Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2019

ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΛΟΥΚΑ
(8 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2019)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΕ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀδελφοί, παρακαλῶ  ὑμᾶς ἐγὼ ὁ δέσμιος ἐν Κυρίῳ ἀξίως περιπατῆσαι τῆς κλήσεως ἧς ἐκλήθητε, μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραΰτητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης· ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς Θεὸς καὶ Πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν ὑμῖν. Ἑνὶ δὲ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ.                                                                          
          (Ἐφεσ. δ΄[4] 1-7)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, σς παρακαλ ἐγώ πού εμαι φυλακισμένος γιά τό νομα τοῦ Κυρίου, νά πορευθετε καί ζήσετε μέ τρόπο ξιο τς ψηλς κλήσεως πού σᾶς κανε ὁ Θεός. Σς παρακαλ λοιπν νά ζετε μέ κάθε ταπεινοφροσύνη καί πραότητα, μέ μακροθυμία καί ὑπομονή. Νά νέχεσθε μ γάπη ὁ νας τά λαττώματα τοῦ λλου. Καί νά καταβάλλετε κάθε προσπάθεια προκειμένου νά διατηρετε τή μεταξύ σας ἑνότητα μέ τήν ποία σς νωσε τό γιον Πνεῦμα, χρησιμοποιώντας ὡς σύνδεσμο τήν ερήνη, ἡ ὁποία θά σς δένει λους μαζί σ' να. ποτελετε να σμα, τήν κκλησία, κι να Πνεῦμα ζωοποιεῖ τό σμα ατό, ἀφοῦ καί λοι σας κληθήκατε μέ μία λπίδα τς κλήσεώς σας. Διότι ὁ Θες γιά μία καί τήν δια βασιλεία καί γιά τά δια γαθά σς κάλεσε λους. νας καί μόνος Κύριος πάρχει· μία πίστη χουν λοι οἱ Χριστιανοί· να βάπτισμα λαβαν λοι. νας κα μόνος Θες κα Πατέρας ὅλων πάρχει. Ατς κυριαρχε πάνω ἀπ' λους ὡς Δεσπότης. Ἡ δική του δύναμη διαχύνεται κα νεργε διαμέσου ὅλων τν μελν τς κκλησίας σ' ὁλόκληρο τ σμα της. Ατς κατοικε μέσα σ' λους μας. Πρέπει λοιπν ν εμαστε λοι να. Βέβαια λοι οἱ πιστο δν χουμε λάβει τ δια χαρίσματα, ἀλλά διάφορα καί ποικίλα. Ατ ὅμως ἡ διανομ γι κανένα λόγο δν πιτρέπεται ν γίνεται αἰτία χωρισμοῦ μεταξ τν πιστν. Διότι ἡ διανομ ατ δν εναι τυχαία, ἀλλά γίνεται ἀπ' τν ἴδιο τν Χριστό. Ατς δηλαδ στν καθένα ξεχωριστ ἀπό μς δωσε τ θεία χάρη, σύμφωνα μ τ μέτρο πο μ σοφία κα δικαιοσύνη χρησιμοποιε στ διανομ τς δωρες του.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἦν ὁ Ἰησοῦς  δι­δά­σκων ἐν μι­ᾷ τῶν συ­να­γω­γῶν ἐν τοῖς σάβ­βα­σι. καὶ ἰ­δοὺ γυ­νὴ ἦν πνεῦ­μα ἔ­χου­σα ἀ­σθε­νε­ί­ας ἔ­τη δέ­κα καὶ ὀ­κτώ, καὶ ἦν συγ­κύ­πτου­σα καὶ μὴ δυ­να­μέ­νη ἀ­να­κύ­ψαι εἰς τὸ παν­τε­λές. ἰ­δὼν δὲ αὐ­τὴν ὁ Ἰ­η­σοῦς προ­σε­φώ­νη­σε καὶ εἶ­πεν αὐ­τῇ· Γύναι, ἀ­πο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀ­σθε­νε­ί­ας σου· καὶ ἐ­πέ­θη­κεν αὐ­τῇ τὰς χεῖ­ρας· καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νωρ­θώ­θη καὶ ἐ­δό­ξα­ζε τὸν Θε­όν. ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος, ἀ­γα­να­κτῶν ὅ­τι τῷ σαβ­βά­τῳ ἐ­θε­ρά­πευ­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἔ­λε­γε τῷ ὄ­χλῳ· Ἓξ ἡ­μέ­ραι εἰ­σὶν ἐν αἷς δεῖ ἐρ­γά­ζε­σθαι· ἐν τα­ύ­ταις οὖν ἐρ­χό­με­νοι θε­ρα­πε­ύ­ε­σθε, καὶ μὴ τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του. ἀ­πε­κρί­θη οὖν αὐ­τῷ ὁ Κύριος καὶ εἶ­πεν· Ὑ­πο­κρι­τά· ἕ­κα­στος ὑ­μῶν τῷ σαβ­βά­τῳ οὐ λύ­ει τὸν βοῦν αὐ­τοῦ ἢ τὸν ὄ­νον ἀ­πὸ τῆς φάτ­νης καὶ ἀ­πα­γα­γὼν πο­τί­ζει; τα­ύ­την δὲ, θυ­γα­τέ­ρα Ἀ­βρα­ὰμ οὖ­σαν, ἣν ἔ­δη­σεν ὁ σα­τα­νᾶς ἰ­δοὺ δέ­κα καὶ ὀ­κτὼ ἔ­τη, οὐκ ἔ­δει λυ­θῆ­ναι ἀ­πὸ τοῦ δε­σμοῦ το­ύ­του τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τοῦ σαβ­βά­του; καὶ ταῦ­τα λέ­γον­τος αὐ­τοῦ κα­τῃ­σχύ­νον­το πάν­τες οἱ ἀν­τι­κε­ί­με­νοι αὐ­τῷ, καὶ πᾶς ὁ ὄ­χλος ἔ­χαι­ρεν ἐ­πὶ πᾶ­σι τοῖς ἐν­δό­ξοις τοῖς γι­νο­μέ­νοις ὑ­π' αὐ­τοῦ.
       (Λουκ. ιγ΄[13] 10  – 17)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
1. Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Τὸ Σάβ­βα­το ἦ­ταν μέ­ρα ἀρ­γί­ας καὶ λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ γιὰ τοὺς Ἑ­βραί­ους. Κά­θε ἐρ­γα­σί­α ἀ­πα­γο­ρευ­ό­ταν ἀ­πο­λύ­τως, οἱ ἐ­πι­τρε­πό­με­νες κι­νή­σεις ἦ­σαν με­τρη­μέ­νες, ἀ­κό­μη καὶ τὸ δι­ά­στη­μα ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ βα­δί­σει κα­νεὶς ἦ­ταν αὐ­στη­ρὰ κα­θω­ρι­σμέ­νο. Τὴ μέ­ρα αὐ­τὴ συγ­κεν­τρώ­νον­ταν ὅ­λοι στὶς κα­τὰ τό­πους Συ­να­γω­γὲς γιὰ νὰ με­λε­τή­σουν τὸν Νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Ἡ Συ­να­γω­γὴ ἦ­ταν εἰ­δι­κὰ δι­α­μορ­φω­μέ­νη γι᾿ αὐ­τὸ τὸν σκο­πὸ αἴ­θου­σα – ἡ γνω­στή μας μὲ τὸ ὄ­νο­μα «χά­βρα τῶν Ἰ­ου­δαί­ων».
Σὲ μιὰ τέ­τοι­α Συ­να­γω­γὴ δί­δα­σκε κά­ποι­ο Σάβ­βα­το ὁ Κύ­ριος. Ἀ­νά­με­σα δὲ στὸ πλῆ­θος τῶν ἀ­κρο­α­τῶν ἦ­ταν, μᾶς λέ­γει ὁ εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Λου­κᾶς, καὶ μιὰ γυ­ναί­κα φρι­κτὰ καμ­που­ρι­α­σμέ­νη σὰν δι­πλω­μέ­νη σι­δε­ρό­βερ­γα. Ἦ­ταν «συγ­κύ­πτου­σα καὶ μὴ δυ­να­μέ­νη ἀ­να­κύ­ψαι εἰς τὸ παν­τε­λές»· σκυμ­μέ­νη μέ­χρι κά­τω καὶ μὴ μπο­ρών­τας νὰ ση­κώ­σει τὸ κε­φά­λι της ὄρ­θιο κα­θό­λου. Δαι­μο­νι­κὴ ἐ­νέρ­γεια τὴν κρα­τοῦ­σε 18 χρό­νια σ᾿ αὐ­τὴ τὴν μαρ­τυ­ρι­κὴ κα­τά­στα­ση.
Καὶ ὅ­μως παρ᾿ ὅ­λη αὐ­τή της τὴν κα­τά­στα­ση εἶ­χε πά­ει καὶ αὐ­τὴ στὴ Συ­να­γω­γὴ – τό­σο τὴν γλύ­και­νε καὶ τὴν τρα­βοῦ­σε ἡ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος, ἀ­μέ­σως μό­λις τὴν εἶ­δε, τῆς χά­ρι­σε τὴ θε­ρα­πεί­α, χω­ρὶς κἂν ἡ ἴ­δια νὰ Τὸν πα­ρα­κα­λέ­σει. «Γύ­ναι», τῆς φώ­να­ξε, «ἀ­πο­λέ­λυ­σαι τῆς ἀ­σθε­νεί­ας σου», ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­σαι ἀ­πὸ τὴν ἀ­σθέ­νειά σου· καὶ συγ­χρό­νως ἔ­βα­λε πά­νω της τὰ χέ­ρια Του. Αὐ­το­στιγ­μεὶ ἡ γυ­ναί­κα ση­κώ­θη­κε ὄρ­θια καὶ γε­μά­τη εὐ­γνω­μο­σύ­νη δό­ξα­ζε τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴ θαυ­μα­στή της θε­ρα­πεί­α.
ΜΕΓΑΛΑ ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΑ θαύ­μα­τα σὰν κι αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος ἔ­χει κά­νει πολ­λά. Τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο ὅ­μως σὲ τού­τη τὴν πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι τὸ ὅ­τι θε­ρά­πευ­σε τὴ συγ­κύ­πτου­σα χω­ρὶς ἐ­κεί­νη νὰ Τοῦ τὸ ζη­τή­σει! Αὐ­τὸ δὲν εἶ­ναι τυ­χαῖ­ο. Κά­τι θαυ­μα­στὸ εἶ­ναι κρυμ­μέ­νο σ᾿ αὐ­τὴν τὴν πα­ρά­δο­ξη ἐ­νέρ­γεια τοῦ Κυ­ρί­ου. Τί εἶ­ναι αὐ­τό;
Πολ­λοὶ θὰ τὸ ἔ­χουν ἤ­δη κα­τα­λά­βει. Ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε ὁ Κύ­ριος, ἐ­νερ­γών­τας ἔ­τσι, νὰ ὑ­πο­γραμ­μί­σει πό­σο με­γά­λη ἀ­ξί­α ἔ­χει ἡ λα­τρεί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ φα­νε­ρώ­σει πὼς ἡ συμ­με­το­χὴ στὴ θεί­α Λα­τρεί­α εἶ­ναι ἀ­πὸ μό­νη της ἤ­δη μί­α ἔμ­πρα­κτη ἐκ­δή­λω­ση πί­στε­ως καὶ κα­τα­φυ­γῆς στὸν Θε­ό, ἡ ὁ­ποί­α ἑλ­κύ­ει μὲ δύ­να­μη με­γά­λη τὸ ἔ­λε­ός Του καὶ τὶς πλού­σι­ες δω­ρε­ές Του.
Τώ­ρα, ὅ­λοι μας ἀ­σφα­λῶς ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τί ἀ­σύλ­λη­πτη δι­α­φο­ρὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα στὴν Ἑ­βρα­ϊ­κὴ λα­τρεί­α καὶ στὴ δι­κή μας, τὴ Χρι­στι­α­νι­κὴ λα­τρεί­α. Ὅ­ση καὶ ἀ­νά­με­σα στὴ φω­το­γρα­φί­α ἑ­νὸς κα­λοῦ φα­γη­τοῦ καὶ στὸ ἴ­διο τὸ φα­γη­τό. Ἐ­κεῖ­νοι – οἱ Ἑ­βραῖ­οι – εἶ­χαν τὴ φω­το­γρα­φί­α, τὸν τύ­πο, τὴ σκιά. Ἐ­μεῖς – οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Χρι­στια­νοὶ – ἔ­χου­με τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τὴν ἀ­λή­θεια. Ἐ­κεῖ­νοι ἔ­παιρ­ναν ἁ­πλῶς ἐ­ξω­τε­ρι­κὲς εὐ­λο­γί­ες, συ­νή­θως ἐ­πί­γει­ες.   Ἐ­μεῖς...
Τί παίρ­νου­με ἐ­μεῖς, ἀ­δελ­φοί; Ἤ μᾶλ­λον ὄ­χι τί παίρ­νου­με, ἀλ­λὰ τί μᾶς χα­ρί­ζε­ται, δι­ό­τι τὸ ἂν καὶ τὸ πό­σοι καὶ τὸ πῶς παίρ­νου­με αὐ­τὸ ποὺ μᾶς χα­ρί­ζε­ται εἶ­ναι ἄλ­λο θέ­μα. Λοι­πόν, τί μᾶς χα­ρί­ζε­ται, κα­τὰ τὴ θεί­α Λα­τρεί­α καὶ μά­λι­στα τὴ θεί­α Λει­τουρ­γί­α; Φρι­κτὸ εἶ­ναι καὶ νὰ τὸ ὀ­νο­μά­σου­με ἀ­κό­μη. Δὲν μᾶς προ­σφέ­ρε­ται ἁ­πλῶς ἁ­για­σμὸς καὶ εὐ­λο­γί­α, κά­τι ἅ­γιο καὶ ἱ­ε­ρό, ὅ­πως νο­μί­ζουν ἴ­σως πολ­λοί. Ἀλ­λὰ τί; Ἡ ἴ­δια ἡ Ζω­ὴ τοῦ Θε­οῦ, Αὐ­τὸς Οὗ­τος ὁ ὑ­πε­ρά­πει­ρος Θε­ὸς προ­σφέ­ρε­ται εἰς κοι­νω­νί­αν ἡ­μῶν τῶν πισ­τῶν. Μυ­στή­ριο ἀ­νερ­μή­νευ­το! Ὁ ἀ­χώ­ρη­τος Θε­ὸς νὰ ἔρ­χε­ται νὰ κα­τοι­κεῖ μὲς στὴν καρ­διὰ τοῦ ἀν­θρώ­που· τὸ πλά­σμα νὰ συ­ναν­τᾶ τὸν Δη­μι­ουρ­γό του· στὴν πιὸ με­γά­λη συ­νάν­τη­ση τῶν αἰ­ώ­νων. Ἀ­πί­στευ­το!
Αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται, ἀ­δελ­φοί, ὅ­ταν κοι­νω­νοῦ­με; Αὐ­τὸ δὲν γί­νε­ται ὅ­ταν προ­σευ­χό­μα­στε, ὅ­ταν με­τέ­χου­με οὐ­σι­α­στι­κὰ στὴ λα­τρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Χρει­ά­ζε­ται τώ­ρα τά­χα νὰ ση­μει­ώ­σου­με τί φο­βε­ρὸ λά­θος κά­νουν, ὅ­σοι τυ­χὸν αὐ­τὸ δὲν τὸ ἔ­χουν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει καὶ πα­ρα­με­λοῦν τὴ συμ­με­το­χή τους σ᾿ αὐ­τὴ τὴ με­γά­λη συ­νάν­τη­ση; Ὅ­σο γιὰ τὶς δι­και­ο­λο­γί­ες ποὺ συ­χνὰ βρί­σκουν, ἂς ρω­τή­σουν κα­λύ­τε­ρα τὴ «συγ­κύ­πτου­σα». Τί­πο­τε ἄλ­λο!
2. ΟΙ ΨΕΥΔΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τὸ θαυ­μα­στὸ ὡ­στό­σο γε­γο­νὸς τῆς θε­ρα­πεί­ας αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας εἶ­χε μιὰ ἀ­προσ­δό­κη­τη ἐ­ξέ­λι­ξη. Ὁ ὑ­πεύ­θυ­νος ἐ­κεί­νης τῆς Συ­να­γω­γῆς – ὁ ἀρ­χι­συ­νά­γω­γος – ἀν­τὶ νὰ χα­ρεῖ γιὰ τὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ θαῦ­μα, πνιγ­μέ­νος μέ­σα στὸν ὠ­κε­α­νὸ τοῦ φθό­νου κα­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­ξέ­φρα­σε τὴν ἀ­γα­νά­κτη­σή του, δι­ό­τι δῆ­θεν μὲ τὴ θε­ρα­πεί­α τῆς συγ­κύ­πτου­σας εἶ­χε πα­ρα­βια­σθεῖ ἡ ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του. Δὲν ἐ­τόλ­μη­σε βέ­βαι­α ὁ ὑ­πο­κρι­τὴς νὰ κα­τα­φερ­θεῖ κα­τευ­θεί­αν ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἰ­δί­ου τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λὰ τὰ ἔ­βα­λε μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους, λέ­γον­τάς τους νὰ ἔρ­χον­ται γιὰ θε­ρα­πεί­α τὶς ἄλ­λες ­μέ­ρες τῆς ἑ­βδο­μά­δος ποὺ ἐ­πι­τρέ­πε­ται ἡ ἐρ­γα­σί­α, καὶ ὄ­χι τὸ Σάβ­βα­το.
– «Ὑ­πο­κρι­τά», τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ἀ­μέ­σως ὁ Κύ­ριος, ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ σᾶς κα­τὰ τὸ Σάβ­βα­το δὲν λύ­νει τὸ βό­δι του ἢ τὸν ὄ­νο του ἀ­πὸ τὸ πα­χνὶ γιὰ νὰ τὰ πο­τί­σει, χω­ρὶς αὐ­τὸ νὰ θε­ω­ρεῖ­ται πα­ρα­βί­α­ση τῆς ἐν­το­λῆς πε­ρὶ τοῦ Σαβ­βά­του; Καὶ λοι­πὸν αὐ­τὴν ἐ­δῶ, ποὺ εἶ­ναι κό­ρη καὶ ἀ­πό­γο­νός τοῦ Ἀ­βρα­ὰμ καὶ ποὺ τὴν ἔ­δε­σε ὁ σα­τα­νᾶς μὲ τὴν ἀρ­ρώ­στια 18 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια, δὲν ἔ­πρε­πε νὰ λυ­θεῖ ἀ­πὸ τὸ δέ­σι­μο αὐ­τὸ κα­τὰ τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του;
Καὶ ἐ­νῶ ἔ­λε­γε αὐ­τὰ τὰ λό­για ὁ Κύ­ριος, ντρο­πι­ά­ζον­ταν ὅ­λοι οἱ ἀν­τί­θε­τοί Του, καὶ ὅ­λος ὁ λα­ὸς χαι­ρό­ταν γιὰ ὅ­λα τὰ θαυ­μα­στὰ καὶ ἔν­δο­ξα ἔρ­γα ποὺ Ἐ­κεῖ­νος ἔ­κα­νε.
Η ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ τοῦ ἀρ­χι­συ­να­νώ­γου – τὸ εἴ­δα­με – ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ φθό­νου ποὺ αἰ­σθάν­θη­κε κα­τὰ τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ αἰ­σθάν­θη­κε φθό­νο, δι­ό­τι ξαφ­νι­κὰ εἶ­δε νὰ με­τα­το­πί­ζε­ται τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ ὁ θαυ­μα­σμὸς τοῦ κό­σμου ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο πρὸς τὸν Κύ­ριο. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ προ­σπά­θη­σε νὰ «χα­λά­σει», ὅ­πως λέ­με, τὴν ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ θαυ­μα­σμοῦ, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας πὼς αὐ­τὸ τὸ θαῦ­μα οὐ­σι­α­στι­κὰ ἦ­ταν ἁ­μαρ­τί­α, δι­ό­τι μὲ αὐ­τὸ πα­ρα­βι­ά­στη­κε δῆ­θεν ἡ ἐν­το­λὴ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του. Ἐμ­φα­νί­στη­κε ἔ­τσι ὁ φθο­νε­ρὸς ὑ­πο­κρι­τὴς σὰν ὑ­πέρ­μα­χος τοῦ Νό­μου τοῦ Θε­οῦ καὶ τοῦ Θε­οῦ!
Λοι­πόν, ἐ­δῶ εὑ­ρί­σκε­ται τὸ ἐ­πι­κίν­δυ­νο ση­μεῖ­ο καὶ γιὰ τὸν κα­θέ­να μας· ὁ φθό­νος γιὰ κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο νὰ μᾶς κά­νει νὰ ἐμ­φα­νι­στοῦ­με καὶ ἐ­μεῖς σὰν ὑ­πε­ρα­σπι­στὲς τοῦ Θε­οῦ ἢ τῶν ἱ­ε­ρῶν πα­ρα­δό­σε­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.
Μπο­ρεῖ, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν, νὰ ἀ­κού­σου­με γιὰ κά­ποι­ον πολ­λὰ κα­λὰ λό­για, ὅ­τι δη­λα­δὴ εἶ­ναι εὐ­σε­βὴς πο­λύ, ὅ­τι ἀ­γω­νί­ζε­ται χρι­στι­α­νι­κά, τὰ παι­διά του εἶ­ναι σε­μνὰ καὶ θε­ο­φο­βού­με­να κ.τ.λ., καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ νὰ μᾶς κά­νουν νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με μει­ω­μέ­νοι καὶ νὰ τὸν φθο­νή­σου­με. Ὁπό­τε σὰν τὸν ἀρ­χι­συ­νά­γω­γο ν᾿ ἀρ­χί­ζου­με καὶ ψά­χνου­με νὰ τοῦ βροῦ­με ψε­γά­δια: Ναί, εἶ­ναι σπου­δαῖ­ος ἄν­θρω­πος, λέ­με, ἀλ­λὰ... νά, αὐ­τὰ ποὺ κά­νει εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κά, εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ γνή­σιο πνεῦ­μα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας κ.τ.λ.
Λε­πτό­τα­το καὶ ὕ­που­λο τὸ πά­θος τοῦ φθό­νου προ­σβάλ­λει και τοὺς ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ μά­λι­στα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­χουν κά­ποι­α θέ­ση σ᾿ αὐ­τήν. Τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με, ἑ­πο­μέ­νως, πὼς κιν­δυ­νεύ­ου­με ἀπ᾿ αὐ­τὸ ὅ­λοι μας. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὅ­λοι μας πο­λὺ πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με. Μὴ μᾶς ξε­γε­λά­σει ὁ φθό­νος καὶ γί­νου­με καὶ ἐ­μεῖς ψευ­δο­μάρ­τυ­ρες τοῦ Θε­οῦ! Κά­τι τέ­τοι­ο θὰ ἦ­ταν φρι­κτό. Κα­τα­στρε­πτι­κὸ γι᾿ αὐ­τὴ τὴν ἴ­δια τὴ σω­τη­ρί­α μας. Ἂς μὴν πέ­σει κα­νέ­νας μας στὴν ὕ­που­λη αὐ­τὴ δαι­μο­νι­κὴ πα­γί­δα.
 (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)



Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου