Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(2 ΙΟΥΛΙΟΥ 2017)
ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΙΜΙΑΣ ΕΣΘΗΤΟΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.
            (Ἑβρ. θ΄[9] 1 – 7)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, εἶχε βέβαια καὶ ἡ πρώτη Διαθήκη νόμους καὶ λατρευτικὲς διατάξεις, καθὼς κι ἕνα ἐπίγειο θυσιαστήριο. Κατασκευάστηκε δηλαδὴ τὸ πρῶτο διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, μέσα στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα τῆς προθέσεως καὶ οἱ ἄρτοι ποὺ τοποθετοῦνταν πάνω σ᾿ αὐτὴν ὡς προσφορὰ στὸν Θεό. Καὶ τὸ πρῶτο αὐτὸ διαμέρισμα τῆς σκηνῆς λεγόταν Ἅγια. Ἔπειτα, πίσω ἀπὸ τὸ δεύτερο καταπέτασμα ἦταν τὸ μέρος τῆς σκηνῆς ποὺ λεγόταν Ἅγια Ἁγίων. Στὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων ὑπῆρχε ἕνα χρυσὸ θυμιατήριο καὶ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης, ποὺ ἦταν γύρω-γύρω καλυμμένη μὲ χρυσάφι ἀπ᾿ ὅλες τὶς πλευρές της. Μέσα στὴν κιβωτὸ αὐτὴ ὑπῆρχε μιὰ χρυσὴ στάμνα ποὺ περιεῖχε ἀπὸ τὸ περίφημο μάννα, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ποὺ εἶχε βλαστήσει θαυματουργικά, καὶ οἱ θεοχάρακτες πλάκες τῆς Διαθήκης. Πάνω ἀπὸ τὴν κιβωτὸ ὑπῆρχαν δύο χρυσὰ Χερουβὶμ ἔνδοξα, ποὺ ἀνάμεσά τους ἐμφανιζόταν καὶ μιλοῦσε ὁ Θεός. Αὐτὰ σκέπαζαν μὲ τὰ φτερά τους καὶ σκίαζαν τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς κιβωτοῦ, ποὺ ὀνομαζόταν ἱλαστήριο. Ἀλλὰ γιὰ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶναι τώρα καιρὸς νὰ μιλήσουμε μὲ λεπτομέρειες. Ἔτσι λοιπὸν εἶχαν αὐτὰ σχεδιασθεῖ καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο εἶχε κατασκευασθεῖ ἡ σκηνή, ὥστε στὸ πρῶτο διαμέρισμά της, δηλαδὴ στὰ Ἅγια, νὰ μπαίνουν πάντοτε οἱ ἱερεῖς καὶ νὰ τελοῦν τὶς ἱεροτελεστίες. Στὸ δεύτερο ὅμως διαμέρισμα τῆς σκηνῆς, δηλαδὴ στὰ Ἅγια τῶν Ἁγιων, ἔμπαινε μία φορὰ τὸν χρόνο, τὴν ἡμέρα τοῦ ἐξιλασμοῦ, μόνον ὁ ἀρχιερέας. Κι αὐτὸς δὲν ἔμπαινε χωρὶς αἷμα, ἀλλὰ ἔφερνε μαζί του τὸ αἷμα τῶν ζώων, τὸ ὁποῖο πρόσφερε ὡς ἐξιλαστήρια θυσία γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἀπὸ ἄγνοια εἶχε διαπράξει ὁ λαός.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἐλ­θόν­τι τῷ Ἰ­η­σοῦ εἰς Κα­περ­να­οὺμ, προ­σῆλ­θεν αὐ­τῷ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος, πα­ρα­κα­λῶν αὐ­τὸν, καὶ λέ­γων· Κύριε, ὁ παῖς μου βέ­βλη­ται ἐν τῇ οἰ­κί­ᾳ πα­ρα­λυ­τι­κός, δει­νῶς βα­σα­νι­ζό­με­νος. Καὶ λέ­γει αὐ­τῷ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς· ἐ­γὼ ἐλ­θὼν θε­ρα­πε­ύ­σω αὐ­τόν. Καὶ ἀ­πο­κρι­θεὶς ὁ Ἑ­κα­τόν­ταρ­χος ἔ­φη· Κύριε, οὐκ εἰ­μὶ ἱ­κα­νὸς ἵ­να μου ὑ­πὸ τὴν στέ­γην εἰ­σέλ­θῃς· ἀλ­λὰ μό­νον εἰ­πὲ λό­γῳ, καὶ ἰ­α­θή­σε­ται ὁ παῖς μου. Καὶ γὰρ ἐ­γὼ ἄν­θρω­πός εἰ­μι ὑ­πὸ ἐ­ξου­σί­αν, ἔ­χων ὑπ᾿ ἐ­μαυ­τὸν στρα­τι­ώ­τας, καὶ λέ­γω το­ύ­τῳ, Πο­ρε­ύ­θη­τι, καὶ πο­ρε­ύ­ε­ται· καὶ ἄλ­λῳ, Ἔρ­χου, καὶ ἔρ­χε­ται· καὶ τῷ δο­ύ­λῳ μου, Πο­ί­η­σον τοῦ­το, καὶ ποι­εῖ. Ἀ­κο­ύ­σας δὲ ὁ ᾿Ι­η­σοῦς, ἐ­θα­ύ­μα­σε, καὶ εἶ­πε τοῖς ἀ­κο­λου­θοῦ­σιν· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν, οὐ­δὲ ἐν τῷ ᾿Ισ­ρα­ὴλ το­σα­ύ­την πί­στιν εὗ­ρον. Λέγω δὲ ὑ­μῖν, ὅ­τι πολ­λοὶ ἀ­πὸ ἀ­να­το­λῶν καὶ δυ­σμῶν ἥ­ξου­σι, καὶ ἀ­να­κλι­θή­σον­ται με­τὰ ᾿Α­βρα­ὰμ καὶ ᾿Ι­σα­ὰκ καὶ ᾿Ι­α­κὼβ ἐν τῇ βα­σι­λε­ί­ᾳ τῶν οὐ­ρα­νῶν· οἱ δὲ υἱ­οὶ τῆς βα­σι­λεί­ας ἐκ­βλη­θή­σον­ται εἰς τὸ σκό­τος τὸ ἐ­ξώ­τε­ρον· ἐ­κεῖ ἔ­σται ὁ κλαυθ­μὸς καὶ ὁ βρυγ­μὸς τῶν ὀ­δόν­των. Καὶ εἶ­πεν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς τῷ Ἑ­κα­τον­τάρ­χῳ· Ὕ­πα­γε, καὶ ὡς ἐ­πί­στευ­σας γε­νη­θή­τω σοι. Καὶ ἰ­ά­θη ὁ παῖς αὐ­τοῦ ἐν τῇ ὥ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ.     
                                   (Ματθ. η΄[8] 5 - 13)

Η ΠΙΣΤΗ ΤΟΥ ΕΚΑΤΟΝΤΑΡΧΟΥ
1. ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ
Ὅταν ὁ Κύριος κάποια ἡμέρα ἦλθε στὴν Καπερναούμ, Τὸν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος καὶ Τὸν παρακαλοῦσε: Κύριε, ὁ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος στὸ σπίτι καὶ βασανίζεται τρομερὰ ἀπὸ τοὺς πόνους του. Τότε ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Θὰ ἔλθω στὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω. Ὁ ἑκατόνταρχος ὅμως τοῦ ἀποκρίνεται: Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ μπεῖς κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τοῦ σπιτιοῦ μου, ἀλλὰ μόνο πὲς ἕνα λόγο καὶ θὰ γίνει καλὰ ὁ δοῦλος μου. Διότι κι ἐγὼ ἄνθρωπος εἶμαι κάτω ἂπὸ ἐξουσία, καὶ ἔχω κάτω ἀπὸ τὶς διαταγές μου στρατιῶτες· καὶ λέω στὸν ἕνα· πήγαινε, καὶ πηγαίνει· καὶ στὸν ἄλλον· ἔλα, καὶ ἔρχεται. Καὶ στὸ δοῦλο μου λέω, κάνε αὐτό, καὶ τὸ ἐκτελεῖ.
Πόση ταπείνωση εἶχε αὐτὸς ὁ εἰδωλολάτρης ἀξιωματικός! Ἐνῶ δὲν εἶχε μεγαλώσει καὶ δὲν εἶχε ζυμωθεῖ μὲ τὶς παραδόσεις καὶ τὶς διδαχὲς τῆς ἀληθινῆς πίστεως στὸν ἕνα Θεό, ἔχει ἐπίγνωση ἀνεξήγητη, ταπείνωση μοναδική. Θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου στὸ σπίτι του. Συναισθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του στὴ θέα τῆς ἀκτινοβόλου ἁγιότητος τοῦ Χριστοῦ μας. Συναισθάνεται ἀκόμη καὶ τὴ μεγαλειότητά του. Κατανοεῖ ὅτι ὁ Κύριος ἔχει ἐξουσία πάνω στὴ ζωὴ καὶ τὴν ὑγεία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ δὲν ζητᾶ ἀπὸ Αὐτὸν νὰ παρακαλέσει, ἀλλὰ νὰ διατάξει τὴν ἴαση τοῦ δούλου του. Δείχνει λοιπὸν μιὰ τόσο μεγάλη πίστη, μιὰ πίστη ποὺ θαύμασε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ τὴν ἐπαίνεσε δημοσίως.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ φράση τοῦ ἑκατοντάρχου τὴν πῆραν στὰ χείλη τους ἀμέτρητοι ἅγιοι τὴς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι αἰσθάνονταν τὴ δική τους μικρότητα μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ φράση αὐτὴ ἔγινε προσευχή. Μιὰ προσευχὴ ποὺ ψελλίζουμε μὲ πίστη, συναίσθηση καὶ ταπείνωση ὅλοι οἱ πιστοί, ὅταν στεκόμαστε μὲ δέος μπροστὰ στὸ ἅγιο Ποτήριο. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε μὲ ταπείνωση καὶ συναίσθηση τὰ λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου: «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς». Διότι ἡ ψυχή μου εἶναι ἔρημη ἀπὸ ἀρετὲς καὶ κατερειπωμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου. Ποῦ νὰ βρεῖς, Κύριε, τόπο νὰ κλίνεις τὴν κεφαλή σου; Ἀλλὰ Ἐσὺ ποὺ ταπείνωσες τὸν ἑαυτό σου, καταδέξου νὰ εἰσέλθεις στὸν οἶκο τῆς ἁμαρτωλῆς μου ψυχῆς καὶ νὰ μὲ θεραπεύσεις.
2. ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ
Ὅταν ὁ Κύριος ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ ἑκατοντάρχου, θαύμασε καὶ εἶπε σ᾿ ἐκείνους ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν: Ἀληθινά σᾶς λέω ὅτι δὲν βρῆκα τόσο μεγάλη πίστη οὔτε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχο θὰ ἔλθουν ἀπὸ ὅλα τὰ  μέρη  τοῦ  κόσμου  καὶ  θὰ  καθίσουν στὸ τραπέζι τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἐνῶ ἐκεῖνοι ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ θὰ ριχθοῦν στὸ σκοτάδι. Ἐκεῖ θὰ κλαῖνε καὶ θὰ τρίζουν τὰ δόντια τους. Ὕστερα εἶπε ὁ Κύριος στὸν ἑκατόνταρχο: Πήγαινε στὸ σπίτι σου καὶ ἂς γίνει ὅπως πίστεψες. Καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ θεραπεύθηκε ὁ δοῦλος του.
Ἡ πίστη ὅμως αὐτὴ τοῦ εἰδωλολάτρη ἀξιωματικοῦ ἔγινε ἀφορμὴ νὰ προφητεύσει ὁ Κύριος μία ὀδυνηρὴ ἀλήθεια: ὅτι στὴ Βασιλεία του θὰ βρεθοῦν πολλοὶ εἰδωλολάτρες, ἐνῶ θὰ ἀποκλεισθοῦν οἱ περισσότεροι Ἰουδαῖοι ποὺ λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Εἶναι τραγικό.
Πόσο τίμησε ὁ Θεὸς τὸν ἰουδαϊκὸ λαό! Τοῦ ἔδωσε τὰ πάντα. Ἀπελευθέρωσε τοὺς Ἰουδαίους ἁπὸ τὴ στυγνὴ δουλεία τῆς Αἰγύπτου. Τοὺς διεπέρασε ἀπὸ τὸν βυθὸ τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Τοὺς παρέδωσε τὸν Νόμο του. Τοὺς ἔθρεψε στὴν ἔρημο. Τοὺς ἐγκατέστησε στὴ γῆ Χαναάν. Τοὺς ἔστειλε προφῆτες γιὰ νὰ τοὺς καλέσει σὲ μετάνοια. Ὅμως ἀνταπόκριση δὲν ἔβλεπε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ κήρυξε μετάνοια καὶ ἐπιτέλεσε θαύματα μοναδικά. Ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι δὲν Τὸν δέχθηκαν. Καὶ ὁδήγησαν τὸν Χριστὸ στὸν πλέον φρικτὸ θάνατο. Πῆρε λοιπὸν ὁ Θεὸς τὴ χάρη του ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ. Ἡ Ἱερουσαλὴμ καταστράφηκε. Ἀμέτρητοι Ἰουδαῖοι σφαγιάσθηκαν, πουλήθηκαν, διασκορπίσθηκαν στὰ πέρατα τῆς γῆς. Ἔχασαν τὴν πατρίδα τους. Ἔχασαν καὶ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὸ ἀκριβῶς πρέπει νὰ φοβίσει πολὺ ἐμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Διότι σὲ μᾶς χάρισε ἀσυγκρίτως ἀνώτερες δωρεὲς ἀπὸ ὅ,τι στὸν ἰουδαϊκὸ λαό. Μᾶς χάρισε τὴν Ἐκκλησία του, τὰ Μυστήρια τῆς σωτηρίας μας, τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἰδιαιτέρως ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες πρέπει νὰ φοβηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο. Διότι εἴμαστε πλημμυρισμένοι ἀπὸ ἀκόμη περισσότερες εὐεργεσίες. Στὴ χώρα μας διάβηκαν τόσοι Ἀπόστολοι, τὴν πότισαν μὲ τὸ αἷμα τους ἑκατομμύρια μάρτυρες, τὴν ἁγίασαν ἀμέτρητοι ὅσιοι, ἀσκητές, διδάσκαλοι. Στὴ χώρα μας γράφτηκε ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, συνῆλθαν οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι· στὴ χώρα μας ὑπάρχουν ἱερὰ Λείψανα καὶ θαυματουργὲς εἰκόνες, μοναστήρια καὶ προσκυνήματα. Ὅλα μᾶς τὰ ἔδωσε ὁ Χριστός! Γι᾿ αὐτὸ περιμένει πολλά. Καὶ προπαντὸς καρποὺς μετανοίας, πνευματικῆς καρποφορίας καὶ ἁγιότητος.
  (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(25 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, δι­και­ω­θέν­τες κ πί­στε­ως εἰ­ρή­νην ἔ­χο­μεν πρς τν Θε­ὸν δι­ὰ το Κυ­ρί­ου ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, δι' ο κα τν προ­σα­γω­γὴν ἐ­σχή­κα­μεν τ πί­στει ες τν χά­ριν τα­ύ­την ν ἑ­στή­κα­μεν, κα καυ­χώ­με­θα ἐ­π' ἐλ­πί­δι τς δό­ξης το Θε­οῦ. ο μό­νον δ, ἀλ­λὰ κα καυ­χώ­με­θα ν τας θλί­ψε­σιν, εἰ­δό­τες ὅ­τι ἡ θλῖ­ψις ὑ­πο­μο­νὴν κα­τερ­γά­ζε­ται, δ ὑ­πο­μο­νὴ δο­κι­μήν, δ δο­κι­μὴ ἐλ­πί­δα, δ ἐλ­πὶς ο κα­ται­σχύ­νει, ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη το Θε­οῦ ἐκ­κέ­χυ­ται ἐν τας καρ­δί­αις ἡ­μῶν δι­ὰ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου το δο­θέν­τος ἡ­μῖν. ἔ­τι γρ Χρι­στὸς ὄν­των ἡ­μῶν ἀ­σθε­νῶν κα­τὰ και­ρὸν ὑ­πὲρ ἀ­σε­βῶν ἀ­πέ­θα­νε. μό­λις γρ ὑ­πὲρ δι­κα­ί­ου τις ἀ­πο­θα­νεῖ­ται· ὑ­πὲρ γρ το ἀ­γα­θοῦ τά­χα τις κα τολ­μᾷ ἀ­πο­θα­νεῖν. συ­νί­στη­σι δ τν ἑ­αυ­τοῦ ἀ­γά­πην ες ἡ­μᾶς ὁ Θε­ὸς, ὅ­τι ἔ­τι ἁ­μαρ­τω­λῶν ὄν­των ἡ­μῶν Χρι­στὸς ὑ­πὲρ ἡ­μῶν ἀ­πέ­θα­νε. πολ­λῷ ον μᾶλ­λον δι­και­ω­θέν­τες νν ν τ αἵ­μα­τι αὐ­τοῦ σω­θη­σό­με­θα δι' αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τς ὀρ­γῆς. ε γρ ἐ­χθροὶ ὄν­τες κα­τηλ­λά­γη­μεν τ Θε­ῷ δι­ὰ το θα­νά­του το υἱ­οῦ αὐ­τοῦ, πολ­λῷ μᾶλ­λον κα­ταλ­λα­γέν­τες σω­θη­σό­με­θα ν τ ζω­ῇ αὐ­τοῦ.
                                                   (Ρωμ. ε΄[5] 1 – 10)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἀφοῦ γίναμε δίκαιοι μέσω τῆς πίστεως, ἔχουμε εἰρήνη μὲ τὸν Θεὸ διαμέσου τῆς μεσιτείας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πίστη μας πρὸς αὐτὸν μᾶς ἔχει ἤδη φέρει στὴν κατάσταση αὐτὴ τῆς χάριτος, στὴν ὁποία στεκόμαστε στερεά. Καὶ δὲν τρέμουμε τώρα τὴ θεία ὀργή, ἀλλά καυχόμαστε ἐλπίζοντας ὅτι θὰ ἀπολαύσουμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ δὲν καυχόμαστε μόνο γιὰ τὴ δόξα ποὺ ἐλπίζουμε, ἀλλά καυχόμαστε καὶ γιὰ τὶς θλίψεις  διότι γνωρίζουμε ὅτι ἡ θλίψη παράγει σιγά – σιγά ὡς μόνιμο καί τέλειο ἔργο τὴν ὑπομονή, ἡ ὑπομονὴ παράγει ἀρετὴ δοκιμασμένη καί τέλεια, καὶ ἡ δοκιμασμένη ἀρετὴ παράγει τὴν ἐλπίδα στό Θεό. Καὶ ἡ ἐλπίδα αὐτὴ δὲν ντροπιάζει καὶ δὲν διαψεύδει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει, διότι ἡ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε σέ μᾶς ὁ  Θεός, στὸν ὁποῖο ἐλπίζουμε, ἐκχύθηκε καὶ πλημμύρισε τὶς καρδιές μας μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ μᾶς δόθηκε ὡς ἀρραβώνας τῆς ἐλπίδας μας. Καὶ εἶναι πραγματικὰ ἀξιοθαύμαστη καὶ μοναδική ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε ὁ Θεός. Διότι ὅταν ἐμεῖς ἤμασταν ἀκόμη ἀσθενεῖς πνευματικά καί δέν μπορούσαμε νὰ ἐργασθοῦμε τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦμε μόνοι μας ἀπό τήν ὀργή, ὁ Χριστὸς στὸν κατάλληλο χρόνο πού εἶχε ὁρίσει ὁ Θεός, πέθανε γιὰ νὰ σώσει ἀνθρώπους ἀσεβεῖς. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύει πράγματι τὴ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ  διότι μόλις καὶ μετὰ βίας θὰ βρεθεῖ ἄνθρωπος  νά πεθάνει γιά κάποιον δίκαιο. Διότι γιὰ ἕναν καλὸ ἄνθρωπο ἴσως νὰ ἔκανε κανείς τὴν τόλμη νὰ πεθάνει. Ὁ Θεὸς ὅμως δείχνει περίτρανα τὴν ἀγάπη πού ἔχει ἀπό τὰ βάθη του γιά μᾶς, διότι ὁ Χριστὸς πέθανε γιά χάρη μας, ὅταν ἐμεῖς ἤμασταν ἀκόμη γεμάτοι ἁμαρτίες. Πολὺ περισσότερο λοιπὸν τώρα ποὺ δικαιωθήκαμε μὲ τὸ αἷμα καὶ τὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ, θὰ σωθοῦμε μέσω  αὐτοῦ ἀπό τὴ μέλλουσα ὀργή. Διότι, ἐάν συμφιλιωθήκαμε μὲ τὸν Θεὸ μὲ τὸ θάνατο τοῦ Υἱοῦ του ὅταν ἤμασταν ἐχθροί, πολὺ περισσότερο τώρα πού συμφιλιωθήκαμε θὰ σωθοῦμε διαμέσου τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν ὑπάρχει πλέον ἀνάγκη νά πεθάνει, ἀλλά ζεῖ ἔνδοξος στοὺς οὐρανοὺς ὡς μεσίτης δικός μας.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. λύ­χνος το σώ­μα­τός ἐ­στιν ὁ ὀ­φθαλ­μός. ἐ­ὰν ον ὀ­φθαλ­μός σου ἁ­πλοῦς ᾖ, ὅ­λον τ σῶ­μά σου φω­τει­νὸν ἔ­σται· ἐ­ὰν δ ὀ­φθαλμός σου πο­νη­ρὸς , ὅ­λον τ σῶ­μά σου σκο­τει­νὸν ἔ­σται. ε ον τ φς τ ν σο σκό­τος ἐ­στί, τ σκό­τος πό­σον; Οὐ­δεὶς δύ­να­ται δυ­σὶ κυ­ρί­οις δου­λε­ύ­ειν· γρ τν ἕ­να μι­σή­σει κα τν ἕ­τε­ρον ἀ­γα­πή­σει, ἑ­νὸς ἀν­θέ­ξε­ται κα το ἑ­τέ­ρου κα­τα­φρο­νή­σει· ο δύ­να­σθε Θε­ῷ δου­λε­ύ­ειν κα μα­μω­νᾷ. Δι­ὰ τοῦ­το λέ­γω ὑ­μῖν, μ με­ρι­μνᾶ­τε τ ψυ­χῇ ὑ­μῶν τ φά­γη­τε κα τ πί­η­τε, μη­δὲ τ σώ­μα­τι ὑ­μῶν τ ἐν­δύ­ση­σθε· οὐ­χὶ ψυ­χὴ πλεῖ­όν ἐ­στιν τς τρο­φῆς κα τ σῶ­μα το ἐν­δύ­μα­τος; ἐμ­βλέ­ψα­τε ες τ πε­τει­νὰ το οὐ­ρα­νοῦ, ὅ­τι ο σπε­ί­ρου­σιν οὐ­δὲ θε­ρί­ζου­σιν οὐ­δὲ συ­νά­γου­σιν ες ἀ­πο­θή­κας, κα πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος τρέ­φει αὐ­τά· οχ ὑ­μεῖς μᾶλ­λον δι­α­φέ­ρε­τε αὐ­τῶν; τς δ ξ ὑ­μῶν με­ρι­μνῶν δύ­να­ται προ­σθεῖ­ναι ἐ­πὶ τν ἡ­λι­κί­αν αὐ­τοῦ πῆ­χυν ἕ­να; κα πε­ρὶ ἐν­δύ­μα­τος τ με­ρι­μνᾶ­τε; κα­τα­μά­θε­τε τ κρί­να το ἀ­γροῦ πς αὐ­ξά­νει· ο κο­πι­ᾷ οὐ­δὲ νή­θει· λέ­γω δ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δὲ Σο­λο­μὼν ν πά­σῃ τ δό­ξῃ αὐ­τοῦ πε­ρι­ε­βά­λε­το ς ν το­ύ­των. Ε δ τν χόρ­τον το ἀ­γροῦ, σή­με­ρον ὄν­τα κα αὔ­ρι­ον ες κλί­βα­νον βαλ­λό­με­νον, Θε­ὸς οὕ­τως ἀμ­φι­έν­νυ­σιν, ο πολ­λῷ μᾶλ­λον ὑ­μᾶς, ὀ­λι­γό­πι­στοι; μ ον με­ρι­μνή­ση­τε λέ­γον­τες, τ φά­γω­μεν τ πί­ω­μεν τ πε­ρι­βα­λώ­με­θα; πάν­τα γρ ταῦ­τα τ ἔ­θνη ἐ­πι­ζη­τεῖ· οἶ­δε γρ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νι­ος ὅ­τι χρῄ­ζε­τε το­ύ­των ἁ­πάν­των. ζη­τεῖ­τε δ πρῶ­τον τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ κα τν δι­και­ο­σύ­νην αὐ­τοῦ, κα ταῦ­τα πάν­τα προ­στε­θή­σε­ται ὑ­μῖν.
                                             (Ματθ.στ΄[6] 22 – 33)

Η ΠΡΟΝΟΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ 
1.  ΤΙ ΘΗΣΑΥΡΙΖΟΥΜΕ
Τὸ λυχνάρι ποὺ δίνει φῶς στὸ σῶμα, εἶπε o Κύριος, εἶναι τό μάτι· καὶ τὸ λυχνάρι ποὺ φωτίζει τὴν ψυχὴ εἶναι ὁ νοῦς. Ἐάν λοιπὸν τὸ µάτι μας εἶναι ὑγιές, ὅλο τὸ σῶμα µας θὰ εἶναι γεμάτο φῶς. Ἐάν ὅμως τὸ µάτι μας εἶναι τυφλό, ὅλο τὸ σῶμα µας θὰ εἶναι βυθισμένο στὸ σκοτάδι. Ἐάν ἑπομένως ὁ νοῦς μας σκοτισθεῖ ἀπὸ τὴν προσκόλληση στὸν πλοῦτο, σὲ πόσο σκοτάδι θὰ βυθισθεῖ ἡ ψυχή µας;
Καὶ συνέχισε ὁ Κύριος λέγοντας: Κανείς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι συγχρόνως δοῦλος σὲ δύο κυρίους. Ἢ θὰ μισήσει τὸν ἕνα καὶ θὰ ἀγαπήσει τὸν ἄλλο· ἢ θὰ προσκολληθεῖ στὸν ἕνα καὶ θὰ καταφρονήσει τὸν ἄλλο. Διότι δὲν μπορεῖτε νὰ εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καὶ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλούτου. Ἢ θὰ μισήσετε τὸν πλοῦτο για νὰ ἀγαπήσετε τὸν Θεό, ἢ θὰ προσκολληθεῖτε στὸν πλοῦτο καὶ θὰ καταφρονήσετε τὸν Θεό.
Γιατί ὅμως ὁ Κύριος μᾶς ζητεῖ νὰ διαλέξουμε ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά Του, ἢ τὸν πλοῦτο καὶ τὶς συνέπειές του; Δὲν μπορεῖ κανείς νὰ ἀγαπᾶ καὶ τὸν πλοῦτο καὶ τὸν Θεό; Ὄχι! Διότι ὅποιος ἔχει προσκόλληση στὸν πλοῦτο δὲν μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει ἀληθινὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸν οὐρανό. Διότι ὁ πλοῦτος, ὅταν κυριεύσει τὸν ἄνθρωπο, ὑποδουλώνει τὶς ψυχὲς καὶ δὲν τὶς ἀφήνει νὰ στραφοῦν πρὸς τὰ οὐράνια ἀγαθά. Τὰ πλούτη, οἰ ἀνέσεις σκλαβώνουν τὸν ἄνθρωπο.
Στὰ λόγια τοῦ Κυρίου μάλιστα ὁ πλοῦτος προσωποποιεῖται ὡς ἀνταγωνιστής καὶ ὡς ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ. Διότι ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ πολλὰ χρήματα ἔχει τὴν αἴσθηση τῆς δυνάμεως. Καὶ ἀγοράζει διαρκῶς ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ἀποξενώνεται ἀπὸ τὰ πνευματικά. Ὅποιος σκλαβώθηκε στὸ χρήμα, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γνήσιος δοῦλος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ζητᾶ ἀπὸ μᾶς ἀποκλειστικὴ ἀφοσίωση. Καὶ ἡ καθημερινὴ πραγματικότητα αὐτὸ ἀποδεικνύει. Σὲ ἐποχὲς καὶ σὲ περιοχὲς ποὺ οἱ ἄνθρωποι ζοῦν μέσα στὶς ἀνέσεις, στὴν πολυτέλεια καὶ τὴν καλοπέραση, πολὺ εὔκολα ξεχνοῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά του. Ἀντίθετα ὅταν ἔλθουν καιροὶ δύσκολοι, καιροὶ στερήσεων καὶ πείνας, οἱ ἄνθρωποι συνέρχονται, μετανοοῦν, συναισθάνονται τὴ μικροτητά τους καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Ἐπιπλέον ἡ προσκόλληση στὸ χρῆμα καλλιεργεῖ μέσα μας τὴν πλεονεξία, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ὡς εἰδωλολατρία. Τὸ βλέπει κανείς καὶ στὶς μέρες μας ὅτι κι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἐπηρεαζόμαστε συχνὰ ἀπὸ τὸ κλίμα αὐτὸ τῆς πλεονεξίας. Θέλουμε διαρκῶς νὰ ἀγοράζουμε, νὰ ἀποκτοῦμε περισσότερα, ἔπιπλα, σκεύη, αὐτοκίνητα, σπίτια. Καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε γινόμαστε εἰδωλολάτρες. Δηλαδὴ κινδυνεύουμε νὰ χάσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν ψυχή μας.
2. ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΤΕΡΑ
ὴ φροντίζετε, συνεχίζει ὁ Κύριος, μέ ἀγωνία καὶ στενοχώρια γιά τὴ ζωή σας, τί θὰ φᾶτε καὶ τί θὰ πιεῖτε καὶ τί θὰ φορέσετε. Δὲν ἀξίζει ἡ ζωὴ περισσότερο ἀπὸ τὴν τροφή, καὶ τὸ σῶμα πιό πολὺ ἀπὸ τὸ ἔνδυμα; Ὁ Θεὸς ποὺ σᾶς ἔδωσε αὐτὰ τὰ ἀνώτερα, θὰ σᾶς δώσει καί τά κατώτερα.
Κοιτάξτε τὰ πουλιὰ ποὺ πέφτουν στὸν ἀέρα. Οὔτε σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε μαζεύουν τροφὲς σὲ ἀποθῆκες. Κι ὅμως ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας τὰ τρέφει. Ἐσεῖς δὲν ἀξίζετε πολὺ περισσότερο ἀπὸ αὐτά; Ἄλλωστε, ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ προσθέσει στὸ ἀναστημὰ του ἕναν πῆχυ; Κανένας. Ἀλλά καὶ για τὸ ντύσιμό σας γιατί ἀγωνιᾶτε; Παρατηρῆστε τὰ ἀγριολούλουδα, ποὺ φυτρώνουν μόνα τους στοὺς ἀγροὺς κι ὅμως οὔτε ὁ σοφὸς Σολομών μέ ὅλη τὴ βασιλική του μεγαλοπρέπεια δὲν ντύθηκε μὲ ἔνδυμα τόσο ὡραῖο, ὅπως ἕνα ἀπὸ τὰ ἀγριολούλουδα αὐτά. Κι ἄν ὁ Θεὸς ντύνει µἐ τόση μεγαλοπρέπεια τὰ ἀγριόχορτα, ποὺ σήμερα ὑπάρχουν καὶ αὔριο ρίχνονται στὴ φωτιά, δὲν θὰ φροντίσει πολὺ περισσότερο γιά σᾶς, ὀλιγόπιστοι; Μὴν κυριευθεῖτε λοιπὸν ἀπὸ ἀγωνιώδη φροντίδα λέγοντας, τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε καὶ τί θὰ ντυθοῦμε; Διότι γιά ὅλα αὐτὰ ἀγωνιοῦν ὅσοι δὲν ἐμπιστεύονται τὴ ζωή τους στὸν Θεό. Ἄλλωστε ὁ Πατέρας σας γνωρίζει τί ἔχετε ἀνάγκη καὶ θὰ σᾶς τὸ δώσει. Γι’ αὐτὸ πάνω ἀπὸ ὅλα νὰ ζητᾶτε τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε θὰ σᾶς δοθοῦν καὶ ὅλα τά ἐπίγεια.
Τί µᾶς λέει λοιπὸν ὁ Κύριος; Ὅτι τὸ ἄγχος, ποὺ στὶς μέρες µας ἔχει καταντήσει ἀληθινὴ μάστιγα, θεραπεύεται ὅταν ἐμπιστευθοῦμε τὴ ζωὴ µας στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Δὲν λέει βέβαια ὁ Κύριος νὰ μὴν ἐργαζόμαστε ἢ νὰ µἡ νοιαζόμαστε για τὰ καθημερινὰ µας προβλήματα. Ἀλλὰ λέει νὰ μὴν ἀγωνιοῦμε ἀρρωστημένα γι’ αὐτά. Θὰ ἐργαστοῦμε βέβαια, θὰ κουραστοῦμε, ἀλλὰ χωρὶς ὑπερβολές. Ὄχι ἐξοντωτικὲς διπλὲς καὶ τριπλὲς ἐργασίες µόνο καί μόνο γιά νὰ ἔχουμε πολλὲς ἀνέσεις καὶ τελικὰ γινόμαστε νευρικοὶ καὶ τρέχουμε στοὺς γιατροὺς νὰ µᾶς ἡρεμήσουν καὶ νὰ µᾶς θεραπεύσουν. Θὰ φροντίζουμε ἐμεῖς για τὰ ἀπαραίτητα µέ σύνεση, ἐργατικότητα καὶ ὑπομονή. Καὶ θὰ φροντίζει πολὺ περισσότερο γιά µᾶς ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Θὰ μᾶς δώσει τὰ ἀγαθὰ ποὺ χρειαζόμαστε ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε. Ἰδιαιτέρως θὰ φροντίσει γιά τοὺς ἀδικημένους, τοὺς φτωχούς, τοὺς πεινασμένους, ἀλλὰ καὶ γιά ἐκεῖνες τὶς πολύτεκνες οἰκογένειες πού κάποιες στιγμὲς βρίσκονται σὲ οἰκονομικὰ ἀδιέξοδα καὶ μεγάλες στερήσεις καὶ προβλήματα ποὺ φαίνονται ἄλυτα. Δὲν µᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός. Αὐτὸς ποὺ τρέφει τὰ πουλιὰ καὶ ντύνει τὰ λουλούδια, πολὺ περισσότερο θὰ φροντίσει γιά μᾶς. Μέ μιά ὅμως προϋπόθεση: Νὰ ζητοῦμε ἐμεῖς πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας του.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)


Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 (18 ΙΟΥΝΙΟΥ 2017)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, δό­ξα καὶ τι­μὴ καὶ εἰ­ρή­νη παν­τὶ τῷ ἐρ­γα­ζο­μέ­νῳ τὸ ἀ­γα­θόν, ᾿Ι­ου­δα­ί­ῳ τε πρῶ­τον καὶ ῞Ελ­λη­νι· οὐ γάρ ἐ­στι προ­σω­πο­λη­ψί­α πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ. Ὅ­σοι γὰρ ἀ­νό­μως ἥ­μαρ­τον, ἀ­νό­μως καὶ ἀ­πο­λοῦν­ται· καὶ ὅ­σοι ἐν νό­μῳ ἥ­μαρ­τον, διὰ νό­μου κρι­θή­σον­ται. Οὐ γὰρ οἱ ἀ­κρο­α­ταὶ τοῦ νό­μου δί­και­οι πα­ρὰ τῷ Θε­ῷ, ἀλλ᾿ οἱ ποι­η­ταὶ τοῦ νό­μου δι­και­ω­θή­σον­ται. Ὅ­ταν γὰρ ἔ­θνη τὰ μὴ νό­μον ἔ­χον­τα φύ­σει τὰ τοῦ νό­μου ποι­ῇ, οὗ­τοι νό­μον μὴ ἔ­χον­τες ἑ­αυ­τοῖς εἰ­σι νό­μος, οἵ­τι­νες ἐν­δε­ί­κνυν­ται τὸ ἔρ­γον τοῦ νό­μου γρα­πτὸν ἐν ταῖς καρ­δί­αις αὐ­τῶν, συμ­μαρ­τυ­ρο­ύ­σης αὐ­τῶν τῆς συ­νει­δή­σε­ως καὶ με­τα­ξὺ ἀλ­λή­λων τῶν λο­γι­σμῶν κα­τη­γο­ρούν­των ἢ καὶ ἀ­πο­λο­γου­μέ­νων - ἐν ἡ­μέ­ρᾳ ὅ­τε κρι­νεῖ ὁ Θε­ὸς τὰ κρυ­πτὰ τῶν ἀν­θρώ­πων κα­τὰ τὸ εὐ­αγ­γέ­λι­όν μου διὰ ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ.           
          (Ρωμ.β΄[2] 10 - 16)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, δόξα κα τιμ κα ερήνη θ ποδοθε σέ κάθε ἄνθρωπο πο ργάζεται τ καλό, στν Ἰουδαῖο πρῶτα, κα στν εδωλολάτρη λληνα. Θ συμβον τ δια στος ουδαίους κα στος εἰδωλολάτρες, διότι δν χαρίζεται σ πρόσωπα ὁ Θεός. Κα γι' ατ ὅσοι μάρτησαν χωρς ν χουν λάβει γραπτ νόμο, ατο θ καταδικασθον σ πώλεια χωρίς ν χουν κατήγορο τ νόμο ατό. Κα ὅσοι ἁμάρτησαν ἐνῶ εἶχαν λάβει γραπτ νόμο, ατο θ κριθον μέ βάση τ νόμο ατό. Διότι δίκαιοι νώπιον τοῦ Θεο εναι χι ὅσοι ἄκουσαν ἁπλς τν νάγνωση τοῦ θείου νόμου, ἀλλά ὅσοι τηρον τὸν νόμο ατο θ ναγνωρισθον δίκαιοι. Διότι ὅταν κάποιοι ἀπό τούς θνικούς, πο δν λαβαν ἀπό τν Θε γραπτ νόμο, θεοσεβεῖς ἄνθρωποι, δηγούμενοι ἀπό τν μφυτο θικ νόμο κάνουν ὅ,τι προστάζει ὁ γραπτς νόμος, οἱ ἄνθρωποι ατοί, ἄν κα δν χουν γραπτ νόμο, χουν ὡς νόμο τν διο τν αυτό τους, δηλαδ τ συνείδησή τους. Τ ργο πο κάνει ὁ νόμος ν διαφωτίζει τος νθρώπους ν διακρίνουν τ καλ ἀπ’ τ κακό, ατ τ ργο οἱ θνικο ατο ποδεικνύουν ὅτι τ χουν γραμμένο στς καρδιές τους. Κι ατ συμβαίνει ὅταν ἡ συνείδησή τους δίνει μαρτυρία σ' ατος γι κάθε πράξη, κα οἱ σωτερικοί τους λογισμο ναμεταξ τους κατηγορον κα καμι φορ πολογονται. Κα θ νακηρυχθον δίκαιοι οἱ τηρητς τοῦ νόμου τν ἡμέρα πο θ κρίνει ὁ Θες τς πόκρυφες πράξεις τν νθρώπων σύμφωνα μ τ Εαγγέλιο πο κηρύττω. Κα θ τς κρίνει διαμέσου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ὡς ὑπέρτατου Κριτῆ.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, πε­ρι­πα­τῶν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς πα­ρὰ τὴν θά­λασ­σαν τῆς Γα­λι­λα­ί­ας, εἶ­δε δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, Σίμωνα τὸν λε­γό­με­νον Πέτρον καὶ ᾿Αν­δρέ­αν τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, βάλ­λον­τας ἀμ­φί­βλη­στρον εἰς τὴν θά­λασ­σαν· ἦ­σαν γὰρ ἁ­λι­εῖς· καὶ λέ­γει αὐ­τοῖς· Δεῦ­τε ὀ­πί­σω μου καὶ ποι­ή­σω ὑ­μᾶς ἁ­λι­εῖς ἀν­θρώ­πων. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὰ δί­κτυ­α ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ προ­βὰς ἐ­κεῖ­θεν, εἶ­δεν ἄλ­λους δύ­ο ἀ­δελ­φο­ύς, ᾿Ιάκωβον τὸν τοῦ Ζε­βε­δα­ί­ου καὶ ᾿Ι­ω­άν­νην τὸν ἀ­δελ­φὸν αὐ­τοῦ, ἐν τῷ πλο­ί­ῳ με­τὰ Ζε­βε­δα­ί­ου τοῦ πα­τρὸς αὐ­τῶν, κα­ταρ­τί­ζον­τας τὰ δί­κτυ­α αὐ­τῶν· καὶ ἐ­κά­λε­σεν αὐ­το­ύς. Οἱ δὲ εὐ­θέ­ως ἀ­φέν­τες τὸ πλοῖ­ον καὶ τὸν πα­τέ­ρα αὐ­τῶν, ἠ­κο­λο­ύ­θη­σαν αὐ­τῷ. Καὶ πε­ρι­ῆ­γεν ὅ­λην τὴν Γα­λι­λα­ί­αν ὁ ᾿Ι­η­σοῦς δι­δά­σκων ἐν ταῖς συ­να­γω­γαῖς αὐ­τῶν, καὶ κη­ρύσ­σων τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιον τῆς βα­σι­λε­ί­ας, καὶ θε­ρα­πεύ­ων πᾶ­σαν νό­σον καὶ πᾶ­σαν μα­λα­κί­αν ἐν τῷ λα­ῷ.
                                                                                        (Ματθ. δ΄[4] 18 – 23)

ΚΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
1.    ΑΦΗΣΑΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
Ὁ Κύριος περπατᾶ στὴν ἀκρογιαλιὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἐκεῖ βλέπει δύο ἀδελφούς, τὸν Σίμωνα, τὸν ὁποῖο κατόπιν ὀνόμασε Πέτρο, καὶ τὸν Ἀνδρέα τὸν ἀδελφό του, οἱ ὁποῖοι ἔριχναν δίχτυα στὴ λίμνη, διότι ἦταν ψαράδες. Καὶ τοὺς λέει: Ἀκολουθῆστε μὲ καὶ θὰ σᾶς κάνω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀντὶ για ψάρια, ἀνθρώπους· αὐτοὺς μὲ τὰ πνευματικὰ δίχτυα τοῦ κηρύγματος θὰ ἑλκύετε στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὰ δίχτυά τους καὶ Τὸν ἀκολούθησαν. Ἀφοῦ προχώρησε πιὸ κεῖ, εἶδε ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβο τὸν γυιὸ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννη τὸν ἀδελφό του, νὰ ἑτοιμάζουν τὰ δίχτυα τους μέσα στὸ πλοῖο μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖο. Καὶ τοὺς κάλεσε κοντά του. Κι αὐτοὶ ἀμέσως ἄφησαν τὸ πλοῖο καὶ τὸν πατέρα τους καὶ Τὸν ἀκολούθησαν.
Κι οἱ τέσσερις ψαράδες ἄφησαν ἀμέσως τὰ πάντα. Πόση προθυμία καὶ αὐταπάρνηση ἔδειξαν στὴν κλήση τοῦ Χριστοῦ! Πόση πίστη καὶ ὑπακοή! Δὲν ἀνέβαλαν τὴν ἀποφασή τοὺς για ἄλλη φορά. Δὲν ζήτησαν προθεσμία για νὰ δώσουν κάποια ἀπάντηση. Δὲν σκέφθηκαν νὰ πᾶνε πρῶτα στὰ σπίτια τους καὶ νὰ συζητήσουν μὲ τοὺς δικούς τους. Ἄφησαν καὶ τοὺς γονεῖς τους καὶ ὅ,τι ἄλλο εἶχαν. Τὰ πλοῖα καὶ τὰ δίχτυα τους ἦταν ὅλη τους ἡ περιουσία. Καὶ τὴν ἀφήνουν. Μένουν χωρὶς τίποτε. Αὐτοὶ καὶ ὁ Χριστός! Καὶ Τὸν ἀκολουθοῦν. Καὶ γίνονται μόνιμοι μαθητές του. Ἀποφασισμένοι νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Κύριο ὅπου τοὺς καλέσει.
Ἐμεῖς ἄραγε δείχνουμε τέτοια αὐταπάρνηση καὶ προθυμία στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Βέβαια ὁ Κύριος δὲν κάνει σὲ ὅλους ἐμᾶς τέτοια μεγάλη εἰδικὴ κλήση, δὲν ζητᾶ ἀπὸ ὅλους ἐμᾶς νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ πάντα καὶ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε. Ἀλλὰ ζητᾶ νὰ ἐγκαταλείψουμε τὰ πάθη μας, τὸ ἁμαρτωλὸ θέλημά μας. Καὶ κάνει στὸν καθένα μας πολλὲς κλήσεις γιὰ μετάνοια, γιὰ ἁγιασμό, γιὰ τὴ σωτηρία μας. Μᾶς καλεῖ μὲ τὴ φωνὴ τοῦ Πνευματικοῦ μας, τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ φωνὴ γεγονότων. Μᾶς ζητᾶ νὰ κόψουμε κάποιο ἐλάττωμά μας, νὰ καλλιεργήσουμε κάποια ἀρετή, νὰ κάνουμε ἔργα ἀγάπης, νὰ προσφέρουμε τὰ χαρίσματά μας στὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας του. Γιὰ παράδειγμα πηγαίνουμε στὸν Πνευματικό μας καὶ μᾶς δίνει ὁδηγίες πνευματικῆς ζωῆς. Τὶς ἀποδεχόμαστε χωρὶς ἀντίρρηση καὶ ἀντίδραση; Ἔχουμε τὴν προθυμία νὰ ὑπακούσουμε ἀμέσως καὶ νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ διορθώσουμε τὴν πορεία μας; Εἶναι φοβερὸ νὰ μᾶς καλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς στὸ θέλημά του καὶ ἐμεῖς νὰ ἀρνούμαστε καὶ νὰ χάνουμε εὐκαιρίες μετανοίας καὶ ἁγιασμοῦ. Εὐκαιρίες ποὺ ἴσως δὲν θὰ μᾶς δοθοῦν ποτὲ ἄλλοτε. Ἂς μάθουμε λοιπὸν νὰ ἀνταποκρινόμαστε ἀμέσως στὰ κελεύσματα τῆς φωνῆς τοῦ Κυρίου. Ξεπερνώντας κάθε ἐμπόδιο.
2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Στὴ συνέχεια ὁ ἅγιος εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος παρουσιάζει τὴ δημόσια δράση τοῦ Κυρίου στὴ Γαλιλαία. Λέει ὅτι ὁ Ἰησοῦς περιόδευε τὴ Γαλιλαία διδάσκοντας στὶς  Συναγωγές,  ὅπου  κάθε  Σάββατο  μαζεύονταν οἱ Ἰουδαῖοι για νὰ ἀκούσουν τὴν ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ νὰ προσευχηθοῦν. Θεράπευε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ ἀπὸ κάθε εἴδους ἀσθένεια. Καὶ κήρυττε τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ποιὰ ὅμως εἶναι αὐτὴ ἡ Βασιλεία στὴν ὁποία καλοῦσε ὁ Κύριος; Οἱ Ἰουδαῖοι ἀσφαλῶς περίμεναν μία ἐγκόσμια ἰουδαιοκεντρικὴ βασιλεία ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ κήρυττε ὁ Κύριος. Διότι ὁ Κύριος ἔγινε ἄνθρωπος για νὰ ἐγκαθιδρύσει μιὰν ἄλλη πνευματική, παγκόσμια Βασιλεία ὄχι σὲ κράτη καὶ σὲ παλάτια, ἀλλὰ στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Βασιλεία του δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Κι Αὐτὸς δὲν εἶναι Βασιλεὺς κρατῶν ἀλλὰ καρδιῶν, ποὺ θὰ κατακτήσει τοὺς ἀνθρώπους ὄχι μὲ πολέμους ἀλλὰ μὲ τὴν ἀγάπη. Ὁ Κύριος λοιπὸν καλεῖ σὲ μια Βασιλεία ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπ᾿ αὐτὴν ποὺ περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι, μιὰ Βασιλεία ἀτελεύτητη. Μιὰ Βασιλεία ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴ γῆ μὲ τὴν Ἐκκλησία του καὶ θὰ συνεχιστεῖ στὸν οὐρανό. Μιὰ Βασιλεία στὴν ὁποία δὲν θὰ κυριαρχεῖ τὸ μίσος ἀλλὰ ἡ ἀγάπη, δὲν θὰ κυριαρχεῖ τὸ σκοτάδι τῆς ἀπιστίας ἀλλὰ τὸ φῶς τῆς πίστεως. Μιὰ Βασιλεία στὴν ὁποία κάθε πολίτης της θὰ ἀπολαμβάνει ἀπὸ αὐτὴ τὴ ζωὴ τὴ θεία Χάρη καὶ πληρότητα καὶ θὰ γεύεται τὰ ὑπερκόσμια ἀγαθά της.
Ἐμεῖς ἄραγε κατανοοῦμε τὸν πνευματικὸ αὐτὸν χαρακτήρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ; Ζοῦμε τὴν ἐμπειρία τῆς Βασιλείας αὐτῆς; Βέβαια ἀνήκουμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴν Ἐκκλησία του. Εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἔχουμε μυρωθεῖ μὲ τὸ βασιλικὸ Χρίσμα. Ἐσωτερικὰ ὅμως; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι «ἐντὸς ἡμῶν»; Τὴ ζοῦμε ὡς ἐμπειρία; Τὴν προσδοκοῦμε ὡς τὸ μεγαλύτερο ὅραμα τῆς ζωῆς μας; Ἂν πραγματικὰ θέλουμε νὰ ζοῦμε μέσα μας τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἂν ἀναγνωρίζουμε τὸν Κύριό μας ὡς παντοτινὸ βασιλέα μας, θὰ πρέπει νὰ Τὸν κάνουμε καὶ κυβερνήτη τῆς ζωῆς μας. Αὐτὸς νὰ κυβερνᾶ τὶς αἰσθήσεις μας, τὶς σκέψεις μας, τὰ συναισθήματά μας, ὁλόκληρη τὴ ζωή μας. Νὰ μὴ σέρνουμε τὰ πόδια μας στὸ χῶμα κυριευμένοι ἀπὸ πάθη καὶ ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες. Ἀλλὰ νὰ ἀνεβαίνουμε διαρκῶς ψηλότερα, πρὸς τοὺς οὐρανούς, πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, πρὸς τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)