Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΑΜΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ
(24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2016)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΛΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)
Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος, ὅτι Χριστὸς ᾽Ιησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ· ἀλλὰ διὰ τοῦτο ἠλεήθην, ἵνα ἐν ἐμοὶ πρώτῳ ἐνδείξηται ᾽Ιησοῦς Χριστὸς τὴν πᾶσαν μακροθυμίαν, πρὸς ὑποτύπωσιν τῶν μελλόντων πιστεύειν ἐπ᾽ αὐτῷ εἰς ζωὴν αἰώνιον. Τῷ δὲ βασιλεῖ τῶν αἰώνων, ἀφθάρτῳ, ἀοράτῳ, μόνῳ σοφῷ Θεῷ, τιμὴ καὶ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.
 (Α΄ Τιμ. α΄[1], 15-17)

ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΣ
ΛΟΓΟΣ  ΕΙΣ ΤΟ: «Χριστός Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλούς σῶσαι, ὧν πρῶτος εἰμι ἐγώ»
Στό σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει κάτι ποὺ φαίνεται ἀδιανόητο στὴ δική μας λογική. Κάτι ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ πιστέψουμε. Μᾶς λέγει ὅτι ὁ ἴδιος εἶναι ὁ πλέον ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Καὶ ποιὸς τὸ λέγει αὐτό; Ὁ Παῦλος, αὐτὸς ποὺ ἔφθασε ἐν ζωῇ μέχρι τρίτου οὐρανοῦ, πού ἀνέβηκε σὲ ὕψη ἀρετῆς, πού ὑπεβλήθη σὲ ἀμέτρητες δοκιμασίες καὶ κόπους γιά τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀκατάληπτη αὐτὴ φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου μᾶς δίνει τὴν ἀφορμὴ νὰ δοῦμε γιατί ὁ ὄντως ταπεινὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ πῶς θὰ μπορέσουμε ἐμεῖς νὰ καλλιεργήσουμε μιὰ τέτοια ταπείνωση.
1.Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶχε τὸ φρόνημα ὅτι εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ χειρότερος τῶν ἁμαρτωλῶν, διότι κατανοεῖ πώς ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ οἱ ἀρετὲς ποὺ ἔχει δὲν εἶναι δικά του ἀλλά τοῦ Θεοῦ καὶ ὅτι δικά του εἶναι μόνον τὰ λάθη του. Γι' αὐτὸ καὶ κατηγορεῖ τὸν ἑαυτό του,διότι ὁ ἴδιος «ἐδίωξε τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ». Γι' αὐτὸ ἀκόμη λέγει στοὺς Γαλάτας: «Εἰ γάρ δοκεῖ τις εἶναί τι μηδὲν ὤν, ἑαυτὸν φρεναπατᾷ» (Γαλ. ς΄[6] 3). Ὅποιος δηλαδὴ νομίζει ὅτι εἶναι κάτι, ἐνῶ δὲν εἶναι τίποτε, ἐξαπατᾶ τὸν ἑαυτό του. Διότι γνωρίζει ὅτι κάθε ἄνθρωπος χωρὶς τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἱκανὸς νά διαπράξει τὰ χειρότερα ἁμαρτήματα. Ἀντιλαμβάνεται δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ιε΄[15] 5). Διότι γνωρίζει καλὰ ὅτι αὐτὸ ποὺ καταξιώνει τὸν κάθε ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἡ δική του ἀξία ἀλλά τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπί πλέον ὅσο περισσότερο συναισθάνεται τὴν ἄπειρη ἀπόσταση ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸν πανάγιο Θεό, τόσο καὶ μεγαλύτερη ἀναγνωρίζει τὴν ἁμαρτωλότητά του. Κι αὐτὸ γίνεται σταδιακῶς στὴν ζωή του. Στὴν Α' πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ (ιε’[15] 9-10) λέγει: «Ἐγώ γὰρ εἰμι ὁ ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὅς οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι ἀπόστολος». Ἀρχικῶς δηλαδὴ ἀποκαλεῖ τὸν ἑαυτό του ὡς τελευταῖο τῶν Ἀποστόλων, ὁ ὁποῖος δὲν ἀξίζει νὰ ὀνομάζεται Ἀπόστολος. Ἀργότερα, στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ του (Ἐφ. γ'[3] 8), ἀναφερόμενος στὸν ἑαυτὸ του λέγει: «Ἐμοί τῷ ἐλαχιστοτέρῳ πάντων τῶν ἁγίων». Ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του ὡς τὸν πλέον ἐλάχιστο ἀπὸ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Καὶ κατόπιν, στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὀνομάζει τὸν ἑαυτό του, πρῶτον ὅλως τῶν ἁμαρτωλῶν. Αὐτὴ ἡ κλιμάκωση τῶν χαρακτηρισμῶν ποὺ δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν ἑαυτὸ του δείχνουν ἀκριβῶς τὴν πρόοδο ποὺ ἔχει ὁ ἴδιος στὸ ταπεινὸ φρόνημα καὶ ἐξηγοῦν γιατί ὁ ἴδιος αἰσθάνεται τελευταῖος. Διότι ὅπως ὁ ἄνθρωπος, ὅταν εἶναι βαριὰ ἄρρωστος , νιώθει τὸν πόνο του τόσο δυνατό, ὥστε νομίζει ὅτι πονάει περισσότερο ἀπ' ὅλους, ἔτσι καὶ ὁ ταπεινός ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὸν πόνο ἀπὸ τὴ δική του ἁμαρτωλότητα ὡς τὸν μεγαλύτερο πόνο, καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ὑγιεῖς. Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε κι ἐμεῖς νὰ ἀποκτήσουμε ἕνα τέτοιο φρόνημα;
2. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΩΛΩΝ
Τὸ πράγμα εἶναι ἁπλό ἀλλά καὶ δύσκολο. Θὰ πρέπει νὰ μαθητεύσουμε στὸ ταπεινὸ φρόνημα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Νὰ κοιτάζουμε δηλαδὴ τὸν ἑαυτό μας καὶ μόνον αὐτόν, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ χάλια μας. Πῶς ὅμως θὰ μπορέσουμε αὐτὸ πρακτικῶς νὰ τὸ ἐπιτύχουμε; Νὰ κάνουμε ὅ,τι ἔκαναν οἱ ἅγιοι: Ὄσο πλησίαζαν πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τὸ φῶς Του, τόσο καθαρότερα ἔβλεπαν τὶς ἀδυναμίες τους. Ἔτσι θὰ συμβεῖ καὶ σὲ ὅλους μας. Ὅσο ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ πλησιάζουμε στὸ ἄπλετο φῶς τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τόσο καλύτερα καί εὐκρινέστερα θὰ διακρίνουμε τὰ ἀμέτρητα ἁμαρτήματά μας, τὶς πολλὲς μας ἀδυναμίες, ἀκόμη καὶ στὶς λεπτομέρειες, τόσο καθαρότερα θὰ διακρίνουμε τὸ ἀπύθμενο βάθος τῆς ἁμαρτωλότητός μας.
Σ' αὐτὸ θὰ μᾶς βοηθήσει πολὺ τὸ νὰ δεχόμαστε πρόθυμα καὶ ταπεινὰ νὰ μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι ὑποδείξεις. Διότι μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε εὔκολα τὰ λάθη μας. Οἱ ἄλλοι ὅμως μποροῦν νὰ μᾶς βοηθήσουν νὰ δοῦμε τὸν πραγματικὸ ἑαυτό μας. Ἀλλά καί ἡ προσευχὴ εἶναι ὁ καλύτερος καθρέπτης ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν πνευματικὴ μας πτωχεία καὶ ἁμαρτωλότητα.
Ἀδελφοί, στὸν ἀγῶνα μας αὐτὸ μπορεῖ νὰ μή δοῦμε ἄμεσα ἀποτελέσματα. Αὐτὸ ὅμως πού ἀσφαλῶς θὰ καταλάβουμε εἶναι ὅτι ἔχουμε πολὺ δρόμο μπροστά μας. Καὶ αὐτὸ ποὺ ὁπωσδήποτε θὰ κερδίσουμε εἶναι ὅτι θὰ πάψουμε νὰ κατακρίνουμε καὶ νὰ ἐκνευριζόμαστε ἀπό τὰ λάθη τῶν ἄλλων, θὰ γίνει ἡ ζωὴ μας εἰρηνική. Μέσα στὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού ἔρχεται, χαριτώνει καὶ ὑψώνει τοὺς ταπεινούς.  
(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ.
                            (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθὼς ὁ Κύριος πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νὰ μάθει τί νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβὶδ ποὺ σὲ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. Τότε αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τὸν μάλωναν καί τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τὶς φωνές του θὰ ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως φώναζε πολὺ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν αὐτὸς πλησίασε, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τότε ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλι τὸ φῶς μου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καί ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νά σοῦ δώσω τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσε ἀπό τὴν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ τυφλὸς ἀπέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, δοξολόγησε καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεό.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου