ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(29 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί τῷ
Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ' οὐδενὸς εἶχε μείζονος
ὀμόσαι, ὤμοσε καθ' ἑαυτοῦ
λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε
τῆς ἐπαγγελίας· ἄνθρωποι
μὲν κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας
πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι
τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας
τὸ ἀμετάθετον
τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν
ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον
ψεύσασθαι
Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν
οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν
ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον
τοῦ καταπετάσματος, ὅπου
πρόδρομος ὑπὲρ
ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς
γενόμενος
εἰς τὸν αἰῶνα.
(Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20 )
Η «ΓΗ ΤΗΣ
ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ!»!
ΛΟΓΟΣ ΣΤΟ: «Καὶ οὕτω
μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας».
Στὴ μεγάλη ὑπόσχεση – τὴν ἐπαγγελία
– τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ ἀναφέρεται τὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ
ἀνάγνωσμα. Τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἀποκτήσει δικό του παιδί, καὶ ὅτι ὁ
λαός, ποὺ θὰ προέλθει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ παιδί, θὰ κατοικήσει στὴν περιοχὴ
τῆς Χαναάν, ἡ ὁποία γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο ὀνομάσθηκε «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας». Καὶ βέβαια ὁ Ἀβραάμ,
ὅταν ἀπέκτησε τὸν υἱό του Ἰσαάκ, εἶδε νὰ πραγματοποιεῖται κατὰ
τὴν ἀρχή της ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁριστικὴ ἐκπλήρωση τῆς ὁποίας
ἔλαβε χώρα πέντε αἰῶνες ἀργότερα.
Ἐκπληρώθηκε ὅμως πράγματι
ὁριστικὰ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ; Ὄχι, ἀπαντᾶ ὁ θεόπνευστος συγγραφεὺς
τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς. Ὄχι! Διότι ἄλλη εἶναι ἡ ἀληθινὴ «Γῆ
τῆς Ἐπαγγελίας», στὴν ὁποία κυρίως ἤθελε νὰ ὁδηγήσει τὸν λαό Του ὁ Θεός, καὶ ὄχι ἡ
γῆ τῆς Χαναάν.
Ποιὰ εἶναι
λοιπὸν ἡ ἀληθινὴ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» καὶ ποιοὶ θὰ εἰσέλθουν σ᾿ αὐτήν; Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ θὰ προσπαθήσουμε
νὰ ἀπαντήσουμε σήμερα.
1. Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ
Εἴδαμε καὶ τὴν περασμένη Κυριακὴ
μὲ πόση δύναμη ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ φωτίζει τὰ μεγάλα γεγονότα
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ φανερώνει τὸ ἀληθινό τους νόημα. Μὲ τὴν ἴδια
αὐτὴ δύναμη ἀνατέμνει καὶ τὸ σημερινό μας θέμα. Καὶ τί λέγει;
Ὅλα, ὅσα συνέβαιναν τότε,
σημειώνει στὸ δ΄[4ο] κεφάλαιο ὁ θεόπνευστος συγγραφεύς
της, ἦσαν προτυπώσεις καὶ εἰκόνες τῶν πραγματικῶν γεγονότων, ποὺ θὰ
συνέβαιναν ἀργότερα. Καὶ ἐν προκειμένῳ λοιπὸν ἡ μεγάλη ὑπόσχεση
τοῦ Θεοῦ στὸν Ἀβραάμ, ὅτι οἱ ἀπόγονοί του θὰ εἰσέλθουν καὶ θὰ κατοικήσουν
στὴν «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας», εἶχε βαθύτερο καὶ μυστικότερο νόημα.
Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι, ὑπὸ τὴν ἡγεσία
τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, εἰσῆλθαν καὶ κατέκτησαν τὴν Χαναάν, ἡ ὑπόσχεση
τοῦ Θεοῦ πραγματοποιήθηκε – ἀλλὰ μόνο κατὰ τὴν τυπικὴ καὶ ἐξωτερική
της πλευρά. Κατὰ τὸ μυστικό της βάθος ἔμεινε ἀκόμη ἀπραγματοποίητη.
Καὶ ποιὸ λοιπὸν εἶναι αὐτὸ τὸ
μυστικὸ βάθος τῆς θεϊκῆς ὑποσχέσεως; Εἶναι, συνεχίζει ὁ θεόπνευστος
Ἀπόστολος, ἡ ἀληθινή, ἡ Οὐράνια «Γῆ
τῆς Ἐπαγγελίας», ἡ αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας εἰκόνα
καὶ προτύπωση ἦταν ἡ ἐπίγεια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» στὴ Χαναάν. Καὶ εἶναι
σημαντικὸ νὰ ὑπογραμμισθεῖ ὅτι ὁ Ἀβραάμ, λέγει ὁ Ἀπόστολος στὸ ια΄[11ο] κεφάλαιο τῆς Ἐπιστολῆς, εἶχε ἀντιληφθεῖ
αὐτὸ τὸ μυστικὸ βάθος τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ, γι᾿ αὐτὸ καὶ κατοικοῦσε
στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας σὰν «ξένος καὶ παρεπίδημος» (στίχ. 13). Καὶ δὲν
ἔκτισε σ᾿ αὐτὴν σπίτι, ἀλλὰ ἔμενε σὲ σκηνές, διότι «ἐξεδέχετο τὴν
τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεὸς»
(στίχ. 10)· περίμενε δηλαδὴ νὰ κατοικήσει στὴν οὐράνια πόλη μὲ τὰ ἄσειστα
θεμέλια, τῆς ὁποίας ἀρχιτέκτων καὶ κτίστης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Αὐτὸ λοιπὸν εἶναι τὸ μυστικὸ
βάθος τῆς θεϊκῆς ὑποσχέσεως. Καὶ τὸ ὅτι κάτι τέτοιο δὲν ἀποτελεῖ
αὐθαίρετη ὑπόθεση, φαίνεται, γράφει ὁ Ἀπόστολος στὸ δ΄[4ο]
κεφάλαιο, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ βασιλέως
Δαβὶδ προειδοποιεῖ στὸν 94ο Ψαλμὸ τοὺς Ἑβραίους νὰ μὴ δείξουν τὴν ἴδια
σκληροκαρδία, ποὺ εἶχαν δείξει οἱ προγονοί τους στὴν ἔρημο καὶ τιμωρήθηκαν
νὰ μὴ εἰσέλθουν στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, διότι θὰ ὑποστοῦν καὶ αὐτοὶ
τὴν ἴδια τιμωρία. Ἀλλὰ πῶς θὰ ὑφίσταντο τὴν ἴδια τιμωρία, ἀφοῦ ἤδη
εὑρίσκοντο ἀπὸ αἰῶνες ἐγκατεστημένοι στὴν «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας»;
Νὰ λοιπόν, λέγει, ποὺ ἐδῶ ὁ Θεὸς ὑπαινίσσεται τὴν οὐράνια «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας»,
ἡ ὁποία καὶ περιμένει τοὺς εὐτυχισμένους κατοίκους της.
Ναί, ἡ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» περιμένει
τοὺς κατοίκους της. Ποιοὶ λοιπὸν θὰ εἶναι αὐτοὶ οἱ προνομιοῦχοι κάτοικοί
της;
2. ΟΙ ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΤΗΣ
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΟΣ
Ἀλλὰ βέβαια εἶναι φανερὸ
πὼς ὅλοι μας – ὅλοι οἱ πιστοί – ἔχουμε κληθεῖ νὰ εἰσέλθουμε σ᾿ αὐτὴν
τὴν ἐπιθυμητὴ Γῆ. Ὅλοι μας, γράφει ὁ Ἀπόστολος, «ἐσμὲν εὐηγγελισμένοι,
καθάπερ κἀκεῖνοι» (δ΄[4] 2)· ἔχουμε καὶ ἐμεῖς λάβει, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι
οἱ ἀπειθεῖς, τὴν ἴδια θεϊκὴ ὑπόσχεση, νὰ εἰσέλθουμε στὴ «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας».
Νὰ εἰσέλθουμε! Ναί! Ἀλλὰ ὑπὸ
κάποια προϋπόθεση. Ὑπὸ τὴν προϋπόθεση ὅτι θὰ φανοῦμε «μιμηταὶ
τῶν διὰ πίστεως καὶ μακροθυμίας κληρονομούντων τὰς ἐπαγγελίας»
(Ϛ΄[6] 12)· ὅτι θὰ μιμηθοῦμε δηλαδὴ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν πίστη
καὶ τὴν ὑπομονὴ ἀξιώνονται νὰ εἰσέρχονται στὴ Γῆ αὐτὴ τῶν θεϊκῶν ὑποσχέσεων.
Μὲ τὴν πίστη πρωτίστως! Ἂς σκεφθοῦμε
πόση πίστη χρειάσθηκε νὰ δείξει ὁ Ἀβραὰμ σὲ ὅλη του τὴ ζωή, ἰδιαιτέρως
ὅμως, ὅταν ὁ Θεὸς τοῦ ζήτησε νὰ θυσιάσει τὸν Ἰσαάκ, τὸ μοναδικὸ παιδί
του, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς τοῦ εἶχε ὑποσχεθεῖ πὼς θὰ προέλθει
ἕνας ὁλόκληρος λαός! Τί τρομερὴ δοκιμασία ἦταν ἐκείνη! Πόσο ἀκλόνητος
φάνηκε στὴν περίσταση αὐτὴ ὁ μέγας Πατριάρχης!
Πίστη λοιπὸν χρειαζόμεθα
καὶ ἐμεῖς. Πίστη! Ὅταν βλέπουμε
ὅτι ὅλα πᾶνε ἀνάποδα, ὅταν οἱ δοκιμασίες ἔρχονται ἡ μία ἐπάνω
στὴν ἄλλη, ὅταν γινόμαστε «περίγελως», περιγέλιο τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων,
ὅταν... ὅταν... σὲ τόσες ἀμέτρητες περιστάσεις ἡ πίστη μας δοκιμάζεται.
Σ᾿ αὐτὲς τὶς κρίσιμες στιγμὲς
καλούμεθα νὰ μένουμε καὶ ἐμεῖς σταθερὰ προσηλωμένοι στὸν Θεό. Νὰ ἔχουμε
τὴν ἀπόλυτη πεποίθηση, πὼς Ἐκεῖνος εἶναι κοντά μας καὶ μέσω τῶν δυσκολιῶν
μᾶς ὁδηγεῖ πρὸς τὴν Οὐράνια «ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ». Καὶ ὅταν ἔχουμε αὐτὴν
τὴν πίστη, τότε θὰ δείχνουμε καὶ τὴν ἀνάλογη ὑπομονή. Ποὺ σημαίνει ὅτι θὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀντιμετωπίσουμε
τὶς δοκιμασίες κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θὰ ἀγωνιζόμαστε κατὰ τῆς ἁμαρτίας.
Μὲ τὴν συναίσθηση πὼς εἴμαστε ὁδοιπόροι τῆς αἰωνιότητος. Καὶ ὅτι
τώρα δίνουμε τὸν μικρό μας ἀγώνα, προκειμένου νὰ νικήσουμε τοὺς ἐχθρούς
μας καὶ νὰ φθάσουμε στὴ γλυκειά μας Πατρίδα!
Ναί, ἀδελφοί! Στὴν Πατρίδα
μας! Στὴν αἰώνια χαρὰ καὶ δόξα τῆς ἀληθινῆς «Γῆς τῆς Ἐπαγγελίας», «ὅπου
πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν» – γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸν δρόμο καὶ νὰ ἑτοιμάσει
τὸν τόπο – «εἰσῆλθεν» ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ὁ αἰώνιος Ἀρχιερέας
μας καὶ Βασιλεὺς τοῦ Σύμπαντος κόσμου. Ἀμήν!
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ
«Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ,
γονυπετῶν αὐτόν καί λέγων. Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ,
ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται·
καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς
αὐτῷ
λέγει· Ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι
ὑμῶν;
φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν
αὐτόν,
καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο
ἀφρίζων. καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ·
Πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· Παιδιόθεν.
καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ
αὐτόν·
ἀλλ' εἴ τι δύνασαι,
βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς
ἐφ' ἡμᾶς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ·
Τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι,
πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι.
καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ
δακρύων ἔλεγε· Πιστεύω,
Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι
ἐπισυντρέχει ὄχλος ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ
λέγων
αὐτῷ· Τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφὸν, ἐγὼ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν
ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ
ἐπηρώτων αὐτόν κατ' ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς
οὐκ ἠδυνήθημεν
ἐκβαλεῖν αὐτό. καὶ εἶπεν αὐτοῖς·
Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ
καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν
ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν
αὐτόν,
καὶ ἀποκτανθεὶς
τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
(Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἕνας ἀπὸ τὸ πλῆθος του
λαοῦ πλησίασε τόν Ἰησοῦ, γονάτισε
μπροστά του καί τοῦ εἶπε: Διδάσκαλε, σοῦ ἔφερα τὸ γιό μου ποὺ ἔχει καταληφθεῖ
ἀπό δαιμονικὸ πνεῦμα, πού τοῦ πῆρε καὶ τὴ λαλιά. Καὶ σ' ὅποιο
μέρος τὸν πιάσει, τὸν ρίχνει κάτω, κι ἀφρίζει καὶ τρίζει
τὰ δόντια του καὶ μένει ξερὸς κι ἀναίσθητος. Εἶπα στοὺς
μαθητές σου νά τὸ βγάλουν, ἀλλά δὲν μπόρεσαν. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε:
Ὢ γενιὰ ποὺ τόσα θαύματα εἶδες
καὶ εἶσαι ἀκόμη ἄπιστη! Ἕως πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Ἕως πότε
θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τόν μου ἐδῶ. Καὶ τὸν ἔφεραν κοντά του. Κι ὅταν
τό πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε μὲ σπασμοὺς τὸν νέο,
ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔπεσε κάτω στὴ γῆ, κυλιόταν κι ἔβγαζε ἀφροὺς
ἀπ' τὸ στόμα του. Τότε ρώτησε ὁ Κύριος τὸν πατέρα τοῦ
παιδιοῦ: Πόσος καιρὸς εἶναι ἀπό
τότε πού τοῦ συμβαίνει αὐτό; Κι ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε: Ἀπό μικρὸ παιδί. Πολλὲς φορὲς μάλιστα τὸν ἔριξε καὶ
στὴ φωτιὰ καὶ στὰ νερὰ γιὰ νὰ τοῦ πάρει τὴ ζωή. Ἀλλὰ ἐάν μπορεῖς
νὰ κάνεις κάτι, λυπήσου μας καὶ βοήθησέ μας. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐσὺ ἐάν μπορεῖς νὰ πιστέψεις,
ὅλα εἶναι δυνατὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει. Κι ἀμέσως
φώναξε δυνατὰ ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: Πιστεύω, Κύριε, ὅτι ἔχεις τὴ δύναμη
νὰ μὲ βοηθήσεις. Βοήθησέ με ν' ἁπαλλαγῶ ἀπ' τὴν ὀλιγοπιστία
μου καὶ ἀναπλήρωσε ἐσύ τὴν ἔλλειψη τῆς πίστεώς μου. Ὅταν
λοιπὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ καὶ μαζευόταν πολὺς λαός,
πρόσταξε αὐστηρὰ τὸ ἀκάθαρτο δαιμονικὸ πνεῦμα καί τοῦ εἶπε:
Πνεῦμα ἄλαλο καὶ κουφό, ἐγώ σὲ διατάζω,
βγὲς ἀπ' αὐτὸν καὶ μὴν ξαναμπεῖς ποτὲ πιὰ μέσα του. Τότε
τὸ πονηρὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατὰ καὶ συντάραξε τὸ
παιδί, βγῆκε. Κι ἔγινε σάν νεκρὸς ὁ νέος, ὥστε πολλοί νά λένε
ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὸν ἔπιασε ἀπ' τὸ χέρι καὶ τὸν σήκωσε· κι ἐκεῖνος
στάθηκε ὄρθιος.
Ὅταν
κατόπιν ὁ Κύριος μπῆκε σὲ κάποιο σπίτι, τὸν ρωτοῦσαν
ἰδιαιτέρως οἱ μαθητές του: Γιατί
ἐμεῖς δὲν μπορέσαμε νά βγάλουμε τὸ πονηρὸ πνεῦμα; Κι
ἐκεῖνος τοὺς ἀπάντησε: Αὐτὸ
τὸ εἶδος τοῦ δαιμονίου δὲν βγαίνει μὲ τίποτε ἄλλο παρὰ
μὲ προσευχὴ ποὺ συνοδεύεται μὲ νηστεία, ὥστε ἡ προσευχὴ
νὰ γίνεται μὲ διάνοια ὅσο τὸ δυνατὸν ἐλαφρότερη καὶ περισσότερο
προσηλωμένη στὸν Θεὸ.
Κι
ἀφοῦ βγῆκαν ἀπό ἐκεῖ, προχωροῦσαν ἀθόρυβα διασχίζοντας
τὴ Γαλιλαία, ἀκολουθώντας τὴ δυτικὴ ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου. Καὶ
δὲν ἤθελε νὰ μάθει κανείς ὅτι περνοῦσαν ἀπό ἐκεῖ. Διότι ἤθελε
νὰ μένει μόνος του μαζὶ μὲ τοὺς μαθητές του, τοὺς ὁποίους συστηματικὰ
πλέον δίδασκε καὶ τοὺς ἔλεγε ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας,
θὰ παραδοθεῖ μετὰ ἀπό λίγο στὰ χέρια ἀνθρώπων, κι αὐτοὶ
θὰ τὸν θανατώσουν. Κι ἀφοῦ πεθάνει, τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό
θάνατό του θά ἀναστηθεῖ.