Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ


ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
  ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
Δ΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
(18 ΜΑΡΤΙΟΥ 2018)
(ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Ἀ­δελ­φοί τῷ Ἀ­βρα­ὰμ ἐ­παγ­γει­λά­με­νος ὁ Θε­ός, ἐ­πεὶ κα­τ' οὐ­δε­νὸς εἶ­χε με­ί­ζο­νος ὀ­μό­σαι, ὤ­μο­σε κα­θ' ἑ­αυ­τοῦ λέ­γων· μν εὐ­λο­γῶν εὐ­λο­γή­σω σε κα πλη­θύ­νων πλη­θυ­νῶ σε· κα οὕ­τω μα­κρο­θυ­μή­σας ἐ­πέ­τυ­χε τς ἐ­παγ­γε­λί­ας· ἄν­θρω­ποι μν κα­τὰ το με­ί­ζο­νος ὀ­μνύ­ου­σι, κα πά­σης αὐ­τοῖς ἀν­τι­λο­γί­ας πέ­ρας ες βε­βα­ί­ω­σιν ὅρ­κος· ν πε­ρισ­σό­τε­ρον βου­λό­με­νος Θε­ὸς ἐ­πι­δεῖ­ξαι τος κλη­ρο­νό­μοις τς ἐ­παγ­γε­λί­ας τ ἀ­με­τά­θε­τον τς βου­λῆς αὐ­τοῦ, ἐ­με­σί­τευ­σεν ὅρ­κῳ, ἵ­να δι­ὰ δύ­ο πραγ­μά­των ἀ­με­τα­θέ­των, ν ος ἀ­δύ­να­τον ψε­ύ­σα­σθαι Θε­όν, ἰ­σχυ­ρὰν πα­ρά­κλη­σιν ἔ­χω­μεν ο κα­τα­φυ­γόν­τες κρα­τῆ­σαι τς προ­κει­μέ­νης ἐλ­πί­δος· ν ς ἄγ­κυ­ραν ἔ­χο­μεν τς ψυ­χῆς ἀ­σφα­λῆ τε κα βε­βα­ί­αν κα εἰ­σερ­χο­μέ­νην ες τ ἐ­σώ­τε­ρον το κα­τα­πε­τά­σμα­τος, ὅ­που πρό­δρο­μος ὑ­πὲρ ἡ­μῶν εἰ­σῆλ­θεν Ἰ­η­σοῦς, κα­τὰ τν τά­ξιν Μελ­χι­σε­δὲκ ἀρ­χι­ε­ρεὺς γε­νό­με­νος ες τν αἰ­ῶ­να.                                                              
                                            (Ἑβρ. Ϛ΄[6] 13 – 20 )

Ο ΑΒΡΑΑΜ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
1.   ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ
Τό ἀποστολικό Ἀνάγνωσμα μᾶς μετα­φέρει στή συγκλονιστική ἐκείνη στιγμή πού ὁ Θεός στήν Παλαιά Διαθήκη ἔδωσε τίς μεγάλες ὑποσχέσεις του στόν Ἀβραάμ καί τοῦ εἶπε: Θά σέ εὐλογήσω πλούσια καί θά σοῦ δώσω πάρα πολλούς ἀπογό­νους. Καί ὁ Ἀβραάμ ἀφοῦ περίμενε ὑπο­μονετικά πάρα πολλά χρόνια, πέτυχε τήν ἐκπλήρωση τῆς εὐλογίας πού τοῦ ὑπο­σχέθηκε ό Θεός. Ἀπέκτησε δηλαδή παιδί ἀπό τή Σάρρα, τόν Ἰσαάκ. Κι ἀπ᾿ αὐτόν πληθύνθηκαν οἱ ἀπόγονοί του σέ μεγάλο ἔθνος. Γιά νά τόν βεβαιώσει ὅμως ὁ Θεός γι᾿ αὐτές τίς ἐπαγγελίες, ἔδωσε ὅρκο ὅτι θά τίς πραγματοποιήσει. Κι ἐπειδή δέν ὑπῆρχε τίποτε μεγαλύτερο στό ὁποῖο νά ὁρκισθεῖ, ὁρκίσθηκε στόν ἑαυτό του.
Ὁ Ἀβραάμ λοιπόν δέχθηκε ἔνορκη ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ. Τήν ἀποδέχθηκε, τήν πίστεψε, ἀλλά πραγματοποίηση δέν ἔβλε­πε! Πόσα χρόνια περίμενε; Πόσες φορές δοκιμάστηκε ἡ πίστη του; Τοῦ μίλησε ὁ Θεός γιά ἀπογόνους, κι αὐτός εἶχε μία γυναίκα στείρα. Τοῦ εἶπε γιά μεγάλο ἔθνος πού θά δημιουργοῦσε, κι αὐτός γέρασε καί παιδί δέν εἶχε ἀπό τή Σάρρα! Ὅλα φαίνον­ταν ἀντίξοα, ἀντίθετα μέ τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ! Ὅλα ἔμοιαζαν οὐτοπικά καί ἀ­πραγματοποίητα. Ὁ Ἀβραάμ ὅμως δέν ἔχασε τήν πίστη του. Κι ὅταν χάθηκε κάθε ἐλπίδα, τότε ἦλθε ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ.
Τί ἔχει νά πεῖ αὐτό γιά μᾶς; Ἔχει νά πεῖ ὅτι ὁ Θεός δέν ἀναιρεῖ τίς ὑποσχέσεις του. Δέν τίς ἀλλάζει. Μᾶς ἀφήνει ὅμως νά περιμένουμε καί νά δοκιμαζόμαστε. Αὐτή ἡ περίοδος τῆς προσμονῆς βέβαια μᾶς φαίνεται συχνά πώς εἶναι ἕνα μαρτύ­ριο. Ζητοῦμε ἀπό τόν Θεό νά φέρει στή ζωή μας αὐτό πού ποθοῦμε, κι ἀντί γιά ἀπάντηση κάποιες φορές τά πράγμα­τα γίνονται χειρότερα. Γιατί ἄραγε; Διότι κατά τήν περίοδο τῆς προσμονῆς ἐξαγιαζόμαστε, ἐξαγνιζόμαστε, πλουτίζουμε σέ ἀρετές. Μαθαίνουμε νά ἐξαρτιόμαστε ἀπό τόν Θεό. Μαθαίνουμε στήν πράξη τί θά πεῖ πίστη καί δοκιμασία. Κάποτε φαίνεται ὅτι ὁ Θεός ἀργεῖ πολύ, κι ἐμεῖς κουραζόμαστε. Ὅσο ὅμως περισσότερο ἀργεῖ ὁ Θεός, τόσο μεγαλύτερες εὐλογί­ες μᾶς ἑτοιμάζει. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά πιστεύ­ουμε, νά ἐλπίζουμε, νά περιμένουμε, νά προσευχόμαστε.
2. Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ
Ὁ θεῖος Παῦλος στή συνέχεια μᾶς λέει ὅτι οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ δέν δόθηκαν μόνο στόν Ἀβραάμ καί στούς ἀπογόνους του, τούς Ἰσραηλίτες, ἀλλά καί στόν νέο Ἰσραήλ, σ᾿ ὅλους δηλαδή τούς Χριστια­νούς. Κληρονόμοι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ ἦταν γιά τά ἐπίγεια ὁ λαός τοῦ Ἰσραήλ, ὅμως γιά τά ἐπουράνια καί τά αἰώνια ὁ νέος Ἰσραήλ, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Σ᾿ ὅλους λοιπόν τούς πιστούς πού θά κληρονομήσουν τίς θεῖες ἐπαγγελίες ὁ Θεός ἤθελε νά δείξει καθαρά καί μέ μεγα­λύτερη βεβαιότητα ὅτι ἦταν ἀμετάκλητη ἡ ἀπόφαση του νά ἐκτελέσει ὅσα ὑπο­σχέθηκε. Ἔτσι ὥστε ὅλοι οἱ πιστοί νά ἔχουμε μεγάλη ἐνθάρρυνση γιά νά κρα­τοῦμε τήν ἐλπίδα πού βρίσκεται μπρο­στά μας. Αὐτήν τήν ἐλπίδα ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος τήν παρομοιάζει μέ ἄγκυρα τῆς ψυχῆς μας. Καί λέει ὅτι αὐτή μᾶς ἀσφαλίζει ἀπό τούς πνευματικούς κιν­δύνους ἐπειδή εἶναι ἀμετακίνητη. Κι αὐ­τό διότι δέν ἀγκυροβολεῖ στή θάλασσα ἀλλά στόν οὐρανό, στά Ἅγια τῶν Ἁγίων· ἐκεῖ στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὅπου μπῆκε ὁ Κύριός μας πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας ὡς πρόδρομος, γιά νά μᾶς ἀνοίξει τό δρόμο καί νά μᾶς ἑτοιμάσει τόπο. Κι ἔτσι ἀναδείχθηκε Ἀρχιερέας αἰώνιος κατά τήν τάξη τοῦ Μελχισεδέκ.
Πόσο παραστατική, ἀλήθεια, εἶναι ἡ είκόνα πού μᾶς παρουσιάζει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος! Παρομοιάζει τήν ἐλπίδα μας πρός τόν Κύριο μέ μία ἄγκυρα. Μιά ἄγκυρα ὅμως πού δέν βυθίζεται στόν πυθμένα κάποιας θάλασσας ἀλλά στό ἱερότερο μέρος τοῦ σύμπαντος, στόν οὐ­ρανό, στά ἐπουράνια Ἅγια τῶν Ἁγίων, στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Κι ἐμεῖς ὁδοιπόροι καί οὐρανοδρόμοι, πορευόμαστε καθημερινά μέ τό πλοῖο τῆς ζωῆς μας καί ὁ­ραματιζόμαστε τόν προορισμό μας. Οἱ τρικυμίες πολλές, οἱ ἀνεμοθύελλες, οἱ πει­ρασμοί. Τά κύματα ὁρμητικά παλεύουν νά μᾶς ἀφανίσουν, νά μᾶς ὁδηγήσουν στό ναυάγιο αὐτῆς τῆς ζωῆς καί στό σκο­τάδι τῆς ἄλλης. Ὁ αἰώνιος ἐχθρός μας και­ροφυλακτεῖ νά βουλιάξει τό πλοιάριο τῆς ζωῆς μας. Κι ἐμεῖς παλεύουμε, ἀντιστεκό­μαστε, προχωροῦμε. Δέν ἀπογοητευόμα­στε. Διότι μπορεί νά μήν ἔχουμε φτάσει ἀκόμη στόν προορισμό μας, ἔχουμε ὅμως ἐκεῖ κάτι δικό μας. Ἔχουμε ἐκεῖ ἀγκυ­ροβολημένη τήν ἐλπίδα μας. Γύρω μας ὅλα μᾶς ἀπογοητεύουν, οἱ ἄνθρωποι, οἱ καταστάσεις, οἱ πειρασμοί, οἱ δυσκολίες. Ὅλα μᾶς ἀπελπίζουν καί θέλουν νά μᾶς κάνουν νά λιγοψυχοῦμε. Ἐμεῖς ὅμως οἱ πιστοί, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, δέν πρέπει νά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Διότι ὅλη μας τή ζωή καί τήν ἐλπίδα μας τήν ἔχουμε ἐμπιστευθεῖ στόν Κύριό μας. Αὐ­τός κρατᾶ γερά στά παντοδύναμα χέρια του τήν ἄγκυρα τῆς ἐλπίδος μας. Αὐτός εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἐλπίδα μας, ἡ προσδοκία μας, αὐτός εἶναι ἡ χαρά μας καί ἡ ζωή μας. Μήν τό ξεχνᾶμε αὐτό ποτέ. Αὐτός μόνο μᾶς ἀπομένει στό ταξίδι τῆς ζωῆς ἀμετακί­νητος σύντροφος καί συμπαραστάτης. 
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)

ΤΟ ΙΕΡΟΝ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ ἄν­θρω­πός τις προ­σῆλ­θε τῷ Ἰ­η­σοῦ, γο­νυ­πε­τῶν αὐ­τόν καί λέ­γων. Δι­δά­σκα­λε, ἤ­νεγ­κα τν υἱ­όν μου πρς σ, ἔ­χον­τα πνεῦ­μα ἄ­λα­λον. κα ὅ­που ἂν αὐ­τὸν κα­τα­λά­βῃ, ῥήσ­σει αὐ­τόν, κα ἀ­φρί­ζει κα τρί­ζει τος ὀ­δόντας αὐ­τοῦ, κα ξη­ρα­ί­νε­ται· κα εἶ­πον τος μα­θη­ταῖς σου ἵ­να αὐ­τὸ ἐκ­βά­λω­σι, κα οκ ἴ­σχυ­σαν. δ ἀ­πο­κρι­θεὶς αὐ­τῷ λέ­γει· γε­νε­ὰ ἄ­πι­στος, ἕ­ως πό­τε πρς ὑ­μᾶς ἔ­σο­μαι; ἕ­ως πό­τε ἀ­νέ­ξο­μαι ὑ­μῶν; φέ­ρε­τε αὐ­τὸν πρς με. κα ἤ­νεγ­καν αὐ­τὸν πρς αὐ­τόν. κα ἰ­δὼν αὐ­τὸν εὐ­θέ­ως τ πνεῦ­μα ἐ­σπά­ρα­ξεν αὐ­τόν, κα πε­σὼν ἐ­πὶ τς γς ἐ­κυ­λί­ε­το ἀ­φρί­ζων. κα ἐ­πη­ρώ­τη­σε τν πα­τέ­ρα αὐ­τοῦ· Πσος χρό­νος ἐ­στὶν ὡς τοῦ­το γέ­γο­νεν αὐ­τῷ; δ εἶ­πε· Παι­δι­ό­θεν. κα πολ­λά­κις αὐ­τὸν κα ες πρ ἔ­βα­λε κα ες ὕ­δα­τα, ἵ­να ἀ­πο­λέ­σῃ αὐ­τόν· ἀλ­λ' ε τι δύ­να­σαι, βο­ή­θη­σον ἡ­μῖν σπλαγ­χνι­σθεὶς ἐ­φ' ἡ­μᾶς. δ Ἰ­η­σοῦς εἶ­πεν αὐ­τῷ· Τ ε δύ­να­σαι πι­στεῦ­σαι, πάν­τα δυ­να­τὰ τ πι­στε­ύ­ον­τι. κα εὐ­θέ­ως κρά­ξας πα­τὴρ το παι­δί­ου με­τὰ δα­κρύ­ων ἔ­λε­γε· Πι­στε­ύ­ω, Κριε· βο­ή­θει μου τ ἀ­πι­στί­ᾳ. ἰ­δὼν δ Ἰ­η­σοῦς ὅ­τι ἐ­πι­συν­τρέ­χει ὄ­χλος ἐ­πε­τί­μη­σε τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ λέ­γων αὐ­τῷ· Τ πνεῦ­μα τ ἄ­λα­λον κα κω­φὸν, ἐ­γὼ σοι ἐ­πι­τάσ­σω, ἔ­ξελ­θε ἐξ αὐ­τοῦ κα μη­κέ­τι εἰ­σέλ­θῃς ες αὐ­τόν. κα κρά­ξαν κα πολ­λὰ σπα­ρά­ξαν αὐ­τόν ἐ­ξῆλ­θε, κα ἐ­γέ­νε­το ὡ­σεὶ νε­κρός, ὥ­στε πολ­λοὺς λέ­γειν ὅ­τι ἀ­πέ­θα­νεν. δ Ἰ­η­σοῦς κρα­τή­σας αὐ­τὸν τς χει­ρὸς ἤ­γει­ρεν αὐ­τόν, κα ἀ­νέ­στη. Κα εἰ­σελ­θόν­τα αὐ­τὸν ες οἶ­κον ο μα­θη­ταὶ αὐ­τοῦ ἐ­πη­ρώ­των αὐ­τόν κα­τ' ἰ­δί­αν, ὅ­τι ἡ­μεῖς οκ ἠ­δυ­νή­θη­μεν ἐκ­βα­λεῖν αὐ­τό. κα εἶ­πεν αὐ­τοῖς· Τοῦ­το τ γέ­νος ν οὐ­δε­νὶ δύ­να­ται ἐ­ξελ­θεῖν ε μ ν προ­σευ­χῇ κα νη­στε­ί­ᾳ. Κα ἐ­κεῖ­θεν ἐ­ξελ­θόν­τες πα­ρε­πο­ρε­ύ­ον­το δι­ὰ τς Γα­λι­λα­ί­ας, κα οκ ἤ­θε­λεν ἵ­να τις γν· ἐ­δί­δα­σκε γρ τος μα­θη­τὰς αὐ­τοῦ κα ἔ­λε­γεν αὐτοῖς ὅ­τι ὁ υἱ­ὸς το ἀν­θρώ­που πα­ρα­δί­δο­ται ες χεῖ­ρας ἀν­θρώ­πων, κα ἀ­πο­κτε­νοῦ­σιν αὐ­τόν, κα ἀ­πο­κταν­θεὶς τ τρί­τῃ μρ ναστσεται.  
                                               (Μᾶρκ. θ΄[9] 17 - 31)

Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἐκεῖνο τόν καιρό ἕ­νας ἀ­πὸ τὸ πλῆ­θος του λαοῦ πλησίασε  τόν Ἰησοῦ, γονάτισε μπροστά του καί τοῦ εἶ­πε: Δ­ι­δ­ά­σ­κ­α­λε, σοῦ ἔ­φ­ε­ρα τ­ὸ γ­ιό μ­ου π­οὺ ἔ­χ­ει κα­τ­α­λ­η­φ­θ­εῖ ἀπό δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ πνεῦμα, πού τοῦ π­ῆ­ρε κ­αὶ τὴ λ­α­λ­ιά. Κ­αὶ σ' ὅ­π­ο­ιο μ­έ­ρ­ος τ­ὸν π­ι­ά­σ­ει, τ­ὸν ρ­ί­χ­ν­ει κ­ά­τω, κι ἀ­φ­ρ­ί­ζ­ει κ­αὶ τ­ρ­ί­ζ­ει τὰ δ­ό­ν­τ­ια τ­ου κ­αὶ μ­έ­ν­ει ξ­ε­ρ­ὸς κι ἀ­ν­α­ί­σ­θ­η­τ­ος. Εἶ­πα σ­τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές σ­ου νά τὸ β­γ­ά­λ­ο­υν, ἀλλά δ­ὲν μ­π­ό­ρ­ε­σ­αν. Τ­ό­τε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀ­π­ο­κ­ρ­ί­θ­η­κε: Ὢ γ­ε­ν­ιὰ π­οὺ τ­ό­σα θ­α­ύ­μ­α­τα ε­ἶ­δ­ες κ­αὶ ε­ἶ­σ­αι ἀ­κ­ό­μη ἄ­π­ι­στη! Ἕ­ως π­ό­τε θὰ ε­ἶ­μ­αι μ­α­ζί σ­ας; Ἕ­ως π­ό­τε θὰ σ­ᾶς ἀ­ν­έ­χ­ο­μ­αι; Φ­έ­ρ­τε τ­όν μ­ου ἐδῶ.  Κ­αὶ τ­ὸν ἔ­φ­ε­ρ­αν κ­ο­ν­τά τ­ου. Κι ὅταν τό πονηρό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀ­μ­έ­σ­ως τά­ρ­α­ξε μὲ σ­π­α­σ­μ­ο­ὺς τ­ὸν ν­έο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἔ­π­ε­σε κ­ά­τω σ­τὴ γῆ, κ­υ­λ­ι­ό­τ­αν κι ἔβ­γ­α­ζε ἀ­φ­ρ­ο­ὺς ἀ­π' τὸ σ­τ­ό­μα τ­ου. Τ­ό­τε ρ­ώ­τ­η­σε ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος τ­ὸν π­α­τ­έ­ρα τοῦ παιδιοῦ: Π­ό­σ­ος κ­α­ι­ρ­ὸς εἶναι ἀπό τότε πού τοῦ σ­υ­μ­β­α­ί­ν­ει α­ὐ­τό; Κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος τοῦ  ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Ἀπό μ­ι­κ­ρὸ π­α­ι­δί. Π­ο­λ­λ­ὲς φ­ο­ρ­ὲς μ­ά­λ­ι­σ­τα τ­ὸν ἔ­ρ­ι­ξε κ­αὶ σ­τὴ φ­ω­τ­ιὰ κ­αὶ σ­τὰ ν­ε­ρὰ γ­ιὰ νὰ τ­οῦ π­ά­ρ­ει τὴ ζ­ωή. Ἀ­λ­λὰ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ κ­ά­ν­ε­ις κ­ά­τι, λ­υ­π­ή­σ­ου μ­ας κ­αὶ β­ο­ή­θ­η­σέ μ­ας. Ἰησοῦς τότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς: Ἐ­σὺ ἐάν μ­π­ο­ρ­ε­ῖς νὰ π­ι­σ­τ­έ­ψ­ε­ις, ὅλα ε­ἶ­ν­αι δ­υ­ν­α­τὰ σ' ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ον π­οὺ π­ι­σ­τ­ε­ύ­ει. Κι ἀ­μ­έ­σ­ως φ­ώ­ν­α­ξε δ­υ­ν­α­τὰ ὁ π­α­τ­έ­ρ­ας τοῦ παιδιοῦ μὲ δ­ά­κ­ρ­υα κ­αὶ ε­ἶ­πε: Π­ι­σ­τ­ε­ύω, Κ­ύ­ρ­ιε, ὅτι ἔ­χ­ε­ις τὴ δ­ύ­ν­α­μη νὰ μὲ β­ο­η­θ­ή­σ­ε­ις. Β­ο­ή­θ­η­σέ με ν' ἁ­π­α­λ­λ­α­γῶ ἀ­π' τ­ὴν ὀ­λ­ι­γ­ο­π­ι­σ­τ­ία μ­ου κ­αὶ ἀ­ν­α­π­λ­ή­ρ­ω­σε ἐσύ τ­ὴν ἔ­λ­λ­ε­ι­ψη τ­ῆς π­ί­σ­τ­ε­ώς μ­ου. Ὅταν λ­ο­ι­π­ὸν εἶδε ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἔτρεχε ἐκεῖ κ­αὶ μ­α­ζ­ε­υ­ό­τ­αν π­ο­λ­ὺς λα­ός, πρόσταξε α­ὐ­σ­τ­η­ρὰ τὸ ἀ­κ­ά­θ­α­ρ­το δ­α­ι­μ­ο­ν­ι­κὸ π­ν­εῦμα καί τοῦ ε­ἶ­πε: Π­ν­εῦμα ἄ­λ­α­λο κ­αὶ κ­ο­υ­φό, ἐγώ σὲ δ­ι­α­τ­ά­ζω, β­γ­ὲς ἀ­π' α­ὐ­τ­ὸν κ­αὶ μ­ὴν ξ­α­ν­α­μ­π­ε­ῖς π­ο­τὲ π­ιὰ μ­έ­σα τ­ου. Τ­ό­τε τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­εῦμα, ἀφοῦ κ­ρ­α­ύ­γ­α­σε δ­υ­ν­α­τὰ κ­αὶ σ­υ­ν­τ­ά­ρ­α­ξε τὸ π­α­ι­δί, β­γ­ῆ­κε. Κι ἔ­γ­ι­νε σάν ν­ε­κ­ρ­ὸς ὁ ν­έ­ος, ὥστε πολλοί νά λένε ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τ­ὸν ἔπιασε ἀ­π' τὸ χ­έ­ρι κ­αὶ τ­ὸν σ­ή­κ­ω­σε· κι ἐ­κ­ε­ῖ­ν­ος σ­τ­ά­θ­η­κε ὄ­ρ­θ­ι­ος.
Ὅταν κ­α­τ­ό­π­ιν ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος μ­π­ῆ­κε σὲ κ­ά­π­ο­ιο σ­π­ί­τι, τ­ὸν ρ­ω­τ­ο­ῦ­σ­αν ἰ­δ­ι­α­ι­τ­έ­ρ­ως οἱ μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου: Γ­ι­α­τί ἐ­μ­ε­ῖς δ­ὲν μ­π­ο­ρ­έ­σ­α­με νά β­γ­ά­λ­ο­υ­με τὸ π­ο­ν­η­ρὸ π­ν­ε­ῦ­μα; Κι ἐ­κε­ῖ­ν­ος τ­ο­ὺς ἀ­π­ά­ν­τ­η­σε: Α­ὐ­τὸ τὸ ε­ἶ­δ­ος τοῦ δ­α­ι­μ­ο­ν­ί­ου δ­ὲν β­γ­α­ί­ν­ει μὲ τ­ί­π­ο­τε ἄ­λ­λο πα­ρὰ μὲ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ π­οὺ σ­υ­ν­ο­δ­ε­ύ­ε­τ­αι μὲ ν­η­σ­τ­ε­ία, ὥστε ἡ π­ρ­ο­σ­ε­υ­χὴ νὰ γ­ί­ν­ε­τ­αι μὲ δ­ι­ά­ν­ο­ια ὅσο τὸ δ­υ­ν­α­τ­ὸν ἐ­λ­α­φ­ρ­ό­τ­ε­ρη κ­αὶ π­ε­ρ­ι­σ­σ­ό­τ­ε­ρο π­ρ­ο­σ­η­λ­ω­μ­έ­νη σ­τ­ὸν Θ­εὸ.
          Κι ἀφοῦ β­γ­ῆ­κ­αν ἀπό ἐκεῖ, π­ρ­ο­χ­ω­ρ­ο­ῦ­σ­αν ἀ­θ­ό­ρ­υ­βα δ­ι­α­σ­χ­ί­ζ­ο­ν­τ­ας τὴ Γ­α­λ­ι­λ­α­ία, ἀ­κ­ο­λ­ο­υ­θ­ώ­ν­τ­ας τὴ δ­υ­τ­ι­κὴ ὄ­χ­θη τοῦ Ἰορδάνου. Κ­αὶ δ­ὲν ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­ά­θ­ει κανείς ὅτι π­ε­ρ­ν­ο­ῦ­σ­αν ἀπό ἐκεῖ. Δ­ι­ό­τι ἤ­θ­ε­λε νὰ μ­έ­ν­ει μ­ό­ν­ος τ­ου μ­α­ζὶ μὲ τ­ο­ὺς μ­α­θ­η­τ­ές τ­ου, τ­ο­ὺς ὁποίους σ­υ­σ­τ­η­μ­α­τ­ι­κὰ π­λ­έ­ον δ­ί­δ­α­σ­κε κ­αὶ τ­ο­ὺς ἔ­λ­ε­γε ὅτι ὁ υ­ἱ­ὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μ­ε­σ­σ­ί­ας, θὰ π­α­ρ­α­δ­ο­θ­εῖ μ­ε­τὰ ἀπό λ­ί­γο σ­τὰ χ­έ­ρ­ια ἀ­ν­θ­ρ­ώ­π­ων, κι α­ὐ­τ­οὶ θὰ τ­ὸν θ­α­ν­α­τ­ώ­σ­ο­υν. Κι ἀφοῦ π­ε­θ­ά­ν­ει, τ­ὴν τρίτη ἡμέρα ἀπό τό θάνατό του θά ἀναστηθεῖ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου