Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ΛΟΥΚΑ  (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
(16 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
Ἀδελφοί, ὃταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θῇ, ζω­ὴ ὑ­μῶν, τό­τε κα ὑ­μεῖς σν αὐ­τῷ φα­νε­ρω­θή­σε­σθε ν δό­ξῃ. Νε­κρώ­σα­τε ον τ μέ­λη ὑ­μῶν τ ἐ­πὶ τς γς, πορ­νε­ί­αν, ἀ­κα­θαρ­σί­αν, πά­θος, ἐ­πι­θυ­μί­αν κα­κήν, κα τν πλε­ο­νε­ξί­αν ἥ­τις ἐ­στὶν εἰ­δω­λο­λα­τρί­α, δι' ἔρ­χε­ται ἡ ὀρ­γὴ το Θε­οῦ ἐ­πὶ τος υἱ­οὺς τς ἀ­πει­θε­ί­ας, ν ος κα ὑ­μεῖς πε­ρι­ε­πα­τή­σα­τέ πο­τε, ὅ­τε ἐ­ζῆ­τε ἐν αὐ­τοῖς· νυ­νὶ δ ἀ­πό­θε­σθε κα ὑ­μεῖς τ πάν­τα, ὀρ­γήν, θυ­μόν, κα­κί­αν, βλα­σφη­μί­αν, αἰ­σχρο­λο­γί­αν κ το στό­μα­τος ὑ­μῶν· μ ψε­ύ­δε­σθε ες ἀλ­λή­λους, ἀ­πεκ­δυ­σά­με­νοι τν πα­λαι­ὸν ἄν­θρω­πον σν τας πρά­ξε­σιν αὐ­τοῦ κα ἐν­δυ­σά­με­νοι τν νέ­ον τν ἀ­να­και­νο­ύ­με­νον ες ἐ­πί­γνω­σιν κα­τ' εἰ­κό­να το κτί­σαν­τος αὐ­τόν, ὅ­που οκ ἔ­νι Ἕλ­λην κα Ἰ­ου­δαῖ­ος, πε­ρι­το­μὴ κα ἀ­κρο­βυ­στί­α, βάρ­βα­ρος, Σκύ­θης, δοῦ­λος, ἐ­λε­ύ­θε­ρος, ἀλ­λὰ τ πάν­τα κα ν πᾶ­σι Χρι­στός.                                                                                (Κολ. γ΄[3] 4-11)                               

ΕΝΔΟΞΟΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ
1.ΠΟΙΑ ΔΟΞΑ ΜΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ
Ὅ­ταν ὁ Χρι­στὸς φα­νε­ρω­θεῖ, ὁ αἴ­τιος καὶ χο­ρη­γὸς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας ζω­ῆς, τό­τε καὶ ἐ­μεῖς, ὅ­λοι οἱ πι­στοί, θὰ φα­νε­ρω­θοῦ­με μα­ζὶ μ᾿ αὐ­τὸν μέ­σα στὴ θε­ϊ­κή του δό­ξα, λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος στοὺς Κο­λασ­σα­εῖς, ἀλ­λὰ καὶ σὲ ὅ­λους ἐ­μᾶς.
Πό­σο πε­ρι­ε­κτι­κά, μέ­σα σὲ λί­γες λέ­ξεις, πα­ρου­σιά­ζει τὸ μέ­γα μυ­στή­ριο τῆς δό­ξας ποὺ μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σει ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς ζω­ῆς μας καὶ μέ­γας εὐ­ερ­γέ­της μας Κύ­ριος Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Αὐ­τός, λέ­ει, εἶ­ναι ἡ ζω­ή μας, δη­λα­δὴ ὁ χο­ρη­γὸς καὶ τῆς φυ­σι­κῆς μας ζω­ῆς κα­τὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου, καὶ τῆς πνευ­μα­τι­κῆς μας ζω­ῆς μὲ τὴν ἀ­να­δη­μι­ουρ­γί­α τοῦ κό­σμου ποὺ ἐ­πι­τέ­λε­σε ὁ Κύ­ριος μὲ τὴ Σταύ­ρω­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­στα­σή του. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἡ ζω­ὴ ὅ­λων μας, εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος καὶ ὁ ἔ­σχα­τος, ἡ ἀρ­χὴ καὶ τὸ τέ­λος, ὁ σκο­πὸς καὶ ἡ αἰ­τί­α τῆς ζω­ῆς μας.
Ὅ­μως αὐ­τὸς ὁ Κύ­ριός μας με­τὰ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του στοὺς οὐ­ρα­νοὺς δὲν εἶ­ναι πλέ­ον φα­νε­ρὸς στὰ φυ­σι­κά μας μά­τια, εἶ­ναι κρυμ­μέ­νος ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Δὲν Τὸν βλέ­που­με. Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν ση­μαί­νει ὅ­τι εἶ­ναι μα­κριά μας. Εἶ­ναι ἀ­ο­ρά­τως παν­τοῦ, εἶ­ναι δί­πλα μας, εἶ­ναι μέ­σα μας. Ζεῖ ὁ Χρι­στὸς μέ­σα μας κι ἐ­μεῖς ζοῦ­με ἐν Χρι­στῷ ὅ­ταν Τὸν ἀ­γα­ποῦ­με, Τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­με νὰ γί­νει ἔ­νοι­κος τῆς καρ­διᾶς μας. Κι ὅ­ταν Τὸν κοι­νω­νοῦ­με, γι­νό­μα­στε ἕ­να μα­ζί του. Χω­ρὶς ὅ­μως καὶ πά­λι νὰ Τὸν βλέ­που­με, δι­ό­τι ὁ Χρι­στός μας πα­ρα­μέ­νει κρυμ­μέ­νος, ἀ­ό­ρα­τος καὶ ἀ­δι­ό­ρα­τος. Αὐ­τὸ ὅ­μως δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς κλο­νί­ζει τὴ βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι καὶ πά­λι θὰ φα­νε­ρω­θεῖ. Καὶ ὅ­ταν φα­νε­ρω­θεῖ, κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α του, θὰ φα­νε­ρω­θεῖ ἔν­δο­ξος καὶ πε­ρί­λαμ­προς, μέ­σα στὴ δό­ξα τοῦ Πα­τρός του μα­ζὶ μὲ τοὺς ἀγ­γέ­λους του. Τό­τε θὰ φα­νε­ρω­θοῦ­με κι ἐ­μεῖς μα­ζί του ἔν­δο­ξοι.
Βέ­βαι­α δὲν μπο­ροῦ­με νὰ συλ­λά­βου­με οὔ­τε νὰ φαν­τα­σθοῦ­με ποι­ὰ δό­ξα μᾶς πε­ρι­μέ­νει. Τὶς ὑ­πο­σχέ­σεις τῶν οὐ­ρα­νί­ων ἀ­γα­θῶν τώ­ρα τὶς ἐλ­πί­ζου­με μό­νο, χω­ρὶς νὰ τὶς κα­τα­νο­οῦ­με. Τό­τε ὅ­μως αὐ­τὰ τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ τώ­ρα ἀ­γνο­οῦ­με, ἐ­κεῖ θὰ τὰ γευ­ό­μα­στε, θὰ τὰ ζοῦ­με. Τό­τε θὰ εἴ­μα­στε ὅ­λοι μα­ζὶ μὲ τὸν Κύ­ριο, ὅ­λοι ὅ­σοι Τὸν ἀ­γα­πή­σα­με. Ὅ­που θὰ εἶ­ναι Ἐ­κεῖ­νος, θὰ εἴ­μα­στε κι ἐ­μεῖς αἰ­ω­νί­ως μα­ζί του ἔν­δο­ξοι μέ­σα στὸ θε­ϊ­κό του φῶς.
Ὅ­ταν λοι­πὸν προ­σβλέ­που­με σὲ μί­α τέ­τοι­α δό­ξα, δὲν εἶ­ναι φυ­σι­κὸ οἱ καρ­δι­ές μας νὰ ἑλ­κύ­ον­ται ἀ­πὸ τὴ δό­ξα ἐ­κεί­νη καὶ νὰ ζοῦ­με γι᾿ αὐ­τήν; Τί εἶ­ναι ἐ­δῶ τό­σο λαμ­πρὸ καὶ γο­η­τευ­τι­κὸ καὶ μό­νι­μο, ὥ­στε νὰ αἰχ­μα­λω­τί­σει τὶς καρ­δι­ές μας; Γι᾿ αὐ­τὸ «ἄ­νω σχῶ­μεν τὰς καρ­δί­ας»!
2. ΝΑ ΝΕΚΡΩΣΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΘΗ ΜΑΣ
Ἐ­φό­σον λοι­πὸν μᾶς πε­ρι­μέ­νει μιὰ τέ­τοι­α δό­ξα, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μᾶς προ­τρέ­πει: Νὰ νε­κρώ­σε­τε τὰ μέ­λη σας «τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς». Τί ὅ­μως ἐν­νο­εῖ ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ὅ­ταν μᾶς ζη­τᾶ νὰ νε­κρώ­σου­με τὰ μέ­λη μας «τὰ ἐ­πὶ τῆς γῆς»; Ἀ­σφα­λῶς δὲν ἀ­να­φέ­ρε­ται κυ­ρι­ο­λε­κτι­κῶς στὰ μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός μας ἀλ­λὰ στὰ πά­θη μας. Δι­ό­τι ὅ­ταν τὰ μέ­λη τοῦ σώ­μα­τός μας δὲν ἐ­νερ­γοῦν ὅ­πως θέ­λει ὁ Θε­ός, γί­νον­ται ὄρ­γα­να τοῦ πα­λαι­οῦ ἀν­θρώ­που καὶ τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν του. Τό­τε ὁ ἄν­θρω­πος κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ τὴν αἰχ­μα­λω­σί­α τῶν πα­θῶν καὶ κα­κῶν λο­γι­σμῶν καὶ δι­α­πράτ­τει τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τα ποὺ ἀ­πα­ριθ­μεῖ ὁ Παῦ­λος. Γι᾿ αὐ­τὸ ὁ Ἀ­πό­στο­λος τοῦ Χρι­στοῦ μᾶς ζη­τᾶ νὰ νε­κρώ­σου­με ὄ­χι τὰ φυ­σι­κά μας ὁ­ρα­τὰ μέ­λη ἀλ­λὰ τὰ ἀ­δι­ό­ρα­τα πά­θη μας.
Νὰ νε­κρώ­σου­με τὰ πά­θη, ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦν τὶς γή­ι­νες ἀ­πο­λαύ­σεις καὶ ἡ­δο­νές. Κά­θε πά­θος καὶ ὑ­πο­δού­λω­ση στὸ κα­κό, κά­θε κα­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α. Νὰ πε­τά­ξου­με ἀ­πὸ ἐ­πά­νω μας σὰν ἄλ­λο ἀ­κά­θαρ­το ἔν­δυ­μα ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ κα­κά, τὴν ὀρ­γἠ, τὸν θυ­μό, τὴν πο­νη­ρί­α, τὴν κα­κο­λο­γί­α καὶ αἰ­σχρο­λο­γί­α. Δι­ό­τι μὲ τὸ ἱ­ε­ρό μας Βά­πτι­σμα ὑ­πο­στή­κα­με ἕ­ναν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το. Τό­τε ἀ­φαι­ρέ­θη­κε ἀ­πὸ ἐ­πά­νω μας σὰν πα­λι­ό­ρου­χο ὁ δι­ε­φθαρ­μέ­νος πα­λαι­ὸς ἄν­θρω­πος. Δι­ό­τι μέ­σα στὴν ἁ­γί­α κο­λυμ­βή­θρα νε­κρώ­θη­κε ὁ πα­λαι­ὸς ἑ­αυ­τός μας.
Ἒ λοι­πόν, αὐ­τὸ ποὺ ἔ­γι­νε τό­τε μυ­στη­ρια­κὰ μὲ τὸ ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, καὶ ἀ­συ­νεί­δη­τα λό­γῳ τῆς βρε­φι­κῆς μας ἡ­λι­κί­ας, κα­λού­μα­στε κά­θε μέ­ρα καὶ ὥ­ρα νὰ τὸ κά­νου­με συ­νει­δη­τά. Ὅ­πως τό­τε νε­κρω­θή­κα­με ὡς πρὸς τὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἔ­τσι μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ νὰ πε­θαί­νου­με γι' αὐ­τὴν κά­θε στιγ­μὴ καὶ ὥ­ρα. Ὄ­χι ἁ­πλῶς νὰ μι­σοῦ­με τὸν πα­λαι­ὸ ἄν­θρω­πο, δη­λα­δὴ τὴ δι­ε­φθαρ­μέ­νη δι­ά­θε­ση τῆς πο­νη­ρί­ας, τὴ ρυ­πα­ρὴ ζω­ὴ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ τὰ πά­θη της, ἀλ­λὰ νὰ τὰ νε­κρώ­νου­με, ὥ­στε νὰ μὴν μπο­ροῦν νὰ ξα­να­ζων­τα­νέ­ψουν.
Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἀ­φή­σου­με τὴν ψυ­χή μας νὰ κυ­ρι­αρ­χεῖ­ται ἀ­πὸ τὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ πά­θη καὶ ἁ­μαρ­τά­νου­με συ­στη­μα­τι­κὰ καὶ ἐ­πί­μο­να, ἐ­πι­σύ­ρου­με ἐ­πά­νω μας τὴν ὀρ­γὴ τοῦ Θε­οῦ. Καὶ για­τί συμ­βαί­νει αὐ­τό; Δι­ό­τι τὰ ἁ­μαρ­τω­λὰ πά­θη εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τα καὶ ἐ­χθρι­κὰ στὴ φύ­ση μας. Αὐ­τὰ μᾶς κα­τα­στρέ­φουν καὶ μᾶς κα­ταρ­γοῦν ὡς ἀν­θρώ­πους, μᾶς κά­νουν κτή­νη, γῆ καὶ χῶ­μα.
Νὰ νε­κρώ­νου­με λοι­πὸν μέ­σα μας τὰ θα­να­τη­φό­ρα πά­θη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας ξε­ρι­ζώ­νον­τας τὶς βδε­λυ­ρὲς κα­κί­ες τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρ­διᾶς. Ἔ­τσι θὰ κα­θα­ρί­σει ὁ νοῦς καὶ ἡ καρ­διά μας, θὰ φω­τι­σθεῖ ἡ ψυ­χή μας. Θὰ γί­νου­με νέ­οι ἄν­θρω­ποι, «λάμ­πον­τες, ἀ­στρά­πτον­τες, ἠλ­λοι­ω­μέ­νοι»· καὶ θὰ προ­σμέ­νου­με μὲ χα­ρὰ καὶ λα­χτά­ρα τὴν ἐ­που­ρά­νια θε­ϊ­κὴ δό­ξα.
  (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ)
Εἶ­πεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· Ἄν­θρω­πός τις ἐ­πο­ί­η­σε δεῖ­πνον μέ­γα, κα ἐ­κά­λε­σε πολ­λο­ύς· κα ἀ­πέ­στει­λε τν δοῦ­λον αὐ­τοῦ τ ὥ­ρᾳ το δε­ί­πνου εἰ­πεῖν τος κε­κλη­μέ­νοις· ἔρ­χε­σθε, ὅ­τι ἤ­δη ἕ­τοι­μά ἐ­στι πάν­τα. κα ἤρ­ξαν­το ἀ­πὸ μι­ᾶς πα­ραι­τεῖ­σθαι πάν­τες, πρῶ­τος εἶ­πεν αὐ­τῷ· ἀ­γρὸν ἠ­γό­ρα­σα, κα ἔ­χω ἀ­νάγ­κην ἐ­ξελ­θεῖν κα ἰ­δεῖν αὐ­τόν· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· ζεύ­γη βο­ῶν ἠ­γό­ρα­σα πέν­τε, κα πο­ρε­ύ­ο­μαι δο­κι­μά­σαι αὐ­τά· ἐ­ρω­τῶ σε, ἔ­χε με πα­ρῃ­τη­μέ­νον. κα ἕ­τε­ρος εἶ­πε· γυ­ναῖ­κα ἔ­γη­μα, κα δι­ὰ τοῦ­το ο δύ­να­μαι ἐλ­θεῖν. κα πα­ρα­γε­νό­με­νος δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος ἀ­πήγ­γει­λε τ κυ­ρί­ῳ αὐ­τοῦ ταῦ­τα. τό­τε ὀρ­γι­σθεὶς ὁ οἰ­κο­δε­σπό­της εἶ­πε τ δο­ύ­λῳ αὐ­τοῦ· ἔ­ξελ­θε τα­χέ­ως ες τς πλα­τε­ί­ας κα ῥύ­μας τς πό­λε­ως, κα τος πτω­χοὺς κα ἀ­να­πή­ρους κα χω­λοὺς κα τυ­φλοὺς εἰ­σά­γα­γε ὧ­δε. κα εἶ­πεν δοῦ­λος· κύ­ρι­ε, γέ­γο­νεν ς ἐ­πέ­τα­ξας, κα ἔ­τι τό­πος ἐ­στί. κα εἶ­πεν κύ­ρι­ος πρς τν δοῦ­λον· Ἔ­ξελ­θε ες τς ὁ­δοὺς κα φραγ­μοὺς κα ἀ­νάγ­κα­σον εἰ­σελ­θεῖν, ἵ­να γε­μι­σθῇ οἶ­κός μου. λέ­γω γρ ὑ­μῖν ὅ­τι οὐ­δεὶς τν ἀν­δρῶν ἐ­κε­ί­νων τν κε­κλη­μέ­νων γε­ύ­σε­ταί μου το δε­ί­πνου. 
 (Λουκ. ιδ΄[14] 16 – 24)
 ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Επε Κύριος τήν πιό κάτω παραβολ:  Κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος ἔ­κα­νε με­γά­λο βρα­δι­νὸ συμ­πό­σιο καὶ κάλεσε πολ­λούς. Ἡ χα­ρὰ καὶ ἡ ἀ­πό­λαυ­ση δη­λα­δὴ τῆς αἰ­ώ­νιας βα­σι­λεί­ας πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται μ' ἕ­να με­γα­λο­πρε­πὲς δεῖπνο πού ἑ­τοί­μα­σε ὁ Θε­ός. Σ' αὐ­τὸ δὲν κά­λε­σε ἀρ­χι­κὰ ὅ­λους τους ἀν­θρώ­πους, ἀλλά πολ­λούς, δη­λα­δὴ μό­νο τούς Ἰου­δαί­ους. Καὶ τὴν ὥ­ρα τοῦ δεί­πνου ἔ­στει­λε τὸν δοῦλο του γιὰ νὰ πεῖ στοὺς κα­λε­σμέ­νους: Ἐ­λᾶ­τε καὶ μὴν ἀ­να­βάλ­λε­τε, δι­ό­τι εἶ­ναι πλέ­ον ὅ­λα ἕ­τοι­μα. (Σὲ κά­θε ἐ­πο­χὴ δη­λα­δὴ ὁ Θε­ὸς ἔ­στελ­νε τοὺς ἀ­πε­σταλ­μέ­νους του. Καὶ στὸ τέ­λος ἔ­στει­λε τὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ κι ἔ­πει­τα τὸν Υἱ­ό του, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐ­ναν­θρώ­πη­σή του ἔ­λα­βε μορ­φὴ δού­λου). Τό­τε ἄρ­χι­σαν με­μιᾶς ὅ­λοι οἱ κα­λε­σμέ­νοι, ὁ ἕ­νας με­τὰ τὸν ἄλ­λον, σάν νά ἦ­ταν συ­νεν­νο­η­μέ­νοι, νὰ δι­και­ο­λο­γοῦν τὴν ἀ­που­σί­α τους ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο. Ὁ πρῶ­τος τοῦ εἶπε: Ἔ­χω ἀ­γο­ρά­σει κά­ποι­ο χω­ρά­φι καὶ πρέ­πει νὰ βγῶ ἔξω καὶ νὰ τὸ δῶ. Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, θε­ώ­ρη­σέ με δικαιολογημένο καὶ ἀ­παλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πὸ τὴν ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ ἔλ­θω. Ἄλ­λος πά­λι τοῦ εἶ­πε: Ἔ­χω ἀ­γο­ρά­σει πέν­τε ζευγάρια βό­δια καὶ πη­γαί­νω νὰ τὰ δο­κι­μά­σω. Σὲ πα­ρα­καλῶ, συγ­χώ­ρη­σε τὴ δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­που­σί­α μου. Κι ἕ­νας ἄλ­λος τοῦ εἶ­πε: Εἶ­μαι νι­ό­παν­τρος καὶ γι’ αὐτό δὲν μπο­ρῶ νὰ ἔλ­θω. Δη­λα­δὴ οἱ προ­σκε­κλημένοι ὅ­λοι ἀ­πορ­ρο­φή­θη­καν ἀ­πὸ τὶς βι­ο­τι­κὲς καὶ τὶς σαρκικές τους μέ­ρι­μνες καὶ ἀ­δι­α­φό­ρη­σαν γιὰ τὴν πρό­σκληση τοῦ Θε­οῦ, ὁ ὁποῖος τοὺς κα­λοῦ­σε νὰ γί­νουν μέ­τοχοι καί κληρονόμοι τῆς βα­σι­λεί­ας του. Ὅ­ταν λοι­πὸν γύ­ρι­σε ὁ δοῦ­λος ἐ­κεῖ­νος, δι­η­γή­θη­κε στὸν κύ­ριό του τὰ ὅ­σα τοῦ εἶ­παν οἱ κα­λε­σμέ­νοι. Τό­τε ὁ νοι­κο­κύ­ρης θύ­μω­σε καὶ εἶ­πε στὸ δοῦλο του: Βγὲς γρή­γο­ρα στὶς πλα­τεῖ­ες καὶ στὰ στε­νὰ τῆς πό­λε­ως καὶ φέ­ρε ἐ­δῶ μέ­σα τοὺς φτω­χούς, τοὺς σα­κά­τη­δες, τοὺς χω­λοὺς καὶ τοὺς τυ­φλοὺς πού θὰ βρεῖς ἐκεῖ. Κά­λε­σε δη­λα­δὴ ὅ­σους εἶ­ναι πε­ρι­φρο­νη­μέ­νοι με­τα­ξὺ τῶν Ἰσ­ρα­η­λι­τῶν, ἀφοῦ οἱ ἐ­πί­ση­μοι ἄρ­χον­τες τοῦ Ἰσ­ρα­ὴλ ἀρ­νοῦν­ται νὰ δεχθοῦν τὴ σω­τη­ρί­α πού τοὺς προ­σφέ­ρει ὁ Μεσ­σί­ας. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε πά­λι ὁ δοῦ­λος καὶ εἶ­πε: Κύ­ρι­ε, ἔ­γι­νε ὅ­πως δι­έ­τα­ξες, καὶ ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη τό­πος ἀ­δεια­νὸς στὸ σπί­τι γιὰ νὰ προ­σκλη­θοῦν κι ἄλ­λοι. Τό­τε εἶ­πε ὁ κύ­ριος στὸ δοῦλο: Βγὲς ἔ­ξω ἀ­π' τὴν πό­λη στοὺς δρό­μους καὶ στοὺς φρά­χτες τῶν κτη­μά­των, ὅ­που συ­νή­θως μα­ζεύ­ον­ται οἱ πε­ρι­πλα­νώ­με­νοι, πού δὲν ἔ­χουν σπί­τι καὶ μό­νι­μη κα­τοι­κί­α. Κι ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ θὰ δι­στά­ζουν ἀ­πὸ συ­στο­λὴ νὰ πά­ρουν μέ­ρος στὸ δεῖ­πνο μου, πα­ρα­κί­νη­σέ τους ἐ­πί­μο­να νὰ μποῦν ἐ­δῶ, γιὰ νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι μου. Προ­σκά­λε­σε δη­λα­δὴ καὶ τοὺς ἐ­θνι­κοὺς νὰ πά­ρουν μέ­ρος στὰ ἀ­γα­θὰ τῆς βα­σι­λεί­ας μου. Δι­ό­τι σᾶς βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι κα­νέ­νας ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους ἐ­κεί­νους πού κά­λε­σα  ὄ­χι μό­νο δὲν θὰ κα­θί­σει, ἀλ­λ' οὔτε κἄν θὰ γευ­θεῖ τὸ δεῖ­πνο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου