Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ, ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
(1 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2018)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀδελφοί, χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς. μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ' ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐ­χα­ρι­στί­ας τὰ αἰ­τή­μα­τα ὑ­μῶν γνω­ρι­ζέ­σθω πρὸς τὸν Θε­όν, καὶ ἡ εἰ­ρή­νη τοῦ Θε­οῦ ἡ ὑπε­ρέ­χου­σα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε· ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ' ὑμῶν.                     
 (Φιλιπ. δ΄[4] 4-9)
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
1. ΔΕΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ
Ἡ Κυριακή τῶν Βαΐων εἶναι μία μέρα μοναδική μέσα στην περίοδο τοῦ ἱεροῦ Τριωδίου. Εἶναι ὁ πρόναος τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος. Εἶναι ἡμέρα πανηγυρική ἀνάμεσα στίς τόσες κατανυκτικές. Διό­τι ὁ Κύριος προτυπώνοντας τόν αἰώνιο θρίαμβό του, εἰσέρχεται στήν ἁγία πόλη «καθήμενος ἐπί πῶλον ὄνου». Καί τά πλήθη τοῦ λαοῦ Τόν ὑποδέχονται μετά βαΐων καί κλάδων καί ζητωκραυγάζουν: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ».
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας μέσα σ᾿ αὐτό τό κλίμα κινεῖται. «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε», μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί τό ἐπαναλαμβάνει καί πάλι, «χαίρετε». Νά χαίρεστε. Ἡ ἐπιείκεια σας καί ἡ ὑποχωρητικότητά σας ἄς γίνει γνωστή σ᾿ ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη και στούς ἀπίστους. Ὁ Κύριος πλησιάζει νά ἔλθει καί θ᾿ ἀποδώσει στόν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀνήκει. Μή κυριεύεστε ἀπό ἄγχος γιά τίποτε, ἀλλά γιά κάθε τι πού σᾶς παρου­σιάζεται κάνετε γνωστά τά αἰτήματά σας πρός τόν Θεό μέ τήν προσευχή καί μέ τή δέηση, οἱ ὁποῖες πρέπει νά συνοδεύονται καί μέ εὐχαριστία εὐγνωμοσύνης γιά ὅσα ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε. «Μετά εὐχαριστίας τά αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν». Κι ἔτσι, ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας τήν τελειότητα δέν μπορεῖ νά νιώ­σει κάθε νοῦς, θά φρουρήσει τίς καρδιές σας καί τίς σκέψεις σας, ἐφόσον μένετε ἑνωμένοι μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό.
Σ᾿ αὐτό τό ἱερό κείμενο μᾶς προκαλεῖ ἐντύπωση μιά φράση τοῦ Ἀποστόλου πού δέν τήν κατανοεῖ κανείς μέ μία πρώ­τη ἀνάγνωση. Ζητᾶ νά ἀναφέρουμε τά προβλήματα καί τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας στόν Κύριο μας μέ αἰσθήματα εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης. Γιατί; Διό­τι ὅταν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στά χέρια τοῦ Θεοῦ, κατανοοῦμε ὅτι ἀκόμη καί τά δυσάρεστα γεγονότα εἶναι γιά τό καλό μας. Τά ξέρει ὅλα ὁ Κύριός μας καί ὅ,τι ἐπιτρέπει τελικῶς συντελεῖ στή σωτηρία μας. Ἀφοῦ ὅμως τά ξέρει, γιατί νά Τοῦ τά ἀναφέρουμε; Γιά νά δείξου­με τήν ἐξάρτησή μας ἀπ᾿ Αὐτόν καί τήν ἐμπιστοσύνη μας σ᾿ Αὐτόν. Ὅλα τά προβλήματά μας μόνο ὁ Κύριος μπορεῖ νά μᾶς τά λύσει. Γι᾿ αὐτό νά τ᾿ ἀναθέτουμε ὅλα στόν Θεό. Ὅλη μας τή ζωή νά τήν ἐμπιστευόμαστε σ᾿ Αὐτόν. Τό θέλημά του νά γίνεται. Ἐάν εἴμαστε γνήσιοι ἄνθρω­ποι τοῦ Χριστοῦ, θά πρέπει ὅλα νά τά κάνουμε δοξολογητική προσευχή. Καί τή δυσκολία και τή θλίψη, καί τή χαρά καί τήν ἐπιτυχία. Ὅ,τι κι ἄν μᾶς συμβεῖ. Διότι ὅλα μέ τήν προσευχή παίρνουν τόν δρό­μο τους, ὅταν ἐμεῖς ἔχουμε ἐμπιστοσύνη καί πίστη στήν ἀγάπη του καί τήν πρό­νοιά Του. Ἔτσι θά ζοῦμε χωρίς ἀγωνία. Ὅλα θά γίνονται προσευχή. Μέσα στό κλίμα τῆς προσευχῆς ὅλα γίνονται μέ χάρη καί χαρά.
2. ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΑΞΕΙΣ
Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος στή συνέχεια μᾶς δίνει πνευματικές παρακαταθήκες σπου­δαῖες, πού ἀναφέρονται στίς σκέψεις καί στίς πράξεις μας. Ἀδελφοί, λέει, ὅσα εἶναι ἀληθινά, ὅσα εἶναι σεμνά, ὅσα εἶναι δίκαια, ὅσα εἶναι ἀμόλυντα καί ἁγνά, ὅσα εἶναι προσφιλή στόν Θεό καί στούς καλούς ἀνθρώπους, ὅσα ἔχουν καλή φήμη, καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἀρετή καί ὁποιοδήποτε καλό ἔργο πού εἶναι ἄξιο ἐπαίνου, αὐτά νά συλλογίζεστε καί νά προσέχετε, κι ἔτσι νά τά ἐφαρμόζετε καί στή ζωή σας· «ταῦτα λογίζεσθε· καί... ταῦτα πράσσετε». Αὐτά πού μάθατε καί παραλάβατε μέ τήν προφορική διδασκα­λία μου καί τά ἀκούσατε καί τά εἴδατε σ᾿ ὅλη τή συμπεριφορά μου καί τή διαγωγή μου, αὐτά καί νά κάνετε. Καί τότε ὁ Θεός πού εἶναι ὁ χορηγός τῆς εἰρήνης θά εἶναι μαζί σας.
Ὅλες αὐτές οἱ πνευματικές παρακατα­θήκες πού δίνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς Φιλιππησίους, ἀναφέρονται οὐσια­στικά σ᾿ ἕνα θέμα, στήν καθαρότητα καί τήν ἁγιότητα τῶν σκέψεων καί τῶν πρά­ξεών μας. Νά εἶναι οἱ σκέψεις μας ἀμόλυν­τες, γιά νά εἶναι καί οἱ πράξεις μας θεάρεστες. Διότι ἀπό τό περιεχόμενο τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς μας πηγάζουν καί οἱ πρά­ξεις μας. Αὐτήν βέβαια τή γενική ἀλήθεια μποροῦμε ἰδιαιτέρως τώρα τίς ἅγιες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος νά τήν ἐφαρ­μόσουμε μέ ἰδιαίτερο περιεχόμενο. Μήν ἀφήσουμε δηλαδή τό νοῦ μας τίς μεγά­λες καί κοσμοσωτήριες καί ἱερές αὐτές ἡ­μερες νά πελαγοδρομεῖ στά καθημερινά καί τά βιοτικά. Ἀλλά ἄς στρέψουμε τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας στόν ἐρχόμενο Βασι­λέα τῶν βασιλευόντων.
Ἄς Τόν ὑποδεχθοῦμε ὄχι τόσο μέ βαΐα φοινίκων καί πρόσκαιρα ἐπιδερμικά αἰ­σθήματα ἀλλά μέ βιώματα ἱερά. Σέ λίγο ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα ἀρχίζει. Θά ἀντικρίσουμε τόν Κύριο καί Βασιλέα τῆς ζωῆς μας ἐπάνω στό σταυρό. Ἄς Τοῦ προσφέ­ρουμε ὄχι τόσο τά δάκρυα καί τά ἄνθη μας, ἀλλά τήν καρδιά μας καί τήν ἀγάπη μας. Νά ἀφήσουμε τόν νοῦ μας νά πλημ­μυρίσει μέ ἅγιες σκέψεις καί αἰσθήματα ἀφοσιώσεως καί μετανοίας. Νά γίνει ἡ καρδιά μας ἱερό ὄχημα, γιά νά ἔλθει μέ­σα της ὁ Χριστός. Ἔτσι θά μεταμορφωθεῖ καί ἡ ζωή μας. Ἔτσι καί οἱ πράξεις μας θά ἐξαγιασθοῦν. Μοναδική ἐντρύφηση μας νά εἶναι ἡ μελέτη τῶν ἁγίων Παθῶν τοῦ Κυρίου μας. Νά πονέσουμε ὅχι μόνο γιά τά δικά του Πάθη ἀλλά καί γιά τίς δι­κές μας ἁμαρτίες, πού τόσο εὔκολα καί ἐξακολουθητικά διαπράττουμε. Κι ἄς Τόν παρακαλέσουμε νά μᾶς κάνει νέους ἀν­θρώπους, ἀναγεννημένους καί ἀναστη­μένους.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Πρ ξ ἡ­με­ρῶν το πά­σχα ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς ες Βη­θα­νί­αν, ὅ­που ἦν Λζαρος τε­θνη­κώς, ν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. Ἐπο­ί­η­σαν ον αὐ­τῷ δεῖ­πνον ἐ­κεῖ, κα Μρθα δι­η­κό­νει· δ Λζαρος ες ν κ τν ἀ­να­κει­μέ­νων σν αὐ­τῷ. ον Μα­ρί­α, λα­βοῦ­σα λί­τραν μύ­ρου νάρ­δου πι­στι­κῆς πο­λυ­τί­μου, ἤ­λει­ψε τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ κα ἐ­ξέ­μα­ξε τας θρι­ξὶν αὐ­τῆς τος πό­δας αὐ­τοῦ· δ οἰ­κί­α ἐ­πλη­ρώ­θη ἐκ τς ὀ­σμῆς το μύ­ρου. λέ­γει ον ες κ τν μα­θη­τῶν αὐ­τοῦ, Ἰ­ο­ύ­δας Σμωνος Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, μέλ­λων αὐ­τὸν πα­ρα­δι­δό­ναι· Δια­τί τοῦ­το τ μύ­ρον οκ ἐ­πρά­θη τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων κα ἐ­δό­θη πτω­χοῖς; εἶ­πε δ τοῦ­το οχ ὅ­τι πε­ρὶ τν πτω­χῶν ἔ­με­λεν αὐ­τῷ, ἀλ­λ’ ὅ­τι κλέ­πτης ν, κα τ γλωσ­σό­κο­μον εἶ­χε κα τ βαλ­λό­με­να ἐ­βά­στα­ζεν. εἶ­πεν ον Ἰ­η­σοῦς· Ἄ­φες αὐ­τήν, ες τν ἡ­μέ­ραν το ἐν­τα­φια­σμοῦ μου τε­τή­ρη­κεν αὐ­τό. τος πτω­χοὺς γρ πάν­το­τε ἔ­χε­τε με­θ’ ἑαυ­τῶν, ἐ­μὲ δ ο πάν­το­τε ἔ­χε­τε. Ἔ­γνω ον ὄ­χλος πο­λὺς κ τν Ἰ­ου­δα­ί­ων ὅ­τι ἐ­κεῖ ἐ­στι, κα ἦλ­θον ο δι τν Ἰ­η­σοῦν μό­νον, ἀλ­λ’ ἵ­να κα τν Λζαρον ἴ­δω­σιν ὃν ἤ­γει­ρεν ἐκ νε­κρῶν. ἐ­βου­λε­ύ­σαν­το δ ο ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἵ­να κα τν Λζαρον ἀ­πο­κτε­ί­νω­σιν, ὅ­τι πολ­λοὶ δι’ αὐ­τὸν ὑ­πῆ­γον τν Ἰ­ου­δα­ί­ων κα ἐ­πί­στευ­ον ες τν Ἰ­η­σοῦν. Τ ἐ­πα­ύ­ριον ὄ­χλος πο­λὺς ἐλ­θὼν ες τν ἑ­ορ­τήν, ἀ­κο­ύ­σαν­τες ὅ­τι ἔρ­χε­ται Ἰ­η­σοῦς ες Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἔ­λα­βον τ βαΐ­α τν φοι­νί­κων κα ἐ­ξῆλ­θον ες ὑ­πάν­τη­σιν αὐ­τῷ, κα ἐ­κραύ­γα­ζον· Ὡ­σαν­νά· εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐρ­χό­με­νος ἐν ὀ­νό­μα­τι Κυ­ρί­ου, βα­σι­λεὺς το Ἰσ­ρα­ήλ. εὑ­ρὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὀ­νά­ριον ἐ­κά­θι­σεν ἐ­π' αὐ­τό, κα­θώς ἐ­στι γε­γραμ­μέ­νον· Μ φο­βοῦ, θύ­γα­τερ Σι­ών· ἰ­δοὺ ὁ βα­σι­λε­ύς σου ἔρ­χε­ται κα­θή­με­νος ἐ­πὶ πῶ­λον ὄ­νου. Ταῦ­τα δ οκ ἔ­γνω­σαν ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ τ πρῶ­τον, ἀλ­λ' ὅ­τε ἐ­δο­ξά­σθη ὁ Ἰ­η­σοῦς, τό­τε ἐ­μνή­σθη­σαν ὅ­τι ταῦ­τα ν ἐ­π' αὐ­τῷ γε­γραμ­μέ­να, κα ταῦ­τα ἐ­ποί­η­σαν αὐ­τῷ. Ἐ­μαρ­τύ­ρει ον ὄ­χλος ὁ ν με­τ’ αὐ­τοῦ ὅ­τε τν Λζαρον ἐ­φώ­νη­σεν ἐκ το μνη­με­ί­ου κα ἤ­γει­ρεν αὐ­τὸν κ νε­κρῶν. δι τοῦ­το κα ὑ­πήν­τη­σεν ατ χλος, τι κουσαν τοτο ατν πεποιηκναι τ σημεον.                    
 (Ἰωάν. ιβ΄[12] 1 – 18)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
          Ἕξι ἡμέρες πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἑ­ορ­τὴ τοῦ Πά­σχα ἦλ­θε Ἰ­η­σοῦς στὴ Βη­θα­νί­α, ὅ­που ἔ­με­νε ὁ Λά­ζα­ρος ποὺ εἶ­χε πε­θά­νει καὶ ὁ Κύ­ριος τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Οἱ συγ­γε­νεῖς λοι­πὸν τοῦ Λα­ζά­ρου, ἐ­πει­δὴ αἰ­σθά­νον­ταν με­γά­λο σε­βα­σμὸ καὶ εὐ­γνω­μο­σύ­νη πρὸς τὸν Ἰησοῦ γιὰ τὸ θαῦ­μα ποὺ εἶ­χε ἐ­πι­τε­λέ­σει, τοῦ ἔ­κα­ναν δεῖ­πνο ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρ­θα ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε. Ὁ Λά­ζα­ρος μά­λι­στα ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους ποὺ κά­θον­ταν καὶ ἔ­τρω­γαν στὸ τρα­πέ­ζι μα­ζί του. Στὸ με­τα­ξὺ ἡ Μα­ρί­α, ἀφοῦ ἀ­γό­ρα­σε γύ­ρω στὰ τρι­α­κό­σια εἴ­κο­σι πέν­τε γραμ­μά­ρια μύ­ρο κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἀ­πὸ νάρ­δο (εἶ­δος τοῦ ἀ­ρω­μα­τι­κοῦ φυ­τοῦ τῆς βα­λε­ριά­νας), μύ­ρο γνή­σιο, ἀ­νό­θευ­το καὶ πά­ρα πο­λὺ ἀ­κρι­βό, ἄ­λει­ψε μ' αὐ­τὸ τὰ πό­δια τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Κι ἔ­πει­τα, ἐκ­δη­λώ­νον­τας τὴ βα­θιὰ τα­πεί­νω­σή της πρὸς τὸν Κύ­ριο, σκού­πι­σε μὲ τὰ μαλ­λιὰ της τὰ πό­δια του. Κι ὅ­λο τὸ σπί­τι τό­τε  γέ­μι­σε  ἀ­πὸ  τὴν  εὐ­ω­δί­α  τοῦ  μύ­ρου. Ὕ­στε­ρα  λοι­πὸν  ἀ­πὸ τὴν πρά­ξη αὐ­τὴ τῆς Μα­ρί­ας εἶ­πε ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς μα­θη­τές του, ὁ Ἰ­ού­δας ὁ γιὸς τοῦ Σίμωνος ὁ Ἰ­σκα­ρι­ώ­της, ἐ­κεῖ­νος ποὺ σκό­πευ­ε νὰ τὸν προ­δώ­σει καὶ νὰ τὸν πα­ρα­δώ­σει στοὺς σταυ­ρω­τές του: Ἀν­τὶ νὰ χυ­θεῖ καὶ νὰ σπα­τα­λη­θεῖ ἄ­σκο­πα τὸ μύ­ρο αὐ­τό, για­τί δὲν που­λή­θη­κε στὴν τι­μὴ τῶν τρι­α­κο­σί­ων δη­να­ρί­ων, δη­λα­δὴ τρι­α­κο­σί­ων ἡ­με­ρο­μι­σθί­ων, καὶ δὲν δό­θη­κε τὸ ἀν­τί­τι­μό του ἐ­λε­η­μο­σύ­νη στοὺς φτω­χούς; Καὶ τὸ εἶ­πε αὐ­τό, ὄ­χι για­τί ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιὰ τοὺς φτω­χούς, ἀλλά δι­ό­τι ἦ­ταν κλέ­φτης· καὶ κα­θὼς δι­α­χει­ρι­ζό­ταν τὸ κοι­νὸ τα­μεῖ­ο καὶ εἶ­χε τὸ κου­τὶ τῶν συ­νει­σφο­ρῶν, κρα­τοῦ­σε κρυ­φὰ γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἀ­πὸ τὰ χρή­μα­τα ποὺ ἔ­ρι­χναν σ' αὐ­τό. Ὅ­ταν λοι­πὸν ὁ Ἰησοῦς ἄ­κου­σε τὸν Ἰ­ού­δα νὰ ἐ­πι­κρί­νει τὴν Μα­ρί­α, τοῦ εἶ­πε: ­Ἄ­φη­σέ την ἥ­συ­χη καὶ μὴν τὴν κα­τη­γο­ρεῖς. Ἡ γυ­ναί­κα αὐ­τή, σὰν νὰ προ­αι­σθα­νό­ταν ὅ­τι σὲ λί­γες μέ­ρες πρό­κει­ται νὰ τα­φῶ, φύ­λα­ξε τὸ μύ­ρο αὐ­τὸ γιὰ νὰ μοῦ τὸ προ­σφέ­ρει, προ­α­ναγ­γέλ­λον­τας ἔτσι συμ­βο­λι­κὰ τὴν ἑ­τοι­μα­σί­α τοῦ σώ­μα­τός μου μὲ μύ­ρο τήν ἡμέρα τῆς τα­φῆς μου. Μὴν τὴν ἐμ­πο­δί­ζε­τε λοι­πόν. Τοὺς φτω­χοὺς πάντοτε τούς ἔ­χε­τε μα­ζί σας, καὶ μπο­ρεῖ­τε ὁ­ποι­α­δή­πο­τε στιγ­μὴ νὰ τοὺς ἐ­λε­ή­σε­τε. Ἐμένα ὅ­μως δὲν μὲ ἔ­χε­τε πάντοτε δι­ό­τι σὲ λί­γες μέ­ρες θὰ πε­θά­νω.
Ἀ­πὸ τὸ δεῖ­πνο λοι­πὸν αὐ­τὸ καὶ ἀ­π' ὅ­σα συ­νέβησαν σ' αὐ­τό, πο­λὺς λα­ὸς ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους ἔ­μα­θε ὅ­τι ὁ Ἰησοῦς βρισκόταν στὴ Βη­θα­νί­α. Καὶ ἦλ­θαν ἐκεῖ ὄχι μόνο γιά τόν Ἰησοῦ, ἀλλά γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, τόν ὁποῖο εἶχε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Με­τὰ ὅ­μως ἀ­π' αὐ­τὸ οἱ ἀρ­χι­ε­ρεῖς ἀποφά­σι­σαν νά σκο­τώ­σουν καὶ τὸν Λά­ζα­ρο, δι­ό­τι ἐ­ξαι­τί­ας του πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς Ἰ­ου­δαί­ους πήγαιναν στὴ Βη­θα­νί­α γιὰ νὰ βε­βαι­ω­θοῦν ἂν πραγματικά ἀ­να­στή­θη­κε ἀ­πὸ τοὺς νε­κρούς. Κι ὅ­ταν τὸ διαπίστωναν αὐ­τό, πί­στευ­αν στὸν Ἰ­ησοῦ. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα, λα­ὸς πο­λὺς ποὺ εἶχε ἔλθει γιὰ τὴν ἑ­ορ­τή, ὅ­ταν ἄ­κου­σαν ὅ­τι ἔρ­χε­ται ὁ Ἰησοῦς στά Ἱεροσόλυμα, πῆ­ραν στὰ χέ­ρια τους κλα­διὰ ἀ­πὸ τὶς χουρ­μα­δι­ὲς πού ἦ­ταν κα­τὰ μῆ­κος τοῦ δρό­μου καὶ βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ τὸν ὑ­πο­δε­χθοῦν. Καὶ φώ­να­ζαν δυ­να­τά: Δόξα καί τιμή σ' αὐ­τὸν ποὺ ὑ­πο­δε­χό­μα­στε! Εὐλογημένος καὶ δοξα­σμέ­νος νὰ εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ ἔρ­χε­ται ἀ­πε­σταλ­μέ­νος ἀπό τὸν Κύ­ριο ὡς ἀν­τι­πρό­σω­πός του. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ ἔν­δοξος βα­σι­λιὰς τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ, ποὺ τό­σο και­ρὸ πε­ρι­μέ­να­με.
Ὁ Ἰησοῦς μά­λι­στα ζή­τη­σε καὶ βρῆ­κε ἕ­να πουλαράκι καὶ κά­θι­σε πά­νω σ' αὐ­τό, σύμ­φω­να μ' ἐ­κεῖ­νο ποὺ εἶναι γραμ­μέ­νο στὸν προ­φή­τη Ζα­χα­ρί­α: Μὴ φο­βᾶ­σαι, Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, κό­ρη τοῦ ὄρους Σιών. Νά, ὁ βα­σι­λιάς σου ἔρ­χε­ται ὄ­χι σὰν τύ­ραν­νος καὶ κατακτητής πά­νω σὲ ἄ­λο­γο ἤ σὲ ἅρ­μα πο­λε­μι­κό, ἀλλά καθισμένος πά­νω σ' ἕ­να γα­ϊ­δου­ρά­κι. Τί σή­μαι­ναν ὅ­μως τὰ λό­για αὐ­τὰ τοῦ Ζα­χα­ρί­α δὲν κα­τά­λα­βαν οἱ μα­θη­τές του ἀ­πὸ τὴν ἀρχή, τὴν ὥ­ρα τῆς θρι­αμ­βευ­τι­κῆς του αὐ­τῆς εἰ­σό­δου, ἀλλά ὅ­ταν ὁ Ἰ­η­σοῦς δο­ξά­σθη­κε μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση καὶ τὴν Ἀ­νά­λη­ψή του. Τό­τε φω­τί­στη­καν ἀ­πὸ τὸ Ἅ­γιον Πνεῦ­μα καὶ θυ­μή­θη­καν ὅ­τι τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για τοῦ Ζα­χα­ρί­α ἦ­ταν γι' αὐ­τὸν γραμ­μέ­να. Καὶ οἱ ἴδιοι εἶ­χαν κά­νει μί­α τέ­τοι­α ὑ­πο­δο­χὴ γιὰ τὸν Ἰ­η­σοῦ καὶ εἶ­χαν συ­νερ­γα­σθεῖ, χω­ρὶς νὰ τὸ κα­τα­λα­βαί­νουν, ὥ­στε νὰ ἐκ­πλη­ρω­θοῦν ἀ­κρι­βῶς τὰ προ­φη­τι­κὰ αὐ­τὰ λό­για. Ὅ­λοι λοι­πὸν ἐ­κεῖ­νοι ποὺ ἦ­ταν μα­ζὶ μὲ τὸν Ἰ­η­σοῦ ὅ­ταν αὐ­τὸς εἶ­χε φω­νά­ξει ἀ­π' τὸν τά­φο τὸν Λά­ζα­ρο καὶ τὸν εἶ­χε ἀ­να­στή­σει ἀ­πὸ τοὺς νε­κροὺς καὶ τώ­ρα ἦ­ταν στὴν ὑ­πο­δο­χὴ αὐ­τή, δι­η­γοῦνταν καὶ δι­α­βε­βαί­ω­ναν τὸ θαῦ­μα τοῦ Λα­ζά­ρου σ' ὅ­σους δὲν τὸ εἶ­χαν δεῖ. Γι' αὐ­τὸ καὶ τὰ πλή­θη τοῦ λαοῦ τὸν προ­ϋ­πάν­τη­σαν, δι­ό­τι ἄ­κου­σαν ἀ­πὸ τοὺς αὐ­τό­πτες αὐ­τοὺς μάρ­τυ­ρες ὅ­τι αὐ­τὸς εἶχε κά­νει τὸ με­γά­λο αὐ­τὸ θαῦ­μα.


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Η Μ­Ε­Γ­Α­ΛΗ Ε­Β­Δ­Ο­Μ­Α­ΔΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ

Η Μ­Ε­Γ­Α­ΛΗ Ε­Β­Δ­Ο­Μ­Α­ΔΑ
Πρέ­πει νὰ γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὁ ὄρ­θρος κά­θε μέ­ρας ψάλ­λε­ται τὸ ἑ­σπέ­ρας τῆς προ­η­γου­μέ­νης μέ­ρας.
Οἱ πρῶ­τες τ­ρ­ε­ῖς βρα­δι­νὲς ἀ­κο­λου­θί­ες τ­ῆς Μ. Ἐ­βδο­μά­δας ὀ­νο­μά­στη­καν «Ἀ­κο­λου­θί­ες τ­οῦ Νυμ­φί­ου», για­τί σ’ αὐ­τὲς δε­σπό­ζουν οἱ δύ­ο π­ιο κά­τω ἐμ­πνευ­σμέ­νοι ὕ­μνοι:
1. «Ἰ­δοὺ ὁ Νυμ­φί­ος (τ­ῆς Ἐκ­κλη­σί­ας) ἔρ­χε­ται ἐν τῷ μέ­σῳ τ­ῆς νυ­κτός, κ­αὶ μα­κά­ριος ὁ δοῦ­λος ὃν εὑ­ρή­σει γρη­γο­ροῦν­τα (π­οὺ θὰ β­ρ­εῖ νὰ ἀ­γρυ­πνεῖ κ­αὶ νὰ πε­ρι­μέ­νει),  ἀ­νά­ξιος δὲ πά­λιν ὃν εὑ­ρή­σει ρα­θυ­μοῦν­τα (ὅ­ποι­ον θὰ β­ρ­εῖ νὰ εἶ­ναι ρά­θυ­μος κ­αὶ ἀ­με­λής). Βλέ­πε ο­ὖν ψυ­χή μ­ου μὴ τῷ ὕ­πνῳ κα­τε­νε­χθῇς (μὴ κα­τα­λη­φθεῖς ἀ­πὸ τ­ὸν πνευ­μα­τι­κὸ ὕ­πνο) ἵ­να μὴ τῷ θα­νά­τῳ πα­ρα­δο­θῇς (γ­ια νὰ μὴ πα­ρα­δο­θῇς σ­τ­ὸν πνευ­μα­τι­κὸ θά­να­το) κ­αὶ τ­ῆς (οὐ­ρά­νιας) βα­σι­λεί­ας ἔ­ξω κλει­σθῇς, ἀλ­λὰ ἀ­νά­νη­ψον κρά­ζου­σα (ἀλ­λὰ φρόν­τι­σε νὰ συ­νέλ­θεις κ­αὶ φώ­να­ξε δυ­να­τά): Ἅ­γιος, Ἅ­γιος, Ἅ­γιος εἶ ὁ Θε­ός, δ­ια τ­ῆς Θε­ο­τό­κου ἐ­λέ­η­σον ἡ­μᾶς”. 
2. «Τ­ὸν Νυμ­φῶ­να (τὸ σπί­τι τ­οῦ γά­μου, τ­ὴν βα­σι­λεί­α) σου βλέ­πω, Σω­τήρ μ­ου, κε­κο­σμη­μέ­νον (στο­λι­σμέ­νο) κ­αὶ ἔν­δυ­μα ο­ὐκ ἔ­χω, ἵ­να εἰ­σέλ­θω ἐν αὐ­τῷ, λάμ­πρυ­νόν μ­ου (κά­νε λαμ­πε­ρὴ) τ­ὴν στο­λὴν τ­ῆς ψυ­χῆς, Φω­το­δό­τα κ­αὶ σῶ­σόν με». (Ὁ κά­θε πι­στὸς νι­ώ­θει ὅ­τι ἡ στο­λὴ τ­ῆς ψυ­χῆς του εἶ­ναι λε­ρω­μέ­νη ἀ­πὸ τ­ὶς ἁ­μαρ­τί­ες τ­ου.)
Με­γά­λη Δευ­τέ­ρα εἶ­ναι ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νη σ­τὴ μνή­μη τ­οῦ μα­κα­ρί­ου Ἰ­ω­σὴφ τ­οῦ παγ­κά­λου (πο­λὺ κα­λοῦ), γ­ι­οῦ τ­οῦ πα­τριά­ρχη Ἰ­α­κώβ. Θε­ω­ρεῖ­ται τύ­πος τ­οῦ Χρι­στοῦ γ­ια τὰ πα­θή­μα­τα, τ­ὴν ἀ­ρε­τή, τ­ὴν πρα­ό­τη­τα κ­αὶ τ­ὴν ἀ­νε­ξι­κα­κί­α τ­ου. Ἐ­πί­σης, γί­νε­ται μνεί­α τ­ῆς «ξη­ραν­θεί­σης συ­κῆς» π­οὺ συμ­βό­λι­ζε τὴ συ­να­γω­γὴ τ­ῶν Ἰ­ου­δαί­ων κ­αὶ κά­θε ἄν­θρω­πο π­οὺ δ­ὲν ἔ­χει πνευ­μα­τι­κοὺς καρ­πούς.
Τὴ  Με­γά­λη Τρί­τη ἐν­θυ­μού­μα­στε τ­ὶς πα­ρα­βο­λὲς τ­ῶν Δέ­κα Παρ­θέ­νων κ­αὶ τ­ῶν τα­λάν­των. Οἱ φρό­νι­μες, κον­τὰ σ­τ­ὶς ἄλ­λες ἀ­ρε­τές, φρόν­τι­σαν νὰ ἔ­χουν ἄ­φθο­νο κ­αὶ τὸ λά­δι τ­ῆς ἐ­λε­η­μο­σύ­νης. Μὲ τ­ὴν ἀ­να­φο­ρὰ τ­ῶν τα­λάν­των ὑ­πεν­θυ­μί­ζε­ται τὸ χρέ­ος μ­ας νὰ καλ­λι­ερ­γοῦ­με τὰ χα­ρί­σμα­τα π­οὺ μ­ᾶς δί­νει ὁ Θε­ὸς ὄ­χι μό­νο γιὰ τὸ δι­κό μ­ας κα­λὸ ἀλ­λὰ κ­αὶ τ­ῶν συ­ναν­θρώ­πων μ­ας.
Τὴ Με­γά­λη Τε­τάρ­τη τι­μᾶ­με τ­ὴν με­τά­νοι­α τ­ῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς γυ­ναί­κας, ἡ ὁ­ποί­α ἄ­λει­ψε μὲ μύ­ρο τὰ πό­δια τ­οῦ Κυ­ρί­ου κ­αὶ θυ­μού­μα­στε κ­αὶ τ­ὴν προ­δο­σί­α τ­οῦ Ἰ­ού­δα. Τὸ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Τρο­πά­ριο τ­ῆς Κασ­σια­νής» (ἀ­πὸ τὴ μο­να­χὴ Κασ­σια­νή) ἐκ­φρά­ζει τ­ὴν θερ­μὴ με­τά­νοι­α τ­ῆς ἁ­μαρ­τω­λῆς γυ­ναί­κας, ἡ ὁ­ποί­α με­τα­νο­εῖ κ­αὶ ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τ­ὴν ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­νῶ ὁ Ἰ­ού­δας αἰχ­μα­λω­τί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴ φι­λαρ­γυ­ρί­α κ­αὶ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό: «Κ­ύ­ρ­ιε, ἡ ἐν πολ­λαῖς ἁ­μαρ­τί­αις πε­ρι­πε­σοῦ­σα γυ­νή, τ­ὴν σ­ὴν αἰ­σθο­μέ­νη θε­ό­τη­τα (σ­ὰν ἔ­νι­ω­σε τὴ θε­ό­τη­τά σ­ου), μυ­ρο­φό­ρου ἀ­να­λα­βοῦ­σα τά­ξιν(ἔ­γι­νε μυ­ρο­φό­ρα), ὀ­δυ­ρο­μέ­νη, μύ­ρα σ­οι, π­ρὸ τ­οῦ ἐν­τα­φια­σμοῦ κο­μί­ζει. Οἴ­μοι! (ἀλ­λοί­μο­νο) λέ­γου­σα, ὅ­τι ν­ύξ μ­οι ὑ­πάρ­χει (μέ­σα μ­ου εἶ­ναι νύ­χτα), οἶ­στρος ἀ­κο­λα­σί­ας (μα­νί­α τ­ῆς ἀ­σω­τεί­ας), ζο­φώ­δης τε κ­αὶ ἀ­σέ­λη­νος (κα­τα­σκό­τει­νη κ­αὶ χω­ρὶς φεγ­γά­ρι) ἔ­ρως τ­ῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Δ­έ­ξ­αι μ­ου τ­ὰς πη­γὰς τ­ῶν δα­κρύ­ων, ὁ νε­φέ­λαις δι­ε­ξά­γων τ­ῆς θα­λάσ­σης τὸ ὕ­δωρ (π­οὺ με­ταλ­λά­ζεις μὲ τὰ σύν­νε­φα τὸ νε­ρὸ τ­ῆς θά­λασ­σας)· κάμ­φθη­τί μ­οι π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς στε­ναγ­μοὺς τ­ῆς καρ­δί­ας (λύ­γι­σε σ­τὰ ἀ­να­στε­νάγ­μα­τα)­, ὁ κλί­νας (ἐ­σὺ π­οὺ ἔ­γει­ρες) το­ὺς οὐ­ρα­νοὺς τῇ ἀ­φά­τῳ σ­ου κε­νώ­σει (κ­αὶ κα­τέ­βη­κες σ­τὴ γῆ)­. Κα­τα­φι­λή­σω τ­ο­ὺς ἀ­χράν­τους σ­ου πό­δας, ἀ­πο­σμή­ξω (σφουγ­γί­σω) το­ύ­τους δὲ πά­λιν τ­ο­ῖς τ­ῆς κε­φα­λῆς μ­ου βο­στρύ­χοις (μὲ τὰ πλο­κά­μια τ­ῆς κε­φα­λῆς μ­ου)· ὧν ἐν τῷ πα­ρα­δε­ί­σῳ Εὔ­α τὸ δει­λι­νόν, κρό­τον τ­ο­ῖς ὠ­σὶν ἠ­χη­θεῖ­σα (ἄ­κου­σε τ­ὶς πα­τη­μα­σι­ές σ­ου), τῷ φό­βῳ ἐ­κρύ­βη. Ἁ­μαρ­τι­ῶν μου τὰ πλή­θη κ­αὶ κρι­μά­των σ­ου ἀ­βύσ­σους (τ­ὴν ἄ­βυσ­σον) τ­ίς ἐ­ξι­χνι­ά­σει (ποι­ὸς μπο­ρεῖ νὰ ἐ­ξι­χνιά­σει), ψυ­χο­σῶ­στα Σω­τήρ μ­ου; Μή με τ­ὴν σ­ὴν δο­ύ­λην πα­ρί­δῃς (κα­τα­φρο­νή­σεις), ὁ ἀ­μέ­τρη­τον ἔ­χων τὸ ἔ­λε­ος».  (Φ. Κόν­το­γλου)
Τὴ Με­γά­λη Πέμ­πτη ἑ­ορ­τά­ζου­με τὰ σω­τή­ρια γε­γο­νό­τα: 1. Τὸν Ἱ­ε­ρὸ Νι­πτή­ρα. Σύμ­βο­λο ἑ­κού­σιας τα­πεί­νω­σης – πάν­των «δι­ά­κο­νοι», ἐλ­πί­δα σω­τη­ρί­ας. 2. Τὸν Μυ­στι­κὸ Δεῖ­πνο. (Ὁ Χρι­στὸς μ­ᾶς πα­ρα­δί­δει τὸ σω­τή­ριο μυ­στή­ριο τῆς Θεί­ας Εὐ­χα­ρι­στί­ας) 3. Τὴν προ­σευ­χὴ τ­οῦ Κυ­ρί­ου σ­τὴ Γεθ­ση­μα­νῆ (μ­ᾶς δεί­χνει τὴ με­γά­λη δύ­να­μη τ­ῆς προ­σευ­χῆς). 4. Τὴν προ­δο­σί­α τ­οῦ Ἰ­ού­δα (πα­ρά­δειγ­μα π­ρ­ὸς ἀ­πο­φυ­γὴ τ­ῆς φι­λαρ­γυ­ρί­ας)
Τὴ Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ὴ προ­σκυ­νοῦ­με τὰ σω­τή­ρια πά­θη τ­οῦ Κυ­ρί­ου. Τὸ ἰ­δι­αί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ τ­ῆς ἀ­κο­λου­θί­ας τ­ῶν πα­θῶν εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­γνω­ση 12 Εὐ­αγ­γε­λί­ων. Τὸ πρῶ­το πε­ρι­λαμ­βά­νει τ­ὶς ὑ­πο­θῆ­κες τ­οῦ Χρι­στοῦ π­ρ­ὸς τ­ο­ὺς μα­θη­τές Του κ­αὶ τ­ὴν ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κὴ προ­σευ­χή Τ­ου. Τὰ ὑ­πό­λοι­πα Εὐ­αγ­γέ­λια ἐ­ξι­στο­ροῦν τὴ σύλ­λη­ψη, τὴ δί­κη, τὰ πά­θη, τ­ὸν σταυ­ρι­κὸ θά­να­το, τ­ὴν τα­φὴ τ­οῦ Κυ­ρί­ου κ­αὶ τ­ὴν ἀ­σφά­λι­ση τοῦ τά­φου μὲ τὴ βο­ή­θεια τ­ῆς κου­στω­δί­ας. Με­τὰ τ­ὴν ἀ­νά­γνω­ση τ­οῦ πέμ­πτου Εὐ­αγ­γε­λί­ου γί­νε­ται ἡ λι­τά­νευ­ση τ­οῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου κ­αὶ ἡ το­πο­θέ­τη­σή Τ­ου σ­τὸ μέ­σον τ­οῦ Να­οῦ. Τό­τε ψάλ­λε­ται τὸ ὑ­πέ­ρο­χο Ἀν­τί­φω­νο: «Σή­με­ρον κρε­μᾶ­ται ἐ­πὶ ξύ­λου ὁ ἐν ὕ­δα­σι τ­ὴν γ­ῆν κρε­μά­σας. Στέ­φα­νον ἐξ ἀ­καν­θῶν πε­ρι­τί­θε­ται ὁ τ­ῶν ἀγ­γέ­λων βα­σι­λεύς. Ψευ­δῆ πορ­φύ­ραν πε­ρι­βάλ­λε­ται ὁ πε­ρι­βάλ­λων τ­ὸν οὐ­ρα­νὸν ἐν νε­φέ­λαις. 'Ρ­ά­π­ι­σ­μα κα­τε­δέ­ξα­το ὁ ἐν Ἰ­ορ­δά­νῃ ἐ­λευ­θε­ρώ­σας τ­ὸν Ἀ­δάμ. Ἥ­λοις προ­ση­λώ­θη ὁ Νυμ­φί­ος τ­ῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Λόγ­χη ἐ­κεν­τή­θη ὁ Υἱ­ὸς τ­ῆς Παρ­θέ­νου. Προ­σκυ­νοῦ­μέν σ­ου τὰ πά­θη, Χρι­στέ. Δεῖ­ξον ἡ­μῖν κ­αὶ τ­ὴν ἒν­δο­ξόν σ­ου ἀ­νά­στα­σιν». Με­τά­φρα­ση: Σή­με­ρα κρε­μᾶ­ται ἐ­πά­νω σ­τὸ ξύ­λο Ἐ­κεῖ­νος ποὺ κρέ­μα­σε τὴ γῆ πά­νω σ­τὰ ὕ­δα­τα. Στε­φά­νι ἀ­πὸ ἀγ­κά­θια φο­ρά­ει σ­τ­ὴν κε­φα­λή, Ἐ­κεῖ­νος π­οὺ εἶ­ναι ὁ βα­σι­λιὰς τ­ῶν Ἀγ­γέ­λων. Ντύ­νε­ται μὲ ψεύ­τι­κη πορ­φύ­ρα (βα­σι­λι­κὸ ἱ­μά­τιο), αὐ­τὸς π­οὺ πε­ρι­βάλ­λει τ­ὸν οὐ­ρα­νὸ μὲ σύν­νε­φα. Δέ­χτη­κε ρά­πι­σμα, Ἐ­κεῖ­νος π­οὺ σ­τ­ὸν Ἰ­ορ­δά­νη (δ­ιὰ τ­οῦ βα­πτί­σμα­τός τ­ου) ἐ­λευ­θέ­ρω­σε τ­ὸν Ἀ­δὰμ ἀ­πὸ τὸν δε­σμὸ τ­ῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Μὲ καρ­φιὰ καρ­φώ­θη­κε ὁ Νυμ­φί­ος τ­ῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μὲ λόγ­χη κεν­τή­θη­κε ὁ Υἱ­ὸς τ­ῆς Παρ­θέ­νου. Προ­σκυ­νοῦ­με τὰ πά­θη σ­ου Χρι­στέ. Δεῖ­ξε σέ μ­ᾶς κ­αὶ τ­ὴν ἔν­δο­ξή σ­ου Ἀ­νά­στα­ση.
Τὸ Με­γά­λο Σάβ­βα­το ἑ­ορ­τά­ζου­με τ­ὴν «θε­ό­σω­μο τα­φὴ τ­οῦ Κυ­ρί­ου μ­ας κ­αὶ τ­ὴν ε­ἰς Ἅ­δου κά­θο­δον» τ­οῦ Κυ­ρί­ου. Ψάλ­λον­ται τὰ Ἐγ­κώ­μια, σύν­το­μα τρο­πά­ρια π­οὺ ἐ­ξι­στο­ροῦν τὰ πά­θη τ­οῦ Κυ­ρί­ου, ἐ­ξυ­μνοῦν τ­ὴν τα­φή Τ­ου, κ­αὶ δι­α­σαλ­πί­ζουν τ­ὴν νί­κη Τ­ου κα­τὰ τ­οῦ θα­νά­του. Σ­τὴ συ­νέ­χεια γί­νε­ται πε­ρι­φο­ρὰ τ­οῦ Ἐ­πι­τα­φί­ου γύ­ρω ἀ­πὸ τ­ο­ὺς δρό­μους τ­ῆς ἐ­νο­ρί­ας.Ἡ κά­θο­δος αὐ­τὴ ἦ­ταν τὸ τε­λει­ω­τι­κὸ χτύ­πη­μα κα­τὰ τ­οῦ θα­νά­του. Γι­’­αὐ­τὸ ψέλ­νου­με «Ὅ­τε κα­τῆλ­θες π­ρ­ὸς τ­ὸν θά­να­τον, ἡ ζω­ὴ ἡ ἀ­θά­να­τος, τό­τε τ­ὸν ᾍ­δην ἐ­νέ­κρω­σας τῇ ἀ­στρα­πῇ τ­ῆς θε­ό­τη­τος». Τὸ πρω­ϊ τ­οῦ Μ. Σαβ­βά­του τε­λεῖ­ται σ­τ­ο­ὺς να­οὺς ὁ ἑ­σπε­ρι­νὸς τ­ῆς ἑ­ορ­τῆς τ­ῆς Ἀ­νά­στα­σης, ἡ «πρώ­τη Ἀ­νά­στα­ση». Σ­τ­ὴν βυ­ζαν­τι­νὴ εἰ­κο­νο­γρα­φί­α ὁ Κύ­ριος πα­ρου­σι­ά­ζε­ται κα­τερ­χό­με­νος σ­τ­ὸν Ἅ­δη μὲ δό­ξα κρα­τών­τας τ­ὸν τί­μιο Σταυ­ρό Τ­ου. Συν­τρί­βει τ­ὶς πύ­λες τ­οῦ Ἅ­δη κ­αὶ ἀ­να­σύ­ρει ἀ­π’ ἐ­κεῖ τ­ὸν Ἀ­δάμ, τ­ὴν Εὔ­α, τ­ὸν Ἄ­βελ, τ­ο­ὺς Πα­τριά­ρχες, τ­ο­ὺς προ­φῆ­τες κ­αὶ ὅ­λους τ­ο­ὺς δι­καί­ους της Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης. (Ι.Μ. Λευ­κά­δος κ­αὶ Ἰ­θά­κης)
Τὸ Πά­σχα μ­ᾶς κα­λεῖ νὰ πε­ρά­σου­με ἀ­πὸ τ­ὸν ἐ­γω­κεν­τρι­σμό μ­ας σ­τὴ συ­να­δέλ­φω­ση. «Πά­σχα ἐν χα­ρᾷ ἀλ­λή­λους πε­ρι­πτυ­ξώ­με­θα». Νὰ προ­σφέ­ρου­με συγ­γνώ­μη, ἀλ­λη­λεγ­γύ­η καὶ ἀ­γά­πη σ­τ­ὸν συ­νά­θρω­πό μ­ας. «Συγ­χω­ρή­σω­μεν πάν­τα τῇ ἀ­να­στά­σει». (Ἀ­να­στά­σιος Ἀλ­βα­νί­ας)
Δι­α­σκευ­ή: Χρυ­σό­στο­μος Ρου­σής, ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς (Ἀ­πρί­λιος 2018)