Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

 ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

(31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)


ΕΩΘΙΝΟΝ Η΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, Μαρία εἱστήκει πρὸς τὸ μνημεῖον κλαίουσα ἔξω, ὡς οὖν ἔκλαιε, παρέκυψεν εἰς τὸ μνημεῖον, καὶ θεωρεῖ δύο ἀγγέλους ἐν λευκοῖς καθεζομένους, ἕνα πρὸς τῇ κεφαλῇ, καὶ ἕνα πρὸς τοῖς ποσίν, ὅπου ἔκειτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, καὶ λέγουσιν αὐτῇ ἐκεῖνοι, Γύναι, τὶ κλαίεις; λέγει αὐτοῖς, Ὅτι ἦραν τὸν Κύριόν μου, καὶ οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν, καὶ ταῦτα εἰποῦσα ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ θεωρεῖ τὸν Ἰησοῦν ἐστῶτα, καὶ οὐκ ᾒδει ὅτι Ἰησοῦς ἐστι. Λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Γύναι, τὶ κλαίεις; τίνα ζητεῖς; ἐκείνη δοκοῦσα ὅτι ὁ κηπουρὸς ἐστι, λέγει αὐτῷ, Κύριε, εἰ σὺ ἐβάστασας αὐτόν, εἰπὲ μοι ποῦ αὐτὸν ἔθηκας, κἀγὼ αὐτὸν ἀρῶ, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μαρία, στραφεῖσα ἐκείνη λέγει αὐτῷ, Ῥαββουνί, ὃ λέγεται Διδάσκαλε, λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς, Μή μου ἃπτου, οὔπω γὰρ ἀναβέβηκα πρὸς τὸν πατέρα μου, πορεύου δὲ πρὸς τοὺς ἀδελφούς μου, καὶ εἰπὲ αὐτοῖς, Ἀναβαίνω πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ πατέρα ὑμῶν, καὶ Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, ἔρχεται Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἀπαγγέλλουσα τοῖς μαθηταῖς ὅτι ἑώρακε τὸν Κύριον, καὶ ταῦτα εἶπεν αὐτῇ.

Ἰωάν. κ΄[20] 11 – 18)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

11 Ἡ Μαρία ὅμως στὸ μεταξὺ στεκόταν κοντὰ στὸ μνημεῖο κι ἔκλαιγε ἔξω ἀπ᾿ αὐτό, χωρὶς νὰ φαντάζεται ποτὲ ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀναστήθηκε.  12 Ἐνῶ λοιπὸν ἑξακολουθοῦσε νὰ κλαίει, ἔσκυψε μιὰ στιγμὴ στὸ μνημεῖο ἀναζητώντας καὶ πάλι τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Βλέπει τότε δύο ἀγγέλους μὲ λευκὰ ἐνδύματα, ἔνδοξους καὶ ἀκαταγώνιστους φρουροὺς τοῦ τάφου. Αὐτοὶ κάθονταν ὡς ὑπηρέτες τοῦ ἀναστημένου Κυρίου, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τοῦ κεφαλιοῦ καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, ὅπου πιὸ πρὶν ἦταν τοποθετημένο κάτω στὴ γῆ τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.  13 Τῆς λένε τότε ἐκεῖνοι: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Κι αὐτὴ τοὺς ἀπαντᾶ: Διότι πῆραν τὸν Κύριό μου ἀπὸ τὸν τάφο καὶ δὲν ξέρω ποῦ τὸν ἔβαλαν.  14 Καὶ ἀφοῦ τὰ εἶπε αὐτά, στράφηκε πίσω καὶ βλέπει τὸν Ἰησοῦ νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀλλὰ δὲν κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰησοῦς, εἴτε διότι τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου εἶχε ὑποστεῖ μεταβολὴ μὲ τὴν Ἀνάσταση, εἴτε διότι ἡ Μαρία δὲν ὑποπτευόταν κἂν ὅτι ὁ Διδάσκαλος ἀναστήθηκε.  15 Τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ἐκείνη νόμισε ὅτι ἦταν ὁ κηπουρὸς καὶ γι᾿ αὐτὸ τοῦ εἶπε: Κύριε, ἐὰν τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποῦ τὸν ἔβαλες, κι ἐγὼ θὰ τὸν πάρω ἀπὸ τὸν κῆπο σου καὶ θὰ τὸν τοποθετήσω σὲ ἄλλον τάφο.  16 Τῆς λέει τότε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν γνωστὸ σ᾿ ἐκείνη τόνο τῆς φωνῆς του: Μαρία! Ἐκείνη τότε ἀναγνώρισε ἀμέσως τὴ φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ, στράφηκε πίσω καὶ τοῦ εἶπε: Ραββουνί, ποὺ σημαίνει· διδάσκαλέ μου.  17 Τότε ἡ Μαρία ἔτρεξε νὰ περιπτυχθεῖ μὲ σεβασμὸ τὰ πόδια του, νομίζοντας ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἑξακολουθεῖ καὶ τώρα νὰ ζεῖ σωματικῶς ὅπως καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του. Γι᾿ αὐτὸ τῆς λέει ὁ Ἰησοῦς: Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις. Μὴ συμπεριφέρεσαι πλέον σὲ μένα σὰν νὰ πρόκειται νὰ εἶμαι καὶ πάλι ἀνάμεσά σας μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφή, μὲ τὴ μορφὴ τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς ἀσθενείας, ὅπως ζοῦσα μαζί σας πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος. Μὴ μ᾿ ἀγγίζεις, διότι δὲν ἀνέβηκα ἀκόμη πρὸς τὸν Πατέρα μου. Συνεπῶς δὲν ἐγκαινιάσθηκε ἀκόμη ἡ νέα σχέση τῆς εὐλαβικῆς καὶ λατρευτικὴς οἰκειότητος ποὺ θὰ συνάψω μὲ τοὺς ἀνθρώπους μετὰ τὴν Ἀνάληψή μου ὡς αἰώνιος καὶ οὐράνιος πλέον ἀρχιερεὺς καὶ ὡς κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν ὁποία θὰ εἶμαι ἑνωμένος. Πήγαινε ὅμως στοὺς ἀδελφούς μου καὶ πές τους: Ἀνεβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου, τὸν ὁποῖο δι᾿ ἐμοῦ καὶ σεῖς ἔχετε κατὰ χάριν Πατέρα. Αὐτὸς ἔγινε καὶ Θεός μου ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα ἄνθρωπος, ὅπως εἶναι Θεὸς δικός σας.  18 Ἔρχεται ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναγγέλλει στοὺς μαθητὲς ὅτι εἶδε τὸν Κύριο καὶ ὅτι τῆς εἶπε τὰ λόγια αὐτά.

 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ)

Τέκνον Τιμόθεε, νῆ­φε ν πᾶ­σι, κα­κο­πά­θη­σον, ἔρ­γον πο­ί­η­σον εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ, τν δι­α­κο­νί­αν σου πλη­ρο­φό­ρη­σον. ἐ­γὼ γρ ἤ­δη σπέν­δο­μαι, κα και­ρὸς τς ἐ­μῆς ἀ­να­λύ­σε­ως ἐ­φέ­στη­κε. τν κα­λὸν ἀ­γῶ­να ἠ­γώ­νι­σμαι, τν δρό­μον τε­τέ­λε­κα, τν πί­στιν τε­τή­ρη­κα· λοι­πὸν ἀ­πό­κει­ταί μοι τς δι­και­ο­σύ­νης στέ­φα­νος, ν ἀ­πο­δώ­σει μοι Κριος ν ἐ­κε­ί­νῃ τ ἡ­μέ­ρᾳ, δί­και­ος κρι­τής, ο μό­νον δ ἐ­μοὶ, ἀλ­λὰ κα πᾶ­σι τος ἠ­γα­πη­κό­σι τν ἐ­πι­φά­νει­αν αὐ­τοῦ.                                    

     (Β΄ Τιμ. δ΄[4] 5 – 8)

 

ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἦ­ταν φυ­λα­κι­σμέ­νος στὴ Ρώ­μη, ὃταν ἔ­γρα­ψε τὴ δεύ­τε­ρη ἐ­πι­στο­λὴ πρὸς τὸν μα­θη­τὴ του Τι­μό­θε­ο. Τὸ μαρ­τυ­ρι­κὸ τέ­λος τοῦ Ἀ­πο­στό­λου πλη­σί­α­ζε. Ἡ ζω­ή του ἀ­πὸ τό­τε πού πί­στε­ψε στὸν Χρι­στὸ κα­τα­να­λώ­θη­κε ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου γιὰ τὴ δό­ξα τοῦ Χρι­στοῦ καὶ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο πρό­κει­ται νὰ ἔ­χει ἔν­δο­ξο μαρ­τυ­ρι­κὸ τέ­λος θυ­σι­ά­ζον­τας τὸν ἑ­αυ­τὸ του ὑ­πὲρ τοῦ Χρι­στοῦ. Σὰν στορ­γι­κὸς λοι­πὸν πνευ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας τοῦ Τι­μο­θέ­ου, ἐ­πι­σκό­που τῆς Ἐ­φέ­σου, τοῦ ἀ­πευ­θύ­νει τὶς τε­λευ­ταῖ­ες συμ­βου­λές, τὶς ὁποῖες ἰ­δι­αί­τε­ρα θὰ σε­βό­ταν ὁ Τι­μό­θε­ος, δι­ό­τι προ­έρ­χον­ταν ἀ­πὸ τὸν πρε­σβύ­τη δέ­σμιο Ἀ­πό­στο­λο. Νὰ δοῦ­με τί τοῦ γρά­φει με­τα­ξὺ τῶν ἄλ­λων.

Πρό­σε­χε, παι­δί μου Τι­μό­θε­ε, πρό­σε­χε ἄ­γρυ­πνα στὰ με­γά­λα καὶ ὑ­ψη­λὰ ἐ­πι­σκο­πι­κά σου κα­θή­κον­τα. Πρό­σε­χε τὸν ἑ­αυ­τό σου κα­τὰ τὶς ἐ­πι­θέ­σεις τοῦ σα­τα­νᾶ, ὁ ὁ­ποῖ­ος θέ­λει νὰ πα­ρα­βεῖς τὸ κα­θῆ­κον σου. Πρό­σε­χε ὃμως καὶ τὶς ψυ­χὲς τῶν Χρι­στια­νῶν τὶς ὁποῖες ἔ­χεις ὑ­πὸ τὴν κη­δε­μο­νί­α καὶ τὴν ἐ­πί­βλε­ψή σου. Μὴν ἀ­πο­θαρ­ρύ­νε­σαι ἀ­πὸ τὶς δυ­σκο­λί­ες τοῦ ἔρ­γου σου. Νὰ τὶς ἀν­τι­με­τω­πί­ζεις μὲ ἀ­τα­ρα­ξί­α καὶ ὑ­πο­μο­νή. Νὰ εἶ­σαι πρό­θυ­μος γιὰ κά­θε θυ­σί­α. Νὰ κη­ρύτ­τεις τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Νὰ φέ­ρεις σὲ αἴ­σιο τέ­λος τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α πού σοῦ ἔ­χει ἀ­να­θέ­σει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.

Ὅ­ταν ἐ­γὼ ἤ­μουν ἐ­λεύ­θε­ρος καὶ πε­ρι­ό­δευ­α, φρόν­τι­ζα γιὰ τὸν στη­ριγ­μὸ τῶν Χρι­στια­νῶν. Τώ­ρα ὅμως τὸ ἔρ­γο αὐ­τὸ θὰ τὸ ἐ­κτε­λεῖς ἐ­σὺ στὴν πε­ρι­φέ­ρειά σου, δι­ό­τι ἐ­γὼ πρό­κει­ται νὰ ἔ­χω τέ­λος μαρ­τυ­ρι­κό, θυ­σι­α­ζό­με­νος ὑ­πὲρ τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­φθα­σε πιὰ ὁ και­ρὸς πού θὰ φύ­γω ἀ­πὸ τὸν κό­σμο αὐ­τό, γιὰ νὰ με­τα­βῶ στὸν ἄλ­λο κό­σμο, κον­τὰ στὸν Χρι­στό, στὴ βα­σι­λεί­α τῆς δό­ξας καὶ τῆς χα­ρᾶς.

Σὲ ὁλη μου τὴ ζω­ὴ ὡς ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χριστοῦ ἔ­χω ἀ­γω­νι­στεῖ τὸν κα­λὸ ἀ­γώ­να γιὰ τὴ δι­ά­δο­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἔ­χω φθά­σει στὸ τέρ­μα τοῦ δρό­μου τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τῆς τη­ρή­σε­ως τοῦ κα­θή­κον­τος. Ἔ­χω δι­α­φυ­λά­ξει τὴν πί­στη ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­τάς την ἀ­πὸ κά­θε ἐ­χθρὸ πού ἤ­θε­λε νὰ τὴ νο­θεύ­σει. Γι᾿ αὐ­τὸ λοι­πὸν μοῦ ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται σὰν ἄλ­λο βρα­βεῖ­ο ἡ κλη­ρο­νο­μιὰ τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν, τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριος θὰ μοῦ δώ­σει ὡς ἀν­τα­μοι­βὴ κα­τὰ τὴν ἡμέρα τῆς δευ­τέ­ρας καὶ ἐν­δό­ξου πα­ρου­σί­ας Του. Αὐ­τὸ τὸ στε­φά­νι τῆς δι­και­ο­σύ­νης ὁ δί­και­ος Κρι­τὴς δὲν θὰ τὸ δώ­σει μό­νο σ᾿ ἐμένα ἀλ­λὰ καὶ σὲ ὃλους ὃσοι ἔ­χουν ἀ­γα­πή­σει καὶ πε­ρι­μέ­νουν μὲ πό­θο τὴν ἔν­δο­ξη ἐμ­φά­νι­σή Του.

Τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου ἀ­πο­τε­λοῦν ἱερή Δι­α­θή­κη ὂχι μό­νο γιὰ τὸν Τι­μό­θε­ο ἀλ­λὰ καὶ γιὰ κά­θε Χρι­στια­νό. Ἀ­γω­νι­στὲς τῆς ἀ­ρε­τῆς καὶ τοῦ κα­θή­κον­τος πρέ­πει νὰ εἴ­μα­στε κι ἐμεῖς. Ἂς προ­σέ­χου­με νὰ μὴ ρα­θυ­μοῦμε, νὰ μὴν ἀ­δι­α­φο­ροῦ­με, ἀλ­λὰ μὲ πο­λὺ ζῆ­λο νὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε κα­τὰ τοῦ κακοῦ καὶ νὰ ἐ­κτε­λοῦ­με τὰ χρι­στι­α­νι­κά μας κα­θή­κον­τα. Ἡ ἀ­μοι­βὴ πού ὁ πα­νά­γα­θος Κύ­ριος μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει εἶ­ναι ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας. Εἶ­ναι τὸ ἀ­μά­ραν­το στε­φά­νι τῆς δό­ξας. Εἶ­ναι ἡ κλη­ρο­νο­μία τῆς Βα­σι­λεί­ας τῶν Οὐ­ρα­νῶν. Ἀ­ξί­ζει λοι­πὸν γιὰ ἕ­να τέ­τοι­ο βρα­βεῖ­ο νὰ δεί­ξου­με κά­θε προ­θυ­μί­α καὶ κά­θε δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Λί­γα χρό­νια δια­ρκοῦν οἱ ἀ­γῶ­νες στὴ γῆ, ἐ­νῶ ἡ ἀ­μοι­βὴ θὰ εἶ­ναι αἰ­ώ­νια. Ἂς ἐ­φαρ­μό­ζου­με λοι­πὸν πι­στὰ ὃλα τὰ προ­στάγ­μα­τα καὶ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Κυ­ρί­ου μας, γιὰ νὰ μᾶς χα­ρί­σει κι Ἐ­κεῖ­νος τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

         ( + ρχιμανδρίτης Χριστοφόρος Παπουτσόπουλος)

 

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ)

Ἀρ­χὴ το εὐ­αγ­γε­λί­ου Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ το Θε­οῦ. ς γέ­γρα­πται ν τος προ­φή­ταις, ἰ­δοὺ ἐ­γὼ ἀ­πο­στέλ­λω τν ἄγ­γε­λόν μου πρ προ­σώ­που σου, ς κα­τα­σκευ­ά­σει τν ὁ­δόν σου ἔμ­προ­σθέν σου· φω­νὴ βο­ῶν­τος ν τ ἐ­ρή­μῳ, Ἑ­τοι­μά­σα­τε τν ὁ­δὸν Κυ­ρί­ου, εὐ­θε­ί­ας ποι­εῖ­τε τς τρί­βους αὐ­τοῦ, ἐ­γέ­νε­το Ἰ­ω­άν­νης βα­πτί­ζων ν τ ἐ­ρή­μῳ κα κη­ρύσ­σων βά­πτι­σμα με­τα­νο­ί­ας ες ἄ­φε­σιν ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα ἐ­ξε­πο­ρε­ύ­ε­το πρς αὐ­τὸν πᾶ­σα Ἰ­ου­δα­ί­α χώ­ρα κα ο Ἱ­ε­ρο­σο­λυ­μῖ­ται, κα ἐ­βα­πτί­ζον­το πάν­τες ν τ Ἰ­ορ­δά­νῃ πο­τα­μῷ ὑ­π' αὐ­τοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γο­ύ­με­νοι τς ἁ­μαρ­τί­ας αὐ­τῶν. ν δ Ἰ­ω­άν­νης ἐν­δε­δυ­μέ­νος τρί­χας κα­μή­λου κα ζώ­νην δερ­μα­τί­νην πε­ρὶ τν ὀ­σφὺν αὐ­τοῦ, κα ἐ­σθί­ων ἀ­κρί­δας κα μέ­λι ἄ­γρι­ον. κα ἐ­κή­ρυσ­σε λέ­γων· Ἔρ­χε­ται ὁ ἰ­σχυ­ρό­τε­ρός μου ὀ­πί­σω μου, ο οκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς κύ­ψας λῦ­σαι τν ἱ­μάν­τα τν ὑ­πο­δη­μά­των αὐ­τοῦ. ἐ­γὼ μν ἐ­βά­πτι­σα ὑ­μᾶς ἐν ὕ­δα­τι, αὐ­τὸς δ βα­πτί­σει ὑ­μᾶς ἐν Πνε­ύ­μα­τι ἁ­γί­ῳ.

                                                                     (Μαρκ. α΄[1] 1-8)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ

Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔγινε ἡ ἀρχή τοῦ χαροποιοῦ μηνύματος γιά τήν ἔλευση στόν κόσμο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος. Καί ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἡ ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου, ὅπως ἔχει προφητευθεῖ καί εἶναι γραμμένο στούς προφῆτες. Στό βιβλίο δηλαδή τοῦ προφήτη Μα λαχία λέει ὁ ἐπουράνιος Πατέρας στό Μεσσία: Ἰδού, ἐγώ ἀποστέλλω τόν ἀγγελιοφόρο μου πρίν ἀπό σένα καί μπροστά ἀπό σένα. Αὐτός θά προετοιμάσει τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων γιά νά σέ ὑποδεχθοῦν ὡς Σωτήρα καί Λυτρωτή. Κι ἔτσι θά προετοιμάσει τό δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο θά πλησιάσεις ὡς διδάσκαλος καί Σωτήρας τούς ἀνθρώπους. Ὁ ἀγγελιοφόρος αὐτός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο προφήτευσε ὁ προφήτης Ἡσαΐας τά ἑξῆς: Φωνή ἀνθρώπου πού κραυγάζει στήν ἔρημο καί λέει: Ἑτοιμάστε τό δρόμο ἀπ᾿ τόν ὁποῖο θά ἔλθει σέ σᾶς ὁ Κύριος· κάνετε ἴσιες καί ὁμαλές τίς διαβάσεις ἀπ’ τίς ὁποῖες θά περάσει. Ξεριζῶστε δηλαδή ἀπ’ τίς ψυχές σας τά ἀγκάθια τῶν ἁμαρτωλῶν παθῶν καί ρίξτε μακριά τίς πέτρες τοῦ ἐγωισμοῦ καί τῆς πωρώσεως· καί καθαρίστε μέ τή μετάνοια τό ἐσωτερικό σας, γιά νά δεχθεῖ τόν Κύριο. Καί ἔγινε ὁ Ἰωάννης ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου, μέ τό νά βαπτίζει στήν ἔρημο καί μέ τό νά κηρύττει βάπτισμα πού ἔπρεπε νά συνοδεύεται μέ ἐσωτερική μετάνοια, ἔτσι ὥστε οἱ βαπτισμένοι νά λάβουν ἀργότερα τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τήν ὁποία θά τούς ἐξασφάλιζε ὁ Μεσσίας πού θά ἐρχόταν μετά τόν Ἰωάννη. Καί πήγαιναν σ᾿ αὐτόν οἱ κάτοικοι ὅλης τῆς Ἰουδαίας καί οἱ Ἱεροσολυμίτες. Καί βαπτίζονταν ὅλοι ἀπό τόν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ συγχρόνως ἐξομολογοῦνταν φανερά τίς ἁμαρτίες τους. Ἀλλά καί ἡ ὅλη ζωή καί ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰωάννη ἦταν σύμφωνη μέ τό κήρυγμά του σέ ὅλα. Φοροῦσε δηλαδή ἔνδυμα ὑφασμένο ἀπό τρίχες καμήλας καί εἶχε δερμάτινη ζώνη γύρω ἀπ’ τή μέση του, κι ἔτρωγε ἀκρίδες, ἀπό ἐκεῖνες πού ἔφερνε ὁ ἄνεμος σάν σύννεφο ἀπ’ τήν Ἀραβία στήν ἔρημο, καί μέλι πού ἀποθήκευαν τά ἄγρια μελίσσια μέσα στίς σχισμές τῶν βράχων. Καί κήρυττε λέγοντας: Ἔρχεται ὕστερα ἀπό μένα ἐκεῖνος πού εἶναι πιό δυνατός ἀπό μένα λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του καί τῆς θείας φύσεώς του. Μπροστά του ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά σκύψω καί νά λύσω ὡς δοῦλος τό λουρί τῶν ὑποδημάτων του. Ἐγώ σᾶς βάπτισα μέ νερό, αὐτός ὅμως θά σᾶς βαπτίσει μέ Πνεῦμα Ἅγιον, τό ὁποῖο θά καθαρίσει καί τίς ψυχές σας.  

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου