Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ Ι­Α­ΝΟΥΑ­ΡΙΟΥ 2019


Ι­Ε­ΡΑ ΜΗ­ΤΡΟ­ΠΟ­ΛΙΣ ΠΑ­ΦΟΥ
Ι­Ε­ΡΟΣ ΝΑ­ΟΣ ΑΠ.ΠΑΥ­ΛΟΥ και ΒΑΡ­ΝΑ­ΒΑ


Α­ΚΟ­ΛΟΥ­ΘΙ­ΕΣ Ι­Α­ΝΟΥΑ­ΡΙΟΥ

1 ΤΡΙΤΗ Η Κ­Α­ΤΑ Σ­Α­Ρ­ΚΑ Π­Ε­Ρ­Ι­Τ­Ο­ΜΗ ΤΟΥ ΚΥ­Ρ­Ι­ΟΥ Η­Μ­ΩΝ Ι­Η­Σ­ΟΥ Χ­Ρ­Ι­Σ­Τ­ΟΥ,
Βα­σι­λεί­ου τ­οῦ Με­γά­λου.
4 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Προ­ε­όρ­τια τῶν Φώ­των. Ἡ σύ­να­ξις τῶν Ἁ­γί­ων Ο΄(70) ἀ­πο­στό­λων, Χρυ­σάν­θου καί Εύ­φη­μίας μαρ­τύ­ρων, Θε­ο­κτί­στου ὁ­σί­ου
Ἡ Ἀ­κο­λου­θί­α τῶν ΜΕΓΑΛ. ΩΡΩΝ τῶν  ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ. (Κα­τά­λυ­σις εἰς πάν­τα)
5 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Προ­ε­όρ­τια τῶν Φώ­των. Θε­ο­πέμ­πτου καί Θε­ω­νᾶ τῶν μαρ­τύ­ρων. Συγ­κλη­τι­κῆς Ὁ­σί­ας
(Νη­στεί­α, κα­τά­λυ­σις οἴ­νου καί ἐ­λαί­ου)
6 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, Ἀ­πό­στ. (Τίτ. β΄[2] 11–14, γ΄[3] 4-7), Εὐ­αγγ. (Ματθ. γ΄[3] 13 - 17)
7 ΔΕΥΤΕΡΑ Ἡ Σύ­να­ξις τοῦ Τι­μί­ου Ἐν­δό­ξου Προ­φή­του καί Βα­πτι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, Ἀ­πό­στ. (Πράξ. ιθ΄[19], 1 – 8), Εὐ­αγγ. (Ἰ­ω. α΄[1] 29-34)
11 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Θε­ο­δο­σί­ου τοῦ Κοι­νο­βιά­ρχου
13   ΚΥΡΙΑΚΗ  ΜΕΤΑ  ΤΑ  ΦΩΤΑ,  Ἑρ­μύ­λου  καὶ Στρα­το­νί­κου τῶν μαρ­τύ­ρ. Ἀ­πό­στ. (Ἐ­φεσ. δ΄[4], 7 – 13), Εὐ­αγγ. (Ματθ. δ΄[4] 12-17)
17 ΠΕΜΠΤΗ Ἀν­τω­νί­ου τοῦ Με­γά­λου, Γε­ωρ­γί­ου τοῦ ἐξ Ἰ­ω­αν­νί­νων νε­ο­μάρ­τυ­ρος
18 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ἀ­θα­να­σί­ου καί Κυ­ρίλ­λου, Πα­τρια­ρχῶν Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας.
20 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΒ΄ ΛΟΥΚΑ (10 ΛΕΠΡΩΝ),  Εὐ­θυ­μί­ου τοῦ Με­γά­λου. Ἀ­πό­στ. (Β΄Κορ. δ΄[4] 6 - 15), Εὐ­αγγ.   (Λουκ. ιζ΄[17]  12 - 19)
21­ ΔΕΥΤΕΡΑΜα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, Ἁ­γνῆς Μάρ­τ. καί Μα­ξί­μου τοῦ Γραι­κοῦ.
24 ΠΕΜΠΤΗ Ἁ­γ. Νε­ο­φύ­του καί Ὁ­σί­ας Ξέ­νης
25 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ  Γρη­γο­ρίου τοῦ Θε­ο­λό­γου
26 ΣΑΒΒΑΤΟΝ Ξε­νο­φῶν­τος Ὁ­σί­ου καί τῆς Συ­νο­δεί­ας αὐ­τοῦ
27 ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΕ΄ ΛΟΥΚΑ (ΖΑΚΧΑΙΟΥ), Ἀ­πό­στ. (Ἑβρ. ζ΄[7] 26 – η΄[8] 2), Εὐ­αγγ. (Λουκ. ι­θ΄ [19]  1 - 10), Ἀ­να­κο­μι­δή τῶν λει­ψά­νων Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, Δη­μη­τρια­νοῦ ἐ­πι­σκό­που Τα­μα­σοῦ Κύ­πρου
30 ΤΕΤΑΡΤΗ Τρι­ῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν

Ω­ΡΑ­ΡΙΟ
Ε­ΣΠΕ­ΡΙ­ΝΟΣ: 4.30 Μ.Μ.
ΟΡ­ΘΡΟΣ:6.30 Π.Μ.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀδελ­φοί, γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, τ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τ εὐ­αγ­γε­λι­σθὲν ὑ­π' ἐ­μοῦ ὅ­τι οκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον· οὐ­δὲ γρ ἐ­γὼ πα­ρὰ ἀν­θρώ­που πα­ρέ­λα­βον αὐ­τό, οὔ­τε ἐ­δι­δά­χθην, ἀλ­λὰ δι' ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἠ­κο­ύ­σα­τε γρ τν ἐ­μὴν ἀ­να­στρο­φήν πο­τε ν τ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ, ὅ­τι κα­θ' ὑ­περ­βο­λὴν ἐ­δί­ω­κον τν ἐκ­κλη­σί­αν το Θε­οῦ κα ἐ­πόρ­θουν αὐ­τήν, κα προ­έ­κο­πτον ν τ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ ὑ­πὲρ πολ­λοὺς συ­νη­λι­κι­ώ­τας ν τ γέ­νει μου, πε­ρισ­σο­τέ­ρως ζη­λω­τὴς ὑ­πάρ­χων τν πα­τρι­κῶν μου πα­ρα­δό­σε­ων. Ὅ­τε δ εὐ­δό­κη­σεν Θε­ὸς ἀ­φο­ρί­σας με κ κοι­λί­ας μη­τρός μου κα κα­λέ­σας δι­ὰ τς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ν ἐ­μοὶ, ἵ­να εὐ­αγ­γε­λί­ζω­μαι αὐ­τὸν ν τος ἔ­θνε­σιν, εὐ­θέ­ως ο προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ κα αἵ­μα­τι, οὐ­δὲ ἀ­νῆλ­θον ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πρς τος πρ ἐ­μοῦ ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πῆλ­θον ες Ἀ­ρα­βί­αν, κα πά­λιν ὑ­πέ­στρε­ψα ες Δα­μα­σκόν. Ἔ­πει­τα με­τὰ ἔ­τη τρί­α ἀ­νῆλ­θον ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἱ­στο­ρῆ­σαι Πτρον, κα ἐ­πέ­μει­να πρς αὐ­τὸν ἡ­μέ­ρας δε­κα­πέν­τε· ἕ­τε­ρον δ τν ἀ­πο­στό­λων οκ εἶ­δον ε μ Ἰάκωβον τν ἀ­δελ­φὸν το Κυ­ρί­ου. 
                                                    (Γαλ. α΄[1] 11-19)

ΜΕΤΑ  ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ

Τὴν Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τι­μᾶ τὴ μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τε­λει­ώ­νει μὲ μί­α ἀ­να­φο­ρὰ στὸν με­γά­λο αὐ­τὸ Ἅ­γιο.
Λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: Μά­θε­τε, ἀ­δελ­φοί, ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ σᾶς κή­ρυ­ξα, δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­νό­η­ση. Δι­ό­τι ὄ­χι μό­νο οἱ ὑ­πό­λοι­ποι Ἀ­πό­στο­λοι ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ ὁ ἴ­διος δὲν τὸ πα­ρέ­λα­βα οὔ­τε τὸ δι­δά­χθη­κα ἀ­πὸ κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο· ἀλ­λὰ τὸ πα­ρέ­λα­βα κα­τευ­θεί­αν μὲ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἀ­πευ­θεί­ας μοῦ φα­νέ­ρω­σε καὶ μοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Κι αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καὶ ἀ­πὸ τὴ δρά­ση μου στὸ πα­ρελ­θόν. Δι­ό­τι ἀ­σφα­λῶς ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει γιὰ τὴ δι­α­γω­γὴ ποὺ ἔ­δει­ξα κά­πο­τε, ὅ­ταν ἀ­κο­λου­θοῦ­σα τὸ νό­μον καὶ τὰ ἔ­θι­μα τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀ­κού­σα­τε δη­λα­δὴ ὅ­τι κα­τα­δί­ω­κα ὑ­περ­βο­λι­κὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τὴν κα­τα­στρέ­ψω. Καὶ προ­ό­δευ­α στὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ πολ­λοὺς συ­νο­μή­λι­κους συμ­πα­τρι­ῶ­τες μου καὶ ἔ­δει­χνα πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο ἀπ᾿ αὐ­τοὺς γιὰ τὶς πα­ρα­δό­σεις ποὺ κλη­ρο­νο­μή­σα­με ἀ­πό τοὺς πα­τέ­ρες μας. Ὅ­ταν ὅ­μως εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Θε­ός, ὁ Ὁ­ποῖ­ος μὲ ξε­χώ­ρι­σε καὶ μὲ δι­ά­λε­ξε ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ ἀ­κό­μη ποὺ ἤ­μουν στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας μου, χω­ρὶς νὰ εἶ­μαι ἄ­ξιος γιὰ μί­α τέ­τοι­α ἐ­κλο­γή, γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει στὸ βά­θος τῆς ψυ­χῆς μου τὸν Υἱ­ό του, γιὰ νὰ Τὸν κη­ρύτ­τω στὰ ἔ­θνη, ἀ­μέ­σως δὲν συμ­βου­λεύ­θη­κα κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο. Οὔ­τε ἀ­νέ­βη­κα στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σω τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, ποὺ εἶ­χαν κλη­θεῖ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λὰ πῆ­γα στὴν Ἀ­ρα­βί­α καὶ πά­λι ἐ­πέ­στρε­ψα στὴ Δα­μα­σκό. Ἔ­πει­τα, με­τὰ ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια, ἀ­νέ­βη­κα στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ γνω­ρί­σω ἀ­πὸ κον­τὰ τὸν Πέ­τρο, κι ἔ­μει­να κον­τά του δε­κα­πέν­τε ἡ­μέ­ρες. Ἄλ­λον ὅ­μως ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους δὲν εἶ­δα, πα­ρὰ μό­νο τὸν Ἰ­ά­κω­βο τὸν ἀ­δελ­φὸ τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ποι­ὸς ὅ­μως ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­δελ­φὸς τοῦ Κυ­ρί­ου;
Ἦ­ταν στύ­λος τῆς πρώ­της ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πρῶ­τος ἐ­πί­σκο­πος τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων. Δὲν ἀ­νῆ­κε στοὺς δώ­δε­κα μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐ­πι­στο­λῆς ποὺ φέ­ρει τὸ ὄ­νο­μά του. Για­τί ὅ­μως ὀ­νο­μά­στη­κε Ἀ­δελ­φό­θε­ος; Δι­ό­τι ἦ­ταν γυι­ὸς τοῦ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ μνή­στο­ρος τῆς Παρ­θέ­νου, ἀ­πὸ τὴ σύ­ζυ­γο ποὺ εἶ­χε πρὶν μνη­στευ­θεῖ τὴν Ἀ­ει­πάρ­θε­νο Μα­ριάμ.
Πρὶν ἀ­πὸ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μας βέ­βαι­α, βλέ­πον­τας τὴν τα­πει­νὴ ἀ­να­στρο­φὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, δὲν εἶ­χε πι­στέ­ψει στὴ θεί­α κα­τα­γω­γὴ καὶ ἀ­πο­στο­λή του. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δε τὸν Κύ­ριο ἀ­να­στη­μέ­νο, ὄ­χι ἁ­πλῶς πί­στε­ψε σ᾿ Αὐ­τὸν ὡς Θε­ὸ καὶ Μεσ­σί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἐρ­γά­σθη­κε μὲ ζῆ­λο γιὰ τὴν πί­στη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Καὶ εἶ­χε τό­σο με­γά­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ἁ­γι­ό­τη­τα, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­κτή­σει σύν­το­μα κα­θο­ρι­στι­κὸ ρό­λο στὴν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται τὸ ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­πως ὁ­μο­λο­γεῖ στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα με­τὰ ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια ἀ­που­σί­ας στὴν ἔ­ρη­μο τῆς Ἀ­ρα­βί­ας, ἐ­πι­δί­ω­ξε νὰ συ­ναν­τή­σει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο, καὶ τὸν Ἰ­ά­κω­βο. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ὑ­πο­δη­λώ­νει τὴν ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση ποὺ εἶ­χε ὁ Ἰ­ά­κω­βος στὴν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀλ­λὰ καὶ ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πὸ μί­α ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του πε­ρι­ο­δεί­α, συ­νάν­τη­σε καὶ πά­λι τὸν Ἰ­ά­κω­βο μα­ζὶ μὲ τὸν Πέ­τρο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη, γιὰ νὰ τοὺς ἐκ­θέ­σει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ δί­δα­σκε, δι­ό­τι οἱ τρεῖς αὐ­τοὶ ἄν­δρες θε­ω­ροῦν­ταν στύ­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δο τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, δὲν προ­ή­δρευ­σε ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος ἢ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἀλ­λὰ ὁ Ἰ­ά­κω­βος, ὡς Ἀ­δελ­φό­θε­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­σφρά­γι­σε τὰ ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­στη­καν.
Ὡς ἐ­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος δι­α­κρί­θη­κε γιὰ τὴ με­γά­λη του ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ τὴ δι­και­ο­σύ­νη, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μα­ζό­ταν δί­και­ος. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ἄν­θρω­πος ἀ­σκή­σε­ως καὶ πολ­λῆς προ­σευ­χῆς. Τὰ γό­να­τά του εἶ­χαν σκλη­ρυν­θεῖ πά­ρα πο­λύ, δι­ό­τι προ­σευ­χό­ταν δια­ρκῶς γο­να­τι­στὸς ζη­τών­τας τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὸ λα­ό του. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴ θε­ό­πνευ­στη Ἐ­πι­στο­λή του ἄλ­λω­στε ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καὶ ἀ­να­βλύ­ζουν νά­μα­τα θεί­ας σο­φί­ας, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ξί­ζει νὰ με­λε­τοῦ­με καὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με.
Ἡ ἀ­πα­στρά­πτου­σα ὅ­μως ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ ἡ ὅ­λη ἀ­κτι­νο­βο­λί­α του προ­κά­λε­σε τὴ μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Αὐ­τοί, λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἅ­λω­ση τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τὸν ἀ­νέ­βα­σαν στὸ πτε­ρύ­γιο τοῦ Να­οῦ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος καὶ τοῦ ζή­τη­σαν νὰ μι­λή­σει ὑ­βρι­στι­κὰ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἀ­νε­φώ­νη­σε: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ κά­θε­ται στὸν οὐ­ρα­νὸ ῾ἐκ δε­ξι­ῶν της με­γά­λης δυ­νά­με­ως᾿. Αὐ­τὸς θὰ ἔλ­θει καὶ πά­λι ῾ἐ­πὶ τῶν νε­φε­λῶν τοῦ οὐ­ρα­νοῦ᾿». Αὐ­τὴ ἡ δι­α­κή­ρυ­ξή του ἐ­ξα­γρί­ω­σε τὰ μα­νι­α­σμέ­να πλή­θη, τὰ ὁ­ποῖ­α τὸν ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ τὸ πτε­ρύ­γιο κά­τω καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν λι­θο­βο­λοῦν. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ἕ­νας «γνα­φεὺς» (τε­χνί­της ποὺ κα­τερ­γά­ζε­ται μάλ­λι­να ὑ­φά­σμα­τα) τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ἰ­σχυ­ρὸ τε­λει­ω­τι­κὸ πλῆγ­μα μὲ ξύ­λο πά­νω στὴν τι­μί­α του κε­φα­λή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες του λέ­ξεις ἦ­ταν: «Κύ­ρι­ε, Θε­έ, Πά­τερ, ἅ­φες αὐ­τοῖς· οὐ γὰρ οἴ­δα­σι τί ποι­οῦ­σι».
Ἂς μα­θη­τεύ­σου­με λοι­πὸν στὴν ἁ­γι­α­σμέ­νη βι­ο­τὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου καὶ ἂς τὸν μι­μη­θοῦ­με στὴν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του, στὴν προ­σευ­χή του, στὴν ἀ­ρε­τή του, στὴν ἀ­φο­σί­ω­σή του. Γιὰ νὰ γί­νου­με κι ἐ­μεῖς ἀ­δελ­φό­θε­οι κα­τὰ χά­ριν, φί­λοι καὶ ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
       Ἀ­να­χω­ρη­σάν­των τῶν μά­γων, ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα φεῦ­γε ες Αἴ­γυ­πτον, κα ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τ παι­δί­ον το ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς κα ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες Αἴ­γυ­πτον, κα ν ἐ­κεῖ ἕ­ως τς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· ξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τν υἱ­όν μου. Ττε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, κα ἀ­πο­στεί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τος παῖ­δας τος ν Βη­θλέ­εμ κα ν πᾶ­σι τος ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς κα κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τν χρό­νον ν ἠ­κρί­βω­σε πα­ρὰ τν μά­γων. τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τ ῥη­θὲν δι­ὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου το προ­φή­του λέ­γον­τος· φω­νὴ ν Ρα­μᾷ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς κα ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τ τκνα αὐ­τῆς, κα οκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οκ εἰ­σίν. Τε­λευ­τή­σαν­τος δ το Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα πο­ρε­ύ­ου ες γν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σι γρ ο ζη­τοῦν­τες τν ψυ­χὴν το παι­δί­ου. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα εἰ­σῆλ­θεν ες γν Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­κο­ύ­σας δ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λεύ­ει τς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες τ μέ­ρη τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν ες πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν δι­ὰ τν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.  
                                       (Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
 Ὅταν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ εἶπε: Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, καὶ μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ. Φύγε, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ψάξει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει. Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ μέσα στὴ νύχτα πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη: Ἀπό τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Τότε ὁ Ἡρώδης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ μάγοι τὸν ἐξαπάτησαν καὶ τὸν ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ' ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπό ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μέ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἑξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμός πολύς. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της (μὲ τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της μητέρων πού στερήθηκαν τὰ μικρά τους) καὶ δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή. Ὅταν λοιπὸν πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο καί τοῦ εἶπε: Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν ἡσυχία σου στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν. Διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦσαν νὰ πάρουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νά πάει ἐκεῖ. Μὲ ἐντολὴ ὅμως πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ ὄνειρό του ἀναχώρησε γιά τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ὁ ὁποῖος ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπό τόν ἀδελφό του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη ποὺ λέγεται Ναζαρέτ. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομασθεῖ περιφρονητικὰ ἀπό τούς ἐχθροὺς τοῦ Ναζωραῖος.

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας με­τὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.
(Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)

Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
1. Ο ΑΒΡΑΑΜ
Τὴν Κυ­ρια­κὴ πρὶν ἀ­πὸ τὰ Χρι­στού­γεν­να στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα πα­ρου­σι­ά­ζονται με­γά­λες μορ­φὲς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, πα­τριά­ρχες, κρι­τές, βα­σι­λεῖς, προ­φῆ­τες, προ­πά­το­ρες. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ ζοῦ­σαν μέ­ρα καὶ νύ­χτα μὲ τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ Μεσ­σί­α· πο­θοῦ­σαν μὲ λα­χτά­ρα νὰ Τὸν δοῦν, μὰ δὲν ἀ­ξι­ώ­θη­καν νὰ ζή­σουν στὰ χρό­νια του. Ἀρ­χι­κὰ ἐγ­κω­μι­ά­ζε­ται ἡ πί­στη τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Χά­ρη στὴν πί­στη του ὁ Ἀ­βρα­άμ, μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἔ­μει­νε ὡς ξέ­νος στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ός, καὶ τὴν θε­ω­ροῦ­σε ξέ­νη χώ­ρα. Καὶ ζοῦ­σε μέ­σα σὲ σκη­νὲς μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­σα­ὰκ καὶ τὸν Ἰ­α­κώβ, ποὺ ἦ­ταν συγ­κλη­ρο­νό­μοι τῆς ἴ­διας ὑ­πο­σχέ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ. Ζοῦ­σε ὡς ξέ­νος καὶ με­τα­νά­στης στὴ «γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας», δι­ό­τι πε­ρί­με­νε μὲ πό­θο νὰ κα­τοι­κή­σει στὴν ἐ­που­ρά­νια πό­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει τὰ ἀ­λη­θι­νὰ καὶ ἀ­δι­ά­σει­στα θε­μέ­λια καὶ τε­χνί­τη καὶ κτί­στη τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό.
Τί μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἀ­βρα­άμ;
Ἐ­νῶ ἦ­ταν τό­σο πλού­σιος – εἶ­χε πολ­λοὺς ὑ­πη­ρέ­τες καὶ ζῶ­α – δὲν ἀ­πέ­κτη­σε οὔ­τε ἕ­να μέ­τρο γῆς. Ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α ποὺ ἀ­πέ­κτη­σε ἦ­ταν ὁ τά­φος ὁ δι­κός του καὶ τῆς γυ­ναί­κας του. Τί­πο­τε ἄλ­λο. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ γῆ ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ξε­κί­νη­σε, οὔ­τε τὸν συγ­κι­νοῦ­σε ἡ γῆ αὐ­τή. Ζοῦ­σε μέ­σα σὲ σκη­νές, γιὰ νὰ θυ­μᾶ­ται πὼς εἶ­ναι προ­σω­ρι­νὸς ἔ­νοι­κος στὴ γῆ αὐ­τή. Γιὰ νὰ ἔ­χει στραμ­μέ­νο δια­ρκῶς τὸ νοῦ του στὴν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα μας. Δι­ό­τι εἶ­χε ἄλ­λα ὁ­ρά­μα­τα, τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ὅ­ρα­μά του, αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι καὶ τὸ ὅ­ρα­μα κά­θε πι­στοῦ. Δι­ό­τι δὲν εἴ­μα­στε μό­νι­μοι σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γῆ. Κά­πο­τε θὰ τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ γιὰ πάν­τα. Θὰ ἀ­φή­σου­με πί­σω μας ὅ­λα αὐ­τὰ στὰ ὁ­ποῖ­α κόλ­λη­σε ἡ καρ­διά μας. Μὴν ξε­χνι­ό­μα­στε λοι­πόν. Ἡ ζω­ή μας δὲν εἶ­ναι στὸ ἐ­δῶ καὶ στὸ τώ­ρα, ἀλ­λὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Μὴ μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν οἱ ἡ­δο­νὲς καὶ οἱ μέ­ρι­μνες τῆς ζω­ῆς, τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ ἢ ἄλ­λα προ­βλή­μα­τα, καὶ ξε­χνοῦ­με τὸν προ­ο­ρι­σμό μας. Δὲν ἀ­νή­κου­με στὴ γῆ. Δὲν πλα­σθή­κα­με γιὰ λί­γα χρό­νια ζω­ῆς. Ἡ ζω­ή μας δὲν στα­μα­τᾶ στὸν τά­φο. Ἔ­χου­με μέ­σα μας ψυ­χὴ ἀ­θά­να­τη. Στὰ οὐ­ρά­νια ἂς ἔ­χου­με τὶς καρ­δι­ές μας. Δι­ό­τι γιὰ νὰ γί­νου­με κά­τοι­κοι τοῦ οὐ­ρα­νοῦ θὰ πρέ­πει νὰ τὸν πο­θή­σου­με ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ νὰ τὸν προ­γευ­ό­μα­στε. Νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ τὴ θεί­α κλί­μα­κα, ὅ­πως λέ­ει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, τῆς ὁ­ποί­ας τὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λὶ εἶ­ναι ἀ­θέ­α­το στὰ ἀν­θρώ­πι­να μά­τια. Αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α θὰ μᾶς ξε­κου­ρά­ζει, θὰ μᾶς πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν μᾶς γο­η­τεύ­σει ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ὁ ἀ­σύλ­λη­πτος θη­σαυ­ρός μας, ὁ Χρι­στός, θὰ χά­σει πλέ­ον τὴ γο­η­τεί­α του ὁ κό­σμος. Τό­τε θὰ πε­ρι­φρο­νοῦ­με τὰ μά­ται­α, θὰ πο­θοῦ­με τὰ αἰ­ώ­νια.
2. ΟΙ ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πα­ριθ­μεῖ μιὰ σει­ρὰ ἡ­ρώ­ων της πί­στε­ως τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, προ­πά­το­ρες τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λους δι­καί­ους, κρι­τὲς καὶ προ­φῆ­τες. Λέ­ει ὅ­τι δὲν θὰ τοῦ ἔ­φθα­νε ὁ χρό­νος νὰ δι­η­γεῖ­ται γιὰ τὸν Γε­δε­ὼν καὶ τὸν Βα­ρὰκ καὶ τὸν Σαμ­ψὼν καὶ τὸν Ἰ­ε­φθά­ε καὶ γιὰ τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Σα­μου­ὴλ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες. Ὅ­λοι αὐ­τοί, λέ­ει, οἱ ἅ­γιοι ἄν­δρες ἔ­δει­ξαν με­γά­λη γεν­ναι­ό­τη­τα καὶ πέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός. Ἔ­φρα­ξαν τὰ στό­μα­τα τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, ἔ­σβη­σαν τὴν κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, δι­έ­φυ­γαν τὸν κίν­δυ­νο τῆς σφα­γῆς, ἐν­δυ­να­μώ­θη­καν καὶ θε­ρα­πεύ­τη­καν ἀ­πὸ ἀρ­ρώ­στι­ες· ἀ­να­δεί­χθη­καν ἀ­νί­κη­τοι στὸν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σὲ φυ­γὴ τὶς ἐ­χθρι­κὲς πα­ρα­τά­ξεις. Μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως γυ­ναῖ­κες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ξα­να­πῆ­ραν πί­σω ζων­τα­νὰ τὰ νε­κρὰ παι­διά τους ποὺ ἀ­να­στή­θη­καν. Ἄλ­λοι βα­σα­νί­στη­καν σκλη­ρὰ μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη τους· κι ἄλ­λοι δο­κί­μα­σαν σκλη­ροὺς πει­ρα­σμούς, ἐμ­παιγ­μούς, μα­στι­γώ­σεις, φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­στη­καν, σφα­γι­ά­στη­καν. Κι ἄλ­λοι πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰν με­τα­νά­στες ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, στὶς ἐ­ρη­μι­ές, στὰ βου­νὰ καὶ σὲ σπη­λι­ὲς τῆς γῆς. Ἔ­ζη­σαν μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις, ὑ­πέ­φε­ραν θλί­ψεις καὶ κα­κο­πά­θει­ες. Κι ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­χουν ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἀ­ξί­ζει ὅ­σο οἱ ἅ­γιοι αὐ­τοὶ ἄν­θρω­ποι. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ ὅ­μως «οὐκ ἐ­κο­μί­σαν­το τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν», δὲν ἀ­πό­λαυ­σαν τὴν ὑ­πό­σχε­ση ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς προ­έ­βλε­ψε γιὰ μᾶς κά­τι κα­λύ­τε­ρο, ὥ­στε αὐ­τοὶ νὰ μὴ λά­βουν σὲ βαθ­μὸ τέ­λει­ο τὴ σω­τη­ρί­α τους χω­ρὶς ἐ­μᾶς· ἀλ­λὰ νὰ τὴ λά­βου­με ὅ­λοι μα­ζί.
Ὅ­λοι αὐ­τοὶ λοι­πὸν οἱ πι­στοὶ ἄν­θρω­ποι τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ζοῦ­σαν μὲ τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ Μεσ­σί­α. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἡ καρ­διά τους. Πε­ρί­με­ναν τὸν ἐρ­χο­μό του, πε­ρί­με­ναν τὴ λύ­τρω­σή του, τὴν πα­ρου­σί­α του. Πε­ρί­με­ναν τὴ Γέν­νη­σή του. Καὶ ἑ­τοί­μα­ζαν τὶς ψυ­χές τους, γιὰ νὰ Τὸν ὑ­πο­δε­χθοῦν, νὰ Τὸν δοῦν, νὰ γε­μί­σει ἡ ψυ­χή τους μὲ ἀ­γαλ­λί­α­ση.
Ἀ­λή­θεια ἐ­μεῖς ἔ­χου­με αὐ­τὴν τὴν προ­σμο­νὴ τῶν πι­στῶν της Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης; Κα­θὼς πλη­σιά­ζουν Χρι­στού­γεν­να, ἂς μα­θη­τεύ­σου­με στὸν πό­θο καὶ τὴ λα­χτά­ρα τους, ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν προ­σμο­νή τους κι ἂς λα­χτα­ρή­σου­με μὲ τὴ δι­κή τους ἀ­γά­πη τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Μεσ­σί­α. Γιὰ νὰ γί­νουν τὰ Χρι­στού­γεν­να σταθ­μὸς στὴ ζω­ή μας, σταθ­μὸς με­τα­νοί­ας καὶ ἐ­πι­στρο­φῆς, χά­ρι­τος καὶ ἀ­γῶ­νος. Γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ Χρι­στὸς καὶ στὶς δι­κές μας καρ­δι­ὲς καὶ νὰ μεί­νει μό­νι­μος ἔ­νοι­κος τῆς καρ­διᾶς μας.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ο­ύ­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ο­ύδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνεύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον  γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.  
                                                                     (Ματθ. α΄[1] 1-25)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Γε­νε­α­λο­γι­κὸς κα­τά­λο­γος στὸν ὁποῖο φαί­νε­ται ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ ποῦ κα­τά­γε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁποῖος πά­λι ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­σα­άκ, ὁ Ἰ­σα­ὰκ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ού­δα καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, ὁ Ἰ­ού­δας γέν­νη­σε δί­δυ­μα παι­διά, τὸν Φα­ρὲς καὶ τὸν Ζα­ρὰ ἀ­πὸ τὴ νύ­φη του τὴ Θά­μαρ, ὁ Φα­ρὲς γέν­νη­σε τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρώμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ράμ, ὁ Ἀ­ρὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀ­μι­να­δὰβ γέν­νη­σε τὸν Να­ασ­σών, ὁ Ναασσών γέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, ὁ Σαλμών γέν­νη­σε τὸν Βο­ὸζ ἀ­πὸ τὴ Ρα­χὰβ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία δέ­χθη­κε στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ τοὺς κα­τα­σκό­πους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς φυ­γά­δευ­σε σώ­ους· ὁ Βο­ὸζ γέν­νη­σε τὸν Ὠβήδ ἀ­πὸ τὴ Ρούθ, ἡ ὁ­ποί­α ὡς προσή­λυ­τη Μω­α­βί­τισ­σα κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ ἔ­θνος πο­λὺ μι­ση­τὸ σ­τοὺς Ἑ­βραί­ους· ὁ Ὠβήδ γέν­νη σε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαί γέν­νη­σε τὸν Δα­βὶδ τὸν βα­σι­λιά. Ὁ Δα­βὶδ ὁ βα­σι­λιὰς γέν­νη­σε τὸν Σο­λο­μών­τα ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα πού ὑ­πῆρ­ξε σύ­ζυ­γος τοῦ Οὐρία, γιὰ νὰ φαί­νε­ται σα­φῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τῆς Θά­μαρ καὶ τῆς Ραχάβ, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ τὸ ὀ­λί­σθη­μα αὐ­τὸ τοῦ Δα­βίδ, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε εἰ­σχω­ρή­σει καὶ σ' αὐ­τοὺς τοὺς προ­γό­νους τοῦ Μεσ­σί­α. Ὁ Σο­λο­μών γέν­νη­σε τὸν Ρο­βο­άμ, ὁ Ρο­βο­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­βιά, ὁ Ἀ­βιὰ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­σά, ὁ Ἀ­σὰ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφάτ γέν­νη­σε τὸν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ὀζία, ὁ Ὀζίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ γέν­νη­σε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ γέν­νη­σε τὸν Ἐζεκία, ὁ Ἐζεκίας γέν­νη­σε τὸν Μα­νασ­σῆ, ὁ Μανασσῆς γέν­νη­σε τὸν Ἀμών, ὁ Ἀμών γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ωσία, ὁ Ἰωσίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωαχίμ ἢ Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων στὴ Βα­βυ­λώ­να. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να, ὁ Ἰεχονίας γέννησε ἐκεῖ τὸν Σα­λα­θι­ήλ, ὁ Σα­λα­θι­ὴλ γέν­νη­σε τὸν Ζο­ρο­βά­βελ, καὶ τοῦ Ζο­ρο­βά­βελ ἀ­πό­γο­νος ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἀ­βιούδ. Ὁ Ἀ­βιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακείμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ζώρ, ὁ Ἀ­ζὼρ γέν­νη­σε τὸν Σα­δώκ, ὁ Σα­δὼκ γέν­νη­σε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχείμ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιούδ γέν­νη­σε τὸν Ἐ­λε­ά­ζαρ, ὁ Ἐ­λε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τὸν Ματ­θάν, ὁ Ματ­θάν γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, κι ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κὸ τῆς Μα­ρί­ας. Ἀλλά καί ἡ Μα­ρί­α κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὸ ἴ­διο γέ­νος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖ­ο κα­τα­γό­ταν κι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ἀ­πὸ τὴ Μα­ρί­α αὐ­τή, ἡ ὁποία ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰησοῦς πού ἐ­πο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὸν πα­ρα­πά­νω κα­τά­λο­γο ὅ­λες οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μέ­χρι τὸν Δα­βίδ, ὅ­πως ἀ­ριθ­μοῦν­ται ἀ­πό τους συν­τά­κτες τοῦ κα­τα­λό­γου, εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς ἀ­πὸ τὸν Δα­βὶδ μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἰ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν στὴ Βα­βυ­λώ­να μέ­χρι τὰ χρό­νια τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις.
Ἡ γέν­νη­ση τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ ἔ­γι­νε μὲ τὸν ἑξῆς  ὑ­περ­φυ­σι­κὸ καὶ πρω­το­φα­νῆ τρό­πο: Ὅ­ταν δη­λα­δὴ ἡ μη­τέ­ρα του Μα­ρί­α ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μὲ τὸν Ἰ­ω­σήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν ὡς σύ­ζυ­γοι, βρέ­θη­κε ἡ Μα­ρί­α ἔγ­κυ­ος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κός της, ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­κε τὴν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καὶ ἀ­γα­θὸς καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὴ δι­α­πομ­πεύ­σει γιὰ δη­μό­σιο πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φθη­κε νὰ τῆς δώ­σει μυ­στι­κὰ δι­α­ζύ­γιο. Ἐ­νῶ ὅ­μως σκε­πτό­ταν αὐ­τά, ἰ­δού, ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου φά­νη­κε στὸ ὄ­νει­ρό του καὶ τοῦ εἶ­πε: Ἰ­ω­σήφ, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ, μὴ δι­στά­σεις καὶ μὴ φο­βη­θεῖς νὰ πα­ρα­λά­βεις στὸ σπί­τι σου τὴ Μα­ρί­α τὴ μνη­στή σου. Δι­ό­τι τὸ παι­δὶ πού συ­νέ­λα­βε μέ­σα της προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Θά γεν­νή­σει γιό, καὶ σὺ πού ἀ­πὸ τὸ νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀ­να­γνω­ρί­ζε­σαι ὡς προ­στά­της καὶ πα­τέ­ρας του, θὰ τοῦ δώ­σεις τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς», τὸ ὁποῖο ση­μαί­νει «σω­τή­ρας». Καὶ θὰ τοῦ δώ­σεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι αὐ­τὸς θὰ σώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του τὸν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πι­στέ­ψει ὡς σω­τή­ρα καὶ θὰ γί­νει μὲ τὴν πί­στη αὐ­τὴ ὁ πραγ­μα­τι­κὸς λα­ός του. Μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ θα­ῦμα τῆς ὑ­περ­φυ­σι­κῆς συλ­λή­ψε­ως τῆς Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως καὶ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἐ­κεῖ­νο πού εἶπε ὁ Κύ­ριος μέ­σῳ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες εἶ­πε: Νά, ἡ παρ­θέ­νος, πού δὲν γνώ­ρι­σε ἄν­δρα, θὰ συλ­λά­βει καὶ θὰ γεν­νή­σει υἱ­ό, καὶ ὅ­σοι θὰ πι­στεύ­ουν σ' αὐ­τὸν θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὄ­νο­μα ἑ­βρα­ϊ­κὸ πού ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας». Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀπ’ τόν ὑπνο, ἔ­κα­νε ὅ­πως τὸν δι­έ­τα­ξε ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­λα­βε τὴ μνη­στή του στὸ σπί­τι του καὶ δὲν ἦλ­θε σὲ σχέ­ση συ­ζυ­γι­κὴ μα­ζί της πο­τέ, ἄ­ρα καὶ ἕ­ως ὅ­του γέν­νη­σε τὸν πρῶ­το καὶ μο­νά­κρι­βο υἱ­ό της. Καὶ τό­τε ὁ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς».