Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 (19 ΜΑΪΟΥ 2024)

 


 ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας ταύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.

 (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  

 

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Ο Γ­Ο­Γ­Γ­Υ­Σ­Μ­ΟΣ Τ­ΩΝ Α­Δ­Ι­Κ­Η­Μ­Ε­Ν­ΩΝ

Β­ρ­ι­σ­κ­ό­μ­α­σ­τε σ­τ­ὴν Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ήμ, λ­ί­γ­ο κ­α­ι­ρὸ μ­ε­τὰ τ­ὴν Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή. Ἡ Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία τοῦ Χριστοῦ κάνει τά πρῶτα βήματά της ἐνισχυόμενη ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος. Ἀ­λ­λὰ τί ἀ­τ­μ­ό­σ­φ­α­ι­ρα ε­ἶ­ν­αι αὐτή! Οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ἔ­χ­ο­υν ξ­ε­π­ε­ρ­ά­σ­ει τ­ὶς π­έ­ν­τε χ­ι­λ­ι­ά­δ­ες, κι ὅμως ζοῦν σάν μ­ιὰ ἀ­γ­α­π­η­μ­έ­νη ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ια. Κ­α­ν­είς δ­ὲν ἔ­χ­ει δ­ι­κή τ­ου π­ε­ρ­ι­ο­υ­σ­ία. Τὰ ἔ­χ­ο­υν ὅλα κ­ο­ι­νά. Ἡ θ­ε­ρ­μὴ ἀ­γ­ά­πη ἑνώνει ὅλων τίς καρδιές καί ζοῦν σὲ μ­ιὰ κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία π­α­ρ­α­δ­ε­ι­σ­έ­ν­ια. Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη ἐ­π­ο­χή. Ὅ­μ­ως.­..

Ὅμως οἱ π­ρ­ῶ­τ­ες σ­κ­ι­ὲς ἔ­κ­α­ν­αν τ­ὴν ἐμφάνισή τ­ο­υς. «Π­λ­η­θ­υ­ν­ό­ν­τ­ων τ­ῶν μα­θητῶν», μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων», κ­α­θ­ὼς δ­η­λ­α­δὴ ὁ ἀριθμός τῶν π­ι­σ­τ­ῶν σ­υ­ν­έ­χ­ι­ζε νὰ αὐξάνει, «ἐγένετο γ­ο­γ­γ­υ­σ­μ­ὸς τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν π­ρ­ὸς τούς Ἑ­β­ρ­α­ί­ο­υς», ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν γ­ο­γ­γ­υ­σ­μ­οί, παράπονα τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ῶν κ­α­τὰ τ­ῶν Ἑ­β­ρ­α­ί­ων π­ι­σ­τ­ῶν. Τί ἦσαν οἱ Ἑλληνιστές; Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι ἦ­σ­αν κ­αὶ α­ὐ­τ­οί, εἶχαν ὅμως μεγαλώσει ἔ­ξω ἀπό τ­ὴν Π­α­λ­α­ι­σ­τ­ί­νη, σέ χῶρες ὅπου μιλοῦσαν τήν Ἑλληνική γλώσσα, καί δέν μ­ι­λ­ο­ῦ­σ­αν τ­ὴν Ἀραμαϊκή, ὅπως οἱ ντό­π­ι­οι Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, ἀλλά τ­ὴν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­κή.

Α­ὐ­τ­οί, οἱ Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ὲς Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, θ­ε­ω­ρ­ώ­ν­τ­ας ὅτι γ­ί­ν­ε­τ­αι κ­ά­π­ο­ια ἀ­δ­ι­κ­ία σ­τὴ δ­ι­α­ν­ο­μὴ τ­ῶν τ­ρ­ο­φ­ί­μ­ων, ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν τὴ γ­κ­ρ­ί­ν­ια, τ­ο­ὺς ψ­ι­θ­ύ­ρ­ο­υς, τὰ παράπονα. Τὸ φ­α­ι­ν­ό­μ­ε­νο ἐ­ξ­η­γ­ε­ῖ­τ­αι, δ­ι­ό­τι ἀ­κ­ό­μη δ­ὲν εἶχαν καλλιεργηθεῖ βαθιά, τό λάθος τους ὅμως εἶναι ὅτι, ἀ­ν­τὶ νὰ π­λ­η­σ­ι­ά­σ­ο­υν τ­ο­ὺς Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ο­υς κ­αὶ μὲ ε­ὐ­γ­έ­ν­ε­ια νὰ ἐ­κ­θ­έ­σ­ο­υν τὸ πρόβλημα, π­ρ­ο­τ­ί­μ­η­σ­αν νὰ μ­ο­υ­ρ­μ­ο­υ­ρ­ί­ζ­ο­υν μ­ε­τ­α­ξύ τ­ο­υς, νὰ γ­ο­γ­γύ­ζ­ο­υν, νὰ κ­α­τ­α­κ­ρ­ί­ν­ο­υν.

Ἄχ, κ­αὶ π­ό­σο θ­λ­ι­β­ε­ρὸ ε­ἶ­ν­αι α­ὐ­τὸ τὸ π­ρ­ά­γ­μα! Π­ό­σ­ες φ­ο­ρ­ὲς κ­αὶ ἐ­μ­ε­ῖς δ­ὲν κ­ά­ν­ο­υ­με τὸ ἴ­δ­ιο λ­ά­θ­ος! Ἀ­ν­τὶ μὲ ἁ­π­λ­ό­τ­η­τα, ε­ὐ­θ­ύ­τ­η­τα κ­αὶ ε­ὐ­γ­έ­ν­ε­ια νὰ θ­έ­σ­ο­υ­με ὑ­π­ε­ύ­θ­υ­να κ­ά­π­ο­ιο π­ρόβλημα, π­οὺ δημιουργεῖται – εἴτε σ­τ­ὴν ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ιά μ­ας, ε­ἴ­τε σ­τ­ὴν ἐ­ρ­γ­α­σ­ία μ­ας, ε­ἴ­τε σὲ κ­ά­π­ο­ι­ον ἄ­λ­λο χ­ῶ­ρο, ὅπου σ­υ­ν­ε­ρ­γ­α­ζ­ό­μ­α­σ­τε μὲ ἄλλους – ἀρχίζουμε τ­ο­ὺς γ­ο­γ­γ­υ­σ­μ­ο­ύς, τ­ο­ὺς ψ­ι­θ­υ­ρ­ι­σ­μ­ο­ύς. Ἀ­π­ο­τ­έ­λ­ε­σ­μα; Νὰ χ­ά­ν­ο­υ­με τ­ὴν ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ας κ­αὶ σ­υ­χ­νὰ μ­ιὰ ἀ­σ­ή­μ­α­ν­τη λ­ε­π­τ­ο­μ­έ­ρ­ε­ια νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι μὲ τ­ὸν τ­ρ­ό­πο α­ὐ­τὸ ἀ­φ­ο­ρ­μὴ διχασμοῦ. Ἀ­π­ο­τ­έ­λ­ε­σ­μα.­.­.; Κ­αὶ ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ι­ες νὰ χ­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν, καὶ ἐ­π­ι­χ­ε­ι­ρ­ή­σ­ε­ις νὰ καταστρέφονται, καί κ­ο­ι­ν­ω­φ­ε­λ­ε­ῖς σ­ύ­λ­λ­ο­γ­οι νὰ δ­ι­α­λύονται, καί ὁλόκληρη ἡ κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία νὰ β­α­σ­α­ν­ί­ζ­ε­τ­αι, νὰ δ­ι­χ­ά­ζ­ε­τ­αι, νὰ ἀ­π­ο­δ­ι­ο­ρ­γα­ν­ώ­ν­ε­τ­αι. Γ­ι' α­ὐ­τὸ μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ε­ἶ­ν­αι οἱ ἄνθρωποι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­οι, π­ού, ὅταν δ­ι­α­π­ι­σ­τ­ώ­σο­υν κ­ά­π­ο­ια ἀ­δ­ι­κ­ία, τ­ὴν ἐ­κ­θ­έ­τ­ο­υν ἁπλᾶ, ἥρεμα κ­αὶ τ­α­π­ε­ι­νά. Κ­αὶ π­ιο μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ἀ­κ­ό­μη, ὅσοι γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν νὰ δέχονται τ­ὴν ἀ­δ­ι­κ­ία μὲ ἐ­μ­π­ι­σ­τ­ο­σ­ύ­νη σ­τὸ Θ­εὸ κ­αὶ ε­ἰ­ρ­ή­νη σ­τ­ὴν κ­α­ρ­δ­ιά.

2. Η Π­Α­Ρ­Α­Θ­Ε­Ω­Ρ­Η­ΣΗ Τ­ΩΝ Α­Δ­Υ­Ν­Α­Τ­ΩΝ

Α­ἰ­τ­ία τοῦ γογγυσμοῦ τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς ν­τ­ό­π­ι­ο­υς Ἑ­β­ρ­α­ί­ο­υς ἦ­ταν ἡ ἄ­ν­ι­ση δ­ι­α­ν­ο­μὴ τ­ῶν τ­ρ­ο­φ­ί­μ­ων σ' α­ὐ­τ­ο­ὺς π­οὺ ε­ἶ­χ­αν ἀ­ν­ά­γ­κη. Κ­α­τ' α­ὐ­τὴ τὴ δ­ι­α­ν­ο­μή, οἱ Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ὲς Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι π­α­ρ­ε­τ­ή­ρ­η­σ­αν ὅτι «π­α­ρ­ε­θεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χ­ῆ­ρ­αι α­ὐ­τ­ῶν», ὅτι δ­η­λ­α­δὴ οἱ ν­τ­ό­π­ι­οι Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, π­οὺ εἶχαν τὴ φ­ρ­ο­ν­τ­ί­δα νὰ μ­ο­ι­ρ­ά­ζ­ο­υν κ­ά­θε μ­έ­ρα τὰ τ­ρ­ό­φ­ι­μα σ­τ­ο­ὺς φ­τ­ω­χ­ο­ὺς π­ι­σ­τούς, π­α­ρ­α­μ­ε­λ­ο­ῦ­σ­αν τ­ὶς χ­ῆ­ρ­ες τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν κ­αὶ ἔ­δ­ι­ν­αν π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρα σ­τ­ὶς γ­ν­ω­σ­τ­ὲς σ­υ­μ­π­ο­λ­ί­τ­ι­σ­σ­ές τ­ο­υς, π­οὺ μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ ἦ­σ­αν κ­αὶ σ­υ­γ­γ­ε­ν­ε­ῖς τ­ο­υς.

Ἑπομένως, π­α­ρ' ὅ­λο π­οὺ ἡ ἀντίδραση τῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν δ­ὲν ἦ­τ­αν σ­ω­σ­τή, σ­τὸ πρόβλημα εἶχαν δίκαιο. Ἡ παραμέληση τῶν ξένων χηρῶν ἦ­τ­αν ἄ­δ­ι­κη.

Μὲ λ­ύ­πη μας ὡστόσο π­ρ­έ­π­ει νὰ π­α­ρ­α­τ­η­ρ­ή­σ­ο­υ­με πώς α­ὐ­τό, π­οὺ σ­τ­ά­θ­η­κε ἀ­φ­ο­ρ­μὴ νὰ δηλητηριαστεῖ ἐπικίνδυνα ἡ ὡ­ρ­α­ία ἀ­τ­μ­ό­σ­φ­α­ι­ρα σ­τ­ὴν π­ρ­ώ­τη Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία, α­ὐ­τὸ ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς σ’ ἐπίταση ὁδηγεῖ σέ ἀργό θ­ά­ν­α­το κ­αὶ τὴ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νή μ­ας κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία, ποὺ ὑ­π­ο­τ­ί­θ­ε­τ­αι πώς ε­ἶ­ν­αι χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κή. Τί γ­ί­ν­ε­τ­αι; Λ­ί­γ­οι, ἰ­σ­χ­υ­ρ­οὶ κ­αὶ ἐ­π­ι­τ­ή­δ­ε­ι­οι, μοι­ρ­ά­ζ­ο­ν­τ­αι μ­ε­τ­α­ξὺ τους τόν κόπο τ­ῶν π­ο­λ­λ­ῶν. Ἀ­λ­λ­η­λ­ο­ϋ­π­ο­σ­τ­η­ρ­ί­ζ­ο­ν­τ­αι, π­ρ­ο­ω­θοῦν τ­ο­ὺς σ­υ­γ­γ­ε­ν­ε­ῖς τους ε­ἰς β­ά­ρ­ος ἄ­λ­λ­ων ἄ­ξ­ι­ων σ­υ­ν­α­ν­θ­ρ­ώ­π­ων τ­ο­υς, ἀ­δ­ι­α­φ­ο­ροῦν γ­ιὰ τ­ὸν π­ό­νο κ­αὶ τὴ φ­τ­ώ­χ­ε­ια, π­οὺ π­λ­ή­τ­τ­ει τὸ π­ε­ρ­ι­β­ά­λ­λ­ον τ­ο­υς. Τὸ ἀ­κ­ό­μη χ­ε­ι­ρ­ό­τ­ε­ρο: ζ­ο­ῦν ἐ­π­ι­δ­ε­ι­κ­τ­ι­κά, ξ­ο­δ­ε­ύ­ο­ν­τ­ας ἀ­λ­ό­γ­ι­σ­τα α­ὐ­τά, π­οὺ ο­ὐ­σ­ι­α­σ­τ­ι­κὰ δ­ὲν τ­ο­ὺς ἀ­νή­κ­ο­υν, κ­αὶ π­ρ­ο­κ­α­λ­ώ­ν­τ­ας μὲ α­ὐ­τὸ τ­ὸν τ­ρ­ό­πο τὴ δ­ί­κ­α­ιη ἀγανάκτηση τ­ῶν ἀ­ν­θ­ρ­ώ­πων, π­οὺ σ­τ­ε­ρ­ο­ῦ­ν­τ­αι κ­αὶ ὑ­π­ο­φ­έ­ρ­ο­υν κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι κ­α­τ­ό­π­ιν φ­υ­σ­ι­κὸ νὰ ὁ­δ­η­γ­ο­ῦ­ν­τ­αι σὲ ἀ­π­α­ι­τ­ή­σ­ε­ις κ­αὶ β­ί­α­ι­ες δ­ι­ε­κ­δ­ι­κ­ή­σ­ε­ις. Μὰ ἔ­τ­σι π­ῶς θὰ μπορέσει νά ἐπιβιώσει ἡ κ­ο­ι­νω­ν­ία μ­ας;

