Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ
(31 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΒ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Τέ­κνον Τι­μό­θε­ε, πι­στὸς ὁ λό­γος καὶ πά­σης ἀ­πο­δο­χῆς ἄ­ξι­ος, εἰς τοῦ­το γὰρ καὶ κο­πι­ῶ­μεν καὶ ὀ­νει­δι­ζό­με­θα, ὅ­τι ἠλ­πί­κα­μεν ἐ­πὶ Θε­ῷ ζῶν­τι, ὅς ἐ­στι σω­τὴρ πάν­των ἀν­θρώ­πων, μά­λι­στα πι­στῶν. Πα­ράγ­γελ­λε ταῦ­τα καὶ δί­δα­σκε. Μη­δε­ίς σου τῆς νε­ό­τη­τος κα­τα­φρο­νε­ί­τω, ἀλ­λὰ τύ­πος γί­νου τῶν πι­στῶν ἐν λό­γῳ, ἐν ἀ­να­στρο­φῇ, ἐν ἀ­γά­πῃ, ἐν πνε­ύ­μα­τι, ἐν πί­στει, ἐν ἁ­γνε­ί­ᾳ. Ἕ­ως ἔρ­χο­μαι πρό­σε­χε τῇ ἀ­να­γνώ­σει, τῇ πα­ρα­κλή­σει, τῇ δι­δα­σκα­λί­ᾳ. Μὴ ἀ­μέ­λει τοῦ ἐν σοὶ χα­ρί­σμα­τος, ὃ ἐ­δό­θη σοι δι­ὰ προ­φη­τε­ί­ας με­τὰ ἐ­πι­θέ­σε­ως τῶν χει­ρῶν τοῦ πρε­σβυ­τε­ρί­ου. Ταῦ­τα με­λέ­τα, ἐν το­ύ­τοις ἴ­σθι, ἵ­να σου ἡ προ­κο­πὴ φα­νε­ρὰ ᾖ ἐν πᾶ­σιν.
                                             (Α΄ Τιμ. δ΄[4] 9 -15)

ΜΕΛΕΤΗ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ
ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΟ: «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι»
Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνάμεσα σὲ ἄλλες σπουδαῖες συμβουλὲς λέγει στὸν μαθητὴ του Τιμόθεο: Πρόσεχε ἰδιαίτερα τὴν ἀνάγνωση τῶν θείων Γραφῶν. Ἀλλὰ καὶ νὰ μελετᾶς προσεκτικὰ ὅσα τοῦ γράφω στὴν ἐπιστολή μου αὐτή. Νὰ τὰ μελετᾶς καὶ μέσα σ' αὐτὰ τὰ νοήματα νὰ βρίσκεται ἡ σκέψη σου καί ἡ ζωή σου. Διότι ἔτσι ἡ προκοπή σου θὰ γίνει φανερὴ σὲ ὅλα τὰ θέματα. Ἂς δοῦμε λοιπὸν σήμερα γιατί ὁ θεῖος Παῦλος συνιστᾶ νὰ δείχνουμε ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό.
1.    Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στὸν μαθητή του Τιμόθεο νὰ δείχνει ἰδιαίτερη προσοχὴ στὴν ἀνάγνωση τοῦ θείου λόγου, διότι ὅπως λέγει καὶ πάλι στὸν Τιμόθεο στὴν Β' πρὸς αὐτὸν ἐπιστολὴ του, ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν περιέχει ἀνθρώπινες σκέψεις ἀλλὰ εἶναι θεόπνευστη. «Πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος», τοῦ λέγει (γ΄[3] 16). Δὲν περιέχει τὰ λόγια κάποιων ἀνθρώπων, ἔστω σοφῶν, ἀλλά τὸ λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ. Διότι οἱ συγγραφεῖς τῆς Ἁγίας Γραφῆς δὲν ἔγραψαν δικές τους σκέψεις, ἀλλὰ ἔγραψαν μὲ τὸ φωτισμὸ καὶ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτὸ λοιπὸν λέγει στὸν Τιμόθεο: Πρόσεχε! Διότι στὴν Ἁγία Γραφὴ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή σου. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ προφῆται τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὅταν ἑξαγγέλλουν τὶς βουλὲς τοῦ Θεοῦ, λέγουν σαφῶς: «Τάδε λέγει Κύριος». Γιὰ νὰ καταλαβαίνουν οἱ ἀκροαταί τους ὅτι δὲν μιλοῦν οἱ προφῆται τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὁμιλεῖ δι’ αὐτῶν ὅ ἴδιος ὁ Θεός.
Πρόσεχε λοιπόν, λέγει ὁ θεῖος Παῦλος στὸν Τιμόθεο ἀλλά καὶ σ' ὅλους ἐμᾶς. Δὲν μελετᾶς ἕνα ὁποιοδήποτε βιβλίο ἀλλὰ τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ. Ἄνοιξε καλὰ τὰ αὐτιά σου νὰ ἀκούσεις τί θέλει ὁ Θεὸς ἀπό σένα. Ἄνοιξε τὴν καρδιά σου διάπλατα νά δεχθεῖ τὸν θησαυρὸ αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Ἄκουε μὲ προσοχὴ μιὰ φωνὴ γλυκειά καὶ παρηγορητική, ἀληθινὴ καὶ κρυστάλλινη, τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σὲ καθοδηγεῖ καθημερινὰ στὴ ζωή σου.
Πρόσεχε λοιπόν. Διότι μὲ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ ἀναγεννήσει, θὰ σὲ καλλιεργήσει πνευματικῶς, θὰ σοῦ δώσει παρηγοριὰ στὴ ζωή σου, θὰ σὲ βοηθήσει νὰ ἐπανορθώσεις τὰ λάθη σου, θὰ σὲ κάνει ἄνθρωπο ἄρτιο, ὡλοκληρωμένο, καταρτησμένο, τέλειο. Θὰ κάνει τὴν ψυχή σου δυνατὴ, ἄτρωτη στὶς ἐπιθέσεις τοῦ ἐχθροῦ.
Πρόσεχε πολὺ περισσότερο, διότι χωρὶς τὴν μελέτη τῶν θείων Γραφῶν δὲν μπορεῖς νὰ ζήσεις πνευματικὴ ζωή. Μᾶς τὸ λέγει αὐτὸ σαφῶς ὁ Κύριός μας: «Οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ' ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Ματθ. δ'[4] 4). Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ διατηρηθεῖ στὴν ζωὴ μόνο μὲ τὸν φυσικὸ ἄρτο, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο τοῦ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ πνευματικὴ τροφή, ποὺ εἶναι οἱ προσταγὲς τοῦ Θεοῦ. Ἐφόσον λοιπὸν ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἔχει τόσο μεγάλη σημασία γιὰ τὴ ζωή μας, πῶς ἐμεῖς νὰ μὴ δείξουμε ἀνάλογη προσοχὴ στὴν φωνὴ αὐτὴ τοῦ Θεοῦ;
2.    ΝΑ ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕΙ ΜΕΣΑ ΣΟΥ
Μᾶς ἀπαντᾶ καὶ πάλι στὸ θέμα αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. «Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι», μᾶς λέγει. Δὲν λέγει μόνον «πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει», ἢ ἔστω «ταῦτα ἀναγίνωσκε», ἀλλὰ λέγει «ταῦτα μελέτα». Δηλαδὴ ὄχι ἁπλῶς νὰ διαβάζεις τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ νὰ τὴν μελετᾶς μὲ προσοχή, ἐμβαθύνοντας σ' αὐτὴ μὲ ἱερὸ ἐνδιαφέρον. Μία πρόχειρη μελέτη ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα νὰ ξεχάσεις γρήγορα ὅ,τι διάβασες, ἀλλὰ ἀποτελεῖ καὶ ἀσέβεια καὶ περιφρόνηση τοῦ Θεοῦ. Πρόσεχε λοιπόν. Νὰ τὴν μελετᾶς καθημερινὰ ὄχι μὲ ἐπιπολαιότητα, βιασύνη, ραθυμία ἢ ἀδιαφορία  ἀλλὰ μὲ προσοχὴ καὶ προσήλωση, μὲ ἐπιμονή, ἐμβαθύνοντας σ' αὐτὴ μὲ πίστη καὶ φόβο Θεοῦ, μὲ δίψα πνευματική. Μὲ συναίσθηση ὅτι σοῦ ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Καὶ νὰ καταγράφεις ἄσβεστα στὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σου τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. «Ἐν τούτοις ἴσθι». Μέσα στὰ ἱερὰ νοήματα τῆς Ἁγίας Γραφῆς νὰ περιδιαβαίνει διαρκῶς ἡ σκέψη σου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ νά «ἐνοικῇ πλουσίως» μέσα σου (Κολασ. γ' [3] 16). Ὅλη ἡ διάνοιά σου καὶ ἡ σκέψη σου καὶ ἡ ὕπαρξή σου νὰ βρίσκεται βυθισμένη στὰ θεῖα νοήματα.
Καὶ τέλος νὰ προσεύχεσαι στὸν ἅγιο Θεὸ νὰ σοῦ χαρίζει τὸν φωτισμό του. Νὰ τὸν παρακαλεῖς, ὅπως ὁ Δαβίδ, νὰ ἀποκαλύπτει τοὺς ὀφθαλμούς σου, νὰ ἀπομακρύνει δηλαδὴ κάθε κάλυμμα ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου, νὰ σοῦ δίνει τὸν φωτισμό του, γιὰ νὰ κατανοεῖς τὸ θαυμαστὸ βάθος τῆς θείας σοφίας καὶ νὰ μεταμορφώνεσαι καθημερινά.
Ἀδελφοί, μὲ πόση προσοχὴ διαβάζουν πολλοὶ ἄνθρωποι ἄλλα ἀναγνώσματα βλαβερὰ καὶ καταστρέφουν τὴν ψυχή τους! Γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς μας, δὲν πρέπει νὰ δείξουμε τὴν μεγαλύτερη δυνατὴ προσοχὴ καὶ δίψα; Ἂς κοπιάσουμε λοιπόν. Ἂς δείξουμε ζῆλο καὶ διαθέση γιὰ ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἐντολῶν. Ἔτσι θὰ καλλιεργηθοῦμε πνευματικά, ἔτσι θὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ, ἔτσι θὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
(Διασκευή ἀπό παλαιό τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, δι­ήρ­χε­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τὴν ῾Ι­ε­ρι­χώ. Καὶ ἰ­δοὺ, ἀ­νὴρ ὀ­νό­μα­τι κα­λο­ύ­με­νος Ζακ­χαῖ­ος· καὶ αὐ­τὸς ἦν ἀρ­χι­τε­λώ­νης, καὶ οὗ­τος ἦν πλο­ύ­σι­ος, καὶ ἐ­ζή­τει ἰ­δεῖν τὸν ᾿Ι­η­σοῦν τίς ἐ­στι, καὶ οὐκ ἠ­δύ­να­το ἀ­πὸ τοῦ ὄ­χλου, ὅ­τι τῇ ἡ­λι­κί­ᾳ μι­κρὸς ἦν. Καὶ προ­δρα­μὼν ἔμ­προ­σθεν, ἀ­νέ­βη ἐ­πὶ συ­κο­μο­ρέ­αν, ἵ­να ἴ­δῃ αὐ­τόν, ὅ­τι ἐ­κε­ί­νης ἤ­μελ­λε δι­έρ­χε­σθαι. Καὶ ὡς ἦλ­θεν ἐ­πὶ τὸν τό­πον, ἀ­να­βλέ­ψας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­δεν αὐ­τὸν, καὶ εἶ­πε πρὸς αὐ­τόν· Ζακ­χαῖ­ε, σπε­ύ­σας κα­τά­βη­θι· σή­με­ρον γὰρ ἐν τῷ οἴ­κῳ σου δεῖ με μεῖ­ναι. Καὶ σπε­ύ­σας κα­τέ­βη, καὶ ὑ­πε­δέ­ξα­το αὐ­τὸν χα­ί­ρων. Καὶ ἰ­δόν­τες πάν­τες δι­ε­γόγ­γυ­ζον, λέ­γον­τες· ὅ­τι πα­ρὰ ἁ­μαρ­τω­λῷ ἀν­δρὶ εἰ­σῆλ­θε κα­τα­λῦ­σαι. Στα­θεὶς δὲ Ζακ­χαῖ­ος, εἶ­πε πρὸς τὸν ᾿Ι­η­σοῦν· Ἰ­δοὺ, τὰ ἡ­μί­ση τῶν ὑ­παρ­χόν­των μου Κύριε, δί­δω­μι τοῖς πτω­χοῖς· καὶ εἴ τι­νός τι ἐ­συ­κο­φάν­τη­σα, ἀ­πο­δί­δω­μι τε­τρα­πλοῦν. Εἶ­πε δὲ πρὸς αὐ­τὸν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ὅ­τι σή­με­ρον σω­τη­ρί­α τῷ οἴ­κῳ το­ύ­τῳ ἐ­γέ­νε­το, κα­θό­τι καὶ αὐ­τὸς υἱ­ὸς ᾿Α­βρα­άμ ἐ­στιν. Ἦλ­θε γὰρ ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που ζη­τῆ­σαι καὶ σῶ­σαι τὸ ἀ­πο­λω­λός.
                                        (Λουκ. ιθ΄[19] 1 - 10)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
κενο τόν καιρό μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν εριχώ, καί περνοῦσε μέσα ἀπὸ τὴν πόλη. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος πού ὀνομαζόταν Ζακχαῖος. Αὐτὸς ἦταν ἀρχιτελώνης καὶ πολὺ πλούσιος. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ δεῖ τόν Ἰησοῦ ποιός εἶναι, ἀλλά δὲν μποροῦσε. Διότι ὑπῆρχε μεγάλη συρροὴ λαοῦ, καὶ αὐτὸς ἦταν κοντὸς στὸ ἀνάστημα καὶ σκεπαζόταν ἀπὸ τὸ πλῆθος. Ἔτρεξε λοιπὸν μπροστὰ ἀπὸ τὸ πλῆθος πού συνόδευε τόν Ἰησοῦ καὶ ἀνέβηκε σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδὶ σὲ μία συκομουριὰ γιὰ νὰ τὸν δεῖ, διότι ἀπὸ τὸ δρόμο ἐκεῖνο στὸν ὁποῖο βρισκόταν τὸ δέντρο αὐτὸ θὰ περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ἀμέσως μόλις ἔφθασε ὁ Ἰησοῦς στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ τὸν εἶδε· καὶ χωρὶς νὰ τὸν γνωρίζει ἀπὸ παλαιότερα τὸν φώναξε μὲ τὸ ὄνομά του καὶ τοῦ εἶπε: Ζακχαῖε, κατέβα γρήγορα, διότι σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου, σύμφωνα μὲ τὴ θεία βουλὴ πού προετοιμάζει τὴ σωτηρία σου. Τότε ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε γρήγορα καὶ τὸν ὑποδέχθηκε στὸ σπίτι του μὲ χαρά. Ὅλοι ὅμως, ὅταν εἶδαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς προτίμησε τὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου, μουρμούριζαν μεταξύ τους μὲ ἀγανάκτηση καὶ σχολίαζαν περιφρονητικὰ τόν Ἰησοῦ λέγοντας ὅτι μπῆκε νὰ μείνει καὶ νὰ ἀναπαυθεῖ στὸ σπίτι ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος ὅμως στάθηκε μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ τοῦ εἶπε: Ἰδού, Κύριε, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίνω ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς, κι ἂν τυχὸν ὡς τελώνης μεταχειρίστηκα συκοφαντίες, ψεύτικες καταγγελίες καὶ ἀναφορὲς γιὰ νὰ ἀδικήσω κάποιον σὲ κάτι, τοῦ τὸ γυρίζω πίσω τετραπλάσιο. Τότε ὁ Ἰησοῦς στράφηκε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε: Σήμερα μὲ τὴν ἐπίσκεψή μου στὸ σπίτι αὐτὸ ἦλθε ἡ σωτηρία τόσο στὸν οἰκοδεσπότη ὅσο καὶ στοὺς δικούς του. Καὶ ἔπρεπε νὰ σωθεῖ καὶ ὁ ἀρχιτελώνης αὐτός, διότι κι αὐτὸς εἶναι γιὸς καὶ ἀπόγονος τοῦ Ἀβραάμ, ὅπως κι ἐσεῖς πού διαμαρτύρεσθε. Καὶ σ' αὐτὸν λοιπὸν ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴν ὑπόσχεση τῆς σωτηρίας. Ἔπρεπε λοιπὸν νὰ συντελέσω στὴ σωτηρία αὐτὴ τοῦ Ζακχαίου, διότι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ γιὰ ν' ἀναζητήσει καὶ νὰ σώσει ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, πού σὰν χαμένο πρόβατο κινδύνευε νὰ πεθάνει μέσα στὴν ἁμαρτία.


Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΑΜΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾽Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾽Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾽ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
 (Α΄ Τιμ. α΄[1], 15-17)

ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ
ΛΟΓΟΣ  ΕΙΣ ΤΟ: «Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμι ἐγώ»
Στό σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει κάτι ποὺ φαίνεται ἀδιανόητο στὴ δική μας λογική. Κάτι ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ πιστέψουμε. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ πλέον ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Καὶ ποιὸς τὸ λέγει αὐτό; Ὁ Παῦλος, αὐτὸς ποὺ ἔφθασε ἐν ζωῇ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, πού ἀνέβηκε σὲ ὕψη ἀρετῆς, πού ὑπεβλήθη σὲ ἀμέτρητες δοκιμασίες καὶ κόπους γιά τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀκατάληπτη αὐτὴ φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε γιατί ὁ ὄντως ταπεινὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ πῶς θὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ τέτοια ταπείνωση.
1.Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε τὸ φρόνημα ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι κατανοεῖ πώς ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ οἱ ἀρετὲς ποὺ ἔχει δὲν εἶναι δικά του ἀλλά τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δικά του εἶναι μόνον τὰ λάθη του. Γι' αὐτὸ καὶ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του,διότι ὁ ἴδιος «ἐδίωξε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ». Γι' αὐτὸ ἀκόμη λέγει στοὺς Γαλάτας: «Εἰ γάρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ» (Γαλ. ς΄[6] 3). Ὅποιος δηλαδὴ νομίζει ὅτι εἶναι κάτι, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτε, ἐξαπατᾶ τὸν ἑαυτό του. Διότι γνωρίζει ὅτι κάθε ἄνθρωπος χωρὶς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὸς νά διαπράξει τὰ χειρότερα ἁμαρτήματα. Ἀντιλαμβάνεται δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ιε΄[15] 5). Διότι γνωρίζει καλὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ καταξιώνει τὸν κάθε ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ δική του ἀξία ἀλλά τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπί πλέον ὅσο περισσότερο συναισθάνεται τὴν ἄπειρη ἀπόσταση ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν πανάγιο Θεό, τόσο καὶ μεγαλύτερη ἀναγνωρίζει τὴν ἁμαρτωλότητά του. Κι αὐτὸ γίνεται σταδιακῶς στὴν ζωή του. Στὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (ιε’[15] 9-10) λέγει: «Ἐγώ γὰρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὅς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος». Ἀρχικῶς δηλαδὴ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς τελευταῖο τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος δὲν ἀξίζει νὰ ὀνομάζεται Ἀπόστολος. Ἀργότερα, στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ του (Ἐφ. γ'[3] 8), ἀναφερόμενος στὸν ἑαυτὸ του λέγει: «Ἐμοί τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων». Ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν πλέον ἐλάχιστο ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Καὶ κατόπιν, στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του, πρῶτον ὅλως τῶν ἁμαρτωλῶν. Αὐτὴ ἡ κλιμάκωση τῶν χαρακτηρισμῶν ποὺ δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν ἑαυτὸ του δείχνουν ἀκριβῶς τὴν πρόοδο ποὺ ἔχει ὁ ἴδιος στὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐξηγοῦν γιατί ὁ ἴδιος αἰσθάνεται τελευταῖος. Διότι ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι βαριὰ ἄρρωστος , νιώθει τὸν πόνο του τόσο δυνατό, ὥστε νομίζει ὅτι πονάει περισσότερο ἀπ' ὅλους, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν πόνο ἀπὸ τὴ δική του ἁμαρτωλότητα ὡς τὸν μεγαλύτερο πόνο, καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ὑγιεῖς. Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε ἕνα τέτοιο φρόνημα;
2. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Τὸ πράγμα εἶναι ἁπλό ἀλλά καὶ δύσκολο. Θὰ πρέπει νὰ μαθητεύσουμε στὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Νὰ κοιτάζουμε δηλαδὴ τὸν ἑαυτό μας καὶ μόνον αὐτόν, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ χάλια μας. Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε αὐτὸ πρακτικῶς νὰ τὸ ἐπιτύχουμε; Νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἅγιοι: Ὄσο πλησίαζαν πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ φῶς Του, τόσο καθαρότερα ἔβλεπαν τὶς ἀδυναμίες τους. Ἔτσι θὰ συμβεῖ καὶ σὲ ὅλους μας. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ πλησιάζουμε στὸ ἄπλετο φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τόσο καλύτερα καί εὐκρινέστερα θὰ διακρίνουμε τὰ ἀμέτρητα ἁμαρτήματά μας, τὶς πολλὲς μας ἀδυναμίες, ἀκόμη καὶ στὶς λεπτομέρειες, τόσο καθαρότερα θὰ διακρίνουμε τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτωλότητός μας.
Σ' αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ τὸ νὰ δεχόμαστε πρόθυμα καὶ ταπεινὰ νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ὑποδείξεις. Διότι μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε εὔκολα τὰ λάθη μας. Οἱ ἄλλοι ὅμως μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ δοῦμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας. Ἀλλά καί ἡ προσευχὴ εἶναι ὁ καλύτερος καθρέπτης ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν πνευματικὴ μας πτωχεία καὶ ἁμαρτωλότητα.
Ἀδελφοί, στὸν ἀγῶνα μας αὐτὸ μπορεῖ νὰ μή δοῦμε ἄμεσα ἀποτελέσματα. Αὐτὸ ὅμως πού ἀσφαλῶς θὰ καταλάβουμε εἶναι ὅτι ἔχουμε πολὺ δρόμο μπροστά μας. Καὶ αὐτὸ ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ κερδίσουμε εἶναι ὅτι θὰ πάψουμε νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ ἐκνευριζόμαστε ἀπό τὰ λάθη τῶν ἄλλων, θὰ γίνει ἡ ζωὴ μας εἰρηνική. Μέσα στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται, χαριτώνει καὶ ὑψώνει τοὺς ταπεινούς.  
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.
                            (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθὼς ὁ Κύριος πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νὰ μάθει τί νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβὶδ ποὺ σὲ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. Τότε αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τὸν μάλωναν καί τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τὶς φωνές του θὰ ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως φώναζε πολὺ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν αὐτὸς πλησίασε, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τότε ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλι τὸ φῶς μου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καί ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νά σοῦ δώσω τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσε ἀπό τὴν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ τυφλὸς ἀπέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, δοξολόγησε καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεό.

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ. ΜΝΗΜΗ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ
(17 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)
(ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ)
Ἀδελφοί, πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε, αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες, ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες, ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο. Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν, πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι. Περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν. Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν τὸν ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου, τὸν Κύριον ἡμῶν ᾽Ιησοῦν, καταρτίσαι ὑμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ἡμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.  
                                        (Ἑβρ. ιγ΄[13] 17-21)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, νά ὑπακοῦτε στοὺς πνευματικοὺς προϊσταμένους σας καὶ νὰ ὑποτάσσεσθε τελείως σ' αὐτούς. Διότι αὐτοί ἀγρυπνοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τῶν ψυχῶν σας, καθὼς θὰ δώσουν λόγο στὸ Χριστὸ γιὰ τὶς ψυχές σας. Νὰ τοὺς ὑπακοῦτε, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνονται μὲ τὴν ὑπακοή σας, ὥστε ν πιτελον τ ργο τους ατ μ χαρ κα χι μ στεναγμούς. λλωστε δν σς συμφέρει ν στενάζουν ἐξαιτίας σας οἱ πνευματικο σας προεστοί, πειδή ὁ Θες θ σς τιμωρήσει γι' ατό. Ν προσεύχεσθε γιά μᾶς. Κα χουμε τ θάρρος νά ζητήσουμε τς προσευχές σας, διότι εμαστε βέβαιοι ὅτι ἡ συνείδησή μας δν μς τύπτει σ τίποτε, ἀλλά μᾶς δίνει γαθ συμμαρτυρία, ἀφοῦ πάντοτε κα σ ὅλα θέλουμε ν συμπεριφερόμαστε καλά. Σς παρακαλ λοιπν ν τ κάνετε ατ περισσότερο γι μένα, γι ν μπορέσω ν λθω ξαν κοντά σας τ συντομότερο. Καί ὁ Θεός, πο εναι ὁ χορηγς κα νομοθέτης τς ερήνης, ὁ ὁποῖος νέστησε κ νεκρν τν μεγάλο ποιμένα τν πνευματικν προβάτων προκειμένου νά εσέλθει στν οραν κα ν προσφέρει ἐκεῖ ὡς ξιλαστήριο θυσία τ αἷμα του, μ τ ὁποῖο πικυρώθηκε διαθήκη αώνια, τν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστ δηλαδή, εχομαι ν σς τελειοποιήσει σ κάθε γαθ ργο, ὥστε ν κάνετε τ θέλημά του. Ατς ν νεργήσει στ σωτερικό σας ἐκεῖνο πο εναι ρεστ νώπιόν του διαμέσου τς μεσιτείας τοῦ ησο Χριστο, στν ὁποῖο νήκει ἡ δόξα στος αἰῶνες τν αώνων. μήν.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, εἰ­σερ­χο­μέ­νου τοῦ ᾿Ι­η­σοῦ εἴς τι­να κώ­μην, ἀ­πήντησαν αὐ­τῷ δέ­κα λε­προὶ ἄν­δρες, οἳ ἔ­στη­σαν πόῤ­ῥω­θεν, καὶ αὐ­τοὶ ἦ­ραν φω­νὴν, λέ­γον­τες· ᾿Ι­η­σοῦ ἐ­πι­στά­τα, ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς. Καὶ ἰ­δὼν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πο­ρευ­θέν­τες ἐ­πι­δε­ί­ξα­τε ἑ­αυ­τοὺς τοῖς ἱ­ε­ρεῦ­σι. Καὶ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ὑ­πά­γειν αὐ­τοὺς, ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν. Εἷς δὲ ἐξ αὐ­τῶν, ἰ­δὼν ὅ­τι ἰ­ά­θη, ὑ­πέ­στρε­ψε με­τὰ φω­νῆς με­γά­λης δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν, καὶ ἔ­πε­σεν ἐ­πὶ πρό­σω­πον πα­ρὰ τοὺς πό­δας αὐ­τοῦ, εὐ­χα­ρι­στῶν αὐ­τῷ· καὶ αὐ­τὸς ἦν Σα­μα­ρε­ί­της. Ἀ­πο­κρι­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν· οὐ­χὶ οἱ δέ­κα ἐ­κα­θα­ρί­σθη­σαν; οἱ δὲ ἐν­νέ­α ποῦ; οὐχ εὑ­ρέ­θη­σαν ὑ­πο­στρέ­ψαν­τες δοῦ­ναι δό­ξαν τῷ Θε­ῷ, εἰ μὴ ὁ ἀλ­λο­γε­νὴς οὗ­τος; Καὶ εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­να­στὰς πο­ρε­ύ­ου· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε.
                                           (Λουκ. ιζ΄[17] 12–19)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς ἔμπαινε σὲ κάποιο χωριό, τόν συνάντησαν δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι στάθηκαν ἀπὸ μακριά, ἐπειδὴ σύμφωνα μὲ τὸ νόμο κάθε λεπρός θεωροῦνταν ἀκάθαρτος καὶ δὲν τοῦ ἐπιτρεπόταν νὰ πλησιάσει κανέναν. Κι αὐτοὶ ἄρχισαν νὰ τοῦ φωνάζουν δυνατά: Ἰησοῦ, Κύριε, σπλαχνίσου μας καὶ θεράπευσέ μας. Βλέποντάς τους ἐκεῖνος τοὺς εἶπε: Πηγαίνετε καί δεῖξτε τὸ σῶμα σας στοὺς ἱερεῖς, γιὰ νὰ βεβαιώσουν ἄν πράγματι θεραπευθήκατε, σύμφωνα μὲ τὴ διάταξη τοῦ νόμου. Καὶ καθὼς αὐτοὶ πήγαιναν νὰ ἐξεταστοῦν ἀπό τούς ἱερεῖς, καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα. Ἕνας ἀπ' αὐτούς, μόλις εἶδε ὅτι θεραπεύθηκε, ἐπέστρεψε καὶ μὲ δυνατὴ φωνὴ ἐκφράζοντας τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη του δόξαζε τὸν Θεὸ πού τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Ἔπεσε τότε μὲ τὸ πρόσωπο κάτω στὴ γῆ κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε. Καὶ αὐτὸς ἦταν Σαμαρείτης, δηλαδὴ σχισματικὸς καὶ λιγότερο φωτισμένος ἀπό τούς Ἰουδαίους. Συνεπῶς κανεὶς δὲν θὰ περίμενε νὰ δείξει αὐτὸς μιὰ τέτοια εὐγνωμοσύνη πού δὲν ἔδειξαν οἱ ἄλλοι ἐννέα, πού ἦταν Ἰσραηλίτες. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: Δὲν καθαρίστηκαν ἀπὸ τὴ λέπρα καὶ οἱ δέκα; Οἱ ἄλλοι ἐννέα ποῦ εἶναι; Χάθηκαν νὰ γυρίσουν πίσω καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, παρὰ μόνο ὁ ξένος αὐτός, πού δὲν ἀνήκει στὸ γνήσιο ἰουδαϊκὸ γένος; Καὶ σ' αὐτὸν εἶπε: Σήκω καὶ πήγαινε. Ἡ πίστη σου σὲ ἔσωσε. Δὲν θεράπευσε μόνο τὸ σῶμα σου, ἀλλά ἀποτελεῖ καὶ καλὴ ἀρχή πού θὰ σὲ ὁδηγήσει καὶ στὴν πνευματική σου σωτηρία.

ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε περὶ τὸ 251 μ.Χ. στὴν πόλη Κομὰ τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντά στὴ Μέμφιδα, ἀπὸ γονεῖς εὐλαβεῖς καὶ εὔπορους. Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) καὶ Μαξιμιανοῦ (285 – 305 μ.Χ.) μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ εὐσεβοῦς αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου καὶ τῶν παιδιῶν του.
Ἀπὸ τὴν παιδικὴ του ἡλικία ἦταν ὀλιγαρκής καὶ αὐτάρκης, «μόνοις δὲ οἷς εὕρισκεν ἠρκεῖτο καὶ πλέον οὐδὲν ἐζήτει». Σὲ νεαρὴ ἠλικία, περίπου 20 ἐτῶν, ἔχασε τοὺς γονεῖς του. Ἕξι μῆνες μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ πλουσίου νεανίσκου, στὴν ὁποία ἀναφέρεται, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶπε στὸν πλούσιο νέο : «πώλησον τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δὸς πτωχοῖς». Τόση μεγάλη ἐντύπωση προξένησε ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ προτροπὴ στὴν ψυχὴ τοῦ Ἀντωνίου, ὥστε ἀμέσως διένειμε τὰ ὑπάρχοντά του στοὺς πτωχοὺς καὶ ἐνδεεῖς, ἀφοῦ φύλαξε τὰ ἀπολύτως ἀναγκαία γιὰ τὴν συντήρηση αὐτοῦ καὶ τῆς μικρῆς του ἀδελφῆς, τὴν ὁποία φρόντισε νὰ παραδώσει σὲ Χριστιανὲς νέες παρθένους ποὺ εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴ χριστιανικὴ ἀρετή, βέβαιος ὅτι κοντά τους θὰ εἶναι κατὰ πάντα ἀσφαλής.
Ἀπὸ τότε ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ἄρχισε νὰ ζεῖ ἀσκητικὸ βίο, ἐργαζόμενος ἀδιάκοπα καὶ ὑποβαλλόμενος σὲ αὐστηρὴ νηστεία, γιὰ νὰ κατανικήσει τοὺς πειρασμοὺς τῆς σάρκας, ἀγρυπνώντας ὁλόκληρη τὴ νύχτα καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα.
Στὴ συνέχεια ἀπῆλθε σὲ τόπο ἔρημο καὶ μακρινὸ ὅπου ὑπῆρχαν μνήματα καὶ ἀφοῦ εἰσῆλθε σὲ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἔκλεισε τὴ θύρα. Ἡ τροφὴ του ἦταν ἐλάχιστη καὶ τοῦ τὴν πήγαινε σὲ καθορισμένες ἡμέρες ἕνας συνασκητής του. Ἐκεῖ ὑπερνίκησε, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νέους πειρασμούς. Ἀργότερα πῆγε κοντὰ στὰ ἐρείπια ἑνὸς φρουρίου καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο χωρὶς νὰ τὸν βλέπει κανένας καὶ χωρὶς νὰ δέχεται κανένα παρὰ μόνο ἕναν γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔφερνε κάθε ἕξι μῆνες ψωμὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸ ἑξάμηνο.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια ἀσκήσεως καὶ ἀφοῦ ἔφθασε σὲ ὕψη πνευματικὴς τελειώσεως, ἐμφανίσθηκε στὸν κόσμο καὶ τότε ἄρχισαν νὰ συρρέουν περὶ αὐτὸν πολλοὶ ποὺ τὸν θαύμαζαν ὡς ἀσκητὴ καὶ θαυματουργό. Μαρτυρεῖται ὅτι, ἐνῶ ὁ Ἅγιος βρισκόταν ἀκόμα στὴ ζωή, ἔβλεπε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἐξέρχονταν ἀπὸ τὸ σῶμα τους, καθὼς καὶ τοὺς δαίμονες ποὺ τὶς ὁδηγοῦσαν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ εἶναι πολὺ θαυμαστό, ἀφοῦ μία τέτοια δυνατότητα εἶναι γνώρισμα μόνο νοερῆς καὶ ἀσώματης φύσεως.
Τὸ ἔτος 311 μ.Χ., κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμίνου (307 – 313 μ.Χ.), κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει καὶ νὰ βοηθήσει τοὺς πιστούς, τοὺς Ὁμολογητὲς καὶ τοὺς Μάρτυρες. Ὅταν ἔπαυσε ὁ διωγμός, ὁ Ὅσιος ἐπανῆλθε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἐπειδὴ αἰσθανόταν ἐνοχλημένος ἀπὸ τὴν παρουσία πολλῶν, ποὺ πήγαιναν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν, ἔφυγε ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ἦλθε σὲ τόπο ἔρημο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν σὲ ὄρος ψηλό, κοντὰ στὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα. Καὶ ἐκεῖ ὅμως προσέρχονταν πολλοὶ γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία του, νά διδαχθοῦν καὶ νὰ θεραπευθοῦν. Θεράπευσε δὲ τοὺς ἀσθενεῖς «οὐ προστάζων, ἀλλ’ εὐχόμενος καὶ τὸν Χριστὸν ὀνομάζων».
Ἡ φήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἔφθασε μέχρι τοὺς βασιλεῖς, τόσο ὥστε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, ἔγραφαν σὲ αὐτόν, σάν νὰ ἦταν πατέρας τους καὶ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ τοὺς ἀπαντήσει.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἀσκητικοῦ του βίου ποτὲ δὲν ἄλλαξε ἔνδυμα καὶ ποτὲ δὲν ἔνιψε τὸ σῶμα ἢ τὰ πόδια του μὲ νερό. Ὁ Ὅσιος, ἄν καὶ ἀγράμματος στὴν ἀνθρώπινη σοφία, ἦταν σοφὸς κατὰ Θεόν. Εἶχε λόγο «ἠρτυμένον τῷ θείω ἅλατι καὶ χαρίεντα». Δίδασκε στοὺς μαθητές του νά μὴν θεωροῦν τίποτε ἀνώτερο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μή νομίζουν ὄτι, ἐπειδὴ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ κοσμικὰ ἀγαθά, στεροῦνται κάτι ἀξιόλογο. Τὸ νὰ ἀφήνει κανείς τὰ ἐπίγεια ἀγαθὰ εἶναι σάν νὰ καταφρονεῖ μία δραχμὴ ἀπὸ χαλκό, γιὰ νὰ κερδίσει ἑκατὸ χρυσές. Δὲν πρέπει, ἔλεγε, νὰ λησμονᾶμε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος βίος εἶναι πρόσκαιρος, συγκρινόμενος πρὸς τὸν μέλλοντα αἰώνα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ κοπιάζουμε γιὰ τὴν ἀπόκτηση πρόσκαιρων ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νά παρουμε μαζί μας, ἀλλὰ γιά τὴν ἀπόκτηση αἰώνιων ἀγαθῶν, δηλαδή τῆς φρονήσεως, τῆς δικαιοσύνης, τῆς σωφροσύνης, τῆς ἀνδρείας, τῆς συνέσεως, τῆς ἀγάπης.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ἀφοὺ ἔζησε ἑκατὸν πέντε ἔτη, κοιμήθηκε ὁσίως τὸ 356 μ.Χ. Ἂν καί, ὅπως λέγει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, μία ἀπὸ τὶς τελευταῖες ἐπιθυμίες τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου ἦταν νά μείνει κρυφὸς ὁ τόπος τῆς ταφῆς του, οἱ μοναχοὶ πού μόναζαν κοντά του ἔλεγαν ὅτι κατεῖχαν τὸ ἱερὸ λείψανό του, τὸ ὁποῖο ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ (561 μ.Χ.), κατατέθηκε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἀργότερα, τὸ 635 μ.Χ., μεταφέρθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'.
Τὸν ζηλωτὴν Ἠλίαν τοῖς τρόποις μιμούμενος, τῷ Βαπτιστῇ εὐθείαις ταῖς τρίβοις ἑπόμενος, Πάτερ Ἀντώνιε, τῆς ἐρήμου γέγονας οἰκιστής, καὶ τὴν οἰκουμένην ἐστήριξας εὐχαῖς σου. Διὸ πρέσβευε Χριστῷ τῷ θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχάς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τοὺς βιωτικούς, θορύβους ἀπωσάμενος, ἡσυχαστικῶς, τὸν βίον ἐξετέλεσας, τὸν Βαπτιστὴν μιμούμενος, κατὰ πάντα τρόπον Ὁσιώτατε. Σὺν αὐτῷ οὖν σὲ γεραίρομεν, Ἀντώνιε Πάτερ, τῶν Πατέρων κρηπίς.


Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
(10 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Ἀδελφοί, ἑ­νὶ ἑ­κά­στῳ ἡ­μῶν ἐ­δό­θη ἡ χά­ρις κα­τὰ τ μέ­τρον τς δω­ρε­ᾶς το Χρι­στοῦ. δι­ὸ λέ­γει· ἀ­να­βὰς ες ὕ­ψος ᾐχ­μα­λώ­τευ­σεν αἰχ­μα­λω­σί­αν κα ἔ­δω­κε δό­μα­τα τος ἀν­θρώ­ποις. τ δ ἀ­νέ­βη τ ἐ­στιν ε μ ὅ­τι κα κα­τέ­βη πρῶ­τον ες τ κα­τώ­τε­ρα μέ­ρη τς γς; κα­τα­βὰς αὐ­τός ἐ­στι κα ἀ­να­βὰς ὑ­πε­ρά­νω πάν­των τν οὐ­ρα­νῶν, ἵ­να πλη­ρώ­σῃ τ πάν­τα. κα αὐ­τὸς ἔ­δω­κε τος μν ἀ­πο­στό­λους, τος δ προ­φή­τας, τος δ εὐ­αγ­γε­λι­στάς, τος δ ποι­μέ­νας κα δι­δα­σκά­λους, πρς τν κα­ταρ­τι­σμὸν τν ἁ­γί­ων ες ἔρ­γον δι­α­κο­νί­ας, ες οἰ­κο­δο­μὴν το σώ­μα­τος το Χρι­στοῦ, μέ­χρι κα­ταν­τή­σω­μεν ο πάν­τες ες τν ἑ­νό­τη­τα τς πί­στε­ως κα τς ἐ­πι­γνώ­σε­ως το υἱ­οῦ το Θε­οῦ, ες ἄν­δρα τέ­λει­ον, ες μέ­τρον ἡ­λι­κί­ας το πλη­ρώ­μα­τος το Χρι­στοῦ.
(Ἐφεσ. δ΄[4], 7 – 13)

ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ
1. ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Κυριακὴ μετὰ τὰ Θεοφάνια, καὶ ὅλη ἡ κτίσις εἶναι λουσμένη στὸ φῶς καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Οἱ πιστοὶ μὲ εὐφροσύνη δεχθήκαμε «τὴν χάριν τῆς ἀπολυτρώσεως, τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἰορδάνου». Ἀκούσαμε στοὺς ὕμνους τῶν Θεοφανίων ὅτι «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος», ἡ ὁποία καταυγάζει καὶ λαμπρύνει ὅλους τοὺς πιστούς. Κατὰ τοὺς πρώτους μάλιστα αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τελοῦσε κατὰ τὶς ἑορτὲς τῶν Φώτων ὁμαδικὲς βαπτίσεις κατηχουμένων. Ἔτσι ζοῦσε περισσότερο αἰσθητὰ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ φωτοχυσία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, πού δινόταν σὲ κάθε πιστὸ κατὰ τὴν Βάπτισή του καὶ τὴν σφράγισή του μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα.
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς ἀναφέρεται σ' αὐτὴν τὴν δωρεὰ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἐξηγεῖ λοιπόν ὁ ἀπόστολος Παῦλος πὼς ὁ Χριστὸς παρέχει τὴν χάρη του σὲ κάθε βαπτισμένο Χριστιανό. Λέγει ὅτι στὸν κάθε πιστὸ ξεχωριστὰ «ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Χριστὸς τὴν χάρη του αὐτὴ δὲν μᾶς τὴν ἔδωσε, ἐπειδὴ τὴν ἀξίζαμε ἢ ἐπειδὴ μᾶς τὴν χρωστοῦσε ἀλλὰ μᾶς τὴν πρόσφερε ἐπειδὴ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ θέλει νὰ πλουτίσει ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του μὲ τὰ θεῖα του δῶρα, νὰ μᾶς στολίσει μὲ τὸ φῶς του. Δὲν ἔδωσε ὁ δωρεοδότης Κύριος στὸν καθένα μας τὴν ἴδια χάρη ἐξ ἴσου, ἀλλά κατὰ τὰ θεϊκὰ σχέδια του, κατὰ τὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς του. Δηλαδὴ ὅπως ὁ Ἴδιος τὴν μέτρησε μὲ τὴν πανσοφία του καὶ τὴν δικαιοσύνη του. Ὑπολογίζοντας καὶ τὴν διαθεσή μας καὶ τὸ πνευματικὸ μας συμφέρον.
Ὅσοι λοιπὸν νομίζουμε ὅτι ἐλάβαμε λιγότερα ἢ μικρότερα χαρίσματα θὰ πρέπει νὰ ἔχουμε πάντοτε μέσα μας τὴν βεβαιότητα ὅτι ὅση χάρη Θεοῦ ἐλάβαμε, τὴν μέτρησε πάνσοφα ὁ ἅγιος Θεὸς κατὰ τὴν δική του δικαιοσύνη καὶ τὴν δική μας δεκτικότητα. Αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς ἔχουμε χρέος νὰ κάνουμε δὲν εἶναι νὰ μειονεκτοῦμε γιὰ τὰ ὅσα δὲν ἐλάβαμε καὶ νὰ γογγύζουμε, ἢ νὰ ὑπερφρονοῦμε γιά ὅσα ἔχουμε, πολὺ δὲ περισσότερο νὰ μὴν ἀποδιώκουμε τὴν θεία χάρη μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτίες μας. Ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ ἐκζητοῦμε μὲ πόθο καὶ δέος καθημερινὰ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτόχρονα νὰ γινόμαστε δεκτικὰ δοχεῖα τῆς χάριτος. Διότι διαφορετικὰ δὲν μποροῦμε νὰ ζήσουμε, ἀργοσβήνουμε πνευματικῶς καὶ χανόμαστε.
2. ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΘΕΙ Η ΧΑΡΙΣ
Πῶς ὅμως ἡ ἀνθρωπότης ἔγινε κοινωνὸς τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἐφόσον ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ γιά τὴν αἰχμαλωσία τῶν ἀνθρώπων στὸν διάβολο;
Ὁ Θεὸς ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κατ' εἰκόνα του, τὸν ἔντυσε καὶ μὲ τὴν θεοΰφαντη στολὴ τῆς χάριτός του, γιά νά ἀκτινοβολεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν χάρη ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε, αὐτὴ τοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ βλέπει, νὰ ἀκούει, νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸν Θεό, νὰ ζεῖ ζωὴ πνευματική. Ὅταν ὅμως ὁ Ἀδὰμ ἀρνήθηκε τὸν Θεό, ἔχασε τὴν χάρη του, ἀσφυκτιοῦσε καὶ λιμοκτονοῦσε μακριὰ ἀπό τὸ φῶς της. Ἀργοπέθαινε αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὰ πάθη του. Ἔπρεπε λοιπὸν κάποιος νὰ τὸν ἀπελευθέρωσει ἀπό τὴν ἀνυπόφορη αὐτὴ σκλαβιά.
Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, μᾶς λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι' αὐτὸ κατέβηκε στὰ κατώτατα μέρη τῆς γῆς. Ἡ κατάβαση βέβαια αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἐξωτερικὴ κατάβαση, ἀλλὰ δείχνει τὸ ὕψος τῆς ταπεινώσεώς του καὶ τῆς ἀγάπης του. Ὁ Θεὸς μας ἐσαρκώθη καὶ κατέβηκε ἀκόμη πιὸ χαμηλά, στὸν σκοτεινὸ καὶ κυρίαρχο Ἅδη. Ἀπό ἐκεῖ ὅμως μὲ τὴν Ἀναστασή του καὶ τὴν Ἀναληψή του ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Ὁ ἴδιος κατέβηκε καὶ ὁ ἴδιος ἀνέβηκε. Κατέβηκε ὠς Θεὸς καὶ ἀνέβηκε ὥς ἄνθρωπος. Καὶ ὡς Θεάνθρωπος θριαμβευτὴς ἔδεσε αἰχμαλωτισμένους τοὺς ἐχθρούς του, τὸν διάβολο καὶ τὸν θάνατο. Κι ἀπελευθέρωσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἦταν μέχρι τότε αἰχμαλωτισμένοι ἀπό αὐτόν, αἰχμαλωτίζοντας πλέον καὶ τὸν ἴδιο τὸν διάβολο. Καὶ ἐπανέφερε τὸν ἄνθρωπο στὴν πρώτη του θέση. Τοῦ ξαναέδωσε «τὴν στολὴν τὴν πρώτην» τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Τώρα πλέον κάθε πιστὸς μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἐνδύεται τὴν στολὴ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ ἅγιο Χρίσμα πλημμυρίζει μὲ τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Νὰ λοιπὸν πῶς ὁ Χριστὸς μᾶς κάνει κοινωνοὺς τῆς χάριτός του.
3. Ο XΡΙΣΤΟΣ ΜΕΣΑ ΜΑΣ
Ποιὲς ὅμως εἶναι οἱ πνευματικὲς μεταμορφώσεις ποὺ συντελοῦνται στοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν μέσα στὴ χάρι τοῦ Θεοῦ; Μᾶς ἐξηγεῖ ὁ θεῖος Ἀπόστολος ὅτι ὁ χαριτοδότης Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε τὴν χάρι του στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, στοὺς ποιμένες καὶ διδασκάλους, γιὰ νὰ μᾶς μεταγγίζουν τὴν θεία χάρη, νὰ μᾶς καταρτίζουν καὶ νὰ μᾶς καλλιεργοῦν. Γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε νήπιοι, ἀλλὰ ἄνδρες τέλειοι, προοδεύοντας σὲ ἁγιασμὸ καὶ τελειότητα. Γιὰ νὰ μορφωθεῖ, νὰ σχηματισθεῖ δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μέσα μας. Νὰ γεμίζει πλέον καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα μας. Ὁ Χριστὸς νὰ ζεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ μέσα μας. Κι ἐμεῖς νὰ ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ, καρδιὰ Χριστοῦ, μάτια Χριστοῦ. Τί ὑπέροχο βίωμα! Νὰ ἐπιθυμοῦμε ὅ,τι θὰ ἐπιθυμοῦσε ὁ Χριστός, νὰ κάνουμε ὅ,τι θὰ ἔκανε ὁ Χριστός. Κι ἐμεῖς νὰ ἀπολαμβάνουμε τὴν μυστικὴ παρουσία του, νά ζοῦμε μέσα στὸ φῶς του καὶ τὴν χάρη του. Νὰ εἴμαστε χριστοφόροι καὶ θεοφόροι.
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ)
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἀ­κο­ύ­σας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ὅ­τι ᾿Ι­ω­άν­νης πα­ρε­δό­θη, ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς τὴν Γα­λι­λα­ί­αν· καὶ κα­τα­λι­πὼν τὴν Να­ζα­ρὲτ, ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν εἰς Κα­περ­να­οὺμ τὴν πα­ρα­θα­λασ­σί­αν, ἐν ὁ­ρί­οις Ζα­βου­λὼν καὶ Νε­φθα­λείμ, ἵ­να πλη­ρω­θῇ τὸ ῥη­θὲν δι­ὰ ῾Η­σα­ΐ­ου τοῦ προ­φή­του, λέ­γον­τος· Γῆ Ζα­βου­λὼν καὶ γῆ Νε­φθα­λε­ίμ, ὁ­δὸν θα­λάσ­σης, πέ­ραν τοῦ ᾿Ι­ορ­δά­νου, Γα­λι­λα­ί­α τῶν ἐ­θνῶν, ὁ λα­ὸς ὁ κα­θή­με­νος ἐν σκό­τει εἶ­δε φῶς μέ­γα, καὶ τοῖς κα­θη­μέ­νοις ἐν χώ­ρᾳ καὶ σκι­ᾷ θα­νά­του, φῶς ἀ­νέ­τει­λεν αὐ­τοῖς.  Ἀ­πὸ τό­τε ἤρ­ξα­το ὁ ᾿Ι­η­σοῦς κη­ρύσ­σειν καὶ λέ­γειν· Με­τα­νο­εῖ­τε· ἤγ­γι­κε γὰρ ἡ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
(Ματ­θ. δ΄[4], 12-17)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅ­ταν ἄ­κου­σε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ὁ Ἰ­ω­άν­νης πα­ρα­δό­θη­κε στή φυ­λα­κὴ ἀ­π' τὸν βα­σιλιά Ἀντί­πα, ἀ­να­χώ­ρη­σε καὶ πῆ­γε στὴ Γ­α­λ­ι­λ­α­ία. Κι ἀ­φ­οῦ ἄ­φ­η­σε τὴ Ν­α­ζ­α­ρ­έτ, π­ῆ­γε κ­αί κ­α­τ­ο­ί­κ­η­σε σ­τ­ὴν Κ­α­π­ε­ρ­ν­α­ο­ύμ, ἡ ὁ­ποία ἦ­τ­αν κ­τ­ι­σ­μ­έ­νη κ­ο­ν­τά σ­τή λ­ί­μ­νη τ­ῆς Γ­α­λ­ι­λ­α­ί­ας, σ­τὰ σὺ­ν­ο­ρα τ­ῶν φυ­λ­ῶν Ζ­α­β­ο­υ­λ­ών κ­αὶ Ν­ε­φ­θ­α­λ­ε­ίμ. Ἔ­τ­σι ἐ­π­α­λ­η­θ­ε­ύ­θ­η­κε καὶ π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ο­πο­ι­ή­θ­η­κε ἐ­κ­ε­ῖ­νο π­ού ε­ἶ­πε ὁ Θ­ε­ὸς μ­έ­σω τ­οῦ π­ρ­ο­φ­ή­τ­ου Ἡ­σ­α­ΐα: Ἡ χώ­ρα τῆς φυ­λῆς Ζα­βου­λών καί ἡ χώρα τῆς φυ­λῆς Νε­φθα­λείμ, πού ἐ­κτεί­νον­ται κον­τὰ στὴ θά­λασ­σα καὶ πέ­ρα ἀ­πὸ τὸν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό, στὰ ἀ­να­το­λι­κά του, ἡ Γα­λι­λαί­α, στὴν ὁ­ποί­α κα­τοι­κοῦν πολ­λοὶ ἐ­θνι­κοί, ὁ λα­ὸς πού κά­θε­ται κα­θη­λω­μέ­νος κι ἀ­κί­νη­τος στὸ πνευ­μα­τι­κὸ σκο­τά­δι τῆς εἰ­δω­λο­λα­τρι­κῆς πλά­νης καὶ τῆς ἀ­σέ­βει­ας εἶ­δε με­γά­λο πνευ­μα­τι­κὸ φῶς, τὸν Χρι­στὸ· κι ἔ­λαμ­ψε φῶς ἀ­πὸ τὸν οὐ­ρα­νὸ σ' ἐ­κεί­νους πού κά­θον­ται στὴ χώ­ρα πού σκι­ά­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ πυ­κνό­τα­το σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τοῦ θα­νά­του. Ἀ­πὸ τό­τε ἄρ­χι­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς νὰ κη­ρύτ­τει συ­στη­μα­τι­κὰ καὶ νὰ λέ­ει: Με­τα­νο­εῖ­τε, δι­ό­τι πλη­σί­α­σαν οἱ ἡμέρες πού ὁ Μεσ­σί­ας θὰ ἐγ­κα­θι­δρύ­σει καὶ στὴ γῆ τὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν μὲ τὴ νέ­α, πνευ­μα­τι­κή, ἅ­γι­α καὶ οὐ­ρά­νι­α ζω­ή, ἡ ὁ­ποί­α θὰ με­τα­δί­δε­ται μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α του.

Ἀπολυτίκιον ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ Ἦχος α΄

Ἐν Ἰορδάνῃ βαπτιζομένου σου Κύριε, ἡ τῆς Τριάδος ἐφανερώθη προσκύνησις· τοῦ γὰρ Γεννήτορος ἡ φωνὴ προσεμαρτύρει σοι, ἀγαπητόν σε Υἱὸν ὀνομάζουσα· καὶ τὸ Πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς, ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Ὁ ἐπιφανεὶς Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ τὸν κόσμον φωτίσας δόξα σοι.