Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 (29 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.                                                             

   (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου, πρὸς τὴν ὁ­ποί­α γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, εἶ­χε πλη­ρο­φο­ρί­ες ὅ­τι οἱ Χρι­στια­νοὶ φι­λο­νει­κοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες του προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τους οἰ­κια­κούς τῆς Χλό­ης, ἐ­πί­ση­μης χρι­στια­νῆς κυ­ρί­ας τῆς Κο­ρίν­θου. Καί οἱ φι­λο­νει­κί­ες τους ὀ­φεί­λον­ταν στό ὅ­τι δι­ά­φο­ροι Χρι­στια­νοὶ εἶ­χαν προ­σκολ­λη­θεῖ σέ ὁ­ρι­σμέ­νους δι­δα­σκά­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­σαν σχί­σμα­τα. Γι’ αὐ­τὸ τοὺς λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς ἀ­δελ­φοί, διά τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τὸ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, καί μή ᾖ ἐν ἡ­μῖν σχί­σμα­τα». Νά εἶ­σθε δὲ ἁρ­μο­νι­κὰ ἑ­νω­μέ­νοι «ἐν τῷ αὐ­τῷ νο­ΐ καί ἐν τῇ αὐ­τῇ γνώ­μῃ». Μὲ τὰ ἴ­δια φρο­νή­μα­τα καὶ τίς ἴ­δι­ες γνῶ­μες. Τοὺς ἐ­ξη­γεῖ δὲ μὲ πολ­λὴν ἀ­γά­πη για­τί δί­δει τή συμ­βου­λὴ αὐ­τήν. Δι­ό­τι «ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γώ μέν εἰ­μι Παύ­λου, ἐ­γώ δέ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γώ δὲ Κη­φᾶ, ἐ­γώ δὲ Χρι­στοῦ». Ὁ κα­θέ­νας σας λέ­γει· ἐ­γώ εἶ­μαι τοῦ Παύ­λου. Ἄλ­λος λέ­γει· ἐ­γώ θαυ­μά­ζω καί ἀ­κο­λου­θῶ τὸν Ἀ­πολ­λώ. Ἄλ­λος λέ­γει· ἐ­γώ εἶ­μαι τοῦ Πέ­τρου. Καὶ τέ­λος, ἄλ­λος· ἐ­γώ εἶ­μαι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλ­λ’ εἶ­ναι σω­στὰ πράγ­μα­τα αὐ­τά; δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ὁ Ἀ­πό­στο­λος. «Με­μέ­ρι­σται ὁ Χρι­στός;» Κομ­μα­τι­ά­στη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός; Σέ ὁ­ρι­σμέ­νη με­ρί­δα ἀ­νή­κει μό­νον ὁ Χρι­στός; Δὲν εἶ­ναι Αὐ­τὸς ὁ μό­νος Κύ­ριος, ὁ μό­νος Δε­σπό­της μας, ὁ μό­νος Λυ­τρω­τὴς καί Σω­τὴρ ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν; Καί προ­σθέ­τει· «μὴ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ἢ εἰς τὸ ὄ­νο­μα Παύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε;­». Δὲν σταυ­ρώ­θη­κε ὁ Παῦ­λος γιά χάρη σας, οὔ­τε στό ὄ­νο­μα τοῦ Παύ­λου βα­πτι­στή­κα­τε καί γί­να­τε Χρι­στια­νοί. Ὁ Χρι­στὸς σταυ­ρώ­θη­κε καί στό Ὄ­νο­μά Του βα­πτι­στή­κα­τε.

Αὐ­τό, ἀ­δελ­φοί, πού εἶ­χαν πά­θει οἱ Κο­ρίν­θιοι τό­τε καί γιά τό ὁ­ποῖ­ο τοὺς ἐ­πι­πλήτ­τει ὁ Παῦ­λος, ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ γί­νε­ται πάν­το­τε. Νὰ προ­σκολ­λοῦν­ται με­ρι­κοὶ Χρι­στια­νοὶ σέ ὁ­ρι­σμέ­νους δι­δα­σκά­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί νὰ λη­σμο­νοῦν ὅ­τι τὸ πρό­σω­πο στό ὀ­ποῖ­ο πρέ­πει νὰ προ­σκολ­λού­μα­στε καί τὸ ὁ­ποῖ­ο νὰ εἶ­ναι γιὰ μᾶς ὁ­δη­γὸς καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο νά λα­τρεύ­ου­με, εἶ­ναι μό­νο τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Μπο­ρεῖ ὁ­ρι­σμέ­νοι λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ μᾶς ὁ­δή­γη­σαν στήν πί­στη μέ τά κη­ρύγ­μα­τά τους, μέ τίς συμ­βου­λές τους. Μπο­ρεῖ ἄλ­λοι νὰ ἔ­χουν χα­ρί­σμα­τα ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ νὰ εἶ­ναι ἑλ­κυ­στι­κοί. Δυ­να­τὸν ὁ πνευ­μα­τι­κός μας νὰ ἀ­να­παύ­ει τὴν ψυ­χή μας καὶ νὰ μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ, ὅ­πως ἴ­σως δὲ βρή­κα­με ἀλ­λοῦ τήν πα­ρη­γο­ριά. Ἀ­σφα­λῶς ὅ­λους τούς λει­τουρ­γούς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θὰ τοὺς σε­βό­μα­στε καί θά τούς τι­μοῦ­με. Δὲν δι­και­ο­λο­γού­μα­στε ὅ­μως κα­θό­λου, ἂν προ­σκολ­λού­μα­στε σέ ὁ­ρι­σμέ­νους καί λη­σμο­νοῦ­με τόν Χρι­στό. Ἂν τοὺς το­πο­θε­τοῦ­με στό ἴ­διο ἐ­πί­πε­δο μὲ τὸν Χρι­στό. Ἂν ἔ­χου­με τήν ἰ­δέ­α ὅ­τι αὐ­τοί οὐ­σι­α­στι­κά μᾶς βο­η­θοῦν, αὐ­τοὶ μᾶς ἔ­σω­σαν. Καὶ ἂν τοὺς ἀ­πο­δί­δου­με τὸ σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή καὶ τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση, πού ὀ­φεί­λου­με στόν Χρι­στό. Ἐ­ὰν ἔ­τσι κά­μνου­με, σφάλ­λου­με σφάλ­μα μέ­γα. Δι­ό­τι καὶ οἱ λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι μό­νον ὄρ­γα­να τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κεῖ­νος καὶ μό­νο Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού σώ­ζει καί ἁ­γιά­ζει καὶ πα­ρη­γο­ρεῖ. Αὐ­τὸς σταυ­ρώ­θη­κε γιά μᾶς. Καί στό Ὄ­νο­μά Του βα­πτι­στή­κα­με καί σω­θή­κα­με καί γί­να­με Χρι­στια­νοί.

2. Γιά νά το­νί­σει δέ ὁ Παῦ­λος τή με­γά­λη αὐ­τή ἀ­λή­θεια καί νά δεί­ξει τὸ σφάλ­μα τῶν Κο­ριν­θί­ων, ἀ­να­φέ­ρε­ται στή δι­κή του δι­α­κο­νί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­πει­δή, τοὺς λέ­γει, παίρ­νε­τε ἔ­τσι στρα­βὰ τὰ πράγ­μα­τα, «εὐ­χα­ρι­στῶ τῷ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα εἰ μὴ Κρί­σπον καὶ Γά­ϊ­ον». Αὐ­τοὺς τοὺς δύ­ο ἐ­βά­πτι­σα ἐ­γώ προ­σω­πι­κά. Ἔ­τσι δὲν μπο­ρεῖ «νὰ εἴ­πῃ τις ὅ­τι εἰς τὸ ἐ­μόν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα». Ἐν­θυ­μού­με­νος δὲ μί­α πε­ρί­πτω­ση ἀ­κό­μη συμ­πλη­ρώ­νει· «ἐ­βά­πτι­σα δὲ καὶ τὸν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον». Βά­πτι­σα ἀ­κό­μη καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στε­φα­νᾶ. Ἐ­κτός ὅ­μως ἀ­π’ αυ­τούς δέ γνω­ρί­ζω ἂν βα­πτι­σα κα­νέ­να ἄλ­λον. «Λοι­πὸν οὐκ οἶ­δα εἴ τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα». Κα­τα­λή­γει δὲ ὁ Ἀ­πό­στο­λος μὲ μιά σπου­δαί­α δι­α­κή­ρυ­ξη, ἡ ὁ­ποί­α το­νί­ζει τὴ με­γά­λη ἀ­ξί­α καί ση­μα­σί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. «Οὐ γάρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ’ εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι». Δὲν μὲ ἔ­κα­με ὁ Χρι­στὸς ἀ­πό­στο­λό Του γιά νὰ βα­πτί­ζω, ἀλ­λά γιά νὰ κη­ρύτ­τω τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά σώ­ζον­ται ἔ­τσι ψυ­χές. Καί μά­λι­στα νὰ τὸ κη­ρύτ­τω «οὐκ ἐν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μή κε­νω­θῇ ὁ σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ». Νὰ κη­ρύτ­τω δη­λα­δὴ ὄ­χι μὲ σο­φί­α καί τέ­χνη ἀν­θρώ­πι­νη, ἀλ­λά μὲ ἁ­πλό­τη­τα, ὥ­στε νὰ μὴ χά­σει τή θε­ϊ­κή του δύ­να­μη τὸ κή­ρυγ­μα γιά τόν σταυ­ρι­κό θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ.

Με­γά­λη λοι­πὸν σπου­δαι­ό­τη­τα ἔ­χει τὸ κή­ρυγ­μα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τὸ «εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι». Τὸ νὰ κη­ρύτ­τουν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο οἱ λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐ­τὸ καί οἱ κλη­ρι­κοί μας δὲν πρέ­πει νὰ τὸ πα­ρα­με­λοῦν. Ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νά ἀ­κού­ει θεῖ­ο κή­ρυγ­μα, νὰ τρέ­φε­ται ἀ­πὸ τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό ὅ­σοι ἱ­ε­ρεῖς μας μπο­ροῦν, πρέ­πει νά ἑ­τοι­μά­ζον­ται καί νὰ κη­ρύτ­τουν συ­χνὰ πυ­κνά. Τίς Κυ­ρια­κές καί τίς ἑ­ορ­τές, ὅ­που οἱ Χρι­στια­νοὶ μα­ζεύ­ον­ται στήν ἐκ­κλη­σί­α. Ἀλ­λά καί ὅ­σοι ἱ­ε­ρεῖς μας δέν μπο­ροῦν, μό­νοι τους νά ἑ­οι­μά­σουν κή­ρυγ­μα, ἂς δι­α­βά­ζουν στόν λα­ό κη­ρύγ­μα­τα ἀ­πὸ βο­η­θή­μα­τα Ἱ. Μη­τρο­πό­λε­ων, ἀ­πὸ Κυ­ρι­α­κο­δρό­μια, ἀ­πὸ ὀρ­θό­δο­ξα θρη­σκευ­τι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἂς τὰ δι­α­βά­ζουν ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­μο­νὴ στό σπί­τι τους, γιά νά μπο­ροῦν νὰ τὰ ἀ­παγ­γεί­λουν κα­λά, καί τὴν ἑ­πο­μέ­νη νά τά δι­α­βά­ζουν στό ἐκ­κλη­σί­α­σμά τους. Ἀ­κό­μη καὶ οἱ λα­ϊ­κοὶ θε­ο­λό­γοι μας, εἴ­τε κα­θη­γη­τές στά σχο­λεῖ­α εἶ­ναι, εἴ­τε ἀλ­λοῦ ἐρ­γά­ζον­ται, κα­θῆ­κον ἔ­χουν νὰ εὐ­αγ­γε­λί­ζον­ται τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ καί νά τοῦ προ­σφέ­ρουν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φεύ­γουν τὸν κό­πο αὐ­τόν, δι­ό­τι ἔ­χουν λά­βει καί αὐ­τοί τὸ τά­λαν­το τῆς θε­ο­λο­γί­ας. Μό­νο τοῦ­το πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με ὅ­λοι. Νὰ εἶ­ναι τὸ κή­ρυγ­μά μας «οὐκ ἐν σο­φί­ᾳ λό­γου», ὄ­χι ἀν­θρώ­πι­να λό­για καί ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα καί φι­λο­σο­φί­ες, ἀλ­λά κή­ρυγ­μα μὲ κέν­τρο τὸν Χρι­στό, τὸν Σταυ­ρό Του, τὴ Θυ­σί­α Του καί τήν ἀ­γά­πη Του. Κή­ρυγ­μα πού θά συν­δέ­ει τίς ψυ­χές μὲ τὸν Κύ­ριο καί τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μά Του. Τό­τε ἀ­σφα­λῶς θὰ ἔ­χει καί πλού­σιαν τήν καρ­πο­φο­ρί­α.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.

                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε πο­λὺν κό­σμο καὶ τοὺς σπλα­χνί­στη­κε, καὶ θε­ρά­πευ­σε τοὺς ἄρ­ρω­στούς τους. Κα­θὼς ὅ­μως πλη­σί­α­ζε νὰ βρα­διά­σει, τὸν πλη­σί­α­σαν οἱ μα­θη­τές του καὶ τοῦ εἶ­παν: Εἶ­ναι ἔ­ρη­μος ὁ τό­πος καὶ ἡ ὥ­ρα πλέ­ον πέ­ρα­σε. Δῶ­σε δι­α­τα­γὴ νὰ δι­α­λυ­θοῦν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ, γιὰ νὰ πᾶ­νε στὰ χω­ριὰ καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τοὺς τους τρο­φὲς νὰ φᾶ­νε. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ φύ­γουν καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Δῶ­στε τους ἐ­σεῖς νὰ φᾶ­νε. Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι τοῦ εἶ­παν: Δὲν ἔ­χου­με ἐ­δῶ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο πέν­τε ψω­μιὰ καὶ δύ­ο ψά­ρια. Κύ­ριος τό­τε εἶ­πε: Φέρ­τε τά μου ἐ­δῶ. Κι ἀ­φοῦ πα­ρα­κί­νη­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ νά ἀ­να­κλι­θοῦν στὴν πρα­σι­νά­δα, πῆ­ρε τὰ πέν­τε ψω­μιὰ καὶ τὰ δύ­ο ψά­ρια, σή­κω­σε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ κι εὐ­χα­ρί­στη­σε καὶ ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τὸν Πα­τέ­ρα του. Κι ἀ­φοῦ ἔ­κο­ψε τὰ ψω­μιά, τὰ ἔ­δω­σε στοὺς μα­θη­τὲς καὶ οἱ μα­θη­τὲς στὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ἔ­φα­γαν ὅ­λοι καὶ χόρ­τα­σαν, καὶ μά­ζε­ψαν ὅ­σα κομ­μά­τια εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ψει, δώ­δε­κα δη­λα­δὴ κο­φί­νια γε­μά­τα. Ἐ­κεῖ­νοι μά­λι­στα πού ἔ­φα­γαν ἦ­ταν πε­ρί­που πέν­τε χι­λιά­δες ἄν­δρες, χω­ρὶς νὰ συ­νυ­πο­λο­γί­ζον­ται στὸν ἀ­ριθ­μὸ αὐ­τὸ οἱ γυ­ναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά. Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

ΕΝΔΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΝΕΟΠΑΡΤΥΡΕΣ ΚΛΗΡΙΚΟΙ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΟΙ

Ένδεκα χιλιάδες νεομάρτυρες Κληρικοί και Μοναχοί



11.000 νεομάρτυρες Κληρικοί και Μοναχοί πυροβολήθηκαν το 1918 στη Μονή Οράνκι της Ρωσίας από τους κομουνιστάς.
Λίγα λόγια για την Ιερά Μονή Οράνκι.
Η Ιερά Μονή Οράνκι της Ρωσίας ιδρύθηκε τον 18ο αιώνα κοντά στο ποτάμι Βόλγα για τους Ρώσους αριστοκράτες. Λειτούργησε μέχρι την επανάσταση του 1918, οπότε και κλείστηκε από τους αθέους και μετατράπηκε σε φυλακή.

Τους τοίχους του Ναού τους έβαψαν με ασβέστη για να σκεπαστούν οι τοιχογραφίες. Την μετέβαλαν σε φυλακή γυναικών. Το 1942 έγινε στρατόπεδο συγκεντρώσεως για τους αιχμαλώτους πολέμου. Τώρα είναι πάλι γυναικεία φυλακή.
-Πείτε μας, πάτερ Δημήτριε, κάτι για το στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Μονή Οράνκι, και για τους μοναχούς που μαρτύρησαν εκεί;
-Οράνκι ήταν το Μοναστήρι των Ρώσων αριστοκρατών και βρισκόταν στο κέντρο της Ρωσίας, κοντά στον ποταμό Βόλγα. Το 1918 οι κομουνιστές το κατάργησαν και έκαναν εκεί το στρατόπεδο συγκεντρώσεως για τους μοναχούς, μαζεύοντας εκεί πάνω από 11.000 μοναχούς από όλα τα μοναστήρια της Ρωσίας. Ήταν και ιερομόναχοι αλλά και παντρεμένοι ιερείς, με επικεφαλής έναν Επίσκοπον.
Το 1918 ήρθε από την Μόσχα μια στρατιωτική κομουνιστική επιτροπεία και τους είπε:
«Έρχεστε μαζί μας, ή όχι; Έχετε 24 ώρες να σκεφθείτε!».

Ο Επίσκοπος όμως τους είπε: «Είναι πάρα πολύ μέχρι αύριο. Θα σας δώσουμε την απάντηση σε 10 λεπτά». Τότε ο Επίσκοπος στράφηκε προς τους μοναχούς και τους είπε΄ «Αδελφοί, τώρα έχετε την ευκαιρία να γίνετε Μάρτυρες για τον Χριστό. Θέλετε να ενωθείτε με τους κομουνιστές, ή θέλετε να παραδώσετε την ζωή σας για τον Χριστό και να συγκραταριθμηθήτε στην χορία των αγίων μαρτύρων; Μη φοβάστε. Ο Χριστός είναι μαζί μας. Ο Χριστός μας καλεί σ' Αυτόν!». Τότε φώναξαν όλοι ομόφωνα : «Θέλουμε να πεθάνουμε για τον Χριστόν», και στην συνέχεια τους σκότωσαν όλους. Τους πυροβολούσαν στο κεφάλι. Σε ένα μήνα, από 300-500 άτομα την ημέρα, τους εξετέλεσαν όλους και τους έθαψαν σε μια μεγάλη χαράδρα στην αυλή του Μοναστηριού. Μερικοί έσκαβαν μια τάφρο, μετά τους σκότωσαν, άλλοι τους σκέπαζαν με χώμα και έσκαβαν στη συνέχεια την τάφρο μετά και αυτούς, με την σειρά τους, τους σκότωναν, μέχρι που τους έθαψαν όλους. Τον Επίσκοπο τον σκότωσαν στο τέλος και τον έθαψαν καθισμένο σε μια μικρή καρέκλα.

Ήταν μια μαζική σφαγή των Ρώσων μοναχών από τους κομουνιστές, μοναδική στην ιστορία της σύγχρονης Εκκλησίας, για την οποία κανείς δεν λέγει τίποτε, ούτε γράφτηκε κάτι μέχρι τώρα. Εγώ είμαι ο μοναδικός ορθόδοξος ιερέας που ζω ακόμη, αυτόπτης μάρτυς στην αποκάλυψη των λειψάνων των αγίων μαρτύρων από το Οράνκι, όπου έμεινα στο στρατόπεδο ως στρατιωτικός ιερεύς μεταξύ των ετών 1942-1948. έγραψα και ένα βιβλίο, σχετικά με αυτό το γεγονός, που ονομάζεται «Οράνκι».

Στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως στο Οράνκι ήμασταν περίπου 14.00 αιχμάλωτοι πολέμου από το Στάλινγραντ, Ρουμάνοι, Γερμανοί και άλλες ευρωπαϊκές εθνότητες, και ήταν ανάγκη για αποχωρητήρια. Τότε ο διοικητής, του στρατοπέδου έβαλε μερικούς στρατιώτες να σκάψουν ένα μεγάλο λάκκο πίσω από την Εκκλησία. Σκάβοντας εκεί βρήκαν τα λείψανα αυτών των μοναχών.
Τότε μερικοί Ρουμάνοι στρατιώτες ήρθαν σ' εμένα και μου είπαν:

Πάτερ Μπεζάν, βρήκαμε μια τάφρο γεμάτη με σώματα μοναχών, πυροβολημένων στο κεφάλι, ντυμένοι σε μαύρα μοναχικά ρούχα, τι να κάνουμε;

-Συνεχίσετε να σκάβετε με προσοχή και να δούμε τι θα βρούμε ακόμη! Σε λίγο ξαναήρθαν σ' εμένα.

-Πάτερ Μπεζάν, βρήκαμε ένα ηλικιωμένον ιερέα που δεν αλλοιώθηκε, καθισμένος σε μια καρέκλα. Φαίνεται καλά που τον πυροβόλησαν στο κεφάλι΄ φοράει μια αλυσίδα με σταυρό και μια μεταλλική εικόνα της Θεοτόκου.

Αδελφοί, τους είπα, πηγαίνετε στον διοικητή του στρατοπέδου και αναφέρετε αυτά που βλέπετε, ότι εδώ συμβαίνει ένα μεγάλο θαύμα. Όλοι αυτοί οι μοναχοί, με επικεφαλής τον αναλλοίωτον Επίσκοπον είναι άγιοι, είναι μάρτυρες που σκοτώθηκαν από τους κομουνιστάς μεταξύ των ετών 1918-1920.

Πάνω σε μια μικρή καρέκλα καθόταν ένας αρχιερέας. Φορούσε ένα εγκόλπιο και ένα σταυρό. Τον σταυρό τον έκλεψαν αυτοί που έσκαβαν. Το τεμάχισαν και το μοιράσθηκαν. Το εγκόλπιο το πήρα εγώ, αλλά μου το πήρε ο διοικητής. Κάλεσε τον διοικητή εκεί, και είπε: «Αυτός γιατί ταλαιπωρείται στην καρέκλα; Βγάλτε τον από εδώ και θάψτε τον κάπου, σαν άνθρωπο!» Και με διέταξε εμένα να το κάνω αυτό.

Μίλησα στο συνεργείο του στρατοπέδου και του κάναμε μια καρέκλα από βαλανιδιά. Τον βάλαμε στην καρέκλα και τον δέσαμε. Τον ράντισα με αγιασμό, επίσης ράντισα και όλα τα άλλα λείψανα. Μετά τον κηδέψαμε αρχιερατικά, κοντά σε μια κρήνη στο προαύλιο της Μονής.

Στις 6 Αυγούστου έρχονται σ' αυτή την κρήνη οι ιερείς που πέρασαν από τις φυλακές, μερικοί ανάπηροι, που σώθηκαν ζωντανοί από τις φυλακές της Σιβηρίας και τελούν την Θεία Λειτουργία.
Με την διαταγή του διοικητή του κάναμε και ένα σκελετό από βαλανίδια, για να μην βουλιάζει. Είδα όμως ένα θαύμα. Όταν βγάλαμε έξω το αναλλοίωτο σώμα του, απλώθηκε σαν να είχε πεθάνει τότε.

Αυτό το διηγήθηκα σε δυο Ρώσους διανοουμένους, ο ένας Ρουμανικής καταγωγής, γεγονός που τους εντυπωσίασε. Κατόπιν αυτοί επήγαν στο Οράνκι να διαπιστώσουν αν οι 11.000 μάρτυρες βρίσκονται εκεί. Όμως δεν μπόρεσαν, επειδή στο Οράνκι, που ήμασταν εμείς αιχμάλωτοι, έγινε μια γυναικεία φυλακή και δεν τους επέτρεψαν να πλησιάσουν. Μετά όμως έσκαψαν λίγο και διαπίστωσαν ακριβώς αυτό που τους είπα. Βρήκαν τα λείψανα, δεν βρήκαν όμως τον αρχιερέα, επειδή δεν έσκαψαν ακριβώς πάνω στο σημείο, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα που τους έδωσα. Ήρθαν κατόπιν σ' εμένα και επιβεβαίωσαν αυτά που είπα.
-Πότε βρήκατε τα λείψανα;

-Τα ανακάλυψα το φθινόπωρο του 1942.

-Σημαίνει ότι αυτά τα υπολείμματα είναι λείψανα αγίων ανθρώπων!

-Βέβαια. Είναι αληθινοί μάρτυρες, όπως και στον καιρό των Ρωμαϊκών διωγμών. Πολλοί είναι οι μάρτυρες της πίστεως, που σκοτώθηκαν από τους κομουνιστάς.

-Επέτρεψαν οι αρχές στους δυο νέους να πάρουν από τα λείψανα των μαρτύρων από το Οράνκι;

Όχι, τίποτα. Μόνο αυτό, να διαπιστώσουν ότι υπάρχουν. Οι αρχές έκαναν σαν να μη γνωρίζουν τίποτε. Τι τους ενδιέφερε;

Εγώ τους έστειλα σ' έναν αυτόπτη μάρτυρα, δεν ξέρω αν ζει ακόμη, ο οποίος το 1918 κατάφερε να γλυτώσει. Έγινε μυλωνάς στο δάσος στη Ταίγκα. Ονομαζόταν Θεόδοτος. Ήταν ρασοφόρος. Τον γνώρισα το 1944-1945, και όλα τα στοιχεία για αυτό το ομαδικό σκότωμα αυτός μου τα έδωσε.
-Πώς τον συναντήσατε;

-Σ' ένα βαρύ χειμώνα μας έβγαλαν να κόψουμε ξύλα σ' ένα δάσος βόρεια του στρατοπέδου. Μας φύλαγαν Ρώσοι, μη στρατιωτικοί, πολιτικοί που οπλοφορούσαν. Όπως περπατούσα μέσα στο δάσος, βρήκα ένα μικρό σπίτι στην κοιλάδα ενός ρυακιού. Χτύπησα την πόρτα βγήκε ένας ηλικιωμένος Ρώσος με γένια και με ρώτησε ποιος είμαι και τι θέλω.

Του είπα ότι είμαι στο Οράνκι και ότι είμαι Ρουμάνος ορθόδοξος ιερέας. Είχε τριάντα χρόνια να δη έναν ορθόδοξο ιερέα. Ήταν μέσα στο δάσος. Εκεί στον μύλο έζησε πολύ καλά τον Χριστιανισμό. Ήμουν ένας ξένος γι' αυτόν, όμως με εμπιστεύτηκε. Ήταν απλός μοναχός και δεν μπορούσε να τελεί τα της ιεροσύνης. Είχε ένα βιβλίο από όπου διάβαζε τον κανόνα του. Ήταν πολύ πιστός. Με ερώτησε:

-Είσαι ορθόδοξος ιερέας; Και άρχισε να κλαίει.
-Ναι, του απάντησα.

-Τότε θα σου πω ένα μυστικό είμαι μοναχός από την Μονή Οράνκι. Ονομάζομαι Θεόδωρος. Το 1918, όταν ήμουν νέος, έφυγα την νύχτα, για να μην με σκοτώσουν. Έκτισα ένα σπίτι και το μύλο σ' αυτό το δάσος. Δεν συνάντησα ένα ορθόδοξο ιερέα από τότε που έφυγα από το Οράνκι! Και μου διηγήθηκε πώς σκότωσαν οι κομουνιστές τους 11.000 μάρτυρες.
Αναμνήσεις από την περίοδο της παραμονής μου
στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως.
Στα ρωσικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως πέθαναν πάρα πολλοί. Εμείς τους κουβαλούσαμε με ξύλινη φορτάμαξα. Σκάβαμε μια μεγάλη τάφρο, τους βάζαμε εκεί και τους σκεπάζαμε με λίγο χώμα. Μετά ερχόταν άλλοι με την σειρά, κάθε ημέρα. Μόνο μια φορά μου επέτρεψαν να τελέσω μια γενική ακολουθία για όλους τους κεκοιμημένους. Ήταν χιλιάδες. Ετέλεσα ένα μνημόσυνο με όσα τροπάρια της νεκρωσίμου ακολουθίας μπορούσα να θυμηθώ.

Τότε ήμουν στο στρατόπεδο Μοναστήρκα. Στην Μονή Οράνκι ήταν δυο στρατόπεδα. Το ένα με Ρώσους κρατουμένους και στο άλλο με αιχμαλώτους πολέμου. Οι Ρώσοι εκτόπισαν εκατομμύρια ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες σε όλη την Σιβηρία. Στην Ρωσική κόλαση (γούλαγκ). Έπρεπε να είσαι έτοιμος για τον θάνατο. Όλοι ήταν έτοιμοι για τον θάνατο...
-Εσάς σας έσωσε ο Θεός από τον θάνατο!

-Ναι, σώθηκα με το έλεος του Θεού και είμαι ζωντανός. Πέρασα από πολλούς κινδύνους, πέρασα πολλά, αλλά γλύτωσα, και πολύ παράξενο πώς το μυαλό μου δουλεύει ακόμη καλά. Δόξα τω Θεώ για όλα.

Είναι μεγάλο πράγμα η χάρις του Θεού, μας σκεπάζει όλους, που πιστεύουμε σ' Αυτόν.

Αν ήξερες, πάτερ, πόσα κόκαλα ζώων έφαγα μόνον να μην αισθάνομαι πείνα. Την πείνα την αισθάνεσαι μέχρι την Τετάρτη ημέρα, μετά νιώθεις κάτι πολύ γλυκό στο σώμα, σαν να τρως ζάχαρη και λιποθυμάς΄ συνέχεια λιποθυμάς και γελάς μέχρι να πεθάνεις.

Σε δυο περιπτώσεις ο θάνατος δεν ήταν βαρύς, όταν σε πυροβολούσαν και όταν πέθαινες από πείνα ή παγωνιά.

Παραδείγματος χάρη, όταν μας πήγαιναν από το σταθμό μέχρι κάποιο στρατόπεδο, πηγαίναμε περίπου εκατό χιλιόμετρα από μεγάλα χιόνια μέχρι το λαιμό. Οι περισσότεροι έμειναν πίσω, γονάτισαν, προσκύνησαν καλά και φώναξαν δυνατά: «Αδελφοί, συγχωρήστε με!». Και ο Ρώσος που ήταν πίσω τον πυροβολούσε στο κεφάλι, και έμενε εκεί.

Εμείς δεν θα μπορούσαμε να αντέξουμε. Ο Θεός δίνει στον καθένα το δικό του μερίδιο. Δεν του δίνει περισσότερο απ' όσο μπορεί να αντέξει. Πιστεύετε αυτό;

Επιτρέπει και περισσότερο, αλλά του δίνει και δύναμη. Μερικές φορές αισθανόμουν τιμωρημένος, αλλά δεν γόγγυζα. Έπαιρνα πάνω μου τις αμαρτίες των άλλων.

Είμαι ευτυχής που είχα αυτή την εμπειρία. Ναι, πάτερ, ήμουν και είμαι ευτυχισμένος. Πέθαινα από την πείνα και το κρύο, αλλά ήμουν ευτυχισμένος΄ χαμογελούσα και έκλεινα τα μάτια αυτών που πέθαιναν. Ήταν γεμάτοι ψείρα και πέθαιναν από τον τύφον, ενώ εγώ δεν είχα τίποτα.
-Σας φύλαγε η χάρις του Θεού!

-Ναι, αυτό το ένιωθα. Σας το είπα. Και στον πόλεμο το ένιωσα δυο φορές, όταν μας βομβάρδισαν οι Ρώσοι. Όταν πηγαίναμε στην Βεσσαραβία, μείναμε στο μεγάλο χωριό Ισάκοβα. Ήταν Σάββατο. Κάναμε εσπερινό. Έβαλα στην εκκλησία ένα τάγμα στρατιωτών, τους εξομολόγησα και τους κοινώνησα. Άρχισαν να βομβαρδίζουν. Εγώ έμεινα στο Ιερό για να μαζεύω το αντιμήνσιο και το Άγιο Ποτήριο. Κτύπησαν και την Εκκλησία, χωρίς όμως να την νικήσουν.

-Όταν σε διώκουν είναι καλά να υπερασπίζεσαι και να δικαιολογείσαι; Ή είναι καλύτερα να υποφέρεις όλα για την αγάπη του Χριστού;

-Να υποφέρεις όλα για τον Χριστό.

-Είναι καλά να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου μπροστά στις εκκλησιαστικές αρχές;

-Δεν έχεις τι να κάνεις με την δικαιοσύνη. Ποτέ να μην κάνεις έκκληση στην δικαιοσύνη του Θεού, αλλά στην αγαθότητα του Θεού, στην αγάπη και το έλεός Του.

Πρέπει να σκεπτώμεθα την καλοσύνη του Θεού προς εμάς και με την σειρά μας να είμαστε και εμείς καλοί με τους άλλους.

Κατ' εξοχήν αυτή είναι η βασική αρετή του Χριστιανισμού, η αγάπη, η πραότητα, η συγχωρητικότητα. Όλα θα περάσουν η αγάπη όμως θα μείνει για πάντα. Η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει.

-Τι διαθήκη θέλετε να αφήσετε, μετά τον θάνατό σας, σ' αυτούς που σας αγαπούν;

-Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στα γεράματά του μόνον αυτά έλεγε στους μαθητές του: «Αγαπάτε αλλήλους», επειδή η αγάπη μπορεί να κατορθώσει τα πάντα, Αμήν
-Είχατε αναγκαστικό τόπο διαμονής;

-Ναι, μέχρι στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.

-Σας έκαμναν έλεγχο στο σπίτι που μένατε;

-Είχα ένα ταγματάρχη της ασφάλειας που ήταν καθημερινά εδώ. Τους πιστούς που ερχόταν σ' εμένα τους ρωτούσε διάφορα, καμιά φορά τους έδιωχνε.

-Τα γράμματά σας τα διάβαζαν;

-Ναι, μου τα έλεγχαν όλα. Αυτοί από το Ιάσιο με έβριζαν και με κτυπούσαν. Δεν ήταν χριστιανοί. Αυτός από το Χιρλάου ήταν καλός. Έκαμνε τακτικά τις αναφορές του. Μια νύκτα μετά την επανάσταση μου έδειξε τους φακέλους. Περιείχαν τις δηλώσεις των γνωστών και των εντοπίων. Τους συγχώρησα όλους. Προσεύχομαι γι' αυτούς, να μην τους υπολογίσει ο Θεός αυτή την αμαρτία. Τους είπα, όταν τους συνάντησα: «Αδελφοί, εγώ σας συγχώρησα όλους, και ο Θεός να σας συγχωρήσει».

-Μας είπατε ότι την νύκτα στις 21-22 Δεκεμβρίου του 1989 κρύφτηκαν εδώ σ' εσάς οι άνθρωποι της ασφάλειας.

-Ναι, ήρθαν το πρωί. Ήταν ο συνταγματάρχης από το Ιάσιο μαζί με δυο ταγματάρχες, που ήταν Εβραίοι. Αυτοί με κατεδίωξαν πιο πολύ. Μίλησαν μαζί μου και ζήτησαν συγνώμη. Ειλικρινά τους συγχώρησα.

Ευχαριστώ τον Θεό που βρέθηκα σ' αυτές τις δοκιμασίες και βγήκα με την συνείδηση καθαρή. Δεν έχω τίποτα στην συνείδησή μου παρά μόνο τις προσωπικές μου αμαρτίες.

-Ποιο είναι το μυστικό για να βγεις ωφελημένος από αυτούς τους διωγμούς;


-Περνάς πολύ εύκολα, όταν πιστεύεις στον Θεό. Ποτέ δεν μπορούσα να αμφιβάλω στην ύπαρξη του Θεού.

Στις φυλακές με χτυπούσαν. Ήμουν συνηθισμένος με την δουλειά από τα ρωσικά στρατόπεδα. Πρέπει να δέχεσαι την ταλαιπωρία. Αν δεν την δέχεσαι και μουρμουρίζεις, εναντιώνεσαι στον Χριστό και η ταλαιπωρία είναι μάταια. Με την χάρη του Θεού δεν νιώθεις τίποτα, δεν σε πονάει τίποτα. Είναι κάποιος που στέκεται δίπλα σου. Δούλεψα και σε ορυχείο και σε διώρυγα και δεν έπαθα τίποτα. Πάντα έδιδα μια ελπίδα και στους άλλους.
Από το βιβλίο "Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΤΑΛΑΙΠΩΡΙΑΣ" του μαρτυρικού ιερέως Δημητρίου Μπεζάν

Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

Η τελευταία εξομολόγηση

Η τελευταία εξομολόγηση



Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΙΣ

Το παρακάτω κείμενο είναι μια αληθινή ιστορία μεταφρασμένη από το παράνομο ρωσικό θρησκευτικό περιοδικό Ελπίδα («Ναντιέζντα») αρ. 9. Αποτελεί κεφάλαιο ενός βιβλίου που περιγράφει την ζωή του π. Αρσενίου, ενός αγίου ιερέως που έδρασε μέσα στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Προτάσσεται μέρος από τον πρόλογο του βιβλίου.
***
Το να σφραγίσουμε τα χείλη μας θα σήμαινε να πετάξουμε στη λήθη τις θλίψεις, τα βασανιστήρια, τους ασκητικούς αγώνες και τον θάνατο χιλιάδων μαρτύρων που υπέφεραν για τον Χριστό, αλλά και για χάρι δική μας, όσων είμαστε εδώ στη γη. Δεν έχουμε δικαίωμα να ξεχάσουμε. Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτούς τους ανθρώπους που βασανίστηκαν. αποτελεί καθήκον μας ενώπιον Θεού και ανθρώπων...
Σ’ αυτά εδώ τα απομνημονεύματα παρουσιάζεται μπροστά μας μόνο ένας από το αναρίθμητο πλήθος των πολεμιστών του Χριστού του πρώτου ημίσεως της δεκαετίας του '60. Πόσοι να είναι άραγε αυτοί που χάθηκαν για χάρι μας;...
Μέσα σ’ ένα διάστημα δεκαεννιά αιώνων η ανθρωπότης συσσώρευσε έναν πλούτο γνώσεως και σοφίας. ο Χριστιανισμός έφερε στους ανθρώπους Φως και Ζωή. Από αυτήν όμως την τεράστια παρακαταθήκη οι άνθρωποι του εικοστού αιώνος δεν διάλεξαν παρά μόνο την κακία και ονομάζοντάς την επιστημονικό επίτευγμα κατώρθωσαν να προκαλέσουν φρικτά και παρατεταμένα βασανιστήρια σε χιλιάδες ανθρώπων και σε πολλούς έναν επώδυνο θάνατο.
Ήταν έργο της θείας Πρόνοιας να περάσω μαζί με τον π. Αρσένιο ένα μικρό διάστημα της κρατήσεώς μου στα στρατόπεδα. Αυτό όμως στάθηκε αρκετό για να έλθω στην πίστι, να γίνω πνευματικό τέκνο του, ν’ ακολουθήσω τα ίχνη του, να καταλάβω και να γίνω μάρτυς της βαθειάς αγάπης του για τον Θεό και για τον πλησίον και να φθάσω στη επίγνωσι του τί σημαίνει «Χριστιανός».
Πολλοί από όσους έρχονταν σ’ επαφή με τον π. Αρσένιο —διανοούμενοι, εργάτες, αγρότες, εγκληματίες, πολιτικοί κρατούμενοι, παλαιοί μπολσεβίκοι, στελέχη του κόμματος— γίνονταν πνευματικά τέκνα του, φίλοι του, έρχονταν στην πίστι και τον ακολουθούσαν...
Θα ήταν αυθάδεια να έλεγα ότι εγώ έγραψα ή συγκέντρωσα αυτά που ακολουθούν. Πολλοί, πάρα πολλοί είναι αυτοί που γνώριζαν και αγαπούσαν τον π. Αρσένιο. Αυτοί έγραψαν και συγκέντρωσαν και μου έστειλαν το υλικό. Ό,τι είναι γραμμένο εδώ ανήκει σ’ αυτούς. Εγώ, όπως και όλοι αυτοί που ο π. Αρσένιος ανεγέννησε και έβαλε στο δρόμο της πίστεως, προσπάθησα μόνο να ξεπληρώσω με τους κόπους μου ένα μικρό μέρος του απείρου χρέους μου σε κάποιον που με έσωσε δίνοντάς μου μια νέα ζωή. Κι αν εσείς διαβάζοντας τα παρακάτω θυμηθήτε στη προσευχή σας τον δούλο του Θεού Αλέξανδρο, αυτό θα είναι για μένα μεγάλη ανταμοιβή.
* * *
Η επιθεώρησις τελείωσε. Οι κρατούμενοι ωδηγήθηκαν με φωνές και βία πίσω στους θαλάμους τους, ο καθένας σύμφωνα με τον αριθμό του, και η πόρτα κλειδώθηκε. Υπήρχε ακόμη χρόνος πριν από τον ύπνο για να κουβεντιάσουν μεταξύ τους, ν’ ανταλλάξουν εντυπώσεις από το στρατόπεδο, να πουν τα νέα της ημέρας, να νικήσουν κάποιον στο ντόμινο ή να ξαπλώσουν στις σανίδες της κουκέτας τους και ν’ αναπολήσουν το παρελθόν. Δύο ώρες αργότερα ο ήχος των συνομιλιών ακουγόταν ακόμη, όμως σιγά-σιγά υποχώρησε και βασίλεψε η σιωπή, καθώς οι κρατούμενοι παραδόθηκαν στον ύπνο.
Αρκετή ώρα μετά το κλείδωμα του θαλάμου ο π. Αρσένιος στάθηκε πλάι στα ξύλινα κρεβάτια και προσευχήθηκε. έπειτα ξάπλωσε κι αυτός και συνεχίζοντας την προσευχή αποκοιμήθηκε.
Ως συνήθως, ήταν ένας ύπνος ανήσυχος. Γύρω στη μία μετά τα μεσάνυχτα ένιωσε κάποιον να τον σκουντάη. Ανακάθισε και αντίκρυσε την ανήσυχη σιλουέτα ενός ανθρώπου που ψιθύριζε:
"Πάμε γρήγορα! Ο διπλανός μου πεθαίνει και σε ζητάει!".
Βρήκαν τον ετοιμοθάνατο στην άλλη άκρη του θαλάμου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. η αναπνοή του ήταν βαρειά και ακανόνιστη, τα μάτια του διάπλατα ανοιχτά κατά τρόπο αφύσικο.
"Με συγχωρείς... Σε χρειάζομαι... Πεθαίνω...". Κοίταξε τον π. Αρσένιο και πρόσθεσε σταθερά: "Κάθησε".
Ο π. Αρσένιος κάθησε στην άκρη του κρεβατιού. Το φως από τον διάδρομο παίρνοντας σχήμα ανάμεσα από τις κουκέτες φώτιζε αδύναμα το πρόσωπο του ετοιμοθανάτου κρατουμένου, που καλυπτόταν από χονδρές σταγόνες ιδρώτος. Τα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα, τα χείλη του σφιγμένα από τον πόνο. Ήταν εξαντλημένος και το πρόσωπό του είχε μια νεκρική χλωμάδα. Τα μάτια του όμως ήταν διάπλατα ανοιχτά και κοιτούσαν τον π. Αρσένιο σαν δύο αναμμένοι πυρσοί. Σ’ αυτά τα δύο μάτια αντικατοπτριζόταν τώρα όλη η πορεία της επίγειας ζωής του. Πέθαινε. Άφηνε αυτή τη ζωή κουρασμένος και γεμάτος πόνο. Αλλά κρατιόταν ακόμα από μια τελευταία επιθυμία: να δώση λόγο για όλα στον Θεό.
"Εξομολόγησέ με, συγχώρησε τις αμαρτίες μου. Είμαι μοναχός με μυστική κουρά".
Οι διπλανοί του κρατούμενοι πήγαν να κοιμηθούν αλλού. Όλοι έβλεπαν ότι ο θάνατος είχε φθάσει. Ακόμη και σ’ ένα θάλαμο στρατοπέδου κρατουμένων υπήρχε ευσπλαχνία και συμπάθεια για τον ετοιμοθάνατο.
Πλησιάζοντας πιο κοντά στον μοναχό και χαϊδεύοντας τα κοντά, ανακατωμένα μαλλιά του ο π. Αρσένιος έσιαξε την τριμμένη κουβέρτα. Με το χέρι του πάνω στο κεφάλι του μοναχού διάβασε ψιθυριστά τις ευχές και συγκεντρώνοντας την προσοχή του ετοιμάστηκε ν’ ακούση την εξομολόγησι.
"Η καρδιά μου... Δεν χτυπάει καλά..." ψιθύρισε ο ετοιμοθάνατος μοναχός και λέγοντας το μοναχικό του όνομα, «Μιχαήλ», άρχισε την εξομολόγησί του.
Σκύβοντας πάνω από την ξαπλωμένη σι­λουέττα ο π. Αρσένιος παρακολουθούσε με προσοχή την φωνή που μόλις ακουγόταν, ενώ άθελά του κοίταζε μέσα στα μάτια του Μιχαήλ. Μερικές φορές ο ψίθυρος σταματούσε και το μόνο που ακουγόταν ήταν το σφύριγμα από το στήθος του. Ο Μιχαήλ έπαιρνε απεγνωσμένα αέρα από το στόμα του. Άλλοτε πάλι σώπαινε εντελώς και φαινόταν σαν να είχε έρθει ο θάνατος. Τα μάτια του όμως συνέχιζαν να κινούνται και κοιτάζοντας μέσα σ’ αυτά ο π. Αρσένιος διάβαζε όλα όσα ο ψίθυρος προσπαθούσε να εκφράση.
Ο π. Αρσένιος είχε εξομολογήσει πολλούς στα τελευταία τους και αυτού του είδους οι εξομολογήσεις ήταν πάντα κάτι το βαθειά συγκινητικό. Τώρα όμως, ακούγοντας την εξομολόγησι του Μιχαήλ, ο π. Αρσένιος έβλεπε ξεκάθαρα ότι μπροστά του βρισκόταν ένας άνθρωπος που είχε φτάσει σε σπάνια επίπεδα πνευματικής τελειώσεως.
Ένας άνθρωπος δίκαιος πέθαινε, ένας άνθρωπος προσευχής, ένας άνθρωπος που είχε αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό και στον συνάνθρωπο μέχρι τελευταίας πνοής.
Ένας άνθρωπος δίκαιος πέθαινε και ο π. Αρσένιος άρχισε να συνειδητοποιή ότι ο ιερεύς Αρσένιος ήταν μικρός και ασήμαντος μπροστά του, ότι δεν ήταν καν άξιος να φιλήση την άκρη των ενδυμάτων του.
Ο ψίθυρος διακοβόταν όλο και πιο συχνά, αλλά τα μάτια έλαμπαν από ζωή και μέσα τους, μέσα σ’ αυτά τα δύο μάτια, ο π. Αρσένιος, όπως και πριν, τα διάβαζε όλα. όλα όσα ο ετοιμοθάνατος λαχταρούσε να εκφράση.
Στην εξομολόγησί του ο Μιχαήλ έγινε δικαστής του εαυτού του. και τον δίκασε αυστηρά, χωρίς έλεος. Μερικές φορές έμοιαζε σαν να απομακρυνόταν απ’ τον εαυτό του, σαν να 'βλεπε κάποιον άλλον να πεθαίνη. Κι ήταν εκείνον τον άλλον που δίκαζαν τώρα μαζί με τον π. Αρσένιο.
Ο π. Αρσένιος έβλεπε την επίγεια ζωή του Μιχαήλ σαν ένα καράβι βαρυφορτωμένο με βάσανα και θλίψεις —παλιές και τωρινές— να απομακρύνεται πια απ’ αυτόν και να κατευθύνεται προς τη μακρυνή χώρα της λησμοσύνης. Τώρα έμενε μόνο να πετάξη έξω όλα τα άχρηστα, όλα τα περιττά και επουσιώδη και να παραδώση τα χρήσιμα στα χέρια του ιερέως, που ενδεδυμένος με την δύναμι του Θεού θα του έδινε την συγχώρησι και την άφεσι όλων όσων είχε διαπράξει.
Στα λίγα λεπτά ζωής που του έμεναν ο μοναχός Μιχαήλ έπρεπε να τα παραδώση όλα στον π. Αρσένιο, να τα απλώση όλα ανοιχτά μπροστά στον Θεό, να αναγνωρί­ση τις αμαρτίες του και έχοντας καθαρίσει τον εαυτό του στο δικαστήριο της δικής του συνειδήσεως, να σταθή κατόπιν μπροστά στο Κριτήριο του Θεού.
Ένας κρατούμενος πέθαινε, όπως ακριβώς και τόσοι άλλοι είχαν πεθάνει μπροστά στα μάτια του π. Αρσενίου. Τούτος ο θάνατος όμως τον επηρέασε όσο ποτέ κανένας άλλος. Έτρεμε καθώς συνειδητοποιούσε ότι ο Κύριος με το πολύ έλεός Του τον είχε αξιώσει να εξομολογήση κάποιον που ανήκε στη χορεία των δικαίων.
Τούτη τη φορά ο Κύριος απεκάλυπτε έναν μεγάλο Του θησαυρό, που τόσο καιρό και με τόση αγάπη είχε καλλιεργήσει. Έδειχνε σε ποια ύψη πνευματικής τελειότητος μπορούν να φθάσουν όσοι αγαπούν τον Θεό με αγάπη ανεξάντλητη, όσοι σηκώνουν τον ζυγό και το φορτίο του Χριστού και τα βαστάζουν μέχρι τέλους. Όλα αυτά ο π. Αρσένιος τα έβλεπε και τα καταλάβαινε.
Οι απίστευτα πολύπλοκες περιστάσεις της σύγχρονης ζωής μόνο εμπόδια και προσκόμματα θα μπορούσαν να έχουν προσφέρει στην κατά Θεόν πορεία κάποιου: επαναστατικές ζυμώσεις, προσωπολατρείες, πολύπλοκες ανθρώπινες σχέσεις, επίσημη αθεΐα του κράτους, ποδοπάτημα της πίστεως, ηθική κατάπτωσις, διαρκής αστυνόμευσις και καταδόσεις, έλλειψις πνευματικού οδηγού. Η εξομολόγησις του ετοιμοθανάτου μοναχού ωστόσο έδειχνε ότι ένας άνθρωπος με βαθειά πίστι μπορεί όλα αυτά, κάθε τι που θα σταθή στον δρόμο του, να τα υπερνίκηση και να είναι κοντά στον Θεό.
Δεν ήταν ούτε σκήτη ούτε απομονωμένο μοναστήρι ο χώρος όπου ο Μιχαήλ είχε διανύσει την κατά Θεόν πορεία του. Αντίθετα, ήταν ο θόρυβος της ζωής, η βρωμιά της, η σκληρή μάχη με τις γύρω δυνάμεις του κακού, την άρνησι και την στρατευμένη αθεΐα. Είχε δεχθή πολύ λίγη πνευματική καθοδήγησι. Υπήρξαν κατά διαστήματα κάποιες συναντήσεις με δύο-τρεις ιερείς και ένας σχεδόν ολόκληρος χρόνος που τον πέρασε χαρούμενα σε στενή επικοινωνία με τον επίσκοπο Θεόδωρο, ο οποίος και τον έκειρε μοναχό. Αλλά μετά από τα δύο-τρία σύντομα γράμματα του επισκόπου απέμεινε μόνο ο ακλόνητος και φλογερός πόθος του να προχωρή μπροστά, όλο μπροστά, στον δρόμο προς τον Κύριο.
"Ακολούθησα άραγε τον δρόμο της πίστεως; Πήρα σωστά τον δρόμο του Θεού; Ή μήπως έχασα τον δρόμο; Δεν ξέρω", είπε ο Μιχαήλ. Ο π. Αρσένιος όμως έβλεπε ότι ο Μιχαήλ όχι μόνο δεν είχε παρεκκλίνει καθόλου από τον δρόμο που του είχε δείξει ο επίσκοπος Θεόδωρος, αλλά είχε κιόλας προχωρήσει πάρα πολύ σ’ αυτόν, έχοντας φθάσει και ξεπεράσει τους οδηγούς του.
Ολόκληρη η ζωή του Μιχαήλ ήταν μία μάχη «εν πορεία», μία μάχη για πνευματική και ηθική τελείωσι μέσα στη βαναυσότητα της σύγχρονης ζωής. Και ο π. Αρσένιος καταλάβαινε ότι ο Μιχαήλ είχε κερδίσει αυτή τη μάχη, τη μάχη που έδωσε μόνος εναντίον του κακού που τον περικύκλωνε. Καθώς έζησε μέσα στον κόσμο, αφιερώθηκε στην επιτέλεσι αγαθοεργιών στο όνομα του Κυρίου. Κράτησε μέσα στην καρδιά του σαν αναμμένο πυρσό τα λόγια του Αποστόλου: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού».
Ο π. Αρσένιος συνειδητοποιούσε το μεγαλείο, την τελειότητα του πνεύματος του Μιχαήλ. Με τον ίδιο τρόπο αναγνώριζε και τη δική του αθλιότητα και ικέτευε θερμά τον Κύριο να δώση σ’ αυτόν, τον ιερέα Του Αρσένιο, τη δύναμι να ανακουφίση τα βάσανα του μονάχου σ’ αυτές τις τελευταίες στιγμές της επίγειας ζωής του. Ήταν στιγμές που ο π. Αρσένιος αισθανόταν εντελώς ανήμπορος. Την ίδια ώρα όμως ένιωθε να εμψυχώνεται από την παρουσία του Μιχαήλ, του οποίου η επιθανάτια εξο­μολόγησι απεκάλυπτε μπροστά του τις θαυμαστές οδούς του Κυρίου, διδάσκοντας και οδηγώντας τον στο δρόμο της ολοκληρωτικής αφιερώσεως.
Έφτασε και η ώρα που ο Μιχαήλ είχε πια παραδώσει στον ιερέα —και δια μέσου εκείνου στον Θεό— όλα όσα βάραιναν την καρδιά του. Τα μάτια του κοίταζαν ερωτηματικά τον π. Αρσένιο. Ως ιερεύς, παίρνοντας από τον ετοιμοθάνατο μοναχό το φορτίο των αμαρτιών του και κρατώντας το στα χέρια του, ο π. Αρσένιος έτρεμε. έτρεμε πάλι με την επίγνωσι της αναξιότητος και ανθρώπινης αδυναμίας του. Απαγγέλλοντας την συγχωρητική ευχή στον δούλο του Θεού Μιχαήλ μοναχό, ο π. Αρσένιος από μέσα του έκλαιγε. Κατόπιν, μη μπορώντας να κρατηθή, ξέσπασε σε δάκρυα.
Ο Μιχαήλ σήκωσε τα μάτια του και κοίταξε προς τον π. Αρσένιο. "Ευχαριστώ... Ειρήνευε... Ήρθε η ώρα... Προσεύχου για μένα όσο πατάς σ’ αυτή τη γη. έχεις ακόμη πολύ δρόμο μπροστά σου... Σε παρακαλώ, πάρε το κασκέτο μου. Εκεί μέσα είναι ένα σημείωμα προς δύο ανθρώπους με μεγάλη ψυχή και μεγάλη πίστι. Πολύ μεγάλη. Όταν αφεθής ελεύθερος, πήγαινέ τους το σημείωμα αυτό. Σε χρειάζονται και τους χρειάζεσαι... Ράψε πάλι τον αριθμό στο κασκέτο. Και προσεύχου στον Κύριο για τον μοναχό Μιχαήλ".
Καθ’ όλη τη διάρκεια της εξομολογήσεως έμοιαζε σαν να ήταν μόνοι τους. σαν τάχα ο θάλαμος και οι ένοικοί του, όλη η ατμόσφαιρα της φυλακής, όλα να είχαν γίνει πολύ απόμακρα. όλα να είχαν περιέλθει σ’ ένα είδος ανυπαρξίας. Παρέμενε μόνο η παρουσία του Θεού, η προσευχή των καρδιών τους και η σιωπηλή πνευματική ένωσι που τους έδενε και τους έφερνε ενώ­πιον του Κυρίου.
Κάθε αγωνία και ταραχή σταμάτησε. κάθε τι γήινο χάθηκε. Υπήρχε ο Θεός. Και τώρα η μία ψυχή πήγαινε να Τον συναντή­ση, ενώ η άλλη αξιωνόταν να παρακολου­θήση ένα μεγάλο μυστήριο: τον θάνατο, την αναχώρησι από την ζωή.
Ο ετοιμοθάνατος μοναχός κράτησε σφιχτά το χέρι του π. Αρσενίου και προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε με τόση αυτοσυγκέντρωση ώστε αποξενώθηκε εντελώς από το περιβάλλον. Εσωτερικά ο π. Αρσένιος πλησίασε ακόμα πιο πολύ κοντά του. Με ευλάβεια και χωρίς διαλογισμούς πάλευε ν’ ακολουθήση τον μοναχό στην προσευχή του.
Έπειτα ήρθε η στιγμή του θανάτου. Τα μάτια του ετοιμοθάνατου φωτίσθηκαν έντονα με μια ήρεμη έκστασι. Τα λόγια του μόλις ακούγονταν: "Κύριε, μη με απόρριψης!".
Ανασηκώνοντας το κορμί του από το κρεβάτι, ο Μιχαήλ άνοιξε τα χέρια και επανέλαβε δυνατά: "Κύριε! Κύριε!". Άδραξε πάλι μπροστά, αλλά την επόμενη στιγμή έπεσε πίσω ανάσκελα και το κορμί του αμέσως χαλάρωσε.
Συγκλονισμένος ο π. Αρσένιος έπεσε στα γόνατα και άρχισε να προσεύχεται. όχι για την ψυχή και την σωτηρία του κοιμηθέντος μοναχού, αλλά για να ευχαριστήση. Να ευχαριστήση για το μεγάλο δώρο, να αξιωθή να δη εκείνο που είναι αθέατο στα μάτια και ακατανόητο στον νου, εκείνο που είναι το πιο κρυφό απ’ όλα τα μυστήρια: τον θάνατο του δικαίου.
Όταν σηκώθηκε ο π. Αρσένιος, έσκυψε πάνω στο σώμα του νεκρού Μιχαήλ. Τα μάτια του ήταν ακόμη ανοιχτά, ακόμη γεμάτα φως. Όμως το φως σιγά-σιγά χλώμιαζε και την θέσι του έπαιρνε μια ανεπαίσθητη καταχνιά. Τα βλέφαρα έκλεισαν αργά, μια σκιά διέτρεξε το πρόσωπο, και στο πέρασμά της εκείνο έγινε αμέσως επιβλητικό, γαλήνιο, θριαμβευτικό.
Σκυμμένος πάνω στο λείψανο ο π. Αρσένιος προσευχόταν. Αν και μόλις είχε γίνει μάρτυς του θανάτου αυτού του νέου μοναχού, δεν ένιωθε λύπη. Αντίθετα, ήταν γεμάτος από ειρήνη και εσωτερική αγαλλίασι. Είχε γνωρίσει έναν δίκαιο του Θεού, είχε γευθή το έλεός Του, είχε δει την δόξα Του.
Προσεκτικά ο π. Αρσένιος τακτοποίησε τα ρούχα στο σώμα του νεκρού, έκανε βαθειά υπόκλισι μπροστά του και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι ήταν ακόμη στο θάλαμο ενός στρατοπέδου «με αυστηρό καθεστώς κρατήσεως». Σαν αστραπή πέρασε η σκέψις από το μυαλό του: Αυτό το στρατόπεδο είχε μόλις δεχθή μιαν επίσκεψι του Θεού, τον ίδιο τον Κύριο, που είχε έρθει να παραλαβή την ψυχή του δικαίου Μιχαήλ.
Μόνο λίγη ώρα απόμενε μέχρι το εγερτήριο. Ο π. Αρσένιος πήρε το κασκέτο του Μιχαήλ, τύπωσε στη μνήμη τον αριθμό και πήγε να ενημερώση τον θαλαμάρχη για τον θάνατο. Ο θαλαμάρχης, ο αρχαιότερος των καταδίκων, ρώτησε τον αριθμό του νεκρού και εξέφρασε την συμπάθειά του.
Οι θάλαμοι ξεκλειδώθηκαν. Οι κρατούμενοι έτρεξαν έξω για την επιθεώρησι και μπήκαν γρήγορα σε σειρές. Ο θαλαμάρχης πλησίασε τους επιθεωρητές που στέκονταν στην είσοδο του θαλάμου και ανέφερε: "Έχουμε έναν νεκρό, αριθμός Β 382".
Ένας από τους επιθεωρητές μπήκε στο θάλαμο, κοίταξε τον νεκρό, σκούντησε το λείψανο με τη μύτη της μπότας του και έφυγε. Δύο ώρες αργότερα έφθασε ένα έλκυθρο για να πάρη το πτώμα. Ένας γιατρός των φυλακών, από τους καλούμενους «εθελοντές εργασίας», μπήκε μέσα, διάβηκε με το βλέμμα του απρόσεκτα το νεκρό σώμα, σήκωσε λίγο το ένα βλέφαρο με το κλεισμένο σε γάντι χέρι του και μ’ ένα τόνο απαρέσκειας είπε στην ομάδα υπηρεσίας: "Γρήγορα, βάλτε το στο κάρρο".
Διάφορα πτώματα κοίτονταν ήδη πάνω στο έλκυθρο. Το σώμα του Μιχαήλ μεταφέρθηκε έξω και τοποθετήθηκε πάνω στα άλλα. Ο οδηγός πήρε θέσι ισορροπώντας τα πόδια του επάνω στα πτώματα, που είχαν ήδη ξυλιάσει από το κρύο.
Έπεφτε ψιλό χιόνι και καθώς ακουμπούσε στα πρόσωπα των νεκρών, έλυωνε αργά. Ήταν σαν να έκλαιγαν. Κοντά στους θαλάμους στέκονταν ακόμα οι επιθεωρητές, που συζητούσαν με τον γιατρό, οι κρατούμενοι υπηρεσίας και ο π. Αρσένιος που έσφιγγε τα χέρια του στο στήθος και προσευχόταν σιωπηλά.
Το έλκυθρο άρχισε να κινήται. Κάνοντας μια βαθειά υπόκλισι ο π. Αρσένιος ευλόγησε τα άψυχα σώματα και γύρισε πίσω στον θάλαμο. Ο οδηγός τίναξε τα χαλινάρια και έκανε τα άλογα να ξεκινήσουν ξεστομίζοντας μια βρισιά. Το έλκυ­θρο απομακρύνθηκε αργά και χάθηκε από τη ματιά.
ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
ΤΕΥΧΟΣ 6