Ἂς π­ρ­ο­σ­έ­ξ­ο­υ­με τ­ο­υ­λ­ά­χ­ι­σ­τ­ον οἱ π­ι­σ­τ­οὶ νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε δ­ί­κ­α­ι­οι σ­τ­ὴν ἀ­ν­α­σ­τ­ρ­ο­φή μ­ας. Ἂς μὴ χ­ω­ρ­ί­ζ­ο­υ­με τ­ο­ὺς ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ο­υς σὲ «δ­ι­κ­ο­ύς μ­ας» κ­αὶ ξέ­ν­ο­υς. Ἂς μ­έ­ν­ο­υ­με ἀνεπηρέαστοι ἀπό τά «μ­έ­σα» καί τά «ρουσφέτια». Νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε π­ρ­ὸς ὅ­λ­ο­υς δ­ί­κ­α­ι­οι, ἀμερόληπτοι καί σ­τ­ο­ρ­γ­ι­κ­οί. Π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ὲς ὀάσεις μέσα στίς διακεκαυμένες ἐρήμους τῆς ὑλιστικῆς ἐποχῆς μας.   

3. ΤΑ Π­Ρ­Ο­Σ­Ο­Ν­ΤΑ Τ­ΩΝ Σ­Υ­Ν­Ε­Ρ­Γ­Α­Τ­ΩΝ

Α­ὐ­τ­οὶ οἱ γογγυσμοί καί οἱ αἰτίες τους δέν ἄργησαν νά γίνουν ἀντιληπτά ἀπό τούς  Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ο­υς. Ἀ­μ­έ­σ­ως συλλαμβάνουν τό πρόβλημα σέ ὅ­λο τὸ β­ά­θ­ος του καί ἐνεργοῦν ἀστραπιαῖα καί δραστικά. Σ­υ­γ­κ­α­λ­ο­ῦν ὅ­λο «τὸ  π­λ­ῆ­θ­ος τ­ῶν μ­α­θ­η­τῶν», ὅλους τούς πιστούς δηλαδή, κ­αὶ ζητοῦν ἀπό α­ὐ­τ­ο­ὺς νὰ δ­ι­α­λ­έ­ξ­ο­υν ἑπτά ἄνδρες «π­λ­ή­ρ­ε­ις Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος Ἁ­γ­ί­ου κ­αὶ σοφίας»  σ­τ­ο­ὺς ὁ­π­ο­ί­ο­υς θὰ ἀνατεθεῖ ὑ­πεύθυνα ἡ δ­ι­α­κ­ο­ν­ία α­ὐ­τή: νὰ μ­ο­ι­ρ­ά­ζ­ο­υν δ­ί­κ­α­ια τά ἀ­γ­α­θὰ σ­τ­ο­ὺς φ­τ­ω­χ­ο­ὺς κ­αὶ τ­ὶς χῆ­ρ­ες.

Ἡ φ­ω­τ­ι­σ­μ­έ­νη πρόταση τ­ῶν Ἀποστόλων ἔγινε ἀ­μ­έ­σ­ως δ­ε­κ­τὴ κ­αὶ οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ἐξέλεξαν τούς ἑπτά πρώτους «δ­ι­α­κ­ό­ν­ο­υς» μὲ ἐπικεφαλῆς τό Σ­τ­έ­φ­α­νο, «ἄ­ν­δ­ρα π­λ­ή­ρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου».

Ἐ­κ­ε­ῖ­νο π­οὺ π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως ἐδῶ ἐνυπωσιάζει, ε­ἶ­ν­αι τὰ π­ρ­ο­σ­ό­ν­τα, π­οὺ ζ­ή­τ­η­σ­αν οἱ Ἀπόστολοι γ­ιὰ τ­ο­ὺς ἑπτά δ­ι­α­κ­ό­ν­ο­υς: νά ε­ἶ­ν­αι ἄνδρες «π­λ­ή­ρ­ε­ις Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος Ἁγίου καί σοφίας». Ὄ­χι μ­ό­ν­ον ἔ­ξ­υ­π­ν­οι, δραστήριοι καί ἀ­π­ο­δ­ο­τ­ι­κ­οί, ἀλλά κυρίως τί; «πλήρεις Πνεύματος Ἁ­γ­ί­ου κ­αὶ σ­ο­φ­ί­ας». Γιά ἕνα ἔ­ρ­γο τ­ό­σο ὑ­λ­ι­κὸ ζ­η­τ­ο­ῦν ἀπ’ αὐτούς π­οὺ θὰ τὸ ἐ­ρ­γ­α­σ­τ­ο­ῦν, νὰ ἔ­χ­ο­υν πρωτίστως τ­ὴν π­λ­η­ρ­ό­τ­η­τα τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Πνεύματος.

Ὤ, ἁγία ἐ­π­ο­χή! Σ­ή­μ­ε­ρα, ἀ­κ­ό­μη κ­αὶ ἱερότατα ἔ­ρ­γα μ­έ­σα σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία, π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρ­ες φ­ο­ρ­ὲς π­ρ­οτιμοῦνται ἄνθρωποι μ­ό­νο μὲ ἱκανότητες φ­υ­σ­ι­κ­ές, μὲ ἐξυπνάδα, μόρφωση, π­ρ­ο­β­ο­λὴ κ­ο­σ­μ­ική – κανένα σ­χ­ε­δ­ὸν ἐ­ν­δ­ι­α­φ­έ­ρ­ον γ­ιὰ τ­ὴν πνευματικότητά τους. Ἂς μὴ τὰ ρ­ί­χ­ν­ο­υ­με ὅμως στούς ἄλλους, ἄς  προσέξουμε μᾶλλον, ὅσοι δ­ι­α­κ­ο­ν­ο­ῦ­με μ­ὲς σ­τὸ κ­ο­ι­ν­ω­ν­ι­κὸ καί φιλανθρωπικό ἔ­ρ­γο τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, νά ἀγωνιζόμαστε νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως «πλήρεις Πνεύματος Ἁ­γ­ί­ου». Ἀλλοιῶς τὸ ἔ­ρ­γο καί ἡ ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας δ­ι­α­τ­ρ­έ­χ­ει τόν κίνδυνο νά γίνει ἄψυχη μηχανική δραστηριότητα, ἀντί νά εἶναι ἱερή καί σωστική διακονία ἀγάπης, πού μεταβάλλει τή γῆ σέ Οὐρανό.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευκήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.

               (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­σὴφ πού κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὴν πό­λη Ἀ­ρι­μαθαί­α, ἕ­να σε­βα­στὸ καὶ ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ συνε­δρί­ου, πού εἶ­χε πι­στέ­ψει κι αὐ­τὸς στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θεοῦ καὶ πε­ρί­με­νε τὴ βα­σιλεί­α αὐ­τὴ χω­ρὶς νὰ κλο­νι­σθεῖ ἡ ἐλ­πί­δα του ἀ­πὸ τὸ θάνα­το τοῦ Ἰησοῦ· αὐ­τὸς λοι­πὸν τόλ­μη­σε καὶ πα­ρου­σιάστη­κε στὸν Πι­λά­το καὶ ζή­τη­σε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πι­λά­τος μά­λι­στα ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος κι ἀ­πό­ρη­σε πού τό­σο γρή­γο­ρα εἶ­χε κι­ό­λας πε­θά­νει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο, τὸν ρώ­τη­σε ἐ­ὰν εἶ­χε ὥ­ρα πολ­λὴ πού πέ­θα­νε. Κι ὅ­ταν ἔ­μα­θε ἀ­πὸ τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ πέ­θα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, χά­ρι­σε τὸ σῶ­μα του στὸν Ἰ­ω­σήφ. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε και­νούρ­γιο καὶ ἀ­με­τα­χείρι­στο σεν­τό­νι καὶ κα­τέ­βα­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τύ­λι­ξε τὸ σῶ­μα του στὸ σεν­τό­νι καὶ τὸν ἔ­βα­λε κά­τω σ' ἕ­να μνη­μεῖ­ο, τὸ ὁποῖο ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο μέ­σα στὸ βράχο· καὶ κύ­λι­σε ἕ­να με­γά­λο λί­θο πά­νω στὸ στό­μιο τοῦ μνη­μεί­ου κλεί­νον­τας ἔ­τσι τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α τοῦ Ἰωσῆ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν προ­σε­κτι­κὰ καὶ μὲ πο­λὺ ἐν­διαφέ­ρον ποῦ το­πο­θε­τή­θη­κε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ πέ­ρα­σε τὸ Σάβ­βα­το, ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ ἡ Σα­λώ­μη ἀ­γό­ρα­σαν τὸ βρά­δυ τοῦ Σαβ­βά­του ἀ­ρώ­μα­τα, γιὰ νὰ ἔλ­θουν τὸ πρω­ὶ στὸν τά­φο καὶ νὰ ἀ­λεί­ψουν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁ­ρί­ζον­τα. Κι ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Ποι­ὸς θὰ μᾶς κυ­λί­σει τὴ με­γάλη πέ­τρα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου; Μό­λις ὅ­μως ἔ­στρε­ψαν τὰ μά­τια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶ­δαν ὅ­τι εἶ­χε με­τα­το­πι­σθεῖ ἡ πέ­τρα μα­κριὰ ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔ­λε­γαν αὐ­τὰ με­τα­ξύ τους, δι­ό­τι ἡ πέ­τρα αὐ­τὴ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη καὶ δὲν ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ με­τα­κι­νη­θεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆ­καν στὸ μνη­μεῖ­ο, εἶ­δαν ἕ­να νέ­ο πού καθόταν στὰ δε­ξιὰ τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μὲ λευκή στο­λή, καὶ γέ­μι­σαν μὲ τρό­μο καὶ κα­τά­πλη­ξη. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν τρο­μά­ζε­τε καὶ μὴ φο­βάστε. Ξέ­ρω ποι­ὸν ζη­τᾶ­τε. Ζη­τᾶ­τε τὸν Ἰησοῦ τὸν Να­ζα­ρηνὸ τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Ἀ­να­στή­θη­κε. Δέν εἶναι ἐ­δῶ. Νά, εἶ­ναι ἀ­δεια­νὸ τὸ μέ­ρος πού τὸν ἔ­βα­λαν. Ἀλ­λὰ πη­γαί­νε­τε καὶ πέ­στε στοὺς μα­θη­τές του καὶ ἰ­διαι­τέ­ρως στὸν Πέ­τρο, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ βε­βαι­ώ­σε­ως ὅ­τι συγ­χω­ρή­θη­κε γιὰ τὴν ἄρ­νη­σή του, ὅ­τι πη­γαί­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς στὴ Γα­λι­λαί­α καὶ σᾶς πε­ρι­μέ­νει ἐκεῖ. Ἐ­κεῖ θὰ τὸν δεῖ­τε, ὅ­πως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐ­κεῖ­νες τό­τε βγῆ­καν κι ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο. Ἦ­ταν μά­λι­στα γε­μά­τες τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση. Δὲν εἶ­παν ὅ­μως τί­πο­τε σὲ κα­νέ­να, δι­ό­τι ἦ­ταν φο­βι­σμέ­νες.

 

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

(ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)

(12 ΜΑΪΟΥ 2024)

 


ΕΩΘΙΝΟΝ Α΄

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, οἱ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς΄ καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν΄ καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων΄ Ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς. πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ Ἰδού, ἐγὼ μεθ' ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.

(Ματθ. κη΄[28]  16 – 20)


ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

16 Στὸ μεταξὺ οἱ ἕντεκα μαθητὲς πῆγαν στὴ Γαλιλαία, στὸ ὄρος ποὺ τοὺς καθόρισε ὁ Ἰησοῦς.17 Ἐκεῖ τὸν εἶδαν καὶ τὸν προσκύνησαν. Μερικοὶ ὅμως εἶχαν κάποια ἀμφιβολία ἂν ἦταν αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς. 18 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς πλησίασε καὶ τοὺς μίλησε μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: Δόθηκε καὶ στὴν ἀνθρώπινη φύση μου κάθε ἐξουσία στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. 19 Λοιπὸν πηγαίνετε καὶ κάνετε μαθητές σας ὅλα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντάς τους στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, 20 διδάσκοντάς τους νὰ τηροῦν καὶ νὰ ἐφαρμόζουν στὴ ζωή τους ὅλα τὰ παραγγέλματα ποὺ σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολές. Καὶ ἰδού, ἐγὼ ποὺ ἔλαβα κάθε ἐξουσία, θὰ εἶμαι πάντα μαζί σας βοηθὸς καὶ συμπαραστάτης σας μέχρι νὰ τελειώσει ὁ αἰώνας αὐτός, μέχρι δηλαδὴ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ἀμήν.

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)

Τέκνον Τιμόθεε, δίωκε δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα. ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων. παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ Ἰησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν.

                           (Τιμ. Α΄ Ϛ΄ [6] 11 – 16)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Παιδί μου Τιμόθεε, νά ἐπιδιώκεις τή δικαιοσύνη, τήν εὐσέβεια, τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή, τήν πραότητα. Νά ἀγωνίζεσαι τόν καλό ἀγώνα στόν ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ πίστη. Πιάσε καλά καί κράτα σφιχτά τήν αἰώνια ζωή, τήν ὁποία σέ κάλεσε ὁ Θεός νά κληρονομήσεις, ἀλλά κι ἐσύ πρίν ἀπό τό βάπτισμά σου ἔδωσες τήν καλή ὁμολογία γι’ αὐτήν μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες. Σοῦ παραγγέλλω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μεταδίδει ζωή στά πάντα, καί ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μπροστά στόν Πόντιο Πιλάτο ἔδωσε τή μαρτυρία τῆς καλῆς ὁμολογίας ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά διατηρήσεις τήν ἐντολή καί τίς ὑποχρεώσεις πού ἀνέλαβες στό βάπτισμα καί τή χειροτονία σου καθαρή ἀπό κάθε μολυσμό, ἀνώτερη ἀπό κάθε κατηγορία, μέχρι τήν ἡμέρα πού θά φανερωθεῖ ἔνδοξος ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Καί τήν ἔνδοξη αὐτή φανέρωση τοῦ Κυρίου θά τή δείξει ὁ Θεός Πατήρ σέ καιρούς πού ὁ ἴδιος ὅρισε καί γνωρίζει, ὁ μακάριος καί μόνος ἐξουσιαστής, ὁ βασιλεύς ὅσων βασιλεύουν στή γῆ καί ὁ κύριος ἐκείνων πού κυριαρχοῦν ἐπάνω στή γῆ, ὁ μόνος πού ἔχει ἀπ’ τόν ἑαυτό του ζωή ἀθάνατη καί προαιώνια καί κατοικεῖ σέ φῶς τό ὁποῖο κανείς δέν μπορεῖ νά πλησιάσει. Αὐτόν δέν τόν εἶδε κανένας ἀπό τούς ἀνθρώπους, οὔτε μπορεῖ νά τόν δεῖ. Σ᾿ αὐτόν ἀνήκει ἡ τιμή καί ἡ παντοτινή καί αἰώνια δύναμη.

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόν­τες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.

                                        (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ὅ­ταν βρά­δια­σε τήν ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη, τήν πρώ­τη τῆς ἑ­βδο­μά­δος, κι ἐ­νῷ οἱ μα­θη­τὲς ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σ' ἕ­να σπί­τι καὶ εἶ­χαν τὶς θύ­ρες κλει­στὲς ἐ­πει­δὴ φο­βοῦν­ταν τοὺς ἄρ­χον­τες τῶν Ἰ­ου­δαί­ων, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ στά­θη­κε στὴ μέ­ση καὶ τοὺς εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, τοὺς ἔ­δει­ξε τὰ χέ­ρια του καὶ τὴν πλευ­ρά του, γιὰ νὰ δοῦν τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν καὶ νὰ πει­σθοῦν ὅ­τι αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ Δι­δά­σκα­λός τους πού σταυ­ρώ­θη­κε. Ἀ­φοῦ λοι­πόν βε­βαι­ώ­θη­καν γι' αὐ­τὸ μὲ τὴν ἐ­πί­δει­ξη τῶν οὐ­λῶν του, χά­ρη­καν οἱ μα­θη­τὲς πού εἶ­δαν τὸν Κύ­ριο. Ὅ­ταν λοι­πὸν οἱ μα­θη­τὲς ἠ­ρέ­μη­σαν κά­πως ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη σφο­δρὴ συγ­κί­νη­ση πού αἰ­σθάν­θη­καν ἐ­ξαι­τί­ας τῆς με­γά­λης τους χα­ρᾶς, τοὺς εἶ­πε πά­λι ὁ Ἰ­η­σοῦς σὲ σχέ­ση μὲ τὴ μελ­λον­τι­κή τους τώ­ρα κλή­ση καὶ ἀ­πο­στο­λή: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ὅ­πως μὲ ἀ­πέ­στει­λε ὁ Πα­τέ­ρας μου γιὰ τὸ ἔρ­γο τῆς σω­τη­ρί­ας τῶν ἀν­θρώ­πων, ἔ­τσι κι ἐ­γώ σᾶς στέλ­νω νὰ συ­νε­χί­σε­τε τὸ ἴ­διο ἔρ­γο. Κι ἀ­φοῦ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, προ­κει­μέ­νου νὰ τοὺς με­τα­δώ­σει τὴν πνο­ὴ τῆς νέ­ας οὐ­ρά­νιας ζω­ῆς ἐμ­φύ­ση­σε στὰ πρό­σω­πά τους, ὅ­πως κά­πο­τε ὁ Θε­ὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ Ἀ­δάμ, καὶ τοὺς εἶ­πε: Λά­βε­τε Πνεῦ­μα Ἅ­γιον.  Σ᾿ ὅ­ποι­ους συγ­χω­ρή­σε­τε τὶς ἁ­μαρ­τί­ες, θὰ τοὺς εἶ­ναι συγ­χω­ρη­μέ­νες κι ἀ­πὸ τὸν Θε­ό. Σ᾿ ὅ­ποι­ους ὅ­μως τὶς κρα­τᾶ­τε ἀσυγχώ­ρη­τες, θὰ μεί­νουν γιὰ πάν­τα κρα­τη­μέ­νες. Ὁ Θω­μᾶς ὅ­μως, πού ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πό τούς δώ­δε­κα ἀ­πο­στό­λους καὶ τὸν ὁ­ποῖ­ο ὀ­νό­μα­ζαν Δί­δυ­μο ὅ­σοι Ἑ­βραῖ­οι μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, δὲν ἦ­ταν μα­ζί τους ὅ­ταν ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ὅ­ταν λοι­πὸν τὸν εἶ­δαν, τοῦ ἔ­λε­γαν οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές: Εἴ­δα­με τὸν Κύ­ριο. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς ἀ­πάν­τη­σε: Ἐ­ὰν δὲν δῶ μὲ τὰ μά­τια μου στὰ χέ­ρια του τὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ δά­χτυ­λό μου στὸ ση­μά­δι τῶν καρ­φι­ῶν καὶ δὲν βά­λω τὸ χέ­ρι μου στὴν πλευ­ρά του, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο μὲ τὰ μά­τια μου ἀλ­λά καὶ μὲ τά δά­χτυ­λά μου νὰ βε­βαι­ω­θῶ, δὲν θὰ πι­στέ­ψω.

Πράγ­μα­τι λοι­πόν, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ὀ­κτὼ ἡ­μέ­ρες ἦ­σαν πά­λι μέ­σα στὸ σπί­τι οἱ μα­θη­τές, καὶ μα­ζὶ μ' αὐ­τοὺς ἦ­ταν κι ὁ Θω­μᾶς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Ἰ­η­σοῦς, ἐ­νῶ ἦ­ταν κλει­στές οἱ θύ­ρες, καὶ στά­θη­κε ἀ­νά­με­σα στοὺς μα­θη­τὲς καί εἶ­πε: Ἂς εἶ­ναι εἰ­ρή­νη σὲ σᾶς. Ἔ­πει­τα λέ­ει στὸν Θω­μᾶ: Φέ­ρε τὸ δά­χτυ­λό σου ἐ­δῶ. Ψη­λά­φη­σε καὶ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ ση­μά­δια τῶν πλη­γῶν μου, καί δὲς συγ­χρό­νως μὲ τὰ μά­τια σου τὰ χέ­ρια μου. Φέ­ρε τό χέ­ρι σου κά­τω ἀ­πὸ τὰ ἐν­δύ­μα­τά μου καὶ βά­λ' το στήν πλευ­ρά μου πού χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ τὴ λόγ­χη. Καὶ μὴν ἀ­φή­νεις τὸν ἑ­αυ­τό σου νὰ κυ­ρι­ευ­θεῖ ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α, ὥ­στε νὰ γί­νεις μό­νι­μα καὶ ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα ἄ­πι­στος, ἀλ­λά νά προ­ο­δεύ­εις καὶ νὰ στη­ρί­ζε­σαι στὴν πί­στη, ὥ­στε νὰ γί­νεις ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἀ­δι­ά­σει­στος σ' αὐ­τή. Ὁ Θω­μᾶς τό­τε τοῦ ἀ­πο­κρί­θη­κε: Πι­στεύ­ω καὶ ὁ­μο­λο­γῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ Κύ­ριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου. Τοῦ λέ­ει ὁ Ἰ­η­σοῦς: Πί­στε­ψες ἐ­πει­δὴ μὲ εἶ­δες. Μα­κά­ριοι καὶ πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πι­στεύ­ουν χω­ρὶς νὰ μὲ ἔ­χουν δεῖ μὲ τὰ μά­τια τους, ὅ­πως μὲ εἶ­δες ἐ­σύ. Καί θά πι­στέ­ψουν ἔ­τσι ὅ­λα τὰ μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μου στίς γε­νι­ές πού θὰ ἔλ­θουν.

Σύμ­φω­να λοι­πὸν μὲ ὅ­σα ἐ­ξι­στο­ρή­σα­με, ἐ­κτός ἀ­πό τό θαῦ­μα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ώς του, ὀ Ἰ­η­σοῦς μπρο­στά στά μά­τια τῶν μα­θη­τῶν του ἔ­κα­νε καὶ πολ­λὰ ἄλ­λα θαύ­μα­τα πού ἀ­πο­δεί­κνυ­αν τὴ θε­ό­τη­τά του καὶ τὰ ὁ­ποῖ­α δὲν εἶ­ναι γραμ­μέ­να στὸ βι­βλί­ο αὐ­τό. Αὐ­τὰ πού ἐκ­θέ­σα­με, γρά­φη­καν γιὰ νὰ πι­στέ­ψε­τε ὅ­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­ναι ὁ Χρι­στὸς πού προ­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­πό τούς προ­φῆ­τες, ὁ μο­νο­γε­νὴς Υἱ­ὸς τοῦ Θε­οῦ· κι ἔ­τσι πι­στεύ­ον­τας νὰ ἔ­χε­τε ὡς ἀ­να­φαί­ρε­το κτῆ­μα σας τὴ νέ­α, θεί­α καὶ αἰ­ώ­νια ζω­ή, τὴν ὁ­ποί­α με­τα­δί­δει ὁ ἴ­διος στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τό ὄ­νο­μά του.

 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐπιφανίου τοῦ σοφοῦ Ἰεράρχου, δεῦτε τελέσωμεν τὴν πάμφωτον μνήμην, κα εὐλαβῶς βοήσωμεν αὐτ ο πιστοί· εράρχα σιε, τοὺς πιστῶς πεποιθότας, τῇ στεῤῥ πρεσβείᾳ σου, πάσης ῥῦσαι ἀνάγκης, καὶ τῶν δεινῶν ἐν βίῳ συμφορῶν, ὡς παῤῥησίαν πλουτῶν πρὸς τὸν Κύριον.