ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΠΑΦΟΥ
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ
ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ
(1 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2020)
(ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΤΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ)
Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους.
Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ Θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον
προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων,
ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες
προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; Μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα
ἔχουσιν ἰαμάτων; Μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; Μὴ πάντες διερμηνεύουσι;
Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν
δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην
δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν
καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν
πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν
ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι,
ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται,
ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ,
οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει
ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει,
πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.
(Α΄ Κορινθ. ιβ΄ [12] 27-ιγ΄[13] 8).
ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΧΑΡΙΣΜΑΤΩΝ
«Ζηλοῦτε τὰ χαρίσματα
τὰ κρείττονα»
Στὸ σημερινὸ Ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα,
τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται πρὸς τιμὴν τῶν ἑορταζομένων ἁγίων Ἀναργύρων,
ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Προτρέπει ὅμως νὰ ἐπιδιώκουμε τὰ ἀνώτερα ἀπὸ αὐτά: «Ζηλοῦτε τὰ
χαρίσματα τὰ κρείττονα», γράφει.
Εἶναι λοιπὸν εὐκαιρία σήμερα,
μὲ ἀφορμὴ τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων ἐνδόξων καὶ Θαυματουργῶν Ἀναργύρων
Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ, νὰ δοῦμε τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν δύο Ἁγίων καὶ πῶς καλλιέργησαν
τὰ ἀνώτερα χαρίσματα στὴ ζωή τους.
1. Ἰατροὶ θαυματουργοὶ
Οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι Κοσμᾶς
καὶ Δαμιανὸς ἦταν ἀδέλφια καὶ κατάγονταν
ἀπό την Ἀσία. Πιστοὶ χριστιανοὶ καὶ οἱ δύο, σπούδασαν τὴν ἰατρικὴ
ἐπιστήμη μὲ σκοπὸ νὰ ἀφιερώσουν τὴ ζωή τους στὴ διακονία τῶν συνανθρώπων
τους. Καὶ πράγματι ἔγιναν λαμπροὶ ἐπιστήμονες καὶ καταξιωμένοι
γιατροί. Ὡστόσο τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας τους δὲν ἦταν οἱ – γιὰ τὰ δεδομένα
ἐκείνης τῆς ἐποχῆς – ἄριστες γνώσεις τῆς ἰατρικῆς ποὺ ἀπέκτησαν, ἀλλὰ
ἡ θερμὴ πίστη τους στὸν Θεό. Σὲ κάθε περίπτωση ἀρρώστου ποὺ κατέφευγε
σ᾿ αὐτούς, δὲν παρέλειπαν νὰ ἐπικαλοῦνται τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ,
τοῦ Ἰατροῦ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, κι ἔτσι θεράπευαν κάθε εἴδους
ἀσθένεια.
Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ τὴ σωματικὴ
φρόντιζαν καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑγεία τῶν ἀνθρώπων ποὺ τοὺς πλησίαζαν.
Δὲν ἔχαναν εὐκαιρία νὰ μιλοῦν στοὺς ἀσθενεῖς τους γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη
καὶ νὰ τοὺς ὁδηγοῦν στὴ μετάνοια καὶ τὴ σωτηρία. Δικαίως λοιπὸν ψάλλει
ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία: «Πηγὴν ἰαμάτων ἔχοντες, Ἅγιοι Ἀνάργυροι,
τὰς ἰάσεις παρέχετε πᾶσι τοῖς δεομένοις... ἰατρεύοντες τὰ πάθη τῶν
ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», ποὺ σημαίνει ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι ἔλαβαν
εἰδικὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, ὥστε νὰ καταστοῦν «πηγὴ ἰαμάτων» καὶ νὰ
προσφέρουν σὲ ὅσους τοὺς παρακαλοῦσαν τὴν «ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος».
Ἦταν λοιπὸν ἡ θερμὴ πίστη
τους στὸν Θεὸ καὶ ἡ βαθιὰ ταπείνωσή τους οἱ ἀρετὲς ἐκεῖνες, ποὺ τοὺς
κατέστησαν ἄξιους γιὰ νὰ λάβουν τὸ χάρισμα τῶν ἰάσεων καὶ μὲ αὐτὸ νὰ
βοηθοῦν πολλοὺς ἀνθρώπους. Ναί! Ἔκαναν θαύματα! Ὡστόσο, ὅσο κι ἂν ἀκούγεται
μεγάλο κι ἐντυπωσιακὸ αὐτό, διέθεταν καὶ κάποιο ἄλλο χάρισμα ἀκόμη
ἀνώτερο, τὸ ὁποῖο θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια.
2. Kαὶ ἀνάργυροι
Ἡ φήμη τῶν ἁγίων Ἀναργύρων
σύντομα ἐξαπλώθηκε στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἄνθρωποι ἀπ᾿ ὅλο
τὸν κόσμο ἔρχονταν νὰ τοὺς συναντήσουν στὸν τόπο ὅπου διέμεναν, γιὰ
νὰ ζητήσουν τὶς προσευχές τους ἀλλὰ καὶ τὴ θεραπεία διαφόρων νοσημάτων.
Ἦταν κάτι τὸ ἐκπληκτικό! Μέρα νύχτα οἱ δύο ἀδελφοὶ γιατροὶ δὲν ἔπαυαν
νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους σὲ καθέναν ποὺ τοὺς ζητοῦσε βοήθεια.
Τὸ πιὸ ἐκπληκτικὸ ὅμως δὲν εἶναι τὰ ἀναρίθμητα θαύματα ποὺ ἔκαναν
ἀλλὰ ἡ ἀνιδιοτελὴς ἀγάπη τους. Διότι παρεῖχαν τὴ θεραπεία σὲ ὅλους
δωρεάν! Γι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε τοὺς ἐδόθη καὶ ἡ ἐπωνυμία «Ἀνάργυροι»,
ποὺ τοὺς συνοδεύει ἀπὸ τότε ὡς τιμητικὸς τίτλος, ἐπειδὴ δὲν δέχονταν
χρήματα γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσέφεραν. Τί θαυμαστό! Ἐπιστήμονες
αὐτοί, καὶ ὅμως ἔθεσαν ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τὶς ἐπιτυχίες τους στὴ
διακονία τῆς ἀγάπης!
Τελικὰ αὐτὸ ἦταν τὸ ἀνώτερο
χάρισμα ποὺ ἀπέκτησαν: ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη πρὸς ὅλους, χωρὶς διακρίσεις.
Ἀγάπη γνήσια καὶ θυσιαστική. Ἀγάπη σὰν αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος
Παῦλος πλέκει τὸ γνωστὸ ὑπέροχο ἐγκώμιο ποὺ βρίσκεται στὴν Α' πρὸς Κορινθίους
ἐπιστολὴ καὶ ἀκούσαμε σήμερα. Ἐκεῖ, ἀνάμεσα στ᾿ ἄλλα, ἀναφέρεται
ὅτι ἡ ἀγάπη «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς», δηλαδὴ δὲν ἐπιδιώκει τὸ δικό της
συμφέρον. Πράγματι! Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ δὲν ὑπολογίζει οὔτε κόπο,
οὔτε ἔξοδα, οὔτε τὴν προσωπική του ἄνεση, ἀλλὰ προτιμᾶ νὰ θυσιάζεται
γιὰ χάρη τῶν ἄλλων. Τέτοια θυσιαστικὴ ἀγάπη εἶχαν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι
καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ πανάγαθος Θεὸς τοὺς χάρισε αἰώνια τιμὴ καὶ δόξα!
Πόσα ἔχει νὰ μᾶς διδάξει αὐτὴ
ἡ ἀγάπη τῶν ἁγίων Ἀναργύρων! Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας ἔχουμε ἀνάγκη
ἀπὸ ἀνθρώπους ἀγάπης καὶ θυσίας. Ὁ καθένας μας ἔχει χαρίσματα ποὺ
τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός. Ἂς μὴν τὰ κρατᾶμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Ἂς σκεφθοῦμε
τρόπους γιὰ νὰ τὰ ἀξιοποιήσουμε βοηθώντας τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας
ποὺ ἔχουν τόσο πολὺ ἀνάγκη!
«Ἅγιοι Ἀνάργυροι καὶ θαυματουργοί,
ἐπισκέψασθε τὰς ἀσθενείας ἡμῶν· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε ἡμῖν», ψάλλουμε στὸ Ἀπολυτίκιό
τους. Ἂς παρακαλοῦμε λοιπὸν τοὺς ἁγίους καὶ θαυματουργοὺς Ἀναργύρους
νὰ πρεσβεύουν στὸν Δωρεοδότη Κύριο, ὥστε κάθε χάρισμα ποὺ μᾶς ἔδωσε
Ἐκεῖνος νὰ τὸ καλλιεργοῦμε ταπεινά, μὲ τὴ συναίσθηση ὅτι τίποτε
δὲν μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε χωρὶς τὴ βοήθειά του, καὶ μὲ ἀγάπη πρὸς
τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας, διότι δὲν ὑπάρχει καλύτερο πράγμα ἀπὸ τὸ
νὰ μοιράζεται κανεὶς τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ μὲ τοὺς ἀδελφούς του.
(Διασκευὴ
ἀπὸ παλαιὸ τόμο τοῦ Περιοδικοῦ «Ο ΣΩΤΗΡ»)
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Εἶπεν ὁ Κύριος. Ἄνθρωπος
τις ἦν πλούσιος, καὶ ἐνεδιδύσκετο
πορφύραν
καὶ βύσσον εὐφραινόμενος καθ' ἡμέραν
λαμπρῶς.
πτωχὸς δέ τις ἦν ὀνόματι Λάζαρος, ὃς ἐβέβλητο
πρὸς τὸν πυλῶνα αὐτοῦ ἡλκωμένος
καὶ ἐπιθυμῶν
χορτασθῆναι
ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου· ἀλλὰ
καὶ οἱ κύνες ἐρχόμενοι
ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ. ἐγένετο
δὲ ἀποθανεῖν
τὸν πτωχὸν καὶ ἀπενεχθῆναι
αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀγγέλων
εἰς τὸν κόλπον Ἀβραάμ· ἀπέθανε
δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη. καὶ ἐν τῷ ᾅδῃ
ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ὑπάρχων
ἐν βασάνοις,
ὁρᾷ τόν Ἀβραὰμ ἀπὸ μακρόθεν καὶ Λάζαρον ἐν τοῖς κόλποις αὐτοῦ. καὶ αὐτὸς φωνήσας εἶπε· πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησόν
με καὶ πέμψον Λάζαρον ἵνα βάψῃ τὸ ἄκρον
τοῦ δακτύλου αὐτοῦ ὕδατος
καὶ καταψύξῃ τὴν γλῶσσάν μου, ὅτι
ὀδυνῶμαι ἐν τῇ φλογὶ ταύτῃ. εἶπε δὲ Ἀβραάμ· τέκνον, μνήσθητι ὅτι
ἀπέλαβες σὺ τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου, καὶ Λάζαρος ὁμοίως
τὰ κακά· νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι· καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν
καὶ ὑμῶν
χάσμα μέγα
ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν
πρὸς ὑμᾶς
μὴ δύνωνται, μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν
πρὸς ἡμᾶς
διαπερῶσιν.
εἶπε δέ· ἐρωτῶ οὖν σε, πάτερ, ἵνα πέμψῃς αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου· ἔχω γὰρ πέντε ἀδελφούς· ὅπως
διαμαρτύρηται
αὐτοῖς, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ ἔλθωσιν
εἰς τὸν τόπον τοῦτον τῆς βασάνου. λέγει αὐτῷ Ἀβραάμ· ἔχουσι
Μωϋσέα καὶ τοὺς προφήτας· ἀκουσάτωσαν
αὐτῶν. ὁ δὲ εἶπεν· οὐχί, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ'
ἐάν τις ἀπὸ νεκρῶν πορευθῇ πρὸς αὐτοὺς, μετανοήσουσιν. εἶπε
δὲ αὐτῷ· εἰ Μωϋσέως καὶ τῶν προφητῶν οὐκ ἀκούουσιν, οὐδὲ ἐάν τις ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ
πεισθήσονται.
(Λουκ. ιστ΄ [16] 19 – 31)
ΕΡΜΗΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜΠΕΛΑ)
Εἶπε ὁ
Κύριος τήν πιο κάτω παραβολὴ: Ὑπῆρχε κάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος φοροῦσε βασιλικὰ
ἐνδύματα. Ἀπ' ἔξω φοροῦσε ἕνα μάλλινο κόκκινο καὶ πανάκριβο ροῦχο,
κι ἀπὸ μέσα φοροῦσε λευκὸ χιτώνα πολυτελῆ ἀπὸ λεπτὸ αἰγυπτιακὸ λινάρι. Καὶ διασκέδαζε
σὲ πλούσια συμπόσια κάθε μέρα μὲ μεγαλοπρέπεια. Ἦταν ὅμως καὶ κάποιος
φτωχὸς πού λεγόταν Λάζαρος, ὁ ὁποῖος ἦταν γεμάτος πληγὲς καὶ παραπεταμένος
κοντὰ στὴν ἐξώπορτα τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ
τὰ ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀλλά σάν νὰ μὴν
τοῦ ἔφτανε ἡ στέρηση του αὐτή, καθὼς ἦταν καὶ σχεδὸν γυμνός, ἔρχονταν
καὶ οἱ σκύλοι καὶ ἔγλειφαν τὶς πληγές του. Παρόλα αὐτὰ ὅμως ὁ Λάζαρος
δὲν ἔβγαζε ἀπὸ τὸ στόμα του οὔτε τὴν παραμικρὴ λέξη παραπόνου ἐναντίον
τοῦ πλουσίου ἢ κάποιο γογγυσμὸ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Κάποτε λοιπὸν πέθανε
ὁ φτωχός, καὶ οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ τὸν μετέφεραν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ,
γιὰ νὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἐκεῖ μέσα στὸν παράδεισο. Πέθανε κάποτε καὶ ὁ
πλούσιος, καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸν ἔθαψαν μὲ μεγαλοπρέπεια. Πουθενὰ ὅμως
δὲν φάνηκαν γι' αὐτὸν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Καὶ στὸν τόπο τοῦ Ἅδη, καθὼς
βασανιζόταν, σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ
τὸν Λάζαρο νὰ εἶναι στὴν ἀγκαλιά του. Αὐτὸς λοιπὸν πού στὴ γῆ τὰ εἶχε ὅλα
καὶ δὲν παρακαλοῦσε κανένα νὰ τὸν βοηθήσει, φώναξε τώρα καὶ εἶπε·
Πατέρα μου Ἀβραάμ, σπλαχνίσου με. Λυπήσου με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο
νὰ βρέξει μὲ νερὸ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του καὶ νὰ δροσίσει τὴ γλώσσα
μου, διότι βασανίζομαι καὶ ὑποφέρω μέσα σ’ αὐτή τή φωτιά. Ὁ Ἀβραὰμ
ὅμως τοῦ ἀπάντησε: Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες μὲ τὸ παραπάνω
τὰ ἀγαθά σου ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ. Ἐνῶ ὁ Λάζαρος ἀπόλαυσε τὰ κακά τῆς δυστυχίας
καὶ τῆς ἀσθένειάς του. Τώρα ὅμως ἐδῶ ὁ Λάζαρος παρηγορεῖται γι' αὐτὰ
πού ὑπέφερε τότε συνεχῶς, ἐνῶ ἐσύ ὑποφέρεις καὶ βασανίζεσαι χωρὶς
διακοπή, ὅπως ἀδιάκοπη καὶ συνεχής ἦταν ἡ εὐτυχία σου πάνω στὴ γῆ.
Κι ἐκτός ἀπ’ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα μας χάσμα, ὥστε αὐτοὶ πού θέλουν
νὰ διαβοῦν ἀπὸ ἐδῶ πρός ἐσᾶς νὰ μὴν μποροῦν, ἀλλά οὔτε κι ὅσοι εἶναι ἀπὸ
ἐκεῖ νὰ μποροῦν νὰ περάσουν ἀπέναντι σέ μᾶς. Εἶπε πάλι ὁ πλούσιος: Ἀφοῦ
κάθε ἄνθρωπος πού ἔμεινε ἀμετανόητος στὴν ἐπίγεια ζωή του, μετὰ
τὸ θάνατό του δὲν ἔχει πλέον καμία ἐλπίδα, σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πάτερ,
στεῖλε τὸν Λάζαρο στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου. Διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς.
Στεῖλε τον νὰ τοὺς βεβαιώσει ὡς αὐτόπτης
μάρτυρας γιὰ ὅσα συμβαίνουν ἐδώ γιὰ νὰ μὴν ἔλθουν κι αὐτοὶ στὸν τόπο αὐτὸ
τῆς τιμωρίας καί τῶν βασάνων πού βρίσκομαι ἐγώ. Τοῦ λέει ὁ Ἀβραάμ: Ἔχουν
τὸν Μωυσῆ καὶ τούς προφῆτες πού τοὺς βεβαιώνουν γι' αὐτά. Ἂς ἀκούσουν ἐκείνους.
Ἐκεῖνος τότε τοῦ εἶπε: Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, δὲν θὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ
καὶ στοὺς προφῆτες. Ἐὰν ὅμως πάει σ' αὐτοὺς κάποιος ἀπό τους νεκρούς,
θὰ μετανοήσουν. Τοῦ εἶπε τότε ὁ Ἀβραάμ: Ἐὰν δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση
νὰ ὑπακούσουν στὸ Μωυσῆ καὶ στοὺς προφῆτες, δὲν θὰ πεισθοῦν, ἀκόμη κι
ἂν ἀναστηθεῖ κάποιος ἀπό τους νεκρούς. Διότι, ὅταν ἀτονήσει ἡ πρώτη
τους ἐντύπωση ἀπὸ τὴν ἀνάσταση, θὰ ἐπανέλθουν πάλι στὴν προηγούμενή
τους σκληρότητα.