Κυριακή 29 Ιουλίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 (29 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Ἀ­δελ­φοί, πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς, δι­ὰ το ὀ­νό­μα­τος το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, κα μ ν ὑ­μῖν σχί­σμα­τα, ἦ­τε δ κα­τηρ­τι­σμέ­νοι ν τ αὐ­τῷ νο­ῒ κα ν τ αὐ­τῇ γνώ­μῃ. ἐ­δη­λώ­θη γρ μοι πε­ρὶ ὑ­μῶν, ἀ­δελ­φοί μου, ὑ­πὸ τν Χλό­ης ὅ­τι ἔ­ρι­δες ἐν ὑ­μῖν εἰ­σι. λέ­γω δ τοῦ­το, ὅ­τι ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γὼ μν εἰ­μι Πα­ύ­λου, ἐ­γὼ δ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γὼ δ Κη­φᾶ, ἐ­γὼ δ Χρι­στοῦ. με­μέ­ρι­σται Χρι­στός; μ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ες τ ὄ­νο­μα Πα­ύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε; εὐ­χα­ρι­στῶ τ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα ε μ Κρί­σπον κα Γϊον, ἵ­να μ τις εἴ­πῃ ὅ­τι ες τ ἐ­μὸν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα. ἐ­βά­πτι­σα δ κα τν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον· λοι­πὸν οκ οἶ­δα ε τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα. ο γρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ' εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι, οκ ν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μ κε­νω­θῇ σταυ­ρὸς το Χρι­στοῦ.                                                             

   (Α΄ Κορ. α΄[1] 10 – 17)

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Κο­ρίν­θου, πρὸς τὴν ὁ­ποί­α γρά­φει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, εἶ­χε πλη­ρο­φο­ρί­ες ὅ­τι οἱ Χρι­στια­νοὶ φι­λο­νει­κοῦ­σαν με­τα­ξύ τους. Οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες του προ­έρ­χον­ταν ἀ­πό τους οἰ­κια­κούς τῆς Χλό­ης, ἐ­πί­ση­μης χρι­στια­νῆς κυ­ρί­ας τῆς Κο­ρίν­θου. Καί οἱ φι­λο­νει­κί­ες τους ὀ­φεί­λον­ταν στό ὅ­τι δι­ά­φο­ροι Χρι­στια­νοὶ εἶ­χαν προ­σκολ­λη­θεῖ σέ ὁ­ρι­σμέ­νους δι­δα­σκά­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γή­θη­σαν σχί­σμα­τα. Γι’ αὐ­τὸ τοὺς λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «πα­ρα­κα­λῶ ὑ­μᾶς ἀ­δελ­φοί, διά τοῦ ὀ­νό­μα­τος τοῦ Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἵ­να τὸ αὐ­τὸ λέ­γη­τε πάν­τες, καί μή ᾖ ἐν ἡ­μῖν σχί­σμα­τα». Νά εἶ­σθε δὲ ἁρ­μο­νι­κὰ ἑ­νω­μέ­νοι «ἐν τῷ αὐ­τῷ νο­ΐ καί ἐν τῇ αὐ­τῇ γνώ­μῃ». Μὲ τὰ ἴ­δια φρο­νή­μα­τα καὶ τίς ἴ­δι­ες γνῶ­μες. Τοὺς ἐ­ξη­γεῖ δὲ μὲ πολ­λὴν ἀ­γά­πη για­τί δί­δει τή συμ­βου­λὴ αὐ­τήν. Δι­ό­τι «ἕ­κα­στος ὑ­μῶν λέ­γει· ἐ­γώ μέν εἰ­μι Παύ­λου, ἐ­γώ δέ Ἀ­πολ­λώ, ἐ­γώ δὲ Κη­φᾶ, ἐ­γώ δὲ Χρι­στοῦ». Ὁ κα­θέ­νας σας λέ­γει· ἐ­γώ εἶ­μαι τοῦ Παύ­λου. Ἄλ­λος λέ­γει· ἐ­γώ θαυ­μά­ζω καί ἀ­κο­λου­θῶ τὸν Ἀ­πολ­λώ. Ἄλ­λος λέ­γει· ἐ­γώ εἶ­μαι τοῦ Πέ­τρου. Καὶ τέ­λος, ἄλ­λος· ἐ­γώ εἶ­μαι τοῦ Χρι­στοῦ. Ἀλ­λ’ εἶ­ναι σω­στὰ πράγ­μα­τα αὐ­τά; δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται ὁ Ἀ­πό­στο­λος. «Με­μέ­ρι­σται ὁ Χρι­στός;» Κομ­μα­τι­ά­στη­κε λοι­πὸν ὁ Χρι­στός; Σέ ὁ­ρι­σμέ­νη με­ρί­δα ἀ­νή­κει μό­νον ὁ Χρι­στός; Δὲν εἶ­ναι Αὐ­τὸς ὁ μό­νος Κύ­ριος, ὁ μό­νος Δε­σπό­της μας, ὁ μό­νος Λυ­τρω­τὴς καί Σω­τὴρ ὅ­λων τῶν Χρι­στια­νῶν; Καί προ­σθέ­τει· «μὴ Παῦ­λος ἐ­σταυ­ρώ­θη ὑ­πὲρ ὑ­μῶν; ἢ εἰς τὸ ὄ­νο­μα Παύ­λου ἐ­βα­πτί­σθη­τε;­». Δὲν σταυ­ρώ­θη­κε ὁ Παῦ­λος γιά χάρη σας, οὔ­τε στό ὄ­νο­μα τοῦ Παύ­λου βα­πτι­στή­κα­τε καί γί­να­τε Χρι­στια­νοί. Ὁ Χρι­στὸς σταυ­ρώ­θη­κε καί στό Ὄ­νο­μά Του βα­πτι­στή­κα­τε.

Αὐ­τό, ἀ­δελ­φοί, πού εἶ­χαν πά­θει οἱ Κο­ρίν­θιοι τό­τε καί γιά τό ὁ­ποῖ­ο τοὺς ἐ­πι­πλήτ­τει ὁ Παῦ­λος, ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νὰ γί­νε­ται πάν­το­τε. Νὰ προ­σκολ­λοῦν­ται με­ρι­κοὶ Χρι­στια­νοὶ σέ ὁ­ρι­σμέ­νους δι­δα­σκά­λους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί νὰ λη­σμο­νοῦν ὅ­τι τὸ πρό­σω­πο στό ὀ­ποῖ­ο πρέ­πει νὰ προ­σκολ­λού­μα­στε καί τὸ ὁ­ποῖ­ο νὰ εἶ­ναι γιὰ μᾶς ὁ­δη­γὸς καὶ τὸ ὁ­ποῖ­ο νά λα­τρεύ­ου­με, εἶ­ναι μό­νο τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ. Μπο­ρεῖ ὁ­ρι­σμέ­νοι λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας νὰ μᾶς ὁ­δή­γη­σαν στήν πί­στη μέ τά κη­ρύγ­μα­τά τους, μέ τίς συμ­βου­λές τους. Μπο­ρεῖ ἄλ­λοι νὰ ἔ­χουν χα­ρί­σμα­τα ἰ­δι­αί­τε­ρα καὶ νὰ εἶ­ναι ἑλ­κυ­στι­κοί. Δυ­να­τὸν ὁ πνευ­μα­τι­κός μας νὰ ἀ­να­παύ­ει τὴν ψυ­χή μας καὶ νὰ μᾶς πα­ρη­γο­ρεῖ, ὅ­πως ἴ­σως δὲ βρή­κα­με ἀλ­λοῦ τήν πα­ρη­γο­ριά. Ἀ­σφα­λῶς ὅ­λους τούς λει­τουρ­γούς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θὰ τοὺς σε­βό­μα­στε καί θά τούς τι­μοῦ­με. Δὲν δι­και­ο­λο­γού­μα­στε ὅ­μως κα­θό­λου, ἂν προ­σκολ­λού­μα­στε σέ ὁ­ρι­σμέ­νους καί λη­σμο­νοῦ­με τόν Χρι­στό. Ἂν τοὺς το­πο­θε­τοῦ­με στό ἴ­διο ἐ­πί­πε­δο μὲ τὸν Χρι­στό. Ἂν ἔ­χου­με τήν ἰ­δέ­α ὅ­τι αὐ­τοί οὐ­σι­α­στι­κά μᾶς βο­η­θοῦν, αὐ­τοὶ μᾶς ἔ­σω­σαν. Καὶ ἂν τοὺς ἀ­πο­δί­δου­με τὸ σε­βα­σμὸ καὶ τὴν ὑ­πα­κο­ή καὶ τὴν ἀ­φο­σί­ω­ση, πού ὀ­φεί­λου­με στόν Χρι­στό. Ἐ­ὰν ἔ­τσι κά­μνου­με, σφάλ­λου­με σφάλ­μα μέ­γα. Δι­ό­τι καὶ οἱ λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἄν­θρω­ποι. Εἶ­ναι μό­νον ὄρ­γα­να τοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κεῖ­νος καὶ μό­νο Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι πού σώ­ζει καί ἁ­γιά­ζει καὶ πα­ρη­γο­ρεῖ. Αὐ­τὸς σταυ­ρώ­θη­κε γιά μᾶς. Καί στό Ὄ­νο­μά Του βα­πτι­στή­κα­με καί σω­θή­κα­με καί γί­να­με Χρι­στια­νοί.

2. Γιά νά το­νί­σει δέ ὁ Παῦ­λος τή με­γά­λη αὐ­τή ἀ­λή­θεια καί νά δεί­ξει τὸ σφάλ­μα τῶν Κο­ριν­θί­ων, ἀ­να­φέ­ρε­ται στή δι­κή του δι­α­κο­νί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἐ­πει­δή, τοὺς λέ­γει, παίρ­νε­τε ἔ­τσι στρα­βὰ τὰ πράγ­μα­τα, «εὐ­χα­ρι­στῶ τῷ Θε­ῷ ὅ­τι οὐ­δέ­να ὑ­μῶν ἐ­βά­πτι­σα εἰ μὴ Κρί­σπον καὶ Γά­ϊ­ον». Αὐ­τοὺς τοὺς δύ­ο ἐ­βά­πτι­σα ἐ­γώ προ­σω­πι­κά. Ἔ­τσι δὲν μπο­ρεῖ «νὰ εἴ­πῃ τις ὅ­τι εἰς τὸ ἐ­μόν ὄ­νο­μα ἐ­βά­πτι­σα». Ἐν­θυ­μού­με­νος δὲ μί­α πε­ρί­πτω­ση ἀ­κό­μη συμ­πλη­ρώ­νει· «ἐ­βά­πτι­σα δὲ καὶ τὸν Στε­φα­νᾶ οἶ­κον». Βά­πτι­σα ἀ­κό­μη καὶ τὴν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Στε­φα­νᾶ. Ἐ­κτός ὅ­μως ἀ­π’ αυ­τούς δέ γνω­ρί­ζω ἂν βα­πτι­σα κα­νέ­να ἄλ­λον. «Λοι­πὸν οὐκ οἶ­δα εἴ τι­να ἄλ­λον ἐ­βά­πτι­σα». Κα­τα­λή­γει δὲ ὁ Ἀ­πό­στο­λος μὲ μιά σπου­δαί­α δι­α­κή­ρυ­ξη, ἡ ὁ­ποί­α το­νί­ζει τὴ με­γά­λη ἀ­ξί­α καί ση­μα­σί­α τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ. «Οὐ γάρ ἀ­πέ­στει­λέ με Χρι­στὸς βα­πτί­ζειν, ἀλ­λ’ εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι». Δὲν μὲ ἔ­κα­με ὁ Χρι­στὸς ἀ­πό­στο­λό Του γιά νὰ βα­πτί­ζω, ἀλ­λά γιά νὰ κη­ρύτ­τω τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο καί νά σώ­ζον­ται ἔ­τσι ψυ­χές. Καί μά­λι­στα νὰ τὸ κη­ρύτ­τω «οὐκ ἐν σο­φί­ᾳ λό­γου, ἵ­να μή κε­νω­θῇ ὁ σταυ­ρός τοῦ Χρι­στοῦ». Νὰ κη­ρύτ­τω δη­λα­δὴ ὄ­χι μὲ σο­φί­α καί τέ­χνη ἀν­θρώ­πι­νη, ἀλ­λά μὲ ἁ­πλό­τη­τα, ὥ­στε νὰ μὴ χά­σει τή θε­ϊ­κή του δύ­να­μη τὸ κή­ρυγ­μα γιά τόν σταυ­ρι­κό θά­να­το τοῦ Χρι­στοῦ.

Με­γά­λη λοι­πὸν σπου­δαι­ό­τη­τα ἔ­χει τὸ κή­ρυγ­μα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τὸ «εὐ­αγ­γε­λί­ζε­σθαι». Τὸ νὰ κη­ρύτ­τουν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο οἱ λει­τουρ­γοί τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Γι’ αὐ­τὸ καί οἱ κλη­ρι­κοί μας δὲν πρέ­πει νὰ τὸ πα­ρα­με­λοῦν. Ὁ λα­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἔ­χει ἀ­νάγ­κη νά ἀ­κού­ει θεῖ­ο κή­ρυγ­μα, νὰ τρέ­φε­ται ἀ­πὸ τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Γι’ αὐ­τό ὅ­σοι ἱ­ε­ρεῖς μας μπο­ροῦν, πρέ­πει νά ἑ­τοι­μά­ζον­ται καί νὰ κη­ρύτ­τουν συ­χνὰ πυ­κνά. Τίς Κυ­ρια­κές καί τίς ἑ­ορ­τές, ὅ­που οἱ Χρι­στια­νοὶ μα­ζεύ­ον­ται στήν ἐκ­κλη­σί­α. Ἀλ­λά καί ὅ­σοι ἱ­ε­ρεῖς μας δέν μπο­ροῦν, μό­νοι τους νά ἑ­οι­μά­σουν κή­ρυγ­μα, ἂς δι­α­βά­ζουν στόν λα­ό κη­ρύγ­μα­τα ἀ­πὸ βο­η­θή­μα­τα Ἱ. Μη­τρο­πό­λε­ων, ἀ­πὸ Κυ­ρι­α­κο­δρό­μια, ἀ­πὸ ὀρ­θό­δο­ξα θρη­σκευ­τι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Ἂς τὰ δι­α­βά­ζουν ἀ­πὸ τὴν πα­ρα­μο­νὴ στό σπί­τι τους, γιά νά μπο­ροῦν νὰ τὰ ἀ­παγ­γεί­λουν κα­λά, καί τὴν ἑ­πο­μέ­νη νά τά δι­α­βά­ζουν στό ἐκ­κλη­σί­α­σμά τους. Ἀ­κό­μη καὶ οἱ λα­ϊ­κοὶ θε­ο­λό­γοι μας, εἴ­τε κα­θη­γη­τές στά σχο­λεῖ­α εἶ­ναι, εἴ­τε ἀλ­λοῦ ἐρ­γά­ζον­ται, κα­θῆ­κον ἔ­χουν νὰ εὐ­αγ­γε­λί­ζον­ται τόν λα­ό τοῦ Θε­οῦ καί νά τοῦ προ­σφέ­ρουν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Δὲν πρέ­πει νὰ ἀ­πο­φεύ­γουν τὸν κό­πο αὐ­τόν, δι­ό­τι ἔ­χουν λά­βει καί αὐ­τοί τὸ τά­λαν­το τῆς θε­ο­λο­γί­ας. Μό­νο τοῦ­το πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με ὅ­λοι. Νὰ εἶ­ναι τὸ κή­ρυγ­μά μας «οὐκ ἐν σο­φί­ᾳ λό­γου», ὄ­χι ἀν­θρώ­πι­να λό­για καί ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα καί φι­λο­σο­φί­ες, ἀλ­λά κή­ρυγ­μα μὲ κέν­τρο τὸν Χρι­στό, τὸν Σταυ­ρό Του, τὴ Θυ­σί­α Του καί τήν ἀ­γά­πη Του. Κή­ρυγ­μα πού θά συν­δέ­ει τίς ψυ­χές μὲ τὸν Κύ­ριο καί τὸ ἅ­γιο θέ­λη­μά Του. Τό­τε ἀ­σφα­λῶς θὰ ἔ­χει καί πλού­σιαν τήν καρ­πο­φο­ρί­α.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶ­δεν Ἰ­η­σοῦς πο­λὺν ὄ­χλον, κα ἐ­σπλαγ­χνί­σθη ἐ­π' αὐ­τοῖς κα ἐ­θε­ρά­πευ­σε τος ἀρ­ρώ­στους αὐ­τῶν. ὀ­ψί­ας δ γε­νο­μέ­νης προ­σῆλ­θον αὐ­τῷ ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ λέ­γον­τες· Ἔ­ρη­μός ἐ­στιν ὁ τό­πος κα ὥ­ρα ἤ­δη πα­ρῆλ­θεν· ἀ­πό­λυ­σον τος ὄ­χλους, ἵ­να ἀ­πελ­θόν­τες ες τς κώ­μας ἀ­γο­ρά­σω­σιν ἑ­αυ­τοῖς βρώ­μα­τα. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ο χρεί­αν ἔ­χου­σιν ἀ­πελ­θεῖν· δό­τε αὐ­τοῖς ὑ­μεῖς φα­γεῖν. ο δ λέ­γου­σιν αὐ­τῷ· Οκ ἔ­χο­μεν ὧ­δε ε μ πέν­τε ἄρ­τους κα δύ­ο ἰ­χθύ­ας. δ εἶ­πε· Φρετ μοι αὐ­το­ύς ὧ­δε. κα κε­λε­ύ­σας τος ὄ­χλους ἀ­να­κλι­θῆ­ναι ἐ­πὶ τος χόρ­τους, λα­βὼν τος πέν­τε ἄρ­τους κα τος δύ­ο ἰ­χθύ­ας, ἀ­να­βλέ­ψας ες τν οὐ­ρα­νὸν εὐ­λό­γη­σε, κα κλά­σας ἔ­δω­κε τος μα­θη­ταῖς τος ἄρ­τους ο δ μα­θη­ταὶ τος ὄ­χλοις. κα ἔ­φα­γον πάν­τες κα ἐ­χορ­τά­σθη­σαν, κα ἦ­ραν τ πε­ρισ­σεῦ­ον τν κλα­σμά­των δώ­δε­κα κο­φί­νους πλή­ρεις. ο δ ἐ­σθί­ον­τες ἦ­σαν ἄν­δρες ὡ­σεὶ πεν­τα­κι­σχί­λι­οι χω­ρὶς γυ­ναι­κῶν κα παι­δί­ων. Κα εὐ­θέ­ως ἠ­νάγ­κα­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ ἐμ­βῆ­ναι ες τ πλοῖ­ον κα προ­ά­γειν αὐ­τὸν ες τ πέ­ραν, ἕ­ως ο ἀ­πο­λύ­σῃ τος ὄ­χλους.

                                       (Ματθ. ιδ΄[14] 14 – 22)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε πο­λὺν κό­σμο καὶ τοὺς σπλα­χνί­στη­κε, καὶ θε­ρά­πευ­σε τοὺς ἄρ­ρω­στούς τους. Κα­θὼς ὅ­μως πλη­σί­α­ζε νὰ βρα­διά­σει, τὸν πλη­σί­α­σαν οἱ μα­θη­τές του καὶ τοῦ εἶ­παν: Εἶ­ναι ἔ­ρη­μος ὁ τό­πος καὶ ἡ ὥ­ρα πλέ­ον πέ­ρα­σε. Δῶ­σε δι­α­τα­γὴ νὰ δι­α­λυ­θοῦν τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ, γιὰ νὰ πᾶ­νε στὰ χω­ριὰ καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν γιὰ τοὺς ἑ­αυ­τοὺς τους τρο­φὲς νὰ φᾶ­νε. Ὁ Ἰ­η­σοῦς ὅ­μως τοὺς εἶ­πε: Δὲν εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νὰ φύ­γουν καὶ νὰ ἀ­γο­ρά­σουν τρό­φι­μα. Δῶ­στε τους ἐ­σεῖς νὰ φᾶ­νε. Ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νοι τοῦ εἶ­παν: Δὲν ἔ­χου­με ἐ­δῶ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ μό­νο πέν­τε ψω­μιὰ καὶ δύ­ο ψά­ρια. Κύ­ριος τό­τε εἶ­πε: Φέρ­τε τά μου ἐ­δῶ. Κι ἀ­φοῦ πα­ρα­κί­νη­σε τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ νά ἀ­να­κλι­θοῦν στὴν πρα­σι­νά­δα, πῆ­ρε τὰ πέν­τε ψω­μιὰ καὶ τὰ δύ­ο ψά­ρια, σή­κω­σε τὰ μά­τια του στὸν οὐ­ρα­νὸ κι εὐ­χα­ρί­στη­σε καὶ ἐ­πι­κα­λέ­στη­κε τὸν Πα­τέ­ρα του. Κι ἀ­φοῦ ἔ­κο­ψε τὰ ψω­μιά, τὰ ἔ­δω­σε στοὺς μα­θη­τὲς καὶ οἱ μα­θη­τὲς στὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ. Κι ἔ­φα­γαν ὅ­λοι καὶ χόρ­τα­σαν, καὶ μά­ζε­ψαν ὅ­σα κομ­μά­τια εἶ­χαν πε­ρισ­σέ­ψει, δώ­δε­κα δη­λα­δὴ κο­φί­νια γε­μά­τα. Ἐ­κεῖ­νοι μά­λι­στα πού ἔ­φα­γαν ἦ­ταν πε­ρί­που πέν­τε χι­λιά­δες ἄν­δρες, χω­ρὶς νὰ συ­νυ­πο­λο­γί­ζον­ται στὸν ἀ­ριθ­μὸ αὐ­τὸ οἱ γυ­ναῖ­κες καὶ τὰ παι­διά. Κι ἀ­μέ­σως ὁ Ἰ­η­σοῦς, γιὰ νὰ μὴν πα­ρα­συρ­θοῦν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὸν ἐν­θου­σια­σμὸ τοῦ πλή­θους πού ἤ­θε­λε νὰ τὸν ἀ­να­κη­ρύ­ξει βα­σι­λιά, τοὺς ἀ­νάγ­κα­σε νὰ μποῦν στὸ πλοῖ­ο καὶ νὰ πε­ρά­σουν πρὶν ἀ­π' αὐ­τὸν στὸ ἀ­πέ­ναν­τι μέ­ρος τῆς λί­μνης, ὡ­σό­του αὐ­τὸς δι­α­λύ­σει τὰ πλή­θη τοῦ λα­οῦ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου