Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. (ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Β΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(15 ΜΑΡΤΙΟΥ 2020)
(ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Κα­τ' ἀρ­χάς σύ, Κριε, τν γν ἐ­θε­με­λί­ω­σας, κα ἔρ­γα τν χει­ρῶν σο εἰ­σιν ο οὐ­ρα­νοί· αὐ­τοὶ ἀ­πο­λοῦν­ται, σ δ δι­α­μέ­νεις· κα πάν­τες ς ἱ­μά­τιον πα­λαι­ω­θή­σον­ται, κα ὡ­σεὶ πε­ρι­βό­λαι­ον ἑ­λί­ξεις αὐ­το­ύς, κα ἀλ­λα­γή­σον­ται· σ δ αὐ­τὸς ε, κα τ ἔ­τη σου οκ ἐ­κλε­ί­ψου­σι. πρς τί­να δ τν ἀγ­γέ­λων εἴ­ρη­κέ πο­τε· κά­θου κ δε­ξι­ῶν μου ἕ­ως ἂν θ τος ἐχ­θρο­ύς σου ὑ­πο­πό­διον τν πο­δῶν σου; Οὐ­χὶ πάν­τες εἰ­σὶ λει­τουρ­γι­κὰ πνε­ύ­μα­τα ες δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να δι τος μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν; Δι τοῦ­το δε πε­ρισ­σο­τέ­ρως ἡ­μᾶς προ­σέ­χειν τος ἀ­κου­σθεῖ­σι, μή­πο­τε πα­ραρ­ρυ­ῶ­μεν. Εγρ δι' ἀγ­γέ­λων λα­λη­θεὶς λό­γος ἐ­γέ­νε­το βέ­βαι­ος, κα πᾶ­σα πα­ρά­βα­σις κα πα­ρα­κο­ὴ ἔ­λα­βεν ἔν­δι­κον μι­σθα­πο­δο­σί­αν, πς ἡ­μεῖς ἐκ­φευ­ξό­με­θα τη­λι­κα­ύ­της ἀ­με­λή­σαν­τες σω­τη­ρί­ας; ἥ­τις ἀρ­χὴν λα­βοῦ­σα λα­λεῖ­σθαι δι το Κυ­ρί­ου, ὑ­πὸ τν ἀ­κου­σάν­των ες ἡ­μᾶς ἐ­βε­βαι­ώ­θη.
                                             (Ἑβρ. α΄[1]10 – β΄[2] 3)

ΜΑΣ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΑΓΓΕΛΟΙ!
«Οὐ­χὶ πάν­τες (οἱ ἄγ­γε­λοι) εἰ­σι λει­τουρ­γι­κὰ πνεύ­μα­τα εἰς δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να διὰ τοὺς μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν;»
Ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μ᾿ ἕ­να λό­γο του στὸ ση­με­ρι­νὸ ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα στρέ­φει τὴ σκέ­ψη καὶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον μας στὸν ἀ­ό­ρα­το πνευ­μα­τι­κὸ κό­σμο καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να στοὺς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους: «Οὐ­χὶ πάν­τες (οἱ ἄγ­γε­λοι) εἰ­σι λει­τουρ­γι­κὰ πνεύ­μα­τα εἰς δι­α­κο­νί­αν ἀ­πο­στελ­λό­με­να διὰ τοὺς μέλ­λον­τας κλη­ρο­νο­μεῖν σω­τη­ρί­αν;», ἐ­ρω­τᾶ. Κι ἐν­νο­εῖ ὅ­τι ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι εἶ­ναι ὑ­πη­ρε­τι­κὰ πνεύ­μα­τα, ποὺ ἐ­νερ­γοῦν ὄ­χι ἀ­πὸ δι­κή τους πρω­το­βου­λί­α, ἀλ­λὰ ἀ­πο­στέλ­λον­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ γιὰ νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν ἐ­κεί­νους ποὺ πρό­κει­ται νὰ κλη­ρο­νο­μή­σουν τὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή.
Μὲ ἀ­φορ­μὴ λοι­πὸν αὐ­τὸν τὸν λό­γο τοῦ ἁ­γί­ου Ἀ­πο­στό­λου ἂς δοῦ­με πρῶ­τον ποι­ὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­στο­λὴ τῶν ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων σὲ σχέ­ση μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους, καὶ δεύ­τε­ρον ποι­ὰ ὀ­φεί­λει νὰ εἶ­ναι ἡ δι­κή μας στά­ση ἀ­πέ­ναν­τί τους.
1. Δι­ά­κο­νοι τῆς σω­τη­ρί­ας μας
«Λει­τουρ­γι­κὰ πνεύ­μα­τα» χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὁ θε­ό­πνευ­στος Ἀ­πό­στο­λος τοὺς ἁ­γί­ους ἀγ­γέ­λους, καὶ μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ δη­λώ­νει ἀ­φε­νὸς μὲν τὴν φύ­ση τῶν ἁ­γί­ων ἀγ­γέ­λων («πνεύ­μα­τα»), ἀ­φε­τέ­ρου δὲ τὴν ἀ­πο­στο­λή τους («λει­τουρ­γι­κά»). Δι­ό­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὶς δο­ξο­λο­γί­ες ποὺ ἀ­να­πέμ­πουν «ἀ­κα­τα­παύ­στοις στό­μα­σι» πρὸς τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, ὅ­λοι οἱ ἄγ­γε­λοι ὡς «λει­τουρ­γι­κὰ» πνεύ­μα­τα κα­λοῦν­ται νὰ ὑ­πη­ρε­τοῦν καὶ στὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων.
Πῶς ὅ­μως ὑ­πη­ρε­τοῦν αὐ­τὸ τὸ ἔρ­γο; Στὴν Ἁ­γί­α Γρα­φὴ ἀ­να­φέ­ρον­ται πολ­λὰ τέ­τοι­α πε­ρι­στα­τι­κά. Ἂς θυ­μη­θοῦ­με τὸν ἀρ­χάγ­γε­λο Γα­βρι­ὴλ στὸν Εὐ­αγ­γε­λι­σμὸ τῆς Θε­ο­τό­κου, τὸν ἄγ­γε­λο ποὺ ἀ­νήγ­γει­λε στοὺς ποι­μέ­νες τὴ χαρ­μό­συ­νη εἴ­δη­ση τῆς Γεν­νή­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος, τοὺς ἀγ­γέ­λους ποὺ ἐμ­φα­νί­στη­καν στὶς Μυ­ρο­φό­ρες τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου, ἀλ­λὰ καὶ τὸν ἄγ­γε­λο ποὺ ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σε τὸν ἀ­πό­στο­λο Πέ­τρο ἀ­πὸ τὴ φυ­λα­κή.
Ἀλ­λὰ καὶ στὴν κα­θη­με­ρι­νή μας ζω­ὴ ἀ­να­ρίθ­μη­τα εἶ­ναι τὰ γε­γο­νό­τα, κα­τὰ τὰ ὁ­ποῖ­α οἱ ἄγ­γε­λοι ἀ­ο­ρά­τως μᾶς προ­στα­τεύ­ουν, ἐ­πα­λη­θεύ­ον­τας ἔ­τσι τὸν ψαλ­μι­κὸ λό­γο: «Πα­ρεμ­βα­λεῖ ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κύ­κλῳ τῶν φο­βού­με­νων αὐ­τὸν καὶ ρύ­σε­ται αὐ­τοὺς» (Ψαλμ. λγ'[33] 8). Δη­λα­δὴ ὁ Κύ­ριος στέλ­νει ἀγ­γέ­λους ποὺ δη­μι­ουρ­γοῦν προ­στα­τευ­τι­κὸ κλοι­ὸ γύ­ρω ἀ­πό τοὺς πι­στοὺς καὶ θε­ο­φο­βού­με­νους ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς γλυ­τώ­νει ἀ­πὸ κά­θε κίν­δυ­νο.
Ἐ­ξάλ­λου, ὅ­πως τὰ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα ὑ­πο­βάλ­λουν πο­νη­ροὺς λο­γι­σμοὺς γιὰ νὰ μᾶς πα­ρα­σύ­ρουν στὸ κα­κό, οἱ ἅ­γιοι ἄγ­γε­λοι ἀν­τι­θέ­τως μᾶς ἐμ­πνέ­ουν ἀ­γα­θὲς σκέ­ψεις καὶ ἀ­πο­φά­σεις καὶ μᾶς πα­ρα­κι­νοῦν σὲ με­τά­νοι­α καὶ σὲ ἔρ­γα ἀ­ρε­τῆς. Εἶ­ναι δὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι πα­ρα­κο­λου­θοῦν μὲ θαυ­μα­σμὸ τὸ πῶς ὁ Θε­ὸς ἐρ­γά­ζε­ται τὸ σχέ­διό του γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων καὶ χαί­ρον­ται ἰ­δι­αι­τέ­ρως «ἐ­πὶ ἑ­νὶ ἁ­μαρ­τω­λῷ με­τα­νο­οῦν­τι» (Λουκ. ι­ε΄[15] 10), δη­λα­δὴ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο ποὺ με­τα­νο­εῖ καὶ ἐ­πι­στρέ­φει στὸν δρό­μο τοῦ Θε­οῦ.
2. Ἡ εὐ­θύ­νη μας
Πῶς λοι­πὸν μπο­ροῦ­με νὰ μεί­νου­με ἀ­συγ­κί­νη­τοι καὶ ἀ­δι­ά­φο­ροι, ὅ­ταν ὅ­λος ὁ οὐ­ρα­νὸς κι­νη­το­ποι­εῖ­ται γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α μας;
Ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς στέλ­νει φύ­λα­κα ἄγ­γε­λο γιὰ κα­θέ­ναν ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ κά­θε πό­λη καὶ ἔ­θνος. Ἀ­πὸ ἐ­μᾶς ὅ­μως ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἂν θὰ κρα­τή­σου­με αὐ­τὸν τὸν ἀ­πε­σταλ­μέ­νο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κον­τά μας καὶ ἂν θὰ δε­χθοῦ­με τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὴν κα­θο­δή­γη­σή του. Ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τὸ λέ­ει ξε­κά­θα­ρα: Σὲ κά­θε πι­στὸ χρι­στια­νὸ βρί­σκε­ται δί­πλα ἕ­νας ἄγ­γε­λος, «ἐ­ὰν μή­πο­τε αὐ­τὸν ἡ­μεῖς ἐκ τῶν πο­νη­ρῶν ἔρ­γων ἀ­πο­δι­ώ­ξω­μεν»· ἀρ­κεῖ ἐ­μεῖς νὰ μὴν τὸν δι­ώ­ξου­με μὲ τὰ πο­νη­ρά μας ἔρ­γα. Δι­ό­τι, συ­νε­χί­ζει ὁ ἱ­ε­ρὸς Πα­τήρ, ὅ­πως ὁ κα­πνὸς φυ­γα­δεύ­ει τὶς μέ­λισ­σες καὶ ἡ δυ­σω­δί­α δι­ώ­χνει τὰ πε­ρι­στέ­ρια, ἔ­τσι καὶ ἡ δυ­σώ­δης ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πὸ κον­τά μας τὸν φύ­λα­κα ἄγ­γε­λο τῆς ζω­ῆς μας (P.G. 29,364).
Ἂς ἐν­τεί­νου­με λοι­πὸν τὸν ἀ­γώ­να μας, μά­λι­στα κα­τὰ τὴν πε­ρί­ο­δο αὐ­τὴ τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς, γιὰ νὰ δι­α­τη­ροῦ­με τὴ ζω­ή μας ἁ­γνὴ καὶ κα­θα­ρὴ ἀ­πὸ ἁ­μαρ­τί­ες, κι ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με τὸν ἅ­γιο Θε­ὸ μὲ τὰ λό­για τῆς προ­σευ­χῆς ποὺ ἀ­κοῦ­με τό­σο συ­χνὰ στοὺς Να­ούς μας, νὰ μᾶς χα­ρί­ζει «ἄγ­γε­λον εἰ­ρή­νης, πι­στὸν ὁ­δη­γόν, φύ­λα­κα τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν».
Εἶ­ναι συγ­κλο­νι­στι­κὸ καὶ μό­νο νὰ σκέ­φτε­ται κα­νεὶς πό­σο φρον­τί­ζει ἡ ἀ­γα­θό­τη­τα τοῦ Θε­οῦ γιὰ κά­θε ἄν­θρω­πο καὶ πό­σο με­γά­λη ἀ­ξί­α καὶ τι­μὴ τοῦ ἀ­πο­δί­δει. Ἕ­να δεῖγ­μα αὐ­τῆς τῆς ἀ­γά­πης τοῦ Θε­οῦ πρὸς τὸν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι καὶ τὸ ὅ­τι ἀ­πο­στέλ­λει ἀγ­γέ­λους γιὰ νὰ τὸν προ­στα­τεύ­ουν καὶ νὰ τὸν κα­θο­δη­γοῦν στὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας του.
Ἂς δο­ξά­σου­με τὸν Θε­ὸ καὶ γι᾿ αὐ­τὴν τὴν ἀ­νε­κτί­μη­τη δω­ρε­ά του κι ἂς ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε μὲ τὴν πί­στη καὶ τὴν ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα ὅ­τι στὸ δρό­μο τῆς ζω­ῆς δὲν βα­δί­ζου­με μό­νοι: μᾶς πα­ρα­στέ­κουν ἄγ­γε­λοι, πρό­θυ­μοι νὰ μᾶς βο­η­θή­σουν νὰ φθά­σου­με στὸν τε­λι­κὸ προ­ο­ρι­σμό μας: τὴ Βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
(Διασκευὴ ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ εἰ­σῆλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Κα­περ­να­οὺμ κα ἠ­κο­ύ­σθη ὅ­τι ες οἶ­κόν ἐ­στι. Κα εὐ­θέ­ως συ­νή­χθη­σαν πολ­λοὶ, ὥ­στε μη­κέ­τι χω­ρεῖν μη­δὲ τ πρς τν θύ­ραν· κα ἐ­λά­λει αὐ­τοῖς τν λό­γον. κα ἔρ­χον­ται πρς αὐ­τὸν πα­ρα­λυ­τι­κὸν φέ­ρον­τες, αἰ­ρό­με­νον ὑ­πὸ τεσ­σά­ρων. Κα μ δυ­νά­με­νοι προ­σεγ­γί­σαι αὐ­τῷ δι τν ὄ­χλον, ἀ­πε­στέ­γα­σαν τν στέ­γην ὅ­που ἦν, κα ἐ­ξο­ρύ­ξαν­τες χα­λῶ­σι τν κρά­βατ­τον ἐφ' ᾧ πα­ρα­λυ­τι­κὸς κα­τέ­κει­το. Ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς τν πί­στιν αὐ­τῶν λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ· Τκνον, ἀ­φέ­ων­ταί σοι α ἁ­μαρ­τί­αι σου. Ἦ­σαν δ τι­νες τν γραμ­μα­τέ­ων ἐ­κεῖ κα­θή­με­νοι κα δι­α­λο­γι­ζό­με­νοι ν τας καρ­δί­αις αὐ­τῶν· Τ οὗ­τος οὕ­τως λα­λεῖ βλα­σφη­μί­ας; τς δύ­να­ται ἀ­φι­έ­ναι ἁ­μαρ­τί­ας ε μ ες Θε­ός; Κα εὐ­θέ­ως ἐ­πι­γνοὺς ὁ Ἰ­η­σοῦς τ πνε­ύ­μα­τι αὐ­τοῦ ὅ­τι οὕ­τως αὐ­τοὶ δι­α­λο­γί­ζον­ται ν ἑ­αυ­τοῖς εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τ ταῦ­τα δι­α­λο­γί­ζε­σθε ν τας καρ­δί­αις ὑ­μῶν; Τ ἐ­στιν εὐ­κο­πώ­τε­ρον, εἰ­πεῖν τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ, ἀ­φέ­ων­ταί σου α ἁ­μαρ­τί­αι, εἰ­πεῖν, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­ββατόν σου κα πε­ρι­πά­τει; Ἵ­να δ εἰ­δῆ­τε ὅ­τι ἐ­ξου­σί­αν ἔ­χει ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που ἀ­φι­έ­ναι ἐ­πὶ τς γς ἁ­μαρ­τί­ας (λέ­γει τ πα­ρα­λυ­τι­κῷ). Σο λέ­γω, ἔ­γει­ρε κα ἆ­ρον τν κρά­βατ­τόν σου κα ὕ­πα­γε ες τν οἶ­κόν σου. Κα ἠ­γέρ­θη εὐ­θέ­ως, κα ἄ­ρας τν κρά βατ­τον ἐ­ξῆλ­θεν ἐ­ναν­τί­ον πάν­των, ὥ­στε ἐ­ξί­στα­σθαι πάν­τας κα δο­ξά­ζειν τν Θε­ὸν λέ­γον­τας ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε οὕ­τως εἴ­δο­μεν. 
                                             (Μᾶρκ. β΄[2] 1 - 12)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρόν μπῆ­κε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴν Κα­περ­να­ούμ· κι ἔ­γι­νε γνω­στὸ ὅ­τι βρί­σκε­ται σὲ κά­ποι­ο σπί­τι. Ἀ­μέ­σως λοι­πὸν μα­ζεύ­τη­καν τό­σο πολ­λοί, ὥ­στε νὰ γε­μί­σει τὸ σπί­τι καὶ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος πλέ­ον οὔτε δί­πλα στὴ θύ­ρα. Καὶ τοὺς δί­δα­σκε τὸ λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Ἔρ­χον­ται τό­τε καὶ τοῦ φέρ­νουν ἕ­ναν πα­ρά­λυ­το, ποὺ τὸν σή­κω­ναν πά­νω σ' ἕ­να κρε­βά­τι τέσ­σε­ρις. Κι ἐ­πει­δὴ δὲν μπο­ροῦ­σαν ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ πλή­θους νὰ τὸν πλη­σιά­σουν, ξε­σκέ­πα­σαν τὴ σκε­πὴ στὸ μέ­ρος ὅ­που βρι­σκό­ταν ὁ Κύ­ριος, κι ἀ­φοῦ ἔ­κα­ναν ἕ­να ἄ­νοιγ­μα, ἔ­ρι­ξαν ἀ­πὸ κεῖ κά­τω σι­γὰ-σι­γὰ τὸ κρε­βά­τι, πά­νω στὸ ὁποῖο ἦ­ταν ξα­πλω­μέ­νος ὁ πα­ρά­λυ­τος. Ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­δε τὴν πί­στη ποὺ εἶχαν ὅ­λοι αὐ­τοί, καὶ ὁ πα­ρά­λυ­τος καὶ ἐ­κεῖ­νοι ποὺ τὸν ἔ­φε­ραν, λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το, ποὺ ἀ­γω­νι­οῦ­σε μή­πως οἱ ἁ­μαρ­τί­ες του γί­νουν ἐμ­πό­διο στὴ θε­ρα­πεί­α του: «Παι­δί μου, σοῦ ἔ­χουν συγ­χω­ρη­θεῖ οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, οἱ ὁποῖες εἶ­ναι καὶ ἡ αἰ­τί­α τῆς σω­μα­τι­κῆς σου πα­ρα­λυ­σί­ας.» Ἦ­ταν ὅ­μως με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς γραμ­μα­τεῖς ποὺ κά­θον­ταν ἐκεῖ καὶ συλ­λο­γί­ζον­ταν μέ­σα τους: «Για­τί ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς μι­λά­ει ἔ­τσι καὶ ξε­στο­μί­ζει βλα­σφη­μί­ες; Ποι­ὸς ἄλ­λος μπο­ρεῖ νὰ συγ­χω­ρεῖ ἁ­μαρ­τί­ες πα­ρὰ μό­νον ἕ­νας, ὁ Θε­ός;» Ἀ­μέ­σως ὅ­μως ὁ Ἰησοῦς, μὲ ὑ­περ­φυ­σι­κὴ πλη­ρο­φο­ρί­α ποὺ ἔ­δι­νε στὸ πνεῦμα του ἡ θε­ό­τη­τά του, ἀν­τι­λή­φθη­κε ὅ­τι ἔ­τσι σκέ­φτον­ται αὐ­τοὶ μέ­σα τους, καὶ τοὺς εἶ­πε: «Για­τί δέ­χε­στε καὶ κυ­κλο­φο­ρεῖ­τε τέ­τοι­ους λο­γι­σμοὺς μέ­σα στὶς καρ­δι­ές σας; Τί εἶ­ναι εὐ­κο­λό­τε­ρο· νὰ πῶ στὸν πα­ρα­λυ­τι­κό, εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες οἱ ἁ­μαρ­τί­ες σου, ἤ νὰ τοῦ πῶ, σή­κω καὶ πά­ρε στὸν ὦ­μο σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ περπάτα; Ἐσεῖς θε­ω­ρεῖ­τε δυ­σκο­λό­τε­ρο αὐ­τὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο. Γιὰ νὰ μά­θε­τε λοι­πὸν ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσ­σί­ας, ὁ μο­να­δι­κὸς ἐκ­πρό­σω­πος τῆς ἀν­θρω­πό­τητος, ὁ ὁποῖος θὰ ἔλ­θει καὶ πά­λι πά­νω στὶς νε­φέ­λες ὡς Κρι­τὴς ἔν­δο­ξος, ἔ­χει ἐ­ξου­σί­α νὰ συγ­χω­ρεῖ πά­νω στὴ γῆ ἁ­μαρ­τί­ες· λέ­ει στὸν πα­ρά­λυ­το: Σὲ σέ­να ποὺ πι­στεύ­εις μι­λῶ. Σή­κω καὶ πά­ρε στὸν ὦ­μο σου τὸ κρε­βά­τι σου καὶ πή­γαι­νε στὸ σπί­τι σου.» Κι ἐ­κεῖ­νος ση­κώ­θη­κε ἀ­μέ­σως, πῆ­ρε τὸ κρε­βά­τι του καὶ βγῆ­κε ἀ­π' τὸ σπί­τι ἐ­κεῖ­νο μπρο­στὰ σ' ὅ­λους. Κι ἔ­τσι τὸν εἶ­δαν ὅ­λοι μὲ τὰ μά­τια τους καὶ γέ­μι­σαν μὲ ἔκ­πλη­ξη. Καὶ δό­ξα­σαν τὸν Θε­ὸ λέ­γον­τας ὅ­τι πο­τὲ μέ­χρι τώ­ρα δὲν εἴ­δα­με κά­τι τέ­τοι­ο, ἕ­νας πα­ρά­λυ­τος μὲ μί­α προ­στα­γὴ νὰ ση­κώ­νε­ται ἀ­μέ­σως ὑ­γι­ὴς καὶ νὰ περ­πα­τᾶ.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου