Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

    ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

(3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023)

ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὰ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ' ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΚϚ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε [ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ φωτὸς ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ] δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ· καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε, τὰ γὰρ κρυφῇ γινόμενα ὑπ᾽ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστιν καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. Διὸ λέγει· ῎Εγειρε, ὁ καθεύδων, καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν ἀκριβῶς πῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι ἀλλ᾽ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς  ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.     

(Ἐφεσ. ε΄[5] 8-19)

 ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ

ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν,

ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι».

Ομέρες κυλοῦν καὶ χάνονται σὰν τὰ ὁρμητικά ποτάμια, κι ἐμεῖς μέσα στν παραζάλη τῶν βιοτικν μας μεριμνῶν δὲν καταλάβαμε καλά – καλὰ πότε εἴμασταν μικρὰ παιδιὰ καὶ πότε φθάσαμε στὴν ἡλικία πού βρισκόμαστε. Κι ἂν μάλιστα βροῦμε κάποια στιγμή ελικρινείας νὰ δοῦμε γιὰ λίγο κατάματα τν πορεία τῆς ζωῆς μας, συχνά ἀπογοητευόμαστε. Τί κάναμε τόσα χρόνια; Μήπως βρισκόμαστε στὴν ἴδια θλιβερή κατάσταση ποὺ εμασταν πρίν, μὲ τὰ ἴδια πάθη, τὶς ἴδιες ἀδυναμίες, χωρίς πρόοδο καὶ ἀρετή; Τόσα χρόνια μήπως πῆγαν χαμένα, μήπως τὰ σπαταλήσαμε στν ματαιότητα μὲ τὴν ραθυμία μας, τὴν ἀναβολὴ ἢ τὴν ἀδιαφορία μας; Ἂς ἀκούσουμε λοιπόν τον λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ μᾶς λέγει: «Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι», κι ἂς δοῦμε ὅτι πρέπει νὰ ἀξιοποιοῦμε τον χρόνο μας καὶ πῶς θὰ γίνει αὐτό. 

1. ΜΗ ΧΑΝΕΙΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ ΣΟΥ

«Ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν» σημαίνει ἁπλῶς νὰ ἀξιοποιοῦμε τὶς εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐργαζόμαστε τ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. «Καιρός» δὲν εἶναι μόνον ὁ χρόνος πο κυλάει, ἀλλὰ εἶναι ὁ κατάλληλος χρόνος, οἱ κατάλληλες εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς μὲ διαφόρους τρόπους, γιὰ νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ μετάνοια καὶ πνευματικὴ ἀναγέννηση. Ὁ νῦν καιρὸς δὲν εἶναι δικός μας· εἶναι ἡ παράταση ζωῆς ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ἐργασθοῦμε, νὰ σπείρουμε τ χωράφι τῆς ψυχῆς μας, πρὶν ἔλθει ὁ χειμώνας. Νὰ ἀξιοποιήσουμε τὰ τάλαντα ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, πρὶν ἐπιστρέψει καὶ μᾶς ζητήσει λογαριασμό. Να ξερριζώσουμε τὰ ζιζάνια ἀπὸ τὴν ψυχή μας, πρὶν καταπνίξουν κάθε ἀγαθὴ βλάστηση. Εἶναι ἡ προθεσμία ζωῆς γιὰ νὰ προλάβουμε: νὰ γκρεμίσουμε μέσα στν ψυχή μας τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες μας, πρὶν μᾶς καταπλακώσουν. Εἶναι ὁ καιρὸς νὰ καρποφορήσουμε καρποὺς ἀρετῆς, μὴ μᾶς δε ὁ Χριστὸς μόνο με φύλλα καὶ μᾶς καταρασθε σὰν τὴν ἄκαρπο συκῆ. Νὰ γεμίσουμε τὸ λυχνάρι τῆς ψυχῆς μας μὲ τὸ ἔλαιον τῶν ἀρετῶν, πρὶν ἔλθει ξαφνικὰ ὁ Νυμφίος καὶ μείνουμε ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ. Νὰ μοιράσουμε τὰ περισσεύοντα ἀγαθὰ ἀπὸ τὶς ἀποθήκες μας στις καλύβες τῶν πτωχῶν, πρὶν ἀκούσουμε τὴ φωνὴ «ἄφρον, ταύτ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ» (Λουκ. ιβ ́ [12] 20). 

Ὅπως λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, «αὐτὸς ὁ καιρὸς εἶναι τῆς μετανοίας, στὴν ἄλλη ζωὴ τῆς ἀνταποδόσεως. Τώρα ὁ Θεὸς εἶναι βοηθὸς σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπιστρέφουν κοντά Του, τότε θὰ εἶναι φοβερὸς ἐξεταστὴς τῶν ἀνθρωπίνων πράξεων καὶ λόγων καὶ σκέψεων». 

2. ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΝ ΚΑΘΕ ΣΤΙΓΜΗ

Πῶς λοιπόν θὰ ἀξιοποιήσουμε τὸν καιρὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός, ὅταν καθημερινά τρέχουμε μέσα στις τόσες μας ἀσχολίες, καὶ λέμε κάποτε, δὲν προλαβαίνω οὔτε νὰ προσευχηθῶ; 

Τὸ πρῶτο πο πρέπει να κάνουμε εἶναι τὸ νὰ ἱεραρχήσουμε σωστὰ τὰ πράγματα. Πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς δραστηριότητες καὶ τὶς ὑποθέσεις μας νὰ καταλάβουμε ὅτι εἶναι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Ὅλα νὰ τὰ ἐπιτελέσουμε σωστά, ἂν χάσουμε τν ψυχή μας χάνουμε τ πάντα. Πάνω ἀπ᾿ ὅλα λοιπὸν νὰ σώσουμε τν ψυχή μας, νὰ κερδίσουμε τὸν οὐρανό. Γι᾿ αὐτὸ θὰ πρέπει να βάλουμε καθημερινό πρόγραμμα πνευματικῆς πορείας. Χωρς ἀναβολή, ἀμέλεια ραθυμία. Σήμερα μᾶς καλεῖ ὁ Θεὸς νὰ μετανοήσουμε, σήμερα νὰ προσευχηθοῦμε, σήμερα νὰ μελετήσουμε τὴν Ἁγία Γραφή. Σήμερα νὰ διορθώσουμε τὶς ἀδυναμίες μας, σήμερα ν δείξουμε ἀγάπη στν συνάνθρωπό μας. Αὐτὸ σημαίνει πρακτικὰ ὅτι δὲν θὰ ἀφήνουμε τὰ πνευματικά μας καθήκοντα γιὰ τὸ τέλος τῆς ἡμέρας ἢ γιὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας. Ὄχι τ βράδυ πρν κοιμηθοῦμε τελευταία στιγμὴ μισοκοιμισμένοι νὰ διαβάσουμε τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ πρωΐ - πρωΐ, μόλις ξεκινήσει ἡ κάθε ἡμέρα μας. Πρῶτα ἡ μελέτη, πρῶτα ἡ προσευχή, πρῶτα ἡ ψυχή μας κι ἔπειτα ὅλες οἱ ἄλλες δουλειές μας, οἱ ὁποῖες ἔτσι θὰ γίνουν πολὺ καλύτερα. Διότι θὰ τὶς ἐπιτελέσουμε εἰρηνικοὶ καὶ ἀνανεωμένοι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὁ Θεὸς θὰ εὐλογήσει περισσότερο ὅλες τὶς ἄλλες ἐργασίες ἢ τὰ οἰκογενειακά μας καθήκοντα, ἀφοῦ ὁ Ἴδιος μᾶς εἶπε: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ... καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. Ϛ'[6] 33).

Ταυτόχρονα θὰ πρέπει νὰ ἀξιοποιοῦμε καί τίς γενικότερες εὐκαιρίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεός. Πήγαμε στν ἱερὰ Ἐξομολόγηση ἢ τὴν θεία Λειτουργία, ἀκούσαμε ἕνα ὡραῖο κήρυγμα, μία ὁμιλία, διαβάσαμε κάτι πο μίλησε στν ψυχή μας; μέσως νὰ ἐφαρμόσουμε αὐτὸ ποὺ διαβάσαμε ἢ ἀκούσαμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς ζητεῖ ὁ Θεός. Νὰ ἀξιοποιοῦμε τὴν κάθε στιγμή. 

Ἀδελφοί, κάποιος ἔγραψε: χρόνος εἶναι τὸ χρῆμα μὲ τὸ ὁποῖο ἀγοράζεις τὴν αἰώνια ζωή ἢ τὴν αἰώνια κόλαση. Μὴ τὸν σπαταλήσουμε λοιπόν, ἀλλὰ νὰ ἐργασθοῦμε σήμερα την σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, γιὰ νὰ κατακτήσουμε αὔριο καὶ κληρονομήσουμε τ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

(Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ ἐγ­γί­ζειν αὐ­τὸν εἰς ῾Ι­ε­ρι­χὼ, τυ­φλός τις ἐ­κά­θη­το πα­ρὰ τὴν ὁ­δὸν προ­σαι­τῶν. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὄ­χλου δι­α­πο­ρευ­ο­μέ­νου, ἐ­πυν­θά­νε­το, τί εἴ­η τοῦ­το; Ἀ­πήγ­γει­λαν δὲ αὐ­τῷ ὅ­τι ᾿Ι­η­σοῦς ὁ Να­ζω­ραῖ­ος πα­ρέρ­χε­ται. Καὶ ἐ­βό­η­σε, λέ­γων· ᾿Ι­η­σοῦ υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Καὶ οἱ προ­ά­γον­τες ἐ­πε­τί­μων αὐ­τῷ ἵ­να σι­ω­πή­σῃ· αὐ­τὸς δὲ πολ­λῷ μᾶλ­λον ἔ­κρα­ζεν· Υἱ­ὲ Δαυ­ΐδ, ἐ­λέ­η­σόν με. Στα­θεὶς δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς ἐ­κέ­λευ­σεν αὐ­τὸν ἀ­χθῆ­ναι πρὸς αὐ­τόν. Ἐγ­γί­σαν­τος δὲ αὐ­τοῦ, ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν, λέ­γων· Τί σοι θέ­λεις ποι­ή­σω; Ὁ δὲ εἶ­πε· Κύ­ρι­ε, ἵ­να ἀ­να­βλέ­ψω. Καὶ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Ἀ­νά­βλε­ψον· ἡ πί­στις σου σέ­σω­κέ σε. Καὶ πα­ρα­χρῆ­μα ἀ­νέ­βλε­ψε, καὶ ἠ­κο­λο­ύ­θει αὐ­τῷ, δο­ξά­ζων τὸν Θε­όν. Καὶ πᾶς ὁ λα­ὸς ἰ­δὼν, ἔ­δω­κεν αἶ­νον τῷ Θε­ῷ. 

                             (Λουκ. ιη΄[18] 35 – 43)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό, καθὼς ὁ Κύριος πλησίαζε στὴν Ἱεριχώ, κάποιος τυφλὸς καθόταν κοντὰ στὸ δρόμο καὶ ζητιάνευε. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὸ θόρυβο τοῦ πλήθους πού περνοῦσε, ρώτησε νὰ μάθει τί νὰ ἦταν αὐτὰ ποὺ ἄκουγε. Τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος περνάει ἀπό ἐκεῖ. Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατά: Ἰησοῦ, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβὶδ ποὺ σὲ προανήγγειλαν οἱ προφῆτες, σπλαχνίσου με, ἐλέησέ με. Τότε αὐτοὶ ποὺ προπορεύονταν τὸν μάλωναν καί τὸν ἀνάγκαζαν νὰ σωπάσει, νομίζοντας ὅτι μέ τὶς φωνές του θὰ ἐνοχλοῦνταν ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸς ὅμως φώναζε πολὺ περισσότερο: Ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ἐλέησέ με. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέκοψε τὴν πορεία του καὶ διέταξε νὰ τὸν φέρουν κοντά του. Κι ὅταν αὐτὸς πλησίασε, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε καὶ τοῦ εἶπε: Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; Τότε ὁ τυφλὸς ἀπάντησε: Κύριε, θέλω νὰ ἀποκτήσω καὶ πάλι τὸ φῶς μου. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε: Ἀπόκτησε τὸ φῶς σου! Ἡ πίστη πού ἔχεις ὅτι εἶμαι ὁ ἀπόγονος τοῦ Δαβὶδ καί ὅτι ἔχω τὴ δύναμη νά σοῦ δώσω τὴν ὑγεία τῶν ματιῶν σου, σὲ ἔσωσε ἀπό τὴν ἀθεράπευτη τύφλωσή σου. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ τυφλὸς ἀπέκτησε καὶ πάλι τὸ φῶς του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦ δοξάζοντας τὸν Θεὸ ποὺ τὸν θεράπευσε διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ ὅλο τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ὅταν εἶδε τὸ θαῦμα, δοξολόγησε καὶ ἀνύμνησε τὸν Θεό.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου