Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
(2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2015)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί, Θε­οῦ ἐ­σμεν συ­νερ­γοί· Θε­οῦ γε­ώρ­γι­ον, Θε­οῦ οἰ­κο­δο­μή ἐ­στε. Κα­τὰ τν χά­ριν το Θε­οῦ τν δο­θεῖ­σάν μοι ς σο­φὸς ἀρ­χι­τέ­κτων θε­μέ­λι­ον τέ­θει­κα, ἄλ­λος δ ­ποι­κο­δο­μεῖ· ­κα­στος δ βλε­πέ­τω πς ­ποι­κο­δο­μεῖ· θε­μέ­λι­ον γρ ἄλ­λον οὐ­δεὶς δύ­να­ται θεῖ­ναι πα­ρὰ τν κε­­με­νον, ς ­στιν ­η­σοῦς Χρι­στός. ε δ τις ­ποι­κο­δο­μεῖ ­πὶ τν θε­μέ­λι­ον τοῦ­τον χρυ­σόν, ἄρ­γυ­ρον, λί­θους τι­μί­ους, ξύ­λα, χόρ­τον, κα­λά­μην, ­κά­στου τ ἔρ­γον φα­νε­ρὸν γε­νή­σε­ται· γρ ­μέ­ρα δη­λώ­σει· ­τι ν πυ­ρὶ ­πο­κα­λύ­πτε­ται· κα ­κά­στου τ ἔρ­γον ­ποῖ­όν ­στι τ πρ δο­κι­μά­σει. ε τι­νος τ ἔρ­γον με­νεῖ ­πῳ­κο­δό­μη­σε, μι­σθὸν λή­ψε­ται· ε τι­νος τ ἔρ­γον κα­τα­κα­­σε­ται, ζη­μι­ω­θή­σε­ται, αὐ­τὸς δ σω­θή­σε­ται, οὕ­τως δ ς δι­ πυ­ρός. Οκ οἴ­δα­τε ­τι να­ὸς Θε­οῦ ­στε κα τ Πνεῦ­μα το Θε­οῦ οἰ­κεῖ ν ­μῖν; ε τις τν να­ὸν το Θε­οῦ φθε­­ρει, φθε­ρεῖ τοῦ­τον Θε­ός· γρ να­ὸς το Θε­οῦ ­γι­ός ­στιν, οἵ­τι­νές ­στε ­μεῖς.                          
   (Α΄ Κορ. γ΄[3] 9 – 17)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀ­δελ­φοί, κι ἐ­κεῖ­νοι πού φυ­τεύ­ουν κι ἐ­κεῖ­νοι πού πο­τί­ζουν εἴ­μα­στε συ­νερ­γά­τες τοῦ Θε­οῦ στὸ ἔρ­γο Του πού ἀ­πο­βλέ­πει στὴ σω­τη­ρί­α σας. Εἶ­στε ἀ­γρὸς πού ἀ­νή­κει στὸ Θε­ὸ καὶ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­π' αὐ­τόν. Εἶ­στε οἰ­κο­δο­μὴ τοῦ Θεοῦ πού κτίζεται ἀ­π' αὐ­τὸν μὲ ὄρ­γα­νά του καὶ κτί­στες του ἐ­μᾶς. Σύμ­φω­να μὲ τὴ χά­ρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ δό­θη­κε γιὰ νὰ θε­με­λι­ώ­νω Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­νά­με­σα στὰ ἔ­θνη, σὰν ἔμ­πει­ρος ἀρ­χι­τέ­κτο­νας ἔ­χω βά­λει θε­μέ­λιο στε­ρε­ὸ· ἄλ­λος ὅ­μως συ­νε­χί­ζει πά­νω σ' αὐ­τὸ τὸ κτί­σι­μο. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό τους κτί­στες ἂς προ­σέ­χει πῶς οἰ­κο­δο­μεῖ πά­νω στὸ θε­μέ­λιο. Αὐ­τὸς δὲν ἔ­χει πλέ­ον δου­λειὰ μὲ τὸ θε­μέ­λιο. Δι­ό­τι κα­νέ­νας δὲν μπο­ρεῖ νὰ βά­λει ἄλ­λο θε­μέ­λιο λί­θο ἐκτός ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον πού βρί­σκε­ται τώ­ρα ἀ­με­τα­κί­νη­τος καὶ ἄ­σει­στος στὴ βά­ση τῆς οἰ­κο­δο­μῆς. Καὶ ὁ θε­μέ­λιος αὐ­τὸς λί­θος εἶ­ναι ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός. Ἐ­γὼ λοι­πὸν θε­με­λί­ω­σα κα­λά. ­Ἐ­ὰν ὅ­μως κα­νεὶς κτί­ζει πά­νω στὸ θε­μέ­λιο αὐ­τὸ μὲ ὑ­λι­κὰ σὰν τὸ χρυ­σά­φι ἢ τὸ ἀ­σή­μι ἢ τοὺς πο­λύ­τι­μους λί­θους, ἢ ἀν­τι­θέ­τως μὲ σα­νί­δια ἢ ἄ­χυ­ρα ἢ κα­λά­μια, τοῦ κά­θε κτί­στη τὸ ἔρ­γο θὰ γί­νει φα­νε­ρό. Δι­ό­τι ἡ ἡμέρα τῆς Κρί­σε­ως θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει καὶ θὰ τὸ φα­νε­ρώ­σει. Καὶ θὰ τὸ ξε­σκε­πά­σει, δι­ό­τι ἡ ἡμέρα ἐ­κεί­νη θὰ ἀποκαλυφθεῖ μα­ζὶ μὲ τὴν ἐ­νέρ­γεια τῆς θεί­ας δι­και­ο­σύ­νης, πού εἶ­ναι δρα­στι­κὴ σὰν τὴ φω­τιά. Καὶ ὁ Θε­ὸς θὰ ζυ­γί­σει μέ ἀ­κρί­βεια γιὰ νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψει τί εἶ­ναι τὸ ἔρ­γο τοῦ κα­θε­νὸς, καὶ θὰ φα­νε­ρώ­σει τὴν πραγ­μα­τι­κή του ἀξία σὰν τὴ φωτιά πού κα­τα­καί­ει κά­θε εὔ­φλε­κτο ὑ­λι­κό. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο πού ἔ­κα­νε κά­ποι­ος κτί­ζον­τας πά­νω στό αἰ­ώ­νιο θε­μέ­λιο, δη­λα­δὴ τὸν Χρι­στό, ἀν­τέ­ξει καὶ δὲν καεῖ ἀ­πὸ τὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ πά­ρει μι­σθὸ. Ἐ­ὰν τὸ ἔρ­γο κά­ποι­ου ἄλ­λου κα­τα­κα­εῖ καὶ δὲν αντέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως, αὐ­τὸς θὰ ζη­μι­ω­θεῖ, δι­ό­τι οἱ κό­ποι του δὲν θὰ ἀν­τα­μει­φθοῦν. Κι ὀ ἴδιος θά σωθεῖ μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας· θὰ σω­θεῖ δη­λα­δὴ σὰν ἐ­κεῖ­νον πού περ­νᾶ μέ­σα ἀ­πὸ τὶς φλό­γες τῆς φω­τιᾶς καὶ δι­α­τρέ­χει μεγά­λο κίν­δυ­νο. Ἔ­τσι κι αὐ­τὸς θὰ σω­θεῖ, ἂν τε­λι­κὰ ἀν­τέξει στὴ φω­τιὰ τῆς θεί­ας κρί­σε­ως. Εἶ­πα ἀρ­κε­τὰ γιὰ τοὺς κτί­στες. Ἂς ἔλ­θω τώ­ρα καὶ σ' ἐ­κεί­νους πού ἀν­τὶ νὰ κτί­ζουν, κα­τα­στρέ­φουν τὴν οἰ­κο­δο­μή. Δὲν γνω­ρί­ζε­τε ἀ­πὸ τὴν πεί­ρα τῆς χρι­στι­α­νι­κῆς ζω­ῆς σας ὅ­τι εἶ­στε να­ὸς τοῦ Θε­οῦ καὶ ὅ­τι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κα­τοι­κεῖ μέ­σα σας; Ἐ­ὰν λοι­πὸν κα­νεὶς μὲ τὴν πλα­νε­μέ­νη δι­δα­σκα­λία του καὶ τοὺς φα­τρια­σμοὺς του κα­τα­στρέ­φει τὸ να­ὸ τοῦ Θε­οῦ, θὰ τὸν κα­τα­στρέ­ψει αὐ­τὸν ὁ Θε­ός. Καὶ θὰ τ­ὸν κα­τα­στρέ­ψει, δι­ό­τι ὁ ναός τοῦ Θεοῦ εἶ­ναι ἅ­γιος. Εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νος στὸ Θε­ὸ καὶ εἶ­ναι δι­κό του κτῆ­μα. Εἶ­ναι ἱ­ε­ρὸς καὶ ἀ­πα­ρα­βί­α­στος. Καὶ τέ­τοι­ος να­ός, να­ὸς τοῦ Θε­οῦ ἅ­γιος, εἶ­στε ἐ­σεῖς.
ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τ καιρ κείν,  ­νγ­κα­σεν ­η­σος τος μα­θη­τς α­το μ­β­ναι ες τ πλο­ον κα προ­­γειν α­τν ες τ π­ραν, ­ως ο ­πο­λ­σ τος ­χλους. κα ­πο­λ­σας τος ­χλους ­ν­βη ες τ ­ρος κα­τ' ­δ­αν προ­σε­­ξα­σθαι. ­ψ­ας δ γε­νο­μ­νης μ­νος ν ­κε. τ δ πλο­ον ­δη μ­σον τς θα­λσ­σης ν, βα­σα­νι­ζ­με­νον ­π τν κυ­μ­των· ν γρ ­ναν­τ­ος ­νε­μος. τε­τρ­τ δ φυ­λα­κ τς νυ­κτς ­πλ­θε πρς α­τος ­η­σοῦς πε­ρι­πα­τν­π τς θα­λσ­σης. κα ­δν­τες α­τν ο μα­θη­τα ­π τν θ­λασ­σαν πε­ρι­πα­τον­τα ­τα­ρ­χθη­σαν λ­γον­τες ­τι φν­τα­σμ ­στι, κα ­π το φ­βου ­κρα­ξαν. ε­θ­ως δ ­λ­λη­σεν α­τος ­η­σος λ­γων· Θαρ­σε­τε, ­γ ε­μι· μ φο­βε­σθε. ­πο­κρι­θες δ α­τ Πτρος ε­πε· Κριε, ε σ ε, κ­λευ­σν  με  πρς  σ  λ­θεν  ­π  τ ­δα­τα·    δ εἶ­πεν, λθ. κα κα­τα­βὰς ἀ­πὸ το πλο­ί­ου Πτρος πε­ρι­ε­πά­τη­σεν ἐ­πὶ τ ὕ­δα­τα ἐλ­θεῖν πρς τν Ἰ­η­σοῦν. βλέ­πων δ τν ἄ­νε­μον ἰ­σχυ­ρὸν ἐ­φο­βή­θη, κα ἀρ­ξά­με­νος κα­τα­πον­τί­ζε­σθαι ἔ­κρα­ξε λέ­γων· Κριε, σῶ­σόν με. εὐ­θέ­ως δ Ἰ­η­σοῦς ἐ­κτε­ί­νας τν χεῖ­ρα ἐ­πε­λά­βε­το αὐ­τοῦ κα λέ­γει αὐ­τῷ· Ὀ­λι­γό­πι­στε! ες τ ἐ­δί­στα­σας; κα ἐμ­βάν­των αὐ­τῶν ες τ πλοῖ­ον ἐ­κό­πα­σεν ὁ ἄ­νε­μος. ο δ ν τ πλο­ί­ῳ ἐλ­θόν­τες προ­σε­κύ­νη­σαν αὐ­τῷ λέ­γον­τες· Ἀ­λη­θῶς Θε­οῦ υἱ­ὸς ε. Κα δι­α­πε­ρά­σαν­τες ἦλ­θον ες τν γν Γεν­νη­σα­ρέτ.
      (Ματθ. ιδ΄[14] 22 – 34)
ΕΠΑΝΩ ΣΤΑ ΚΥΜΑΤΑ    
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ αὐτῆς τῆς Κυριακῆς εἶναι συνέχεια ἐκείνου τῆς περασμένης Κυριακῆς. Μᾶς μεταφέρει ἀμέσως μετὰ τὸ θαῦμα τῆς διατροφῆς τῶν πεντακισχιλίων στὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νά μποῦν καί νὰ περάσουν στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ἕως ὅτου Ἐκεῖνος διαλύσει τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ἀναχωροῦν καί ὁ Κύριος πείθει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀναχωρήσουν γιὰ τὰ σπίτια τους. Ἀμέσως δὲ μετὰ ὁ Κύριος ἀνεβαίνει στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Φθάνει πλέον τὸ βράδυ καὶ Ἐκεῖνος ἐξακολουθεῖ νὰ μένει ἐκεῖ μόνος καὶ νὰ προσεύχεται. Ἡ ἡσυχία καί ἡ μοναξιά καί τό ἴδιο τὸ βουνὸ τοῦ προσφέρουν ἰδανικὲς συνθῆκες προσευχῆς.
Ὁ Κύριος προσεύχεται. Προσεύχεται, διότι δὲν ἦταν μόνον Θεός, ἀλλὰ καὶ ἄνθρωπος. Καὶ ὡς ἄνθρωπος εἶχε ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Προσεύχεται ὅμως καί γιά νά διδάξει ἐμᾶς νὰ κάνουμε τό ἴδιο. Νά ἀναζητοῦμε ἥσυχους τόπους, ἀπομονωμένους καί ἐκεῖ νά ἀφοσιωνόμαστε στήν προσευχή.
ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΩPA τό πλοῖο μὲ τοὺς μαθητές βρίσκεται στὸ μέσο τῆς μεγάλης λίμνης καί  ἀντιμετωπίζει τρικυμία μεγάλη. Ὁ ἄνεμος θυελλώδης τὸ συνταράσσει, ἀπειλεῖ νὰ τὸ βυθίσει. Οἱ μαθητές βρίσκονται σέ ἀγωνία θανάτου καί ὁ Κύριος δὲν βρίσκεται κοντά τους. Ποῦ βρίσκεται;
Ὁ Κύριος τοὺς ἀφήνει νὰ δοκιμασθοῦν ἀρκετά. Καί ὅταν πιά ἡ νύχτα ἔφθανε πρὸς τὸ τέλος της, περίπου στὸ διάστημα 3-6 τὸ πρωί, ὁπότε ἡ τετάρτη νυκτερινὴ στρατιωτικὴ βάρδια ἀνελάμβανε ὑπηρεσία, πῆγε κοντὰ τους βαδίζοντας ἐπάνω στὰ κύματα. Μέσα στὸ σκοτάδι οἱ μαθητές τὸν ἐκλαμβάνουν γιὰ φάντασμα καί φοβισμένοι ἀφήνουν κραυγὴ ἀγωνίας καί τρόμου. Ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ταλαιπωρίας τους: ἀπό τή μιά κινδυνεύουν νὰ πνιγοῦν, ἀπό τὴν ἄλλη ἀντικρύζουν φαντάσματα. Ἡ ἀντοχὴ τους ἐδῶ φαίνεται πιά νά ἐξαντλεῖται.
ΑΛΛΑ ΕΔΩ ΚΑΙ Η ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ἔχει πλέον τελειώσει. Ὁ Κύριος τοὺς δίνει θάρρος, τοὺς βεβαιώνει ὅτι Αὐτὸς ὁ ἴδιος εἶναι καί ὄχι κάποιο φάντασμα.
Ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ψυχῆς τους ἀμέσως ἀλλάζει. Ὁ ἄνεμος ἐξακολουθεῖ νὰ μαίνεται, ἀλλὰ μέσα τους ἐπικρατεῖ γαλήνη. Εἶναι τόση ἡ χαρά τους, ὥστε ὁ Πέτρος ζητεῖ νὰ τοῦ δώσει ὁ Κύριος τὴ δύναμη νά πάει κοντὰ Του βαδίζοντας ἐπάνω στὰ κύματα. Καὶ ὅταν ὁ Κύριος τοῦ λέγει «ἐλθέ», ἔλα, ὁ Πέτρος κατεβαίνει καὶ ἀρχίζει νὰ βαδίζει πάνω στὰ νερὰ γιὰ νὰ φθάσει κοντὰ στὸν Χριστό. Τόλμη, θάρρος, πίστις... φαινόμενο μοναδικό. Ὅμως...
ΟΜΩΣ Ο ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΝΕΙ τώρα τὸ καίριο λάθος. Μιά στιγμή, μιά καὶ μόνο στιγμὴ παίρνει τὸ βλέμμα του ἀπό τὴ μορφή τοῦ Κυρίου καὶ τὸ στρέφει στὰ κύματα. Τότε συνειδητοποιεῖ ποῦ βρίσκεται. Τότε προσέχει καὶ πάλι τὴ μανία, τὸ ἄγριο φύσημα τοῦ ἀνέμου, τὰ πελώρια κύματα. Καί τότε... ἀρχίζει νὰ φοβᾶται. Μόλις δὲ ὁ φόβος μπαίνει μέσα του, ἀρχίζει νά βυθίζεται. Καὶ τότε ἀπελπισμένος κράζει: «Κύριε, σῶσόν με»!
Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν βρίσκεται μακριά του. Ἁπλώνει τὸ χέρι Του, τὸν πιάνει καὶ τοῦ λέγει ἐπιτιμητικά: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»· ὀλιγόπιστε, γιατί δειλίασες;
Ἔπειτα, καθὼς ἀνεβαίνουν στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος ἡσυχάζει. Τὸ θάμβος τῶν μαθητῶν εἶναι ἀπροσμέτρητο. Μὲ σεβασμὸ πλησιάζουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Κύριον, ὁμολογώντας ὅτι εἶναι υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καί σὲ λίγο ἔφθασαν στὴν περιοχὴ τῆς Γεννησαρέτ.
Ο ΔΙΣΤΑΓΜΟΣ ΤΩΝ ΟΛΙΓΟΠΙΣΤΩΝ
Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ περπατήσει πάνω στὰ κύματα τῶν δοκιμασιῶν τῆς ζωῆς. Μπορεῖ. Ἀρκεῖ νά τό θελήσει. Ἀρκεῖ δηλαδὴ νὰ πιστέψει ὅτι ὁ Κύριος εἶναι κοντά του. Καὶ ἀρκεῖ νά ἔχει τό βλέμμα τῆς ψυχῆς του στραμμένο μόνιμα σ’ Αὐτόν.
Ἀλλὰ νὰ τὸ ἔχει μόνιμα! Αὐτὸ εἶναι τὸ σημαντικό. Νὰ μή στρέφει οὔτε γιά μιά στιγμή τήν προσοχή του στὴ θύελλα καὶ τὴν τρικυμία τῶν δοκιμασιῶν. Ἡ θύελλα νὰ μαίνεται γύρω του, νά μή μπαίνει ὅμως μέσα στὴν ψυχή του.
Ἂν ταλαιπωρούμεθα στὴ ζωή μας, ἄν φθάνουμε συχνὰ στὴν ἀπογοήτευση καὶ ἀν βυθιζόμαστε στήν ἀπελπισία, εἶναι διότι ἀπομακρύνουμε τὸ βλέμμα τῆς ψυχῆς μας ἀπό τὸν Χριστό.
Στὸν κόσμο αὐτὸ πλέουμε μέσα σὲ πέλαγος πειρασμῶν, θλίψεων, ποικίλων δοκιμασιῶν. Συχνὰ αὐτὲς οἱ δοκιμασίες παίρνουν τὴ μορφὴ τρικυμίας, μαίνονται ὡς ἀνεξέλεγκτη θύελλα, ἀπειλοῦν μέ πνιγμό. Μερικὲς μάλιστα φορὲς φθάνουν σὲ ἔντασι τόσο μεγάλη, ὥστε ἡ ψυχὴ μας γεμίζει μέ ἀγωνία καί τρόμο. Εἶναι ἀσθένειες, εἶναι ἀποτυχίες, εἶναι προδοσίες, εἶναι ἀνταρσίες τῶν παιδιῶν, εἶναι ἀδικίες καί περιφρονήσεις, εἶναι συκοφαντικοὶ κατατρεγμοί — τὰ δαιμόνια μαίνονται, σφυρίζουν ὀργισμένα. Εἴμαστε τότε σάν τούς μαθητές στὸ ταλαιπωρούμενο ἀπό τή θύελλα πλοῖο καί μάλιστα τήν ὥρα «τῆς τετάρτης φυλακῆς τῆς νυκτός», τότε πού νομίζουμε ὅτι μᾶς κυκλώνουν τὰ φαντάσματα.
Τότε ὅμως καί ὁ ἀγώνας μας βρίσκεται πιὰ στὸ τέλος του. Σύντομα θὰ διαπιστώσουμε πὠς ὄχι κάποια φαντάσματα, ἀλλά πώς ὁ Χριστὸς βρίσκεται κοντά μας. Καὶ ἄν στηρίξουμε τὸ βλέμμα μας ἀταλάντευτο ἐπάνω Του, θὰ διαπιστώσουμε πώς μποροῦμε νά περπατήσουμε ἐπάνω στὰ κύματα.
Λοιπόν, μὴ μᾶς φοβίζουν τὰ κύματα, οἱ τρικυμίες τῆς ζωῆς.
Τὸ βλέμμα μας μόνο νὰ προσέξουμε. Τὸ βλέμμα μας νὰ εἶναι στραμμένο στὸν Κύριο. Σ’ Ἐκεῖνο ποὺ μὲ ἕνα καὶ μόνο νεῦμά Του, ὅταν τό θελήσει, θὰ σταματήσει ὅλες τὶς θύελλες πού ἔχουν ξεσπάσει στὴ ζωή μας.
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)