Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

(31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)


ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ)

Τέκνον Τιμόθεε, νῆ­φε ν πᾶ­σι, κα­κο­πά­θη­σον, ἔρ­γον πο­ί­η­σον εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον. ἐ­γὼ γρ ἤ­δη σπέν­δο­μαι, κα και­ρὸς τς ἐ­μῆς ἀ­να­λύ­σε­ως ἐ­φέ­στη­κε. τν κα­λὸν ἀ­γῶ­να ἠ­γώ­νι­σμαι, τν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πὸν ἀ­πό­κει­ταί μοι τς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ν ἀ­πο­δώ­σει μοι Κριος ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ, δί­και­ος κρι­τής, ο μό­νον δ ἐ­μοὶ, ἀλ­λὰ κα πᾶ­σι τος ἠ­γα­πη­κό­σι τν ἐ­πι­φά­νει­αν αὐ­τοῦ.                                    

     (Β΄ Τιμ. δ΄[4] 5 – 8)

 

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἦ­ταν φυ­λα­κι­σμέ­νος στὴ Ρώ­μη, ὃταν ἔ­γρα­ψε τὴ δεύ­τε­ρη ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν μα­θη­τὴ του Τι­μό­θε­ο. Τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ τέ­λος τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πλη­σί­α­ζε. Ἡ ζω­ή του ἀ­πὸ τό­τε πού πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ κα­τα­να­λώ­θη­κε ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο πρό­κει­ται νὰ ἔ­χει ἔν­δο­ξο μαρ­τυ­ρι­κὸ τέ­λος θυ­σι­ά­ζον­τας τὸν ἑ­αυ­τὸ του ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ. Σὰν στορ­γι­κὸς λοι­πὸν πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας τοῦ Τι­μο­θέ­ου, ἐ­πι­σκό­που τῆς Ἐ­φέ­σου, τοῦ ἀ­πευ­θύ­νει τὶς τε­λευ­ταῖ­ες συμ­βου­λές, τὶς ὁποῖες ἰ­δι­αί­τε­ρα θὰ σε­βό­ταν ὁ Τι­μό­θε­ος, δι­ό­τι προ­έρ­χον­ταν ἀ­πὸ τὸν πρε­σβύ­τη δέ­σμιο Ἀ­πό­στο­λο. Νὰ δοῦ­με τί τοῦ γρά­φει με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων.

Πρό­σε­χε, παι­δί μου Τι­μό­θε­ε, πρό­σε­χε ἄ­γρυ­πνα στὰ με­γά­λα καὶ ὑ­ψη­λὰ ἐ­πι­σκο­πι­κά σου κα­θή­κον­τα. Πρό­σε­χε τὸν ἑ­αυ­τό σου κα­τὰ τὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ σα­τα­νᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος θέ­λει νὰ πα­ρα­βεῖς τὸ κα­θῆ­κον σου. Πρό­σε­χε ὃμως καὶ τὶς ψυ­χὲς τῶν Χρι­στια­νῶν τὶς ὁποῖες ἔ­χεις ὑ­πὸ τὴν κη­δε­μο­νί­α καὶ τὴν ἐ­πί­βλε­ψή σου. Μὴν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­σαι ἀ­πὸ τὶς δυ­σκο­λί­ες τοῦ ἔρ­γου σου. Νὰ τὶς ἀν­τι­με­τω­πί­ζεις μὲ ἀ­τα­ρα­ξί­α καὶ ὑ­πο­μο­νή. Νὰ εἶ­σαι πρό­θυ­μος γιὰ κά­θε θυ­σί­α. Νὰ κη­ρύτ­τεις τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Νὰ φέ­ρεις σὲ αἴ­σιο τέ­λος τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α πού σοῦ ἔ­χει ἀ­να­θέ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.

Ὅ­ταν ἐ­γὼ ἤ­μουν ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ πε­ρι­ό­δευ­α, φρόν­τι­ζα γιὰ τὸν στη­ριγ­μὸ τῶν Χρι­στια­νῶν. Τώ­ρα ὅμως τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ θὰ τὸ ἐ­κτε­λεῖς ἐ­σὺ στὴν πε­ρι­φέ­ρειά σου, δι­ό­τι ἐ­γὼ πρό­κει­ται νὰ ἔ­χω τέ­λος μαρ­τυ­ρι­κό, θυ­σι­α­ζό­με­νος ὑ­πὲρ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­φθα­σε πιὰ ὁ και­ρὸς πού θὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τό, γιὰ νὰ με­τα­βῶ στὸν ἄλ­λο κό­σμο, κον­τὰ στὸν Χρι­στό, στὴ βα­σι­λεί­α τῆς δό­ξας καὶ τῆς χα­ρᾶς.

Σὲ ὁλη μου τὴ ζω­ὴ ὡς ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χριστοῦ ἔ­χω ἀ­γω­νι­στεῖ τὸν κα­λὸ ἀ­γώ­να γιὰ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­χω φθά­σει στὸ τέρ­μα τοῦ δρό­μου τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς τη­ρή­σε­ως τοῦ κα­θή­κον­τος. Ἔ­χω δι­α­φυ­λά­ξει τὴν πί­στη ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­τάς την ἀ­πὸ κά­θε ἐ­χθρὸ πού ἤ­θε­λε νὰ τὴ νο­θεύ­σει. Γι᾿ αὐ­τὸ λοι­πὸν μοῦ ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται σὰν ἄλ­λο βρα­βεῖ­ο ἡ κλη­ρο­νο­μιὰ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν, τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριος θὰ μοῦ δώ­σει ὡς ἀν­τα­μοι­βὴ κα­τὰ τὴν ἡμέρα τῆς δευ­τέ­ρας καὶ ἐν­δό­ξου πα­ρου­σί­ας Του. Αὐ­τὸ τὸ στε­φά­νι τῆς δι­και­ο­σύ­νης ὁ δί­και­ος Κρι­τὴς δὲν θὰ τὸ δώ­σει μό­νο σ᾿ ἐμένα ἀλ­λὰ καὶ σὲ ὃλους ὃσοι ἔ­χουν ἀ­γα­πή­σει καὶ πε­ρι­μέ­νουν μὲ πό­θο τὴν ἔν­δο­ξη ἐμ­φά­νι­σή Του.

Τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πο­τε­λοῦν ἱερή Δι­α­θή­κη ὂχι μό­νο γιὰ τὸν Τι­μό­θε­ο ἀλ­λὰ καὶ γιὰ κά­θε Χρι­στια­νό. Ἀ­γω­νι­στὲς τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τοῦ κα­θή­κον­τος πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε κι ἐμεῖς. Ἂς προ­σέ­χου­με νὰ μὴ ρα­θυ­μοῦμε, νὰ μὴν ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με, ἀλ­λὰ μὲ πο­λὺ ζῆ­λο νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε κα­τὰ τοῦ κακοῦ καὶ νὰ ἐ­κτε­λοῦ­με τὰ χρι­στι­α­νι­κά μας κα­θή­κον­τα. Ἡ ἀ­μοι­βὴ πού ὁ πα­νά­γα­θος Κύ­ριος μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει εἶ­ναι ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας. Εἶ­ναι τὸ ἀ­μά­ραν­το στε­φά­νι τῆς δό­ξας. Εἶ­ναι ἡ κλη­ρο­νο­μία τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­ξί­ζει λοι­πὸν γιὰ ἕ­να τέ­τοι­ο βρα­βεῖ­ο νὰ δεί­ξου­με κά­θε προ­θυ­μί­α καὶ κά­θε δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Λί­γα χρό­νια δια­ρκοῦν οἱ ἀ­γῶ­νες στὴ γῆ, ἐ­νῶ ἡ ἀ­μοι­βὴ θὰ εἶ­ναι αἰ­ώ­νια. Ἂς ἐ­φαρ­μό­ζου­με λοι­πὸν πι­στὰ ὃλα τὰ προ­στάγ­μα­τα καὶ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου μας, γιὰ νὰ μᾶς χα­ρί­σει κι Ἐ­κεῖ­νος τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

         ( + ρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος)

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ)

Ἀρ­χὴ το εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ το Θε­οῦ. ς γέ­γρα­πται ν τος προ­φή­ταις, ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τν ἄγ­γε­λόν μου πρ προ­σώ­που σου, ς κα­τα­σκευ­ά­σει τν ὁ­δόν σου ἔμ­προ­σθέν σου· φω­νὴ βο­ῶν­τος ν τ ἐ­ρή­μῳ, Ἑ­τοι­μά­σα­τε τν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θε­ί­ας ποι­εῖ­τε τς τρί­βους αὐ­τοῦ, ἐ­γέ­νε­το Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζων ν τ ἐ­ρή­μῳ κα κη­ρύσ­σων βά­πτι­σμα με­τα­νο­ί­ας ες ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα ἐ­ξε­πο­ρε­ύ­ε­το πρς αὐ­τὸν πᾶ­σα Ἰ­ου­δα­ί­α χώ­ρα κα ο Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­ται, κα ἐ­βα­πτί­ζον­το πάν­τες ν τ Ἰ­ορ­δά­νῃ πο­τα­μῷ ὑ­π' αὐ­τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νοι τς ἁ­μαρ­τί­ας αὐ­τῶν. ν δ Ἰ­ω­άν­νης ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου κα ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρὶ τν ὀ­σφὺν αὐ­τοῦ, κα ἐ­σθί­ων ἀ­κρί­δας κα μέ­λι ἄ­γρι­ον. κα ἐ­κή­ρυσ­σε λέ­γων· Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὀ­πί­σω μου, ο οκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κύ­ψας λῦ­σαι τν ἱ­μάν­τα τν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ. ἐ­γὼ μν ἐ­βά­πτι­σα ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι, αὐ­τὸς δ βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ.

                                                                     (Μαρκ. α΄[1] 1-8)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔγινε ἡ ἀρχή τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος γιά τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἡ ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου, ὅπως ἔχει προφητευθεῖ καί εἶναι γραμμένο στούς προφῆτες. Στό βιβλίο δηλαδή τοῦ προφήτη Μα λαχία λέει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας στό Μεσσία: Ἰδού, ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἀγγελιοφόρο μου πρίν ἀπό σένα καί μπροστά ἀπό σένα. Αὐτός θά προετοιμάσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων γιά νά σέ ὑποδεχθοῦν ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή. Κι ἔτσι θά προετοιμάσει τό δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο θά πλησιάσεις ὡς διδάσκαλος καί Σωτήρας τούς ἀνθρώπους. Ὁ ἀγγελιοφόρος αὐτός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο προφήτευσε ὁ προφήτης Ἡσαΐας τά ἑξῆς: Φωνή ἀνθρώπου πού κραυγάζει στήν ἔρημο καί λέει: Ἑτοιμάστε τό δρόμο ἀπ᾿ τόν ὁποῖο θά ἔλθει σέ σᾶς ὁ Κύριος· κάνετε ἴσιες καί ὁμαλές τίς διαβάσεις ἀπ’ τίς ὁποῖες θά περάσει. Ξεριζῶστε δηλαδή ἀπ’ τίς ψυχές σας τά ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καί ρίξτε μακριά τίς πέτρες τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς πωρώσεως· καί καθαρίστε μέ τή μετάνοια τό ἐσωτερικό σας, γιά νά δεχθεῖ τόν Κύριο. Καί ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου, μέ τό νά βαπτίζει στήν ἔρημο καί μέ τό νά κηρύττει βάπτισμα πού ἔπρεπε νά συνοδεύεται μέ ἐσωτερική μετάνοια, ἔτσι ὥστε οἱ βαπτισμένοι νά λάβουν ἀργότερα τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τήν ὁποία θά τούς ἐξασφάλιζε ὁ Μεσσίας πού θά ἐρχόταν μετά τόν Ἰωάννη. Καί πήγαιναν σ᾿ αὐτόν οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς Ἰουδαίας καί οἱ Ἱεροσολυμίτες. Καί βαπτίζονταν ὅλοι ἀπό τόν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ συγχρόνως ἐξομολογοῦνταν φανερά τίς ἁμαρτίες τους. Ἀλλά καί ἡ ὅλη ζωή καί ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰωάννη ἦταν σύμφωνη μέ τό κήρυγμά του σέ ὅλα. Φοροῦσε δηλαδή ἔνδυμα ὑφασμένο ἀπό τρίχες καμήλας καί εἶχε δερμάτινη ζώνη γύρω ἀπ’ τή μέση του, κι ἔτρωγε ἀκρίδες, ἀπό ἐκεῖνες πού ἔφερνε ὁ ἄνεμος σάν σύννεφο ἀπ’ τήν Ἀραβία στήν ἔρημο, καί μέλι πού ἀποθήκευαν τά ἄγρια μελίσσια μέσα στίς σχισμές τῶν βράχων. Καί κήρυττε λέγοντας: Ἔρχεται ὕστερα ἀπό μένα ἐκεῖνος πού εἶναι πιό δυνατός ἀπό μένα λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του καί τῆς θείας φύσεώς του. Μπροστά του ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά σκύψω καί νά λύσω ὡς δοῦλος τό λουρί τῶν ὑποδημάτων του. Ἐγώ σᾶς βάπτισα μέ νερό, αὐτός ὅμως θά σᾶς βαπτίσει μέ Πνεῦμα Ἅγιον, τό ὁποῖο θά καθαρίσει καί τίς ψυχές σας.  

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

«...Καὶ κατεῑχον Αὐτὸν»

 

«...Καὶ κατεῑχον Αὐτὸν»

« Ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως». Ἔβγαλαν τὸν Κύριο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ Τὸν ἔφεραν μέχρι τὴν ἄκρη κάποιου ὑψώματος τοῦ βουνοῦ, στὸ ὁποῖο εἶχε οικοδομηθεῖ ἡ πόλη τους, ἡ Ναζαρέτ, μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν γκρεμίσουν κάτω. Τοὺς εἶχε μιλήσει καὶ ἐκεῖνοι θαύμαζαν γιὰ τὰ λόγια τὰ γεμάτα μὲ θεία Χάρι, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Όταν ὅμως τοὺς ἤλεγξε γιὰ τὴν ἀθεράπευτη ἀπιστία τους, «ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ» καὶ ἤθελαν νά Τὸν ἐξοντώσουν. 

Διέφυγε ὡστόσο μὲ θαυμαστό τρόπο καὶ πῆγε στὴν Καπερναούμ. Κατέπληξε καὶ ἐκεῖ μέ τή διδασκαλία καὶ τὰ ἐκπληκτικά θαύματά του. Μὲ ἐξουσία διέταζε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς δαιμονισμένους ἀνθρώπους, θεράπευσε δὲ ὅλους τοὺς «ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις». Κατόπιν, ἀφοῦ πέρασε ἡ νύχτα, βγῆκε στὴν ἐρημιά, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ συγκέντρωση τοῦ πλήθους καὶ νὰ βρεῖ χρόνο καὶ τόπο κατάλληλο γιὰ προσευχή. Ἀλλὰ «οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτὸν καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν». Τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔψαχναν νὰ Τὸν βροῦν καὶ ἦλθαν ἕως ἐκεῖ ποὺ ἦταν καί προσπαθοῦσαν νὰ Τὸν κρατήσουν, ὥστε νὰ μὴν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν πόλη τους (βλ. Λουκ. δ'[4] 16-42).

Οἱ παλιοὶ γείτονες καὶ γνωστοί του τῆς Ναζαρέτ Τὸν ἔδιωξαν. Οἱ νέοι γνώριμοί του στὴν Καπερναοὺμ ἐπιμένουν μὲ θερμὲς παρακλήσεις νὰ Τὸν κρατήσουν κοντά τους. «Κατεῖχον αὐτόν». 

Οἱ πρῶτοι, ἀναίσθητοι πνευματικά, χωρὶς μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἀδιάφοροι γιὰ ὁτιδήποτε ἀνώτερο, διώχνουν καὶ θέλουν νὰ ἐξοντώσουν Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ νικητής τῶν δαιμόνων, ὁ ἐλευθερωτὴς ἀπὸ τοὺς χειρότερους ἐχθρούς, ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Τί ἀφροσύνη! Πόσο σκοτάδι! Ὁ Θεός κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι Τὸν διώχνουν! 

Πόσο διαφορετικὰ φέρονται οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναούμ! «Ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν». Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως εἶχαν μαζευθεῖ κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἔμεινε ὁ Κύριος. «Πάντες σε ζητοῦσι», Τοῦ λένε οἱ Μαθητές (Μάρκ. α'[1] 33, 37). 

Δὲν ἦταν ἡ μόνη φορά. Συχνά, ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος, ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι νὰ Τὸν δοῦν, νὰ Τὸν ἀκούσουν, νὰ δεχθοῦν τὴ Χάρι του, νὰ ἀνακουφισθοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους τους, νὰ θεραπευθοῦν. Ἀναζητοῦσαν Ἐκεῖνον ποὺ δίνει τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, ποὺ καθαρίζει ἀπὸ τὴ λέπρα τοὺς λεπροὺς καὶ σηκώνει ὄρθιους τοὺς παράλυτους. Ἐκεῖνον ποὺ διατάζει τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα νὰ ἡσυχάσουν καὶ ἡμερεύει μ᾿ ἕνα του λόγο τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ νίκησε τὸν διάβολο καὶ μὲ τὴν παντοδύναμη προσταγή του ἔβγαζε λεγεῶνες δαιμόνων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐλευθέρωνε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματά τους ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ δυναστεία τῶν ἀρχαίων καὶ πάγκακων ἐχθρῶν μας. Ὅλοι ἀναζητοῦσαν Ἐκεῖνον ποὺ συνέτριψε τὸν θάνατο καὶ ἔχει ὅλη τὴν «ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς»! 

«Ἐπεζήτουν αὐτόν... καὶ κατεῖχον αὐτόν». 

Ἂς ἀναζητοῦμε κι ἐμεῖς Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια του, τὴ μόνη ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. 

Αὐτὸν ποὺ δίνει τὴ μόνη πραγματικὴ χαρὰ καὶ εἰρήνη, ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν ψυχή. 

Αὐτὸν ποὺ χαρίζει τὴ βέβαιη ἐλπίδα, τὴν καθαρὴ ἀγάπη, τὸ δικό του ὑπερκόσμιο φῶς, δωρεὲς ποὺ δὲν χωροῦν στὰ στενὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἐπεκτείνονται στὴν αἰωνιότητα. 

Αὐτὸν ποὺ δίνει τὴ ζωή, ὄχι τὴν κατώτερη, τὴν ἐφήμερη, τὴ μάταιη καὶ ἀπατηλή, ἀλλὰ τὴν ἀνώτερη, τὴ θεία, τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινή. 

Τὰ δῶρα του ἔχουν κοινὰ μόνο τὰ ὀνόματα μὲ τὶς ἀντίστοιχες προσφορὲς τοῦ κόσμου καὶ διαφέρουν ἀπ᾿ αὐτὲς ὅσο ὁ Θεός ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ. 

Τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς προσφέρει ὅλα αὐτά, μποροῦμε ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκοῦμε μελετώντας τὰ λόγια του, ὅπως τὰ διέσωσαν στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ μαθητές του. Οὔτε ἁπλῶς νὰ καλλιεργοῦμε κάποια γνωριμία, ἕναν προσωπικὸ σύνδεσμο μαζί Του, καθὼς ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ ἀκόμη εἶναι πολὺ μεγάλο. 

Υπάρχει ὅμως κάτι πολὺ ἐκπληκτικότερο καὶ ἀνώτερο τῶν προσδοκιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Μποροῦμε νὰ Τὸν «κατέχουμε». Νὰ Τὸν ἔχουμε δικό μας. Νὰ Τὸν ἔχουμε «κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ τῆς πίστεως», μὲ τὴν πνευματική ζωή, μὲ τὴ Χάρι τῶν θείων του Μυστηρίων (βλ. Ἐφ. γ'[3] 17). Μποροῦμε νά Τόν «κατέχουμε» σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε Αὐτὸς νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, νὰ θέτει στην ἄκρη τὸ άμαρτωλό καί ἄθλιο ἐγώ μας καὶ νὰ γίνεται Ἐκεῖνος τὸ κέντρο καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας. «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοί Χριστός», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. β ́[2] 20). Ἐντός μας ζεῖ καὶ κυριαρχεῖ ὁ παντοκράτορας Κύριος. Κι ἐμεῖς – μικροί, ἀδύναμοι καὶ ταπεινοί – «κατέχουμε» τὸν Παντοκράτορα. «Κατέχουμε» τὸν «βαστάζοντα τὰ πάντα». 

«Ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως».

«Κατεῖχον αὐτόν». 

Δύο ἀντίθετες στάσεις. Τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ καὶ ἐκείνων τῆς Καπερναούμ. Τί θὰ ἀκολουθήσουμε; Τὸ σκοτάδι ἢ τὸ φῶς; Τὸν θάνατο ἢ τὴ ζωή; Τὸν διάβολο ἢ τὸν Χριστό; 

Στὴν κρίσιμη ἐποχή μας, ποὺ ἀπορρίπτει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πολεμεῖ τὸ Πρόσωπό του, ἐμεῖς μποροῦμε πιστὰ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ Τὸν «κατέχουμε». Καὶ «κατέχοντες τὸν Χριστὸ νὰ κατέχουμε τὸ πᾶν», «διότι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ συγκεντροῦνται πάντα τὰ καλὰ καὶ ἀγαθά» (βλ. ἀρχιμ. Σεραφεὶμ Παπακώστα, Ευσέβιος Ματθόπουλος [Βιογραφία], ἔκδ. «Ζωή», Ἀθῆναι 1980, σελ. 34).

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ»,ΑΡΙΘ. 2299, 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023, σελ. 512-513

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

(24 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

 

ΕΩΘΙΝΟΝ Ζ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται πρωΐ σκοτίας ἔτι οὔσης, εἰς τὸ μνημεῖον΄ καὶ βλέπει τὸν λίθον ἠρμένον ἐκ τοῦ μνημείου. Τρέχει οὖν, καὶ ἔρχεται πρὸς Σίμωνα Πέτρον, καὶ πρὸς τὸν ἄλλον μαθητὴν, ὃν ἐφίλει ὁ Ἰησοῦς, καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἦραν τὸν Κύριον ἐκ τοῦ μνημείου, καὶ οὐκ οἴδαμεν ποῦ ἔθηκαν αὐτόν. Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἤρχοντο εἰς τὸ μνημεῖον. Ἔτρεχον δὲ οἱ δύο ὁμοῦ· καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς προέδραμε τάχιον τοῦ Πέτρου, καὶ ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας, βλέπει κείμενα τὰ ὀθόνια, οὐ μέντοι εἰσῆλθεν. Ἔρχεται οὖν Σίμων Πέτρος ἀκολουθῶν αὐτῷ, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ τὰ ὀθόνια κείμενα, καὶ τὸ σουδάριον, ὃ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, οὐ μετὰ τῶν ὀθονίων κείμενον, ἀλλὰ χωρὶς ἐντετυλιγμένον εἰς ἕνα τόπον. Τότε οὖν εἰσῆλθε καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ὁ ἐλθὼν πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ εἶδε, καὶ ἐπίστευσεν. Οὐδέπω γὰρ ᾔδεισαν τὴν Γραφήν, ὅτι δεῖ αὐτὸν ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. Ἀπῆλθον οὖν πάλιν πρὸς ἑαυτοὺς οἱ μαθηταί.

(Ἰωάν. κ΄[20] 1 – 10)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Ἀφοῦ πέρασε τὸ Σάββατο, τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ποὺ ἦταν ἡ πρώτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔρχεται στὸ μνημεῖο πρωί, ὅταν ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, καὶ βλέπει ὅτι ὁ λίθος ποὺ ἔφραζε τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου ἦταν σηκωμένος ἀπὸ τὸ μνῆμα. \2 Ὅταν λοιπὸν εἶδε τὸ μνῆμα ἀνοιχτό, τρέχει κι ἔρχεται στὸ Σίμωνα Πέτρο καὶ στὸν ἄλλο μαθητὴ τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τοὺς εἶπε: Πῆραν τὸν Κύριο ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ξερουμε ποῦ τὸν ἔβαλαν.  3 Μετὰ λοιπὸν ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη αὐτὴ εἴδηση, βγῆκε ὁ Πέτρος ἀπὸ τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, καὶ μαζὶ μ᾿ αὐτὸν βγῆκε καὶ ὁ ἄλλος μαθητής, καὶ ἔρχονταν στὸ μνημεῖο.  4 Ἔτρεχαν λοιπὸν καὶ οἱ δύο μαζί· ἀλλὰ ὁ ἄλλος μαθητής, ἐπειδὴ ἦταν νεότερος, ἔτρεξε μπροστὰ πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν Πέτρο καὶ ἔφθασε πρῶτος στὸ μνημεῖο.  5 Καὶ σκύβοντας ἀπ᾿ ἔξω βλέπει τοὺς νεκρικοὺς ἐπιδέσμους νὰ εἶναι κάτω στὴ γῆ· ἐπειδὴ ὅμως ἦταν πολὺ συγκινημένος, δὲν προχώρησε νὰ μπεῖ μέσα.  6 Ἐνῶ λοιπὸν περίμενε ἀπ᾿ ἔξω, ἔρχεται καὶ ὁ Σίμων Πέτρος ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν καί, θαρραλέος καὶ ὁρμητικὸς ὅπως ἦταν ἀπὸ τὸ χαρακτήρα του, μπῆκε στὸ μνημεῖο καὶ παρατήρησε ἀπὸ κοντὰ ὅτι οἱ νεκρικοὶ ἐπίδεσμοι ἦταν κάτω στὴ γῆ καὶ δὲν ἔλειπαν, ὅπως θὰ ἦταν φυσικὸ νὰ συμβεῖ ἐὰν τὸ σῶμα εἶχε κλαπεῖ.  7 Παρατήρησε ἀκόμη ὅτι τὸ ὕφασμα μὲ τὸ ὁποῖο εἶχαν σκεπάσει τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ, δὲν ἦταν ἀνακατεμένο μὲ τοὺς ἐπιδέσμους ἀκατάστατα, ἀλλὰ ἦταν τυλιγμένο χωριστὰ κάπου ἐκεῖ μὲ τάξη, ποὺ δὲν πρόδιδε βιασύνη καὶ σπουδή.  8 Τότε λοιπὸν καὶ ὁ ἄλλος μαθητὴς ποὺ εἶχε ἔλθει πρῶτος στὸ μνῆμα, παρακινημένος ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Πέτρου, μπῆκε μέσα, καὶ τὰ εἶδε αὐτὰ ἀπὸ κοντὰ καὶ πίστεψε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  9 Δὲν εἶχε πιστέψει πιὸ πρίν, ἀλλὰ μόλις τώρα ποὺ εἶδε ἀδειανὸ τὸν τάφο· διότι καὶ αὐτὸς καὶ ὁ Πέτρος δὲν γνώριζαν ἀκόμη τὴν ἀληθινὴ σημασία τῶν προφητειῶν τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ ὁ Μεσσίας ἔπρεπε νὰ ἀναστηθεῖ ἀπὸ τοὺς νεκρούς.  10 Ἀφοῦ λοιπὸν ἐξέτασαν τὸν τάφο καὶ πείσθηκαν ὅτι κάθε ἄλλη ἔρευνα ἦταν περιττή, ἐπέστρεψαν πάλι στὰ καταλύματά τους οἱ μαθητές.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)

Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας με­τὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.              

      (Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)

 

ΠΟΣΟ ΑΞΙΖΕΙ ΕΝΑΣ ΑΓΙΟΣ!

ΛΟΓΟΣ ΣTO: «Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος»

Μία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη καὶ κοσμοχαρμόσυνη ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία προβάλλει ἐνώπιόν μας ὅλους ἐκείνους τοὺς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προπάτορες, προφῆτες καὶ μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν μέσα στὸ δράμα καὶ τὴν ἐλπίδα τοῦ Μεσσία. Περίμεναν μὲ πόθο ἀσίγαστο καὶ ἱερὴ λαχτάρα νὰ δοῦν τὸν «χριστὸν Κυρίου» (πρβλ. Ψαλ. β΄[2] 2). Ὅλοι αὐτοί, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἐὰν συγκριθοῦν μὲ τὸν κόσμον ὁλόκληρον, ὁ καθένας τους εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος. Μὲ ἀφορμὴ τοὺς λόγους αὐτούς, ἂς δοῦμε γενικώτερα γιατί κάθε Ἅγιος εἶναι πολυτιμότερος ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ τί σημασία ἔχει αὐτὸ γιὰ μᾶς.

1. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗ

Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει τὴν σύγκριση τοῦ κάθε δικαίου μὲ τὸν κόσμο, μὲ τὴν λέξη «κόσμος» δὲν ἐννοεῖ μόνον τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν κτίση. Λέγει δηλαδὴ ὅτι καὶ ὅλη ἡ κτίση μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους σὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ φανεῖ ἀντάξια τῶν Ἁγίων, δὲν μπορεῖ νὰ σταθεῖ στὸ ἴδιο ὕψος μ᾿ αὐτούς. Ὅλες οἱ μυριάδες τῶν ἀνθρώπων ὅλων τῶν αἰώνων, ἀλλὰ καὶ ὅλο τὸ σύμπαν ἀξίζουν πολὺ λιγότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀξίζει ἕνας Ἅγιος. Διότι, ὅπως ἐξηγοῦν οἱ ἱεροὶ Πατέρες, τόσο πολὺ ἀξίζουν οἱ Ἅγιοι, ὥστε γι᾿ αὐτοὺς ὁ Θεὸς ἐδημιούργησε τὸν κόσμο, γι᾿ αὐτοὺς ἔγινε ἄνθρωπος, ὑπὲρ αὐτῶν Χριστὸς ἀπέθανε. Καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει σχετικῶς: «Κρείσσων εἷς ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου ἢ μύριοι παράνομοι». Εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ὁ ἕνας ποὺ ἐπιτελεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ παρὰ μύριοι παράνομοι. Καὶ μᾶς ἐξηγεῖ ὁ ἱερὸς Πατὴρ ὅτι ἡ σύγκριση αὐτὴ μ᾿ ὅλο τὸν κόσμο γίνεται γιὰ νὰ καταλάβουμε πόση ἀξία ἔχει ἡ ἀρετὴ τῶν Ἁγίων.

Διότι οἱ Ἅγιοι κατεφρόνησαν αὐτὴ τὴν ζωὴ καὶ ὅλα τὰ μάταια καὶ ἁμαρτωλά. Ἔζησαν σὲ ἐποχὲς ἀποστασίας καὶ καταπτώσεως ὡς ἐπίγειοι ἄγγελοι καὶ οὐράνιοι ἄνθρωποι. Πέρασαν ἀπὸ τὴν γῆ ὡς ξένοι καὶ παρεπίδημοι ἔχοντας κάθε ἡμέρα τὴν σκέψη τους στὸν οὐρανό. Μὲ τὸν λόγο τους καὶ τὴν ζωή τους ἐπιβεβαίωναν κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, φανέρωναν τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φῶς του. Μὲ τὸ σιωπηλὸ παράδειγμά τους διαλαλοῦσαν περίτρανα ὅτι ζεῖ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ δυνατός, ὁ κυρίαρχος τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ κόσμου.

Γι' αὐτὸ ἕνας καὶ μόνον Ἅγιος στὴν ἐποχή του ἔχει ἀξία ἀσυγκρίτως μεγαλύτερη ἀπὸ ὅλο τὸν κόσμο. Διότι εἶναι τὸ ὁμοίωμα καὶ ἡ φανέρωση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἀποστατημένη κοινωνία. Ἀποτελεῖ ράπισμα ὀδυνηρὸ στὸν διάβολο ἀλλὰ καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἀντιθέους ἀνθρώπους. Διότι μὲ τὴν ζωή του ἐλέγχει συνειδήσεις, ἀποκαλύπτει καὶ ξεσκεπάζει τὰ κρύφια τῶν ἀνθρώπων. Γίνεται ἡ ἔμψυχη ἐπιστολὴ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ταχυδρόμος τῆς βουλῆς τοῦ Θεοῦ, τὸ κάτοπτρο τοῦ θείου φωτὸς στὰ σκοτάδια τῆς ἄρνησης καὶ τῆς φθορᾶς.

2. ΤΑ ΑΛΕΞΙΚΕΡΑΥΝΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Γι᾿ αὐτὸ ὁ Θεὸς τοὺς Ἁγίους του τοὺς τίμησε ἀσυγκρίτως περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον ἄνθρωπο. Ὅλους αὐτοὺς ποὺ τόσο πολὺ περιφρονήθηκαν καὶ διώχθηκαν ἀπὸ τοὺς δυνατοὺς τῆς γῆς, ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωσε χάρη καὶ δύναμη πολὺ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς πάνοπλους βασιλεῖς τῆς γῆς. Διότι «οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὗτοι ἐν ἵπποις», ἐνῶ οἱ Ἅγιοι «ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ αὐτῶν ἐμεγαλύνθησαν» (Ψαλ. ιθ΄[19] 8). Μπροστά τους ἐξευτελίσθηκαν ὁλόκληρες αὐτοκρατορίες καὶ ἀποδείχθηκαν ἀνίσχυροι οἱ πάνοπλοι, καὶ ἄσοφοι οἱ κατὰ κόσμον σοφοί.

Οἱ Ἅγιοι ἄλλαξαν τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, μεταμόρφωσαν τὶς ἀνθρώπινες κοινωνίες, σταμάτησαν τὴν ὀργὴ τοῦ Θεοῦ, εἵλκυσαν τὴν χάρη του, προστάτευσαν ἔθνη ἀπὸ φοβεροὺς ἐχθροὺς καὶ καταστροφές. Ὁ Θεὸς τοὺς κατέστησε ρυθμιστὰς τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου· πρεσβευτὰς τῆς ἀνθρωπότητος στὸν θρόνο τῆς χάριτος. Ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς διαβεβαίωσε, γιὰ δέκα καὶ μόνον δικαίους δὲν θὰ κατέστρεφε μιὰ ὁλόκληρη περιοχή: «Οὐ μὴ ἀπολέσω ἕνεκεν τῶν δέκα» δικαίων «τὴν πόλιν καὶ πάντα τὸν τόπον» (Γεν. ιη΄[18] 26, 32). Γιὰ τοὺς Ἁγίους τῆς κάθε ἐποχῆς ὁ Θεὸς δὲν καταστρέφει τὰ ἔθνη καὶ τὸν κόσμο. Οἱ Ἅγιοι εἶναι τὰ ἀλεξικέραυνα τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι οἱ πολυδύναμοι ὑπερασπισταὶ τῶν λαῶν. Ἔχουν τὴν δύναμη νὰ συντρίψουν ὅλες τὶς δαιμονικὲς δυνάμεις ἀλλὰ καὶ κάθε ἐπίγειο ἐχθρό. Μὲ τὸ ἀστραφτερὸ παράδειγμά τους, προχωρώντας ἀντίθετα στὸ ρεῦμα ἐπηρεάζουν τοὺς ζαλισμένους ἀπὸ τὸν λίβα τῆς ἁμαρτίας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ὁδηγοῦν σὲ μετάνοια. Εἶναι οἱ ἀκαταμάχητοι σύμμαχοί μας, οἱ παρηγορητὲς στὶς θλίψεις μας, οἱ ἰατροὶ στὶς ἀσθένειές μας, οἱ προστάτες μας στὶς ἀντιξοότητες, τὶς ἀδικίες καὶ τὰ προβλήματα τῆς ζωῆς, οἱ ἀντιλήπτορες καὶ προνοητές μας στὸν πόνο μας, οἱ ἐνισχυτὲς στὸν ἀγώνα καὶ τὴν ἀγωνία μας.

Ἀδελφοί, ἂν περιφρονήσουμε τὴν ἁμαρτία καὶ τὶς ἠδονές της, τὸν κόσμο καὶ τὴν ματαιότητά του, θὰ πάρει ἡ ζωή μας ἀξία, θὰ γίνουμε κι ἐμεῖς πολυτιμότεροι ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἐδῶ στὴ γῆ λαμπρότεροι ἀπ᾿ ὅλη τὴν κτίση, καὶ στὴ γῆ τῆς ἐπαγγελίας, τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λάμποντες, ἀστράπτοντες μέσα στὴ θεϊκὴ δόξα.

     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)

Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ο­ύ­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ο­ύδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνεύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον  γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν

.                                             (Ματθ. α΄[1] 1-25)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Γε­νε­α­λο­γι­κὸς κα­τά­λο­γος στὸν ὁποῖο φαί­νε­ται ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ ποῦ κα­τά­γε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁποῖος πά­λι ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­σα­άκ, ὁ Ἰ­σα­ὰκ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ού­δα καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, ὁ Ἰ­ού­δας γέν­νη­σε δί­δυ­μα παι­διά, τὸν Φα­ρὲς καὶ τὸν Ζα­ρὰ ἀ­πὸ τὴ νύ­φη του τὴ Θά­μαρ, ὁ Φα­ρὲς γέν­νη­σε τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρώμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ράμ, ὁ Ἀ­ρὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀ­μι­να­δὰβ γέν­νη­σε τὸν Να­ασ­σών, ὁ Ναασσών γέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, ὁ Σαλμών γέν­νη­σε τὸν Βο­ὸζ ἀ­πὸ τὴ Ρα­χὰβ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία δέ­χθη­κε στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ τοὺς κα­τα­σκό­πους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς φυ­γά­δευ­σε σώ­ους· ὁ Βο­ὸζ γέν­νη­σε τὸν Ὠβήδ ἀ­πὸ τὴ Ρούθ, ἡ ὁ­ποί­α ὡς προσή­λυ­τη Μω­α­βί­τισ­σα κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ ἔ­θνος πο­λὺ μι­ση­τὸ σ­τοὺς Ἑ­βραί­ους· ὁ Ὠβήδ γέν­νη­σε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαί γέν­νη­σε τὸν Δα­βὶδ τὸν βα­σι­λιά. Ὁ Δα­βὶδ ὁ βα­σι­λιὰς γέν­νη­σε τὸν Σο­λο­μών­τα ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα πού ὑ­πῆρ­ξε σύ­ζυ­γος τοῦ Οὐρία, γιὰ νὰ φαί­νε­ται σα­φῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τῆς Θά­μαρ καὶ τῆς Ραχάβ, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ τὸ ὀ­λί­σθη­μα αὐ­τὸ τοῦ Δα­βίδ, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε εἰ­σχω­ρή­σει καὶ σ' αὐ­τοὺς τοὺς προ­γό­νους τοῦ Μεσ­σί­α. Ὁ Σο­λο­μών γέν­νη­σε τὸν Ρο­βο­άμ, ὁ Ρο­βο­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­βιά, ὁ Ἀ­βιὰ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­σά, ὁ Ἀ­σὰ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφάτ γέν­νη­σε τὸν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ὀζία, ὁ Ὀζίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ γέν­νη­σε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ γέν­νη­σε τὸν Ἐζεκία, ὁ Ἐζεκίας γέν­νη­σε τὸν Μα­νασ­σῆ, ὁ Μανασσῆς γέν­νη­σε τὸν Ἀμών, ὁ Ἀμών γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ωσία, ὁ Ἰωσίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωαχίμ ἢ Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων στὴ Βα­βυ­λώ­να. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να, ὁ Ἰεχονίας γέννησε ἐκεῖ τὸν Σα­λα­θι­ήλ, ὁ Σα­λα­θι­ὴλ γέν­νη­σε τὸν Ζο­ρο­βά­βελ, καὶ τοῦ Ζο­ρο­βά­βελ ἀ­πό­γο­νος ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἀ­βιούδ. Ὁ Ἀ­βιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακείμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ζώρ, ὁ Ἀ­ζὼρ γέν­νη­σε τὸν Σα­δώκ, ὁ Σα­δὼκ γέν­νη­σε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχείμ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιούδ γέν­νη­σε τὸν Ἐ­λε­ά­ζαρ, ὁ Ἐ­λε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τὸν Ματ­θάν, ὁ Ματ­θάν γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, κι ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κὸ τῆς Μα­ρί­ας. Ἀλλά καί ἡ Μα­ρί­α κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὸ ἴ­διο γέ­νος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖ­ο κα­τα­γό­ταν κι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ἀ­πὸ τὴ Μα­ρί­α αὐ­τή, ἡ ὁποία ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰησοῦς πού ἐ­πο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὸν πα­ρα­πά­νω κα­τά­λο­γο ὅ­λες οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μέ­χρι τὸν Δα­βίδ, ὅ­πως ἀ­ριθ­μοῦν­ται ἀ­πό τους συν­τά­κτες τοῦ κα­τα­λό­γου, εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς ἀ­πὸ τὸν Δα­βὶδ μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἰ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν στὴ Βα­βυ­λώ­να μέ­χρι τὰ χρό­νια τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις.

Ἡ γέν­νη­ση τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ ἔ­γι­νε μὲ τὸν ἑξῆς  ὑ­περ­φυ­σι­κὸ καὶ πρω­το­φα­νῆ τρό­πο: Ὅ­ταν δη­λα­δὴ ἡ μη­τέ­ρα του Μα­ρί­α ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μὲ τὸν Ἰ­ω­σήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν ὡς σύ­ζυ­γοι, βρέ­θη­κε ἡ Μα­ρί­α ἔγ­κυ­ος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κός της, ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­κε τὴν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καὶ ἀ­γα­θὸς καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὴ δι­α­πομ­πεύ­σει γιὰ δη­μό­σιο πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φθη­κε νὰ τῆς δώ­σει μυ­στι­κὰ δι­α­ζύ­γιο. Ἐ­νῶ ὅ­μως σκε­πτό­ταν αὐ­τά, ἰ­δού, ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου φά­νη­κε στὸ ὄ­νει­ρό του καὶ τοῦ εἶ­πε: Ἰ­ω­σήφ, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ, μὴ δι­στά­σεις καὶ μὴ φο­βη­θεῖς νὰ πα­ρα­λά­βεις στὸ σπί­τι σου τὴ Μα­ρί­α τὴ μνη­στή σου. Δι­ό­τι τὸ παι­δὶ πού συ­νέ­λα­βε μέ­σα της προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Θά γεν­νή­σει γιό, καὶ σὺ πού ἀ­πὸ τὸ νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀ­να­γνω­ρί­ζε­σαι ὡς προ­στά­της καὶ πα­τέ­ρας του, θὰ τοῦ δώ­σεις τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς», τὸ ὁποῖο ση­μαί­νει «σω­τή­ρας». Καὶ θὰ τοῦ δώ­σεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι αὐ­τὸς θὰ σώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του τὸν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πι­στέ­ψει ὡς σω­τή­ρα καὶ θὰ γί­νει μὲ τὴν πί­στη αὐ­τὴ ὁ πραγ­μα­τι­κὸς λα­ός του. Μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ θα­ῦμα τῆς ὑ­περ­φυ­σι­κῆς συλ­λή­ψε­ως τῆς Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως καὶ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἐ­κεῖ­νο πού εἶπε ὁ Κύ­ριος μέ­σῳ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες εἶ­πε: Νά, ἡ παρ­θέ­νος, πού δὲν γνώ­ρι­σε ἄν­δρα, θὰ συλ­λά­βει καὶ θὰ γεν­νή­σει υἱ­ό, καὶ ὅ­σοι θὰ πι­στεύ­ουν σ' αὐ­τὸν θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὄ­νο­μα ἑ­βρα­ϊ­κὸ πού ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας». Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀπ᾿ τόν ὑπνο, ἔ­κα­νε ὅ­πως τὸν δι­έ­τα­ξε ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­λα­βε τὴ μνη­στή του στὸ σπί­τι του καὶ δὲν ἦλ­θε σὲ σχέ­ση συ­ζυ­γι­κὴ μα­ζί της πο­τέ, ἄ­ρα καὶ ἕ­ως ὅ­του γέν­νη­σε τὸν πρῶ­το καὶ μο­νά­κρι­βο υἱ­ό της. Καὶ τό­τε ὁ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς».