ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
(30 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2017)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ)
Ἐν
ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς
τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ
τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν. Προσκαλεσάμενοι δὲ οἱ δώδεκα τὸ πλῆθος
τῶν μαθητῶν εἶπον· Οὐκ ἀρεστόν ἐστιν ἡμᾶς καταλείψαντας τὸν λόγον
τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις. Ἐπισκέψασθε οὖν, ἀδελφοί, ἄνδρας ἐξ
ὑμῶν μαρτυρουμένους ἑπτά, πλήρεις Πνεύματος ῾Αγίου καὶ σοφίας,
οὓς καταστήσομεν ἐπὶ τῆς χρείας ταύτης· ἡμεῖς δὲ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ
διακονίᾳ τοῦ λόγου προσκαρτερήσομεν. Καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον
παντὸς τοῦ πλήθους· καὶ ἐξελέξαντο Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως
καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα
καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα, οὓς ἔστησαν ἐνώπιον
τῶν ἀποστόλων, καὶ προσευξάμενοι ἐπέθηκαν αὐτοῖς τὰς χεῖρας. Καὶ ὁ
λόγος τοῦ Θεοῦ ηὔξανε, καὶ ἐπληθύνετο ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ
σφόδρα, πολύς τε ὄχλος τῶν Ἰουδαίων ὑπήκουον τῇ πίστει.
(Πράξ. στ΄[6]
1 – 7)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Τὶς
ἡμέρες αὐτές, ἐνῶ αὐξανόταν ὁ ἀριθμὸς τῶν πιστῶν, οἱ Ἑβραῖοι Χριστιανοὶ
πού ἦταν ἀπὸ ξένα μέρη καὶ γι' αὐτὸ μιλοῦσαν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα, ἄρχισαν
νὰ γογγύζουν ἐναντίον τῶν ντόπιων Ἑβραίων Χριστιανῶν, πού μιλοῦσαν
τὴν ἀραμαϊκὴ γλώσσα. Τὰ παράπονα αὐτὰ προέκυψαν, διότι οἱ χῆρες
τῶν ἑλληνόφωνων Ἰουδαίων Χριστιανῶν πού δὲν ἦταν ντόπιοι παραμελοῦνταν
στὴν καθημερινὴ περίθαλψη καὶ ὑπηρεσία τῆς διανομῆς τροφῶν καὶ
ἐλεημοσυνῶν. Μετὰ λοιπὸν ἀπ' αὐτὸ οἱ δώδεκα
ἀπόστολοι συγκάλεσαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν πού πίστευαν στό Χριστό καὶ
εἶπαν: Δὲν μᾶς φαίνεται σωστὸ νὰ ἀφήσουμε ἐμεῖς τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου
τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ὑπηρετοῦμε σὲ τραπέζια φαγητοῦ. Ἐξετάστε λοιπὸν προσεκτικά,
ἀδελφοί, καὶ ἐκλέξτε ἀπό σᾶς τοὺς ἴδιους ἑπτά ἄνδρες, πού νὰ ἔχουν καλή
μαρτυρία ἀπ' ὅλους καὶ νὰ εἶναι γεμάτοι ἀπὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ σύνεση.
Αὐτοὺς θὰ ἐγκαταστήσουμε γιὰ νά διεξάγουν τὴν ἀναγκαία αὐτὴ διακονία.
Κι ἐμεῖς θὰ ἀφοσιωθοῦμε καὶ θὰ ἀφιερωθοῦμε ἀποκλειστικά στὴν προσευχὴ
καὶ στὴ διακονία τοῦ κηρύγματος. Ἡ πρόταση αὐτὴ τῶν ἀποστόλων φάνηκε
ἀρεστή σ’ ὅλο τὸ πλῆθος τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι ἐξέλεξαν τὸν Στέφανο, ἄνδρα
γεμάτο ἀπὸ πίστη στὸ Χριστὸ καὶ ἀπὸ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος,
καὶ τὸν Φίλιππο καί τὸν Πρόχορο καὶ τὸν Νικάνορα καὶ τὸν Τίμωνα καὶ τόν
Παρμενᾶ καὶ τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, ὁ ὁποῖος ἦταν κάποτε εἰδωλολάτρης
καὶ πρὶν πιστέψει στὸ Χριστό εἶχε προσέλθει στὸν Ἰουδαϊσμό. Αὐτοὺς
τοὺς ἑπτά παρουσίασαν ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων. Καί οἱ ἀπόστολοι, ἀφοῦ
προσευχήθηκαν, ἔβαλαν τά χέρια τους πάνω στὰ κεφάλια τῶν ἑπτά, γιὰ νά τοὺς
μεταδοθεῖ ἡ θεία χάρη ἡ ὁποία τοὺς ἦταν ἀναγκαία γιά τή διεξαγωγή τῆς διακονίας
τους. Ἔτσι τὸ κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ προόδευε καί διαδιδόταν. Καὶ
ὁ ἀριθμὸς τῶν μαθητῶν στὰ Ἱεροσόλυμα αὐξανόταν πάρα πολύ, καὶ πλῆθος
πολὺ ἀπό τους ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων ἀποδέχονταν τὶς ἀλήθειες τὴ πίστεως
καὶ ὑποτάσσονταν σ' αὐτές.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἁριμαθαίας, εὐσχήμων
βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν
αὐτόν.
καὶ λίαν πρωῒ τῆς μιᾶς σαββάτων
ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν
ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος·
ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον
καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον
στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· Μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. ἀλλ' ὑπάγετε εἴπατε
τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ.
(Μάρκ. ιε΄[15] 43 – 47, ιστ΄[16] 1 – 8 )
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
1. Η ΤΟΛΜΗ
ΤΩΝ ΔΥΟ
Μεγάλη
Παρασκευὴ ἀπόγευμα, λίγο πρὶν γείρει ὁ ἥλιος στὴ δύση του στὸ Γολγοθᾶ. Ὁ
Ἰωάννης, ὁ ἀφοσιωμένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, καὶ οἱ λίγες μαθήτριες ποὺ
παρέμειναν ἐκεῖ ἀτενίζουν μὲ πόνο ἀβάσταχτο καὶ θλίψη βαθιὰ τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ
ἀγαπημένου τους Κυρίου νὰ κρέμεται ἄψυχο πάνω στὸν σταυρό. Κι ἕνας φόβος
μεγάλος καὶ ἀπειλητικὸς τριγυρνᾶ στὴ σκέψη ὅλων τους: ὁ κίνδυνος νὰ μείνει
ἄταφο τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ νεκροῦ ἀγαπημένου τους. Ποιὸς ὅμως θὰ τολμήσει νὰ τὸ
ζητήσει γιὰ νὰ τοῦ ἀποδώσουν νεκρικὲς τιμές; Καὶ μάλιστα πρὶν δύσει ὁ ἥλιος! Ὁ
χρόνος κυλᾶ ἀδυσώπητος.
Σ᾿
αὐτὴ τὴν κρίσιμη ὥρα ποὺ τὸ ἀδιέξοδο τρομοκρατεῖ τὶς καρδιές, μιὰ ἀναπάντεχη
λύση φαίνεται στὸν ὁρίζοντα. Κάποιοι ἀνηφορίζουν πρὸς τὸν Γολγοθᾶ. Ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ
τὴν Ἀριμαθαία, ὁ κρυφὸς μαθητής, καὶ ὁ Νικόδημος, ὁ νυχτερινὸς μαθητὴς· ἐκλεκτὰ
μέλη τοῦ Ἰουδαϊκοῦ Συνεδρίου. Τί νὰ συμβαίνει ἄραγε; Μέσα στὴν καταχνιὰ τῆς
Μεγάλης Παρασκευῆς ὁ Ἰωσὴφ τόλμησε. Παρουσιάσθηκε στὸν Πιλάτο ζητώντας τὸ σῶμα
τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Πιλάτος ἔμεινε ἔκπληκτος: Πῶς τόσο γρήγορα πέθανε ὁ Ἰησοῦς! Καὶ
ὅταν βεβαιώθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχο γι᾿ αὐτό, ἀπάντησε θετικὰ στὸν Ἰωσήφ. Ὅλα
πλέον γίνονται ἀστραπιαῖα. Ὁ Ἰωσὴφ ἀγόρασε καινούργιο σεντόνι κι ὁ Νικόδημος
προμηθεύτηκε ἑκατὸ λίτρα σμύρνας καὶ ἀλόης. Καὶ ἀφοῦ ἔφθασαν στὸν Γολγοθᾶ μὲ
πόνο βαθὺ καὶ δάκρυα πολλά, κατέβασαν εὐλαβικὰ τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν
σταυρό. Τὸ τύλιξαν μὲ τὰ ὀθόνια, τὸ περιέλουσαν μὲ τὰ πολύτιμα μύρα τους καὶ τὰ
καυτά τους δάκρυα. Καὶ τὸ ἐναπέθεσαν στὸ καινούργιο μνημεῖο, ποὺ ἦταν
σκαλισμένο στὸ βράχο, καὶ κύλησαν μπροστὰ ἕνα μεγάλο λίθο.
Ὁ
κίνδυνος νὰ μείνει τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου ἄταφο ξεπεράστηκε. Γιὰ νὰ γίνει
ὅμως αὐτό, κάποιοι τόλμησαν. Οἱ δυὸ κρυφοὶ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ποὺ τώρα
ἀποκαλύπτονται. Τώρα δὲν ὑπολογίζουν οὔτε τὴ θέση τους στὸ Ἰουδαϊκὸ Συνέδριο
οὔτε τὸν κίνδυνο νὰ γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Τολμοῦν. Ἐπειδὴ ἀγάπησαν τὸν Κύριο καὶ
πίστεψαν σ᾿ Αὐτόν. Τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἀποδείξουν στὴν πράξη τὴν πίστη τους. Καὶ
τὸ ἀποδεικνύουν στὴν κρισιμότερη ὥρα μὲ σύνεση, ἀλλὰ καὶ μὲ τόλμη. Καὶ δίνουν
τὸ μάθημα τῆς τόλμης σ᾿ ἐμᾶς ποὺ κάποτε δειλιάζουμε ν᾿ ἀποκαλύψουμε τὶς
θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Καὶ μᾶς καλοῦν νὰ μὴ διστάζουμε νὰ ὑψώνουμε τὴ
φωνή μας ὅταν τὸ κακὸ θριαμβεύει, ὅταν πολεμεῖται ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία του.
Ἀλλὰ νὰ παίρνουμε θέση· νὰ τολμοῦμε μὲ σύνεση καὶ θάρρος. Χωρὶς νὰ φοβόμαστε
τὶς ἀντιδράσεις καὶ τὸ κόστος. Καὶ οἱ κίνδυνοι θὰ ὑπερνικῶνται.
2. Ο ΦΟΒΟΣ
ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Κοντὰ στὸ σταυρὸ τοῦ Κυρίου τὴν
ὥρα τῆς ἀποκαθηλώσεως οἱ ἀφοσιωμένες μαθήτριες τοῦ Κυρίου παρατηροῦσαν
προσεκτικὰ ποῦ τοποθετήθηκε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Πῶς ἄντεξαν νὰ βλέπουν νεκρὸ Αὐτὸν
ποὺ ἐπὶ τρία χρόνια ἔδινε φῶς καὶ ζωή; Πόσο θὰ ἤθελαν νὰ Τοῦ προσφέρουν καὶ τὰ
δικά τους ἀκριβὰ μύρα τῆς ἀγάπης τους! Ὅμως ὁ χρόνος καὶ ὁ νόμος δὲν τοὺς τὸ
ἐπέτρεπε. Καὶ ἀφοῦ περίμεναν μὲ ἀδημονία νὰ περάσει τὸ Σάββατο, ἀγόρασαν
ἀρώματα γιὰ νὰ ἔλθουν τὸ πρωὶ τῆς ἑπόμενης ἡμέρας στὸν τάφο. Πολὺ πρωὶ
ξεκίνησαν γιὰ τὸ μνημεῖο. Ἕνα θέμα μόνο τὶς προβλημάτιζε: Ποιὸς θὰ ἀποκυλίσει
τὸ μεγάλο λίθο ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου; Μόλις ὅμως πλησίασαν καὶ ἔστρεψαν τὰ
μάτια τους πρὸς τὸ μνημεῖο, εἶδαν κατάπληκτες ὅτι εἶχε ἀποκυλιστεῖ ἡ πέτρα. Καὶ
μέσα στὸ μνημεῖο εἶδαν ἕναν ἄγγελο νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ ντυμένο μὲ λευκὴ στολή,
καὶ γέμισαν μὲ φόβο καὶ κατάπληξη. Αὐτὸς ὅμως τοὺς εἶπε: Μὴ φοβᾶσθε. Ζητᾶτε τὸν
Ἰησοῦ τὸν Ναζαρηνὸ τὸν ἐσταυρωμένο. Ἀναστήθηκε! Δὲν εἶναι ἐδῶ. Νά, εἶναι
ἀδειανὸς ὁ τόπος ποὺ Τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε καὶ πέστε στοὺς μαθητές του καὶ
στὸν Πέτρο ὅτι θὰ σᾶς περιμένει στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ θὰ τὸν δεῖτε, ὅπως σᾶς τὸ
εἶχε πεῖ. Καὶ ἐκεῖνες ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μνημεῖο γεμάτες τρόμο καὶ ἔκσταση. Καὶ δὲν
εἶπαν τίποτε σὲ κανένα, διότι εἶχαν κυριευθεῖ ἀπὸ φόβο.
Γιατί
ὅμως φοβήθηκαν οἱ γυναῖκες αὐτές; Αὐτὲς ἀτρόμητες ξεκίνησαν μέσα στὴ νύχτα πρὸς
τὸ μνημεῖο καὶ δὲν ὑπολόγισαν οὔτε τοὺς μανιασμένους Ἰουδαίους οὔτε τοὺς
ἀπειλητικοὺς Ρωμαίους στρατιῶτες οὔτε τοὺς ληστὲς ποὺ καιροφυλακτοῦσαν οὔτε τὸ
φόβο ποὺ ἀσφαλῶς προκαλοῦσε ἡ ὥρα καὶ ὁ τόπος ὁ ἐρημικός, τόπος νεκρῶν. Τί ἦταν
λοιπὸν αὐτὸς ὁ φόβος τους;
Οἱ
γυναῖκες αὐτὲς εἶδαν τὸ μνημεῖο κενό, τὸν λίθο ἀποκυλισμένο, τὸν ἄγγελο
ἀπαστράπτοντα νὰ τοὺς λέει κάτι ποὺ φαινόταν ἀδιανόητο: Ὁ ἐσταυρωμένος νεκρὸς «οὐκ ἔστιν ὦδε». Κι αὐτὲς κυριεύθηκαν
ἀπὸ τρόμο καὶ ἔκσταση, διότι ἄρχισαν νὰ συνειδητοποιοῦν ὅτι μέσα στὸ μνημεῖο
ἔγινε κάτι πολὺ μεγάλο. Τὸ συγκλονιστικότερο θαῦμα τοῦ κόσμου. Ἐκεῖ μέσα
νικήθηκε ὁ θάνατος. Ἐκεῖ μέσα ἀναστήθηκε ὄχι ἕνας ἄνθρωπος, ὅπως πρὶν ἀπὸ λίγες
ἡμέρες ὁ Λάζαρος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Καὶ ἀναστήθηκε ὄχι γιὰ νὰ
ξαναπεθάνει κάποτε, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴν πεθάνει ποτέ. Καὶ οἱ Μυροφόρες λοιπὸν τά
᾿χαν χαμένα, ἔμειναν ἐκστατικές, διότι δὲν μποροῦσαν τότε νὰ διανοηθοῦν αὐτὸ
ποὺ τὰ πράγματα ἔδειχναν ὅτι ἐκεῖ στὸ κενὸ μνημεῖο, Αὐτὸς ποὺ ἀναστήθηκε, Αὐτὸς
τὸν Ὁποῖο διακονοῦσαν ἐπὶ τρία χρόνια δὲν ἦταν μόνο ὁ Διδάσκαλός τους, ὁ
Μεσσίας, ὁ μέγας προφήτης, ἀλλὰ ἦταν ἀσυγκρίτως ἀνώτερος, ὁ ἴδιος ὁ Θεός! Καὶ
μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τοῦ νοῦ τους μιὰ ἀλήθεια, ἡ μεγαλύτερη ἀλήθεια, δονοῦσε τὶς
καρδιές τους: ὁ Χριστὸς ἀνέστη!
(Διασκευὴ ἀπὸ
παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)