Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2019)
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐκλεί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.
                                           (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
   Ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε, στὴν ἀρ­χή τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στή­ρι­ξες τὴ γῆ καὶ τὴν ἑ­δραί­ω­σες μέ­σα στὸ οὐ­ρά­νιο στε­ρέ­ω­μα, καὶ ἔρ­γα τῶν χει­ρῶν σου εἶ­ναι οἱ οὐ­ρα­νοί. Αὐ­τοὶ θὰ χά­σουν τὸ ση­με­ρι­νό τους σχῆ­μα καὶ θὰ ἐ­ξα­φα­νι­σθοῦν. Ἐ­σὺ ὅ­μως πα­ρα­μέ­νεις ἀ­ναλ­λοί­ω­τος καὶ ἀ­με­τά­βλη­τος. Κι ὅ­λος ὁ κό­σμος θὰ πα­λι­ώ­σει σὰν ἕ­να ἔν­δυ­μα, κι ἐ­σύ θὰ τὸν πε­ρι­στρέ­ψεις καὶ θὰ τὸν πε­ρι­τυ­λί­ξεις σὰν ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ ροῦ­χο πού φο­ροῦν οἱ ἄν­θρω­ποι· θὰ ἀλ­λά­ξει λοι­πὸν καὶ θὰ γί­νει και­νούρ­γιος. Ἐ­σύ ὅ­μως εἶ­σαι πάν­το­τε ὁ ἴ­διος, καὶ τὰ ἔ­τη σου θὰ εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τα. Σὲ ποι­ὸν ἄλ­λω­στε ἀ­πό τους ἀγ­γέ­λους ἔ­χει πεῖ πο­τὲ ὁ ἐ­που­ρά­νιος Πα­τέ­ρας· κά­θι­σε τώ­ρα με­τά τὴν Ἀ­νά­λη­ψή σου στὰ δε­ξιά μου, ὡ­σό­του ὑ­πο­τά­ξω τους ἐ­χθρούς σου βά­ζον­τάς τους κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια σου ὡς ὑ­πο­πό­διο πά­νω στὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ πα­τᾶς, γιὰ νὰ ἔ­χεις αἰ­ω­νί­ως ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­τη τὴν ἐ­ξου­σί­α; Σὲ κα­νέ­ναν. Δὲν εἶ­ναι ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι ὑ­πη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, πού ἐ­νερ­γοῦν ὄ­χι ἀ­πὸ δι­κή τους πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λά ἀ­πο­στέλ­λον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν ἐ­κεί­νους πού πρό­κει­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή; Ὁ Υἱ­ός λοι­πὸν εἶ­ναι ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρος ἀ­πό τοὺς ἀγ­γέ­λους. Γι' αὐ­τὸ κι ἐ­μεῖς πρέ­πει νὰ προ­σέ­χου­με πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρο σ' ἐ­κεῖ­να πού ἀ­κού­σα­με μέ τὸ κή­ρυγ­μα, δι­ό­τι ὅ­λα αὐ­τὰ εἶ­ναι λό­γοι τοῦ Υἱ­οῦ καί τῶν Ἀ­πο­στό­λων του. Εἶ­ναι ἐ­πεί­γου­σα ἀ­νάγ­κη νὰ προ­σέ­χου­με, μή­πως ἀ­πὸ ἀ­προ­σε­ξί­α μᾶς συμ­βεῖ νὰ πα­ρα­συρ­θοῦ­με καὶ πέ­σου­με ἔ­ξω. Κι ἀ­λί­μο­νό μας ἂν πέ­σου­με ἔ­ξω. Δι­ό­τι, ἐ­ὰν ὁ νό­μος πού ἀ­νήγ­γει­λε ὁ Θε­ὸς στὸ Μω­υ­σῆ δι­α­μέ­σου ἀγ­γέ­λων ἀ­πο­δεί­χθη­κε ἔγ­κυ­ρος καὶ ἰ­σχυ­ρός, καὶ κά­θε πα­ρά­βα­σή του καί πα­ρα­κο­ή τι­μω­ρή­θη­κε δί­και­α μὲ τὴν ἀ­νά­λο­γη τι­μω­ρί­α, πῶς ἐ­μεῖς θὰ ξε­φύ­γου­με τὴν τι­μω­ρί­α, ἐ­ὰν ἀ­με­λή­σου­με μιὰ τό­σο με­γά­λη καὶ σπου­δαί­α σω­τη­ρί­α; Τὴ σω­τη­ρί­α αὐ­τὴ δὲν μᾶς τὴν γνω­στο­ποί­η­σαν κά­ποι­οι ἄγ­γε­λοι, ὅ­πως ἔ­γι­νε στὸ νό­μο, ἀλ­λά ἀ­φοῦ ἄρ­χι­σε νὰ τὴν κη­ρύτ­τει ὁ ἴ­διος ὁ Κύ­ριος, μᾶς τὴν πα­ρέ­δω­σαν ὡς ἀ­λη­θι­νή καὶ ἀ­ξι­ό­πι­στη οἱ ἅ­γιοι Ἀ­πό­στο­λοι πού τὴν ἄ­κου­σαν κα­τευ­θεί­αν ἀ­πὸ τὸ στό­μα τοῦ Κυ­ρί­ου.

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά­βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν. 
                                             (Μάρκ. β΄[2] 1 - 12)

ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
1. ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ
Συ­ναρ­πα­στι­κὸ τὸ θέ­α­μα. Ἕ­νας πα­ρά­λυ­τος ἄν­δρας πά­νω σ᾿ ἕ­να κρεβ­βά­τι δε­μέ­νο μὲ σχοι­νιὰ κα­τε­βαί­νει σὰν ἀ­λε­ξι­πτω­τι­στὴς ἀ­πὸ τὴν στέ­γη στὸ δά­πε­δο τοῦ σπι­τιοῦ, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ Κύ­ριος δί­δα­σκε τὰ συγ­κεν­τρω­μέ­να πλή­θη. Ὁ χῶ­ρος ἦ­ταν ἀ­σφυ­κτι­κὰ γε­μά­τος καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι, ποὺ τὸν με­τέ­φε­ραν, δὲν δί­στα­σαν νὰ ἀ­ναρ­ρι­χη­θοῦν στὴν σκε­πὴ τοῦ σπι­τιοῦ, νὰ ἀ­φαι­ρέ­σουν ἕ­να τμῆ­μα της καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ νὰ κα­τε­βά­σουν τὸν ἀ­νήμ­πο­ρο ἄν­θρω­πο ἐ­νώ­πιον τοῦ Κυ­ρί­ου.
Ἦ­ταν ἄ­θλος πί­στε­ως αὐ­τὸ τὸ πα­ρά­δο­ξο γε­γο­νός. Πί­στε­ως καὶ τοῦ πα­ρα­λύ­του, ποὺ δέ­χθη­κε μιὰ τέ­τοι­α – ἐ­πι­κίν­δυ­νη ἀ­σφα­λῶς – λύ­ση, καὶ τῶν φί­λων του, ποὺ κι­νή­θη­καν μὲ τό­ση δύ­να­μη καὶ τόλ­μη. Ἡ πί­στη λοι­πὸν αὐ­τὴ πρό­κει­ται τώ­ρα νὰ ἀ­μει­φθεῖ. Ὁ Κύ­ριος στρέ­φε­ται πρὸς τὸν πα­ρα­λυ­τι­κό... τὰ πλή­θη κρα­τοῦν τὴν ἀ­να­πνο­ή τους... πε­ρι­μέ­νουν νὰ ἀ­κού­σουν τὸ παν­το­δύ­να­μο πρό­σταγ­μα καὶ νὰ δοῦν τὸν ἄν­θρω­πο νὰ πε­τά­γε­ται ἐ­πά­νω ὑ­γι­ής.
Ὅ­μως... αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν ἀ­κού­γε­ται ἡ λέ­ξη «ἔ­γει­ρε» (σή­κω ἐ­πά­νω), ποὺ μὲ τό­ση ἀ­γω­νί­α τὰ πλή­θη πε­ρι­μέ­νουν. Τὰ λό­για τοῦ Κυ­ρί­ου ξαφ­νιά­ζουν ὅ­λους: «τέ­κνον, ἀ­φε­ών­ταί σοι αἱ ἁ­μαρ­τί­αι σου», λέ­γει τὸ γλυ­κύ­τα­το στό­μα Του. Παι­δί μου, σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου. Μιὰ πα­ρά­ξε­νη σι­ω­πὴ δι­α­δέ­χε­ται τὰ λό­για Του. Ἀ­πο­γο­ή­τευ­ση ἴ­σως; Σὲ με­ρι­κοὺς δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­κό­μη καὶ ἀν­τί­δρα­ση. Τί λοι­πὸν σή­μαι­νε αὐ­τὴ ἡ ἐ­νέρ­γεια τοῦ Κυ­ρί­ου;
ΘΑΥΜΑΣΤΟ μυ­στή­ριο κρύ­βε­ται πράγ­μα­τι ἐ­δῶ. Ὁ Κύ­ριος βλέ­πει πο­λὺ δι­α­φο­ρε­τι­κὰ τὰ πράγ­μα­τα ἀπ᾿ ὅ,τι συ­νή­θως τὰ βλέ­που­με ἐ­μεῖς. Ἔ­χει ἄλ­λα κρι­τή­ρια. Καὶ σ᾿ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν πε­ρί­πτω­ση γνω­ρί­ζει πὼς αἰ­τί­α τῆς ἀ­σθε­νεί­ας τοῦ πα­ρα­λυ­τι­κοῦ δὲν ἦ­ταν κά­ποι­ο μι­κρό­βιο ἢ κά­τι πα­ρό­μοι­ο, ἀλ­λὰ ἡ ἁ­μαρ­τί­α. Ἡ ἄ­σω­τη καὶ ἔ­κλυ­τη ζω­ή του εἶ­χε σὰν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τὴν πα­ρά­λυ­ση τοῦ σώ­μα­τός του. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος, βλέ­πον­τας τὴν τω­ρι­νὴ κα­λή του δι­ά­θε­ση, τὴν πί­στη καὶ τὴν με­τά­νοι­ά του, τοῦ χα­ρί­ζει πρῶ­τα αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς, ποὺ κυ­ρί­ως ἔ­χει ἀ­νάγ­κη: τὴν ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς, τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν, ποὺ ἄλ­λω­στε εἶ­ναι τὸ ὕ­ψι­στο ἀ­γα­θό.
Δι­α­πι­στώ­νου­με τώ­ρα πό­σο δι­α­φέ­ρουν καὶ τὰ δι­κά μας κρι­τή­ρια ἀ­πὸ τὰ κρι­τή­ρια τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐ­μεῖς λέ­με συ­νή­θως: «ὑ­γεί­α πρῶ­τα ἀπ᾿ ὅ­λα· αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ἀ­νώ­τε­ρο». Ὁ Κύ­ριος ὅ­μως λέ­γει: «Ὄ­χι! Τὸ ἀ­νώ­τε­ρο εἶ­ναι ἡ ὑ­γεί­α τῆς ψυ­χῆς. Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ πρῶ­το· ὅ­λα τὰ ἄλ­λα ἔρ­χον­ται δεύ­τε­ρα».
Καὶ φυ­σι­κὰ ἡ δι­α­φο­ρὰ τῶν κρι­τη­ρί­ων δὲν ἐν­το­πί­ζε­ται μό­νο στὸ θέ­μα τῆς ὑ­γεί­ας, ἀλ­λὰ σὲ πά­ρα πολ­λά. Ἐ­μεῖς συ­νή­θως θε­ω­ροῦ­με σπου­δαῖ­ο τὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνος, μορ­φω­μέ­νος, ἱ­κα­νὸς καὶ κά­το­χος πτυ­χί­ων καὶ ἄλ­λων δι­α­κρί­σε­ων. Ὁ Κύ­ριος ὄ­χι! Ὁ Κύ­ριος σπου­δαῖ­ο θε­ω­ρεῖ τὸν τα­πει­νό, τὸν ἁ­πλό, τὸν ἁ­γι­α­σμέ­νο, τὸν ἄν­θρω­πο ποὺ ἔ­χει καρ­διὰ κα­θα­ρή, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἂν αὐ­τὸς εἶ­ναι φτω­χὸς ἢ πλού­σιος, μορ­φω­μέ­νος ἢ ἀ­γράμ­μα­τος, ἔ­ξυ­πνος ἢ ἀρ­γό­στρο­φος, ὁ­δο­κα­θα­ρι­στὴς ἢ ὑ­πουρ­γός.
Μή­πως ἢ Πα­να­γί­α μας εἶ­χε πτυ­χί­α; Οἱ Ἀ­πό­στο­λοι δὲν ἦ­σαν ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον ἀ­γράμ­μα­τοι ψα­ρά­δες; Λοι­πόν;
Λοι­πόν, ἀ­δελ­φοί, αὐ­τὰ ποὺ ἐ­μεῖς συ­χνὰ θε­ω­ροῦ­με με­γά­λα καὶ ση­μαν­τι­κά, γιὰ τὸν Θε­ὸ δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ πε­λώ­ρια μη­δε­νι­κά. Καὶ αὐ­τὰ ποὺ συ­χνὰ ὑ­πο­τι­μοῦ­με, ἐ­νώ­πιόν Του ἔ­χουν ἀ­ξί­α ἄ­πει­ρη.
Ἂς προ­σέ­ξου­με συ­νε­πῶς τὰ κρι­τή­ριά μας. Μά­λι­στα, ὅ­σοι ἔ­χουν καὶ κά­πως πιὸ ὑ­πεύ­θυ­νες θέ­σεις, νὰ προ­σέ­ξουν, ὥ­στε τέ­τοι­ο πνεῦ­μα νὰ καλ­λι­ερ­γοῦν καὶ νὰ ἐμ­πνέ­ουν γύ­ρω τους. Νὰ μὴ δεί­χνουν ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ προ­τί­μη­ση σὲ ὅ­σους ἔ­χουν κά­ποι­α ἐ­ξω­τε­ρι­κὰ προ­σόν­τα, δι­ό­τι καὶ αὐ­τοὺς θὰ τοὺς βλά­ψουν καὶ ἄλ­λους μπο­ρεῖ νὰ πλη­γώ­σουν καὶ πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸν δρό­μο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου τε­λι­κὰ νὰ κα­ταν­τή­σουν.
Καὶ ὅ­λοι μας βε­βαί­ως αὐ­τὸ νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με. Νὰ ἀ­πο­κτή­σου­με τὰ κρι­τή­ρια τοῦ Χρι­στοῦ μας. Μὴ βρε­θοῦ­με τυ­χὸν σὲ ἀ­νά­λο­γο μῆ­κος κύ­μα­τος μὲ τοὺς πο­νη­ροὺς γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ἐ­πέ­κρι­ναν τό­τε τὸν Κύ­ριο, θε­ω­ρών­τας τον ἀ­κό­μη καὶ βλά­σφη­μο!
2. «Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΟΥ ΝΟΟΣ»
Πράγ­μα­τι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὁ ἱ­ε­ρὸς Εὐ­αγ­γε­λι­στής, οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι, ποὺ δὲν πί­στευ­αν στὴ θε­ϊ­κὴ ἀ­πο­στο­λὴ τοῦ Κυ­ρί­ου, ἄρ­χι­σαν νὰ σκέ­φτον­ται μέ­σα τους πὼς ὁ Κύ­ριος συγ­χω­ρών­τας ἁ­μαρ­τί­ες κά­νει κά­τι ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο, κά­τι ποὺ μό­νο ὁ Θε­ὸς δι­και­οῦ­το νὰ χα­ρί­σει. Ἡ σκέ­ψη τους ἦ­ταν ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο σω­στή, ἀν­τὶ ὅ­μως νὰ ὁ­δη­γη­θοῦν στὸ ὀρ­θὸ συμ­πέ­ρα­σμα, ὅ­τι ὁ Κύ­ριος εἶ­ναι ὄν­τως Θε­ός, ἐ­κεῖ­νοι ἄρ­χι­σαν νὰ Τὸν ἐ­πι­κρί­νουν σὰν βλά­σφη­μο.
Οἱ σκέ­ψεις τους αὐ­τές, ποὺ δὲν τὶς ἀ­να­κοί­νω­σαν σὲ κα­νέ­να, δὲν ξέ­φυ­γαν βέ­βαι­α ἀ­πὸ τὸ θε­ϊ­κὸ βλέμ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τοὺς ἐ­λέγ­χει δη­μο­σί­ως: «τὶ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ἐν ταῖς καρ­δί­αις ὑ­μῶν;», τοὺς λέ­γει· για­τί καλ­λι­ερ­γεῖ­τε τέ­τοι­ες σκέ­ψεις μέ­σα σας; Τί νο­μί­ζε­τε πὼς εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο; Νὰ πῶ στὸν ἄν­θρω­πο: «σοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες» ἢ νὰ τοῦ πῶ: «σή­κω καὶ πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ περ­πά­τα»; Ἐ­σεῖς φαί­νε­ται θε­ω­ρεῖ­τε πὼς δὲν μπο­ρῶ νὰ τὸν θε­ρα­πεύ­σω καὶ γι᾿ αὐ­τὸ δῆ­θεν τοῦ εἶ­πα κά­τι ποὺ δὲν γί­νε­ται φα­νε­ρό, ὅ­τι δη­λα­δὴ τοῦ συγ­χω­ροῦν­ται οἱ ἁ­μαρ­τί­ες. Καὶ μά­λι­στα σκε­φθή­κα­τε πὼς ἔ­τσι βλα­σφή­μη­σα τὸν Θε­ό. Γιὰ νὰ βε­βαι­ω­θεῖ­τε ὅ­μως πὼς ἔ­χω ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρῶ ἁ­μαρ­τί­ες, κυτ­τάξ­τε τί θὰ κά­νω. Καὶ στρε­φό­με­νος πρὸς τὸν πα­ρά­λυ­το τοῦ λέ­γει: «Σὲ σέ­να μι­λά­ω· σή­κω καὶ πά­ρε τὸ κρεβ­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου»! Καὶ ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος πε­τά­χθη­κε πά­νω καὶ κρα­τών­τας τὸ κρεβ­βά­τι βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι ἐ­νώ­πιον ὅ­λων, ποὺ ἔκ­θαμ­βοι δό­ξα­ζαν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας: τέ­τοι­ο πράγ­μα πο­τὲ δὲν εἶ­δαν τὰ μά­τια μας!
ΘΑΥΜΑΣΤΟ τὸ γε­γο­νός. Ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τοι ὅ­μως οἱ πο­νη­ροὶ γραμ­μα­τεῖς, ποὺ ὁ νοῦς τους πή­γαι­νε πάν­το­τε στὸ κα­κό. Μή­πως ὅ­μως κά­τι ἀ­νά­λο­γο συμ­βαί­νει ἴ­σως καὶ μὲ πολ­λοὺς ἀ­πὸ ἐ­μᾶς;
Μή­πως δη­λα­δὴ ἀ­φή­νου­με καὶ ἐ­μεῖς νὰ κυ­κλο­φο­ροῦν στὸν νοῦ μας σκέ­ψεις πο­νη­ρές; Καὶ τί θὰ πεῖ πο­νη­ρές; Τὸ γνω­ρί­ζου­με. Κά­θε τι, ποὺ εἶ­ναι ἀν­τί­θε­το μὲ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, σκέ­ψη πο­νη­ρὴ εἶ­ναι. K­αὶ ἡ ὑ­πε­ρη­φά­νεια, δη­λα­δή, καὶ ἡ κε­νο­δο­ξί­α καὶ ἡ ζή­λεια καὶ οἱ ἀν­τι­πά­θει­ες καὶ αἰ­σχρό­τη­τες καὶ οἱ κα­τα­κρί­σεις καὶ τό­σο ἄλ­λα πο­νη­ροὶ λο­γι­σμοὶ εἶ­ναι. Ὅ­λα αὐ­τά, ὅ­ταν μέ­νουν ἀ­πο­λέ­μη­τα καὶ εὐ­χα­ρι­στεῖ­ται κα­νεὶς ἀ­πὸ τὴν πα­ρου­σί­α τους, μο­λύ­νουν τὸν νοῦ καὶ ὁ ἄν­θρω­πος κιν­δυ­νεύ­ει ἔ­τσι νὰ χω­ρι­σθεῖ τε­λεί­ως ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. «Τῷ γὰρ ἐμ­πα­θεῖ νῷ ἑ­νω­θῆ­ναι τὸν Θε­όν, ἀ­δύ­να­τον», γρά­φει ὁ μέ­γας ἀ­γω­νι­στὴς τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ἅ­γιος Γρη­γό­ριος ὁ Πα­λα­μᾶς, τοῦ ὁ­ποί­ου σή­με­ρα τὴ μνή­μη τι­μᾶ ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α. Τί ση­μαί­νει αὐ­τό; Ση­μαί­νει ὅ­τι μὲ τὸν ἄν­θρω­πο, ποὺ ὁ νοῦς του εἶ­ναι κυ­ρι­ευ­μέ­νος ἀ­πὸ τοὺς ἐμ­πα­θεῖς, τοὺς πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἑ­νω­θεῖ ὁ Θε­ός.
Βε­βαί­ως σ᾿ αὐ­τὸ τὸ ση­μεῖ­ο πρέ­πει νὰ προ­σέ­ξου­με τὸ ἑ­ξῆς: Δὲν εἶ­ναι ἁ­μαρ­τί­α οἱ κα­κοὶ λο­γι­σμοί, ποὺ ἁ­πλῶς περ­νᾶ­νε ἀ­πὸ τὸν νοῦ μας. Δι­ό­τι αὐ­τοὶ ὡς ἐ­πὶ τὸ πλεῖ­στον προ­έρ­χον­ται ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος σὰν γε­ωρ­γός τῆς ἁ­μαρ­τί­ας συ­νέ­χεια αὐ­τὸ κά­νει: ρί­χνει σπό­ρους πο­νη­ροὺς στὸ χω­ρά­φι μας (τὸν νοῦ) καὶ ὅ,τι πιά­σει.
Πό­τε ἕ­νας τέ­τοι­ος πο­νη­ρὸς λο­γι­σμὸς γί­νε­ται ἁ­μαρ­τί­α καὶ μο­λύ­νει τὸν νοῦ μας; Αὐ­τὸ συμ­βαί­νει, ὅ­ταν εὐ­χα­ρι­στη­θοῦ­με μὲ τὸν κα­κὸ λο­γι­σμὸ καὶ τὸν ἀ­φή­σου­με ἀ­πο­λέ­μη­το καὶ τὸν καλ­λι­ερ­γή­σου­με μέ­σα μας. Δη­λα­δή, ὅ­ταν ὑ­πάρ­ξει ἀ­πὸ μέ­ρους μας συγ­κα­τά­θε­ση, συμ­φω­νί­α μὲ τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ λο­γι­σμό. Ὅ­ταν ὅ­μως μὲ τὴν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ τὸν πο­λε­μοῦ­με καὶ τὸν δι­ώ­χνου­με, τό­τε ὄ­χι μό­νον δὲν λο­γί­ζε­ται ὡς ἁ­μαρ­τί­α καὶ ἐ­νο­χή, ἀλ­λὰ ὡς ἀ­ρε­τὴ βρα­βεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὸν καρ­δι­ο­γνώ­στη Κύ­ριο καὶ Θε­ό μας.
Ἕ­νας ἅ­γιος, ὅ­ταν τὸν ρώ­τη­σαν κά­τι σχε­τι­κὸ μὲ τοὺς πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, εἶ­πε τὸ ἑ­ξῆς: «Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον νὰ ἐμ­πο­δί­σω τὰ που­λιὰ νὰ πε­τοῦν στὸν Οὐ­ρα­νό· μπο­ρῶ ὅ­μως νὰ μὴ τὰ ἀ­φή­σω νὰ κά­νουν φω­λιὰ στὸ σπί­τι μου». Καὶ ὁ κα­θέ­νας μας εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νὰ μὴ πο­λε­μη­θεῖ ἀ­πὸ τὸν δι­ά­βο­λο μὲ πο­νη­ροὺς λο­γι­σμούς, θὰ πρέ­πει ὅ­μως ἀ­μέ­σως νὰ τοὺς δι­ώ­χνου­με καὶ νὰ μὴ πι­ά­νου­με συ­ζή­τη­ση μα­ζί τους. Αὐ­τὸ εἶ­ναι «ἡ φυ­λα­κὴ τοῦ νο­ός», τὸ φύ­λαγ­μα δη­λα­δὴ τοῦ νοῦ, ὅ­πως τὸ ἀ­πο­κα­λοῦν οἱ ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη ὅ­λοι μας νὰ τὸ ἐ­πι­με­λού­με­θα.
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κὰ ὁ κίν­δυ­νος εἶ­ναι μέ­γας!
(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου