Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2018

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ
(30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Ἀδελ­φοί, γνω­ρί­ζω ὑ­μῖν, τ εὐ­αγ­γέ­λι­ον τ εὐ­αγ­γε­λι­σθὲν ὑ­π' ἐ­μοῦ ὅ­τι οκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον· οὐ­δὲ γρ ἐ­γὼ πα­ρὰ ἀν­θρώ­που πα­ρέ­λα­βον αὐ­τό, οὔ­τε ἐ­δι­δά­χθην, ἀλ­λὰ δι' ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἠ­κο­ύ­σα­τε γρ τν ἐ­μὴν ἀ­να­στρο­φήν πο­τε ν τ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ, ὅ­τι κα­θ' ὑ­περ­βο­λὴν ἐ­δί­ω­κον τν ἐκ­κλη­σί­αν το Θε­οῦ κα ἐ­πόρ­θουν αὐ­τήν, κα προ­έ­κο­πτον ν τ Ἰ­ου­δα­ϊ­σμῷ ὑ­πὲρ πολ­λοὺς συ­νη­λι­κι­ώ­τας ν τ γέ­νει μου, πε­ρισ­σο­τέ­ρως ζη­λω­τὴς ὑ­πάρ­χων τν πα­τρι­κῶν μου πα­ρα­δό­σε­ων. Ὅ­τε δ εὐ­δό­κη­σεν Θε­ὸς ἀ­φο­ρί­σας με κ κοι­λί­ας μη­τρός μου κα κα­λέ­σας δι­ὰ τς χά­ρι­τος αὐ­τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψαι τν υἱ­ὸν αὐ­τοῦ ν ἐ­μοὶ, ἵ­να εὐ­αγ­γε­λί­ζω­μαι αὐ­τὸν ν τος ἔ­θνε­σιν, εὐ­θέ­ως ο προ­σα­νε­θέ­μην σαρ­κὶ κα αἵ­μα­τι, οὐ­δὲ ἀ­νῆλ­θον ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πρς τος πρ ἐ­μοῦ ἀ­πο­στό­λους, ἀλ­λὰ ἀ­πῆλ­θον ες Ἀ­ρα­βί­αν, κα πά­λιν ὑ­πέ­στρε­ψα ες Δα­μα­σκόν. Ἔ­πει­τα με­τὰ ἔ­τη τρί­α ἀ­νῆλ­θον ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ἱ­στο­ρῆ­σαι Πτρον, κα ἐ­πέ­μει­να πρς αὐ­τὸν ἡ­μέ­ρας δε­κα­πέν­τε· ἕ­τε­ρον δ τν ἀ­πο­στό­λων οκ εἶ­δον ε μ Ἰάκωβον τν ἀ­δελ­φὸν το Κυ­ρί­ου. 
                                                    (Γαλ. α΄[1] 11-19)

ΜΕΤΑ  ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Ο ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ

Τὴν Κυ­ρια­κὴ με­τὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας τι­μᾶ τὴ μνή­μη τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα τε­λει­ώ­νει μὲ μί­α ἀ­να­φο­ρὰ στὸν με­γά­λο αὐ­τὸ Ἅ­γιο.
Λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος: Μά­θε­τε, ἀ­δελ­φοί, ὅ­τι τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ σᾶς κή­ρυ­ξα, δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­νό­η­ση. Δι­ό­τι ὄ­χι μό­νο οἱ ὑ­πό­λοι­ποι Ἀ­πό­στο­λοι ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ ὁ ἴ­διος δὲν τὸ πα­ρέ­λα­βα οὔ­τε τὸ δι­δά­χθη­κα ἀ­πὸ κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο· ἀλ­λὰ τὸ πα­ρέ­λα­βα κα­τευ­θεί­αν μὲ ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος ἀ­πευ­θεί­ας μοῦ φα­νέ­ρω­σε καὶ μοῦ ἀ­πο­κά­λυ­ψε τὸν Κύ­ριο Ἰ­η­σοῦ. Κι αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται καὶ ἀ­πὸ τὴ δρά­ση μου στὸ πα­ρελ­θόν. Δι­ό­τι ἀ­σφα­λῶς ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει γιὰ τὴ δι­α­γω­γὴ ποὺ ἔ­δει­ξα κά­πο­τε, ὅ­ταν ἀ­κο­λου­θοῦ­σα τὸ νό­μον καὶ τὰ ἔ­θι­μα τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Ἀ­κού­σα­τε δη­λα­δὴ ὅ­τι κα­τα­δί­ω­κα ὑ­περ­βο­λι­κὰ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ Θε­οῦ καὶ προ­σπα­θοῦ­σα νὰ τὴν κα­τα­στρέ­ψω. Καὶ προ­ό­δευ­α στὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ πολ­λοὺς συ­νο­μή­λι­κους συμ­πα­τρι­ῶ­τες μου καὶ ἔ­δει­χνα πε­ρισ­σό­τε­ρο ζῆ­λο ἀπ᾿ αὐ­τοὺς γιὰ τὶς πα­ρα­δό­σεις ποὺ κλη­ρο­νο­μή­σα­με ἀ­πό τοὺς πα­τέ­ρες μας. Ὅ­ταν ὅ­μως εὐ­α­ρε­στή­θη­κε ὁ Θε­ός, ὁ Ὁ­ποῖ­ος μὲ ξε­χώ­ρι­σε καὶ μὲ δι­ά­λε­ξε ἀ­πὸ τὸν και­ρὸ ἀ­κό­μη ποὺ ἤ­μουν στὴν κοι­λιὰ τῆς μη­τέ­ρας μου, χω­ρὶς νὰ εἶ­μαι ἄ­ξιος γιὰ μί­α τέ­τοι­α ἐ­κλο­γή, γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει στὸ βά­θος τῆς ψυ­χῆς μου τὸν Υἱ­ό του, γιὰ νὰ Τὸν κη­ρύτ­τω στὰ ἔ­θνη, ἀ­μέ­σως δὲν συμ­βου­λεύ­θη­κα κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο. Οὔ­τε ἀ­νέ­βη­κα στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ συ­ναν­τή­σω τοὺς Ἀ­πο­στό­λους, ποὺ εἶ­χαν κλη­θεῖ πρὶν ἀ­πὸ μέ­να στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­ξί­ω­μα, ἀλ­λὰ πῆ­γα στὴν Ἀ­ρα­βί­α καὶ πά­λι ἐ­πέ­στρε­ψα στὴ Δα­μα­σκό. Ἔ­πει­τα, με­τὰ ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια, ἀ­νέ­βη­κα στὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα γιὰ νὰ γνω­ρί­σω ἀ­πὸ κον­τὰ τὸν Πέ­τρο, κι ἔ­μει­να κον­τά του δε­κα­πέν­τε ἡ­μέ­ρες. Ἄλ­λον ὅ­μως ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­πο­στό­λους δὲν εἶ­δα, πα­ρὰ μό­νο τὸν Ἰ­ά­κω­βο τὸν ἀ­δελ­φὸ τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ποι­ὸς ὅ­μως ἦ­ταν αὐ­τὸς ὁ Ἰ­ά­κω­βος ὁ ἀ­δελ­φὸς τοῦ Κυ­ρί­ου;
Ἦ­ταν στύ­λος τῆς πρώ­της ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ πρῶ­τος ἐ­πί­σκο­πος τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων. Δὲν ἀ­νῆ­κε στοὺς δώ­δε­κα μα­θη­τὲς τοῦ Κυ­ρί­ου. Εἶ­ναι ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐ­πι­στο­λῆς ποὺ φέ­ρει τὸ ὄ­νο­μά του. Για­τί ὅ­μως ὀ­νο­μά­στη­κε Ἀ­δελ­φό­θε­ος; Δι­ό­τι ἦ­ταν γυι­ὸς τοῦ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ μνή­στο­ρος τῆς Παρ­θέ­νου, ἀ­πὸ τὴ σύ­ζυ­γο ποὺ εἶ­χε πρὶν μνη­στευ­θεῖ τὴν Ἀ­ει­πάρ­θε­νο Μα­ριάμ.
Πρὶν ἀ­πὸ τὴν Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μας βέ­βαι­α, βλέ­πον­τας τὴν τα­πει­νὴ ἀ­να­στρο­φὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, δὲν εἶ­χε πι­στέ­ψει στὴ θεί­α κα­τα­γω­γὴ καὶ ἀ­πο­στο­λή του. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶ­δε τὸν Κύ­ριο ἀ­να­στη­μέ­νο, ὄ­χι ἁ­πλῶς πί­στε­ψε σ᾿ Αὐ­τὸν ὡς Θε­ὸ καὶ Μεσ­σί­α, ἀλ­λὰ καὶ ἐρ­γά­σθη­κε μὲ ζῆ­λο γιὰ τὴν πί­στη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Καὶ εἶ­χε τό­σο με­γά­λη ἀ­ρε­τὴ καὶ ἁ­γι­ό­τη­τα, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­κτή­σει σύν­το­μα κα­θο­ρι­στι­κὸ ρό­λο στὴν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται τὸ ὅ­τι ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ὅ­πως ὁ­μο­λο­γεῖ στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ αὐ­τὸ ἀ­νά­γνω­σμα, ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε στὸν Χρι­στὸ καὶ ἐ­πι­σκέ­φθη­κε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὰ Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα με­τὰ ἀ­πὸ τρί­α χρό­νια ἀ­που­σί­ας στὴν ἔ­ρη­μο τῆς Ἀ­ρα­βί­ας, ἐ­πι­δί­ω­ξε νὰ συ­ναν­τή­σει ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο, καὶ τὸν Ἰ­ά­κω­βο. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ὑ­πο­δη­λώ­νει τὴν ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση ποὺ εἶ­χε ὁ Ἰ­ά­κω­βος στὴν πρώ­τη Ἐκ­κλη­σί­α. Ἀλ­λὰ καὶ ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἐ­πέ­στρε­ψε ἀ­πὸ μί­α ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κή του πε­ρι­ο­δεί­α, συ­νάν­τη­σε καὶ πά­λι τὸν Ἰ­ά­κω­βο μα­ζὶ μὲ τὸν Πέ­τρο καὶ τὸν Ἰ­ω­άν­νη, γιὰ νὰ τοὺς ἐκ­θέ­σει τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ δί­δα­σκε, δι­ό­τι οἱ τρεῖς αὐ­τοὶ ἄν­δρες θε­ω­ροῦν­ταν στύ­λοι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καὶ ἀρ­γό­τε­ρα, στὴν Ἀ­πο­στο­λι­κὴ Σύ­νο­δο τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, δὲν προ­ή­δρευ­σε ὁ ἀ­πό­στο­λος Πέ­τρος ἢ ὁ Ἰ­ω­άν­νης, ἀλ­λὰ ὁ Ἰ­ά­κω­βος, ὡς Ἀ­δελ­φό­θε­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­πι­σφρά­γι­σε τὰ ὅ­σα ἀ­πο­φα­σί­στη­καν.
Ὡς ἐ­πί­σκο­πος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων ὁ ἅ­γιος Ἰ­ά­κω­βος δι­α­κρί­θη­κε γιὰ τὴ με­γά­λη του ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ τὴ δι­και­ο­σύ­νη, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὀ­νο­μα­ζό­ταν δί­και­ος. Ἦ­ταν ἐ­πί­σης ἄν­θρω­πος ἀ­σκή­σε­ως καὶ πολ­λῆς προ­σευ­χῆς. Τὰ γό­να­τά του εἶ­χαν σκλη­ρυν­θεῖ πά­ρα πο­λύ, δι­ό­τι προ­σευ­χό­ταν δια­ρκῶς γο­να­τι­στὸς ζη­τών­τας τὸ ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὸ λα­ό του. Μέ­σα ἀ­πὸ τὴ θε­ό­πνευ­στη Ἐ­πι­στο­λή του ἄλ­λω­στε ἀ­πο­κα­λύ­πτε­ται ἡ ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ ἡ πνευ­μα­τι­κό­τη­τά του καὶ ἀ­να­βλύ­ζουν νά­μα­τα θεί­ας σο­φί­ας, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ξί­ζει νὰ με­λε­τοῦ­με καὶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζου­με.
Ἡ ἀ­πα­στρά­πτου­σα ὅ­μως ἁ­γι­ό­τη­τα καὶ ἡ ὅ­λη ἀ­κτι­νο­βο­λί­α του προ­κά­λε­σε τὴ μα­νί­α τῶν Ἰ­ου­δαί­ων. Αὐ­τοί, λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἅ­λω­ση τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων, τὸν ἀ­νέ­βα­σαν στὸ πτε­ρύ­γιο τοῦ Να­οῦ τοῦ Σο­λο­μῶν­τος καὶ τοῦ ζή­τη­σαν νὰ μι­λή­σει ὑ­βρι­στι­κὰ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἐ­κεῖ­νος ὅ­μως ἀ­νε­φώ­νη­σε: «Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ κά­θε­ται στὸν οὐ­ρα­νὸ ῾ἐκ δε­ξι­ῶν της με­γά­λης δυ­νά­με­ως᾿. Αὐ­τὸς θὰ ἔλ­θει καὶ πά­λι ῾ἐ­πὶ τῶν νε­φε­λῶν τοῦ οὐ­ρα­νοῦ᾿». Αὐ­τὴ ἡ δι­α­κή­ρυ­ξή του ἐ­ξα­γρί­ω­σε τὰ μα­νι­α­σμέ­να πλή­θη, τὰ ὁ­ποῖ­α τὸν ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ τὸ πτε­ρύ­γιο κά­τω καὶ ἄρ­χι­σαν νὰ τὸν λι­θο­βο­λοῦν. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ἕ­νας «γνα­φεὺς» (τε­χνί­της ποὺ κα­τερ­γά­ζε­ται μάλ­λι­να ὑ­φά­σμα­τα) τοῦ ἔ­δω­σε ἕ­να ἰ­σχυ­ρὸ τε­λει­ω­τι­κὸ πλῆγ­μα μὲ ξύ­λο πά­νω στὴν τι­μί­α του κε­φα­λή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες του λέ­ξεις ἦ­ταν: «Κύ­ρι­ε, Θε­έ, Πά­τερ, ἅ­φες αὐ­τοῖς· οὐ γὰρ οἴ­δα­σι τί ποι­οῦ­σι».
Ἂς μα­θη­τεύ­σου­με λοι­πὸν στὴν ἁ­γι­α­σμέ­νη βι­ο­τὴ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­α­κώ­βου τοῦ Ἀ­δελ­φο­θέ­ου καὶ ἂς τὸν μι­μη­θοῦ­με στὴν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του, στὴν προ­σευ­χή του, στὴν ἀ­ρε­τή του, στὴν ἀ­φο­σί­ω­σή του. Γιὰ νὰ γί­νου­με κι ἐ­μεῖς ἀ­δελ­φό­θε­οι κα­τὰ χά­ριν, φί­λοι καὶ ἀ­δελ­φοὶ τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
       Ἀ­να­χω­ρη­σάν­των τῶν μά­γων, ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα φεῦ­γε ες Αἴ­γυ­πτον, κα ἴ­σθι ἐ­κεῖ ἕ­ως ἂν εἴ­πω σοι· μέλ­λει γρ Ἡ­ρῴ­δης ζη­τεῖν τ παι­δί­ον το ἀ­πο­λέ­σαι αὐ­τό. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ νυ­κτὸς κα ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες Αἴ­γυ­πτον, κα ν ἐ­κεῖ ἕ­ως τς τε­λευ­τῆς Ἡ­ρῴ­δου· ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· ξ Αἰ­γύ­πτου ἐ­κά­λε­σα τν υἱ­όν μου. Ττε Ἡ­ρῴ­δης ἰ­δὼν ὅ­τι ἐ­νε­πα­ί­χθη ὑ­πὸ τν μά­γων ἐ­θυ­μώ­θη λί­αν, κα ἀ­πο­στεί­λας ἀ­νεῖ­λεν πάν­τας τος παῖ­δας τος ν Βη­θλέ­εμ κα ν πᾶ­σι τος ὁ­ρί­οις αὐ­τῆς ἀ­πὸ δι­ε­τοῦς κα κα­τω­τέ­ρω, κα­τὰ τν χρό­νον ν ἠ­κρί­βω­σε πα­ρὰ τν μά­γων. τό­τε ἐ­πλη­ρώ­θη τ ῥη­θὲν δι­ὰ Ἰ­ε­ρε­μί­ου το προ­φή­του λέ­γον­τος· φω­νὴ ν Ρα­μᾷ ἠ­κο­ύ­σθη, κλαυθ­μὸς κα ὀ­δυρ­μὸς πο­λύς· Ρα­χὴλ κλα­ί­ου­σα τ τκνα αὐ­τῆς, κα οκ ἤ­θε­λεν πα­ρα­κλη­θῆ­ναι, ὅ­τι οκ εἰ­σίν. Τε­λευ­τή­σαν­τος δ το Ἡ­ρῴ­δου ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου φα­ί­νε­ται κα­τ' ὄ­ναρ τ Ἰ­ω­σὴφ ἐν Αἰ­γύ­πτῳ λέ­γων· Ἐ­γερ­θεὶς πα­ρά­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα πο­ρε­ύ­ου ες γν Ἰσ­ρα­ήλ, τε­θνή­κα­σι γρ ο ζη­τοῦν­τες τν ψυ­χὴν το παι­δί­ου. δ ἐ­γερ­θεὶς πα­ρέ­λα­βε τ παι­δί­ον κα τν μη­τέ­ρα αὐ­τοῦ κα εἰ­σῆλ­θεν ες γν Ἰσ­ρα­ήλ. ἀ­κο­ύ­σας δ ὅ­τι Ἀρ­χέ­λα­ος βα­σι­λεύ­ει τς Ἰ­ου­δα­ί­ας ἀν­τὶ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ Ἡ­ρῴ­δου ἐ­φο­βή­θη ἐ­κεῖ ἀ­πελ­θεῖν· χρη­μα­τι­σθεὶς δ κα­τ' ὄ­ναρ ἀ­νε­χώ­ρη­σεν ες τ μέ­ρη τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα ἐλ­θὼν κα­τῴ­κη­σεν ες πό­λιν λε­γο­μέ­νην Να­ζα­ρέτ, ὅ­πως πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν δι­ὰ τν προ­φη­τῶν ὅ­τι Να­ζω­ραῖ­ος κλη­θή­σε­ται.  
                                       (Ματθ. β΄[2] 13 – 23)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
 Ὅταν ἀναχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο καὶ τοῦ εἶπε: Σήκω, πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ φύγε στὴν Αἴγυπτο, καὶ μεῖνε ἐκεῖ μέχρι νὰ σοῦ πῶ. Φύγε, διότι ὁ Ἡρώδης σκοπεύει νὰ ψάξει τὸ παιδὶ γιὰ νὰ τὸ σκοτώσει. Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἰωσὴφ καὶ μέσα στὴ νύχτα πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Κι ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι ποὺ πέθανε ὁ Ἡρώδης· γιὰ νὰ ἐπαληθευθεῖ ἀκριβῶς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Κύριος μέσῳ τοῦ προφήτη: Ἀπό τὴν Αἴγυπτο κάλεσα τὸν υἱό μου νὰ ἐπιστρέψει στὸν τόπο τῆς γεννήσεώς του. Τότε ὁ Ἡρώδης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ μάγοι τὸν ἐξαπάτησαν καὶ τὸν ξεγέλασαν, θύμωσε πολύ. Ἔστειλε λοιπὸν στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι σκότωσαν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ἦταν στὴ Βηθλεὲμ καὶ σ' ὅλα τὰ περίχωρα καὶ τὰ σύνορά της, ἀπό ἡλικία δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μέ τὸ χρονικὸ διάστημα ποὺ ἑξακρίβωσε ἀπό τούς μάγους. Τότε πραγματοποιήθηκε πλήρως ἐκεῖνο ποὺ προφήτευσε ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Φωνὴ σπαρακτικὴ ἀκούστηκε στὸ χωριὸ Ραμὰ τῆς φυλῆς Βενιαμίν, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμός πολύς. Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦταν ἐκεῖ θαμμένη, κλαίει τὰ παιδιά της (μὲ τὸ στόμα τῶν ἀπογόνων της μητέρων πού στερήθηκαν τὰ μικρά τους) καὶ δὲν θέλει μὲ κανένα τρόπο νὰ παρηγορηθεῖ, διότι τὰ ἀθῶα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον στὴ ζωή. Ὅταν λοιπὸν πέθανε ὁ Ἡρώδης, ἰδού, ἕνας ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν Ἰωσὴφ σὲ ὄνειρο στὴν Αἴγυπτο καί τοῦ εἶπε: Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν ἡσυχία σου στὴ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν. Διότι ἔχουν πεθάνει πλέον ἐκεῖνοι ποὺ ζητοῦσαν νὰ πάρουν τὴ ζωὴ τοῦ παιδιοῦ. Σηκώθηκε λοιπόν, πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τὴ μητέρα του καὶ ἦλθε στὴν Παλαιστίνη. Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσε ὅτι στὴν Ἰουδαία βασίλευε ὁ Ἀρχέλαος στὴ θέση τοῦ πατέρα του Ἡρώδη, φοβήθηκε νά πάει ἐκεῖ. Μὲ ἐντολὴ ὅμως πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸ ὄνειρό του ἀναχώρησε γιά τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἡγεμόνας ἦταν ὁ Ἡρώδης ὁ Ἀντίπας, ὁ ὁποῖος ἦταν λιγότερο σκληρὸς ἀπό τόν ἀδελφό του Ἀρχέλαο. Κι ἀφοῦ ἦλθε ἐκεῖ, ἐγκαταστάθηκε στὴν πόλη ποὺ λέγεται Ναζαρέτ. Γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ προφῆτες, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομασθεῖ περιφρονητικὰ ἀπό τούς ἐχθροὺς τοῦ Ναζωραῖος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου