ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἠκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν
ποτε
ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν
αὐτήν,
καὶ προέκοπτον ἐν τῷ Ἰουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου,
περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός
μου καὶ καλέσας διὰ
τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ
ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην
σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ
ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον
εἰς Ἀραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα
εἰς Δαμασκόν. Ἔπειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς Ἱεροσόλυμα
ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα
πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων
οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.
(Γαλ.
α΄[1] 11-19)
ΜΕΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Τὴν Κυριακὴ
μετὰ τὰ Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴ μνήμη τοῦ ἁγίου Ἰακώβου
τοῦ Ἀδελφοθέου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τελειώνει
μὲ μία ἀναφορὰ στὸν μεγάλο αὐτὸ Ἅγιο.
Λέει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος: Μάθετε, ἀδελφοί, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ σᾶς κήρυξα, δὲν ἀποτελεῖ
ἀνθρώπινη ἐπινόηση. Διότι ὄχι μόνο οἱ ὑπόλοιποι Ἀπόστολοι ἀλλὰ
κι ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν τὸ παρέλαβα οὔτε τὸ διδάχθηκα ἀπὸ κάποιον ἄνθρωπο·
ἀλλὰ τὸ παρέλαβα κατευθείαν μὲ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ἀπευθείας
μοῦ φανέρωσε καὶ μοῦ ἀποκάλυψε τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Κι αὐτὸ ἀποδεικνύεται
καὶ ἀπὸ τὴ δράση μου στὸ παρελθόν. Διότι ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιὰ
τὴ διαγωγὴ ποὺ ἔδειξα κάποτε, ὅταν ἀκολουθοῦσα τὸ νόμον καὶ τὰ ἔθιμα
τῶν Ἰουδαίων. Ἀκούσατε δηλαδὴ ὅτι καταδίωκα ὑπερβολικὰ τὴν Ἐκκλησία
τοῦ Θεοῦ καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὴν καταστρέψω. Καὶ προόδευα στὸν Ἰουδαϊσμὸ
περισσότερο ἀπὸ πολλοὺς συνομήλικους συμπατριῶτες μου καὶ ἔδειχνα
περισσότερο ζῆλο ἀπ᾿ αὐτοὺς γιὰ τὶς παραδόσεις ποὺ κληρονομήσαμε
ἀπό τοὺς πατέρες μας. Ὅταν ὅμως εὐαρεστήθηκε ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος μὲ
ξεχώρισε καὶ μὲ διάλεξε ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀκόμη ποὺ ἤμουν στὴν κοιλιὰ
τῆς μητέρας μου, χωρὶς νὰ εἶμαι ἄξιος γιὰ μία τέτοια ἐκλογή, γιὰ νὰ ἀποκαλύψει
στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου τὸν Υἱό του, γιὰ νὰ Τὸν κηρύττω στὰ ἔθνη, ἀμέσως
δὲν συμβουλεύθηκα κάποιον ἄνθρωπο. Οὔτε ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα
γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς Ἀποστόλους, ποὺ εἶχαν κληθεῖ πρὶν ἀπὸ μένα στὸ
ἀποστολικὸ ἀξίωμα, ἀλλὰ πῆγα στὴν Ἀραβία καὶ πάλι ἐπέστρεψα στὴ
Δαμασκό. Ἔπειτα, μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια, ἀνέβηκα στὰ Ἱεροσόλυμα
γιὰ νὰ γνωρίσω ἀπὸ κοντὰ τὸν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε ἡμέρες.
Ἄλλον ὅμως ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους δὲν εἶδα, παρὰ μόνο τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφὸ
τοῦ Κυρίου.
Ποιὸς ὅμως ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰάκωβος
ὁ ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου;
Ἦταν στύλος
τῆς πρώτης ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καὶ πρῶτος ἐπίσκοπος τῶν Ἱεροσολύμων.
Δὲν ἀνῆκε στοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Εἶναι ὁ συγγραφέας τῆς
Καθολικῆς Ἐπιστολῆς ποὺ φέρει τὸ ὄνομά του. Γιατί ὅμως ὀνομάστηκε
Ἀδελφόθεος; Διότι ἦταν γυιὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος τῆς Παρθένου,
ἀπὸ τὴ σύζυγο ποὺ εἶχε πρὶν μνηστευθεῖ τὴν Ἀειπάρθενο Μαριάμ.
Πρὶν ἀπὸ τὴν
Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας βέβαια, βλέποντας τὴν ταπεινὴ ἀναστροφὴ
τοῦ Κυρίου, δὲν εἶχε πιστέψει στὴ θεία καταγωγὴ καὶ ἀποστολή του. Ὅταν
ὅμως εἶδε τὸν Κύριο ἀναστημένο, ὄχι ἁπλῶς πίστεψε σ᾿ Αὐτὸν ὡς Θεὸ
καὶ Μεσσία, ἀλλὰ καὶ ἐργάσθηκε μὲ ζῆλο γιὰ τὴν πίστη τοῦ Εὐαγγελίου.
Καὶ εἶχε τόσο μεγάλη ἀρετὴ καὶ ἁγιότητα, ὥστε νὰ ἀποκτήσει σύντομα
καθοριστικὸ ρόλο στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Ἔτσι ἐξηγεῖται τὸ ὅτι ὁ ἀπόστολος
Παῦλος, ὅπως ὁμολογεῖ στὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ ἀνάγνωσμα, ὅταν ἐπέστρεψε
στὸν Χριστὸ καὶ ἐπισκέφθηκε γιὰ πρώτη φορὰ τὰ Ἱεροσόλυμα μετὰ ἀπὸ
τρία χρόνια ἀπουσίας στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας, ἐπιδίωξε νὰ συναντήσει
ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, καὶ τὸν Ἰάκωβο. Αὐτὸ ἀκριβῶς ὑποδηλώνει
τὴν ἐξέχουσα θέση ποὺ εἶχε ὁ Ἰάκωβος στὴν πρώτη Ἐκκλησία. Ἀλλὰ καὶ
ἀργότερα, ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπέστρεψε ἀπὸ μία ἱεραποστολική
του περιοδεία, συνάντησε καὶ πάλι τὸν Ἰάκωβο μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ
τὸν Ἰωάννη, γιὰ νὰ τοὺς ἐκθέσει τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ δίδασκε, διότι οἱ
τρεῖς αὐτοὶ ἄνδρες θεωροῦνταν στύλοι τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἀργότερα,
στὴν Ἀποστολικὴ Σύνοδο τῶν Ἱεροσολύμων, δὲν προήδρευσε ὁ ἀπόστολος
Πέτρος ἢ ὁ Ἰωάννης, ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος, ὡς Ἀδελφόθεος, ὁ ὁποῖος ἐπισφράγισε
τὰ ὅσα ἀποφασίστηκαν.
Ὡς ἐπίσκοπος
Ἱεροσολύμων ὁ ἅγιος Ἰάκωβος διακρίθηκε γιὰ τὴ μεγάλη του ἁγιότητα
καὶ τὴ δικαιοσύνη, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὀνομαζόταν δίκαιος. Ἦταν ἐπίσης
ἄνθρωπος ἀσκήσεως καὶ πολλῆς προσευχῆς. Τὰ γόνατά του εἶχαν σκληρυνθεῖ
πάρα πολύ, διότι προσευχόταν διαρκῶς γονατιστὸς ζητώντας τὸ ἔλεος
τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸ λαό του. Μέσα ἀπὸ τὴ θεόπνευστη Ἐπιστολή του ἄλλωστε
ἀποκαλύπτεται ἡ ἁγιότητα καὶ ἡ πνευματικότητά του καὶ ἀναβλύζουν
νάματα θείας σοφίας, τὰ ὁποῖα ἀξίζει νὰ μελετοῦμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε.
Ἡ ἀπαστράπτουσα
ὅμως ἁγιότητα καὶ ἡ ὅλη ἀκτινοβολία του προκάλεσε τὴ μανία τῶν
Ἰουδαίων. Αὐτοί, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῶν Ἱεροσολύμων, τὸν ἀνέβασαν
στὸ πτερύγιο τοῦ Ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ μιλήσει ὑβριστικὰ
ἐναντίον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος ὅμως ἀνεφώνησε: «Αὐτὸς εἶναι
ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ κάθεται στὸν οὐρανὸ ῾ἐκ δεξιῶν της μεγάλης
δυνάμεως᾿. Αὐτὸς θὰ ἔλθει καὶ πάλι ῾ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ᾿».
Αὐτὴ ἡ διακήρυξή του ἐξαγρίωσε τὰ μανιασμένα πλήθη, τὰ ὁποῖα
τὸν ἔριξαν ἀπὸ τὸ πτερύγιο κάτω καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν λιθοβολοῦν. Κάποια
στιγμὴ ἕνας «γναφεὺς» (τεχνίτης ποὺ κατεργάζεται μάλλινα ὑφάσματα)
τοῦ ἔδωσε ἕνα ἰσχυρὸ τελειωτικὸ πλῆγμα μὲ ξύλο πάνω στὴν τιμία
του κεφαλή. Οἱ τελευταῖες του λέξεις ἦταν: «Κύριε, Θεέ, Πάτερ, ἅφες
αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι».
Ἂς μαθητεύσουμε
λοιπὸν στὴν ἁγιασμένη βιοτὴ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου
καὶ ἂς τὸν μιμηθοῦμε στὴν ἀσκητικότητά του, στὴν προσευχή του, στὴν ἀρετή
του, στὴν ἀφοσίωσή του. Γιὰ νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς ἀδελφόθεοι κατὰ χάριν,
φίλοι καὶ ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ
Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀναχωρησάντων
τῶν μάγων, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς
παράλαβε
τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ
ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. ὁ δὲ ἐγερθεὶς
παρέλαβε
τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,
καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ
Κυρίου
διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος·
Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν
ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. τότε
ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου
τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ
κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι,
ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος
δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ' ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ
καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. ἀκούσας
δὲ ὅτι Ἀρχέλαος
βασιλεύει
τῆς Ἰουδαίας
ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ
Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς
δὲ κατ' ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,
καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
(Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ὅταν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδού, ἕνας ἄγγελος
Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ εἶπε: Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ
μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, καὶ μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ. Φύγε, διότι ὁ
Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ψάξει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει. Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ
καὶ μέσα στὴ νύχτα πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν
Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς
ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη: Ἀπό
τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Τότε
ὁ Ἡρώδης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ μάγοι τὸν ἐξαπάτησαν καὶ τὸν ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ.
Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ
Βηθλεὲμ καὶ σ' ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπό ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω,
σύμφωνα μέ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἑξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Τότε
πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς
Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμός πολύς. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ
ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της (μὲ τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της
μητέρων πού στερήθηκαν τὰ μικρά τους) καὶ
δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν
ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή. Ὅταν λοιπὸν πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἰδού, ἕνας ἄγγελος
Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο καί τοῦ εἶπε: Σήκω καὶ πάρε τὸ
παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν ἡσυχία σου στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν.
Διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦσαν νὰ πάρουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ.
Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη. Ἀλλὰ
ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη,
φοβήθηκε νά πάει ἐκεῖ. Μὲ ἐντολὴ ὅμως πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ ὄνειρό του
ἀναχώρησε γιά τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ὁ
ὁποῖος ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπό τόν ἀδελφό του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ,
ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη ποὺ λέγεται Ναζαρέτ. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο
ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομασθεῖ περιφρονητικὰ ἀπό τούς ἐχθροὺς
τοῦ Ναζωραῖος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου