­π­α­ι­γ­μ­ο­ὺς κ­αὶ μ­α­σ­τ­ι­γ­ώ­σ­ε­ις, ἀ­κ­ό­μη μ­ά­λ­ι­σ­τα κ­αὶ δ­ε­σ­μὰ κ­αὶ φ­υ­λ­α­κ­ί­σε­ις. Λ­ι­θ­ο­βο­λ­ή­θ­η­κ­αν, π­ρ­ι­ο­ν­ί­σ­θ­η­κ­αν, δ­ο­κ­ί­μ­α­σ­αν π­ο­λ­λ­ο­ὺς π­ε­ι­ρ­α­σ­μ­ο­ύς, θ­α­ν­α­τ­ώ­θ­η­κ­αν μὲ σφα­γὴ ἀπό μ­α­χ­α­ί­ρι, π­ε­ρ­ι­φ­έ­ρ­ο­ν­τ­αν σάν π­λ­α­ν­ό­δ­ι­οι ἐδῶ κι ἐκεῖ. Φ­ο­ρ­ο­ῦ­σ­αν γ­ιὰ ρ­οῦχα π­ρ­ο­βιὲς κ­αὶ γ­ι­δ­ο­δ­έ­ρ­μ­α­τα, ζ­ώ­ν­τ­ας μ­έ­σα σὲ σ­τ­ε­ρ­ή­σ­ε­ις, θ­λ­ί­ψ­ε­ις κ­αὶ κ­α­κ­ο­π­ά­θ­ε­ι­ες. Ὁλόκληρος ὁ κό­σ­μ­ος δ­ὲν ἄ­ξ­ι­ζε ὅσο οἱ ἅ­γ­ι­οι α­ὐ­τ­οὶ ἀ­ν­δ­ρ­ες, κι οὔτε μ­π­ο­ρ­ο­ῦ­σε νὰ σ­υ­γ­κρ­ι­θ­εῖ μ' α­ὐ­τ­ο­ύς. Π­ε­ρι­π­λ­α­ν­ι­ό­ν­τ­αν σὲ ἐ­ρ­η­μ­ι­ὲς κ­αὶ σὲ β­ο­υ­νά, σὲ σ­π­η­λ­ι­ὲς κ­αὶ σὲ τ­ρ­ύ­π­ες τ­ῆς γ­ῆς. Κι ὅ­λ­οι α­ὐ­τ­οὶ οἱ ἅ­γ­ι­οι ἄνδρες, ἄν κ­αὶ ἔ­λ­α­β­αν ἐ­γ­κ­ω­μ­ι­α­σ­τ­ι­κὴ μ­α­ρ­τ­υ­ρ­ία γ­ιὰ τὴν π­ί­σ­τη τ­ο­υς, δ­ὲν ἀ­π­όλαυσαν τήν ὑπόσχεση τ­ῆς ο­ὐ­ρ­ά­ν­ι­ας κ­λ­η­ρ­ο­ν­ο­μ­ι­ᾶς. Κι α­ὐ­τὸ δι­ό­τι ὁ Θ­ε­ὸς π­ρ­ο­έ­β­λ­ε­ψε γ­ιὰ μ­ᾶς κά­τι κ­α­λ­ύ­τ­ε­ρο, ὥστε αὐτοί νά μή λ­ά­β­ο­υν σὲ β­α­θ­μὸ τ­έ­λ­ε­ιο τὴ σ­ω­τ­η­ρ­ία τ­ους χ­ω­ρ­ὶς ἐ­μᾶς, ἀλλά νὰ τὴ λ­ά­βο­υ­με ὅ­λ­οι μ­α­ζί. Ἔ­τ­σι ἐ­μ­ε­ῖς β­ρ­ι­σκό­μ­α­σ­τε τ­ώ­ρα σὲ π­λ­ε­ο­ν­ε­κ­τ­ι­κ­ό­τ­ε­ρη θ­έ­ση ἀ­π' α­ὐ­τ­ο­ὺς· ὄ­χι μό­νο ἐ­π­ε­ι­δὴ ζ­ο­ῦ­με σ­τὰ χρό­ν­ια τ­ῆς ἀ­π­ο­λ­υ­τ­ρ­ώ­σ­ε­ως τ­οῦ Χ­ρ­ι­στοῦ, ἀλλά κ­αὶ ἐ­π­ε­ι­δὴ ἡ περίοδος τ­ῆς ἀ­ν­α­μ­ο­νῆς γιά μ­ᾶς ε­ί­ν­αι μ­ι­κ­ρ­ό­τ­ε­ρη.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ο­ύ­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ούδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνε­ύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.                                                      
  (Ματθ. α΄[1] 1-25)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. «ΓΕΝΕΑΙ ΔΕΚΑΤΕΣΣΑΡΕΣ»
Ἕ­νας ἀ­τέ­λει­ω­τος κα­τά­λο­γος Ἑ­βρα­ϊ­κῶν ὀ­νο­μά­των εἶ­ναι τὸ με­γα­λύ­τε­ρο τμῆ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τῆς Κυ­ρια­κῆς πρὶν ἀ­πὸ τὰ Χρι­στού­γεν­να. Ὁ κα­τά­λο­γος ἀρ­χί­ζει ἀ­πὸ τὸν πα­τριάρχη καὶ γε­νάρ­χη τῶν Ἑ­βραί­ων Ἀ­βρα­ὰμ καὶ κα­τα­λή­γει στὸν Ἰ­ω­σήφ, τὸν προ­στά­τη καὶ νο­μι­ζό­με­νο πα­τέ­ρα τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Γε­νε­α­λο­γεῖ­ται δὲ ὁ Ἰ­ω­σήφ, πα­ρό­λον ὅ­τι δὲν συ­νε­τέ­λε­σε κα­θό­λου στὴ γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, καὶ δὲν γε­νε­α­λο­γεῖ­ται ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α ποὺ ὑ­πῆρ­ξε ἡ πραγ­μα­τι­κή του Μη­τέ­ρα, δι­ό­τι οἱ Ἑ­βραῖ­οι συ­νή­θι­ζαν νὰ γε­νε­α­λο­γοῦν μό­νον τοὺς ἄν­δρες καὶ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς δὲν ἦ­ταν σω­στὸ νὰ πα­ρα­βεῖ αὐ­τὴν τὴν ἰ­σχυ­ρὴ συ­νή­θεια. Αὐ­τὸ ἐν τού­τοις δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι ἔ­χου­με ἕ­να λαν­θα­σμέ­νο γε­νε­α­λο­γι­κὸ κα­τά­λο­γο τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Καὶ τοῦ­το, δι­ό­τι σύμ­φω­να μὲ τὸν νό­μο τῶν Ἑ­βραί­ων οἱ γά­μοι ἐγί­νον­ταν πάν­το­τε μέ­σα στὴν ἴ­δια φυ­λὴ καὶ μά­λι­στα μὲ προ­τί­μη­ση κά­πως συγ­γε­νι­κῶν προ­σώ­πων. Ὁ­πό­τε μὲ τὴ γε­νε­α­λό­γη­ση τοῦ Ἰ­ω­σὴφ οὐ­σι­α­στι­κὰ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς γε­νε­α­λό­γη­σε καὶ τὴν Πα­να­γί­α, δε­δο­μέ­νου ὅ­τι ἡ δι­α­φο­ρὰ τῶν προ­γό­νων με­τα­ξὺ τοῦ Ἰ­ω­σὴφ καὶ τῆς Θε­ο­τό­κου πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται μό­νον στὰ τε­λευ­ταῖ­α ὀ­νό­μα­τα.
Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς χω­ρί­ζει τὸν κα­τά­λο­γο σὲ τρί­α τμή­μα­τα, σὲ κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α φαί­νε­ται νὰ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται «γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες». Εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ὁ κα­τά­λο­γος εἶ­ναι σχη­μα­το­ποι­η­μέ­νος· ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς ξε­χώ­ρι­σε καὶ κα­τέ­γρα­ψε μό­νο τοὺς ση­μαν­τι­κώ­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τῶν συ­νε­χό­με­νων γε­νε­ῶν. Ὡ­στό­σο ὁ χω­ρι­σμὸς σ᾿ αὐ­τὰ τὰ τρί­α μέ­ρη δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ος ἢ αὐ­θαί­ρε­τος, ἀ­φοῦ τὸ κα­θέ­να τους ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ ἕ­να ση­μαν­τι­κὸ τμῆ­μα τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῶν Ἑ­βραί­ων. Τὸ πρῶ­το (ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μέ­χρι τὸν Δα­βὶδ) ἀν­τι­στοι­χεῖ στὴν πε­ρί­ο­δο ποὺ κυ­βερ­νοῦ­σαν τὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­κὸ λα­ὸ οἱ Κρι­τές, τὸ δεύ­τε­ρο (ἀ­πὸ τὸν Δα­βὶδ μέ­χρι τὴ Βα­βυ­λώ­νια αἰχ­μα­λω­σί­α) στὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν βα­σι­λέ­ων καὶ τὸ τρί­το (ἀ­πὸ τὴ Βα­βυ­λώ­νια αἰχ­μα­λω­σί­α μέ­χρι τὸν Χρι­στὸ) στὴν πε­ρί­ο­δο τῆς ἱ­ε­ρα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας. Οἱ τρεῖς πε­ρί­ο­δοι ἐκ­βάλ­λουν στὸ τέ­λος στὴ γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ὁ μό­νος ἀ­λη­θι­νὸς Κρι­τής, Βα­σι­λεὺς καὶ Ἀρ­χι­ε­ρεύς.
ΙΔΟΥ ΛΟΙΠΟΝ ὅ­τι τί­πο­τε δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο ἢ ἀ­σή­μαν­το μέ­σα στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Ἤ­δη βλέ­που­με ὅ­λοι τώ­ρα κα­θα­ρὰ πὼς, πί­σω ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴ φαι­νο­με­νι­κὰ μο­νό­το­νη ἀ­νά­γνω­ση τῶν Ἑ­βρα­ϊ­κῶν ὀ­νο­μά­των, κρύ­βον­ται βα­θύ­τα­τα καὶ συ­ναρ­πα­στι­κό­τα­τα θε­ο­λο­γι­κὰ νο­ή­μα­τα. Καὶ δὲν ἐν­νο­οῦ­με μό­νον ὅ­τι στὸν κα­τά­λο­γο αὐ­τὸν μπο­ροῦ­με νὰ δι­α­κρί­νου­με τὴν ἱ­ε­ρὴ ἱ­στο­ρί­α τῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ κό­σμου, ὅ­πως τὴν κα­τηύ­θυ­νε διὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων ὁ Θε­ός, ἀλ­λὰ καὶ κά­τι ἄλ­λο ἀ­κό­μη, ἐ­πί­σης ση­μαν­τι­κό. Τὸ ὅ­τι πί­σω ἀ­πὸ τὴν ἀ­τέ­λει­ω­τη αὐ­τὴ σει­ρὰ τῶν ὀ­νο­μά­των μπο­ροῦ­με νὰ δι­αι­σθαν­θοῦ­με νὰ πα­φλά­ζει δυ­να­τὰ ὁ πό­θος τῶν ἀν­θρώ­πων γιὰ τὴ λύ­τρω­ση, ἡ προσ­δο­κί­α τους γιὰ τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Λυ­τρω­τοῦ!
Ναί! Γε­νε­ὲς καὶ γε­νε­ὲς βλέ­που­με νὰ δι­α­δέ­χον­ται ἡ μί­α τὴν ἄλ­λη μὲ τὸ βλέμ­μα στη­ριγ­μέ­νο στὸ ὀ­μι­χλῶ­δες μέλ­λον, μὲ τὸν πό­θο νὰ δοῦν πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νη τὴ με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ, ὅ­τι κά­ποι­ος ἀ­πό­γο­νός τους θὰ εἶ­ναι ὁ ἀ­να­με­νό­με­νος Λυ­τρω­τὴς τοῦ κό­σμου. Οἱ αἰ­ῶ­νες κυ­λοῦ­σαν, ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑ­βρα­ϊ­κοῦ λα­οῦ γνώ­ρι­ζε ἀ­μέ­τρη­τες πε­ρι­πέ­τει­ες, ἀλ­λὰ στὰ στή­θη τῶν εὐ­σε­βῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἡ λα­χτά­ρα νὰ δοῦν τὸν κο­σμο­πό­θη­το Λυ­τρω­τὴ ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε νὰ φλο­γί­ζει τὶς καρ­δι­ές τους.
Σή­με­ρα, αὐ­τὰ ποὺ οἱ με­γά­λοι Πα­τριά­ρχες, οἱ Προ­φῆ­τες καὶ οἱ δί­και­οι τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἐ­πι­θυ­μοῦ­σαν νὰ δοῦν καὶ δὲν τὰ εἶ­δαν, οἱ πι­στοὶ Χρι­στια­νοὶ τὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νου­με πλού­σια. Γιὰ μᾶς ἡ λύ­τρω­ση δὲν εἶ­ναι πιὰ κά­τι μελ­λον­τι­κό, τὰ μά­τια μας δὲν ψά­χνουν τώ­ρα μὲ ἀ­γω­νί­α στὸ σκο­τά­δι. Μέ­σα στὴν ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α μᾶς ἔ­χουν ὅ­λα χα­ρι­σθεῖ. Χρι­στού­γεν­να σὲ τρεῖς μέ­ρες! Γι­ορ­τά­ζου­με τὰ 2019 χρό­νια ἀ­πὸ τὴ Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ. Τὸ ἔ­χου­με αὐ­τό, ἀ­δελ­φοί, ὅ­λοι μας, ὅ­σο ται­ριά­ζει κι ὅ­σο πράγ­μα­τι τοῦ πρέ­πει, ἐ­κτι­μή­σει;
Για­τί, ἂν ἦ­ταν τρα­γι­κὸ νὰ ζεῖ κα­νεὶς καὶ νὰ πε­θαί­νει χω­ρὶς ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας πρὸ Χρι­στοῦ, εἶ­ναι ἀ­πεί­ρως τρα­γι­κό­τε­ρο νὰ ζεῖ κα­νεὶς με­τὰ Χρι­στόν, μὰ νὰ πε­θαί­νει χω­ρὶς τὴ σω­τη­ρί­α, ποὺ ἔ­φε­ρε ὁ Χρι­στός. Χω­ρὶς νὰ ἔ­χει ἀ­γα­πή­σει, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει ἐ­κτι­μή­σει, χω­ρὶς νὰ ἔ­χει ἀ­πο­λαύ­σει αὐ­τὸ ποὺ τό­σο πλού­σια καὶ ἄ­φθο­να καὶ ἁ­πλᾶ στὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χα­ρί­ζε­ται καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὑ­πο­γραμ­μί­ζει στὴ συ­νέ­χεια τὸ ἱ­ε­ρὸ κεί­με­νο.
2. «ΜΕΘ᾿ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ»
Στὴ Γέν­νη­ση τοῦ Κυ­ρί­ου εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο τὸ τε­λευ­ταῖ­ο τμῆ­μα τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἀ­να­γνώ­σμα­τός μας. Μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς ὅ­τι ἢ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α ποὺ ἦ­ταν ἀρ­ρα­βω­νι­α­σμέ­νη μὲ τὸν Ἰ­ω­σήφ, πρὶν συγ­κα­τοι­κή­σει μα­ζί του, συ­νέ­λα­βε διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καὶ κυ­ο­φο­ροῦ­σε τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ἀν­τε­λή­φθει τὴν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη της, μὴ γνω­ρί­ζον­τας τὴ θε­ϊ­κὴ προ­έ­λευ­ση τοῦ πράγ­μα­τος καὶ μὴ θέ­λον­τας νὰ τὴν ἐκ­θέ­σει, σκέ­φθη­κε νὰ τὴ δι­ώ­ξει κρυ­φά. Καὶ σκέ­φθη­κε νὰ ἐ­νερ­γή­σει ἔ­τσι, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν, μᾶς λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, δί­και­ος ἄν­θρω­πος, ἐ­νά­ρε­τος δη­λα­δὴ καὶ ἀ­γα­θός. Ἀ­κρι­βῶς ὅ­μως τό­τε ἔ­γι­νε ἡ θαυ­μα­στὴ ἐ­πέμ­βα­ση τοῦ Θε­οῦ. Ἄγ­γε­λος, λέ­γει, ἐμ­φα­νί­στη­κε στὸν Ἰ­ω­σὴφ σὲ ὄ­νει­ρο καὶ τοῦ εἶ­πε: Ἰ­ω­σήφ, μὴ φο­βη­θεῖς νὰ κρά­τη­σεις κον­τά σου τὴ Μα­ριάμ, δι­ό­τι τὸ παι­δὶ ποὺ κυ­ο­φο­ρεῖ προ­έρ­χε­ται ἐκ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Θὰ γεν­νή­σει δὲ ἀ­γό­ρι, ποὺ θὰ τὸ ὀ­νο­μά­σει Ἰ­η­σοῦν, δη­λα­δὴ Σω­τή­ρα, δι­ό­τι αὐ­τὸς θὰ σώ­σει τὸν λα­ό του ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του. Ὅ­λο δὲ αὐ­τὸ ἔ­γι­νε, ση­μει­ώ­νει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής, γιὰ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ ἡ προ­φη­τεί­α τοῦ Ἡ­σα­ΐ­ου ποὺ ἔ­λε­γε: «Ἰ­δοὺ» ἡ παρ­θέ­νος θὰ συλ­λά­βει καὶ θὰ γεν­νή­σει υἱ­ὸν καὶ θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ποὺ ση­μαί­νει «μεθ᾿ ἡ­μῶν ὁ Θε­ός», ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας. Καὶ πράγ­μα­τι ὁ Ἰ­ω­σὴφ κρά­τη­σε κον­τά του τὴ Μα­ριάμ, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ἔλ­θει σὲ συ­ζυ­γι­κὴ σχέ­ση μα­ζί της. Καὶ ὅ­ταν γεν­νή­θη­κε τὸ παι­δί, τὸ ὀ­νό­μα­σε Ἰ­η­σοῦν.  
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ἐκά­λε­σε προ­φη­τι­κὰ ὁ με­γά­λος τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης προ­φή­της, ὁ Ἠ­σα­ΐ­ας, τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μας. Ἐμ­μα­νου­ήλ, ποὺ ση­μαί­νει «μεθ᾿ ἡ­μῶν ὁ Θε­ός», δη­λα­δὴ ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας. Τὸ «Ἐμ­μα­νου­ὴλ» ἑ­πο­μέ­νως δὲν ἦ­ταν ἕ­να ὄ­νο­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι, γιὰ νὰ προ­σφω­νοῦν τὸν Κύ­ριο – τέ­τοι­ο ὄ­νο­μα ἦ­ταν τὸ «Ἰ­η­σοῦς» – ἀλ­λὰ ἕ­να ὄ­νο­μα ποὺ φα­νέ­ρω­νε τὸ τί πραγ­μα­τι­κὰ ἦ­ταν ὁ Κύ­ριος.
Τώ­ρα πιὰ μέ­σα ἀπ᾿ αὐ­τὸ τὸ προ­φη­τι­κὸ ὄ­νο­μα μπο­ροῦ­με νὰ προ­σεγ­γί­σου­με κα­θα­ρό­τε­ρα τὸ μυ­στή­ριο τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου. Νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦ­με πὼς αὐ­τὸς ποὺ γεν­νή­θη­κε δὲν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος, ἕ­νας ἔ­στω ἁ­γι­α­σμέ­νος ἄν­θρω­πος, ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ Θε­οῦ. Ἀλ­λὰ τί; Κά­τι ἀ­σύλ­λη­πτο ἀ­πο­λύ­τως γιὰ τὸν ἀν­θρώ­πι­νο νοῦ: ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός!
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Καὶ αὐ­τὸ ἑ­ορ­τά­ζου­με κά­θε χρό­νο τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων· τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Θε­οῦ ἀ­νά­με­σά μας. Ἡ σκέ­ψη δι­στά­ζει· ὁ λο­γι­σμὸς πα­ρα­λύ­ει· ἡ ὕ­παρ­ξή μας ὅ­λη ἀ­δυ­να­τεῖ νὰ τὸ χω­ρέ­σει. Αὐ­τὸς ποὺ γεν­νι­έ­ται δὲν εἶ­ναι ἄν­θρω­πος, δὲν εἶ­ναι ἄγ­γε­λος· εἶ­ναι ὁ ἄ­πει­ρος Θε­ός, ποὺ γί­νε­ται καὶ ἄν­θρω­πος.
Γι᾿ αὐ­τὸ τὴν ἡ­μἐ­ρα τῶν Χρι­στου­γέν­νων ἂς γο­να­τί­σου­με τα­πει­νὰ μπρο­στὰ στὴ Φάτ­νη, σ᾿ αὐ­τὸν τὸν ἀ­σή­μαν­το καὶ τα­πει­νὸ χῶ­ρο, ὅ­που ὁ Θε­ὸς ἀ­κούμ­πη­σε σὰν βρέ­φος τό­τε τὴ γῆ. Ἂς γο­να­τί­σου­με καὶ ἂς Τὸν εὐ­χα­ρι­στή­σου­με ὁ­λό­ψυ­χα, ποὺ κα­τα­δέ­χτη­κε νὰ ᾿ρθεῖ ἀ­νά­με­σά μας, νὰ γί­νει ὅ­μοι­ος μὲ μᾶς, γιὰ νὰ μᾶς σώ­σει ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α καὶ τὸν θά­να­το, νὰ μᾶς λυ­τρώ­σει ἀ­πὸ τὰ νύ­χια τοῦ δι­α­βό­λου. Ἂς Τὸν εὐ­χα­ρι­στή­σου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο ποὺ ἔ­γι­νε τό­σο δι­κός μας, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦ­με νὰ Τὸν ἀγ­γί­ξου­με. Κά­τι ἀ­κό­μη πιὸ με­γά­λο: Νὰ Τὸν εὐ­χα­ρι­στή­σου­με ποὺ μᾶς χά­ρι­σε τὸν Ἑ­αυ­τό Του τό­σο πο­λύ, ὥ­στε νὰ μπο­ροῦ­με νὰ κοι­νω­νοῦ­με τὸ Σῶ­μα Του καὶ τὸ Αἷ­μα Του, νὰ Τὸν ἔ­χου­με μέ­σα μας, φί­λο, ἀ­δελ­φό, πα­τέ­ρα μας, λυ­τρω­τή. Αὐ­τόν, τὸν ἄ­πει­ρο καὶ παν­το­δύ­να­μο Θε­ό μας!
    (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)