Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2023

«...Καὶ κατεῑχον Αὐτὸν»

 

«...Καὶ κατεῑχον Αὐτὸν»

« Ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως». Ἔβγαλαν τὸν Κύριο ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη καὶ Τὸν ἔφεραν μέχρι τὴν ἄκρη κάποιου ὑψώματος τοῦ βουνοῦ, στὸ ὁποῖο εἶχε οικοδομηθεῖ ἡ πόλη τους, ἡ Ναζαρέτ, μὲ σκοπὸ νὰ Τὸν γκρεμίσουν κάτω. Τοὺς εἶχε μιλήσει καὶ ἐκεῖνοι θαύμαζαν γιὰ τὰ λόγια τὰ γεμάτα μὲ θεία Χάρι, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ στόμα του. Όταν ὅμως τοὺς ἤλεγξε γιὰ τὴν ἀθεράπευτη ἀπιστία τους, «ἐπλήσθησαν πάντες θυμοῦ» καὶ ἤθελαν νά Τὸν ἐξοντώσουν. 

Διέφυγε ὡστόσο μὲ θαυμαστό τρόπο καὶ πῆγε στὴν Καπερναούμ. Κατέπληξε καὶ ἐκεῖ μέ τή διδασκαλία καὶ τὰ ἐκπληκτικά θαύματά του. Μὲ ἐξουσία διέταζε τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα καὶ ἐλευθέρωνε τοὺς δαιμονισμένους ἀνθρώπους, θεράπευσε δὲ ὅλους τοὺς «ἀσθενοῦντας νόσοις ποικίλαις». Κατόπιν, ἀφοῦ πέρασε ἡ νύχτα, βγῆκε στὴν ἐρημιά, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὴ συγκέντρωση τοῦ πλήθους καὶ νὰ βρεῖ χρόνο καὶ τόπο κατάλληλο γιὰ προσευχή. Ἀλλὰ «οἱ ὄχλοι ἐπεζήτουν αὐτὸν καὶ ἦλθον ἕως αὐτοῦ καὶ κατεῖχον αὐτὸν τοῦ μὴ πορεύεσθαι ἀπ᾿ αὐτῶν». Τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔψαχναν νὰ Τὸν βροῦν καὶ ἦλθαν ἕως ἐκεῖ ποὺ ἦταν καί προσπαθοῦσαν νὰ Τὸν κρατήσουν, ὥστε νὰ μὴν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν πόλη τους (βλ. Λουκ. δ'[4] 16-42).

Οἱ παλιοὶ γείτονες καὶ γνωστοί του τῆς Ναζαρέτ Τὸν ἔδιωξαν. Οἱ νέοι γνώριμοί του στὴν Καπερναοὺμ ἐπιμένουν μὲ θερμὲς παρακλήσεις νὰ Τὸν κρατήσουν κοντά τους. «Κατεῖχον αὐτόν». 

Οἱ πρῶτοι, ἀναίσθητοι πνευματικά, χωρὶς μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἀδιάφοροι γιὰ ὁτιδήποτε ἀνώτερο, διώχνουν καὶ θέλουν νὰ ἐξοντώσουν Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ νικητής τῶν δαιμόνων, ὁ ἐλευθερωτὴς ἀπὸ τοὺς χειρότερους ἐχθρούς, ὁ Λυτρωτὴς καὶ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός. Τί ἀφροσύνη! Πόσο σκοτάδι! Ὁ Θεός κατέβηκε στὴ γῆ γιὰ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ ἄνθρωποι Τὸν διώχνουν! 

Πόσο διαφορετικὰ φέρονται οἱ κάτοικοι τῆς Καπερναούμ! «Ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν». Οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως εἶχαν μαζευθεῖ κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἔμεινε ὁ Κύριος. «Πάντες σε ζητοῦσι», Τοῦ λένε οἱ Μαθητές (Μάρκ. α'[1] 33, 37). 

Δὲν ἦταν ἡ μόνη φορά. Συχνά, ὅπου βρισκόταν ὁ Κύριος, ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι νὰ Τὸν δοῦν, νὰ Τὸν ἀκούσουν, νὰ δεχθοῦν τὴ Χάρι του, νὰ ἀνακουφισθοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους τους, νὰ θεραπευθοῦν. Ἀναζητοῦσαν Ἐκεῖνον ποὺ δίνει τὸ φῶς στοὺς τυφλούς, ποὺ καθαρίζει ἀπὸ τὴ λέπρα τοὺς λεπροὺς καὶ σηκώνει ὄρθιους τοὺς παράλυτους. Ἐκεῖνον ποὺ διατάζει τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα νὰ ἡσυχάσουν καὶ ἡμερεύει μ᾿ ἕνα του λόγο τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ἐκεῖνον ποὺ εἶναι ὁ μόνος ποὺ νίκησε τὸν διάβολο καὶ μὲ τὴν παντοδύναμη προσταγή του ἔβγαζε λεγεῶνες δαιμόνων ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐλευθέρωνε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματά τους ἀπὸ τὴν καταστρεπτικὴ δυναστεία τῶν ἀρχαίων καὶ πάγκακων ἐχθρῶν μας. Ὅλοι ἀναζητοῦσαν Ἐκεῖνον ποὺ συνέτριψε τὸν θάνατο καὶ ἔχει ὅλη τὴν «ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς»! 

«Ἐπεζήτουν αὐτόν... καὶ κατεῖχον αὐτόν». 

Ἂς ἀναζητοῦμε κι ἐμεῖς Αὐτὸν ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια του, τὴ μόνη ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο. 

Αὐτὸν ποὺ δίνει τὴ μόνη πραγματικὴ χαρὰ καὶ εἰρήνη, ποὺ κανεὶς ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴν ψυχή. 

Αὐτὸν ποὺ χαρίζει τὴ βέβαιη ἐλπίδα, τὴν καθαρὴ ἀγάπη, τὸ δικό του ὑπερκόσμιο φῶς, δωρεὲς ποὺ δὲν χωροῦν στὰ στενὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἐπεκτείνονται στὴν αἰωνιότητα. 

Αὐτὸν ποὺ δίνει τὴ ζωή, ὄχι τὴν κατώτερη, τὴν ἐφήμερη, τὴ μάταιη καὶ ἀπατηλή, ἀλλὰ τὴν ἀνώτερη, τὴ θεία, τὴν αἰώνια καὶ ἀληθινή. 

Τὰ δῶρα του ἔχουν κοινὰ μόνο τὰ ὀνόματα μὲ τὶς ἀντίστοιχες προσφορὲς τοῦ κόσμου καὶ διαφέρουν ἀπ᾿ αὐτὲς ὅσο ὁ Θεός ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ὅσο ὁ οὐρανὸς ἀπὸ τὴ γῆ. 

Τὸν Χριστό, ποὺ μᾶς προσφέρει ὅλα αὐτά, μποροῦμε ὄχι μόνο νὰ Τὸν ἀκοῦμε μελετώντας τὰ λόγια του, ὅπως τὰ διέσωσαν στὴν Ἁγία Γραφὴ οἱ μαθητές του. Οὔτε ἁπλῶς νὰ καλλιεργοῦμε κάποια γνωριμία, ἕναν προσωπικὸ σύνδεσμο μαζί Του, καθὼς ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κι αὐτὸ ἀκόμη εἶναι πολὺ μεγάλο. 

Υπάρχει ὅμως κάτι πολὺ ἐκπληκτικότερο καὶ ἀνώτερο τῶν προσδοκιῶν τοῦ ἀνθρώπου. Μποροῦμε νὰ Τὸν «κατέχουμε». Νὰ Τὸν ἔχουμε δικό μας. Νὰ Τὸν ἔχουμε «κατοικοῦντα ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν διὰ τῆς πίστεως», μὲ τὴν πνευματική ζωή, μὲ τὴ Χάρι τῶν θείων του Μυστηρίων (βλ. Ἐφ. γ'[3] 17). Μποροῦμε νά Τόν «κατέχουμε» σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε Αὐτὸς νὰ ταυτίζεται μὲ τὸν βαθύτερο ἑαυτό μας, νὰ θέτει στην ἄκρη τὸ άμαρτωλό καί ἄθλιο ἐγώ μας καὶ νὰ γίνεται Ἐκεῖνος τὸ κέντρο καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς μας. «Ζῶ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοί Χριστός», γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Γαλ. β ́[2] 20). Ἐντός μας ζεῖ καὶ κυριαρχεῖ ὁ παντοκράτορας Κύριος. Κι ἐμεῖς – μικροί, ἀδύναμοι καὶ ταπεινοί – «κατέχουμε» τὸν Παντοκράτορα. «Κατέχουμε» τὸν «βαστάζοντα τὰ πάντα». 

«Ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τῆς πόλεως».

«Κατεῖχον αὐτόν». 

Δύο ἀντίθετες στάσεις. Τῶν κατοίκων τῆς Ναζαρέτ καὶ ἐκείνων τῆς Καπερναούμ. Τί θὰ ἀκολουθήσουμε; Τὸ σκοτάδι ἢ τὸ φῶς; Τὸν θάνατο ἢ τὴ ζωή; Τὸν διάβολο ἢ τὸν Χριστό; 

Στὴν κρίσιμη ἐποχή μας, ποὺ ἀπορρίπτει τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ καὶ πολεμεῖ τὸ Πρόσωπό του, ἐμεῖς μποροῦμε πιστὰ νὰ Τὸν ἀκολουθοῦμε καὶ νὰ Τὸν «κατέχουμε». Καὶ «κατέχοντες τὸν Χριστὸ νὰ κατέχουμε τὸ πᾶν», «διότι μόνον ἐν τῷ Χριστῷ συγκεντροῦνται πάντα τὰ καλὰ καὶ ἀγαθά» (βλ. ἀρχιμ. Σεραφεὶμ Παπακώστα, Ευσέβιος Ματθόπουλος [Βιογραφία], ἔκδ. «Ζωή», Ἀθῆναι 1980, σελ. 34).

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «Ο ΣΩΤΗΡ»,ΑΡΙΘ. 2299, 15 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023, σελ. 512-513

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου