Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
 (30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017)


ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἐ­κεί­ναις, πλη­θυ­νόν­των τῶν μα­θη­τῶν ἐ­γέ­νε­το γογ­γυ­σμὸς τῶν ῾Ελ­λη­νι­στῶν πρὸς τοὺς ῾Ε­βρα­ί­ους, ὅ­τι πα­ρε­θε­ω­ροῦν­το ἐν τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τῇ κα­θη­με­ρι­νῇ αἱ χῆ­ραι αὐ­τῶν. Προ­σκα­λε­σά­με­νοι δὲ οἱ δώ­δε­κα τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν εἶ­πον· Οὐκ ἀ­ρε­στόν ἐ­στιν ἡ­μᾶς κα­τα­λε­ί­ψαν­τας τὸν λό­γον τοῦ Θε­οῦ δι­α­κο­νεῖν τρα­πέ­ζαις. Ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε οὖν, ἀ­δελ­φοί, ἄν­δρας ἐξ ὑ­μῶν μαρ­τυ­ρου­μέ­νους ἑ­πτά, πλή­ρεις Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου καὶ σο­φί­ας, οὓς κα­τα­στή­σο­μεν ἐ­πὶ τῆς χρε­ί­ας τα­ύ­της· ἡ­μεῖς δὲ τῇ προ­σευ­χῇ καὶ τῇ δι­α­κο­νί­ᾳ τοῦ λό­γου προ­σκαρ­τε­ρή­σο­μεν. Καὶ ἤ­ρε­σεν ὁ λό­γος ἐ­νώ­πιον παν­τὸς τοῦ πλή­θους· καὶ ἐ­ξε­λέ­ξαν­το Στέ­φα­νον, ἄν­δρα πλή­ρη πί­στε­ως καὶ Πνε­ύ­μα­τος ῾Α­γί­ου, καὶ Φί­λιπ­πον καὶ Πρό­χο­ρον καὶ Νι­κά­νο­ρα καὶ Τί­μω­να καὶ Παρ­με­νᾶν καὶ Νι­κό­λα­ον προ­σή­λυ­τον ᾿Αν­τι­ο­χέ­α, οὓς ἔ­στη­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀ­πο­στό­λων, καὶ προ­σευ­ξά­με­νοι ἐ­πέ­θη­καν αὐ­τοῖς τὰς χεῖ­ρας. Καὶ ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ηὔ­ξα­νε, καὶ ἐ­πλη­θύ­νε­το ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν ἐν ῾Ι­ε­ρου­σα­λὴμ σφό­δρα, πο­λύς τε ὄ­χλος τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ὑ­πή­κου­ον τῇ πί­στει.  
                              (Πράξ. στ΄[6] 1 – 7)  

ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τὶς ἡμέρες αὐ­τές, ἐ­νῶ αὐ­ξα­νό­ταν ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν πι­στῶν, οἱ Ἑ­βραῖ­οι Χρι­στια­νοὶ πού ἦ­ταν ἀ­πὸ ξέ­να μέ­ρη καὶ γι' αὐ­τὸ μι­λοῦ­σαν τὴν ἑλ­λη­νι­κὴ γλώσ­σα, ἄρ­χι­σαν νὰ γογ­γύ­ζουν ἐ­ναν­τί­ον τῶν ντό­πι­ων Ἑ­βραί­ων Χρι­στια­νῶν, πού μι­λοῦ­σαν τὴν ἀ­ρα­μα­ϊ­κὴ γλώσ­σα. Τὰ πα­ρά­πο­να αὐ­τὰ προ­έ­κυ­ψαν, δι­ό­τι οἱ χῆ­ρες τῶν ἑλ­λη­νό­φω­νων Ἰ­ου­δαί­ων Χρι­στια­νῶν πού δὲν ἦ­ταν ντό­πιοι πα­ρα­με­λοῦν­ταν στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ πε­ρί­θαλ­ψη καὶ ὑπηρεσία τῆς δι­α­νο­μῆς τρο­φῶν καὶ ἐλεημοσυνῶν. Με­τὰ λοι­πὸν ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ δώ­δε­κα ἀ­πό­στο­λοι συγκάλεσαν τὸ πλῆ­θος τῶν μα­θη­τῶν πού πί­στευ­αν στό Χριστό καὶ εἶ­παν: Δὲν μᾶς φαί­νε­ται σω­στὸ νὰ ἀφήσουμε ἐμεῖς ­τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τρα­πέ­ζια φα­γη­τοῦ. Ἐ­ξε­τά­στε λοι­πὸν προ­σε­κτι­κά, ἀ­δελ­φοί, καὶ ἐκλέξτε ἀ­πό σᾶς τοὺς ἴ­διους ἑπτά ἄν­δρες, πού νὰ ἔ­χουν καλή μαρ­τυ­ρί­α ἀ­π' ὅ­λους καὶ νὰ εἶ­ναι γε­μά­τοι ἀ­πὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύ­νε­ση. Αὐ­τοὺς θὰ ἐγ­κα­τα­στή­σου­με γιὰ νά διεξάγουν τὴν ἀ­ναγ­καί­α αὐ­τὴ δι­α­κο­νί­α. Κι ἐμεῖς θὰ ἀ­φο­σι­ω­θοῦ­με καὶ θὰ ἀ­φι­ε­ρω­θοῦ­με ἀποκλειστικά στὴν προ­σευ­χὴ καὶ στὴ δι­α­κο­νί­α τοῦ κηρύγματος. Ἡ πρό­τα­ση αὐ­τὴ τῶν ἀ­πο­στό­λων φά­νη­κε ἀρεστή σ’ ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἔ­τσι ἐ­ξέ­λε­ξαν τὸν Στέφανο, ἄν­δρα γε­μά­το ἀ­πὸ πί­στη στὸ Χρι­στὸ καὶ ἀ­πὸ τά χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καὶ τὸν Φί­λιπ­πο καί τὸν Πρόχορο καὶ τὸν Νι­κά­νο­ρα καὶ τὸν Τί­μω­να καὶ τόν Παρμενᾶ καὶ τὸν Νι­κό­λα­ο ἀ­πὸ τὴν Ἀν­τι­ό­χεια, ὁ ὁποῖος ἦταν κά­πο­τε εἰ­δω­λο­λά­τρης καὶ πρὶν πι­στέ­ψει στὸ Χριστό εἶχε προ­σέλ­θει στὸν Ἰ­ου­δα­ϊ­σμό. Αὐ­τοὺς τοὺς ἑπτά πα­ρου­σί­α­σαν ἐ­νώ­πιον τῶν ἀποστόλων. Καί οἱ ἀ­πό­στο­λοι, ἀφοῦ προ­σευ­χή­θη­καν, ἔβαλαν τά χέρια τους πά­νω στὰ κε­φά­λια τῶν ἑπτά, γιὰ νά τοὺς με­τα­δο­θεῖ ἡ θεί­α χά­ρη ἡ ὁποία τοὺς ἦ­ταν ἀναγκαία γιά τή διεξαγωγή τῆς δι­α­κο­νί­ας τους. Ἔ­τσι τὸ κή­ρυγ­μα τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ προόδευε καί δι­α­δι­δό­ταν. Καὶ ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν μα­θη­τῶν στὰ Ἱεροσόλυμα αὐ­ξα­νό­ταν πά­ρα πο­λύ, καὶ πλῆ­θος πο­λὺ ἀ­πό τους ἱ­ε­ρεῖς τῶν Ἰ­ου­δαί­ων ἀ­πο­δέ­χον­ταν τὶς ἀ­λή­θει­ες τὴ πί­στε­ως καὶ ὑ­πο­τάσ­σον­ταν σ' αὐ­τές.

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
    Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλ­θὼν Ἰ­ω­σὴφ ὁ ἀ­πὸ Ἁ­ρι­μα­θα­ί­ας, εὐ­σχή­μων βου­λευ­τής, ς κα αὐ­τὸς ν προσ­δε­χό­με­νος τν βα­σι­λε­ί­αν το Θε­οῦ, τολ­μή­σας εἰ­σῆλ­θε πρς Πι­λᾶ­τον κα ᾐ­τή­σα­το τ σῶ­μα το Ἰ­η­σοῦ. δ Πι­λᾶ­τος ἐ­θα­ύ­μα­σεν ε ἤ­δη τέ­θνη­κε, κα προ­σκα­λε­σά­με­νος τν κεν­τυ­ρί­ω­να ἐ­πη­ρώ­τη­σεν αὐ­τὸν ε πά­λαι ἀ­πέ­θα­νε· κα γνος ἀ­πὸ το κεν­τυ­ρί­ω­νος ἐ­δω­ρή­σα­το τ σῶ­μα τ Ἰ­ω­σήφ. κα ἀ­γο­ρά­σας σιν­δό­να κα κα­θε­λὼν αὐ­τὸν ἐ­νε­ί­λη­σε τ σιν­δό­νι κα κα­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ν μνη­με­ί­ῳ ν λε­λα­το­μη­μέ­νον κ πέ­τρας, κα προ­σε­κύ­λι­σε λί­θον ἐ­πὶ τν θύ­ραν το μνη­με­ί­ου. δ Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α Ἰ­ω­σῆ ἐ­θε­ώ­ρουν πο τί­θε­ται. Κα δι­α­γε­νο­μέ­νου το σαβ­βά­του Μα­ρί­α Μα­γδα­λη­νὴ κα Μα­ρί­α το Ἰ­α­κώ­βου κα Σα­λώ­μη ἠ­γό­ρα­σαν ἀ­ρώ­μα­τα ἵ­να ἐλ­θοῦ­σαι ἀ­λε­ί­ψω­σιν αὐ­τόν. κα λί­αν πρω­ῒ τῆς μι­ᾶς σαβ­βά­των ἔρ­χον­ται ἐ­πὶ τ μνη­μεῖ­ον, ἀ­να­τε­ί­λαν­τος το ἡ­λί­ου. κα ἔ­λε­γον πρς ἑ­αυ­τάς· Τς ἀ­πο­κυ­λί­σει ἡ­μῖν τν λί­θον κ τς θύ­ρας το μνη­με­ί­ου; κα ἀ­να­βλέ­ψα­σαι θε­ω­ροῦ­σιν ὅ­τι ἀ­πο­κε­κύ­λι­σται ὁ λί­θος· ν γρ μέ­γας σφό­δρα. κα εἰ­σελ­θοῦ­σαι ες τ μνη­μεῖ­ον εἶ­δον νε­α­νί­σκον κα­θή­με­νον ν τος δε­ξι­οῖς, πε­ρι­βε­βλη­μέ­νον στο­λὴν λευ­κήν, κα ἐ­ξε­θαμ­βή­θη­σαν. δ λέ­γει αὐ­ταῖς· Μ ἐκ­θαμβεῖ­σθε· Ἰ­η­σοῦν ζη­τεῖ­τε τν Να­ζα­ρη­νὸν τν ἐ­σταυ­ρω­μέ­νον· ἠ­γέρ­θη, οκ ἔ­στιν ὧ­δε· ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­θη­καν αὐ­τόν. ἀλ­λ' ὑ­πά­γε­τε εἴ­πα­τε τος μα­θη­ταῖς αὐ­τοῦ κα τ Πτρ ὅ­τι προ­ά­γει ὑ­μᾶς ες τν Γα­λι­λα­ί­αν· ἐ­κεῖ αὐ­τὸν ὄ­ψε­σθε, κα­θὼς εἶ­πεν ὑ­μῖν. κα ἐ­ξελ­θοῦ­σαι ἔ­φυ­γον ἀ­πὸ το μνη­με­ί­ου· εἶ­χε δ αὐ­τὰς τρό­μος κα ἔκ­στα­σις, κα οὐ­δε­νὶ οὐ­δὲν εἶ­πον· ἐ­φο­βοῦν­το γρ.          
 (Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8 )

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
1. Η ΤΟΛΜΗ ΤΩΝ ΔΥΟ
Μεγάλη Παρασκευὴ ἀπόγευμα, λίγο πρὶν γείρει ὁ ἥλιος στὴ δύση του στὸ Γολγοθᾶ. Ὁ Ἰωάννης, ὁ ἀφοσιωμένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ λίγες μαθήτριες ποὺ παρέμειναν ἐκεῖ ἀτενίζουν μὲ πόνο ἀβάσταχτο καὶ θλίψη βαθιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀγαπημένου τους Κυρίου νὰ κρέμεται ἄψυχο πάνω στὸν σταυρό. Κι ἕνας φόβος μεγάλος καὶ ἀπειλητικὸς τριγυρνᾶ στὴ σκέψη ὅλων τους: ὁ κίνδυνος νὰ μείνει ἄταφο τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀγαπημένου τους. Ποιὸς ὅμως θὰ τολμήσει νὰ τὸ ζητήσει γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν νεκρικὲς τιμές; Καὶ μάλιστα πρὶν δύσει ὁ ἥλιος! Ὁ χρόνος κυλᾶ ἀδυσώπητος.
Σ᾿ αὐτὴ τὴν κρίσιμη ὥρα ποὺ τὸ ἀδιέξοδο τρομοκρατεῖ τὶς καρδιές, μιὰ ἀναπάντεχη λύση φαίνεται στὸν ὁρίζοντα. Κάποιοι ἀνηφορίζουν πρὸς τὸν Γολγοθᾶ. Ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία, ὁ κρυφὸς μαθητής, καὶ ὁ Νικόδημος, ὁ νυχτερινὸς μαθητὴς· ἐκλεκτὰ μέλη τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου. Τί νὰ συμβαίνει ἄραγε; Μέσα στὴν καταχνιὰ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ὁ Ἰωσὴφ τόλμησε. Παρουσιάσθηκε στὸν Πιλάτο ζητώντας τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πιλάτος ἔμεινε ἔκπληκτος: Πῶς τόσο γρήγορα πέθανε ὁ Ἰησοῦς! Καὶ ὅταν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο γι᾿ αὐτό, ἀπάντησε θετικὰ στὸν Ἰωσήφ. Ὅλα πλέον γίνονται ἀστραπιαῖα. Ὁ Ἰωσὴφ ἀγόρασε καινούργιο σεντόνι κι ὁ Νικόδημος προμηθεύτηκε ἑκατὸ λίτρα σμύρνας καὶ ἀλόης. Καὶ ἀφοῦ ἔφθασαν στὸν Γολγοθᾶ μὲ πόνο βαθὺ καὶ δάκρυα πολλά, κατέβασαν εὐλαβικὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν σταυρό. Τὸ τύλιξαν μὲ τὰ ὀθόνια, τὸ περιέλουσαν μὲ τὰ πολύτιμα μύρα τους καὶ τὰ καυτά τους δάκρυα. Καὶ τὸ ἐναπέθεσαν στὸ καινούργιο μνημεῖο, ποὺ ἦταν σκαλισμένο στὸ βράχο, καὶ κύλησαν μπροστὰ ἕνα μεγάλο λίθο.
Ὁ κίνδυνος νὰ μείνει τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἄταφο ξεπεράστηκε. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως αὐτό, κάποιοι τόλμησαν. Οἱ δυὸ κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ποὺ τώρα ἀποκαλύπτονται. Τώρα δὲν ὑπολογίζουν οὔτε τὴ θέση τους στὸ Ἰουδαϊκὸ Συνέδριο οὔτε τὸν κίνδυνο νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τολμοῦν. Ἐπειδὴ ἀγάπησαν τὸν Κύριο καὶ πίστεψαν σ᾿ Αὐτόν. Τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀποδείξουν στὴν πράξη τὴν πίστη τους. Καὶ τὸ ἀποδεικνύουν στὴν κρισιμότερη ὥρα μὲ σύνεση, ἀλλὰ καὶ μὲ τόλμη. Καὶ δίνουν τὸ μάθημα τῆς τόλμης σ᾿ ἐμᾶς ποὺ κάποτε δειλιάζουμε ν᾿ ἀποκαλύψουμε τὶς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Καὶ μᾶς καλοῦν νὰ μὴ διστάζουμε νὰ ὑψώνουμε τὴ φωνή μας ὅταν τὸ κακὸ θριαμβεύει, ὅταν πολεμεῖται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του. Ἀλλὰ νὰ παίρνουμε θέση· νὰ τολμοῦμε μὲ σύνεση καὶ θάρρος. Χωρὶς νὰ φοβόμαστε τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὸ κόστος. Καὶ οἱ κίνδυνοι θὰ ὑπερνικῶνται.
2. Ο ΦΟΒΟΣ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Κοντὰ στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου τὴν ὥρα τῆς ἀποκαθηλώσεως οἱ ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου παρατηροῦσαν προσεκτικὰ ποῦ τοποθετήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Πῶς ἄντεξαν νὰ βλέπουν νεκρὸ Αὐτὸν ποὺ ἐπὶ τρία χρόνια ἔδινε φῶς καὶ ζωή; Πόσο θὰ ἤθελαν νὰ Τοῦ προσφέρουν καὶ τὰ δικά τους ἀκριβὰ μύρα τῆς ἀγάπης τους! Ὅμως ὁ χρόνος καὶ ὁ νόμος δὲν τοὺς τὸ ἐπέτρεπε. Καὶ ἀφοῦ περίμεναν μὲ ἀδημονία νὰ περάσει τὸ Σάββατο, ἀγόρασαν ἀρώματα γιὰ νὰ ἔλθουν τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στὸν τάφο. Πολὺ πρωὶ ξεκίνησαν γιὰ τὸ μνημεῖο. Ἕνα θέμα μόνο τὶς προβλημάτιζε: Ποιὸς θὰ ἀποκυλίσει τὸ μεγάλο λίθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου; Μόλις ὅμως πλησίασαν καὶ ἔστρεψαν τὰ μάτια τους πρὸς τὸ μνημεῖο, εἶδαν κατάπληκτες ὅτι εἶχε ἀποκυλιστεῖ ἡ πέτρα. Καὶ μέσα στὸ μνημεῖο εἶδαν ἕναν ἄγγελο νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ ντυμένο μὲ λευκὴ στολή, καὶ γέμισαν μὲ φόβο καὶ κατάπληξη. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴ φοβᾶσθε. Ζητᾶτε τὸν Ἰησοῦ τὸν Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε! Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι ἀδειανὸς ὁ τόπος ποὺ Τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ στὸν Πέτρο ὅτι θὰ σᾶς περιμένει στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ εἶχε πεῖ. Καὶ ἐκεῖνες ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Καὶ δὲν εἶπαν τίποτε σὲ κανένα, διότι εἶχαν κυριευθεῖ ἀπὸ φόβο.
Γιατί ὅμως φοβήθηκαν οἱ γυναῖκες αὐτές; Αὐτὲς ἀτρόμητες ξεκίνησαν μέσα στὴ νύχτα πρὸς τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ὑπολόγισαν οὔτε τοὺς μανιασμένους Ἰουδαίους οὔτε τοὺς ἀπειλητικοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες οὔτε τοὺς ληστὲς ποὺ καιροφυλακτοῦσαν οὔτε τὸ φόβο ποὺ ἀσφαλῶς προκαλοῦσε ἡ ὥρα καὶ ὁ τόπος ὁ ἐρημικός, τόπος νεκρῶν. Τί ἦταν λοιπὸν αὐτὸς ὁ φόβος τους;
Οἱ γυναῖκες αὐτὲς εἶδαν τὸ μνημεῖο κενό, τὸν λίθο ἀποκυλισμένο, τὸν ἄγγελο ἀπαστράπτοντα νὰ τοὺς λέει κάτι ποὺ φαινόταν ἀδιανόητο: Ὁ ἐσταυρωμένος νεκρὸς «οὐκ ἔστιν ὦδε». Κι αὐτὲς κυριεύθηκαν ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκσταση, διότι ἄρχισαν νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι μέσα στὸ μνημεῖο ἔγινε κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸ συγκλονιστικότερο θαῦμα τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ μέσα νικήθηκε ὁ θάνατος. Ἐκεῖ μέσα ἀναστήθηκε ὄχι ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Καὶ ἀναστήθηκε ὄχι γιὰ νὰ ξαναπεθάνει κάποτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ποτέ. Καὶ οἱ Μυροφόρες λοιπὸν τά ᾿χαν χαμένα, ἔμειναν ἐκστατικές, διότι δὲν μποροῦσαν τότε νὰ διανοηθοῦν αὐτὸ ποὺ τὰ πράγματα ἔδειχναν ὅτι ἐκεῖ στὸ κενὸ μνημεῖο, Αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε, Αὐτὸς τὸν Ὁποῖο διακονοῦσαν ἐπὶ τρία χρόνια δὲν ἦταν μόνο ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ Μεσσίας, ὁ μέγας προφήτης, ἀλλὰ ἦταν ἀσυγκρίτως ἀνώτερος, ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Καὶ μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ νοῦ τους μιὰ ἀλήθεια, ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια, δονοῦσε τὶς καρδιές τους: ὁ Χριστὸς ἀνέστη!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)


Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ). ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
(ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
(23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017)



Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ)
Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ Πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. Ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει. Καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. Εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. Ἐποίησε δὲ οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. Καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.     
                                                                                           (Πράξ. ιβ΄[12] 1-11)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ βασιλιὰς Ἡρώδης Ἀγρίππας ὁ Α΄, ἐγγονὸς τοῦ μεγάλου Ἡρώδη, ἔβαλε χέρι σὲ μερικοὺς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ τοὺς κακοποιήσει. Ἔτσι θανάτωσε μὲ ἀποκεφαλισμὸ τὸν Ἰάκωβο, ἀδελφὸ τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Κι ὅταν εἶδε ὅτι καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων εὐχαριστήθηκαν μὲ τὴν ἐνέργειά του αὐτὴ ἀποφάσισε στὴ συνέχεια νὰ συλλάβει καὶ τὸν Πέτρο. Ἦταν μάλιστα τότε οἱ ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τῶν ἀζύμων. Τὸν συνέλαβε λοιπὸν καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακὴ παραδίδοντάς τον σὲ τέσσερις τετράδες στρατιωτῶν γιὰ νὰ τὸν φρουροῦν. Διότι ἤθελε μετὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα νὰ τὸν ἀνεβάσει στὸ δικαστήριο καὶ νὰ τὸν δικάσει μπροστὰ στὸ λαό. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Πέτρος φρουροῦνταν μέσα στὴ φυλακή. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως τῶν Ἱεροσολύμων ἀνέπεμπε στὸ Θεὸ ἀδιάκοπα πολλὲς καὶ θερμὲς προσευχὲς γιὰ τὴ διάσωσή του. Τὴν προηγούμενη λοιπὸν νύχτα τῆς ἡμέρας ἐκείνης ποὺ ὁ Ἡρώδης σκόπευε νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸ δικαστήριο, ὁ Πέτρος κοιμόταν ἥσυχα ἀνάμεσα σὲ δύο στρατιῶτες δεμένος μὲ δύο ἁλυσίδες, ἐνῶ φρουροὶ μπροστὰ στὴ θύρα φύλαγαν τὸ δεσμωτήριο. Ξαφνικὰ ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε καὶ φῶς ἔλαμψε μέσα στὸ κελλὶ ποὺ κοιμόταν ὁ Πέτρος. Tότε ὁ ἄγγελος ξύπνησε τὸν Πέτρο σκουντώντας τὸν μὲ δύναμη στὸ πλευρό, καὶ τοῦ εἶπε: Σήκω γρήγορα. Κι ἀμέσως ἔπεσαν οἱ ἁλυσίδες ἀπὸ τὰ χέρια του. Τοῦ εἶπε ἀκόμη ὁ ἄγγελος: Δέσε τὴ ζώνη στὸ χιτῶνα σου καὶ τὰ σανδάλια στὰ πόδια σου. Καὶ ὁ Πέτρος ἀμέσως ἔκανε ὅπως διατάχθηκε. Τότε τοῦ λέει ὁ ἄγγελος: Φόρεσε τὸ ἐξωτερικό σου ροῦχο καὶ ἀκολούθησέ με. Καὶ ὁ Πέτρος βγῆκε ἀπὸ τὸ κελλὶ καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν ἄγγελο. Δὲν εἶχε ἀντιληφθεῖ ἀκόμη ὅτι εἶναι πραγματικὸ αὐτὸ ποὺ γινόταν ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσῳ τοῦ ἀγγέλου. Νόμιζε δηλαδὴ ὅτι βλέπει στὸν ὕπνο του κάποια ὀπτασία. Ἀφοῦ πέρασαν τὸν πρῶτο καὶ τὸν δεύτερο φρουρό, ἦλθαν στὴ σιδερένια ἐξώπορτα ποὺ ὁδηγοῦσε ἀμέσως στὴν πόλη. Καὶ ἡ πόρτα αὐτὴ ἄνοιξε ἀπὸ μόνη της καὶ βγῆκαν ἔξω. Πέρασαν μαζὶ ἕνα στενὸ καὶ ξαφνικὰ ὁ ἄγγελος ἐξαφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Πέτρου. Τότε ὁ Πέτρος συνῆλθε ἀπὸ τὴν κατάσταση τῆς ἐκπλήξεως καὶ τῆς ἐκστάσεως, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας νόμιζε ὅτι ἔβλεπε ὄραμα, καὶ εἶπε: Τώρα καταλαβαίνω ὅτι πραγματικὰ ἔστειλε ὁ Κύριος τὸν ἄγγελό του καὶ μὲ ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ κακοῦργο χέρι τοῦ Ἡρώδη κι ἀπὸ κάθε κακὸ ποὺ ὁ λαὸς τῶν Ἰουδαίων περίμενε νὰ πάθω.




ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Οὔ­σης ὀ­ψί­ας τ ἡ­μέ­ρᾳ ἐ­κε­ί­νῃ τ μι­ᾷ σαβ­βά­των, κα τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων ὅ­που ἦ­σαν ο μα­θη­ταὶ συ­νηγ­μέ­νοι δι­ὰ τν φό­βον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς κα ἔ­στη ες τ μέ­σον, κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἔ­δει­ξεν αὐ­τοῖς τς χεῖ­ρας κα τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ. ἐ­χά­ρη­σαν ον ο μα­θη­ταὶ ἰ­δόν­τες τν Κριον. εἶ­πεν ον αὐ­τοῖς Ἰ­η­σοῦς πά­λιν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. κα­θὼς ἀ­πέ­σταλκέ με πα­τήρ, κἀ­γὼ πέμ­πω ὑ­μᾶς. κα τοῦ­το εἰ­πὼν ἐ­νε­φύ­ση­σε κα λέ­γει αὐ­τοῖς· Λβετε Πνεῦ­μα ἅ­γι­ον· ν τι­νων ἀ­φῆ­τε τς ἁ­μαρ­τί­ας, ἀ­φί­εν­ται αὐ­τοῖς, ν τι­νων κρα­τῆ­τε, κεκρά­την­ται. Θωμᾶς δ ες κ τν δώ­δε­κα λε­γό­με­νος Δδυμος, οκ ν με­τ' αὐ­τῶν ὅ­τε ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς. Ἔ­λε­γον ον αὐ­τῷ ο ἄλ­λοι μα­θη­ταί· Ἑ­ω­ρά­κα­μεν τν Κριον. δ εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Ἐ­ὰν μ ἴ­δω ἐν τας χερ­σὶν αὐ­τοῦ τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν δά­κτυ­λόν μου ες τν τύ­πον τν ἥ­λων, κα βά­λω τν χεῖ­ρά μου ες τν πλευ­ρὰν αὐ­τοῦ, ο μ πι­στε­ύ­σω. Κα με­θ' ἡ­μέ­ρας ὀ­κτὼ πά­λιν ἦ­σαν ἔ­σω ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ κα Θω­μᾶς με­τ' αὐ­τῶν. Ἔρ­χε­ται ὁ Ἰ­η­σοῦς τν θυ­ρῶν κε­κλει­σμέ­νων, κα ἔ­στη ες τ μέ­σον κα εἶ­πεν· Εἰ­ρή­νη ὑ­μῖν. Εἶ­τα λέ­γει τ Θω­μᾷ· Φρε τν δά­κτυ­λόν σου ὧ­δε κα ἴ­δε τς χεῖ­ράς μου, κα φέ­ρε τν χεῖ­ρά σου κα βά­λε ες τν πλευ­ράν μου, κα μ γί­νου ἄ­πι­στος, ἀλ­λὰ πι­στός. Κα ἀ­πε­κρί­θη Θω­μᾶς κα εἶ­πεν αὐ­τῷ· Κρις μου κα Θε­ός μου. Λέ­γει αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς· Ὅ­τι ἑ­ώ­ρα­κάς με, πε­πί­στευ­κας· μα­κά­ρι­οι ο μ ἰ­δόντες κα πι­στε­ύ­σαν­τες. Πολ­λὰ μν ον κα ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἐ­πο­ί­η­σεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ἐ­νώ­πι­ον τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, οκ ἔ­στι γε­γραμ­μέ­να ν τ βι­βλί­ῳ το­ύ­τῳ· Ταῦ­τα δ γέ­γρα­πται ἵ­να πι­στε­ύ­ση­τε ὅ­τι Ἰ­η­σοῦς ἐ­στιν ὁ Χρι­στὸς υἱ­ὸς το Θε­οῦ, κα ἵ­να πι­στε­ύ­ον­τες ζω­ὴν ἔ­χη­τε ἐν τ ὀ­νό­μα­τι αὐ­τοῦ.
                           (Ἰωάν. κ΄[20] 19 – 31)

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
1. ΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΑΚΗ
Ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τῆς ἡμέρας τῆς Ἀναστάσεως οἱ δέκα μαθητὲς τοῦ Κυρίου χωρὶς τὸν Θωμᾶ εἶναι συγκεντρωμένοι σ᾿ ἕνα σπίτι στὴν Ἱερουσαλήμ. Κι ἐνῶ οἱ καρδιές τους εἶναι βαθιὰ πληγωμένες ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς Παρασκευῆς καὶ οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ κλειδαμπαρωμένες, ξαφνικὰ ἐμφανίζεται ὁ ἀναστημένος Κύριος ἀνάμεσά τους καὶ τοὺς λέει: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κι ἀμέσως τοὺς δείχνει τὰ σημάδια τῶν πληγῶν του, γιὰ νὰ πεισθοῦν ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Διδάσκαλός τους ποὺ ἀναστήθηκε. Πόσο γρήγορα ἄλλαξαν ὅλα, πῶς τόσο ξαφνικὰ ἡ χαρὰ πλημμύρισε τὶς καρδιές τους! Καὶ ὁ Κύριος τοὺς ξαναλέει: «Εἰρήνη ὑμῖν»· ὅπως μὲ ἀπέστειλε ὁ Πατέρας μου στὸν κόσμο γιὰ τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἔτσι κι ἐγὼ στέλνω ἐσᾶς νὰ συνεχίσετε τὸ ἔργο μου. Καὶ τοὺς μετέδωσε πνοὴ οὐράνιας ζωῆς ἐμφυσώντας στὸ πρόσωπό τους καὶ λέγοντας: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον». Ὅσων ἀνθρώπων τὶς ἁμαρτίες θὰ συγχωρεῖτε, θὰ εἶναι συγχωρημένες ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅποιων δὲν τὶς συγχωρεῖτε, θὰ μένουν ἀσυγχώρητες.
Σὲ λίγο ὁ Κύριος ἔγινε ἄφαντος. Ἡ ἡμέρα ὅμως ἐκείνη χαράχθηκε ἀνεξίτηλα στὴν καρδιά τους ὡς ἡ ἱερότερη τῆς ζωῆς τους. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡ μία τῶν Σαββάτων, ἡ Κυριακῆ τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ σημασία τῆς ἡμέρας θέλει νὰ τονίσει καὶ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπαναλαμβάνει: «τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων».
Βέβαια οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι δὲν εἶχαν καταλάβει ἀμέσως τὴ σημασία ἐκείνης τῆς πρώτης Κυριακῆς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Ὅμως ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατέδειξε τὴν ἱερὴ θέση της εὐθὺς ἐξαρχῆς. Αὐτὸς τὴν εὐλόγησε μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Αὐτὸς οἰκονόμησε ἔτσι τὰ πράγματα, ὥστε νὰ εἶναι συναγμένοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι γιὰ νὰ τοὺς προσφέρει τὰ ἀγαθὰ τῆς Ἀναστάσεώς του. Ἡμέρα Κυριακὴ πάλι, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἡμέρες, ἐμφανίζεται στοὺς ἕνδεκα. Ἡμέρα Κυριακὴ κατόπιν ἀποστέλλει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα στοὺς μαθητές του. Ἡμέρα Κυριακὴ ἀργότερα ἀποκαλύπτεται στὴν Πάτμο στὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη. Βέβαια ὁ Ἀναστὰς εἶναι παρὼν μέσα στὸ λαό του κάθε μέρα. Ἰδιαιτέρως ὅμως κάθε Κυριακὴ ζητᾶ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων νὰ εἴμαστε συναγμένοι γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας καὶ νὰ Τὸν ψηλαφήσουμε. Κι ἐκεῖνος νὰ μᾶς εὐλογήσει καὶ νὰ μᾶς μεταδώσει τὴν εἰρήνη του. Νὰ ἐγκαταστήσει μέσα μας ἀνάπαυση καὶ χαρά. Νὰ μᾶς προσφέρει διὰ τῶν λειτουργῶν του τὴ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Θέλει νὰ μᾶς κάνει συνδαιτυμόνες στὸ δεῖπνο του. Νὰ μᾶς προσφέρει τὰ ἀκριβότερα δῶρα του, τὸ Τίμιο Σῶμα του καὶ τὸ Ἄχραντο Αἷμα του. Μᾶς περιμένει κάθε Κυριακὴ νὰ μᾶς δώσει δύναμη νέας ζωῆς. Ὥστε νὰ σκορπιστοῦμε στὰ σπίτια μας, νὰ μεταδώσουμε τὴν ἐμπειρία ποὺ ζοῦμε στὸ Ναὸ κάθε Κυριακή. Ὥσπου νὰ γίνει ὅλη ἡ ζωή μας μιὰ Κυριακὴ αἰώνια, ἀληθινή. Μὴν ἀπουσιάζουμε λοιπὸν καμία Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Ναὸ τοῦ Θεοῦ.
2. ΟΧΙ ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ
Ὁ Θωμᾶς δυστυχῶς ἀπουσίαζε ἀπὸ τὴ σύναξη αὐτὴ τῆς Κυριακῆς. Κι ὅταν τὸν εἶδαν κάποια ἄλλη στιγμὴ οἱ μαθητὲς καὶ γεμάτοι ἐνθουσιασμὸ τοῦ εἶπαν: «Τὸν εἴδαμε τὸν Κύριο!», αὐτὸς ἔλεγε: Ἐὰν δὲν Τὸν δῶ μὲ τὰ μάτιά μου καὶ δὲν βάλω τὸν δάκτυλό μου στὸ σημάδι τῶν καρφιῶν, δὲν πρόκειται νὰ πιστεύσω. Ὀκτὼ μέρες μαρτυρικὲς πέρασε ὁ Θωμᾶς. Μέχρι τὴν ἑπόμενη Κυριακή· ὅταν ἦταν καὶ πάλι συναγμένοι οἱ μαθητές, μαζὶ τώρα μὲ τὸν Θωμᾶ. Οἱ θύρες τοῦ σπιτιοῦ καὶ πάλι κλειστές, καὶ ξαφνικὰ ἦλθε καὶ πάλι ὁ Ἰησοῦς ἀνάμεσά τους λέγοντας: «Εἰρήνη ὑμῖν». Κι ἔπειτα στράφηκε στὸν Θωμᾶ καὶ τοῦ εἶπε: Ἔλα, Θωμᾶ, φέρε τὸ δάχτυλό σου ἐδῶ στὰ σημάδια τῶν πληγῶν μου, δὲς τὰ χέριά μου, βάλε τὸ χέρι σου στὴν πλευρά μου, καὶ μὴν ἀφήνεις τὸν ἑαυτό σου νὰ κυριευθεῖ ἀπὸ ἀπιστία, ἀλλὰ γίνε πιστός. Τότε ὁ Θωμᾶς σὲ μία ἔκρηξη χαρᾶς ἀναφώνησε: Εἶσαι ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου! Καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπαντᾶ: Πιστεύεις ἐπειδὴ μὲ εἶδες! Εἶναι μακάριοι αὐτοὶ ποὺ θὰ πιστεύσουν σὲ μένα χωρὶς νὰ μὲ ἔχουν δεῖ.
Γιατί ὅμως ὁ Θωμᾶς ἔδειξε τέτοια δυσπιστία; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὶς προρρήσεις τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν Ἀνάστασή του; Πῶς δὲν θυμήθηκε τὴν ἀνάσταση τοῦ υἱοῦ τῆς χήρας τῆς Ναΐν καὶ τοῦ Λαζάρου ποὺ εἶχε δεῖ μὲ τὰ μάτια του; Καὶ τώρα γιατί, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητὲς τὸν διαβεβαίωναν, παρέμεινε δύσπιστος;
Ὁ Θωμᾶς βέβαια εἶχε κάποια δυσκολία. Ἦταν ἕνας χαρακτήρας συναισθηματικός, εὐαίσθητος καὶ μελαγχολικός. Ὁ θάνατος τοῦ λατρευτοῦ του Κυρίου ἀσφαλῶς τὸν εἶχε βυθίσει σὲ κατάσταση ἀπογοητεύσεως καὶ μελαγχολίας. Ἐδῶ ὅμως ἀκριβῶς ἔκανε καὶ ἕνα τραγικὸ λάθος. Ἀπομονώθηκε ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητές. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ταλανίστηκε πολὺ τόσες ἡμέρες. Οἱ ἄλλοι πανηγύριζαν κι αὐτὸς ὑπέφερε. Δὲν ἦταν βέβαια ἄπιστος, ἀλλὰ βρισκόταν σὲ κατάσταση κρίσιμη. Κινδύνευε πολύ.
Καὶ ὁ Κύριος συγκαταβαίνει στὴν ὀλιγοπιστία τοῦ Θωμᾶ. Κι ἔρχεται τὴν ἴδια μέρα καὶ ὥρα, στὸν ἴδιο τόπο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, λέγοντας τὰ ἴδια του λόγια, γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὸν Θωμᾶ στὴν πίστη. Καὶ μὲ μία τρυφερότητα μοναδικὴ τοῦ δείχνει ὅτι γνωρίζει τὸ δράμα ποὺ πέρασε, καὶ θέλει νὰ τὸν ὁδηγήσει σὲ πίστη καὶ μετάνοια. Διδάσκει ὅμως ταυτόχρονα κι αὐτὸν καὶ ὅλους μας νὰ μὴν ἀπομονωνόμαστε ποτὲ ὅταν μᾶς ζώνουν λογισμοὶ ἀμφιβολιῶν καὶ ἀπογοητεύσεων. Διότι ἔτσι κινδυνεύουμε. Ἀλλὰ νὰ προστρέχουμε στὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου, μέσα στὴν κοινωνία τῶν πιστῶν, στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λάβουμε πίστη καὶ δύναμη, χαρὰ κι ἐλπίδα. Καὶ νὰ ἀναφωνοῦμε μαζὶ μὲ τὸν Θωμᾶ: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου»!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)