Σάββατο 28 Μαρτίου 2020

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.     
                                                                    (Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20 )

Η «ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ!»!
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Καὶ οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τῆς ἐ­παγ­γε­λί­ας».
Στὴ με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση – τὴν ἐ­παγ­γε­λί­α – τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­να­φέ­ρε­ται τὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα. Τὴν ὑ­πό­σχε­ση ὅ­τι θὰ ἀ­πο­κτή­σει δι­κό του παι­δί, καὶ ὅ­τι ὁ λα­ός, ποὺ θὰ προ­έλ­θει ἀπ᾿ αὐ­τὸ τὸ παι­δί, θὰ κα­τοι­κή­σει στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῆς Χα­να­άν, ἡ ὁ­ποί­α γι᾿ αὐ­τὸν τὸν λό­γο ὀ­νο­μά­σθη­κε «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας». Καὶ βέ­βαι­α ὁ Ἀ­βρα­άμ, ὅ­ταν ἀ­πέ­κτη­σε τὸν υἱ­ό του Ἰ­σα­άκ, εἶ­δε νὰ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται κα­τὰ τὴν ἀρ­χή της ἡ ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ, ἡ ὁ­ρι­στι­κὴ ἐκ­πλή­ρω­ση τῆς ὁ­ποί­ας ἔ­λα­βε χώ­ρα πέν­τε αἰ­ῶ­νες ἀρ­γό­τε­ρα.
Ἐκ­πλη­ρώ­θη­κε ὅ­μως πράγ­μα­τι ὁ­ρι­στι­κὰ ἡ ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ; Ὄ­χι, ἀ­παν­τᾶ ὁ θε­ό­πνευ­στος συγ­γρα­φεὺς τῆς πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λῆς. Ὄ­χι! Δι­ό­τι ἄλ­λη εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νὴ «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας», στὴν ὁ­ποί­α κυ­ρί­ως ἤ­θε­λε νὰ  ὁ­δη­γή­σει τὸν λα­ό Του ὁ Θε­ός, καὶ ὄ­χι ἡ γῆ τῆς Χα­να­άν.
Ποι­ὰ εἶ­ναι λοι­πὸν ἡ ἀ­λη­θι­νὴ «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας» καὶ ποι­οὶ θὰ εἰ­σέλ­θουν σ᾿ αὐ­τήν; Στὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα αὐ­τὰ θὰ προ­σπα­θή­σου­με νὰ ἀ­παν­τή­σου­με σή­με­ρα.
1. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
Εἴ­δα­με καὶ τὴν πε­ρα­σμέ­νη Κυ­ρια­κὴ μὲ πό­ση δύ­να­μη ἡ πρὸς Ἑ­βραί­ους ἐ­πι­στο­λὴ φω­τί­ζει τὰ με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης καὶ φα­νε­ρώ­νει τὸ ἀ­λη­θι­νό τους νό­η­μα. Μὲ τὴν ἴ­δια αὐ­τὴ δύ­να­μη ἀ­να­τέ­μνει καὶ τὸ ση­με­ρι­νό μας θέ­μα. Καὶ τί λέ­γει;
Ὅ­λα, ὅ­σα συ­νέ­βαι­ναν τό­τε, ση­μει­ώ­νει στὸ δ΄[4ο] κε­φά­λαι­ο ὁ θε­ό­πνευ­στος συγ­γρα­φεύς της, ἦ­σαν προ­τυ­πώ­σεις καὶ εἰ­κό­νες τῶν πραγ­μα­τι­κῶν γε­γο­νό­των, ποὺ θὰ συ­νέ­βαι­ναν ἀρ­γό­τε­ρα. Καὶ ἐν προ­κει­μέ­νῳ λοι­πὸν ἡ με­γά­λη ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ στὸν Ἀ­βρα­άμ, ὅ­τι οἱ ἀ­πό­γο­νοί του θὰ εἰ­σέλ­θουν καὶ θὰ κα­τοι­κή­σουν στὴν «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας», εἶ­χε βα­θύ­τε­ρο καὶ μυ­στι­κό­τε­ρο νό­η­μα.
Ὅ­ταν οἱ Ἑ­βραῖ­οι, ὑ­πὸ τὴν ἡ­γε­σί­α τοῦ Ἰ­η­σοῦ τοῦ Ναυ­ῆ, εἰ­σῆλ­θαν καὶ κα­τέ­κτη­σαν τὴν Χα­να­άν, ἡ ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Θε­οῦ πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε – ἀλ­λὰ μό­νο κα­τὰ τὴν τυ­πι­κὴ καὶ ἐ­ξω­τε­ρι­κή της πλευ­ρά. Κα­τὰ τὸ μυ­στι­κό της βά­θος ἔ­μει­νε ἀ­κό­μη ἀ­πραγ­μα­το­ποί­η­τη.
Καὶ ποι­ὸ λοι­πὸν εἶ­ναι αὐ­τὸ τὸ μυ­στι­κὸ βά­θος τῆς θε­ϊ­κῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως; Εἶ­ναι, συ­νε­χί­ζει ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος, ἡ ἀ­λη­θι­νή, ἡ Οὐ­ρά­νια «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας», ἡ αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, τῆς ὁ­ποί­ας εἰ­κό­να καὶ προ­τύ­πω­ση ἦ­ταν ἡ ἐ­πί­γεια «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας» στὴ Χα­να­άν. Καὶ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ νὰ ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ ὅ­τι ὁ Ἀ­βρα­άμ, λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος στὸ ι­α΄[11ο]  κε­φά­λαι­ο τῆς Ἐ­πι­στο­λῆς, εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ αὐ­τὸ τὸ μυ­στι­κὸ βά­θος τῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως τοῦ Θε­οῦ, γι᾿ αὐ­τὸ καὶ κα­τοι­κοῦ­σε στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας σὰν «ξέ­νος καὶ πα­ρε­πί­δη­μος» (στίχ. 13). Καὶ δὲν ἔ­κτι­σε σ᾿ αὐ­τὴν σπί­τι, ἀλ­λὰ ἔ­με­νε σὲ σκη­νές, δι­ό­τι «ἐ­ξε­δέ­χε­το τὴν τοὺς θε­με­λί­ους ἔ­χου­σαν πό­λιν, ἧς τε­χνί­της καὶ δη­μι­ουρ­γὸς ὁ Θε­ὸς» (στίχ. 10)· πε­ρί­με­νε δη­λα­δὴ νὰ κα­τοι­κή­σει στὴν οὐ­ρά­νια πό­λη μὲ τὰ ἄ­σει­στα θε­μέ­λια, τῆς ὁ­ποί­ας ἀρ­χι­τέ­κτων καὶ κτί­στης εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός.
Αὐ­τὸ λοι­πὸν εἶ­ναι τὸ μυ­στι­κὸ βά­θος τῆς θε­ϊ­κῆς ὑ­πο­σχέ­σε­ως. Καὶ τὸ ὅ­τι κά­τι τέ­τοι­ο δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ αὐ­θαί­ρε­τη ὑ­πό­θε­ση, φαί­νε­ται, γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος στὸ δ΄[4ο] κε­φά­λαι­ο, καὶ ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς ἐ­πὶ τῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ βα­σι­λέ­ως Δα­βὶδ προ­ει­δο­ποι­εῖ στὸν 94ο Ψαλ­μὸ τοὺς Ἑ­βραί­ους νὰ μὴ δεί­ξουν τὴν ἴ­δια σκλη­ρο­καρ­δί­α, ποὺ εἶ­χαν δεί­ξει οἱ προ­γο­νοί τους στὴν ἔ­ρη­μο καὶ τι­μω­ρή­θη­καν νὰ μὴ εἰ­σέλ­θουν στὴ Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας, δι­ό­τι θὰ ὑ­πο­στοῦν καὶ αὐ­τοὶ τὴν ἴ­δια τι­μω­ρί­α. Ἀλ­λὰ πῶς θὰ ὑ­φί­σταν­το τὴν ἴ­δια τι­μω­ρί­α, ἀ­φοῦ ἤ­δη εὑ­ρί­σκον­το ἀ­πὸ αἰ­ῶ­νες ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νοι στὴν «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας»; Νὰ λοι­πόν, λέ­γει, ποὺ ἐ­δῶ ὁ Θε­ὸς ὑ­παι­νίσ­σε­ται τὴν οὐ­ρά­νια «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας», ἡ ὁ­ποί­α καὶ πε­ρι­μέ­νει τοὺς εὐ­τυ­χι­σμέ­νους κα­τοί­κους της.
Ναί, ἡ «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας» πε­ρι­μέ­νει τοὺς κα­τοί­κους της. Ποι­οὶ λοι­πὸν θὰ εἶ­ναι αὐ­τοὶ οἱ προ­νο­μι­οῦ­χοι κά­τοι­κοί της;
2. ΟΙ ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣ
Ἀλ­λὰ βέ­βαι­α εἶ­ναι φα­νε­ρὸ πὼς ὅ­λοι μας – ὅ­λοι οἱ πι­στοί – ἔ­χου­με κλη­θεῖ νὰ εἰ­σέλ­θου­με σ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἐ­πι­θυ­μη­τὴ Γῆ. Ὅ­λοι μας, γρά­φει ὁ Ἀ­πό­στο­λος, «ἐ­σμὲν εὐ­ηγ­γε­λι­σμέ­νοι, κα­θά­περ κἀ­κεῖ­νοι» (δ΄[4] 2)· ἔ­χου­με καὶ ἐ­μεῖς λά­βει, ὅ­πως καὶ ἐ­κεῖ­νοι οἱ ἀ­πει­θεῖς, τὴν ἴ­δια θε­ϊ­κὴ ὑ­πό­σχε­ση, νὰ εἰ­σέλ­θου­με στὴ «Γῆ τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας».
Νὰ εἰ­σέλ­θου­με! Ναί! Ἀλ­λὰ ὑ­πὸ κά­ποι­α προ­ϋ­πό­θε­ση. Ὑ­πὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι θὰ φα­νοῦ­με «μι­μη­ταὶ τῶν διὰ πί­στε­ως καὶ μα­κρο­θυ­μί­ας κλη­ρο­νο­μούν­των τὰς ἐ­παγ­γε­λί­ας» (Ϛ΄[6] 12)· ὅ­τι θὰ μι­μη­θοῦ­με δη­λα­δὴ ἐ­κεί­νους, οἱ ὁ­ποῖ­οι μὲ τὴν πί­στη καὶ τὴν ὑ­πο­μο­νὴ ἀ­ξι­ώ­νον­ται νὰ εἰ­σέρ­χον­ται στὴ Γῆ αὐ­τὴ τῶν θε­ϊ­κῶν ὑ­πο­σχέ­σε­ων.
Μὲ τὴν πί­στη πρω­τί­στως! Ἂς σκε­φθοῦ­με πό­ση πί­στη χρει­ά­σθη­κε νὰ δεί­ξει ὁ Ἀ­βρα­ὰμ σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ή, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως, ὅ­ταν ὁ Θε­ὸς τοῦ ζή­τη­σε νὰ θυ­σιά­σει τὸν Ἰ­σα­άκ, τὸ μο­να­δι­κὸ παι­δί του, ἀ­πὸ τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ὸς τοῦ εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ πὼς θὰ προ­έλ­θει ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος λα­ός! Τί τρο­με­ρὴ δο­κι­μα­σί­α ἦ­ταν ἐ­κεί­νη! Πό­σο ἀ­κλό­νη­τος φά­νη­κε στὴν πε­ρί­στα­ση αὐ­τὴ ὁ μέ­γας Πα­τριά­ρχης!
Πί­στη λοι­πὸν χρει­α­ζό­με­θα καὶ ἐ­μεῖς. Πί­στη! Ὅ­ταν βλέ­που­με ὅ­τι ὅ­λα πᾶ­νε ἀ­νά­πο­δα, ὅ­ταν οἱ δο­κι­μα­σί­ες ἔρ­χον­ται ἡ μί­α ἐ­πά­νω στὴν ἄλ­λη, ὅ­ταν γι­νό­μα­στε «πε­ρί­γε­λως», πε­ρι­γέ­λιο τῶν ἀ­πί­στων ἀν­θρώ­πων, ὅ­ταν... ὅ­ταν... σὲ τό­σες ἀ­μέ­τρη­τες πε­ρι­στά­σεις ἡ πί­στη μας δο­κι­μά­ζε­ται.
Σ᾿ αὐ­τὲς τὶς κρί­σι­μες στιγ­μὲς κα­λού­με­θα νὰ μέ­νου­με καὶ ἐ­μεῖς στα­θε­ρὰ προ­ση­λω­μέ­νοι στὸν Θε­ό. Νὰ ἔ­χου­με τὴν ἀ­πό­λυ­τη πε­ποί­θη­ση, πὼς Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι κον­τά μας καὶ μέ­σω τῶν δυ­σκο­λι­ῶν μᾶς ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὴν Οὐ­ρά­νια «ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ». Καὶ ὅ­ταν ἔ­χου­με αὐ­τὴν τὴν πί­στη, τό­τε θὰ δεί­χνου­με καὶ τὴν ἀ­νά­λο­γη ὑ­πο­μο­νή. Ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι θὰ ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σου­με τὶς δο­κι­μα­σί­ες κα­τὰ τὸ θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ. Θὰ ἀ­γων­ιζό­μα­στε κα­τὰ τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Μὲ τὴν συ­ναί­σθη­ση πὼς εἴ­μα­στε ὁ­δοι­πό­ροι τῆς αἰ­ω­νι­ό­τη­τος. Καὶ ὅ­τι τώ­ρα δί­νου­με τὸν μι­κρό μας ἀ­γώ­να, προ­κει­μέ­νου νὰ νι­κή­σου­με τοὺς ἐ­χθρούς μας καὶ νὰ φθά­σου­με στὴ γλυ­κειά μας Πα­τρί­δα!
Ναί, ἀ­δελ­φοί! Στὴν Πα­τρί­δα μας! Στὴν αἰ­ώ­νια χα­ρὰ καὶ δό­ξα τῆς ἀ­λη­θι­νῆς «Γῆς τῆς Ἐ­παγ­γε­λί­ας», «ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν» – γιὰ νὰ μᾶς ἀ­νοί­ξει τὸν δρό­μο καὶ νὰ ἑ­τοι­μά­σει τὸν τό­πο – «εἰ­σῆλ­θεν» ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ αἰ­ώ­νιος Ἀρ­χι­ε­ρέ­ας μας καὶ Βα­σι­λεὺς τοῦ Σύμ­παν­τος κό­σμου. Ἀ­μήν!
 (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόντας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐτοῖς ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.        
 (Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἕ­νας ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος του λαοῦ πλησίασε  τόν Ἰησοῦ, γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶ­πε: Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, σοῦ ἔ­φ­ε­ρα τ­ὸ γ­ιό μ­ου π­οὺ ἔ­χ­ει κα­τ­α­λ­η­φ­θ­εῖ ἀπό δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ πνεῦμα, πού τοῦ π­ῆ­ρε κ­αὶ τὴ λ­α­λ­ιά. Κ­αὶ σ' ὅ­π­ο­ιο μ­έ­ρ­ος τ­ὸν π­ι­ά­σ­ει, τ­ὸν ρ­ί­χ­ν­ει κ­ά­τω, κι ἀ­φ­ρ­ί­ζ­ει κ­αὶ τ­ρ­ί­ζ­ει τὰ δ­ό­ν­τ­ια τ­ου κ­αὶ μ­έ­ν­ει ξ­ε­ρ­ὸς κι ἀ­ν­α­ί­σ­θ­η­τ­ος. Εἶ­πα σ­τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές σ­ου νά τὸ β­γ­ά­λ­ο­υν, ἀλλά δ­ὲν μ­π­ό­ρ­ε­σ­αν. Τ­ό­τε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀ­π­ο­κ­ρ­ί­θ­η­κε: Ὢ γ­ε­ν­ιὰ π­οὺ τ­ό­σα θ­α­ύ­μ­α­τα ε­ἶ­δ­ες κ­αὶ ε­ἶ­σ­αι ἀ­κ­ό­μη ἄ­π­ι­στη! Ἕ­ως π­ό­τε θὰ ε­ἶ­μ­αι μ­α­ζί σ­ας; Ἕ­ως π­ό­τε θὰ σ­ᾶς ἀ­ν­έ­χ­ο­μ­αι; Φ­έ­ρ­τε τ­όν μ­ου ἐδῶ.  Κ­αὶ τ­ὸν ἔ­φ­ε­ρ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Κι ὅταν τό πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀ­μ­έ­σ­ως τά­ρ­α­ξε μὲ σ­π­α­σ­μ­ο­ὺς τ­ὸν ν­έο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔ­π­ε­σε κ­ά­τω σ­τὴ γῆ, κ­υ­λ­ι­ό­τ­αν κι ἔβ­γ­α­ζε ἀ­φ­ρ­ο­ὺς ἀ­π' τὸ σ­τ­ό­μα τ­ου. Τ­ό­τε ρ­ώ­τ­η­σε ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος τ­ὸν π­α­τ­έ­ρα τοῦ παιδιοῦ: Π­ό­σ­ος κ­α­ι­ρ­ὸς εἶναι ἀπό τότε πού τοῦ σ­υ­μ­β­α­ί­ν­ει α­ὐ­τό; Κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος τοῦ  ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Ἀπό μ­ι­κ­ρὸ π­α­ι­δί. Π­ο­λ­λ­ὲς φ­ο­ρ­ὲς μ­ά­λ­ι­σ­τα τ­ὸν ἔ­ρ­ι­ξε κ­αὶ σ­τὴ φ­ω­τ­ιὰ κ­αὶ σ­τὰ ν­ε­ρὰ γ­ιὰ νὰ τ­οῦ π­ά­ρ­ει τὴ ζ­ωή. Ἀ­λ­λὰ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ κ­ά­ν­ε­ις κ­ά­τι, λ­υ­π­ή­σ­ου μ­ας κ­αὶ β­ο­ή­θ­η­σέ μ­ας. Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐ­σὺ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ π­ι­σ­τ­έ­ψ­ε­ις, ὅλα ε­ἶ­ν­αι δ­υ­ν­α­τὰ σ' ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ον π­οὺ π­ι­σ­τ­ε­ύ­ει. Κι ἀ­μ­έ­σ­ως φ­ώ­ν­α­ξε δ­υ­ν­α­τὰ ὁ π­α­τ­έ­ρ­ας τοῦ παιδιοῦ μὲ δ­ά­κ­ρ­υα κ­αὶ ε­ἶ­πε: Π­ι­σ­τ­ε­ύω, Κ­ύ­ρ­ιε, ὅτι ἔ­χ­ε­ις τὴ δ­ύ­ν­α­μη νὰ μὲ β­ο­η­θ­ή­σ­ε­ις. Β­ο­ή­θ­η­σέ με ν' ἁ­π­α­λ­λ­α­γῶ ἀ­π' τ­ὴν ὀ­λ­ι­γ­ο­π­ι­σ­τ­ία μ­ου κ­αὶ ἀ­ν­α­π­λ­ή­ρ­ω­σε ἐσύ τ­ὴν ἔ­λ­λ­ε­ι­ψη τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ώς μ­ου. Ὅταν λ­ο­ι­π­ὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ κ­αὶ μ­α­ζ­ε­υ­ό­τ­αν π­ο­λ­ὺς λα­ός, πρόσταξε α­ὐ­σ­τ­η­ρὰ τὸ ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­το δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ π­ν­εῦμα καί τοῦ ε­ἶ­πε: Π­ν­εῦμα ἄ­λ­α­λο κ­αὶ κ­ο­υ­φό, ἐγώ σὲ δ­ι­α­τ­ά­ζω, β­γ­ὲς ἀ­π' α­ὐ­τ­ὸν κ­αὶ μ­ὴν ξ­α­ν­α­μ­π­ε­ῖς π­ο­τὲ π­ιὰ μ­έ­σα τ­ου. Τ­ό­τε τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­εῦμα, ἀφοῦ κ­ρ­α­ύ­γ­α­σε δ­υ­ν­α­τὰ κ­αὶ σ­υ­ν­τ­ά­ρ­α­ξε τὸ π­α­ι­δί, β­γ­ῆ­κε. Κι ἔ­γ­ι­νε σάν ν­ε­κ­ρ­ὸς ὁ ν­έ­ος, ὥστε πολλοί νά λένε ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τ­ὸν ἔπιασε ἀ­π' τὸ χ­έ­ρι κ­αὶ τ­ὸν σ­ή­κ­ω­σε· κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος σ­τ­ά­θ­η­κε ὄ­ρ­θ­ι­ος.
Ὅταν κ­α­τ­ό­π­ιν ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος μ­π­ῆ­κε σὲ κ­ά­π­ο­ιο σ­π­ί­τι, τ­ὸν ρ­ω­τ­ο­ῦ­σ­αν ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως οἱ μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου: Γ­ι­α­τί ἐ­μ­ε­ῖς δ­ὲν μ­π­ο­ρ­έ­σ­α­με νά β­γ­ά­λ­ο­υ­με τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­ε­ῦ­μα; Κι ἐ­κε­ῖ­ν­ος τ­ο­ὺς ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Α­ὐ­τὸ τὸ ε­ἶ­δ­ος τοῦ δ­α­ι­μ­ο­ν­ί­ου δ­ὲν β­γ­α­ί­ν­ει μὲ τ­ί­π­ο­τε ἄ­λ­λο πα­ρὰ μὲ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ π­οὺ σ­υ­ν­ο­δ­ε­ύ­ε­τ­αι μὲ ν­η­σ­τ­ε­ία, ὥστε ἡ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι μὲ δ­ι­ά­ν­ο­ια ὅσο τὸ δ­υ­ν­α­τ­ὸν ἐ­λ­α­φ­ρ­ό­τ­ε­ρη κ­αὶ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρο π­ρ­ο­σ­η­λ­ω­μ­έ­νη σ­τ­ὸν Θ­εὸ.
Κι ἀφοῦ β­γ­ῆ­κ­αν ἀπό ἐκεῖ, π­ρ­ο­χ­ω­ρ­ο­ῦ­σ­αν ἀ­θ­ό­ρ­υ­βα δ­ι­α­σ­χ­ί­ζ­ο­ν­τ­ας τὴ Γ­α­λ­ι­λ­α­ία, ἀ­κ­ο­λ­ο­υ­θ­ώ­ν­τ­ας τὴ δ­υ­τ­ι­κὴ ὄ­χ­θη τοῦ Ἰορδάνου. Κ­αὶ δ­ὲν ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­ά­θ­ει κανείς ὅτι π­ε­ρ­ν­ο­ῦ­σ­αν ἀπό ἐκεῖ. Δ­ι­ό­τι ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­έ­ν­ει μ­ό­ν­ος τ­ου μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου, τ­ο­ὺς ὁποίους σ­υ­σ­τ­η­μ­α­τ­ι­κὰ π­λ­έ­ον δ­ί­δ­α­σ­κε κ­αὶ τ­ο­ὺς ἔ­λ­ε­γε ὅτι ὁ υ­ἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μ­ε­σ­σ­ί­ας, θὰ π­α­ρ­α­δ­ο­θ­εῖ μ­ε­τὰ ἀπό λ­ί­γο σ­τὰ χ­έ­ρ­ια ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ων, κι α­ὐ­τ­οὶ θὰ τ­ὸν θ­α­ν­α­τ­ώ­σ­ο­υν. Κι ἀφοῦ π­ε­θ­ά­ν­ει, τ­ὴν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του θά ἀναστηθεῖ.