Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

­ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ   

   ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ

(1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)

(ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΤΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)

 


Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ)

Ἀ­δελ­φοί, ὑ­μεῖς ἐ­στε σῶ­μα Χρι­στοῦ καὶ μέ­λη ἐκ μέ­ρους. Καὶ οὓς μὲν ἔ­θε­το ὁ Θε­ὸς ἐν τῇ ἐκ­κλη­σί­ᾳ πρῶ­τον ἀ­πο­στό­λους, δε­ύ­τε­ρον προ­φή­τας, τρί­τον δι­δα­σκά­λους, ἔ­πει­τα δυ­νά­μεις, εἶ­τα χα­ρί­σμα­τα ἰ­α­μά­των, ἀν­τι­λή­ψεις, κυ­βερ­νή­σεις, γέ­νη γλωσ­σῶν. Μὴ πάν­τες ἀ­πό­στο­λοι; μὴ πάν­τες προ­φῆ­ται; μὴ πάν­τες δι­δά­σκα­λοι; Μὴ πάν­τες δυ­νά­μεις; Μὴ πάν­τες χα­ρί­σμα­τα ἔ­χου­σιν ἰ­α­μά­των; Μὴ πάν­τες γλώσ­σαις λα­λοῦ­σι; Μὴ πάν­τες δι­ερ­μη­νε­ύ­ου­σι; Ζη­λοῦ­τε δὲ τὰ χα­ρί­σμα­τα τὰ κρε­ίτ­το­να. Καὶ ἔ­τι καθ᾿ ὑ­περ­βο­λὴν ὁ­δὸν ὑ­μῖν δε­ί­κνυ­μι. ᾿Ε­ὰν ταῖς γλώσ­σαις τῶν ἀν­θρώ­πων λα­λῶ καὶ τῶν ἀγ­γέ­λων, ἀ­γά­πην δὲ μὴ ἔ­χω, γέ­γο­να χαλ­κὸς ἠ­χῶν ἢ κύμ­βα­λον ἀ­λα­λά­ζον. Καὶ ἐ­ὰν ἔ­χω προ­φη­τε­ί­αν καὶ εἰ­δῶ τὰ μυ­στή­ρια πάν­τα καὶ πᾶ­σαν τὴν γνῶ­σιν, καὶ ἐ­ὰν ἔ­χω πᾶ­σαν τὴν πί­στιν, ὥ­στε ὄ­ρη με­θι­στά­νειν, ἀ­γά­πην δὲ μὴ ἔ­χω, οὐ­δέν εἰ­μι. Καὶ ἐ­ὰν ψω­μί­σω πάν­τα τὰ ὑ­πάρ­χοντά μου, καὶ ἐ­ὰν πα­ρα­δῶ τὸ σῶ­μά μου ἵ­να καυ­θή­σο­μαι, ἀ­γά­πην δὲ μὴ ἔ­χω, οὐ­δὲν ὠ­φε­λοῦ­μαι. ῾Η ἀ­γά­πη μα­κρο­θυ­μεῖ, χρη­στε­ύ­ε­ται, ἡ ἀ­γά­πη οὐ ζη­λοῖ, ἡ ἀ­γά­πη οὐ περ­πε­ρε­ύ­ε­ται, οὐ φυ­σι­οῦ­ται, οὐκ ἀ­σχη­μο­νεῖ, οὐ ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς, οὐ πα­ρο­ξύ­νε­ται, οὐ λο­γί­ζε­ται τὸ κα­κόν, οὐ χα­ί­ρει ἐ­πὶ τῇ ἀ­δι­κί­ᾳ, συγ­χα­ί­ρει δὲ τῇ ἀ­λη­θε­ί­ᾳ· πάν­τα στέ­γει, πάν­τα πι­στε­ύ­ει, πάν­τα ἐλ­πί­ζει, πάν­τα ὑ­πο­μέ­νει. Ἡ ἀ­γά­πη οὐ­δέ­πο­τε ἐκ­πί­πτει.                            

                 (Α΄ Κο­ριν­θ. ιβ΄ [12] 27-ιγ΄[13] 8).

 

ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ

«Ζη­λοῦ­τε τὰ χα­ρί­σμα­τα τὰ κρείτ­το­να»

Στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­γι­νώ­σκε­ται πρὸς τι­μὴν τῶν ἑ­ορ­ταζο­μέ­νων ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων, ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος κά­νει λό­γο γιὰ τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Προ­τρέ­πει ὅ­μως νὰ ἐ­πι­δι­ώ­κου­με τὰ ἀ­νώ­τε­ρα ἀ­πὸ αὐ­τά: «Ζη­λοῦ­τε τὰ χα­ρί­σμα­τα τὰ κρείτ­το­να», γρά­φει.

Εἶ­ναι λοι­πὸν εὐ­και­ρί­α σή­με­ρα, μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν ἑ­ορ­τὴ τῶν ἁ­γί­ων ἐνδό­ξων καὶ Θαυ­μα­τουρ­γῶν Ἀ­ναρ­γύ­ρων Κο­σμᾶ καὶ Δα­μια­νοῦ, νὰ δοῦ­με τὴ ζω­ὴ αὐ­τῶν τῶν δύ­ο Ἁ­γί­ων καὶ πῶς καλ­λι­έρ­γη­σαν τὰ ἀ­νώ­τε­ρα χα­ρί­σμα­τα στὴ ζω­ή τους.

1. Ἰ­α­τροὶ θαυ­μα­τουρ­γοὶ

Οἱ ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι Κο­σμᾶς καὶ Δα­μια­νὸς ἦ­ταν ἀ­δέλ­φια καὶ κα­τά­γον­ταν ἀ­πό την Ἀ­σί­α. Πι­στοὶ χρι­στια­νοὶ καὶ οἱ δύ­ο, σπού­δα­σαν τὴν ἰ­α­τρι­κὴ ἐ­πι­στή­μη μὲ σκο­πὸ νὰ ἀ­φι­ε­ρώ­σουν τὴ ζω­ή τους στὴ δι­α­κο­νί­α τῶν συ­ναν­θρώ­πων τους. Καὶ πράγ­μα­τι ἔ­γι­ναν λαμ­προὶ ἐ­πι­στή­μο­νες καὶ κα­τα­ξι­ω­μέ­νοι για­τροί. Ὡ­στό­σο τὸ μυ­στι­κὸ τῆς ἐ­πι­τυ­χί­ας τους δὲν ἦ­ταν οἱ – γιὰ τὰ δε­δο­μέ­να ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς – ἄ­ρι­στες γνώ­σεις τῆς ἰ­α­τρι­κῆς ποὺ ἀ­πέ­κτη­σαν, ἀλ­λὰ ἡ θερ­μὴ πί­στη τους στὸν Θε­ό. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση ἀρ­ρώ­στου ποὺ κα­τέ­φευ­γε σ᾿ αὐ­τούς, δὲν πα­ρέ­λει­παν νὰ ἐ­πι­κα­λοῦν­ται τὸ ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ, τοῦ Ἰ­α­τροῦ τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των, κι ἔ­τσι θε­ρά­πευ­αν κά­θε εἴ­δους ἀ­σθέ­νεια.

Ἐ­κτὸς ὅ­μως ἀ­πὸ τὴ σω­μα­τι­κὴ φρόν­τι­ζαν καὶ γιὰ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὑ­γεί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ τοὺς πλη­σί­α­ζαν. Δὲν ἔ­χα­ναν εὐ­και­ρί­α νὰ μι­λοῦν στοὺς ἀ­σθε­νεῖς τους γιὰ τὴν ἀ­λη­θι­νὴ πί­στη καὶ νὰ τοὺς ὁ­δη­γοῦν στὴ με­τά­νοι­α καὶ τὴ σω­τη­ρί­α. Δι­καί­ως λοι­πὸν ψάλ­λει ἡ ἁ­γί­α μας Ἐκ­κλη­σί­α: «Πη­γὴν ἰ­α­μά­των ἔ­χον­τες, Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι, τὰς ἰά­σεις πα­ρέ­χε­τε πᾶ­σι τοῖς δε­ο­μέ­νοις... ἰ­α­τρεύ­ον­τες τὰ πά­θη τῶν ψυ­χῶν καὶ τῶν σω­μά­των ἡ­μῶν», ποὺ ση­μαί­νει ὅ­τι οἱ Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι ἔ­λα­βαν εἰ­δι­κὴ χά­ρη ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ὥ­στε νὰ κα­τα­στοῦν «πη­γὴ ἰ­α­μά­των» καὶ νὰ προ­σφέ­ρουν σὲ ὅ­σους τοὺς πα­ρα­κα­λοῦ­σαν τὴν «ἴα­σιν ψυ­χῆς τε καὶ σώ­μα­τος».

Ἦ­ταν λοι­πὸν ἡ θερ­μὴ πί­στη τους στὸν Θε­ὸ καὶ ἡ βα­θιὰ τα­πεί­νω­σή τους οἱ ἀ­ρε­τὲς ἐ­κεῖ­νες, ποὺ τοὺς κα­τέ­στη­σαν ἄ­ξιους γιὰ νὰ λά­βουν τὸ χά­ρι­σμα τῶν ἰ­ά­σε­ων καὶ μὲ αὐ­τὸ νὰ βο­η­θοῦν πολ­λοὺς ἀν­θρώ­πους. Ναί! Ἔ­κα­ναν θαύ­μα­τα! Ὡ­στό­σο, ὅ­σο κι ἂν ἀ­κού­γε­ται με­γά­λο κι ἐν­τυ­πω­σια­κὸ αὐ­τό, δι­έ­θε­ταν καὶ κά­ποι­ο ἄλ­λο χά­ρι­σμα ἀ­κό­μη ἀ­νώ­τε­ρο, τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ δοῦ­με στὴ συ­νέ­χεια.

2. K­αὶ ἀ­νάρ­γυ­ροι

Ἡ φή­μη τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων σύν­το­μα ἐ­ξα­πλώ­θη­κε στὰ πέ­ρα­τα τῆς οἰ­κου­μέ­νης καὶ ἄν­θρω­ποι ἀπ᾿ ὅ­λο τὸν κό­σμο ἔρ­χον­ταν νὰ τοὺς συ­ναν­τή­σουν στὸν τό­πο ὅ­που δι­έ­με­ναν, γιὰ νὰ ζη­τή­σουν τὶς προ­σευ­χές τους ἀλ­λὰ καὶ τὴ θε­ρα­πεί­α δι­α­φό­ρων νο­ση­μά­των. Ἦ­ταν κά­τι τὸ ἐκ­πλη­κτι­κό! Μέ­ρα νύ­χτα οἱ δύ­ο ἀ­δελ­φοὶ για­τροὶ δὲν ἔ­παυ­αν νὰ προ­σφέ­ρουν τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες τους σὲ κα­θέ­ναν ποὺ τοὺς ζη­τοῦ­σε βο­ή­θεια. Τὸ πιὸ ἐκ­πλη­κτι­κὸ ὅ­μως δὲν εἶ­ναι τὰ ἀ­να­ρίθ­μη­τα θαύ­μα­τα ποὺ ἔ­κα­ναν ἀλ­λὰ ἡ ἀ­νι­δι­ο­τε­λὴς ἀ­γά­πη τους. Δι­ό­τι πα­ρεῖ­χαν τὴ θε­ρα­πεί­α σὲ ὅ­λους δω­ρε­άν! Γι᾿ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε τοὺς ἐ­δό­θη καὶ ἡ ἐ­πω­νυ­μί­α «Ἀ­νάρ­γυ­ροι», ποὺ τοὺς συ­νο­δεύ­ει ἀ­πὸ τό­τε ὡς τι­μη­τι­κὸς τί­τλος, ἐ­πει­δὴ δὲν δέ­χον­ταν χρή­μα­τα γιὰ τὶς ὑ­πη­ρε­σί­ες ποὺ προ­σέ­φε­ραν. Τί θαυ­μα­στό! Ἐ­πι­στή­μο­νες αὐ­τοί, καὶ ὅ­μως ἔ­θε­σαν ὅ­λα τὰ χα­ρί­σμα­τα καὶ τὶς ἐ­πι­τυ­χί­ες τους στὴ δι­α­κο­νί­α τῆς ἀ­γά­πης!

Τε­λι­κὰ αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ ἀ­νώ­τε­ρο χά­ρι­σμα ποὺ ἀ­πέ­κτη­σαν: ἡ ἀ­γά­πη. Ἀ­γά­πη πρὸς ὅ­λους, χω­ρὶς δι­α­κρί­σεις. Ἀ­γά­πη γνή­σια καὶ θυ­σι­α­στι­κή. Ἀ­γά­πη σὰν αὐ­τὴ γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος πλέ­κει τὸ γνω­στὸ ὑ­πέ­ρο­χο ἐγ­κώ­μιο ποὺ βρί­σκε­ται στὴν Α' πρὸς Κο­ριν­θί­ους ἐ­πι­στο­λὴ καὶ ἀ­κού­σα­με σή­με­ρα. Ἐ­κεῖ, ἀ­νά­με­σα στ᾿ ἄλ­λα, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅ­τι ἡ ἀ­γά­πη «οὐ ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς», δη­λα­δὴ δὲν ἐ­πι­δι­ώ­κει τὸ δι­κό της συμ­φέ­ρον. Πράγ­μα­τι! Ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γα­πᾶ δὲν ὑ­πο­λο­γί­ζει οὔ­τε κό­πο, οὔ­τε ἔ­ξο­δα, οὔ­τε τὴν προ­σω­πι­κή του ἄ­νε­ση, ἀλ­λὰ προ­τι­μᾶ νὰ θυ­σι­ά­ζε­ται γιὰ χά­ρη τῶν ἄλ­λων. Τέ­τοι­α θυ­σι­α­στι­κὴ ἀ­γά­πη εἶ­χαν οἱ Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ὁ πα­νά­γα­θος Θε­ὸς τοὺς χά­ρι­σε αἰ­ώ­νια τι­μὴ καὶ δό­ξα!

Πό­σα ἔ­χει νὰ μᾶς δι­δά­ξει αὐ­τὴ ἡ ἀ­γά­πη τῶν ἁ­γί­ων Ἀ­ναρ­γύ­ρων! Εἰ­δι­κὰ στὴν ἐ­πο­χή μας ἔ­χου­με ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ ἀν­θρώ­πους ἀ­γά­πης καὶ θυ­σί­ας. Ὁ κα­θέ­νας μας ἔ­χει χα­ρί­σμα­τα ποὺ τοῦ ἔ­χει δώ­σει ὁ Θε­ός. Ἂς μὴν τὰ κρα­τᾶ­με γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας. Ἂς σκε­φθοῦ­με τρό­πους γιὰ νὰ τὰ ἀ­ξι­ο­ποι­ή­σου­με βο­η­θών­τας τοὺς ἀν­θρώ­πους γύ­ρω μας ποὺ ἔ­χουν τό­σο πο­λὺ ἀ­νάγ­κη!

«Ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι καὶ θαυ­μα­τουρ­γοί, ἐ­πι­σκέ­ψα­σθε τὰς ἀ­σθε­νεί­ας ἡ­μῶν· δω­ρε­ὰν ἐ­λά­βε­τε, δω­ρε­ὰν δό­τε ἡ­μῖν», ψάλ­λου­με στὸ Ἀ­πο­λυ­τί­κιό τους. Ἂς πα­ρα­κα­λοῦ­με λοι­πὸν τοὺς ἁ­γί­ους καὶ θαυ­μα­τουρ­γοὺς Ἀ­ναρ­γύ­ρους νὰ πρε­σβεύ­ουν στὸν Δω­ρε­ο­δό­τη Κύ­ριο, ὥ­στε κά­θε χά­ρι­σμα ποὺ μᾶς ἔ­δω­σε Ἐ­κεῖ­νος νὰ τὸ καλ­λι­ερ­γοῦ­με τα­πει­νά, μὲ τὴ συ­ναί­σθη­ση ὅ­τι τί­πο­τε δὲν μπο­ροῦ­με νὰ κα­τορ­θώ­σου­με χω­ρὶς τὴ βο­ή­θειά του, καὶ μὲ ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἀν­θρώ­πους γύ­ρω μας, δι­ό­τι δὲν ὑ­πάρ­χει κα­λύ­τε­ρο πράγ­μα ἀ­πὸ τὸ νὰ μοι­ρά­ζε­ται κα­νεὶς τὰ δῶ­ρα τοῦ Θε­οῦ μὲ τοὺς ἀ­δελ­φούς του.

   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄν­θρω­πος τις ν πλο­ύ­σι­ος, κα ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το πορ­φύ­ραν κα βύσ­σον εὐ­φραι­νό­με­νος κα­θ' ἡ­μέ­ραν λαμ­πρῶς. πτω­χὸς δ τις ν ὀ­νό­μα­τι Λζαρος, ς ἐ­βέ­βλη­το πρς τν πυ­λῶ­να αὐ­τοῦ ἡλ­κω­μέ­νος κα ἐ­πι­θυ­μῶν χορ­τα­σθῆ­ναι ἀ­πὸ τν ψι­χί­ων τν πι­πτόν­των ἀ­πὸ τς τρα­πέ­ζης το πλου­σί­ου· ἀλ­λὰ κα ο κύ­νες ἐρχό­με­νοι ἀ­πέ­λει­χον τ ἕλ­κη αὐ­τοῦ. ἐ­γέ­νε­το δ ἀ­πο­θα­νεῖν τν πτω­χὸν κα ἀ­πε­νε­χθῆ­ναι αὐ­τὸν ὑ­πὸ τν ἀγ­γέ­λων ες τν κόλ­πον Ἀ­βρα­άμ· ἀ­πέ­θα­νε δ κα πλο­ύ­σι­ος κα ἐ­τά­φη. κα ν τ ᾅ­δῃ ἐ­πά­ρας τος ὀ­φθαλ­μοὺς αὐ­τοῦ, ὑ­πάρ­χων ἐν βα­σά­νοις, ὁ­ρᾷ τόν Ἀ­βρα­ὰμ ἀ­πὸ μα­κρό­θεν κα Λζαρον ν τος κόλ­ποις αὐ­τοῦ. κα αὐ­τὸς φω­νή­σας εἶ­πε· πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἐ­λέ­η­σόν με κα πέμ­ψον Λζαρον ἵ­να βά­ψῃ τ ἄ­κρον το δα­κτύ­λου αὐ­τοῦ ὕ­δα­τος κα κα­τα­ψύ­ξῃ τν γλῶσ­σάν μου, ὅ­τι ὀ­δυ­νῶ­μαι ἐν τ φλο­γὶ τα­ύ­τῃ. εἶ­πε δ Ἀ­βρα­άμ· τέ­κνον, μνή­σθη­τι ὅ­τι ἀ­πέ­λα­βες σ τ ἀ­γα­θά σου ν τ ζω­ῇ σου, κα Λζαρος ὁ­μο­ί­ως τ κα­κά· νν δ ὧ­δε πα­ρα­κα­λεῖ­ται, σ δ ὀ­δυ­νᾶ­σαι· κα ἐ­πὶ πᾶ­σι το­ύ­τοις με­τα­ξὺ ἡ­μῶν κα ὑ­μῶν χά­σμα μέ­γα ἐ­στή­ρι­κται, ὅ­πως ο θέ­λον­τες δι­α­βῆ­ναι ἔν­θεν πρς ὑ­μᾶς μ δύ­νων­ται, μη­δὲ ο ἐ­κεῖ­θεν πρς ἡ­μᾶς δι­α­πε­ρῶ­σιν. εἶ­πε δ· ἐ­ρω­τῶ ον σε, πά­τερ, ἵ­να πέμ­ψῃς αὐ­τὸν ες τν οἶ­κον το πα­τρός μου· ἔ­χω γρ πέν­τε ἀ­δελ­φο­ύς· ὅ­πως δι­α­μαρ­τύ­ρη­ται αὐ­τοῖς, ἵ­να μ κα αὐ­τοὶ ἔλ­θω­σιν ες τν τό­πον τοῦ­τον τς βα­σά­νου. λέ­γει αὐ­τῷ Ἀ­βρα­άμ· ἔ­χου­σι Μω­ϋ­σέ­α κα τος προ­φή­τας· ἀ­κου­σά­τω­σαν αὐ­τῶν. δ εἶ­πεν· οὐ­χί, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, ἀλλ' ἐ­άν τις ἀ­πὸ νε­κρῶν πο­ρευ­θῇ πρς αὐ­τοὺς, με­τα­νο­ή­σου­σιν. εἶ­πε δ αὐ­τῷ· ε Μω­ϋ­σέ­ως κα τν προ­φη­τῶν οκ ἀ­κο­ύ­ου­σιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τις κ νε­κρῶν ἀ­να­στῇ πει­σθή­σον­ται.                                 

    (Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶπε ὁ Κύριος τήν πιο κάτω παραβολ: Ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­ος πλού­σιος ἄν­θρω­πος, ὁ ὁποῖος φο­ροῦ­σε βα­σι­λι­κὰ ἐν­δύ­μα­τα. Ἀ­π' ἔ­ξω φο­ροῦ­σε ἕ­να μάλ­λι­νο κόκ­κι­νο καὶ πα­νά­κρι­βο ροῦ­χο, κι ἀ­πὸ μέ­σα φο­ροῦ­σε  λευ­κὸ  χι­τώ­να  πο­λυ­τε­λῆ  ἀ­πὸ λε­πτὸ αἰγυ­πτια­κὸ λι­νά­ρι. Καὶ δι­α­σκέ­δα­ζε σὲ πλού­σια συμ­πό­σια κά­θε μέ­ρα μὲ με­γα­λοπρέ­πεια. Ἦ­ταν ὅ­μως καὶ κά­ποι­ος φτω­χὸς πού λε­γό­ταν Λά­ζα­ρος, ὁ ὁποῖος ἦ­ταν γε­μά­τος πλη­γὲς καὶ πα­ρα­πε­τα­μέ­νος κον­τὰ στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ πλου­σί­ου. Καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ χορ­τά­σει ἀ­πὸ τὰ ψί­χου­λα πού ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὸ τρα­πέ­ζι τοῦ πλου­σί­ου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν τοῦ ἔφτανε ἡ στέ­ρη­ση του αὐ­τή, κα­θὼς ἦ­ταν καὶ σχε­δὸν γυ­μνός, ἔρ­χον­ταν καὶ οἱ σκύ­λοι καὶ ἔ­γλει­φαν τὶς πλη­γές του. Πα­ρό­λα αὐ­τὰ ὅ­μως ὁ Λά­ζα­ρος δὲν ἔ­βγα­ζε ἀ­πὸ τὸ στό­μα του οὔτε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ λέ­ξη πα­ρα­πό­νου ἐ­ναν­τί­ον τοῦ πλου­σί­ου ἢ κά­ποι­ο γογ­γυ­σμὸ ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θεοῦ. Κά­πο­τε λοι­πὸν πέ­θα­νε ὁ φτω­χός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν με­τέ­φε­ραν στὴν ἀγ­κα­λιὰ τοῦ Ἀ­βρα­άμ, γιὰ νὰ βρεῖ ἀ­νά­παυ­ση ἐκεῖ μέ­σα στὸν πα­ρά­δει­σο. Πέ­θα­νε κά­πο­τε καὶ ὁ πλού­σιος, καὶ οἱ ἄν­θρω­ποι τὸν ἔ­θα­ψαν μὲ με­γα­λο­πρέ­πεια. Που­θε­νὰ ὅ­μως δὲν φά­νη­καν γι' αὐ­τὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τό­πο τοῦ Ἅ­δη, κα­θὼς βα­σα­νι­ζό­ταν, σή­κω­σε τὰ μά­τια του καὶ εἶ­δε ἀ­πὸ μα­κριὰ τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὸν Λά­ζα­ρο νὰ εἶ­ναι στὴν ἀγ­κα­λιά του. Αὐ­τὸς λοι­πὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶ­χε ὅ­λα καὶ δὲν πα­ρα­κα­λοῦ­σε κα­νέ­να νὰ τὸν βο­η­θή­σει, φώ­να­ξε τώ­ρα καὶ εἶ­πε· Πα­τέ­ρα μου Ἀ­βρα­άμ, σπλα­χνί­σου με. Λυ­πή­σου με καὶ στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο νὰ βρέ­ξει μὲ νε­ρὸ τὴν ἄ­κρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δρο­σί­σει τὴ γλώσ­σα μου, δι­ό­τι βα­σα­νί­ζο­μαι καὶ ὑ­πο­φέ­ρω μέ­σα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ὅ­μως τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Παι­δί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀ­πό­λαυ­σες μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω τὰ ἀγαθά σου ὅ­ταν ζοῦ­σες στὴ γῆ. Ἐ­νῶ ὁ Λά­ζα­ρος ἀ­πό­λαυ­σε τὰ κα­κά τῆς δυ­στυ­χί­ας καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώ­ρα ὅ­μως ἐ­δῶ ὁ Λά­ζα­ρος πα­ρη­γο­ρεῖ­ται γι' αὐ­τὰ πού ὑ­πέ­φε­ρε τό­τε συ­νε­χῶς, ἐ­νῶ ἐσύ ὑ­πο­φέ­ρεις καὶ βασανί­ζε­σαι χω­ρὶς δι­α­κο­πή, ὅ­πως ἀ­δι­ά­κο­πη καὶ συνεχής ἦ­ταν ἡ εὐ­τυ­χί­α σου πά­νω στὴ γῆ. Κι ἐκτός ἀπ’ ὅ­λα αὐ­τὰ ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα μας χά­σμα, ὥ­στε αὐ­τοὶ πού θέ­λουν νὰ δια­βοῦν ἀ­πὸ ἐ­δῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μπο­ροῦν, ἀλλά οὔ­τε κι ὅ­σοι εἶ­ναι ἀ­πὸ ἐκεῖ νὰ μπο­ροῦν νὰ πε­ρά­σουν ἀ­πέ­ναν­τι σέ μᾶς. Εἶ­πε πά­λι ὁ πλού­σιος: Ἀ­φοῦ κά­θε ἄν­θρω­πος πού ἔ­μει­νε ἀ­με­τα­νό­η­τος στὴν ἐ­πί­γεια ζω­ή του, με­τὰ τὸ θάνατό του δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μί­α ἐλ­πί­δα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ λοι­πόν, πά­τερ, στεῖ­λε τὸν Λά­ζα­ρο στὸ σπί­τι τοῦ πατέρα μου. Δι­ό­τι ἔ­χω πέν­τε ἀ­δελ­φούς. Στεῖ­λε τον νὰ τοὺς βε­βαιώσει  ὡς αὐ­τό­πτης μάρ­τυ­ρας γιὰ ὅ­σα συμ­βαί­νουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλ­θουν κι αὐ­τοὶ στὸν τό­πο αὐ­τὸ τῆς τι­μωρίας καί τῶν βα­σά­νων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἔ­χουν τὸν Μω­υ­σῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βε­βαι­ώ­νουν γι' αὐ­τά. Ἂς ἀκούσουν ἐ­κεί­νους. Ἐ­κεῖ­νος τό­τε τοῦ εἶ­πε: Ὄ­χι, πά­τερ Ἀ­βρα­άμ, δὲν θὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες. Ἐ­ὰν ὅ­μως πά­ει σ' αὐ­τοὺς κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς, θὰ με­τα­νο­ή­σουν. Τοῦ εἶ­πε τό­τε ὁ Ἀ­βρα­άμ: Ἐ­ὰν δὲν ἔ­χουν τὴν κα­λὴ δι­ά­θε­ση νὰ ὑ­πα­κού­σουν στὸ Μω­υ­σῆ καὶ στοὺς προ­φῆ­τες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀ­κό­μη κι ἂν ἀ­να­στη­θεῖ κά­ποι­ος ἀ­πό τους νε­κρούς. Δι­ό­τι, ὅ­ταν ἀ­το­νή­σει ἡ πρώ­τη τους ἐν­τύ­πω­ση ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­στα­ση, θὰ ἐ­πα­νέλ­θουν πά­λι στὴν προ­η­γού­μενή τους σκλη­ρό­τη­τα.