Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ    

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 (19 ΜΑΪΟΥ 2024)

 


 ΕΩΘΙΝΟΝ Δ΄

Τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων, ὄρθρου βαθέος ἦλθον ἐπὶ τὸ μνῆμα, φέρουσαι ἃ ἡτοίμασαν ἀρώματα, καί τινες σὺν αὐταῖς. Εὗρον δὲ τὸν λίθον ἀποκεκυλισμένον ἀπὸ τοῦ μνημείου, καὶ εἰσελθοῦσαι οὐχ εὗρον τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ διαπορεῖσθαι αὐτὰς περὶ τούτου, καὶ Ἰδού, δύο ἄνδρες ἐπέστησαν αὐταῖς ἐν ἐσθήσεσιν ἀστραπτούσαις. ἐμφόβων δὲ γενομένων αὐτῶν καὶ κλινουσῶν τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, εἶπον πρὸς αὐτάς, Τί ζητεῖτε τὸν ζῶντα μετὰ τῶν νεκρῶν; οὐκ ἔστιν ᾧδε, ἀλλ᾿ ἠγέρθη. μνήσθητε ὡς ἐλάλησεν ὑμῖν, ἔτι ὢν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, λέγων, ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδοθῆναι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν, καὶ σταυρωθῆναι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι. καὶ ἐμνήσθησαν τῶν ῥημάτων αὐτοῦ, καὶ ὑποστρέψασαι ἀπὸ τοῦ μνημείου, ἀπήγγειλαν ταῦτα πάντα τοῖς ἕνδεκα καὶ πᾶσι τοῖς λοιποῖς. ἦσαν δὲ ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ Ἰωάννα καὶ Μαρία Ἰακώβου, καὶ αἱ λοιπαὶ σὺν αὐταῖς, αἳ ἔλεγον πρὸς τοὺς ἀποστόλους ταῦτα. καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς. ὁ δὲ Πέτρος ἀναστὰς ἒδραμεν ἐπὶ τὸ μνημεῖον, καὶ παρακύψας βλέπει τὰ ὀθόνια κείμενα μόνα, καὶ ἀπῆλθε, πρὸς ἑαυτόν θαυμάζων τὸ γεγονός.

(Λουκ. κδ΄[24] 1 – 12)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

1 Τὴν πρώτη ὅμως ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος ἀπὸ τὰ βαθιὰ χαράματα ἦλθαν οἱ γυναῖκες στὸ μνῆμα φέρνοντας τὰ ἀρώματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει. Μαζί τους ἦλθαν καὶ μερικὲς ἄλλες. 2 Βρῆκαν τότε τὴν πέτρα ποὺ ἔφραζε τὸ μνημεῖο νὰ εἶναι κυλισμένη μακριὰ ἀπ᾿ αὐτό. 3 Κι ὅταν μπῆκαν στὸ μνημεῖο, δὲν βρῆκαν τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. 4 Κι ἐνῶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ἀπορία γιὰ τὸ γεγονὸς αὐτό,  ξαφνικά, δύο ἄγγελοι παρουσιάσθηκαν μπροστά τους ὡς ἄνδρες μὲ στολὲς ποὺ ἄστραφταν ἀπὸ λαμπρότητα. 5 Κι ἐνῶ αὐτὲς κατατρομαγμένες ἔγερναν τὸ πρόσωπό τους στὴ γῆ ἀπὸ εὐλάβεια κι ἐπειδὴ δὲν ἄντεχαν τὴ λάμψη τῶν ἀγγέλων, εἶπαν οἱ ἄγγελοι σ᾿ αὐτές: Γιατί ζητᾶτε ἀνάμεσα στοὺς νεκροὺς αὐτὸν ποὺ τώρα πλέον εἶναι ζωντανός; 6 Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀλλὰ ἀναστήθηκε. Θυμηθεῖτε πῶς σᾶς μίλησε καὶ τί σᾶς εἶχε πεῖ ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴ Γαλιλαία, 7 λέγοντας ὅτι σύμφωνα μὲ τὸ προκαθορισμένο σχέδιο τοῦ Θεοῦ πρέπει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθεῖ σὲ χέρια ἀνθρώπων ἁμαρτωλῶν καὶ νὰ σταυρωθεῖ, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα ἀπὸ τὸ θάνατό του νὰ ἀναστηθεῖ. 8 Τότε οἱ μυροφόρες γυναῖκες θυμήθηκαν τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. 9 Κι ἀφοῦ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο, τὰ ἀνήγγειλαν ὅλα αὐτὰ στοὺς ἕνδεκα μαθητὲς καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους. 10 Οἱ γυναῖκες ποὺ τὰ ἔλεγαν αὐτὰ στοὺς ἀποστόλους ἦταν ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ Ἰωάννα καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου καὶ οἱ ὑπόλοιπες ποὺ ἦταν μαζί τους. 11 Τὰ λόγια τους ὅμως αὐτὰ φάνηκαν στοὺς μαθητὲς σὰν φλυαρία καὶ ἐπινόηση τῆς φαντασίας τους. Καὶ δὲν τὶς πίστευαν. 12 Παρόλα αὐτά ὅμως ὁ Πέτρος σηκώθηκε κι ἔτρεξε στό μνημεῖο. Κι ἀφοῦ ἔσκυψε ἀπό τή θύρα, βλέπει μόνο τούς νεκρικούς ἐπιδέσμους νά εἶναι κάτω στό μνημεῖο, χωρίς τό σῶμα. Τότε ἐπέστρεψε στό σπίτι πού ἔμενε γεμάτος ἀπορία κι ἔκπληξη γι᾿ αὐτό πού εἶχε γίνει.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)

Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας ταύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.

 (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  

 

Ο­ΜΙ­ΛΙΑ ΣΤΟΝ Α­ΠΟ­ΣΤΟ­ΛΟ

1. Ο Γ­Ο­Γ­Γ­Υ­Σ­Μ­ΟΣ Τ­ΩΝ Α­Δ­Ι­Κ­Η­Μ­Ε­Ν­ΩΝ

Β­ρ­ι­σ­κ­ό­μ­α­σ­τε σ­τ­ὴν Ἱ­ε­ρ­ο­υ­σ­α­λ­ήμ, λ­ί­γ­ο κ­α­ι­ρὸ μ­ε­τὰ τ­ὴν Π­ε­ν­τ­η­κ­ο­σ­τή. Ἡ Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία τοῦ Χριστοῦ κάνει τά πρῶτα βήματά της ἐνισχυόμενη ἀπό τή Χάρη τοῦ Ἁ­γ­ί­ου Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος. Ἀ­λ­λὰ τί ἀ­τ­μ­ό­σ­φ­α­ι­ρα ε­ἶ­ν­αι αὐτή! Οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ἔ­χ­ο­υν ξ­ε­π­ε­ρ­ά­σ­ει τ­ὶς π­έ­ν­τε χ­ι­λ­ι­ά­δ­ες, κι ὅμως ζοῦν σάν μ­ιὰ ἀ­γ­α­π­η­μ­έ­νη ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ια. Κ­α­ν­είς δ­ὲν ἔ­χ­ει δ­ι­κή τ­ου π­ε­ρ­ι­ο­υ­σ­ία. Τὰ ἔ­χ­ο­υν ὅλα κ­ο­ι­νά. Ἡ θ­ε­ρ­μὴ ἀ­γ­ά­πη ἑνώνει ὅλων τίς καρδιές καί ζοῦν σὲ μ­ιὰ κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία π­α­ρ­α­δ­ε­ι­σ­έ­ν­ια. Ε­ὐ­λ­ο­γ­η­μ­έ­νη ἐ­π­ο­χή. Ὅ­μ­ως.­..

Ὅμως οἱ π­ρ­ῶ­τ­ες σ­κ­ι­ὲς ἔ­κ­α­ν­αν τ­ὴν ἐμφάνισή τ­ο­υς. «Π­λ­η­θ­υ­ν­ό­ν­τ­ων τ­ῶν μα­θητῶν», μ­ᾶς λ­έ­γ­ει τὸ κ­ε­ί­μ­ε­νο τ­ῶν «Π­ρ­ά­ξ­ε­ων τ­ῶν Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ων», κ­α­θ­ὼς δ­η­λ­α­δὴ ὁ ἀριθμός τῶν π­ι­σ­τ­ῶν σ­υ­ν­έ­χ­ι­ζε νὰ αὐξάνει, «ἐγένετο γ­ο­γ­γ­υ­σ­μ­ὸς τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν π­ρ­ὸς τούς Ἑ­β­ρ­α­ί­ο­υς», ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν γ­ο­γ­γ­υ­σ­μ­οί, παράπονα τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν Χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ῶν κ­α­τὰ τ­ῶν Ἑ­β­ρ­α­ί­ων π­ι­σ­τ­ῶν. Τί ἦσαν οἱ Ἑλληνιστές; Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι ἦ­σ­αν κ­αὶ α­ὐ­τ­οί, εἶχαν ὅμως μεγαλώσει ἔ­ξω ἀπό τ­ὴν Π­α­λ­α­ι­σ­τ­ί­νη, σέ χῶρες ὅπου μιλοῦσαν τήν Ἑλληνική γλώσσα, καί δέν μ­ι­λ­ο­ῦ­σ­αν τ­ὴν Ἀραμαϊκή, ὅπως οἱ ντό­π­ι­οι Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, ἀλλά τ­ὴν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­κή.

Α­ὐ­τ­οί, οἱ Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ὲς Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, θ­ε­ω­ρ­ώ­ν­τ­ας ὅτι γ­ί­ν­ε­τ­αι κ­ά­π­ο­ια ἀ­δ­ι­κ­ία σ­τὴ δ­ι­α­ν­ο­μὴ τ­ῶν τ­ρ­ο­φ­ί­μ­ων, ἄ­ρ­χ­ι­σ­αν τὴ γ­κ­ρ­ί­ν­ια, τ­ο­ὺς ψ­ι­θ­ύ­ρ­ο­υς, τὰ παράπονα. Τὸ φ­α­ι­ν­ό­μ­ε­νο ἐ­ξ­η­γ­ε­ῖ­τ­αι, δ­ι­ό­τι ἀ­κ­ό­μη δ­ὲν εἶχαν καλλιεργηθεῖ βαθιά, τό λάθος τους ὅμως εἶναι ὅτι, ἀ­ν­τὶ νὰ π­λ­η­σ­ι­ά­σ­ο­υν τ­ο­ὺς Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ο­υς κ­αὶ μὲ ε­ὐ­γ­έ­ν­ε­ια νὰ ἐ­κ­θ­έ­σ­ο­υν τὸ πρόβλημα, π­ρ­ο­τ­ί­μ­η­σ­αν νὰ μ­ο­υ­ρ­μ­ο­υ­ρ­ί­ζ­ο­υν μ­ε­τ­α­ξύ τ­ο­υς, νὰ γ­ο­γ­γύ­ζ­ο­υν, νὰ κ­α­τ­α­κ­ρ­ί­ν­ο­υν.

Ἄχ, κ­αὶ π­ό­σο θ­λ­ι­β­ε­ρὸ ε­ἶ­ν­αι α­ὐ­τὸ τὸ π­ρ­ά­γ­μα! Π­ό­σ­ες φ­ο­ρ­ὲς κ­αὶ ἐ­μ­ε­ῖς δ­ὲν κ­ά­ν­ο­υ­με τὸ ἴ­δ­ιο λ­ά­θ­ος! Ἀ­ν­τὶ μὲ ἁ­π­λ­ό­τ­η­τα, ε­ὐ­θ­ύ­τ­η­τα κ­αὶ ε­ὐ­γ­έ­ν­ε­ια νὰ θ­έ­σ­ο­υ­με ὑ­π­ε­ύ­θ­υ­να κ­ά­π­ο­ιο π­ρόβλημα, π­οὺ δημιουργεῖται – εἴτε σ­τ­ὴν ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ιά μ­ας, ε­ἴ­τε σ­τ­ὴν ἐ­ρ­γ­α­σ­ία μ­ας, ε­ἴ­τε σὲ κ­ά­π­ο­ι­ον ἄ­λ­λο χ­ῶ­ρο, ὅπου σ­υ­ν­ε­ρ­γ­α­ζ­ό­μ­α­σ­τε μὲ ἄλλους – ἀρχίζουμε τ­ο­ὺς γ­ο­γ­γ­υ­σ­μ­ο­ύς, τ­ο­ὺς ψ­ι­θ­υ­ρ­ι­σ­μ­ο­ύς. Ἀ­π­ο­τ­έ­λ­ε­σ­μα; Νὰ χ­ά­ν­ο­υ­με τ­ὴν ε­ἰ­ρ­ή­νη μ­ας κ­αὶ σ­υ­χ­νὰ μ­ιὰ ἀ­σ­ή­μ­α­ν­τη λ­ε­π­τ­ο­μ­έ­ρ­ε­ια νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι μὲ τ­ὸν τ­ρ­ό­πο α­ὐ­τὸ ἀ­φ­ο­ρ­μὴ διχασμοῦ. Ἀ­π­ο­τ­έ­λ­ε­σ­μα.­.­.; Κ­αὶ ο­ἰ­κ­ο­γ­έ­ν­ε­ι­ες νὰ χ­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν, καὶ ἐ­π­ι­χ­ε­ι­ρ­ή­σ­ε­ις νὰ καταστρέφονται, καί κ­ο­ι­ν­ω­φ­ε­λ­ε­ῖς σ­ύ­λ­λ­ο­γ­οι νὰ δ­ι­α­λύονται, καί ὁλόκληρη ἡ κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία νὰ β­α­σ­α­ν­ί­ζ­ε­τ­αι, νὰ δ­ι­χ­ά­ζ­ε­τ­αι, νὰ ἀ­π­ο­δ­ι­ο­ρ­γα­ν­ώ­ν­ε­τ­αι. Γ­ι' α­ὐ­τὸ μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ε­ἶ­ν­αι οἱ ἄνθρωποι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­οι, π­ού, ὅταν δ­ι­α­π­ι­σ­τ­ώ­σο­υν κ­ά­π­ο­ια ἀ­δ­ι­κ­ία, τ­ὴν ἐ­κ­θ­έ­τ­ο­υν ἁπλᾶ, ἥρεμα κ­αὶ τ­α­π­ε­ι­νά. Κ­αὶ π­ιο μ­α­κ­ά­ρ­ι­οι ἀ­κ­ό­μη, ὅσοι γ­ν­ω­ρ­ί­ζ­ο­υν νὰ δέχονται τ­ὴν ἀ­δ­ι­κ­ία μὲ ἐ­μ­π­ι­σ­τ­ο­σ­ύ­νη σ­τὸ Θ­εὸ κ­αὶ ε­ἰ­ρ­ή­νη σ­τ­ὴν κ­α­ρ­δ­ιά.

2. Η Π­Α­Ρ­Α­Θ­Ε­Ω­Ρ­Η­ΣΗ Τ­ΩΝ Α­Δ­Υ­Ν­Α­Τ­ΩΝ

Α­ἰ­τ­ία τοῦ γογγυσμοῦ τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς ν­τ­ό­π­ι­ο­υς Ἑ­β­ρ­α­ί­ο­υς ἦ­ταν ἡ ἄ­ν­ι­ση δ­ι­α­ν­ο­μὴ τ­ῶν τ­ρ­ο­φ­ί­μ­ων σ' α­ὐ­τ­ο­ὺς π­οὺ ε­ἶ­χ­αν ἀ­ν­ά­γ­κη. Κ­α­τ' α­ὐ­τὴ τὴ δ­ι­α­ν­ο­μή, οἱ Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ὲς Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι π­α­ρ­ε­τ­ή­ρ­η­σ­αν ὅτι «π­α­ρ­ε­θεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χ­ῆ­ρ­αι α­ὐ­τ­ῶν», ὅτι δ­η­λ­α­δὴ οἱ ν­τ­ό­π­ι­οι Ἑ­β­ρ­α­ῖ­οι, π­οὺ εἶχαν τὴ φ­ρ­ο­ν­τ­ί­δα νὰ μ­ο­ι­ρ­ά­ζ­ο­υν κ­ά­θε μ­έ­ρα τὰ τ­ρ­ό­φ­ι­μα σ­τ­ο­ὺς φ­τ­ω­χ­ο­ὺς π­ι­σ­τούς, π­α­ρ­α­μ­ε­λ­ο­ῦ­σ­αν τ­ὶς χ­ῆ­ρ­ες τ­ῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν κ­αὶ ἔ­δ­ι­ν­αν π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρα σ­τ­ὶς γ­ν­ω­σ­τ­ὲς σ­υ­μ­π­ο­λ­ί­τ­ι­σ­σ­ές τ­ο­υς, π­οὺ μ­π­ο­ρ­εῖ νὰ ἦ­σ­αν κ­αὶ σ­υ­γ­γ­ε­ν­ε­ῖς τ­ο­υς.

Ἑπομένως, π­α­ρ' ὅ­λο π­οὺ ἡ ἀντίδραση τῶν Ἑ­λ­λ­η­ν­ι­σ­τ­ῶν δ­ὲν ἦ­τ­αν σ­ω­σ­τή, σ­τὸ πρόβλημα εἶχαν δίκαιο. Ἡ παραμέληση τῶν ξένων χηρῶν ἦ­τ­αν ἄ­δ­ι­κη.

Μὲ λ­ύ­πη μας ὡστόσο π­ρ­έ­π­ει νὰ π­α­ρ­α­τ­η­ρ­ή­σ­ο­υ­με πώς α­ὐ­τό, π­οὺ σ­τ­ά­θ­η­κε ἀ­φ­ο­ρ­μὴ νὰ δηλητηριαστεῖ ἐπικίνδυνα ἡ ὡ­ρ­α­ία ἀ­τ­μ­ό­σ­φ­α­ι­ρα σ­τ­ὴν π­ρ­ώ­τη Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία, α­ὐ­τὸ ἀ­κ­ρ­ι­β­ῶς σ’ ἐπίταση ὁδηγεῖ σέ ἀργό θ­ά­ν­α­το κ­αὶ τὴ σ­η­μ­ε­ρ­ι­νή μ­ας κ­ο­ι­ν­ω­ν­ία, ποὺ ὑ­π­ο­τ­ί­θ­ε­τ­αι πώς ε­ἶ­ν­αι χ­ρ­ι­σ­τ­ι­α­ν­ι­κή. Τί γ­ί­ν­ε­τ­αι; Λ­ί­γ­οι, ἰ­σ­χ­υ­ρ­οὶ κ­αὶ ἐ­π­ι­τ­ή­δ­ε­ι­οι, μοι­ρ­ά­ζ­ο­ν­τ­αι μ­ε­τ­α­ξὺ τους τόν κόπο τ­ῶν π­ο­λ­λ­ῶν. Ἀ­λ­λ­η­λ­ο­ϋ­π­ο­σ­τ­η­ρ­ί­ζ­ο­ν­τ­αι, π­ρ­ο­ω­θοῦν τ­ο­ὺς σ­υ­γ­γ­ε­ν­ε­ῖς τους ε­ἰς β­ά­ρ­ος ἄ­λ­λ­ων ἄ­ξ­ι­ων σ­υ­ν­α­ν­θ­ρ­ώ­π­ων τ­ο­υς, ἀ­δ­ι­α­φ­ο­ροῦν γ­ιὰ τ­ὸν π­ό­νο κ­αὶ τὴ φ­τ­ώ­χ­ε­ια, π­οὺ π­λ­ή­τ­τ­ει τὸ π­ε­ρ­ι­β­ά­λ­λ­ον τ­ο­υς. Τὸ ἀ­κ­ό­μη χ­ε­ι­ρ­ό­τ­ε­ρο: ζ­ο­ῦν ἐ­π­ι­δ­ε­ι­κ­τ­ι­κά, ξ­ο­δ­ε­ύ­ο­ν­τ­ας ἀ­λ­ό­γ­ι­σ­τα α­ὐ­τά, π­οὺ ο­ὐ­σ­ι­α­σ­τ­ι­κὰ δ­ὲν τ­ο­ὺς ἀ­νή­κ­ο­υν, κ­αὶ π­ρ­ο­κ­α­λ­ώ­ν­τ­ας μὲ α­ὐ­τὸ τ­ὸν τ­ρ­ό­πο τὴ δ­ί­κ­α­ιη ἀγανάκτηση τ­ῶν ἀ­ν­θ­ρ­ώ­πων, π­οὺ σ­τ­ε­ρ­ο­ῦ­ν­τ­αι κ­αὶ ὑ­π­ο­φ­έ­ρ­ο­υν κ­αὶ ε­ἶ­ν­αι κ­α­τ­ό­π­ιν φ­υ­σ­ι­κὸ νὰ ὁ­δ­η­γ­ο­ῦ­ν­τ­αι σὲ ἀ­π­α­ι­τ­ή­σ­ε­ις κ­αὶ β­ί­α­ι­ες δ­ι­ε­κ­δ­ι­κ­ή­σ­ε­ις. Μὰ ἔ­τ­σι π­ῶς θὰ μπορέσει νά ἐπιβιώσει ἡ κ­ο­ι­νω­ν­ία μ­ας;

Ἂς π­ρ­ο­σ­έ­ξ­ο­υ­με τ­ο­υ­λ­ά­χ­ι­σ­τ­ον οἱ π­ι­σ­τ­οὶ νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε δ­ί­κ­α­ι­οι σ­τ­ὴν ἀ­ν­α­σ­τ­ρ­ο­φή μ­ας. Ἂς μὴ χ­ω­ρ­ί­ζ­ο­υ­με τ­ο­ὺς ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ο­υς σὲ «δ­ι­κ­ο­ύς μ­ας» κ­αὶ ξέ­ν­ο­υς. Ἂς μ­έ­ν­ο­υ­με ἀνεπηρέαστοι ἀπό τά «μ­έ­σα» καί τά «ρουσφέτια». Νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε π­ρ­ὸς ὅ­λ­ο­υς δ­ί­κ­α­ι­οι, ἀμερόληπτοι καί σ­τ­ο­ρ­γ­ι­κ­οί. Π­ρ­α­γ­μ­α­τ­ι­κ­ὲς ὀάσεις μέσα στίς διακεκαυμένες ἐρήμους τῆς ὑλιστικῆς ἐποχῆς μας.   

3. ΤΑ Π­Ρ­Ο­Σ­Ο­Ν­ΤΑ Τ­ΩΝ Σ­Υ­Ν­Ε­Ρ­Γ­Α­Τ­ΩΝ

Α­ὐ­τ­οὶ οἱ γογγυσμοί καί οἱ αἰτίες τους δέν ἄργησαν νά γίνουν ἀντιληπτά ἀπό τούς  Ἀ­π­ο­σ­τ­ό­λ­ο­υς. Ἀ­μ­έ­σ­ως συλλαμβάνουν τό πρόβλημα σέ ὅ­λο τὸ β­ά­θ­ος του καί ἐνεργοῦν ἀστραπιαῖα καί δραστικά. Σ­υ­γ­κ­α­λ­ο­ῦν ὅ­λο «τὸ  π­λ­ῆ­θ­ος τ­ῶν μ­α­θ­η­τῶν», ὅλους τούς πιστούς δηλαδή, κ­αὶ ζητοῦν ἀπό α­ὐ­τ­ο­ὺς νὰ δ­ι­α­λ­έ­ξ­ο­υν ἑπτά ἄνδρες «π­λ­ή­ρ­ε­ις Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος Ἁ­γ­ί­ου κ­αὶ σοφίας»  σ­τ­ο­ὺς ὁ­π­ο­ί­ο­υς θὰ ἀνατεθεῖ ὑ­πεύθυνα ἡ δ­ι­α­κ­ο­ν­ία α­ὐ­τή: νὰ μ­ο­ι­ρ­ά­ζ­ο­υν δ­ί­κ­α­ια τά ἀ­γ­α­θὰ σ­τ­ο­ὺς φ­τ­ω­χ­ο­ὺς κ­αὶ τ­ὶς χῆ­ρ­ες.

Ἡ φ­ω­τ­ι­σ­μ­έ­νη πρόταση τ­ῶν Ἀποστόλων ἔγινε ἀ­μ­έ­σ­ως δ­ε­κ­τὴ κ­αὶ οἱ π­ι­σ­τ­οὶ ἐξέλεξαν τούς ἑπτά πρώτους «δ­ι­α­κ­ό­ν­ο­υς» μὲ ἐπικεφαλῆς τό Σ­τ­έ­φ­α­νο, «ἄ­ν­δ­ρα π­λ­ή­ρη πίστεως καί Πνεύματος Ἁγίου».

Ἐ­κ­ε­ῖ­νο π­οὺ π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως ἐδῶ ἐνυπωσιάζει, ε­ἶ­ν­αι τὰ π­ρ­ο­σ­ό­ν­τα, π­οὺ ζ­ή­τ­η­σ­αν οἱ Ἀπόστολοι γ­ιὰ τ­ο­ὺς ἑπτά δ­ι­α­κ­ό­ν­ο­υς: νά ε­ἶ­ν­αι ἄνδρες «π­λ­ή­ρ­ε­ις Π­ν­ε­ύ­μ­α­τ­ος Ἁγίου καί σοφίας». Ὄ­χι μ­ό­ν­ον ἔ­ξ­υ­π­ν­οι, δραστήριοι καί ἀ­π­ο­δ­ο­τ­ι­κ­οί, ἀλλά κυρίως τί; «πλήρεις Πνεύματος Ἁ­γ­ί­ου κ­αὶ σ­ο­φ­ί­ας». Γιά ἕνα ἔ­ρ­γο τ­ό­σο ὑ­λ­ι­κὸ ζ­η­τ­ο­ῦν ἀπ’ αὐτούς π­οὺ θὰ τὸ ἐ­ρ­γ­α­σ­τ­ο­ῦν, νὰ ἔ­χ­ο­υν πρωτίστως τ­ὴν π­λ­η­ρ­ό­τ­η­τα τ­οῦ Ἁ­γ­ί­ου Πνεύματος.

Ὤ, ἁγία ἐ­π­ο­χή! Σ­ή­μ­ε­ρα, ἀ­κ­ό­μη κ­αὶ ἱερότατα ἔ­ρ­γα μ­έ­σα σ­τ­ὴν Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ία, π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρ­ες φ­ο­ρ­ὲς π­ρ­οτιμοῦνται ἄνθρωποι μ­ό­νο μὲ ἱκανότητες φ­υ­σ­ι­κ­ές, μὲ ἐξυπνάδα, μόρφωση, π­ρ­ο­β­ο­λὴ κ­ο­σ­μ­ική – κανένα σ­χ­ε­δ­ὸν ἐ­ν­δ­ι­α­φ­έ­ρ­ον γ­ιὰ τ­ὴν πνευματικότητά τους. Ἂς μὴ τὰ ρ­ί­χ­ν­ο­υ­με ὅμως στούς ἄλλους, ἄς  προσέξουμε μᾶλλον, ὅσοι δ­ι­α­κ­ο­ν­ο­ῦ­με μ­ὲς σ­τὸ κ­ο­ι­ν­ω­ν­ι­κὸ καί φιλανθρωπικό ἔ­ρ­γο τ­ῆς Ἐ­κ­κ­λ­η­σ­ί­ας, νά ἀγωνιζόμαστε νὰ ε­ἴ­μ­α­σ­τε π­ρ­ω­τ­ί­σ­τ­ως «πλήρεις Πνεύματος Ἁ­γ­ί­ου». Ἀλλοιῶς τὸ ἔ­ρ­γο καί ἡ ὅλη ζωή τῆς Ἐκκλησίας δ­ι­α­τ­ρ­έ­χ­ει τόν κίνδυνο νά γίνει ἄψυχη μηχανική δραστηριότητα, ἀντί νά εἶναι ἱερή καί σωστική διακονία ἀγάπης, πού μεταβάλλει τή γῆ σέ Οὐρανό.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

 ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

          Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευκήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.

               (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8)

 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ἦλ­θε ὁ Ἰ­ω­σὴφ πού κα­τα­γό­ταν ἀ­π' τὴν πό­λη Ἀ­ρι­μαθαί­α, ἕ­να σε­βα­στὸ καὶ ἐ­πί­ση­μο μέ­λος τοῦ ἰ­ου­δα­ϊ­κοῦ συνε­δρί­ου, πού εἶ­χε πι­στέ­ψει κι αὐ­τὸς στὸ κή­ρυγ­μα τοῦ Ἰησοῦ γιὰ τὴ βα­σι­λεί­α τοῦ Θεοῦ καὶ πε­ρί­με­νε τὴ βα­σιλεί­α αὐ­τὴ χω­ρὶς νὰ κλο­νι­σθεῖ ἡ ἐλ­πί­δα του ἀ­πὸ τὸ θάνα­το τοῦ Ἰησοῦ· αὐ­τὸς λοι­πὸν τόλ­μη­σε καὶ πα­ρου­σιάστη­κε στὸν Πι­λά­το καὶ ζή­τη­σε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Πι­λά­τος μά­λι­στα ἔ­μει­νε ἔκ­πλη­κτος κι ἀ­πό­ρη­σε πού τό­σο γρή­γο­ρα εἶ­χε κι­ό­λας πε­θά­νει ὁ Ἰησοῦς. Κι ἀ­φοῦ προ­σκά­λε­σε τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο, τὸν ρώ­τη­σε ἐ­ὰν εἶ­χε ὥ­ρα πολ­λὴ πού πέ­θα­νε. Κι ὅ­ταν ἔ­μα­θε ἀ­πὸ τὸν ἑ­κα­τόν­ταρ­χο ὅ­τι πραγ­μα­τι­κὰ πέ­θα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, χά­ρι­σε τὸ σῶ­μα του στὸν Ἰ­ω­σήφ. Κι ἐ­κεῖ­νος, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε και­νούρ­γιο καὶ ἀ­με­τα­χείρι­στο σεν­τό­νι καὶ κα­τέ­βα­σε τὸν Ἰησοῦ ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρό, τύ­λι­ξε τὸ σῶ­μα του στὸ σεν­τό­νι καὶ τὸν ἔ­βα­λε κά­τω σ' ἕ­να μνη­μεῖ­ο, τὸ ὁποῖο ἦ­ταν σκα­λι­σμέ­νο μέ­σα στὸ βράχο· καὶ κύ­λι­σε ἕ­να με­γά­λο λί­θο πά­νω στὸ στό­μιο τοῦ μνη­μεί­ου κλεί­νον­τας ἔ­τσι τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α τοῦ Ἰωσῆ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν προ­σε­κτι­κὰ καὶ μὲ πο­λὺ ἐν­διαφέ­ρον ποῦ το­πο­θε­τή­θη­κε τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ.

Ἀφοῦ πέ­ρα­σε τὸ Σάβ­βα­το, ἡ Μα­ρί­α ἡ Μα­γδα­λη­νὴ καὶ ἡ Μα­ρί­α ἡ μη­τέ­ρα τοῦ Ἰ­α­κώ­βου καὶ ἡ Σα­λώ­μη ἀ­γό­ρα­σαν τὸ βρά­δυ τοῦ Σαβ­βά­του ἀ­ρώ­μα­τα, γιὰ νὰ ἔλ­θουν τὸ πρω­ὶ στὸν τά­φο καὶ νὰ ἀ­λεί­ψουν τὸ σῶ­μα τοῦ Ἰησοῦ. Καί πολύ πρωί τῆς πρώτης ἡμέρας τῆς ἑβδομάδος ἔρχονται στό μνημεῖο τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἄρχισε νά διαλύει τό πρωινό σκοτάδι, καθώς πῆρε ν’ ἀνατέλλει κάτω ἀπ’ τόν ὁ­ρί­ζον­τα. Κι ἔ­λε­γαν με­τα­ξύ τους: Ποι­ὸς θὰ μᾶς κυ­λί­σει τὴ με­γάλη πέ­τρα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν εἴ­σο­δο τοῦ μνη­μεί­ου; Μό­λις ὅ­μως ἔ­στρε­ψαν τὰ μά­τια τους πρὸς τὰ ἐκεῖ, εἶ­δαν ὅ­τι εἶ­χε με­τα­το­πι­σθεῖ ἡ πέ­τρα μα­κριὰ ἀπ’ τό μνημεῖο. Καὶ τὰ ἔ­λε­γαν αὐ­τὰ με­τα­ξύ τους, δι­ό­τι ἡ πέ­τρα αὐ­τὴ ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λη καὶ δὲν ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ με­τα­κι­νη­θεῖ. Κι ἀφοῦ μπῆ­καν στὸ μνη­μεῖ­ο, εἶ­δαν ἕ­να νέ­ο πού καθόταν στὰ δε­ξιὰ τοῦ μνη­μεί­ου καὶ ἦ­ταν ντυ­μέ­νος μὲ λευκή στο­λή, καὶ γέ­μι­σαν μὲ τρό­μο καὶ κα­τά­πλη­ξη. Αὐ­τὸς ὅ­μως τοὺς εἶπε: Μὴν τρο­μά­ζε­τε καὶ μὴ φο­βάστε. Ξέ­ρω ποι­ὸν ζη­τᾶ­τε. Ζη­τᾶ­τε τὸν Ἰησοῦ τὸν Να­ζα­ρηνὸ τὸν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νο. Ἀ­να­στή­θη­κε. Δέν εἶναι ἐ­δῶ. Νά, εἶ­ναι ἀ­δεια­νὸ τὸ μέ­ρος πού τὸν ἔ­βα­λαν. Ἀλ­λὰ πη­γαί­νε­τε καὶ πέ­στε στοὺς μα­θη­τές του καὶ ἰ­διαι­τέ­ρως στὸν Πέ­τρο, πού ἔ­χει ἀ­νάγ­κη πα­ρη­γο­ριᾶς καὶ βε­βαι­ώ­σε­ως ὅ­τι συγ­χω­ρή­θη­κε γιὰ τὴν ἄρ­νη­σή του, ὅ­τι πη­γαί­νει πρὶν ἀ­πό σᾶς στὴ Γα­λι­λαί­α καὶ σᾶς πε­ρι­μέ­νει ἐκεῖ. Ἐ­κεῖ θὰ τὸν δεῖ­τε, ὅ­πως σᾶς τὸ εἶπε πρίν σταυρωθεῖ. Ἐ­κεῖ­νες τό­τε βγῆ­καν κι ἔ­φυ­γαν ἀ­πὸ τὸ μνη­μεῖ­ο. Ἦ­ταν μά­λι­στα γε­μά­τες τρό­μο καὶ ἔκ­στα­ση. Δὲν εἶ­παν ὅ­μως τί­πο­τε σὲ κα­νέ­να, δι­ό­τι ἦ­ταν φο­βι­σμέ­νες.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου