Παρασκευή 25 Μαΐου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΦΟΡΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ(Α΄ ΟΙΚ. ΣΥΝΟΔΟΥ)

(27 ΜΑΪΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, ἔ­κρι­νε ὁ Παῦ­λος πα­ρα­πλεῦ­σαι τὴν ῎Ε­φε­σον, ὅ­πως μὴ γέ­νη­ται αὐ­τῷ χρο­νο­τρι­βῆ­σαι ἐν τῇ ᾿Α­σί­ᾳ· ἔ­σπευ­δε γάρ, εἰ δυ­να­τὸν ἦν αὐ­τῷ, τὴν ἡ­μέ­ραν τῆς πεν­τη­κο­στῆς γε­νέ­σθαι εἰς ῾Ι­ε­ρο­σό­λυ­μα ᾿Α­πὸ δὲ τῆς Μι­λή­του πέμ­ψας εἰς ῎Ε­φε­σον με­τε­κα­λέ­σα­το τοὺς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς ἐκ­κλη­σί­ας. Ὡς δὲ πα­ρε­γέ­νον­το πρὸς αὐ­τόν, εἶ­πεν αὐ­τοῖς·  Προ­σέ­χε­τε οὖν ἑ­αυ­τοῖς καὶ παν­τὶ τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑ­μᾶς τὸ Πνεῦ­μα τὸ ῞Α­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους, ποι­μα­ί­νειν τὴν ἐκ­κλη­σί­αν τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ, ἣν πε­ρι­ε­ποι­ή­σα­το δι­ὰ τοῦ ἰ­δί­ου αἵ­μα­τος. Ἐ­γὼ γὰρ οἶ­δα τοῦ­το, ὅ­τι εἰ­σε­λε­ύ­σον­ται με­τὰ τὴν ἄ­φι­ξίν μου λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑ­μᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου· καὶ ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν ἀ­να­στή­σον­ται ἄν­δρες λα­λοῦν­τες δι­ε­στραμ­μέ­να τοῦ ἀ­πο­σπᾶν τοὺς μα­θη­τὰς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν. Δι­ὸ γρη­γο­ρεῖ­τε, μνη­μο­νε­ύ­ον­τες ὅ­τι τρι­ε­τί­αν νύ­κτα καὶ ἡ­μέ­ραν οὐκ ἐ­παυ­σά­μην με­τὰ δα­κρύ­ων νου­θε­τῶν ἕ­να ἕ­κα­στον. Καὶ τὰ νῦν πα­ρα­τί­θε­μαι ὑ­μᾶς, ἀ­δελ­φοί, τῷ Θε­ῷ καὶ τῷ λό­γῳ τῆς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ τῷ δυ­να­μέ­νῳ ἐ­ποι­κο­δο­μῆ­σαι καὶ δοῦ­ναι ὑ­μῖν κλη­ρο­νο­μί­αν ἐν τοῖς ἡ­γι­α­σμέ­νοις πᾶ­σιν. Ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱ­μα­τι­σμοῦ οὐ­δε­νὸς ἐ­πε­θύ­μη­σα· αὐ­τοὶ γι­νώ­σκε­τε ὅ­τι ταῖς χρε­ί­αις μου καὶ τοῖς οὖ­σι μετ᾿ ἐ­μοῦ ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται πάν­τα ὑ­πέ­δει­ξα ὑ­μῖν ὅ­τι οὕ­τω κο­πι­ῶν­τας δεῖ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σθαι τῶν ἀ­σθε­νο­ύν­των, μνη­μο­νε­ύ­ειν τε τῶν λό­γων τοῦ Κυ­ρί­ου ᾿Ι­η­σοῦ, ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­πε· μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν. Καὶ ταῦ­τα εἰ­πών, θεὶς τὰ γό­να­τα αὐ­τοῦ σὺν πᾶ­σιν αὐ­τοῖς προ­σηύ­ξα­το.                     

            (Πράξ. Ἀποστ. κ΄[20] 16-18, 28-36)

ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

Σήμερα πού γιορτάζουμε τή μνήμη τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συ­νό­δου, ἀναγνώσθηκε στό Ἀποστολικό ἀ­νά­γνω­σμα ἕ­να τμῆ­μα τῆς ὁμιλίας πού ἔ­κα­με ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦλος στούς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου. Καθώς πήγαινε ὁ Ἀ­πό­στο­λος νὰ κάμει τή γιορτή τῆς Πεντηκοστῆς στά Ἱεροσύλυμα, σταμάτησε στή Μίλητο και φώναξε ἐκεῖ τούς πρεσβυτέρους τῆς Ἐφέσου. Καί τοὺς εἶ­πε: «Σεῖς γνω­ρί­ζε­τε πῶς φέρ­θη­κα κα­τὰ τὸ θέ­λη­μα το­ῦ Θεοῦ ἀπό τήν πρώτη μέρα πού πάτησα στήν Ἀσία». Τώ­ρα ὅ­μως πού φεύγω καί δέ θά σᾶς ξα­να­δῶ, σᾶς παρακαλῶ καί προτρέπω: «προσέχετε ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποι­μνί­ῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅ­γι­ον ἔ­θε­το ἐ­πι­σκό­πους». Προσέχετε πῶς θά συμπερφέρεσθε καί τί θά διδάσκετε στούς Χρι­στι­α­νούς, στούς ὁποίους σᾶς ἔ­θε­σε τὸ Πνεῦ­μα τὸ Ἅγιο, «γιά νά ποιμαίνετε τήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ»­. Καί πρέπει νά προ­σέ­χε­τε, δι­ό­τι τὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του ὁ Κύ­ρι­ος τὴν ἔ­σω­σε καὶ ἔ­κα­με δική Του μέ τό δικό Του Αἷ­μα. Ἀλ­λὰ καὶ δι­ό­τι γνω­ρί­ζω ὅ­τι με­τὰ τὴν ἀ­να­χώ­ρη­σή μου «εἰ­σελεύσονται λύ­κοι βα­ρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φει­δό­με­νοι τοῦ ποι­μνί­ου». Θὰ εἰ­σέλ­θουν ἀ­νά­με­σά σας ἄν­θρω­ποι πλα­νε­μέ­νοι, ψευ­δο­δι­δά­σκα­λοι καί αἱ­ρε­τι­κοί. Ἄ­γρι­οι καὶ σκλη­ροί, πού δὲν λο­γα­ρι­ά­ζουν τίς ψυχές τοῦ ποι­μνί­ου. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι ὅτι αὐ­τοὶ θὰ εἶ­ναι ἀ­πό σᾶς τούς ἰδίους. «Ἐξ ὑ­μῶν αὐ­τῶν». Θὰ δι­δά­σκουν δι­ε­στραμ­μέ­να, μὲ σκο­πὸ «τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀ­πί­σω αὐ­τῶν». Νὰ ἀ­πο­σποῦν τοὺς πι­στοὺς ἀ­πὸ τὴν ἀ­λή­θει­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ νὰ τοὺς κά­νουν ὀ­πα­δοὺς τους.

Ἀ­πὸ τό­τε λοι­πὸν εἶ­χαν ἀρ­χί­σει τὸ σατανικό ἔργο τους οἱ αἱ­ρε­τι­κοί. Καὶ συ­νέ­χι­σαν κα­τό­πιν μέ­χρι τὸν Ἄ­ρει­ο, ἐξ αἰ­τί­ας τοῦ ὁ­ποί­ου συ­νε­κλή­θη ἡ Α΄ Οἰ­κου­με­νι­κὴ Σύ­νο­δος καὶ ἀ­πέ­δει­ξε τὶς αἱ­ρε­τι­κὲς καὶ πλα­νε­μέ­νες δι­δα­σκα­λί­ες του. Καὶ ὑ­πάρ­χουν καὶ μέ­χρι σήμερα οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, εἴ­τε ὡς δι­α­βό­η­τοι Γι­ε­χω­βά­δες, εἴτε ὡς Προτεστάντες ἢ Εὐ­αγ­γε­λι­κοί, εἴ­τε ὡς Πα­πι­κοί. Καὶ χρει­ά­ζε­ται γι’ αὐ­τὸ καὶ σή­με­ρα ἡ προτροπή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου· «προ­σέ­χε­τε τοὺς βα­ρεῖς λύ­κους». Νὰ προ­σέ­χουν πρω­τί­στως οἱ ποι­μέ­νες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πί­σκο­ποι καὶ πρε­σβύ­τε­ροι. Νὰ προ­σέ­χουν καὶ μό­λις ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τοὺς αἱρετικούς, μὲ κά­θε τρό­πο νὰ τοὺς κα­τα­πο­λε­μοῦν. Νὰ προσέχουμε καί ὅλοι οἱ Χρι­στι­α­νοί. Δὲν πρέ­πει νὰ παίρνουμε ἐ­λα­φρὰ τὸ πράγ­μα. Οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ γκρε­μί­ζουν τὴν Ἐκ­κλη­σί­αν πού ἔ­σω­σε ὁ Χρι­στὸς μὲ τὸ Αἷ­μα Του. Ἀ­πο­μα­κρύ­νουν ἀ­πὸ τὴ σω­τη­ρί­α τοὺς πι­στούς. Τοὺς ὁ­δη­γοῦν στήν αἰώνια κόλαση. Εἶναι ὁ χει­ρό­τε­ρος ἐ­χθρός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐτό ὅσοι μὲν ἔ­χουν τὴ γνώση τῆς Πί­στε­ως, πρέ­πει νὰ τοὺς ἀ­πο­στο­μώ­νουν καὶ νὰ τοὺς ξε­σκε­πά­ζουν. Ὅ­σοι ὅμως δὲ μπο­ροῦν νὰ κά­νουν αὐ­τό, νὰ τοὺς δι­ώ­χνουν μα­κρυ­ὰ τους. Νά τούς διώχνουν ἀπό τό σπίτι τους, ἀπό τά παιδιά τους. Νὰ μὴ τοὺς λέ­νε οὔ­τε κα­λη­μέ­ρα, καὶ συγ­γε­νεῖς τους ἀκόμη ἐ­ὰν εἶ­ναι. Νὰ μὴ πι­ά­νουν στά χέρια τους τά αἱρετικά τους  ἔν­τυ­πα, βι­βλί­α ἢ πε­ρι­ο­δι­κά. Καὶ ἂν γι­ὰ με­ρι­κὰ δὲν ξεύ­ρουν τί εἶ­ναι, νὰ ἐ­ρω­τοῦν τοὺς ἱ­ε­ρεῖς τῆς ἐ­νορίας τους, γιά νά διαφωτίζουνται. Χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη προ­σο­χή, γι­α­τί σή­με­ρα πολ­λοὶ εἶναι οἱ αἱ­ρε­τι­κοὶ πού κυ­κλο­φο­ροῦν καὶ γι­α­τί κα­μου­φλά­ρον­ται. Μό­νο ἔτ­σι θὰ σω­θοῦ­με ἀ­πὸ αὐ­τούς.

2. Χρει­ά­ζε­ται ὅμως κι ἐμεῖς οἱ Χρι­στι­α­νοὶ μὲ τὴ ζω­ή μας νὰ δίδουμε τὸ κα­λὸ πα­ρά­δειγ­μα στούς ἄλ­λους. Πρὸ παν­τὸς δὲ μὲ τὴν ἀ­νι­δι­ο­τέ­λει­α καὶ τὴν ἀγάπη. Ὁ Παῦ­λος ὑ­πεν­θυ­μί­ζει στούς πρε­σβυ­τέ­ρους τῆς Ἐ­φέ­σου ἕ­να λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας, πρὸς τὸν ὁποῖο φρόντιζε νά προσαρμόζει πλή­ρως τὴ συμπεριφορά του. «Μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον διδόναι ἢ λαμ­βά­νειν». Εἶ­ναι δη­λα­δὴ μα­καριότερο νά δίδει κανείς παρά νά λαμβάνει, καί ὅταν ἀ­κό­μη δι­καιοῦται νά λάβει. Καί πῶς ἐφάρμοζε ὁ Ἀ­πό­στο­λος τὸ λό­γο αὐ­τό; «Θυ­μη­θῆ­τε, λέ­γει, ὅτι τριετία νύ­κτα καὶ μέρα δὲν ἔ­παυ­σα με­τὰ δακρύ­ων νὰ νου­θε­τῶ τὸν κα­θέ­να σας». Γιά κάθε μι­ὰ ψυ­χὴ φρόντιζε. Ἐ­πί­σης, λέ­γει, «ἀρ­γυ­ρί­ου ἢ χρυ­σί­ου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐ­πε­θύ­μη­σα». Ἀ­κό­μη καὶ γιά τίς ἀνάγκες μου καὶ τίς ἀ­ναγκες ἐκείνων πού ἦσαν μα­ζί μου, «ὑ­πη­ρέ­τη­σαν αἱ χεῖ­ρες αὗ­ται». Ὑ­πη­ρέ­τη­σαν τὰ ρο­ζι­α­σμέ­να αὐ­τὰ χέ­ρι­α. Δι­ό­τι δὲν ἤ­θε­λε νὰ παίρνει μολονότι τό ἐδικαιοῦτο ὡς Ἀπόστολός τους, ἀλλά νά δίδει, νά προσφέρει. «Καὶ μὲ κά­θε τρό­πο σᾶς ἔ­δει­ξα πα­ρά­δειγ­μα, ὅτι πρέπει νὰ κου­ρά­ζε­σθε πο­λύ, δι­ὰ νὰ βοηθείτε τοὺς ἀ­σθε­νεῖς πνευ­μα­τι­κά καί νά προ­λαμ­βά­νε­τε κά­θε σκαν­δα­λι­σμὸ τους». Νὰ δί­δε­τε πα­ρὰ νὰ παίρ­νε­τε. Τέ­λος προσθέτει ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «Τώ­ρα πού φεύγω, σᾶς ἐμπιστεύομαι στόν Θε­ὸ στό λόγο τῆς χά­ρι­τος Αὐτοῦ». Ὁ λό­γος Tου θὰ σᾶς φυλάξει ἀ­πὸ κά­θε πλά­νη καί αἵρεση. Ὁ Θε­ὸς θὰ σᾶς οἰ­κο­δομήσει περισσότερο καὶ θὰ σᾶς ἀ­ξι­ώσει νὰ κλη­ρο­νο­μή­σε­τε ὅ,τι καί ὅλοι οἱ ἅ­γι­οι. Ἀφοῦ δέ εἶπε ὅλα αὐτά, «θείς τά γόνατα αὐτοῦ σύν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο». Γονάτισε καί μαζί μέ ὅλους προσευχήθηκε. Ἔτσι τούς ἀποχαιρέτισε.

«Μα­κά­ρι­όν ἐ­στι μᾶλ­λον δι­δό­ναι ἢ λαμ­βά­νειν». Πρό­κει­ται γιά κα­τ' ἐ­ξο­χὴ ψηλή καί ἁγίαν ἀρετή. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ κό­σμου ἀ­κρι­βῶς τὸ ἀν­τί­θε­το θέ­λουν. Νὰ λαμ­βά­νουν χω­ρὶς πο­τὲ νὰ δί­δουν. Νά λαμ­βά­νουν καὶ ὅταν δέν δι­και­οῦν­ται νὰ λά­βουν. Ἀ­πό τούς Χρι­στι­α­νοὺς ὅμως ὁ Κύ­ρι­ος ζη­τεῖ τὸ ἀν­τί­θε­το. Δι­ό­τι ἔτ­σι θὰ ­μοι­ά­ζουν πρὸς τὸν Θε­ό, ὁ Ὁποῖος δίδει σέ ὅλους χω­ρὶς νὰ λαμ­βάνει ἀ­πὸ κα­νέ­να. Δι­ό­τι πρέ­πει νὰ ­μοι­ά­ζουν πρὸς τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος καί τή ζωή Του ἔ­δω­σε πρὸς χά­ρη μας. Δι­ό­τι πρέ­πει νὰ ἔ­χουν πλούσια τήν ἀγάπη, ὥ­στε νὰ λη­σμο­νοῦν τὸν ἑ­αυ­τὸ τους καί νά προσφέρονται στούς ἄλ­λους. Νὰ δί­δουν χω­ρὶς καμ­μιά ἀ­παί­τη­ση ἤ ἐπιθυμία νά λάβουν. Νὰ δί­δουν καὶ πρὸς τούς ἀγνώστους ἀ­κό­μη. Δὲν εἶ­ναι δὲ ἀ­νάγ­κη νὰ εἶναι κα­νεὶς πλού­σι­ος γι­ὰ νὰ ἐ­φαρμόσει τό λόγο τοῦ Κυ­ρί­ου. Μποροῦμε ὅλοι νά δίδουμε ἀ­πὸ ὅ,τι ἔχομε. Χρή­μα­τα, ρουχισμό, ὑλι­κὰ πράγ­μα­τα, ἐ­φ' ὅ­σο μποροῦμε, ἀλλά καί συμβουλή, συμπάθεια πρός τὸν ἄρ­ρωσ­το ἤ τόν πενθοῦντα, στορ­γὴ πρὸς τὸν νέ­ο καί τό παιδί. Ἕνα λό­γο ἐ­νι­σχυ­τι­κό, μιάν ἐξυπηρέτηση. Καὶ λί­γο ἐ­ὰν δώσουμε, ἀρκεῖ νά τό δώσουμε μέ διάθεση πλούσια. Μὲ τὴν καρ­δι­ά μας καὶ ἀ­πὸ ἀγάπη γιά τόν ἄλ­λο. Πράγ­μα­τι, τό­τε πό­ση χα­ρὰ δο­κι­μάζουμε! Πό­ση εὐ­τυ­χί­α! Εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α πι­ὸ εὐ­τυ­χὴς ἐ­κεῖ­νος πού δί­δει, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νο πού παίρ­νει, ὅ­σο πολ­λὰ καί ἄν παίρνει. Οἱ Χρι­στι­α­νοὶ λοι­πὸν ἄς ἀκολουθοῦμε τοῦ Κυ­ρί­ου μας τὰ πα­ραγ­γέλ­μα­τα καὶ πο­τὲ δὲν θὰ πέσουμε ἔ­ξω.­..          

                   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­πά­ρας ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τοὺς ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ εἰς τὸν οὐ­ρα­νὸν καὶ εἶ­πε· Πάτερ, ἐ­λή­λυ­θεν ἡ ὥ­ρα· δό­ξα­σόν σου τὸν Υἱ­όν, ἵ­να καὶ ὁ Υἱ­ός σου δο­ξά­σῃ σε, κα­θὼς ἔ­δω­κας αὐ­τῷ ἐ­ξου­σί­αν πά­σης σαρ­κός, ἵ­να πᾶν ὃ δέ­δω­κας αὐ­τῷ δώ­σῃ αὐ­τοῖς ζω­ὴν αἰ­ώ­νι­ον. Αὕ­τη δέ ἐ­στιν ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζωή, ἵ­να γι­νώ­σκω­σί σε τὸν μό­νον ἀ­λη­θι­νὸν Θε­ὸν καὶ ὃν ἀ­πέ­στει­λας ᾿Ι­η­σοῦν Χρι­στόν. Ἐ­γώ σε ἐ­δό­ξα­σα ἐ­πί τῆς γῆς· τὸ ἔρ­γον ἐ­τε­λε­ί­ω­σα, ὃ δέ­δω­κάς μοι ἵ­να ποι­ή­σω· καὶ νῦν δό­ξα­σόν με σύ, Πάτερ, πα­ρὰ σε­αυ­τῷ τῇ δό­ξη ᾗ εἶ­χον πρὸ τοῦ τὸν κό­σμον εἶ­ναι, πα­ρὰ σοί. ᾿Ε­φα­νέ­ρω­σά σου τὸ ὄ­νο­μα τοῖς ἀν­θρώ­ποις οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐκ τοῦ κό­σμου· σοὶ ἦ­σαν καὶ ἐ­μοὶ αὐ­τοὺς δέ­δω­κας, καὶ τὸν λό­γον σου τε­τη­ρή­κα­σι. Νῦν ἔ­γνω­καν ὅ­τι πάν­τα ὅ­σα δέ­δω­κάς μοι πα­ρὰ σοῦ ἐ­στιν· ὅ­τι τὰ ῥή­μα­τα ἃ δέ­δω­κάς μοι δέ­δω­κα αὐ­τοῖς, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­λα­βον, καὶ ἔ­γνω­σαν ἀ­λη­θῶς ὅ­τι πα­ρὰ σοῦ ἐ­ξῆλ­θον, καὶ ἐ­πί­στευ­σαν ὅ­τι σύ με ἀ­πέ­στει­λας. ᾿Ε­γὼ πε­ρὶ αὐ­τῶν ἐ­ρω­τῶ· οὐ πε­ρί τοῦ κό­σμου ἐ­ρω­τῶ, ἀλ­λὰ πε­ρὶ ὧν δέ­δω­κάς μοι, ὅ­τι σοί εἰ­σι. Καὶ τὰ ἐ­μὰ πάν­τα σά ἐ­στι καὶ τὰ σὰ ἐ­μά, καὶ δε­δό­ξα­σμαι ἐν αὐ­τοῖς. Καὶ οὐκ έ­τι εἰ­μὶ ἐν τῷ κό­σμῳ, καὶ οὗ­τοι ἐν τῷ κό­σμῳ εἰ­σί, καὶ ἐ­γὼ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι. Πάτερ ἅ­γι­ε, τή­ρη­σον αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου ᾧ δέ­δω­κάς μοι, ἵ­να ὦ­σιν ἓν κα­θὼς ἡ­μεῖς. Ὅ­τε ἤ­μην μετ᾿ αὐ­τῶν ἐν τῷ κό­σμῳ, ἐ­γὼ ἐ­τή­ρουν αὐ­τοὺς ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου· οὓς δέ­δω­κάς μοι ἐ­φύ­λα­ξα, καὶ οὐ­δεὶς ἐξ αὐ­τῶν ἀ­πώ­λε­το, εἰ μὴ ὁ υἱ­ὸς τῆς ἀ­πω­λε­ί­ας, ἵ­να ἡ Γρα­φὴ πλη­ρω­θῇ. Νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρ­χο­μαι, καὶ ταῦ­τα λα­λῶ ἐν τῷ κό­σμῳ, ἵ­να ἔ­χω­σι τὴν χα­ρὰν τὴν ἐ­μὴν πε­πλη­ρω­μέ­νην ἐν αὐ­τοῖς.                                     

    (Ἰωάν. ιζ΄[17] 1 – 13)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

­κεῖ­νο τόν και­ρὸν ­η­σοῦς σήκωσε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ εἶ­πε: Πάτερ ἦλθε ὥρα πού σοφία σου ­ρι­σε γιὰ νὰ πά­θω καὶ νά θυ­σια­σθῶ. Δέ­ξου τὴ θυ­σί­α τοῦ Πά­θους μου καί δόξασε τόν Υἱό σου καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση του· γιά νὰ σὲ δο­ξά­σει καὶ Υἱ­ός σου μὲ τὴν ­πολύτρωση καί τή σωτηρία τῶν ἀν­θρώ­πων, ὁποία θά ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴ θυ­σί­α του αὐ­τὴ καὶ μὲ τὴν αἰ­ώ­νια ἀρχιερατική μεσιτεία του πού θὰ ­κο­λου­θή­σει με­τὰ ἀπαὐ­τή. Δό­ξα­σε τὸν Υἱ­ό σου σύμ­φω­να μέ τήν ἐξουσία πού τοῦ ἔδωσες πά­νω σ' ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, γιὰ νὰ δώσει ζω­ αἰ­ώ­νια ὡς αἰ­ώ­νιος ἀρ­χι­ε­ρέ­ας κα­θι­σμέ­νος στὰ δε­ξιά σου σ' ­λο τὸ πλῆ­θος ἐκεῖνο πού τοῦ ­δω­σες καὶ οἱ ὁποῖοι πί­στε­ψαν σ' αὐ­τόν. Αὐ­τὴ εἶ­ναι αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὸ νὰ γνω­ρί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι συ­νε­χῶς ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ­σέ­να, τὸν μό­νο ­λη­θι­νὸ Θε­ό, καὶ τό­ν Ἰησοῦ Χρι­στό, τὸν ὁποῖο ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο, ­χον­τας ζων­τα­νὴ ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ σέ­να καὶ ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου. Ἐγὼ γνω­στο­ποί­η­σα τὸ ὄ­νο­μά σου στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ ὑ­πά­κου­σα τε­λεί­ως στὸ θέ­λη­μά σου, κι ἔ­τσι σὲ δό­ξα­σα πά­νω στὴ γῆ. Καὶ μὲ τὴ θυ­σί­α μου, τὴν ὁποία θὰ προ­σφέ­ρω σὲ λί­γο πά­νω στὸ σταυ­ρό, ὁ­λο­κλή­ρω­σα τε­λεί­ως τὸ ἔρ­γο πού μοῦ ἔ­δω­σες νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σω. Καὶ τώ­ρα πού ἡ ἐ­πί­γεια ἀ­πο­στο­λή μου τε­λεί­ω­σε, ἀ­νά­δει­ξέ με μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή μου αἰ­ώ­νιο ἀρ­χι­ε­ρέ­α καὶ δό­ξα­σέ με καὶ ὡς ἄν­θρω­πο ἐσύ, Πά­τερ, δί­πλα σου, μὲ τὴ δό­ξα πού εἶ­χα κον­τά σου προτοῦ νὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ ὁ κό­σμος. Φα­νέ­ρω­σα τὸ ὄ­νο­μά σου κι ἔ­κα­να γνω­στὲς τὶς ἄ­πει­ρες τε­λει­ό­τη­τές σου στοὺς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­πέ­σπα­σες ἀ­πό τούς κόλ­πους τοῦ κό­σμου καὶ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να. Ἡ πρό­θε­σή τους ἦ­ταν ἀ­γα­θὴ καὶ γι' αὐ­τὸ ἦ­ταν δι­κοί σου. Ἐ­σὺ τοὺς ἔ­δω­σες σὲ μέ­να, κι αὐ­τοὶ τή­ρη­σαν τὸ λό­γο σου, τὸν ὁποῖο τοὺς ἀ­πο­κά­λυ­ψα. Τώ­ρα ἔ­μα­θαν τε­λει­ό­τε­ρα καὶ πεί­σθη­καν ὅ­τι ἡ δι­δα­σκα­λί­α μου καὶ τὰ ἔρ­γα μου καὶ ὅ­λα γε­νι­κό­τε­ρα ὅ­σα μοῦ ἔ­δω­σες προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ σέ­να. Καὶ ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι ἔ­λα­βαν τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α καὶ τὴ γνώ­ση αὐ­τὴ εἶ­ναι: ὅ­τι τοὺς λό­γους πού μοῦ ἔ­δω­σες γιὰ νὰ τοὺς ἀ­πο­κα­λύ­ψω στοὺς ἀν­θρώ­πους, ἐγώ τούς πα­ρέ­δω­σα σ' αὐ­τοὺς μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α μου, καὶ αὐ­τοὶ τοὺς πα­ρέ­λα­βαν καὶ τοὺς ἀ­πο­δέ­χθη­καν. Καὶ ἀ­πέ­κτη­σαν πράγ­μα­τι τὴ βε­βαι­ό­τη­τα καὶ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι γεν­νή­θη­κα καὶ βγῆ­κα ἀ­πό τους κόλ­πους σου, καὶ πί­στε­ψαν ὅ­τι ἐσύ μὲ ἀ­πέ­στει­λες στὸν κό­σμο. Ἐ­γώ, πού τό­σο ἐρ­γά­στη­κα γιὰ νὰ τοὺς ὁ­δη­γή­σω στὴν ἀ­λη­θι­νὴ αὐ­τὴ γνώ­ση καὶ πί­στη, σὲ πα­ρα­κα­λῶ γι' αὐ­τοὺς ὡς μέ­γας ἀρ­χι­ε­ρέ­ας καὶ με­σί­της. Δὲν σὲ πα­ρα­κα­λῶ τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ γιὰ τὸν κό­σμο τῆς ἀ­πι­στί­ας καὶ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀλλά σὲ πα­ρα­κα­λῶ γιὰ κεί­νους πού μοῦ ἔ­δω­σες· δι­ό­τι, ἐ­νῶ μοῦ τοὺς ἔ­δω­σες, δὲν παύ­ουν νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Καὶ ὅ­λα ὅ­σα ἀ­νή­κουν σὲ μέ­να δι­κά σου εἶ­ναι, ὅ­πως καὶ τὰ δι­κά σου εἶ­ναι δι­κά μου. Κι αὐ­τοὶ λοι­πὸν δικοί σου ἦ­ταν καὶ ἔ­γι­ναν δι­κοί μου· ἀλλά καί ὡς δικοί μου ἐξακολουθοῦν  νὰ εἶ­ναι δι­κοί σου. Κι ἐγώ ἔχω δοξασθεῖ ἀ­πὸ αὐ­τούς, δι­ό­τι ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴ θε­ϊ­κή μου φύση καί πί­στε­ψαν σὲ μέ­να. Ἐγώ βέ­βαι­α δὲν θὰ εἶ­μαι πλέ­ον στὸν κό­σμο, ὅπως μέ­χρι τώ­ρα, μὲ τὴ σω­μα­τι­κή μου πα­ρου­σί­α, γιὰ νά τούς ἐν­θαρ­ρύ­νω καὶ νὰ τοὺς ἐ­νι­σχύ­ω μ' αὐ­τή. Αὐτοί ὅμως θὰ εἶ­ναι στὸν κό­σμο, δι­ό­τι δὲν ἐ­πι­τέ­λε­σαν ἀ­κό­μη τήν ἀ­πο­στο­λή τους. Ἐγώ ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Πά­τερ ἅγιε φύ­λα­ξέ τους μὲ τὴν πα­τρι­κή σου προ­στα­σί­α καί δύναμη, τήν ὁποία ἔ­δω­σες καὶ σὲ μέ­να· ἔτσι ὥστε νά παραμείνουν ἑ­νω­μέ­νοι μα­ζί μου καὶ με­τα­ξύ τους καὶ νά εἶναι μέ τήν ἀγάπη καὶ τὴν ὁ­μο­φρο­σύ­νη ἕ­να πνευ­ματικό σῶ­μα, ὅ­πως εἴ­μα­στε ἕ­να κι ἐμεῖς πού ἔχουμε τήν ἴδια οὐσία καὶ φύ­ση. Ὅ­ταν ἤ­μουν μα­ζί τους στὸν κό­σμο, ἐγώ τούς φύλαγα μέ τήν πατρική καὶ ἰ­σχυ­ρὴ προ­στα­σί­α σου. Αὐτούς πού μοῦ ἔδωσες τοὺς φύ­λα­ξα, καὶ κα­νεὶς ἀπ’ αὐτούς δέν χάθηκε παρά μόνο ὁ υἱός τῆς ἀπωλείας, ὁ προδότης Ἰούδας, ὁ ὁποῖος χά­θη­κε κι ἔ­τσι ἐκπληρώθηκαν καί ἐ­πα­λη­θεύ­θη­καν οἱ προ­φη­τεῖ­ες τῆς Ἁ­γί­ας Γραφῆς. Τώ­ρα ὅ­μως ἔρ­χο­μαι σὲ σέ­να. Καὶ τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μπροστά τους, ἐνῶ βρίσκομαι ἀ­κό­μη στὸν κό­σμο αὐτόν, γιά νά τ’ ἀκούσουν κι αὐ­τοί, ὥ­στε, ἔ­χον­τας τὴ βεβαιότητα ὅ­τι ἐσύ πλέ­ον θὰ τοὺς προ­στα­τεύ­εις, νὰ ἔ­χουν μέσα τους τέ­λεια τὴ χα­ρὰ πού αἰ­σθά­νο­μαι τώ­ρα κι ἐγώ διότι ἐ­πα­νέρ­χο­μαι κον­τά σου.


Σάββατο 19 Μαΐου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ

(20 ΜΑΪΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐ­γέ­νε­το πο­ρευ­ο­μέ­νων ἡ­μῶν τῶν Ἀποστόλων  ες προ­σευ­χὴν παι­δί­σκην τι­νὰ ἔ­χου­σαν πνεῦ­μα πύ­θω­νος ἀ­παν­τῆ­σαι ἡ­μῖν, ἥ­τις ἐρ­γα­σί­αν πολ­λὴν πα­ρεῖ­χε τος κυ­ρί­οις αὐ­τῆς μαν­τευ­ο­μέ­νη. αὕ­τη κα­τα­κο­λου­θή­σα­σα τ Πα­ύ­λῳ κα τ Σλ ἔ­κρα­ζε λέ­γου­σα· Οὗ­τοι ο ἄν­θρω­ποι δοῦ­λοι το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου εἰ­σίν, οἵ­τι­νες κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ἡ­μῖν ὁ­δὸν σω­τη­ρί­ας. τοῦ­το δ ἐ­πο­ί­ει ἐ­πὶ πολ­λὰς ἡ­μέ­ρας. δι­α­πο­νη­θεὶς δ Παῦ­λος κα ἐ­πι­στρέ­ψας τ πνε­ύ­μα­τι εἶ­πε· Πα­ραγ­γέλ­λω σοι ν τ ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῆς. κα ἐ­ξῆλ­θεν αὐ­τῇ τ ὥ­ρᾳ. ­δόν­τες δ ο κύ­ρι­οι αὐ­τῆς ­τι ­ξῆλ­θεν ἐλ­πὶς τς ἐρ­γα­σί­ας αὐ­τῶν, ­πι­λα­βό­με­νοι τν Παῦ­λον κα τν Σλαν εἵλ­κυ­σαν ες τν ­γο­ρὰν ­πὶ τος ἄρ­χον­τας, κα προ­σα­γα­γόν­τες αὐ­τοὺς τος στρα­τη­γοῖς εἶ­πον· Οὗ­τοι ο ἄν­θρω­ποι ­κτα­ράσ­σου­σιν ­μῶν τν πό­λιν ­ου­δαῖ­οι ­πάρ­χον­τες, κα κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ­θη οκ ­ξε­στιν ­μῖν πα­ρα­δέ­χε­σθαι οὐ­δὲ ποι­εῖν Ρω­μα­­οις οὖ­σι. κα συ­νε­πέ­στη ­χλος κα­τ' αὐ­τῶν. κα ο στρα­τη­γοὶ πε­ριρ­ρή­ξαν­τες αὐ­τῶν τ ­μά­τι­α ­κέ­λευ­ον ῥα­βδί­ζειν, πολ­λάς τε ­πι­θέν­τες αὐ­τοῖς πλη­γὰς ­βα­λον ες φυ­λα­κήν, πα­ραγ­γε­­λαν­τες τ δε­σμο­φύ­λα­κι ­σφα­λῶς τη­ρεῖν αὐ­το­ύς· ς πα­ραγ­γε­λί­αν τοι­α­­την εἰ­λη­φὼς ­βα­λεν αὐ­τοὺς ες τν ­σω­τέ­ραν φυ­λα­κὴν κα τος πό­δας αὐ­τῶν ­σφα­λί­σα­το ες τ ξύ­λον. Κα­τὰ δ τ με­σο­νύ­κτι­ον Παῦ­λος κα Σλας προ­σευ­χό­με­νοι ­μνουν τν Θε­όν· ­πη­κρο­ῶν­το δ αὐ­τῶν ο δέ­σμι­οι. ἄφ­νω δ σει­σμὸς ­γέ­νε­το μέ­γας, ­στε σα­λευ­θῆ­ναι τ θε­μέ­λι­α το δε­σμω­τη­ρί­ου, ­νε­­χθη­σάν τε πα­ρα­χρῆ­μα α θύ­ραι πᾶ­σαι κα πάν­των τ δε­σμὰ ­νέ­θη. ­ξυ­πνος δ γε­νό­με­νος δε­σμο­φύ­λαξ κα ­δὼν ­νε­ῳγ­μέ­νας τς θύ­ρας τς φυ­λα­κῆς, σπα­σά­με­νος μά­χαι­ραν ­μελ­λεν ­αυ­τὸν ­ναι­ρεῖν, νο­μί­ζων ἐκ­πε­φευ­γέ­ναι τος δε­σμί­ους. ­φώ­νη­σε δ φω­νῇ με­γά­λῃ Παῦ­λος λέ­γων· Μη­δὲν πρά­ξῃς σε­αυ­τῷ κα­κόν· ­παν­τες γρ ­σμεν ἐν­θά­δε. αἰ­τή­σας δ φῶ­τα εἰ­σε­πή­δη­σε, κα ἔν­τρο­μος γε­νό­με­νος προ­σέ­πε­σε τ Πα­­λῳ κα τ Σλ, κα προ­α­γα­γὼν αὐ­τοὺς ­ξω ­φη· Κριοι, τ με δε ποι­εῖν ­να σω­θῶ; ο δ εἶ­πον· Πστευσον ­πὶ τν Κριον ­η­σοῦν Χρι­στόν, κα σω­θή­σῃ σ κα οἶ­κός σου. κα ­λά­λη­σαν αὐ­τῷ τν λό­γον το Κυ­ρί­ου κα πᾶ­σι τος ν τ οἰ­κί­ αὐ­τοῦ. κα πα­ρα­λα­βὼν αὐ­τοὺς ν ­κε­­νῃ τ ­ρᾳ τς νυ­κτὸς ­λου­σεν ­πὸ τν πλη­γῶν, κα ­βα­πτί­σθη αὐ­τὸς κα ο αὐ­τοῦ πάν­τες πα­ρα­χρῆ­μα, ­να­γα­γών τε αὐ­τοὺς ες τν οἶ­κον αὐ­τοῦ πα­ρέ­θη­κε τρά­πε­ζαν, κα ­γαλ­λι­­σα­το πα­νοι­κὶ πε­πι­στευ­κὼς τ Θε­.

                                                (Πράξ. Ἀποστ. ιστ΄[16] 16 – 34)

Ο­ΜΙ­ΛΙ­Α ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

Στούς Φι­λίπ­πους (με­τα­ξὺ Δρά­μας καί Κα­βά­λας) βρι­σκό­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μὲ τὸν Σί­λα. Καὶ ἐ­κεῖ μι­ά μέ­ρα, ἐ­νῶ πή­γαι­ναν στόν τό­πο τῆς προ­σευ­χῆς τῶν Χρι­στι­α­νῶν, μί­α δού­λη πού εἶ­χε δαι­μό­νι­ο, φώ­να­ζε ἀ­πὸ πί­σω τους: Αὐ­τοὶ οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι «δοῦ­λοι τοῦ Θε­οῦ τοῦ ὑ­ψί­στου, οἵ­τι­νες κα­ταγ­γέλ­λου­σιν ἡ­μῖν ὁ­δόν σω­τη­ρί­ας». Ἐ­πει­δὴ δέ ἐ­πί πολ­λές μέ­ρες φώ­να­ζε ἔτ­σι τό δαι­μό­νι­ο, γι’ αὐ­τό ὁ Παῦ­λος ἀ­γα­νά­κτη­σε καί μέ τή δι­α­τα­γή «πα­ραγ­γέλ­λω σοι ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τι Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­π’ αὐ­τῆς», ἔβ­γα­λε τὸ δαι­μό­νι­ο ἀ­πὸ αὐ­τή. Τὸ δαι­μό­νι­ο ὅ­μως αὐ­τὸ μπο­ροῦ­σε καί μάν­τευ­ε καὶ ἔτ­σι οἱ κύ­ρι­οι τῆς δού­λης τὴν χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν γι­ά νὰ κερ­δί­ζουν πολ­λὰ χρή­μα­τα. Γι’ αὐ­τό τώ­ρα πού ἔ­χα­σαν τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῶν κερ­δῶν, συ­νέ­λα­βαν τόν Παῦ­λο καί τόν Σί­λα καὶ τοὺς ἔ­συ­ραν «εἰς τήν ἀ­γο­ράν ἐ­πί τούς ἄρ­χον­τας». Καί, ἀ­φοῦ τούς ὁ­δή­γη­σαν στούς στρα­τη­γούς, τοὺς κα­τη­γό­ρη­σαν μὲ τὴ συ­κο­φαν­τί­α ὅ­τι «οὗ­τοι oi ἄν­θρω­ποι ἐ­κτα­ράσ­σου­σιν ἡ­μῶν τὴν πό­λιν, Ἰ­ου­δαῖ­οι ὑ­πάρ­χον­τες» καὶ δι­δά­σκουν θρη­σκευ­τι­κὰ ἔ­θι­μα, πού δὲν πρέ­πει ἐ­μεῖς ὡς Ρω­μαῖ­οι νά ἔ­χου­με. Βε­βαί­ως οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δὲν δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν τα­ρα­χές. Ἀλ­λὰ οἱ κύ­ρι­οι τῆς δού­λης ἤ­θε­λαν νὰ τοὺς ἐκ­δι­κη­θοῦν δι­ό­τι ἔ­χα­σαν τὰ κέρ­δη τους. Ἡ κα­τη­γο­ρί­α πού εἶ­παν ἔ­γι­νε πι­στευ­τὴ ἀ­πό τὸν ὄ­χλο καὶ τοὺς στρα­τη­γούς. Καὶ γι’ αὐ­τὸ ἀ­μέ­σως τοὺς ξέ­σχι­σαν τὰ ροῦ­χα καὶ μπρο­στά στόν ὄ­χλο δι­ά­τα­ξαν νὰ τοὺς ρα­βδί­σουν. Καί ἀ­φοῦ τούς ἔ­δω­σαν πολ­λὰ κτυ­πή­μα­τα, τοὺς «ἔ­βα­λον εἰς φυ­λα­κήν, πα­ραγ­γεί­λαν­τες τῷ δε­σμο­φύ­λα­κι ἀ­σφα­λῶς τη­ρεῖν αὐ­τούς». Καὶ αὐ­τὸς τοὺς ἔ­βα­λεν στό βα­θύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς φυ­λα­κῆς καὶ ἔ­δε­σε τὰ πό­δι­α τους στό βα­σα­νι­στι­κὸ ὄρ­γα­νο, πού λε­γό­ταν ξύ­λο.

Συ­κο­φαν­τί­ες καὶ δι­ωγ­μοὺς ἀν­τι­με­τώ­πι­ζαν οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­πό­στο­λοι, ἀ­δελ­φοί, δι­ό­τι κή­ρυτ­ταν τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου Του. Τὸ ἴ­δι­ο δὲ συ­νε­χί­στη­κε δι­ὰ μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων καὶ μέ­χρι σή­με­ρα γι­ά τούς ἐρ­γά­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Δὲν βλέ­που­με καί σή­με­ρα νά λέ­γον­ται τό­σες συ­κο­φαν­τί­ες κα­τὰ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀλ­λά καὶ κα­τὰ τῶν κλη­ρι­κῶν καὶ θε­ο­λό­γων μας; Συ­κο­φαν­τί­ες σέ ἐ­φη­με­ρί­δες καὶ βι­βλί­α. Ὅ­τι δὲν εἶ­ναι προ­ο­δευ­τι­κοί, ὅ­τι θέ­λουν νὰ σκο­τί­σουν τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς νέ­ους, ὅ­τι τοὺς θέ­λουν δού­λους, ὅ­τι ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους, ὅ­τι εἶ­ναι ψεῦ­τες κλπ. Καὶ δὲν βλέ­που­με νὰ δι­ώ­κον­ται οἱ ἐρ­γά­τες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί νά γί­νον­ται ἀν­τι­κεί­με­νο εἰ­ρω­νεί­ας καί δι­α­κω­μω­δή­σε­ως ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους, πού θί­γον­ται τὰ συμ­φέ­ρον­τά τους, εἴ­τε οἰ­κο­νο­μι­κὰ εἶ­ναι αὐ­τά, εἴ­τε ἰ­δε­ο­λο­γι­κά, εἴ­τε πο­λι­τι­κὰ καὶ κομ­μα­τι­κά, εἴ­τε δι­ό­τι ἡ ζω­ή τους εἶ­ναι ζω­ὴ ἁ­μαρ­τί­ας καὶ ἡ συ­νεί­δη­σή τους δὲν ἀν­τέ­χει νὰ ἀ­κού­ει τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ; Ἐ­δῶ ἔ­φθα­σαν νὰ συ­κο­φαν­τοῦν τὸν ἅ­γι­ο Πα­τρι­άρ­χη καὶ Ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρα Γρη­γό­ρι­ο τὸν Ε'. Δὲν πρέ­πει ὅ­μως αὐ­τὰ νὰ πτο­οῦν τοὺς πι­στούς. Ἐ­ὰν ἐ­δί­ω­ξαν καὶ συ­κο­φάν­τη­σαν τὸν Κύ­ρι­ο, πο­λὺ φυ­σι­κὸ εἶ­ναι νὰ δι­ώ­κουν καὶ ὅ­λους ὅ­σοι ἀ­κο­λου­θοῦν τὰ ἴ­χνη Του. Δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς πτο­οῦν, δι­ό­τι ἐ­νῶ γί­νον­ται αὐ­τά, ὁ Κύ­ρι­ος εἶ­ναι μα­ζὶ μὲ τού­ς δι­κούς Του καὶ τοὺς προ­στα­τεύ­ει. Ὅ­πως ἔ­γι­νε καὶ μὲ τὸν Παῦ­λο καὶ τὸν Σί­λα.

2. Ἦ­ταν με­σά­νυχ­τα καὶ οἱ δύ­ο Ἀ­πό­στο­λοι, μο­λο­νό­τι πλη­γω­μέ­νοι καὶ βα­σα­νι­σμέ­νοι, «προ­σευ­χό­με­νοι ὕ­μνουν τόν Θε­όν». Τοὺς ἄ­κου­αν δὲ μὲ θαυ­μα­σμὸ οἱ ἄλ­λοι φυ­λα­κι­σμέ­νοι. Ξαφ­νι­κὰ ὅ­μως «σει­σμὸς ἐ­γέ­νε­το μέ­γας, ὥ­στε σα­λευ­θῆ­ναι τά θε­μέ­λι­α τοῦ δε­σμω­τη­ρί­ου». Καὶ ἀ­πὸ τὸ σει­σμὸ ἄ­νοι­ξαν o­ἱ πόρ­τες τῆς φυ­λα­κῆς καὶ ἔ­πε­σαν τὰ δε­σμὰ ὅ­λων. Κα­θὼς δὲ ξύ­πνη­σε ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας καὶ εἶ­δε ἀ­νοιχ­τὲς τὶς πόρ­τες, τρά­βη­ξε τὸ μα­χαί­ρι του νὰ αὐ­το­κτο­νή­σει, ἐ­πει­δὴ νό­μι­σε ὅ­τι ἔ­φυ­γαν οἱ φυ­λα­κι­σμέ­νοι. Τοῦ φώ­να­ξε ὅ­μως δυ­να­τὰ τό­τε ὁ Παῦ­λος: «μη­δὲν πρά­ξῃς σε­αυ­τῷ κα­κὸν ἅ­παν­τες γὰρ ἐ­σμεν ἐν­θά­δε». Γε­μά­τος εὐ­γνω­μο­σύ­νη τό­τε ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας, ἀλ­λά καί γε­μά­τος φό­βο ἀ­πὸ τὸ θαῦ­μα πού ἔ­βλε­πε, ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα μπρο­στά στόν Παῦ­λο καί τὸν Σί­λα καί τοὺς εἶ­πε: «κύ­ρι­οι, τί πρέ­πει νὰ κά­μω δι­ὰ νὰ σω­θῶ;» Κα­ί ἐ­κεῖ­νοι τοῦ ἀ­πάν­τη­σαν: «πί­στευ­σον ἐ­πὶ τὸν Κύ­ρι­ον Ἰ­η­σοῦν Χρι­στὸν καὶ θὰ σω­θεῖς καὶ σὺ καὶ ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­ά σου».

Συγ­χρό­νως δὲ «ἐ­λά­λη­σαν αὐ­τῷ τὸν λό­γον τοῦ Κυ­ρί­ου», κα­θὼς καί σ’ ὅ­λους ὅ­σοι ἦ­σαν στό σπί­τι του. Ἐ­πί­στευ­σαν δὲ ὅ­λοι. Καί μέ­σα στή νύ­κτα ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας πῆ­ρε τοὺς Ἀ­πο­στό­λους καί τούς ἔ­λου­σε ἀ­πὸ τὰ αἵ­μα­τα τῶν πλη­γῶν τους καί ἀ­μέ­σως «ἐ­βα­πτί­σθη αὐ­τὸς καί οἱ αὐ­τοῦ πάν­τες». Βα­πτί­σθη­κε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α. Καί  γε­μά­τοι ἀ­γαλ­λί­α­ση πῆ­ραν τούς Ἀ­πο­στό­λους στό σπί­τι καὶ τοὺς ἔ­κα­μαν τρα­πέ­ζι. Ὅ­λη δὲ ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α ἦ­ταν κα­τα­χα­ρού­με­νη, δι­ό­τι πί­στευ­σαν στόν Κύ­ρι­ο.

Καὶ ἡ χα­ρά της αὐ­τὴ μᾶς λέ­γει πό­ση χα­ρὰ εἶ­ναι, ὅ­ταν ὅ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α εἶ­ναι χρι­στι­α­νι­κή! Ὅ­ταν ὅ­λα τὰ μέ­λη της πι­στεύ­ουν στόν Χρι­στό! Δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­τυ­χί­α γι­ά τὴν οἰ­κο­γέ­νει­α. Δὲν ὑ­πάρ­χει με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­λο­γί­α ἀ­πὸ αὐ­τό. Δι­ό­τι τό­τε στίς καρ­δι­ές ὅ­λων κυ­ρι­αρ­χεῖ ὁ Κύ­ρι­ος. Ἔ­χουν ὅ­λοι τὴν εἰ­ρη­νη στήν ψυ­χή τους. Ἔ­χουν τὴν ἀ­γά­πη. Τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Θε­οῦ. Τρέ­φον­ται ὅ­λοι ἀ­πὸ τὰ ἅ­γι­α Μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ δη­μι­ουρ­γοῦν ἀ­τμό­σφαι­ρα πνευ­μα­τι­κὴ στό σπί­τι. Καί ἀ­δυ­να­μί­ες ἀν­θρώ­πι­νες ἄν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται, γρή­γο­ρα ὑ­περ­νι­κοῦν­ται, δι­ό­τι ὅ­λοι ἀ­γω­νί­ζον­ται καί θέ­λουν νὰ εἶ­ναι Χρι­στι­α­νοὶ ἀ­λη­θι­νοί. Ἔτ­σι ἡ ζω­ή στήν οἰ­κο­γέ­νει­α εἶ­ναι ἁρ­μο­νι­κή. Εἰ­ρη­νι­κὴ καί χα­ρού­με­νη. Γι’ αὐ­τὸ ὅ­σες οἰ­κο­γέ­νει­ες μοι­ά­ζουν πρὸς ἐ­κεί­νη τοῦ δε­σμο­φύ­λα­κα, ἂς θε­ω­ροῦν τοῦ­το μέ­γι­στη εὐ­ερ­γε­σί­α τοῦ Θε­οῦ καί ἂς προ­σπα­θοῦν νὰ δι­α­τη­ροῦν­ται τὰ μέ­λη τους πι­στά στόν Κύ­ρι­ο πάν­το­τε. Τῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν δὲ πού δὲν εἶ­ναι ὅ­λα τὰ μέ­λη πι­στά, τὰ εὐ­σε­βῆ μέ­λη ἂς προ­σεύ­χον­ται θερ­μὰ στόν Κύ­ρι­ο νὰ δώ­σει Ἐ­κεῖ­νος φω­τι­σμό καί χά­ρη γι­ὰ νὰ πι­στεύ­σουν καὶ θερ­μαν­θοῦν καὶ ἐ­κεῖ­να, ὥ­στε ὁ­λη ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α νὰ γί­νει χρι­στι­α­νι­κὴ μὲ ἐ­πί­γνω­ση. Ἂς κά­μουν δὲ καί ὅ,τι μπο­ροῦν γι­ὰ νὰ ἔλ­θει τό εὐ­λο­γη­μέ­νο αὐ­τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ὅ­λοι πι­στεύ­σουν ἐ­πί τὸν Κύ­ρι­ον Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, θά βροῦν ὅ­λοι τήν εὐ­τυ­χί­α τους καί ὡς ἄ­το­μα καί ὡς σύ­νο­λο.  

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Ο ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, πα­ρά­γων ὁ Ἰησοῦς εἶ­δεν ἄν­θρω­πον τυ­φλὸν κ γε­νε­τῆς· κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ραβ­βί, τς ἥ­μαρ­τεν, οὗ­τος ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἵ­να τυ­φλὸς γεν­νη­θῇ; ἀ­πε­κρί­θη Ἰ­η­σοῦς· Οὔ­τε οὗ­τος ἥ­μαρ­τεν οὔ­τε ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ἀλ­λ' ἵ­να φα­νε­ρω­θῇ τ ἔρ­γα το Θε­οῦ ν αὐ­τῷ. ἐ­μὲ δε ἐρ­γά­ζε­σθαι τ ἔρ­γα το πέμ­ψαν­τός με ἕ­ως ἡ­μέ­ρα ἐ­στίν· ἔρ­χε­ται νξ ὅ­τε οὐ­δεὶς δύ­να­ται ἐρ­γά­ζε­σθαι. ὅ­ταν ἐν τ κό­σμῳ , φς εἰ­μι το κό­σμου. ταῦ­τα εἰ­πὼν ἔ­πτυ­σεν χα­μαὶ κα ἐ­πο­ί­η­σε πη­λὸν κ το πτύ­σμα­τος, κα ἐ­πέ­χρι­σε τν πη­λὸν ἐ­πὶ τος ὀ­φθαλ­μοὺς το τυ­φλοῦ κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ὕ­πα­γε νί­ψαι ες τν κο­λυμ­βή­θραν το Σι­λω­άμ, ἑρ­μη­νε­ύ­ε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος. ἀ­πῆλ­θεν ον κα ἐ­νί­ψα­το, κα ἦλ­θε βλέ­πων. Ο ον γε­ί­το­νες κα ο θε­ω­ροῦν­τες αὐ­τὸν τ πρό­τε­ρον ὅ­τι τυ­φλὸς ν, ἔ­λε­γον· Οχ οὗ­τός ἐ­στιν ὁ κα­θή­με­νος κα προ­σαι­τῶν; ἄλ­λοι ἔ­λε­γον ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν· ἄλ­λοι δ ὅ­τι ὅ­μοι­ος αὐ­τῷ ἐ­στιν. ἐ­κεῖ­νος ἔ­λε­γεν ὅ­τι ἐ­γώ εἰ­μι. ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ· Πς ἀ­νε­ῴ­χθη­σάν σου ο ὀ­φθαλ­μοί; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πεν· Ἄν­θρω­πος λε­γό­με­νος Ἰ­η­σοῦς πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σε κα ἐ­πέ­χρι­σέ μου τος ὀ­φθαλ­μοὺς κα εἶ­πέ μοι· ὕ­πα­γε ες τν κο­λυμ­βή­θραν το Σι­λω­ὰμ κα νί­ψαι· ἀ­πελ­θὼν δ κα νι­ψά­με­νος ἀ­νέ­βλε­ψα. εἶ­πον ον αὐ­τῷ· Πο ἐ­στιν ἐ­κεῖ­νος; λέ­γει· Οκ οἶ­δα. Ἄ­γου­σιν αὐ­τὸν πρς τος Φα­ρι­σα­ί­ους, τν πο­τε τυ­φλόν. ν δ σάβ­βα­τον ὅ­τε τν πη­λὸν ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἀ­νέ­ῳ­ξεν αὐ­τοῦ τος ὀ­φθαλ­μο­ύς. πά­λιν ον ἠ­ρώ­των αὐ­τὸν κα ο Φα­ρι­σαῖ­οι πς ἀ­νέ­βλε­ψεν. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Πη­λὸν ἐ­πέ­θη­κέ μου ἐ­πὶ τος ὀ­φθαλ­μούς, κα ἐ­νι­ψά­μην, κα βλέ­πω. ἔ­λε­γον ον κ τν Φα­ρι­σα­ί­ων τι­νές· Οὗ­τος ἄν­θρω­πος οκ ἔ­στι πα­ρὰ το Θε­οῦ, ὅ­τι τ σάβ­βα­τον ο τη­ρεῖ. ἄλ­λοι ἔ­λε­γον· Πς δύ­να­ται ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς τοι­αῦ­τα ση­μεῖ­α ποι­εῖν; κα σχί­σμα ν ν αὐ­τοῖς. λέ­γου­σι τ τυ­φλῷ πά­λιν· Σ τ λέ­γεις πε­ρὶ αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ σου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς; δ εἶ­πεν ὅ­τι προ­φή­της ἐ­στίν. οκ ἐ­πί­στευ­σαν ον ο Ἰ­ου­δαῖ­οι πε­ρὶ αὐ­τοῦ ὅ­τι τυ­φλὸς ν κα ἀ­νέ­βλε­ψεν, ἕ­ως ὅ­του ἐ­φώ­νη­σαν τος γο­νεῖς αὐ­τοῦ το ἀ­να­βλέ­ψαν­τος κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τοὺς λέ­γον­τες· Οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ὑ­μῶν, ν ὑ­μεῖς λέ­γε­τε ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη; πς ον ἄρ­τι βλέ­πει; ἀ­πε­κρί­θη­σαν δ αὐ­τοῖς ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ κα εἶ­πον· Οἴ­δα­μεν ὅ­τι οὗ­τός ἐ­στιν ὁ υἱ­ὸς ἡ­μῶν κα ὅ­τι τυ­φλὸς ἐ­γεν­νή­θη· πς δ νν βλέ­πει οκ οἴ­δα­μεν, τς ἤ­νοι­ξεν αὐ­τοῦ τος ὀ­φθαλ­μοὺς ἡ­μεῖς οκ οἴ­δα­μεν· αὐ­τὸς ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε, αὐ­τὸς πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ λα­λή­σει. ταῦ­τα εἶ­πον ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ, ὅ­τι ἐ­φο­βοῦν­το τος Ἰ­ου­δα­ί­ους· ἤ­δη γρ συ­νε­τέ­θειν­το ο Ἰ­ου­δαῖ­οι ἵ­να, ἐ­άν τις αὐτόν  ὁ­μο­λο­γή­σῃ Χρι­στόν, ἀ­πο­συ­νά­γω­γος γένη­ται. δι­ὰ τοῦ­το ο γο­νεῖς αὐ­τοῦ εἶ­πον ὅ­τι ἡ­λι­κί­αν ἔ­χει, αὐ­τὸν ἐ­ρω­τή­σα­τε. Ἐ­φώ­νη­σαν ον κ δευ­τέ­ρου τν ἄν­θρω­πον ὃς ν τυ­φλὸς, κα εἶ­πον αὐ­τῷ· Δς δό­ξαν τ Θε­ῷ· ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος οὗ­τος ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν. ἀ­πε­κρί­θη ον ἐ­κεῖ­νος  κα εἶ­πεν· Ε ἁ­μαρ­τω­λός ἐ­στιν  οκ  οἶ­δα· ν οἶ­δα, ὅ­τι τυ­φλὸς ν ἄρ­τι βλέ­πω. εἶ­πον δ αὐ­τῷ πά­λιν· ἐ­πο­ί­η­σέ σοι; πς ἤ­νοι­ξέ σου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς; ἀ­πε­κρί­θη αὐ­τοῖς· Εἶ­πον ὑ­μῖν ἤ­δη, κα οκ ἠ­κού­σα­τε· τ πά­λιν θέ­λε­τε ἀ­κο­ύ­ειν; μ κα ὑ­μεῖς θέ­λε­τε αὐ­τοῦ μα­θη­ταὶ γε­νέ­σθαι; ἐ­λοι­δό­ρη­σαν αὐ­τὸν κα εἶ­πον· Σ ε μα­θη­τὴς ἐ­κε­ί­νου· ἡ­μεῖς δ το Μω­ϋ­σέ­ως ἐ­σμὲν μα­θη­ταί. ἡ­μεῖς οἴ­δα­μεν ὅ­τι Μω­ϋ­σεῖ λε­λά­λη­κεν Θε­ός· τοῦ­τον δ οκ οἴ­δα­μεν πό­θεν ἐ­στίν. ἀ­πε­κρί­θη ὁ ἄν­θρω­πος κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· ν γρ το­ύ­τῳ θαυ­μα­στόν ἐ­στιν, ὅ­τι ὑ­μεῖς οκ οἴ­δα­τε πό­θεν ἐ­στί, κα ἀ­νέ­ῳ­ξέ μου τος ὀ­φθαλ­μο­ύς. οἴ­δα­μεν δ ὅ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὁ Θε­ὸς οκ ἀ­κο­ύ­ει, ἀλ­λ' ἐ­άν τις θε­ο­σε­βὴς κα τ θέ­λη­μα αὐ­τοῦ ποι­ῇ, το­ύ­του ἀ­κο­ύ­ει. κ το αἰ­ῶ­νος οκ ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ἤ­νοι­ξέ τις ὀ­φθαλ­μοὺς τυ­φλοῦ γε­γεν­νη­μέ­νου· ε μ ν οὗ­τος πα­ρὰ Θε­οῦ, οκ ἠ­δύ­να­το ποι­εῖν οὐ­δέν. ἀ­πε­κρί­θη­σαν κα εἶ­πον αὐ­τῷ· ν ἁ­μαρ­τί­αις σ ἐ­γεν­νή­θης ὅ­λος, κα σ δι­δά­σκεις ἡ­μᾶς; κα ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω. Ἤ­κου­σεν Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­ξέ­βα­λον αὐ­τὸν ἔ­ξω, κα εὑ­ρὼν αὐ­τὸν εἶ­πεν αὐ­τῷ· Σ πι­στε­ύ­εις ες τν υἱ­ὸν το Θε­οῦ; ἀ­πε­κρί­θη ἐ­κεῖ­νος κα εἶ­πε· Κα τς ἐ­στι, Κριε, ἵ­να πι­στε­ύ­σω ες αὐ­τόν; εἶ­πε δ αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Κα ἑ­ώ­ρα­κας αὐ­τὸν κα λα­λῶν με­τὰ σο ἐ­κεῖ­νός ἐ­στιν. δ ἔ­φη· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· κα προ­σε­κύ­νη­σεν αὐ­τῷ.  

                                            (Ἰωάν. θ΄[9] 1 – 38)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Κα­θὼς ὁ Ἰησοῦς  περ­νοῦ­σε ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τῆς πό­λε­ως, εἶ­δε ἕ­ναν ἄν­θρω­πο πού εἶ­χε γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Τό­τε οἱ μα­θη­τὲς του τὸν ρώ­τη­σαν: Δι­δά­σκα­λε, ποι­ὸς ἁ­μάρ­τη­σε γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς τυ­φλός; Ἁ­μάρ­τη­σε ὁ ἴ­διος, ὅ­ταν ἦ­ταν ἀ­κό­μη μέ­σα στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας του, ἢ ἁ­μάρ­τη­σαν οἱ γο­νεῖς του καὶ τι­μω­ρεῖ­ται αὐ­τὸς γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες τους; Κι ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Οὔ­τε αὐ­τὸς ἁ­μάρ­τη­σε, οὔ­τε οἱ γο­νεῖς του. Ἀλ­λὰ γεν­νή­θη­κε τυ­φλὸς γιὰ νὰ φα­νε­ρω­θοῦν μὲ τὴν ὑ­περ­φυ­σι­κὴ θε­ρα­πεί­α τῶν μα­τι­ῶν του τὰ ἔρ­γα πού ἐ­πι­τε­λεῖ ἡ δύ­να­μη καὶ ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα το­ϋ Θεοῦ. Ἐγώ, ὅ­σο ζῶ στὴ ζω­ὴ αὐ­τή, πρέ­πει νὰ ἐρ­γά­ζο­μαι γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ ἀνθρώπου τὰ ἔρ­γα τοῦ Θεοῦ, πού μὲ ἔ­στει­λε στὸν κό­σμο. Ἔρ­χε­ται ὅ­μως ἡ μέλ­λου­σα ζω­ή, καὶ ὅ­πως στὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας στα­μα­τοῦν τὰ ἔρ­γα τους οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι καὶ τό­τε κα­νεὶς πιὰ δὲν θὰ μπο­ρεῖ νὰ ἐρ­γά­ζε­ται γιὰ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του. Δὲν πρέ­πει λοι­πὸν οὔ­τε στιγ­μὴ νὰ χά­νω. Ἐ­φό­σον εἶ­μαι στὸν κό­σμο, εἶ­μαι φῶς τοῦ κό­σμου μὲ τὴ δι­δα­σκα­λί­α καὶ τὰ θαύμα­τά μου. Κι ἀφοῦ εἶ­πε αὐ­τά, ἔ­φτυ­σε κά­τω καὶ ἔ­κα­νε πη­λό, καί ἔ­χρι­σε μ' αὐ­τὸν τὰ μά­τια τοῦ τυ­φλοῦ. Καί δο­κι­μά­ζον­τας τὴν πί­στη τοῦ τυ­φλοῦ τοῦ εἶ­πε: Πήγαινε, νί­ψου στὴ στέρ­να τοῦ Σι­λω­άμ, ὄ­νο­μα ἑβραϊκό πού με­τα­φρά­ζε­ται «ἀ­πε­σταλ­μέ­νος». Ὕ­στε­ρα λοιπόν ἀ­πὸ τὴν ἐν­το­λὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἰ­η­σοῦ πῆ­γε ὁ τυφλός ἐκεῖ καί νίφτηκε, καὶ ἦλ­θε στὸ σπί­τι του μὲ μά­τια ὑ­γι­ῆ. Τό­τε οἱ γεί­το­νες κι ὅ­σοι τὸν ἔ­βλε­παν προ­η­γουμέως ὅ­τι ἦ­ταν τυ­φλός, ἔ­λε­γαν: Δὲν εἶναι αὐ­τὸς πού καθόταν καὶ ζη­τοῦ­σε ἀ­πό τους δι­α­βά­τες ἐ­λε­η­μο­σύ­νη; Με­ρι­κοὶ ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι. Ἄλ­λοι ὅ­μως ἔ­λε­γαν ὅτι δέν εἶναι αὐ­τός, ἀλλά κά­ποι­ος ἄλ­λος πού τοῦ μοιάζει. Ὁ ἴ­διος ἔ­λε­γε ὅ­τι ἐ­γω εἶ­μαι ὁ τυ­φλὸς πού παλιότερα ζη­τοῦ­σα ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὴ βε­βαί­ω­ση αὐ­τὴ τοῦ τυ­φλοῦ τόν ρώ­τη­σαν ἐ­κεῖ­νοι: Πῶς θε­ρα­πεύ­θη­καν τὰ μά­τια σου; Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἕ­νας ἄν­θρω­πος πού ὀ­νο­μά­ζε­ται Ἰ­η­σοῦς ἔ­κα­νε πη­λὸ καὶ μοῦ ἄ­λει­ψε μ' αὐτόν τά μάτια καί μοῦ εἶπε: Πή­γαι­νε στὴν κο­λυμ­βή­θρα τοῦ Σι­λω­ὰμ καὶ νί­ψου. Πῆ­γα λοι­πὸν ἐκεῖ καὶ νί­φτη­κα, καί βρῆκα τὸ φῶς μου.

Με­τὰ ἀ­πὸ τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α αὐ­τὴ τοῦ τυφλοῦ πού εἶ­χε θε­ρα­πευ­θεῖ τοῦ εἶ­παν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι: Ποῦ εἶ­ναι ἐκεῖνος; Δὲν ξέ­ρω, τοὺς ἀ­πάν­τη­σε. Τὸν ὁ­δή­γη­σαν τό­τε στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, αὐ­τὸν πού ἦ­ταν κά­πο­τε τυ­φλὸς καὶ εἶ­χε ἤ­δη θε­ρα­πευ­θεῖ ὁριστικά. Ἡ ἡμέρα μά­λι­στα πού ἔφτιαξε ὁ Ἰ­η­σοῦς τὸν πη­λὸ καί τοῦ ἄνοιξε τὰ μά­τια ἦ­ταν Σάβ­βα­το. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν ὁ­δή­γη­σαν στοὺς Φα­ρι­σαί­ους, ἄρ­χι­σαν κι αὐ­τοὶ νὰ τὸν ἀ­να­κρί­νουν καὶ νὰ τὸν ρω­τοῦν πά­λι πῶς θε­ρα­πεύ­θη­κε καὶ βρῆ­κε τὸ φῶς του. Κι ἐ­κεῖ­νος τοὺς εἶ­πε: Αὐ­τὸς πού μὲ θε­ρά­πευ­σε μοῦ ἔ­βα­λε πη­λὸ πά­νω στὰ μά­τια μου καὶ με­τὰ ἐγώ πλύ­θη­κα καὶ βλέ­πω. Με­ρι­κοὶ ἀ­πό τους Φα­ρι­σαί­ους ἔ­λε­γαν: Αὐ­τὸς ὁ ἄν­θρω­πος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δι­ό­τι δὲν τη­ρεῖ τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαβ­βά­του. Ἄλ­λοι ἔ­λε­γαν: Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τὸν ἕ­νας ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λὸς νὰ κά­νει τέ­τοι­α ἀ­πο­δει­κτι­κὰ καὶ ση­μα­δια­κὰ θαύ­μα­τα; Καὶ δι­α­φω­νοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Κι ἐ­πει­δὴ ἡ δι­α­φω­νί­α τους συ­νε­χι­ζό­ταν, ἄρ­χι­σαν πά­λι νὰ ἐ­ξε­τά­ζουν τὸν τυ­φλό, καὶ τὸν ρώ­τη­σαν: Ἐσύ τί λὲς γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό; Πρέ­πει νὰ ἀ­κου­στεῖ καὶ ἢ δι­κή σου γνώ­μη· δι­ό­τι τὰ δι­κά σου μά­τια θε­ρά­πευ­σε ἐ­κεῖ­νος κι ἐσύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λον γνω­ρί­ζεις τὰ πε­ρι­στα­τι­κὰ τῆς θε­ρα­πεί­ας σου. Κι αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­γὼ λέ­ω ὅ­τι εἶ­ναι προ­φή­της. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν χα­ρα­κτη­ρι­σμὸ αὐ­τὸ πού ἔ­δω­σε γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὁ τυ­φλὸς πού θε­ρα­πεύ­θη­κε, οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δυ­σα­ρε­στή­θη­καν. Δὲν ἐν­νο­οῦ­σαν νὰ πι­στέ­ψουν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν τυ­φλὸς καὶ ἀ­πέ­κτη­σε πραγ­μα­τι­κὰ τὸ φῶς του· ὥ­σπου ἀ­πο­φά­σι­σαν νὰ κα­λέ­σουν τοὺς γο­νεῖς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ πού ἀ­πέ­κτη­σε τὸ φῶς του. Καὶ τοὺς ρώ­τη­σαν: Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός σας, πού ἐ­πι­μέ­νε­τε νὰ βε­βαι­ώ­νε­τε ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός; Πῶς λοι­πόν, ἀφοῦ γεν­νή­θη­κε τυ­φλός, τώ­ρα βλέ­πει; Οἱ γο­νεῖς του τό­τε τοὺς ἀ­πο­κρί­θη­καν: Γνω­ρί­ζου­με κα­λὰ ὅ­τι αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ γιός μας καὶ ὅ­τι γεν­νή­θη­κε τυ­φλός. Πῶς ὅ­μως τώ­ρα βλέ­πει δὲν ξέ­ρου­με. Ἢ ποι­ὸς τοῦ θε­ρά­πευ­σε καὶ τοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια, ἐ­μεῖς δὲν ξέ­ρου­με. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι μι­κρὸ παι­δί, ἔ­χει ὥ­ρι­μη ἡ­λι­κί­α, καὶ συ­νε­πῶς ἀν­τι­λή­φθη­κε πῶς καὶ ἀ­πὸ ποι­ὸν ἔ­γι­νε ἡ θε­ρα­πεί­α του. Αὐ­τὸν λοι­πὸν ρω­τῆ­στε, αὐ­τὸς μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του καὶ θὰ σᾶς πεῖ τί τοῦ συ­νέ­βη. Καὶ μί­λη­σαν μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ οἱ γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ, ἐπειδή φο­βοῦν­ταν τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἄρ­χον­τες, διότι αὐτοί πρὶν ἀ­πὸ πο­λὺ και­ρὸ εἶ­χαν συμ­φω­νή­σει νά ἀποκηρυχθεῖ, νὰ ἀ­φο­ρι­σθεῖ καὶ νὰ ἀποδιωχθεῖ ἀπό τή συ­να­γω­γὴ ὅ­ποι­ος θὰ τολ­μοῦ­σε νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσ­σί­ας. Ἐ­πει­δὴ λοι­πὸν φο­βοῦν­ταν οἱ γονεῖς του μήπως ἀποδιωχθοῦν κι αὐ­τοὶ ἀ­πὸ τὴ συ­να­γω­γή, γι' αὐ­τὸ εἶ­παν ὅτι ἔχει ὥριμη ἡλικία ὁ γιός μας, αὐ­τὸν ρω­τῆ­στε.

Ἀ­φοῦ λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι δὲν μπό­ρε­σαν νὰ πληροφορηθοῦν τί­πο­τε ἀ­πό τους γο­νεῖς τοῦ τυφλοῦ γιά νά διαψεύσουν τὴ θε­ρα­πεί­α του ἢ γιὰ νὰ κατακρίνουν τόν Ἰ­η­σοῦ, κά­λε­σαν γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ τὸν ἄνθρωπο πού ἦταν τυ­φλὸς καὶ τοῦ εἶπαν: Δόξασε τόν Θεό ὁμολογώντας ὅ­τι πλα­νή­θη­κες καὶ ἀ­ναγνωρίζοντας τήν ἀλήθεια γι' αὐ­τὸν πού σὲ θε­ρά­πευ­σε. Ἐ­μεῖς λόγῳ τῆς θέσεως καί τοῦ ἀξιώματός μας ξέ­ρου­με κα­λὰ ὅ­τι ὁ ἄνθρωπος αὐ­τὸς πού κα­τα­λύ­ει τὴν ἀρ­γί­α τοῦ Σαββάτου εἶναι ἁ­μαρ­τω­λός. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶ­ναι ἁ­μαρ­τω­λὸς δὲν τὸ ξέ­ρω, καὶ γι' αὐ­τὸ ἀποφεύγω νὰ ἐκ­φρά­σω γνώ­μη γι' αὐ­τό. Ξέ­ρω ὅ­μως καλά ἕνα πράγμα, ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐ­νῶ λί­γο πιὸ πρὶν ἤ­μουν τυφλός τώρα βλέ­πω. Ἐ­πει­δὴ ὅ­μως ἡ νέ­α αὐ­τὴ βε­βαί­ω­ση τοῦ πρώην τυφλοῦ δὲν τοὺς ἄ­ρε­σε, τοῦ εἶ­παν πά­λι: Τί σοῦ ἔκανε; Πῶς σέ θεράπευσε καὶ πῶς σοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια;  Μό­λις πρὶν ἀ­πὸ λί­γο σᾶς τὸ εἶ­πα, τούς ἀπάντησε, καὶ δὲν θε­λή­σα­τε νὰ προ­σέ­ξε­τε καὶ νὰ παραδεχθεῖτε ὅ,τι σᾶς εἶ­πα. Για­τί τώ­ρα θέ­λε­τε νὰ ἀ­κού­σετε πάλι τά ἴδια; Μή­πως θέ­λε­τε κι ἐσεῖς νὰ γί­νε­τε μα­θη­τές του; Τό­τε τοῦ μί­λη­σαν ὑ­βρι­στι­κὰ καὶ περιφρονητικά καί τοῦ εἶ­παν: Ἐ­σὺ εἶ­σαι μα­θη­τὴς ἐ­κεί­νου. ­Ἐ­με­ϊς ὅ­μως εἴμαστε μα­θη­τὲς τοῦ Μω­υ­σῆ. Ἐ­μεῖς, πού εἴ­μα­στε σπου­δα­σμέ­νοι καὶ ἀ­να­γνωρισμένοι ἄρ­χον­τες τοῦ ἔ­θνους, ξέ­ρου­με ὅ­τι ὁ Θεός ἔχει μι­λή­σει στὸ Μω­υ­σῆ καὶ σὲ κα­νέ­ναν ἄλ­λον. Αὐ­τὸς μᾶς εἶ­ναι ἄ­γνω­στος καὶ δὲν ξέ­ρου­με ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι καὶ ἀπό ποῦ στάλ­θη­κε. Τό­τε αὐ­τὸς τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς τὸ γε­γο­νὸς προ­κα­λεῖ θαυ­μα­σμὸ καὶ ἔκ­πλη­ξη! Ὅ­τι δη­λα­δὴ ἐσεῖς δὲν ξέ­ρε­τε τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ἐ­ὰν ἔ­χει στα­λεῖ ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ ἀ­πὸ ποῦ εἶ­ναι, καὶ ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ ἄ­γνω­στος σὲ σᾶς μοῦ ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια. Εἶ­ναι ὅ­μως γνω­στὸ καὶ τὸ ξέ­ρου­με ὅ­λοι ὅ­τι ὁ Θε­ὸς δὲν ἀ­κού­ει τοὺς ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἀλ­λὰ ἐ­ὰν κά­ποι­ος σέ­βε­ται τὸν Θε­ὸ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει τὸ θέ­λη­μά του, αὐ­τὸν ὁ Θε­ὸς τὸν ἀ­κού­ει.  Ἀ­πὸ τό­τε πού ἔ­γι­νε ὁ κό­σμος δὲν ἀ­κού­στη­κε πο­τὲ νὰ ἔ­χει θε­ρα­πεύ­σει κα­νεὶς μά­τια ἀν­θρώ­που πού νὰ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ τυ­φλός. Πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­γι­νε τέ­τοι­ο θαῦ­μα, καὶ αὐ­τὸς πού τὸ ἔ­κα­νε πρέ­πει νὰ ἔ­χει θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­ὰν ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς δὲν ἦ­ταν ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει τί­πο­τε, οὔτε τὸ πα­ρα­μι­κρὸ θαῦ­μα. Τοῦ ἀποκρίθηκαν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι: Ἐ­σὺ γεν­νή­θη­κες βου­τηγ­μέ­νος ὁ­λό­κλη­ρος στὴν ἁ­μαρ­τί­α, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν τύ­φλω­ση πού εἶ­χες ἀ­π' τὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας σου. Καὶ σὺ ὁ ἄ­θλιος καὶ ἁ­μαρ­τω­λὸς κά­νεις τὸ δά­σκα­λο σέ μᾶς, πού εἴμαστε οἱ πιὸ σπου­δαγ­μέ­νοι ἀ­π' ὅ­λους τούς Ἰ­ου­δαί­ους; Καὶ τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω ἀ­π' τὸν τό­πο πού συ­νε­δρί­α­ζαν, σκο­πεύ­ον­τας νὰ τὸν ἀ­φο­ρί­σουν καὶ νὰ τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­σουν νὰ συμ­με­τέ­χει πλέ­ον στὶς λα­τρευ­τι­κὲς τε­λε­τὲς τοῦ να­οῦ.

Στὸ με­τα­ξὺ ἄ­κου­σε ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι τὸν πέ­τα­ξαν ἔ­ξω γιὰ τὴν παρρησία μὲ τὴν ὁποία δι­ε­κή­ρυτ­τε τὴν ἀ­λή­θεια, καὶ ἀφοῦ τὸν βρῆ­κε, τοῦ εἶ­πε: Ἐ­σύ, ἀν­τί­θε­τα μὲ τοὺς ἄ­πι­στους Ἰ­ου­δαί­ους, πι­στεύ­εις στὸν Υἱ­ὸ τοῦ Θε­οῦ; Κι ἐ­κεῖ­νος τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Καὶ ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τός, Κύ­ρι­ε, γιὰ νὰ τὸν πι­στέ­ψω; Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Μὰ τὸν ἔ­χεις κι­ό­λας δεῖ μὲ τὰ μά­τια σου. Αὐ­τὸς πού μι­λά­ει αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ μα­ζί σου, αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος εἶ­πε: Πι­στεύ­ω, Κύ­ρι­ε. Καὶ τὸν προ­σκύ­νη­σε ὡς Υἱ­ὸ τοῦ Θεοῦ καὶ Κύ­ριο.