Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ
(23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2018)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ἀδελφοί, πστει πα­ρῴ­κη­σεν Ἀβραάμ ες τήν γν τς ἐ­παγ­γε­λί­ας ὡς ἀλ­λο­τρί­αν, ν σκη­ναῖς κα­τοι­κή­σας με­τὰ Ἰ­σα­ὰκ κα Ἰ­α­κὼβ τν συγ­κλη­ρο­νό­μων τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τς αὐ­τῆς· ἐ­ξε­δέ­χε­το γρ τν τος θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ς τε­χνί­της κα δη­μι­ουρ­γὸς Θε­ός.  Κα τ ἔ­τι λέ­γω; ἐ­πι­λε­ί­ψει γρ με δι­η­γο­ύ­με­νον χρό­νος πε­ρὶ Γε­δε­ών, Βα­ράκ, Σαμ­ψών, Ἰ­ε­φθά­ε, Δαυ­ῒδ τε κα Σα­μου­ὴλ κα τν προ­φη­τῶν, ο δι­ὰ πί­στε­ως κα­τη­γω­νί­σαν­το βα­σι­λε­ί­ας, εἰρ­γά­σαν­το δι­και­ο­σύ­νην, ἐ­πέ­τυ­χον ἐ­παγ­γε­λι­ῶν, ἔ­φρα­ξαν στό­μα­τα λε­όν­των, ἔ­σβε­σαν δύ­να­μιν πυ­ρός, ἔ­φυ­γον στό­μα­τα μα­χα­ί­ρας, ἐ­νε­δυ­να­μώ­θη­σαν ἀ­πὸ ἀ­σθε­νε­ί­ας, ἐ­γε­νή­θη­σαν ἰ­σχυ­ροὶ ἐν πο­λέ­μῳ, πα­ρεμ­βο­λὰς ἔ­κλι­ναν ἀλ­λο­τρί­ων· ἔ­λα­βον γυ­ναῖ­κες ξ ἀ­να­στά­σε­ως τος νε­κροὺς αὐ­τῶν· ἄλ­λοι δ ἐ­τυμ­πα­νί­σθη­σαν, ο προσ­δε­ξά­με­νοι τν ἀ­πο­λύ­τρω­σιν, ἵ­να κρε­ίτ­το­νος ἀ­να­στά­σε­ως τύ­χω­σιν· ἕ­τε­ροι δ ἐμ­παιγ­μῶν κα μα­στί­γων πεῖ­ραν ἔ­λα­βον, ἔ­τι δ δε­σμῶν κα φυ­λα­κῆς· ἐ­λι­θά­σθη­σαν, ἐ­πρί­σθη­σαν, ἐ­πει­ρά­σθη­σαν, ν φό­νῳ μα­χα­ί­ρας ἀ­πέ­θα­νον, πε­ρι­ῆλ­θον ν μη­λω­ταῖς, ν αἰ­γε­ί­οις δέρ­μα­σιν, ὑ­στε­ρο­ύ­με­νοι, θλι­βό­με­νοι, κα­κου­χο­ύ­με­νοι, ν οκ ν ἄ­ξι­ος ὁ κό­σμος, ἐ­ν ἐ­ρη­μί­αις πλα­νώ­με­νοι κα ὄ­ρε­σι κα σπη­λα­ί­οις κα τας ὀ­παῖς τς γς. Κα οὗ­τοι πάν­τες μαρ­τυ­ρη­θέν­τες δι­ὰ τς πί­στε­ως οκ ἐ­κο­μί­σαν­το τν ἐ­παγ­γε­λί­αν, το Θε­οῦ πε­ρὶ ἡ­μῶν κρεῖτ­τόν τι προ­βλε­ψα­μέ­νου, ἵ­να μ χω­ρὶς ἡ­μῶν τε­λει­ω­θῶ­σι.
(Ἑβρ. ια΄[11] 9-10, 32- 40)

Η ΠΡΟΣΜΟΝΗ ΤΩΝ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ
1. Ο ΑΒΡΑΑΜ
Τὴν Κυ­ρια­κὴ πρὶν ἀ­πὸ τὰ Χρι­στού­γεν­να στὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα πα­ρου­σι­ά­ζονται με­γά­λες μορ­φὲς τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, πα­τριά­ρχες, κρι­τές, βα­σι­λεῖς, προ­φῆ­τες, προ­πά­το­ρες. Ὅ­λοι αὐ­τοὶ ζοῦ­σαν μέ­ρα καὶ νύ­χτα μὲ τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ Μεσ­σί­α· πο­θοῦ­σαν μὲ λα­χτά­ρα νὰ Τὸν δοῦν, μὰ δὲν ἀ­ξι­ώ­θη­καν νὰ ζή­σουν στὰ χρό­νια του. Ἀρ­χι­κὰ ἐγ­κω­μι­ά­ζε­ται ἡ πί­στη τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Χά­ρη στὴν πί­στη του ὁ Ἀ­βρα­άμ, μᾶς λέ­ει ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, ἔ­μει­νε ὡς ξέ­νος στὴ γῆ ποὺ τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­κε ὁ Θε­ός, καὶ τὴν θε­ω­ροῦ­σε ξέ­νη χώ­ρα. Καὶ ζοῦ­σε μέ­σα σὲ σκη­νὲς μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­σα­ὰκ καὶ τὸν Ἰ­α­κώβ, ποὺ ἦ­ταν συγ­κλη­ρο­νό­μοι τῆς ἴ­διας ὑ­πο­σχέ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ. Ζοῦ­σε ὡς ξέ­νος καὶ με­τα­νά­στης στὴ «γῆ τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας», δι­ό­τι πε­ρί­με­νε μὲ πό­θο νὰ κα­τοι­κή­σει στὴν ἐ­που­ρά­νια πό­λη, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει τὰ ἀ­λη­θι­νὰ καὶ ἀ­δι­ά­σει­στα θε­μέ­λια καὶ τε­χνί­τη καὶ κτί­στη τὸν ἴ­διο τὸν Θε­ό.
Τί μπο­ροῦ­με νὰ κα­τα­λά­βου­με ἐ­μεῖς ἄ­ρα­γε ἀ­πὸ τὴ ζω­ὴ αὐ­τὴ τοῦ Ἀ­βρα­άμ;
Ἐ­νῶ ἦ­ταν τό­σο πλού­σιος – εἶ­χε πολ­λοὺς ὑ­πη­ρέ­τες καὶ ζῶ­α – δὲν ἀ­πέ­κτη­σε οὔ­τε ἕ­να μέ­τρο γῆς. Ἡ μο­να­δι­κὴ ἀ­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α ποὺ ἀ­πέ­κτη­σε ἦ­ταν ὁ τά­φος ὁ δι­κός του καὶ τῆς γυ­ναί­κας του. Τί­πο­τε ἄλ­λο. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ γῆ ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ξε­κί­νη­σε, οὔ­τε τὸν συγ­κι­νοῦ­σε ἡ γῆ αὐ­τή. Ζοῦ­σε μέ­σα σὲ σκη­νές, γιὰ νὰ θυ­μᾶ­ται πὼς εἶ­ναι προ­σω­ρι­νὸς ἔ­νοι­κος στὴ γῆ αὐ­τή. Γιὰ νὰ ἔ­χει στραμ­μέ­νο δια­ρκῶς τὸ νοῦ του στὴν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα μας. Δι­ό­τι εἶ­χε ἄλ­λα ὁ­ρά­μα­τα, τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ.
Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ὅ­ρα­μά του, αὐ­τὸ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι καὶ τὸ ὅ­ρα­μα κά­θε πι­στοῦ. Δι­ό­τι δὲν εἴ­μα­στε μό­νι­μοι σ᾿ αὐ­τὴ τὴ γῆ. Κά­πο­τε θὰ τὴν ἐγ­κα­τα­λεί­ψου­με ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ γιὰ πάν­τα. Θὰ ἀ­φή­σου­με πί­σω μας ὅ­λα αὐ­τὰ στὰ ὁ­ποῖ­α κόλ­λη­σε ἡ καρ­διά μας. Μὴν ξε­χνι­ό­μα­στε λοι­πόν. Ἡ ζω­ή μας δὲν εἶ­ναι στὸ ἐ­δῶ καὶ στὸ τώ­ρα, ἀλ­λὰ στὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Μὴ μᾶς ἀ­πορ­ρο­φοῦν οἱ ἡ­δο­νὲς καὶ οἱ μέ­ρι­μνες τῆς ζω­ῆς, τὰ οἰ­κο­νο­μι­κὰ ἢ ἄλ­λα προ­βλή­μα­τα, καὶ ξε­χνοῦ­με τὸν προ­ο­ρι­σμό μας. Δὲν ἀ­νή­κου­με στὴ γῆ. Δὲν πλα­σθή­κα­με γιὰ λί­γα χρό­νια ζω­ῆς. Ἡ ζω­ή μας δὲν στα­μα­τᾶ στὸν τά­φο. Ἔ­χου­με μέ­σα μας ψυ­χὴ ἀ­θά­να­τη. Στὰ οὐ­ρά­νια ἂς ἔ­χου­με τὶς καρ­δι­ές μας. Δι­ό­τι γιὰ νὰ γί­νου­με κά­τοι­κοι τοῦ οὐ­ρα­νοῦ θὰ πρέ­πει νὰ τὸν πο­θή­σου­με ἀ­πὸ τώ­ρα καὶ νὰ τὸν προ­γευ­ό­μα­στε. Νὰ ἀ­νε­βαί­νου­με κα­θη­με­ρι­νὰ τὴ θεί­α κλί­μα­κα, ὅ­πως λέ­ει ὁ ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, τῆς ὁ­ποί­ας τὸ τε­λευ­ταῖ­ο σκα­λὶ εἶ­ναι ἀ­θέ­α­το στὰ ἀν­θρώ­πι­να μά­τια. Αὐ­τὴ ἡ πο­ρεί­α θὰ μᾶς ξε­κου­ρά­ζει, θὰ μᾶς πλημ­μυ­ρί­ζει μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Ὅ­ταν μᾶς γο­η­τεύ­σει ὁ οὐ­ρα­νὸς καὶ ὁ ἀ­σύλ­λη­πτος θη­σαυ­ρός μας, ὁ Χρι­στός, θὰ χά­σει πλέ­ον τὴ γο­η­τεί­α του ὁ κό­σμος. Τό­τε θὰ πε­ρι­φρο­νοῦ­με τὰ μά­ται­α, θὰ πο­θοῦ­με τὰ αἰ­ώ­νια.
2. ΟΙ ΠΡΟΠΑΤΟΡΕΣ
Στὴ συ­νέ­χεια ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πα­ριθ­μεῖ μιὰ σει­ρὰ ἡ­ρώ­ων της πί­στε­ως τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης, προ­πά­το­ρες τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λὰ καὶ ἄλ­λους δι­καί­ους, κρι­τὲς καὶ προ­φῆ­τες. Λέ­ει ὅ­τι δὲν θὰ τοῦ ἔ­φθα­νε ὁ χρό­νος νὰ δι­η­γεῖ­ται γιὰ τὸν Γε­δε­ὼν καὶ τὸν Βα­ρὰκ καὶ τὸν Σαμ­ψὼν καὶ τὸν Ἰ­ε­φθά­ε καὶ γιὰ τὸν Δα­βὶδ καὶ τὸν Σα­μου­ὴλ καὶ τοὺς προ­φῆ­τες. Ὅ­λοι αὐ­τοί, λέ­ει, οἱ ἅ­γιοι ἄν­δρες ἔ­δει­ξαν με­γά­λη γεν­ναι­ό­τη­τα καὶ πέ­τυ­χαν τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­ση τῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός. Ἔ­φρα­ξαν τὰ στό­μα­τα τῶν λι­ον­τα­ρι­ῶν, ἔ­σβη­σαν τὴν κα­τα­στρε­πτι­κὴ δύ­να­μη τῆς φω­τιᾶς, δι­έ­φυ­γαν τὸν κίν­δυ­νο τῆς σφα­γῆς, ἐν­δυ­να­μώ­θη­καν καὶ θε­ρα­πεύ­τη­καν ἀ­πὸ ἀρ­ρώ­στι­ες· ἀ­να­δεί­χθη­καν ἀ­νί­κη­τοι στὸν πό­λε­μο, ἔ­τρε­ψαν σὲ φυ­γὴ τὶς ἐ­χθρι­κὲς πα­ρα­τά­ξεις. Μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς πί­στε­ως γυ­ναῖ­κες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ξα­να­πῆ­ραν πί­σω ζων­τα­νὰ τὰ νε­κρὰ παι­διά τους ποὺ ἀ­να­στή­θη­καν. Ἄλ­λοι βα­σα­νί­στη­καν σκλη­ρὰ μέ­χρι θα­νά­του, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χθη­καν νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη τους· κι ἄλ­λοι δο­κί­μα­σαν σκλη­ροὺς πει­ρα­σμούς, ἐμ­παιγ­μούς, μα­στι­γώ­σεις, φυ­λα­κί­σεις. Λι­θο­βο­λή­θη­καν, πρι­ο­νί­στη­καν, σφα­γι­ά­στη­καν. Κι ἄλ­λοι πε­ρι­φέ­ρον­ταν σὰν με­τα­νά­στες ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ, στὶς ἐ­ρη­μι­ές, στὰ βου­νὰ καὶ σὲ σπη­λι­ὲς τῆς γῆς. Ἔ­ζη­σαν μέ­σα σὲ στε­ρή­σεις, ὑ­πέ­φε­ραν θλί­ψεις καὶ κα­κο­πά­θει­ες. Κι ὅ­λοι αὐ­τοὶ ἔ­χουν ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α. Ὁ­λό­κλη­ρος ὁ κό­σμος δὲν ἀ­ξί­ζει ὅ­σο οἱ ἅ­γιοι αὐ­τοὶ ἄν­θρω­ποι. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τὰ ὅ­μως «οὐκ ἐ­κο­μί­σαν­το τὴν ἐ­παγ­γε­λί­αν», δὲν ἀ­πό­λαυ­σαν τὴν ὑ­πό­σχε­ση ποὺ τοὺς ἔ­δω­σε ὁ Θε­ός. Δι­ό­τι ὁ Θε­ὸς προ­έ­βλε­ψε γιὰ μᾶς κά­τι κα­λύ­τε­ρο, ὥ­στε αὐ­τοὶ νὰ μὴ λά­βουν σὲ βαθ­μὸ τέ­λει­ο τὴ σω­τη­ρί­α τους χω­ρὶς ἐ­μᾶς· ἀλ­λὰ νὰ τὴ λά­βου­με ὅ­λοι μα­ζί.
Ὅ­λοι αὐ­τοὶ λοι­πὸν οἱ πι­στοὶ ἄν­θρω­ποι τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ζοῦ­σαν μὲ τὸ ὅ­ρα­μα τοῦ Μεσ­σί­α. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν ἡ καρ­διά τους. Πε­ρί­με­ναν τὸν ἐρ­χο­μό του, πε­ρί­με­ναν τὴ λύ­τρω­σή του, τὴν πα­ρου­σί­α του. Πε­ρί­με­ναν τὴ Γέν­νη­σή του. Καὶ ἑ­τοί­μα­ζαν τὶς ψυ­χές τους, γιὰ νὰ Τὸν ὑ­πο­δε­χθοῦν, νὰ Τὸν δοῦν, νὰ γε­μί­σει ἡ ψυ­χή τους μὲ ἀ­γαλ­λί­α­ση.
Ἀ­λή­θεια ἐ­μεῖς ἔ­χου­με αὐ­τὴν τὴν προ­σμο­νὴ τῶν πι­στῶν της Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης; Κα­θὼς πλη­σιά­ζουν Χρι­στού­γεν­να, ἂς μα­θη­τεύ­σου­με στὸν πό­θο καὶ τὴ λα­χτά­ρα τους, ἂς προ­σπα­θή­σου­με νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τὴν προ­σμο­νή τους κι ἂς λα­χτα­ρή­σου­με μὲ τὴ δι­κή τους ἀ­γά­πη τὸν ἐρ­χο­μὸ τοῦ Μεσ­σί­α. Γιὰ νὰ γί­νουν τὰ Χρι­στού­γεν­να σταθ­μὸς στὴ ζω­ή μας, σταθ­μὸς με­τα­νοί­ας καὶ ἐ­πι­στρο­φῆς, χά­ρι­τος καὶ ἀ­γῶ­νος. Γιὰ νὰ γεν­νη­θεῖ ὁ Χρι­στὸς καὶ στὶς δι­κές μας καρ­δι­ὲς καὶ νὰ μεί­νει μό­νι­μος ἔ­νοι­κος τῆς καρ­διᾶς μας.
     (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ)
Ββλος γε­νέ­σε­ως Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, υἱ­οῦ Δαυ­ῒδ, υἱ­οῦ Ἀ­βρα­άμ. Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­σα­άκ, Ἰ­σα­ὰκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ο­ύ­δαν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Φα­ρὲς κα τν Ζα­ρὰ κ τς Θμαρ, Φα­ρὲς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑσ­ρώμ, Ἑσ­ρὼμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ράμ, Ἀ­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μι­να­δάβ, Ἀ­μι­να­δὰβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Να­ασ­σών, Να­ασ­σὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σαλ­μών, Σαλ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Βο­ὸζ κ τς Ρα­χάβ, Βο­ὸζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὠ­βὴδ ἐκ τς Ρούθ, Ὠ­βὴδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­εσ­σαί, Ἰ­εσ­σαὶ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Δαυ­ῒδ τν βα­σι­λέ­α. Δαυ­ῒδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σο­λο­μῶν­τα κ τς το Οὐ­ρί­ου, Σο­λο­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ρο­βο­άμ, Ρο­βο­ὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βιά, Ἀ­βι­ὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­σά, Ἀ­σὰ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σα­φάτ, Ἰ­ω­σα­φὰτ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ράμ, Ἰ­ω­ρὰμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ὀ­ζί­αν, Ὀ­ζί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­ά­θαμ, Ἰ­ω­ά­θαμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χαζ, Ἀ­χαζ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἑ­ζε­κί­αν, Ἑ­ζε­κί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Μα­νασ­σῆ, Μα­νασ­σῆς δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­μών, Ἀ­μὼν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σί­αν, Ἰ­ω­σί­ας δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ε­χο­νί­αν κα τος ἀ­δελ­φοὺς αὐ­τοῦ ἐ­πὶ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος. Με­τὰ δ τν με­τοι­κε­σί­αν Βα­βυ­λῶ­νος Ἰ­ε­χο­νί­ας ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­λα­θι­ήλ, Σα­λα­θι­ὴλ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ζο­ρο­βά­βελ, Ζο­ρο­βά­βελ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­βι­ο­ύδ, Ἀ­βι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­α­κε­ίμ, Ἐ­λι­α­κεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­ζώρ, Ἀ­ζὼρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Σα­δώκ, Σα­δὼκ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἀ­χε­ίμ, Ἀ­χεὶμ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λι­ούδ, Ἐ­λι­οὺδ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἐ­λε­ά­ζαρ, Ἐ­λε­ά­ζαρ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ματ­θάν, Ματ­θὰν δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­α­κώβ, Ἰ­α­κὼβ δ ἐ­γέν­νη­σε τν Ἰ­ω­σὴφ τν ἄν­δρα Μα­ρί­ας, ξ ς ἐ­γεν­νή­θη Ἰ­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος Χρι­στός. Πᾶ­σαι ον α γε­νε­αὶ ἀ­πὸ Ἀ­βρα­ὰμ ἕ­ως Δαυ­ῒδ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ Δαυ­ῒδ ἕ­ως τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες, κα ἀ­πὸ τς με­τοι­κε­σί­ας Βα­βυ­λῶ­νος ἕ­ως το Χρι­στοῦ γε­νε­αὶ δε­κα­τέσ­σα­ρες. Το δ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ γέ­ννη­σις οὕ­τως ν· μνη­στευ­θε­ί­σης τς μη­τρὸς αὐ­τοῦ Μα­ρί­ας τ Ἰ­ω­σήφ, πρν συ­νελ­θεῖν αὐ­τοὺς εὑ­ρέ­θη ν γα­στρὶ ἔ­χου­σα ἐκ Πνε­ύ­μα­τος ἁ­γί­ου. Ἰ­ω­σὴφ δ ἀ­νὴρ αὐ­τῆς, δί­και­ος ν κα μ θέ­λων αὐ­τὴν πα­ρα­δειγ­μα­τί­σαι, ἐ­βου­λή­θη λά­θρᾳ ἀ­πο­λῦ­σαι αὐ­τήν. Ταῦ­τα δ αὐ­τοῦ ἐν­θυ­μη­θέν­τος ἰ­δοὺ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα­τ' ὄ­ναρ ἐ­φά­νη αὐ­τῷ λέ­γων· Ἰ­ω­σὴφ υἱ­ὸς Δαυ­ῒδ, μ φο­βη­θῇς πα­ρα­λα­βεῖν Μα­ρι­ὰμ τν γυ­ναῖ­κά σου, τ γρ ν αὐ­τῇ γεν­νη­θὲν κ πνεύ­μα­τός ἐ­στιν ἁ­γί­ου· τέ­ξε­ται δ υἱ­ὸν κα κα­λέ­σεις τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν, αὐ­τὸς γρ σώ­σει τν λα­ὸν αὐ­τοῦ ἀ­πὸ τν ἁ­μαρ­τι­ῶν αὐ­τῶν. Τοῦ­το δ ὅ­λον  γέ­γο­νεν ἵ­να πλη­ρω­θῇ τ ῥη­θὲν ὑ­πὸ το Κυ­ρί­ου δι­ὰ το προ­φή­του λέ­γον­τος· Ἰ­δοὺ ἡ παρ­θέ­νος ν γα­στρὶ ἕ­ξει κα τέ­ξε­ται υἱ­όν, κα κα­λέ­σου­σι τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ, ἐ­στιν με­θερ­μη­νευ­ό­με­νον Μεθ' ἡ­μῶν ὁ Θε­ός. Δι­ε­γερ­θεὶς δ Ἰ­ω­σὴφ ἀ­πὸ το ὕ­πνου ἐ­πο­ί­η­σεν ὡς προ­σέ­τα­ξεν αὐ­τῷ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κα πα­ρέ­λα­βε τν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ, κα οκ ἐ­γί­νω­σκεν αὐ­τὴν ἕ­ως ο ἔ­τε­κε τν υἱ­όν αὐ­τῆς τν πρω­τό­το­κον, κα ἐ­κά­λε­σε τ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦν.  
                                                                     (Ματθ. α΄[1] 1-25)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Γε­νε­α­λο­γι­κὸς κα­τά­λο­γος στὸν ὁποῖο φαί­νε­ται ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ ποῦ κα­τά­γε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βίδ, ὁ ὁποῖος πά­λι ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Ἀ­βρα­άμ. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­σα­άκ, ὁ Ἰ­σα­ὰκ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ού­δα καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του, ὁ Ἰ­ού­δας γέν­νη­σε δί­δυ­μα παι­διά, τὸν Φα­ρὲς καὶ τὸν Ζα­ρὰ ἀ­πὸ τὴ νύ­φη του τὴ Θά­μαρ, ὁ Φα­ρὲς γέν­νη­σε τὸν Ἐσρώμ, ὁ Ἐσρώμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ράμ, ὁ Ἀ­ρὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀμιναδάβ, ὁ Ἀ­μι­να­δὰβ γέν­νη­σε τὸν Να­ασ­σών, ὁ Ναασσών γέν­νη­σε τὸν Σαλ­μών, ὁ Σαλμών γέν­νη­σε τὸν Βο­ὸζ ἀ­πὸ τὴ Ρα­χὰβ τὴν πόρνη, ἡ ὁποία δέ­χθη­κε στὴν Ἱ­ε­ρι­χώ τοὺς κα­τα­σκό­πους τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ καὶ τοὺς φυ­γά­δευ­σε σώ­ους· ὁ Βο­ὸζ γέν­νη­σε τὸν Ὠβήδ ἀ­πὸ τὴ Ρούθ, ἡ ὁ­ποί­α ὡς προσή­λυ­τη Μω­α­βί­τισ­σα κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ ἔ­θνος πο­λὺ μι­ση­τὸ σ­τοὺς Ἑ­βραί­ους· ὁ Ὠβήδ γέν­νη σε τὸν Ἰεσσαί, ὁ Ἰεσσαί γέν­νη­σε τὸν Δα­βὶδ τὸν βα­σι­λιά. Ὁ Δα­βὶδ ὁ βα­σι­λιὰς γέν­νη­σε τὸν Σο­λο­μών­τα ἀ­πὸ τὴ γυ­ναί­κα πού ὑ­πῆρ­ξε σύ­ζυ­γος τοῦ Οὐρία, γιὰ νὰ φαί­νε­ται σα­φῶς ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πτώ­σεις τῆς Θά­μαρ καὶ τῆς Ραχάβ, ἀλλά καὶ ἀ­πὸ τὸ ὀ­λί­σθη­μα αὐ­τὸ τοῦ Δα­βίδ, ὅ­τι ἡ ἁ­μαρ­τί­α εἶ­χε εἰ­σχω­ρή­σει καὶ σ' αὐ­τοὺς τοὺς προ­γό­νους τοῦ Μεσ­σί­α. Ὁ Σο­λο­μών γέν­νη­σε τὸν Ρο­βο­άμ, ὁ Ρο­βο­ὰμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­βιά, ὁ Ἀ­βιὰ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­σά, ὁ Ἀ­σὰ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ἰωσαφάτ, ὁ Ἰωσαφάτ γέν­νη­σε τὸν Ἰωράμ, ὁ Ἰωράμ ἀ­πέ­κτη­σε τρι­σέγ­γο­νο τὸν Ὀζία, ὁ Ὀζίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωάθαμ, ὁ Ἰωάθαμ γέν­νη­σε τὸν Ἄχαζ, ὁ Ἄχαζ γέν­νη­σε τὸν Ἐζεκία, ὁ Ἐζεκίας γέν­νη­σε τὸν Μα­νασ­σῆ, ὁ Μανασσῆς γέν­νη­σε τὸν Ἀμών, ὁ Ἀμών γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ωσία, ὁ Ἰωσίας γέν­νη­σε τὸν Ἰωαχίμ ἢ Ἰεχονία καὶ τοὺς ἀ­δελ­φούς του στὰ χρό­νια ἐ­κεῖ­να τῆς αἰχ­μα­λω­σί­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων στὴ Βα­βυ­λώ­να. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να, ὁ Ἰεχονίας γέννησε ἐκεῖ τὸν Σα­λα­θι­ήλ, ὁ Σα­λα­θι­ὴλ γέν­νη­σε τὸν Ζο­ρο­βά­βελ, καὶ τοῦ Ζο­ρο­βά­βελ ἀ­πό­γο­νος ὑ­πῆρ­ξε ὁ Ἀ­βιούδ. Ὁ Ἀ­βιοὺδ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιακείμ, ὁ Ἐλιακείμ γέν­νη­σε τὸν Ἀ­ζώρ, ὁ Ἀ­ζὼρ γέν­νη­σε τὸν Σα­δώκ, ὁ Σα­δὼκ γέν­νη­σε τὸν Ἀχείμ, ὁ Ἀχείμ γέν­νη­σε τὸν Ἐλιούδ, ὁ Ἐλιούδ γέν­νη­σε τὸν Ἐ­λε­ά­ζαρ, ὁ Ἐ­λε­ά­ζαρ γέν­νη­σε τὸν Ματ­θάν, ὁ Ματ­θάν γέν­νη­σε τὸν Ἰ­α­κώβ, κι ὁ Ἰ­α­κὼβ γέν­νη­σε τὸν Ἰ­ω­σὴφ τὸν ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κὸ τῆς Μα­ρί­ας. Ἀλλά καί ἡ Μα­ρί­α κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὸ ἴ­διο γέ­νος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖ­ο κα­τα­γό­ταν κι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Ἀ­πὸ τὴ Μα­ρί­α αὐ­τή, ἡ ὁποία ἦ­ταν ἀ­πό­γο­νος τοῦ Δα­βὶδ καὶ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γεν­νή­θη­κε ὁ Ἰησοῦς πού ἐ­πο­νο­μά­ζε­ται Χρι­στός. Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ τὸν πα­ρα­πά­νω κα­τά­λο­γο ὅ­λες οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ μέ­χρι τὸν Δα­βίδ, ὅ­πως ἀ­ριθ­μοῦν­ται ἀ­πό τους συν­τά­κτες τοῦ κα­τα­λό­γου, εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς ἀ­πὸ τὸν Δα­βὶδ μέ­χρι τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἰ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν ὡς αἰχ­μά­λω­τοι στὴ Βα­βυ­λώ­να εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις· καί οἱ γε­νι­ὲς πού ἔ­ζη­σαν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ πού οἱ Ἰ­ου­δαῖ­οι με­τα­φέρ­θη­καν στὴ Βα­βυ­λώ­να μέ­χρι τὰ χρό­νια τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι γε­νι­ὲς δε­κα­τέσ­σε­ρις.
Ἡ γέν­νη­ση τοῦ Ίησοῦ Χριστοῦ ἔ­γι­νε μὲ τὸν ἑξῆς  ὑ­περ­φυ­σι­κὸ καὶ πρω­το­φα­νῆ τρό­πο: Ὅ­ταν δη­λα­δὴ ἡ μη­τέ­ρα του Μα­ρί­α ἀρ­ρα­βω­νι­ά­σθη­κε μὲ τὸν Ἰ­ω­σήφ, προ­τοῦ συγ­κα­τοι­κή­σουν ὡς σύ­ζυ­γοι, βρέ­θη­κε ἡ Μα­ρί­α ἔγ­κυ­ος μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀρ­ρα­βω­νι­α­στι­κός της, ὅ­ταν ἀν­τι­λή­φθη­κε τὴν ἐγ­κυ­μο­σύ­νη, ἐ­πει­δὴ ἦ­ταν ἐ­νά­ρε­τος καὶ ἀ­γα­θὸς καὶ δὲν ἤ­θε­λε νὰ τὴ δι­α­πομ­πεύ­σει γιὰ δη­μό­σιο πα­ρα­δειγ­μα­τι­σμό, σκέ­φθη­κε νὰ τῆς δώ­σει μυ­στι­κὰ δι­α­ζύ­γιο. Ἐ­νῶ ὅ­μως σκε­πτό­ταν αὐ­τά, ἰ­δού, ἕ­νας ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου φά­νη­κε στὸ ὄ­νει­ρό του καὶ τοῦ εἶ­πε: Ἰ­ω­σήφ, ἀ­πό­γο­νε τοῦ Δα­βίδ, μὴ δι­στά­σεις καὶ μὴ φο­βη­θεῖς νὰ πα­ρα­λά­βεις στὸ σπί­τι σου τὴ Μα­ρί­α τὴ μνη­στή σου. Δι­ό­τι τὸ παι­δὶ πού συ­νέ­λα­βε μέ­σα της προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Θά γεν­νή­σει γιό, καὶ σὺ πού ἀ­πὸ τὸ νό­μο τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης ἀ­να­γνω­ρί­ζε­σαι ὡς προ­στά­της καὶ πα­τέ­ρας του, θὰ τοῦ δώ­σεις τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς», τὸ ὁποῖο ση­μαί­νει «σω­τή­ρας». Καὶ θὰ τοῦ δώ­σεις αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι αὐ­τὸς θὰ σώ­σει ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες του τὸν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν πι­στέ­ψει ὡς σω­τή­ρα καὶ θὰ γί­νει μὲ τὴν πί­στη αὐ­τὴ ὁ πραγ­μα­τι­κὸς λα­ός του. Μὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ θα­ῦμα τῆς ὑ­περ­φυ­σι­κῆς συλ­λή­ψε­ως τῆς Παρ­θέ­νου, πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε πλή­ρως καὶ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἐ­κεῖ­νο πού εἶπε ὁ Κύ­ριος μέ­σῳ τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α, ὁ ὁποῖος πρὶν ἀ­πὸ πολ­λοὺς αἰ­ῶ­νες εἶ­πε: Νά, ἡ παρ­θέ­νος, πού δὲν γνώ­ρι­σε ἄν­δρα, θὰ συλ­λά­βει καὶ θὰ γεν­νή­σει υἱ­ό, καὶ ὅ­σοι θὰ πι­στεύ­ουν σ' αὐ­τὸν θὰ τὸν ὀ­νο­μά­σουν Ἐμ­μα­νου­ήλ, ὄ­νο­μα ἑ­βρα­ϊ­κὸ πού ση­μαί­νει «ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι μα­ζί μας». Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰ­ω­σὴφ ση­κώ­θη­κε ἀπ’ τόν ὑπνο, ἔ­κα­νε ὅ­πως τὸν δι­έ­τα­ξε ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Κυ­ρί­ου. Καὶ πα­ρέ­λα­βε τὴ μνη­στή του στὸ σπί­τι του καὶ δὲν ἦλ­θε σὲ σχέ­ση συ­ζυ­γι­κὴ μα­ζί της πο­τέ, ἄ­ρα καὶ ἕ­ως ὅ­του γέν­νη­σε τὸν πρῶ­το καὶ μο­νά­κρι­βο υἱ­ό της. Καὶ τό­τε ὁ Ἰ­ω­σὴφ τοῦ ἔ­δω­σε τὸ ὄ­νο­μα «Ἰ­η­σοῦς».


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου