Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Γ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(31 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019)
(ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ)


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, ἔ­χον­τες ἀρ­χι­ε­ρέ­α μέ­γαν δι­ε­λη­λυ­θό­τα τος οὐ­ρα­νο­ύς, Ἰ­η­σοῦν τν υἱ­ὸν το Θε­οῦ, κρα­τῶ­μεν τς ὁ­μο­λο­γί­ας. ο γρ ἔ­χο­μεν ἀρ­χι­ε­ρέ­α μ δυ­νά­με­νον συμ­πα­θῆ­σαι τας ἀ­σθε­νε­ί­αις ἡ­μῶν, πε­πει­ρα­σμέ­νον δ κα­τὰ πάν­τα κα­θ' ὁ­μοι­ό­τη­τα χω­ρὶς ἁ­μαρ­τί­ας. προ­σερ­χώ­με­θα ον με­τὰ παρ­ρη­σί­ας τ θρό­νῳ τς χά­ρι­τος, ἵ­να λά­βω­μεν ἔ­λε­ον κα χά­ριν εὕ­ρω­μεν ες εὔ­και­ρον βο­ή­θειαν.  Πς γρ ἀρ­χι­ε­ρεὺς ἐξ ἀν­θρώ­πων λαμ­βα­νό­με­νος ὑ­πὲρ ἀν­θρώ­πων κα­θί­στα­ται τ πρς τν Θε­όν, ἵ­να προ­σφέ­ρῃ δῶ­ρά τε κα θυ­σί­ας ὑ­πὲρ ἁ­μαρ­τι­ῶν, με­τρι­ο­πα­θεῖν δυ­νά­με­νος τος ἀ­γνο­οῦ­σι κα πλα­νω­μέ­νοις, ἐ­πεὶ κα αὐ­τὸς πε­ρί­κει­ται ἀ­σθέ­νειαν· κα δι τα­ύ­την ὀ­φε­ί­λει, κα­θὼς πε­ρὶ το λα­οῦ, οὕ­τω κα πε­ρὶ ἑ­αυ­τοῦ προ­σφέ­ρειν ὑ­πὲρ ἁ­μαρ­τι­ῶν. κα οχ ἑ­αυ­τῷ τις λαμ­βά­νει τν τι­μήν, ἀλ­λὰ κα­λού­με­νος ὑ­πὸ το Θε­οῦ, κα­θά­περ κα Ἀ­α­ρών. οὕ­τω κα Χρι­στὸς οχ ἑ­αυ­τὸν ἐ­δό­ξα­σε γε­νη­θῆ­ναι ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ἀλ­λ' ὁ λα­λή­σας πρς αὐ­τόν· υἱ­ός μου ε σ, ἐ­γὼ σή­με­ρον γε­γέν­νη­κά σε· κα­θὼς κα ν ἑ­τέ­ρῳ λέ­γει· σ ἱ­ε­ρεὺς ες τν αἰ­ῶ­να κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δέκ.
                                           (Ἑβρ. δ΄[4] 14 – ε΄[5] 6)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀφοῦ λοι­πόν, σύμ­φω­να καὶ μὲ ὅ­σα εἴ­πα­με, ἔ­χου­με με­γά­λο ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ὁ ὁποῖος ἔ­χει πλέ­ον δι­α­σχί­σει τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ μπῆ­κε στὸν τό­πο τῆς αἰ­ώ­νιας ἀ­να­παύ­σε­ως, στὴν οὐ­ρά­νια βα­σι­λεί­α του, ὅ­που μᾶς πε­ρι­μέ­νει, τὸν Ἰ­η­σοῦ δη­λα­δή, ὁ ὁ­ποῖος δὲν εἶ­ναι ἕ­νας ἁ­πλὸς ἄν­θρω­πος ἀλλά καί ὁ Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ, ἂς κρα­τοῦ­με κα­λὰ τὴν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ώς μας πρὸς αὐ­τόν. Καὶ μὴν πε­ρά­σει πο­τὲ ἀ­πὸ τὸ νοῦ μας ὅ­τι, ἀφοῦ αὐ­τὸς εἶ­ναι τώ­ρα στοὺς οὐ­ρα­νούς, δὲν θὰ δεί­ξει ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά μᾶς. Δι­ό­τι δὲν ἔ­χου­με ἀρ­χι­ε­ρέ­α πού νὰ μὴν μπο­ρεῖ νὰ μᾶς συμ­πα­θή­σει στὶς ἠ­θι­κὲς καὶ φυ­σι­κὲς ἀ­δυ­να­μί­ες μας, ἐ­πει­δὴ τά­χα δὲν γνω­ρί­ζει τὰ ὅσα μᾶς συμ­βαί­νουν ἢ ἐ­πει­δὴ ὑ­ψώ­θη­κε τό­σο πο­λύ· ἀλλά ἔ­χου­με ἀρ­χι­ε­ρέ­α ὁ ὁποῖος ἔ­χει ἀν­τι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμοὺς μ' ὅ­λους τούς τρό­πους πού μπο­ρεῖ νὰ δο­κι­μα­σθεῖ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση. Ἔ­χει ἀν­τι­με­τω­πί­σει πει­ρα­σμοὺς ἐ­ξο­λο­κλή­ρου ὅ­μοι­α μ' ἐ­μᾶς, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ ὑ­πο­πέ­σει σὲ κα­μί­α ἁ­μαρ­τί­α. Ἀ­φοῦ λοι­πὸν τέ­τοι­ος εἶ­ναι ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας μας, ἂς πλη­σι­ά­ζου­με μὲ θάρ­ρος καὶ ἄ­φο­βη ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸ βα­σι­λι­κό του θρό­νο, ἀ­πὸ τὸν ὁποῖο πη­γά­ζει ἡ χά­ρις. Ἂς πλη­σι­ά­ζου­με σ' αὐ­τὸν γιὰ νὰ λά­βου­με συγ­χώ­ρη­ση γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ γιὰ νὰ βροῦ­με εὔ­νοι­α καὶ δω­ρε­ὲς πού θὰ μᾶς δώ­σουν ἄ­με­ση βο­ή­θεια σὲ κά­θε κρί­σι­μη ὥ­ρα πει­ρα­σμοῦ. Θὰ βροῦ­με ἔ­λε­ος, χά­ρη καὶ βο­ή­θεια ἀ­πὸ τὸν με­γά­λο καὶ εὔσπλαχνο ἀρ­χι­ε­ρέ­α μας. Δι­ό­τι κά­θε ἀρ­χι­ε­ρέ­ας στὴ λευ­ϊ­τι­κὴ ἱερωσύνη τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ξεχωρίζεται ἀ­πό τους ἀν­θρώ­πους καὶ ἐγ­κα­θί­στα­ται ἀρχιερέας στὰ ἔρ­γα τῆς λα­τρεί­ας τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴν ὠ­φέ­λεια τῶν ἀν­θρώ­πων, γιὰ νὰ προ­σφέ­ρει καὶ δῶ­ρα καὶ θυ­σί­ες γιά τή συγχώρηση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν τοῦ λα­οῦ. Καὶ μπο­ρεῖ ὁ ἀρ­χι­ε­ρέ­ας τῶν Ἰ­ου­δαί­ων νὰ δεί­χνει συμπάθεια καὶ ἀ­νο­χὴ σ' ὅ­σους ἁ­μαρ­τά­νουν ἀ­πὸ ἄγνοια καὶ πλά­νη, ἐ­πει­δὴ κι αὐ­τὸς ὡς ἄν­θρω­πος ἔ­χει ἐ­πάνω του ἠ­θι­κὴ ἀ­σθέ­νεια καὶ ἀν­θρώ­πι­νες ἀ­δυ­να­μί­ες. Καὶ ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἀ­σθέ­νειας καὶ τῆς ἐνοχῆς του αὐ­τὸς ὀ­φεί­λει σύμ­φω­να μὲ τὶς δι­α­τά­ξεις τοῦ νό­μου, ὅ­πως προ­σφέ­ρει θυ­σί­α γιὰ χά­ρη τοῦ λα­οῦ, ἔ­τσι νὰ προ­σφέ­ρει θυ­σί­α καὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του, γιὰ νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του. Ἐ­πί­σης κα­νεὶς δὲν παίρ­νει ἀ­πὸ μό­νος του τὴν ὑψηλή τιμή τῆς ἀρχιερωσύνης, ἀλλά τὴν δέ­χε­ται ὅ­ταν καλεῖται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ· ὅ­πως κλή­θη­κε στὸ ἀ­ξί­ω­μα αὐ­τὸ ἀ­πὸ τόν Θεό καί ὁ Ἀ­α­ρών. Ἔ­τσι καὶ ὁ Χρι­στὸς δὲν δό­ξα­σε μό­νος του τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ νὰ γί­νει ἀρ­χι­ε­ρέ­ας, ἀλλά τὸν δό­ξα­σε ὁ Θε­ὸς Πα­τήρ, ὁ ὁποῖος τοῦ εἶ­πε: Υἱ­ός μου εἶ­σαι ἐσύ. Ἐγώ σὲ γέν­νη­σα σή­με­ρα, ὅ­ταν σοῦ ἔ­δω­σα τὴν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση καὶ τὴν δό­ξα­σα μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­σή σου καὶ τὴν ἐν­θρό­νι­σή σου στὰ δε­ξιά μου. Ὅ­πως καὶ σ' ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς λέ­ει: Ἐσύ εἶ­σαι ἱ­ε­ρέ­ας αἰ­ώ­νιος σὰν τὸν Μελ­χι­σε­δέκ. Γιὰ τὸ πρό­σω­πο αὐ­τὸ πα­ρα­σι­ω­πᾶ­ται σκό­πι­μα στὴν Ἁ­γί­α Γραφή ἡ γε­νε­α­λο­γί­α καὶ ὁ θά­να­τός του, γιὰ νὰ εἶναι σύμ­βο­λο καὶ προ­τύ­πω­ση τῆς παν­το­τι­νῆς βα­σι­λεί­ας καὶ τῆς ἱερωσύνης σου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅ­στις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἐλθεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τὸν κα ἀ­ρά­τω τν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ, κα ἀ­κο­λου­θε­ί­τω μοι. ς γρ ν θέ­λῃ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ σῶ­σαι, ἀ­πο­λέ­σει αὐ­τήν· ς δ' ν ἀ­πο­λέ­σῃ τν ἑ­αυ­τοῦ ψυ­χὴν ἕ­νε­κεν ἐ­μοῦ κα το εὐ­αγ­γε­λί­ου, οὗ­τος σώ­σει αὐ­τήν. τ γρ ὠ­φε­λή­σει ἄν­θρω­πον ἐ­ὰν κερ­δή­σῃ τν κό­σμον ὅ­λον, κα ζη­μι­ω­θῇ τν ψυ­χὴν αὐ­τοῦ; τ δώ­σει ἄν­θρω­πος ἀν­τάλ­λαγ­μα τς ψυ­χῆς αὐ­τοῦ; ς γρ ἐ­ὰν ἐ­παι­σχυν­θῇ  με  κα τος  ἐ­μοὺς λό­γους ν τ γε­νε­ᾷ τα­ύ­τῃ τ μοι­χα­λί­δι ­ κα ἁ­μαρ­τω­λῷ, κα υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἐ­παι­σχυν­θή­σε­ται αὐ­τὸν ὅ­ταν ἔλ­θῃ ἐν τ δό­ξῃ το πα­τρὸς αὐ­τοῦ με­τὰ τν ἀγ­γέ­λων τν ἁ­γί­ων. Κα ἔ­λε­γεν αὐ­τοῖς· Ἀ­μὴν λέ­γω ὑ­μῖν ὅ­τι εἰ­σί τι­νες τῶν ὧ­δε ἑ­στη­κό­των, οἵ­τι­νες ο μ γεύσωνται θανάτου ἕ­ως ἂν ἴ­δω­σι τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ ἐ­λη­λυ­θυῖ­αν ἐν δυ­νά­μει.                
      (Μάρκ. η΄[8] 34 - θ΄[9] 1)  

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Ἀ­κρι­βῶς στὸ κέν­τρο, στὴν καρ­διὰ τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α προ­βάλ­λει ἐ­νώ­πιόν μας σή­με­ρα τὸν Τί­μιο Σταυ­ρὸ τοῦ Κυ­ρί­ου. Σή­με­ρα! Κυ­ρια­κή τῆς Σταυ­ρο­προ­σκυ­νή­σε­ως! Γιὰ ποι­ὸ σκο­πὸ ἄ­ρα­γε;
Ὄ­χι ἀ­σφα­λῶς ἁ­πλῶς γιὰ νὰ Τὸν προ­σκυ­νή­σου­με καὶ νὰ πά­ρου­με ἕ­να κλα­δά­κι δεν­δρο­λί­βα­νο γιὰ εὐ­λο­γί­α στὸ σπί­τι μας. Ὄ­χι! Ὁ λό­γος εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος καὶ μυ­στι­κό­τε­ρος. Τὸ κά­νει, λέ­γουν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, γιὰ νὰ ἐ­νι­σχύ­σει καὶ νὰ ἐν­θαρ­ρύ­νει ἐ­μᾶς τὰ παι­διά της στὸν πνευ­μα­τι­κὸ ἀ­γώ­να, ποὺ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­ο­δο εἶ­ναι – πρέ­πει νὰ εἶ­ναι – ἐν­το­νό­τε­ρος, ὅ­πως ἄλ­λω­στε μᾶς τὸ ζη­τά­ει ὁ Κύ­ριος στὸ Εὐ­αγ­γε­λι­κό μας ἀ­νά­γνω­σμα.
1. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Ὅ­ποι­ος θέ­λει, λέ­γει ὁ Κύ­ριος, ἐ­λεύ­θε­ρα καὶ ἀ­βί­α­στα νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ ὡς δι­κός μου, ἂς ἀ­παρ­νη­θεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, τὰ θε­λή­μα­τά του, τὶς ἐ­πι­θυ­μί­ες καὶ τὰ ὄ­νει­ρά του, καὶ ἂς ση­κώ­σει τὸν σταυ­ρό του καὶ ἔ­τσι νὰ μὲ ἀ­κο­λου­θεῖ, ἔ­χον­τας δη­λα­δή, ἀ­πό­φα­ση ἀ­κό­μη καὶ νὰ πε­θά­νει γιὰ χά­ρη μου. Δι­ό­τι, συμ­πλη­ρώ­νει, ὅ­ποι­ος θε­λή­σει νὰ ἀ­πο­φύ­γει τὸν σω­μα­τι­κὸ θά­να­το καὶ νὰ σώ­σει ἔ­τσι προ­σω­ρι­νὰ τὴ ζω­ή του, θὰ χά­σει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ὅ­ποι­ος ὅ­μως χά­σει καὶ θυ­σιά­σει τὴ ζω­ή του γιὰ μέ­να καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιό μου, αὐ­τὸς οὐ­σι­α­στι­κὰ θὰ σώ­σει τὴ ζω­ή του, τὴν ψυ­χή του, ἀ­φοῦ θὰ κερ­δί­σει τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή. Δι­ό­τι, προ­σθέ­τει ὁ Κύ­ριος, τί θὰ ὠ­φε­λή­σει τὸν ἄν­θρω­πο, ἂν κερ­δί­σει τὸν κό­σμο ὅ­λο, χά­σει ὅ­μως τὴν ψυ­χή του; Καὶ τί μπο­ρεῖ σ᾿ αὐ­τὴ τὴν πε­ρί­πτω­ση νὰ δώ­σει σὰν ἀν­τάλ­λαγ­μα, γιὰ νὰ τὴν ξα­να­κερ­δί­σει, νὰ τὴν σώ­σει ἀ­πὸ τὴν αἰ­ώ­νια ἀ­πώ­λεια καὶ κό­λα­ση; Τί­πο­τε ἀ­σφα­λῶς.
ΤΙΠΟΤΕ! Ἑ­πο­μέ­νως εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο πὼς ἄλ­λος δρό­μος, ποὺ νὰ ὁ­δη­γεῖ στὴ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ σταυ­ροῦ, ποὺ ὑ­πο­δει­κνύ­ει ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος, δὲν ὑ­πάρ­χει.
Ποι­ὸς ὅ­μως εἶ­ναι ὁ δρό­μος τοῦ σταυ­ροῦ; Αὐ­τὸ τὸ «ἀ­ρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ», ποὺ εἶ­πε ὁ Κύ­ριος, τί ση­μαί­νει;
Κα­τὰ λέ­ξιν «ἀ­ρά­τω τὸν σταυ­ρὸν αὐ­τοῦ» ση­μαί­νει «νὰ ση­κώ­σει τὸν σταυ­ρό του». Ἡ εἰ­κό­να ὡ­στό­σο εἶ­ναι παρ­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν τρό­πο τῆς θα­να­τι­κῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὁ κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σὲ σταυ­ρι­κὸ θά­να­το ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ κου­βα­λή­σει μέ­χρι τὸν τό­πο τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως τὸν σταυ­ρό, ἐ­πά­νω στὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ τὸν κάρ­φω­ναν.
Ἑ­πο­μέ­νως, νὰ ση­κώ­σει κα­νεὶς τὸν σταυ­ρό του ση­μαί­νει, εἰσ­δύ­ον­τας βα­θύ­τε­ρα στὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου μας, νὰ κα­τα­λά­βει πὼς ἀ­πὸ τὴ στιγ­μή, ποὺ πῆ­ρε τὴν ἀ­πό­φα­ση νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὸν Χρι­στό, εἶ­ναι ἕ­νας μελ­λο­θά­να­τος, ποὺ βα­δί­ζει πρὸς τὸν τό­πο τῆς ἐ­κτε­λέ­σε­ως! Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια πῶς ὅ­λοι μας ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε Χρι­στια­νοί. Ἀλ­λὰ ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ πεῖ ὅ­τι, ὄ­χι μό­νον ὀ­νο­μά­ζε­ται, ἀλ­λὰ καὶ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὸς Χρι­στια­νός; Ὁ πραγ­μα­τι­κὸς Χρι­στια­νὸς πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἕ­νας νε­κρός! Ἕ­νας ἄν­θρω­πος δη­λα­δή, ποὺ ἔ­χει νε­κρώ­σει ἁ­μαρ­τω­λὰ ἐ­πί­γεια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα, δὲν ἐ­πι­θυ­μεῖ τί­πο­τε ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πὸ τὶς ἁ­μαρ­τω­λὲς ἡ­δο­νὲς καὶ τὶς δό­ξες τῆς γῆς! Ποι­ὸς λοι­πὸν μπο­ρεῖ νὰ πεῖ ὅ­τι τὸ ἔ­χει αὐ­τὸ ἐ­πι­τύ­χει;
Καὶ ὅ­μως αὐ­τὴν τὴν τε­λει­ό­τη­τα ζη­τά­ει ἀ­πό τους πι­στοὺς ἀ­κο­λού­θους Του ὁ Κύ­ριος. Πρῶ­τα δη­λα­δὴ ζη­τά­ει νὰ ἀ­πο­φα­σί­σου­με οἱ πι­στοὶ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας τὸν θά­να­το κ α ὶ ἔ­πει­τα νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σου­με. Ὁ­πό­τε τί γί­νε­ται; Ἀ­πο­φα­σί­ζον­τας τὸν θά­να­το ὁ πι­στὸς ὁ­πλί­ζε­ται μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ δύ­να­μη. Καμ­μιὰ θλί­ψη, κα­νέ­νας πει­ρα­σμός, καμ­μιὰ δο­κι­μα­σί­α δὲν μπο­ρεῖ πλέ­ον νὰ τὸν κλο­νί­σει, ἀ­φοῦ κά­θε πει­ρα­σμὸς καὶ δο­κι­μα­σί­α εἶ­ναι κά­τι λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ τὸν θά­να­το. Αὐ­τὸς ὅ­μως, ἔ­χον­τας ἤ­δη ἀ­πο­φα­σί­σει τὸν θά­να­το, κα­τὰ τὴν δι­ά­θε­σή του ἔ­χει κι­ό­λας πε­θά­νει, ὁ­πό­τε δὲν ζεῖ πλέ­ον ὁ ἴ­διος, ἀλ­λὰ ζεῖ μέ­σα του ὁ Χρι­στὸς καὶ ἄ­ρα εἶ­ναι ἀ­νί­κη­τος, δι­ό­τι ποι­ὸς θὰ μπο­ροῦ­σε πο­τὲ νὰ νι­κή­σει τὸν Χρι­στό;
2. ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΕΝΟΙ;
Ἀ­ναμ­φι­βό­λως ὁ Κύ­ριος δὲν ζή­τη­σε ἀ­πό τοὺς πι­στούς Του νὰ Τὸν ἀ­κο­λου­θή­σουν μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ θα­νά­του γιὰ κά­ποι­α δι­κή Του ὠ­φέ­λεια. Ὄ­χι! Τὸ ζή­τη­σε ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ τοὺς προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ ἕ­να σο­βα­ρό­τα­το κίν­δυ­νο. Ποι­ὸν κίν­δυ­νο; Τὸν κίν­δυ­νο νὰ ἀρ­νη­θοῦν τὴν πί­στη τους σ᾿ Αὐ­τόν, κα­θὼς θὰ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νὰ ζοῦν σ᾿ ἕ­να δι­ε­φθαρ­μέ­νο κό­σμο.
Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ προ­ει­δο­ποι­εῖ ὁ Κύ­ριος καὶ λέ­γει: τὸν Χρι­στια­νὸ ἐ­κεῖ­νον, ὁ ὁ­ποῖ­ος θὰ ντρα­πεῖ νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει τὴν πί­στη του σ᾿ Ἐ­μέ­να καὶ τὰ λό­για Μου, ἐ­πη­ρε­α­ζό­με­νος ἀ­πὸ τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες τῶν ἀν­θρώ­πων  τῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς αὐ­τῆς γε­νε­ᾶς, ποὺ σὰν μοι­χα­λί­δα ἔ­χει ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τὸν Θε­ό, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­νή­κει, αὐ­τόν, τὸν κατ᾿ ὄ­νο­μα μό­νο Χρι­στια­νό, θὰ ντρα­πῶ καὶ Ἐ­γώ, ποὺ ἔ­γι­να πραγ­μα­τι­κὸς ἄν­θρω­πος, νὰ ὁ­μο­λο­γή­σω ὅ­τι εἶ­ναι ἰ­δι­κός Μου, ὅ­ταν ἔλ­θω κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Μου Πα­ρου­σί­α μέ­σα στὴ θε­ϊ­κὴ δό­ξα τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τρός Μου, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πό τους ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους. Ναί! Θὰ τὸν ἀ­πο­κη­ρύ­ξω τὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τό, δὲν θὰ τὸν ἀ­να­γνω­ρί­σω σὰν δι­κό Μου. Ἀλ­λά, γιὰ νὰ μὴν ἀ­πο­θαρ­ρυν­θεῖ­τε, σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω, κα­τα­λή­γει ὁ Κύ­ριος, πῶς ἀ­πὸ ἐ­σᾶς, ποὺ εἶ­σθε ἐ­δῶ τώ­ρα, εἶ­ναι με­ρι­κοί, οἱ ὁ­ποῖ­οι δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­θά­νουν, πρὶν δοῦν τὴν ἐ­πὶ γῆς βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δὴ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α, νὰ ἔρ­χε­ται μὲ δύ­να­μη με­γά­λη καὶ νὰ κυ­ρια­ρχεῖ, καθ᾿ ὅν χρό­νο μὲ τὴν κα­τα­στρο­φὴ τῆς Ἱ­ε­ρου­σα­λὴμ καὶ τοῦ Να­οῦ της καὶ μὲ τὸν δι­α­σκορ­πι­σμὸ τῶν Ἑ­βραί­ων θὰ ἀ­να­τρέ­πε­ται ἡ Πα­λαι­ὰ τά­ξη καὶ δι­α­θή­κη.
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ἡ προ­ει­δο­ποί­η­ση τοῦ Κυ­ρί­ου, θὰ ντρα­πεῖ, λέ­γει, καὶ θὰ ἀ­πο­κη­ρύ­ξει κα­τὰ τὴ Δευ­τέ­ρα Του Πα­ρου­σί­α ὡς μὴ δι­κό Του κα­θέ­ναν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ντρά­πη­κε στὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ ἐ­πο­χή του νὰ ὁ­μο­λο­γή­σει ὅ­τι εἶ­ναι πι­στὸς Χρι­στια­νὸς καὶ ὅ­τι ἀ­κο­λου­θεῖ καὶ ἐ­φαρ­μό­ζει στὴ ζω­ὴ του τὴ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.
Πε­ρὶ τῶν συμ­βι­βα­σμέ­νων Χρι­στια­νῶν ὁ­μι­λεῖ ἐ­δῶ ὁ Κύ­ριος. Πε­ρὶ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐ­κεί­νων, ποὺ λέ­νε ὅ­τι πι­στεύ­ουν καὶ πη­γαί­νουν ἴ­σως στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι ὅ­μως ντρέ­πον­ται νὰ τὸ φα­νε­ρώ­σουν αὐ­τὸ στὸ πε­ρι­βάλ­λον τους· στὴν ἐρ­γα­σί­α τους δη­λα­δὴ ἢ στὸ σχο­λεῖ­ο ἢ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο ἢ ἄλ­λοι ἐ­κεῖ ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦν τὴ στρα­τι­ω­τι­κή τους θη­τεί­α. Ντρέ­πον­ται. Φο­βοῦν­ται. Τί φο­βοῦν­ται; Φο­βοῦν­ται τὶς εἰ­ρω­νεῖ­ες καὶ τὰ πει­ράγ­μα­τα τῶν ἀ­πί­στων ἀν­θρώ­πων. Οὐ­σι­α­στι­κὰ δη­λα­δὴ ἀρ­νοῦν­ται τὸν Κύ­ριο.
Δὲν κα­τα­λα­βαί­νουν – δὲν τὸ κα­τα­λα­βαί­νου­με, κα­λύ­τε­ρα – ὅ­τι αὐ­τὲς οἱ εἰ­ρω­νεῖ­ες καὶ τὸ πε­ρι­γέ­λιο τῶν ἀν­θρώ­πων εἶ­ναι με­γά­λη τι­μὴ νὰ τὰ δε­χθεῖ ὁ πι­στὸς Χρι­στια­νός. Εἶ­ναι τι­μὴ καὶ ὕ­ψι­στο προ­νό­μιο νὰ ἀ­ξι­ω­θοῦ­με νὰ δε­χθοῦ­με χά­ριν τοῦ Χρι­στοῦ τοὺς χλευα­σμοὺς τοῦ ἁ­μαρ­τω­λοῦ καὶ ἀ­πο­στα­τη­μέ­νου κό­σμου. Καὶ θὰ ἔλ­θει κά­ποι­α μέ­ρα, ποὺ αὐ­τοὶ οἱ χλευα­σμοὶ θὰ γί­νουν ἡ δό­ξα καὶ τὸ καύ­χη­μά μας στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα.
Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ἀ­δελ­φοί, πὼς ἡ γε­νε­ά μας – ἡ ἐ­πο­χή μας ὁ­λό­κλη­ρη – εἶ­ναι κατ᾿ ἐ­ξο­χὴ μοι­χα­λί­δα καὶ ἁ­μαρ­τω­λή, καὶ ἡ πί­ε­ση, ποὺ ἀ­σκεῖ μὲ τὴν εἰ­ρω­νεί­α καὶ τὸν χλευα­σμὸ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἐ­πὶ τῶν νέ­ων, εἶ­ναι κατ᾿ ἐ­ξο­χὴ πι­ε­στι­κή. Ὅ­μως ἐ­δῶ εἶ­ναι καὶ ὁ ἀ­γώ­νας μας, τῶν πι­στῶν! Ἐ­δῶ πρέ­πει νὰ κά­νου­με τὴν ὁ­μο­λο­γί­α μας. Ἁ­πλᾶ, τα­πει­νά, ἀλ­λὰ καὶ στα­θε­ρὰ καὶ θαρ­ρα­λέ­α. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ σταυ­ρός, τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­λού­με­θα νὰ ση­κώ­σου­με.
Ἄλ­λω­στε – μὴ τὸ ξε­χνᾶ­με – δὲν εἴ­μα­στε μό­νοι. Μᾶς τὸ ὑ­πεν­θυ­μί­ζει τό­σο δυ­να­τὰ ἡ ση­με­ρι­νὴ ἑ­ορ­τή. Μπρο­στά μας προ­πο­ρεύ­ε­ται ὁ πρῶ­τος σταυ­ρο­φό­ρος, ὁ Κύ­ριος, αἴ­ρον­τας τὸν πιὸ βα­ρὺ Σταυ­ρὸ – ἀ­σή­κω­το! Καὶ τὸ πα­ρά­δο­ξο· ὄ­χι μό­νον προ­πο­ρεύ­ε­ται, ἀλ­λὰ καὶ μὲ ἕ­να μυ­στι­κὸ τρό­πο εἶ­ναι καὶ δί­πλα στὸν κα­θέ­να μας καὶ μᾶς βο­η­θεῖ καὶ μᾶς ἐ­νι­σχύ­ει.
Γιὰ νὰ ση­κώ­σου­με τὸν σταυ­ρό μας. Μὲ τὴν ἀ­πό­φα­ση τοῦ θα­νά­του. Καὶ νὰ φθά­σου­με στὴν Ἀ­νά­στα­ση! Εἴ­θε ὅ­λοι μας!  
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ


 ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ ΜΕ ΚΗΡΥΓΜΑ
AΠO THN EPXOMENH  KYPIAKH (31/3) KAI ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ
(7 ΚΑΙ 14)
ΟΙ KATANYKTIKOΙ EΣΠEPINOΙ ME  KHPYΓMA.
ΘΑ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΣΤΙΣ 6.00 M.M.



Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019)
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐκλεί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.
                                           (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
   Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑ­δραί­ω­σες μέ­σα στὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, καὶ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου εἶ­ναι οἱ οὐ­ρα­νοί. Αὐ­τοὶ θὰ χά­σουν τὸ ση­με­ρι­νό τους σχῆ­μα καὶ θὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθοῦν. Ἐ­σὺ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις ἀ­ναλ­λοί­ω­τος καὶ ἀ­με­τά­βλη­τος. Κι ὅ­λος ὁ κό­σμος θὰ πα­λι­ώ­σει σὰν ἕ­να ἔν­δυ­μα, κι ἐ­σύ θὰ τὸν πε­ρι­στρέ­ψεις καὶ θὰ τὸν πε­ρι­τυ­λί­ξεις σὰν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ροῦ­χο πού φο­ροῦν οἱ ἄν­θρω­ποι· θὰ ἀλ­λά­ξει λοι­πὸν καὶ θὰ γί­νει και­νούρ­γιος. Ἐ­σύ ὅ­μως εἶ­σαι πάν­το­τε ὁ ἴ­διος, καὶ τὰ ἔ­τη σου θὰ εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τα. Σὲ ποι­ὸν ἄλ­λω­στε ἀ­πό τους ἀγ­γέ­λους ἔ­χει πεῖ πο­τὲ ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας· κά­θι­σε τώ­ρα με­τά τὴν Ἀ­νά­λη­ψή σου στὰ δε­ξιά μου, ὡ­σό­του ὑ­πο­τά­ξω τους ἐ­χθρούς σου βά­ζον­τάς τους κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια σου ὡς ὑ­πο­πό­διο πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πα­τᾶς, γιὰ νὰ ἔ­χεις αἰ­ω­νί­ως ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­τη τὴν ἐ­ξου­σί­α; Σὲ κα­νέ­ναν. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι ὑ­πη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, πού ἐ­νερ­γοῦν ὄ­χι ἀ­πὸ δι­κή τους πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λά ἀ­πο­στέλ­λον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν ἐ­κεί­νους πού πρό­κει­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ὁ Υἱ­ός λοι­πὸν εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τοὺς ἀγ­γέ­λους. Γι' αὐ­τὸ κι ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο σ' ἐ­κεῖ­να πού ἀ­κού­σα­με μέ τὸ κή­ρυγ­μα, δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι λό­γοι τοῦ Υἱ­οῦ καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων του. Εἶ­ναι ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ προ­σέ­χου­με, μή­πως ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α μᾶς συμ­βεῖ νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με καὶ πέ­σου­με ἔ­ξω. Κι ἀ­λί­μο­νό μας ἂν πέ­σου­με ἔ­ξω. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ὁ νό­μος πού ἀ­νήγ­γει­λε ὁ Θε­ὸς στὸ Μω­υ­σῆ δι­α­μέ­σου ἀγ­γέ­λων ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἔγ­κυ­ρος καὶ ἰ­σχυ­ρός, καὶ κά­θε πα­ρά­βα­σή του καί πα­ρα­κο­ή τι­μω­ρή­θη­κε δί­και­α μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θὰ ξε­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­ὰν ἀ­με­λή­σου­με μιὰ τό­σο με­γά­λη καὶ σπου­δαί­α σω­τη­ρί­α; Τὴ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ δὲν μᾶς τὴν γνω­στο­ποί­η­σαν κά­ποι­οι ἄγ­γε­λοι, ὅ­πως ἔ­γι­νε στὸ νό­μο, ἀλ­λά ἀ­φοῦ ἄρ­χι­σε νὰ τὴν κη­ρύτ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, μᾶς τὴν πα­ρέ­δω­σαν ὡς ἀ­λη­θι­νή καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι πού τὴν ἄ­κου­σαν κα­τευ­θεί­αν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν. 
                                             (Μάρκ. β΄[2] 1 - 12)

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
1. ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ
Συ­ναρ­πα­στι­κὸ τὸ θέ­α­μα. Ἕ­νας πα­ρά­λυ­τος ἄν­δρας πά­νω σ᾿ ἕ­να κρεβ­βά­τι δε­μέ­νο μὲ σχοι­νιὰ κα­τε­βαί­νει σὰν ἀ­λε­ξι­πτω­τι­στὴς ἀ­πὸ τὴν στέ­γη στὸ δά­πε­δο τοῦ σπι­τιοῦ, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Κύ­ριος δί­δα­σκε τὰ συγ­κεν­τρω­μέ­να πλή­θη. Ὁ χῶ­ρος ἦ­ταν ἀ­σφυ­κτι­κὰ γε­μά­τος καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι, ποὺ τὸν με­τέ­φε­ραν, δὲν δί­στα­σαν νὰ ἀ­ναρ­ρι­χη­θοῦν στὴν σκε­πὴ τοῦ σπι­τιοῦ, νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν ἕ­να τμῆ­μα της καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ νὰ κα­τε­βά­σουν τὸν ἀ­νήμ­πο­ρο ἄν­θρω­πο ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ἦ­ταν ἄ­θλος πί­στε­ως αὐ­τὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο γε­γο­νός. Πί­στε­ως καὶ τοῦ πα­ρα­λύ­του, ποὺ δέ­χθη­κε μιὰ τέ­τοι­α – ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­σφα­λῶς – λύ­ση, καὶ τῶν φί­λων του, ποὺ κι­νή­θη­καν μὲ τό­ση δύ­να­μη καὶ τόλ­μη. Ἡ πί­στη λοι­πὸν αὐ­τὴ πρό­κει­ται τώ­ρα νὰ ἀ­μει­φθεῖ. Ὁ Κύ­ριος στρέ­φε­ται πρὸς τὸν πα­ρα­λυ­τι­κό... τὰ πλή­θη κρα­τοῦν τὴν ἀ­να­πνο­ή τους... πε­ρι­μέ­νουν νὰ ἀ­κού­σουν τὸ παν­το­δύ­να­μο πρό­σταγ­μα καὶ νὰ δοῦν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ πε­τά­γε­ται ἐ­πά­νω ὑ­γι­ής.
Ὅ­μως... αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν ἀ­κού­γε­ται ἡ λέ­ξη «ἔ­γει­ρε» (σή­κω ἐ­πά­νω), ποὺ μὲ τό­ση ἀ­γω­νί­α τὰ πλή­θη πε­ρι­μέ­νουν. Τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου ξαφ­νιά­ζουν ὅ­λους: «τέ­κνον, ἀ­φε­ών­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου», λέ­γει τὸ γλυ­κύ­τα­το στό­μα Του. Παι­δί μου, σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου. Μιὰ πα­ρά­ξε­νη σι­ω­πὴ δι­α­δέ­χε­ται τὰ λό­για Του. Ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἴ­σως; Σὲ με­ρι­κοὺς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­κό­μη καὶ ἀν­τί­δρα­ση. Τί λοι­πὸν σή­μαι­νε αὐ­τὴ ἡ ἐ­νέρ­γεια τοῦ Κυ­ρί­ου;
ΘΑΥΜΑΣΤΟ μυ­στή­ριο κρύ­βε­ται πράγ­μα­τι ἐ­δῶ. Ὁ Κύ­ριος βλέ­πει πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ τὰ πράγ­μα­τα ἀπ᾿ ὅ,τι συ­νή­θως τὰ βλέ­που­με ἐ­μεῖς. Ἔ­χει ἄλ­λα κρι­τή­ρια. Καὶ σ᾿ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν πε­ρί­πτω­ση γνω­ρί­ζει πὼς αἰ­τί­α τῆς ἀ­σθε­νεί­ας τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ δὲν ἦ­ταν κά­ποι­ο μι­κρό­βιο ἢ κά­τι πα­ρό­μοι­ο, ἀλ­λὰ ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Ἡ ἄ­σω­τη καὶ ἔ­κλυ­τη ζω­ή του εἶ­χε σὰν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν πα­ρά­λυ­ση τοῦ σώ­μα­τός του. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος, βλέ­πον­τας τὴν τω­ρι­νὴ κα­λή του δι­ά­θε­ση, τὴν πί­στη καὶ τὴν με­τά­νοι­ά του, τοῦ χα­ρί­ζει πρῶ­τα αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς, ποὺ κυ­ρί­ως ἔ­χει ἀ­νάγ­κη: τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς, τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, ποὺ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι τὸ ὕ­ψι­στο ἀ­γα­θό.
Δι­α­πι­στώ­νου­με τώ­ρα πό­σο δι­α­φέ­ρουν καὶ τὰ δι­κά μας κρι­τή­ρια ἀ­πὸ τὰ κρι­τή­ρια τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­μεῖς λέ­με συ­νή­θως: «ὑ­γεί­α πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα· αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­νώ­τε­ρο». Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως λέ­γει: «Ὄ­χι! Τὸ ἀ­νώ­τε­ρο εἶ­ναι ἡ ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το· ὅ­λα τὰ ἄλ­λα ἔρ­χον­ται δεύ­τε­ρα».
Καὶ φυ­σι­κὰ ἡ δι­α­φο­ρὰ τῶν κρι­τη­ρί­ων δὲν ἐν­το­πί­ζε­ται μό­νο στὸ θέ­μα τῆς ὑ­γεί­ας, ἀλ­λὰ σὲ πά­ρα πολ­λά. Ἐ­μεῖς συ­νή­θως θε­ω­ροῦ­με σπου­δαῖ­ο τὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνος, μορ­φω­μέ­νος, ἱ­κα­νὸς καὶ κά­το­χος πτυ­χί­ων καὶ ἄλ­λων δι­α­κρί­σε­ων. Ὁ Κύ­ριος ὄ­χι! Ὁ Κύ­ριος σπου­δαῖ­ο θε­ω­ρεῖ τὸν τα­πει­νό, τὸν ἁ­πλό, τὸν ἁ­γι­α­σμέ­νο, τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἔ­χει καρ­διὰ κα­θα­ρή, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι φτω­χὸς ἢ πλού­σιος, μορ­φω­μέ­νος ἢ ἀ­γράμ­μα­τος, ἔ­ξυ­πνος ἢ ἀρ­γό­στρο­φος, ὁ­δο­κα­θα­ρι­στὴς ἢ ὑ­πουρ­γός.
Μή­πως ἢ Πα­να­γί­α μας εἶ­χε πτυ­χί­α; Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δὲν ἦ­σαν ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀ­γράμ­μα­τοι ψα­ρά­δες; Λοι­πόν;
Λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, αὐ­τὰ ποὺ ἐ­μεῖς συ­χνὰ θε­ω­ροῦ­με με­γά­λα καὶ ση­μαν­τι­κά, γιὰ τὸν Θε­ὸ δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ πε­λώ­ρια μη­δε­νι­κά. Καὶ αὐ­τὰ ποὺ συ­χνὰ ὑ­πο­τι­μοῦ­με, ἐ­νώ­πιόν Του ἔ­χουν ἀ­ξί­α ἄ­πει­ρη.
Ἂς προ­σέ­ξου­με συ­νε­πῶς τὰ κρι­τή­ριά μας. Μά­λι­στα, ὅ­σοι ἔ­χουν καὶ κά­πως πιὸ ὑ­πεύ­θυ­νες θέ­σεις, νὰ προ­σέ­ξουν, ὥ­στε τέ­τοι­ο πνεῦ­μα νὰ καλ­λι­ερ­γοῦν καὶ νὰ ἐμ­πνέ­ουν γύ­ρω τους. Νὰ μὴ δεί­χνουν ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ προ­τί­μη­ση σὲ ὅ­σους ἔ­χουν κά­ποι­α ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ προ­σόν­τα, δι­ό­τι καὶ αὐ­τοὺς θὰ τοὺς βλά­ψουν καὶ ἄλ­λους μπο­ρεῖ νὰ πλη­γώ­σουν καὶ πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τε­λι­κὰ νὰ κα­ταν­τή­σουν.
Καὶ ὅ­λοι μας βε­βαί­ως αὐ­τὸ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με. Νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με τὰ κρι­τή­ρια τοῦ Χρι­στοῦ μας. Μὴ βρε­θοῦ­με τυ­χὸν σὲ ἀ­νά­λο­γο μῆ­κος κύ­μα­τος μὲ τοὺς πο­νη­ροὺς γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ἐ­πέ­κρι­ναν τό­τε τὸν Κύ­ριο, θε­ω­ρών­τας τον ἀ­κό­μη καὶ βλά­σφη­μο!
2. «Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΝΟΟΣ»
Πράγ­μα­τι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής, οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ δὲν πί­στευ­αν στὴ θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἄρ­χι­σαν νὰ σκέ­φτον­ται μέ­σα τους πὼς ὁ Κύ­ριος συγ­χω­ρών­τας ἁ­μαρ­τί­ες κά­νει κά­τι ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο, κά­τι ποὺ μό­νο ὁ Θε­ὸς δι­και­οῦ­το νὰ χα­ρί­σει. Ἡ σκέ­ψη τους ἦ­ταν ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο σω­στή, ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν στὸ ὀρ­θὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὄν­τως Θε­ός, ἐ­κεῖ­νοι ἄρ­χι­σαν νὰ Τὸν ἐ­πι­κρί­νουν σὰν βλά­σφη­μο.
Οἱ σκέ­ψεις τους αὐ­τές, ποὺ δὲν τὶς ἀ­να­κοί­νω­σαν σὲ κα­νέ­να, δὲν ξέ­φυ­γαν βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὸ θε­ϊ­κὸ βλέμ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τοὺς ἐ­λέγ­χει δη­μο­σί­ως: «τὶ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν;», τοὺς λέ­γει· για­τί καλ­λι­ερ­γεῖ­τε τέ­τοι­ες σκέ­ψεις μέ­σα σας; Τί νο­μί­ζε­τε πὼς εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο; Νὰ πῶ στὸν ἄν­θρω­πο: «σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες» ἢ νὰ τοῦ πῶ: «σή­κω καὶ πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ περ­πά­τα»; Ἐ­σεῖς φαί­νε­ται θε­ω­ρεῖ­τε πὼς δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σω καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δῆ­θεν τοῦ εἶ­πα κά­τι ποὺ δὲν γί­νε­ται φα­νε­ρό, ὅ­τι δη­λα­δὴ τοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ μά­λι­στα σκε­φθή­κα­τε πὼς ἔ­τσι βλα­σφή­μη­σα τὸν Θε­ό. Γιὰ νὰ βε­βαι­ω­θεῖ­τε ὅ­μως πὼς ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρῶ ἁ­μαρ­τί­ες, κυτ­τάξ­τε τί θὰ κά­νω. Καὶ στρε­φό­με­νος πρὸς τὸν πα­ρά­λυ­το τοῦ λέ­γει: «Σὲ σέ­να μι­λά­ω· σή­κω καὶ πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου»! Καὶ ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος πε­τά­χθη­κε πά­νω καὶ κρα­τών­τας τὸ κρεβ­βά­τι βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ἐ­νώ­πιον ὅ­λων, ποὺ ἔκ­θαμ­βοι δό­ξα­ζαν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας: τέ­τοι­ο πράγ­μα πο­τὲ δὲν εἶ­δαν τὰ μά­τια μας!
ΘΑΥΜΑΣΤΟ τὸ γε­γο­νός. Ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τοι ὅ­μως οἱ πο­νη­ροὶ γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ὁ νοῦς τους πή­γαι­νε πάν­το­τε στὸ κα­κό. Μή­πως ὅ­μως κά­τι ἀ­νά­λο­γο συμ­βαί­νει ἴ­σως καὶ μὲ πολ­λοὺς ἀ­πὸ ἐ­μᾶς;
Μή­πως δη­λα­δὴ ἀ­φή­νου­με καὶ ἐ­μεῖς νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν στὸν νοῦ μας σκέ­ψεις πο­νη­ρές; Καὶ τί θὰ πεῖ πο­νη­ρές; Τὸ γνω­ρί­ζου­με. Κά­θε τι, ποὺ εἶ­ναι ἀν­τί­θε­το μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, σκέ­ψη πο­νη­ρὴ εἶ­ναι. K­αὶ ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, δη­λα­δή, καὶ ἡ κε­νο­δο­ξί­α καὶ ἡ ζή­λεια καὶ οἱ ἀν­τι­πά­θει­ες καὶ αἰ­σχρό­τη­τες καὶ οἱ κα­τα­κρί­σεις καὶ τό­σο ἄλ­λα πο­νη­ροὶ λο­γι­σμοὶ εἶ­ναι. Ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν μέ­νουν ἀ­πο­λέ­μη­τα καὶ εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται κα­νεὶς ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τους, μο­λύ­νουν τὸν νοῦ καὶ ὁ ἄν­θρω­πος κιν­δυ­νεύ­ει ἔ­τσι νὰ χω­ρι­σθεῖ τε­λεί­ως ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. «Τῷ γὰρ ἐμ­πα­θεῖ νῷ ἑ­νω­θῆ­ναι τὸν Θε­όν, ἀ­δύ­να­τον», γρά­φει ὁ μέ­γας ἀ­γω­νι­στὴς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, τοῦ ὁ­ποί­ου σή­με­ρα τὴ μνή­μη τι­μᾶ ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α. Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ση­μαί­νει ὅ­τι μὲ τὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ ὁ νοῦς του εἶ­ναι κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς ἐμ­πα­θεῖς, τοὺς πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἑ­νω­θεῖ ὁ Θε­ός.
Βε­βαί­ως σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με τὸ ἑ­ξῆς: Δὲν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α οἱ κα­κοὶ λο­γι­σμοί, ποὺ ἁ­πλῶς περ­νᾶ­νε ἀ­πὸ τὸν νοῦ μας. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος σὰν γε­ωρ­γός τῆς ἁ­μαρ­τί­ας συ­νέ­χεια αὐ­τὸ κά­νει: ρί­χνει σπό­ρους πο­νη­ροὺς στὸ χω­ρά­φι μας (τὸν νοῦ) καὶ ὅ,τι πιά­σει.
Πό­τε ἕ­νας τέ­τοι­ος πο­νη­ρὸς λο­γι­σμὸς γί­νε­ται ἁ­μαρ­τί­α καὶ μο­λύ­νει τὸν νοῦ μας; Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει, ὅ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­θοῦ­με μὲ τὸν κα­κὸ λο­γι­σμὸ καὶ τὸν ἀ­φή­σου­με ἀ­πο­λέ­μη­το καὶ τὸν καλ­λι­ερ­γή­σου­με μέ­σα μας. Δη­λα­δή, ὅ­ταν ὑ­πάρ­ξει ἀ­πὸ μέ­ρους μας συγ­κα­τά­θε­ση, συμ­φω­νί­α μὲ τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ λο­γι­σμό. Ὅ­ταν ὅ­μως μὲ τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τὸν πο­λε­μοῦ­με καὶ τὸν δι­ώ­χνου­με, τό­τε ὄ­χι μό­νον δὲν λο­γί­ζε­ται ὡς ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἐ­νο­χή, ἀλ­λὰ ὡς ἀ­ρε­τὴ βρα­βεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸν καρ­δι­ο­γνώ­στη Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας.
Ἕ­νας ἅ­γιος, ὅ­ταν τὸν ρώ­τη­σαν κά­τι σχε­τι­κὸ μὲ τοὺς πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, εἶ­πε τὸ ἑ­ξῆς: «Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐμ­πο­δί­σω τὰ που­λιὰ νὰ πε­τοῦν στὸν Οὐ­ρα­νό· μπο­ρῶ ὅ­μως νὰ μὴ τὰ ἀ­φή­σω νὰ κά­νουν φω­λιὰ στὸ σπί­τι μου». Καὶ ὁ κα­θέ­νας μας εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ μὴ πο­λε­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο μὲ πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, θὰ πρέ­πει ὅ­μως ἀ­μέ­σως νὰ τοὺς δι­ώ­χνου­με καὶ νὰ μὴ πι­ά­νου­με συ­ζή­τη­ση μα­ζί τους. Αὐ­τὸ εἶ­ναι «ἡ φυ­λα­κὴ τοῦ νο­ός», τὸ φύ­λαγ­μα δη­λα­δὴ τοῦ νοῦ, ὅ­πως τὸ ἀ­πο­κα­λοῦν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ὅ­λοι μας νὰ τὸ ἐ­πι­με­λού­με­θα.
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ὁ κίν­δυ­νος εἶ­ναι μέ­γας!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)