Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ

(18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020)

 




Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)

Ἀ­δελ­φοί, ἐν σο­φί­ᾳ πε­ρι­πα­τεῖ­τε πρὸς τοὺς ἔ­ξω, τὸν και­ρὸν ἐ­ξα­γο­ρα­ζό­με­νοι. Ὁ λό­γος ὑ­μῶν πάν­το­τε ἐν χά­ρι­τι, ἅ­λα­τι ἠρ­τυ­μέ­νος, εἰ­δέ­ναι πῶς δεῖ ὑ­μᾶς ἑ­νὶ ἑ­κά­στῳ ἀ­πο­κρί­νε­σθαι. Τὰ κατ᾿ ἐ­μὲ πάν­τα γνω­ρί­σει ὑ­μῖν Τυ­χι­κὸς ὁ ἀ­γα­πη­τὸς ἀ­δελ­φὸς καὶ πι­στὸς δι­ά­κο­νος καὶ σύν­δου­λος ἐν Κυ­ρί­ῳ, ὃν ἔ­πεμ­ψα πρὸς ὑ­μᾶς εἰς αὐ­τὸ τοῦ­το, ἵ­να γνῷ τὰ πε­ρὶ ὑ­μῶν καὶ πα­ρα­κα­λέ­σῃ τὰς καρ­δί­ας ὑ­μῶν, σὺν ᾿Ο­νη­σί­μῳ τῷ πι­στῷ καὶ ἀ­γα­πη­τῷ ἀ­δελ­φῷ, ὅς ἐ­στιν ἐξ ὑ­μῶν· πάν­τα ὑ­μῖν γνω­ρι­οῦ­σι τὰ ὧ­δε. Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς Ἀ­ρί­σταρ­χος ὁ συ­ναιχ­μα­λω­τός μου, καὶ Μᾶρ­κος ὁ ἀ­νε­ψιὸς Βαρ­νά­βα πε­ρὶ οὗ ἐ­λά­βε­τε ἐν­το­λάς· ἐ­ὰν ἔλ­θῃ πρὸς ὑ­μᾶς, δέ­ξα­σθε αὐ­τόν, - καὶ ᾿Ι­η­σοῦς ὁ λε­γό­με­νος ᾿Ι­οῦ­στος, οἱ ὄν­τες ἐκ πε­ρι­το­μῆς, οὗ­τοι μό­νοι συ­νερ­γοὶ εἰς τὴν βα­σι­λε­ί­αν τοῦ Θε­οῦ, οἵ­τι­νες ἐ­γε­νή­θη­σάν μοι πα­ρη­γο­ρί­α. Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς Λου­κᾶς ὁ ἰα­τρὸς ὁ ἀ­γα­πη­τὸς καὶ Δη­μᾶς. Ἀ­σπά­σα­σθε τοὺς ἐν Λα­ο­δι­κε­ί­ᾳ ἀ­δελ­φοὺς καὶ Νυμ­φᾶν καὶ τὴν κατ᾿ οἶ­κον αὐ­τοῦ ἐκ­κλη­σί­αν· καὶ ὅ­ταν ἀ­να­γνω­σθῇ παρ᾿ ὑ­μῖν ἡ ἐ­πι­στο­λή, ποι­ή­σα­τε ἵ­να καὶ ἐν τῇ Λα­ο­δι­κέ­ων ἐκ­κλη­σί­ᾳ ἀ­να­γνω­σθῇ, καὶ τὴν ἐκ Λα­ο­δι­κε­ί­ας ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς ἀ­να­γνῶ­τε. Καὶ εἴ­πα­τε ᾿Αρ­χίπ­πῳ· βλέ­πε τὴν δι­α­κο­νί­αν ἣν πα­ρέ­λα­βες ἐν Κυ­ρί­ῳ, ἵ­να αὐ­τὴν πλη­ροῖς. Ὁ ἀ­σπα­σμὸς τῇ ἐ­μῇ χει­ρὶ Παύ­λου. Μνη­μο­νε­ύ­ε­τέ μου τῶν δε­σμῶν. ῾Η χά­ρις μεθ᾿ ὑ­μῶν· ἀ­μήν. 

                                 (Κο­λασ­. δ΄[4] 5-11, 14-18)

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ

1. Ἡ σταδιοδρομία ἑνὸς γιατροῦ

    Τό ση­με­ρι­νό ἀ­πο­στο­λι­κό ἀ­νά­γνω­σμα κά­νει λό­γο γιά ἀρ­κε­τούς ἀν­θρώ­πους – ἀ­να­φέ­ρον­ται δέ­κα του­λά­χι­στον ὀ­νό­μα­τα – μι­λά­ει ὅ­μως καί γιά ἕ­να για­τρό, γιά χά­ρη μά­λι­στα τοῦ ὁ­ποί­ου κα­θι­ε­ρώ­θη­κε νά δι­α­βά­ζε­ται αὐ­τή ἡ πε­ρι­κο­πή.

    Ὁ για­τρός αὐ­τός δέν εἶ­ναι ἄλ­λος ἀ­πό τόν ἅ­γιο Λου­κᾶ, τοῦ ὁ­ποί­ου τή μνή­μη τι­μᾶ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας κά­θε χρό­νο στίς 18 Ὀ­κτω­βρί­ου.

    «Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς Λου­κᾶς ὁ ἰα­τρός ὁ ἀ­γα­πη­τός»,  βλέ­που­με νά γρά­φει πρός τούς Κο­λασ­σα­εῖς  ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Αὐ­τό τό ξε­χεί­λι­σμα τοῦ με­γά­λου Ἀ­πο­στό­λου στήν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη «ὁ ἀ­γα­πη­τός» ἀ­πο­τε­λεῖ τό ὑ­πε­ρο­χό­τε­ρο ἐγ­κώ­μιο γιά τή μορ­φή τοῦ ἁ­γί­ου Λου­κᾶ.

    Θά ὀ­νει­ρευ­ό­ταν ἴ­σως καί ὁ Λου­κᾶς νά ἔ­χει μιά σπου­δαί­α ἰ­α­τρι­κή στα­δι­ο­δρο­μί­α στήν ἐ­πο­χή του. Θά ὀ­νει­ρευ­ό­ταν πι­θα­νῶς νά ἀ­πο­κτή­σει χρή­μα­τα ἀ­σκών­τας τό προ­σο­δο­φό­ρο ἐ­πάγ­γελ­μά του, νά κερ­δί­σει θέ­σεις με­γά­λες, νά συγ­γρά­ψει πρω­τό­τυ­πα ἰ­α­τρι­κά συγ­γράμ­μα­τα, ὅ­μως… Ὅ­μως κά­ποι­α στιγ­μή συ­νάν­τη­σε στόν δρό­μο τῆς ζω­ῆς του τόν φλο­γε­ρό ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Ἄ­κου­σε ἀ­πό τό στό­μα του τό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, ἀ­γά­πη­σε τόν Χρι­στό, βα­πτί­στη­κε. Ἀ­πό τό­τε τά πα­λιά του ὄ­νει­ρα ἔ­γι­ναν στά­χτη. Ἕ­να μο­νά­χα ὅ­ρα­μα συ­νήρ­πα­ζε τήν ἐ­κλε­κτή ψυ­χή του: τό ὅ­ρα­μα τῆς ἐ­ξα­πλώ­σε­ως τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ. Τήν ἰ­α­τρι­κή του ἐ­πι­στή­μη τήν ἔ­θε­σε στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς δι­α­δό­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἀ­κο­λού­θη­σε τόν ἀ­πό­στο­λο Παῦ­λο. Στούς συγ­χρό­νους του ἡ ἀ­πό­φα­σή του αὐ­τή θά φά­νη­κε προ­φα­νῶς σάν νε­α­νι­κή ἀ­πε­ρι­σκε­ψί­α.   

    Πέ­ρα­σαν εἴ­κο­σι αἰ­ῶ­νες ἀ­πό τό­τε. Ὁ για­τρός γιά τόν ὁ­ποῖ­ο τό­τε οἱ σύγ­χρο­νοί του θε­ώ­ρη­σαν ἴ­σως πώς ἔ­χα­σε τή στα­δι­ο­δρο­μί­α του, κα­τέ­κτη­σε καί κα­τέ­χει μιά σπά­νια ἐ­πι­τυ­χί­α καί δό­ξα: ἀ­να­δεί­χθη­κε για­τρός τοῦ με­γά­λου ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου καί τῶν συ­νερ­γα­τῶν του. Κά­τι ἀ­κό­μη σπου­δαι­ό­τε­ρο: ἀ­να­δεί­χθη­κε Ἅ­γιος, Ἀ­πό­στο­λος καί Εὐ­αγ­γε­λι­στής. Συ­νέ­γρα­ψε δύ­ο ἀ­θά­να­τα βι­βλί­α τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, πού φέ­ρει τό ὄ­νο­μά του, καί τό συγ­κλο­νι­στι­κό βι­βλί­ο τῶν Πρά­ξε­ων τῶν Ἀ­πο­στό­λων, τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς πρώ­της Ἐκ­κλη­σί­ας.

    Ἅ­γιος, Ἀ­πό­στο­λος, Εὐ­αγ­γε­λι­στής καί ὁ πρῶ­τος καί κο­ρυ­φαῖ­ος ἱ­στο­ρι­κός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ἀλ­λά καί μέ τήν ὑ­πέ­ρο­χη ἐ­κεί­νη δι­ά­κρι­ση – νά εἶ­ναι ὁ ἀ­γα­πη­τός συ­νερ­γά­της καί για­τρός τοῦ Ἀ­πο­στό­λου τῶν Ἐ­θνῶν Παύ­λου: «Λου­κᾶς ὁ ἰα­τρός ὁ ἀ­γα­πη­τός»!

    Μα­κά­ρι τό πα­ρά­δειγ­μά του νά ἐμ­πνεύ­σει καί ἐ­μᾶς σή­με­ρα, ἰ­δι­αι­τέ­ρως τούς νέ­ους, πού ὀ­νει­ρεύ­ον­ται μιά λαμ­πρή στα­δι­ο­δρο­μί­α ὡς ἐ­πι­στή­μο­νες – για­τροί, μη­χα­νι­κοί, φυ­σι­κοί, καλ­λι­τέ­χνες… Νά κα­τα­λά­βου­με πώς τό κή­ρυγ­μα τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου, τό ὑ­πέ­ρο­χο ὅ­ρα­μα τῆς ἐ­ξα­πλώ­σε­ως τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση ὅ­λων μας, ὄ­χι μό­νο τῶν κλη­ρι­κῶν καί τῶν θε­ο­λό­γων· καί ὅ­τι ἀ­ξί­ζει γι᾿ αὐ­τό τό ὅ­ρα­μα νά γί­νον­ται θυ­σί­ες, κά­πο­τε κι αὐ­τῆς τῆς στα­δι­ο­δρο­μί­ας καί τῆς ζω­ῆς μας.

2. «…καὶ Δημᾶς»

    «Ἀ­σπά­ζε­ται ὑ­μᾶς Λου­κᾶς ὁ ἰα­τρός ὁ ἀ­γα­πη­τός καί Δη­μᾶς». Δύ­ο ὀ­νό­μα­τα συ­νερ­γα­τῶν του, τό ἕ­να πλά­ι στό ἄλ­λο, ἀλ­λά πό­ση δι­α­φο­ρά! Γιά τόν ἕ­ναν ὁ Ἀ­πό­στο­λος γρά­φει μέ τό­ση θέρ­μη «Λου­κᾶς ὁ ἰα­τρός ὁ ἀ­γα­πη­τός», γιά τόν ἄλ­λον ἁ­πλῶς «καί Δη­μᾶς». Για­τί ἄ­ρα­γε;

    Οἱ ἑρ­μη­νευ­τές λέ­νε πώς αὐ­τό δέν ἔ­γι­νε τυ­χαῖ­α· φαί­νε­ται, λέ­νε, πώς ὁ Ἀ­πό­στο­λος ἔ­βλε­πε με­ρι­κά ση­μά­δια ἀ­νη­συ­χη­τι­κά στή ζω­ή τοῦ Δη­μᾶ. Ἔ­βλε­πε τόν ζῆ­λο τοῦ μα­θη­τῆ του νά πέ­φτει δια­ρκῶς, τά μά­τια του νά ᾿ναι στραμ­μέ­να ἐ­πί­μο­να στόν κό­σμο, τήν ἀ­γά­πη του γιά τόν Χρι­στό νά πα­γώ­νει σι­γά-σι­γά. Ἔ­τσι ἐ­ξη­γεῖ­ται αὐ­τή ἡ κά­πως τυ­πι­κή ἀ­να­φο­ρά τοῦ ὀ­νό­μα­τός του δί­πλα ἀ­κρι­βῶς ἀ­πό τή λέ­ξη «ἀ­γα­πη­τός», πού σ᾿ ἕ­να ξε­χεί­λι­σμα τῆς ψυ­χῆς του γρά­φει γιά τόν Λου­κᾶ.

    Ἡ με­τέ­πει­τα ἐ­ξέ­λι­ξη δι­και­ο­λο­γεῖ ἀ­πό­λυ­τα αὐ­τήν τήν ἑρ­μη­νεί­α· ἀ­φοῦ, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στό, ὁ Δη­μᾶς ἐγ­κα­τέ­λει­ψε στό τέ­λος τόν Ἀ­πό­στο­λο καί στρά­φη­κε στίς ἀ­νέ­σεις τοῦ κό­σμου. «Δη­μᾶς γάρ με ἐγ­κα­τέ­λι­πεν ἀ­γα­πή­σας τόν νῦν αἰ­ῶ­να καί ἐ­πο­ρεύ­θη εἰς Θεσ­σα­λο­νί­κην», γρά­φει ἀρ­γό­τε­ρα στό μα­θη­τή του Τι­μό­θε­ο ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος. Δη­λα­δή ὁ Δη­μᾶς μέ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε, ἀ­φοῦ ἀ­γά­πη­σε αὐ­τόν τόν μά­ται­ο κό­σμο, καί πῆ­γε στή Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἕ­νας με­λαγ­χο­λι­κός ἐ­πί­λο­γος σ᾿ ἕ­να ἐλ­πι­δο­φό­ρο ξε­κί­νη­μα.

    Ἄν­θρω­ποι σάν τόν Δη­μᾶ ὑ­πάρ­χουν καί σή­με­ρα, ὅ­πως καί σέ κά­θε ἐ­πο­χή, πολ­λοί. Ἄν­θρω­ποι πού ἐν­θου­σι­ά­ζον­ται ἀ­πό τό ὅ­ρα­μα τῆς ἐ­ξα­πλώ­σε­ως τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου καί ξε­κι­νοῦν μέ φλό­γα… Γιά λί­γο ὅ­μως! Ἔ­πει­τα ὁ κό­πος καί οἱ τα­λαι­πω­ρί­ες τοῦ κη­ρύγ­μα­τος τούς κά­νουν νά δει­λιά­ζουν. Τό βλέμ­μα τους μα­γνη­τί­ζε­ται ἀ­πό τίς ἀ­νέ­σεις τοῦ κό­σμου. Ὁ ἐν­θου­σια­σμός τους ἐ­ξα­τμί­ζε­ται, καί σι­γά-σι­γά παίρ­νουν τόν δρό­μο γιά κά­ποι­α Θεσ­σα­λο­νί­κη.

    Νά προ­σέ­χου­με ὅ­λοι μας ὅ­μως. Για­τί ὁ κίν­δυ­νος νά λη­σμο­νή­σου­με τή βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ, νά ἑλ­κυ­σθοῦ­με ἀ­πό τίς ἀ­νέ­σεις τοῦ κό­σμου καί νά βρε­θοῦ­με σέ κά­ποι­α Θεσ­σα­λο­νί­κη, εἶ­ναι ὑ­παρ­κτός γιά ὅ­λους μας. Νά προ­σέ­χου­με, νά ἀ­γω­νι­ζό­μα­στε, νά τα­πει­νο­φρο­νοῦ­με καί ὁ Θε­ός θά μᾶς προ­στα­τεύ­σει.

(Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ  ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ (ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος τοῖς ἑ­αυ­τοῦ Μα­θη­ταῖς· Ὁ ἀ­κο­ύ­ων ὑ­μῶν ἐ­μοῦ ἀ­κο­ύ­ει, καὶ ὁ ἀ­θε­τῶν ὑ­μᾶς ἐ­μὲ ἀ­θε­τεῖ· ὁ δὲ ἐ­μὲ ἀ­θε­τῶν ἀ­θε­τεῖ τὸν ἀ­πο­στε­ί­λαντά με. Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑ­βδο­μή­κον­τα με­τὰ χα­ρᾶς λέ­γον­τες· Κύριε, καὶ τὰ δαι­μό­νια ὑ­πο­τάσ­σε­ται ἡ­μῖν ἐν τῷ ὀ­νό­μα­τί σου. Εἶπε δὲ αὐ­τοῖς· Ἐ­θε­ώ­ρουν τὸν σα­τα­νᾶν ὡς ἀ­στρα­πὴν ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ πε­σόν­τα. ἰδοὺ δί­δω­μι ὑ­μῖν τὴν ἐ­ξου­σί­αν τοῦ πα­τεῖν ἐ­πά­νω ὄ­φε­ων καὶ σκορ­πί­ων καὶ ἐ­πὶ πᾶ­σαν τὴν δύ­να­μιν τοῦ ἐ­χθροῦ, καὶ οὐ­δὲν ὑ­μᾶς οὐ μὴ ἀ­δι­κή­σῃ. πλὴν ἐν το­ύ­τῳ μὴ χα­ί­ρε­τε, ὅ­τι τὰ πνε­ύ­μα­τα ὑ­μῖν ὑ­πο­τάσ­σε­ται· χα­ί­ρε­τε δὲ ὅ­τι τὰ ὀ­νό­μα­τα ὑ­μῶν ἐ­γρά­φη ἐν τοῖς οὐ­ρα­νοῖς. Ἐν αὐ­τῇ τῇ ὥ­ρᾳ ἠ­γαλ­λι­ά­σα­το τῷ πνε­ύ­μα­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς καὶ εἶ­πεν· Ἐ­ξο­μο­λο­γοῦ­μαί σοι, πά­τερ, κύ­ρι­ε τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅ­τι ἀ­πέ­κρυ­ψας ταῦ­τα ἀ­πὸ σο­φῶν καὶ συ­νε­τῶν, καὶ ἀ­πε­κά­λυ­ψας αὐ­τὰ νη­πί­οις· ναί, ὁ πα­τήρ, ὅ­τι οὕ­τως ἐ­γέ­νε­το εὐ­δο­κί­α ἔμ­προ­σθέν σου.  

                                                               (Λουκ. ι΄ [10] 16 – 21)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος στοὺς Μα­θη­τές του. Ὅ­ποι­ος ἀ­κού­ει ἐ­σᾶς καὶ ὑ­πα­κού­ει σὲ σᾶς, ἀ­κού­ει ἐ­μέ­να καὶ ὑ­πα­κού­ει σὲ μέ­να. Κι ὅ­ποι­ος πα­ρα­κού­ει ἐ­σᾶς, πα­ρα­κού­ει ἐ­μέ­να. Κι ἐ­κεῖ­νος ποὺ πα­ρα­κού­ει ἐ­μέ­να, πα­ρα­κού­ει τὸν Θε­ό, ποὺ μὲ ἔ­στει­λε στὸν κό­σμο. Κά­θε λοι­πὸν πα­ρα­κο­ὴ καὶ πε­ρι­φρό­νη­ση ποὺ θὰ δεί­ξουν οἱ ἄν­θρω­ποι σὲ σᾶς εἶ­ναι σὰν νὰ τὴν δεί­χνουν στὸν ἴ­διο τὸν ἐ­που­ρά­νιο Θε­ό. Ἐ­πέ­στρε­ψαν ἀ­πὸ τὴν πε­ρι­ο­δεί­α τους οἱ ἑ­βδο­μήν­τα μα­θη­τὲς μὲ χα­ρὰ κι ἔ­λε­γαν: Κύ­ρι­ε, ἀ­κό­μη καὶ τὰ δαι­μό­νια ὑ­πο­τάσ­σον­ται σὲ μᾶς μὲ τὴν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ὀ­νό­μα­τός σου. Τοὺς εἶ­πε τό­τε: Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ἄρ­χι­σα τὸ ἔρ­γο μου, ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν σᾶς ἔ­στει­λα σὲ πε­ρι­ο­δεί­α, καὶ τώ­ρα ποὺ ἤλ­θα­τε καὶ μοῦ ἀ­ναγ­γέλ­λε­τε τὶς ἐκ­δι­ώ­ξεις αὐ­τὲς τῶν δαι­μό­νων, ἔ­βλε­πα τὸν σα­τα­νᾶ νὰ χά­νει τὴν ἐ­ξου­σί­α του καὶ τὴ δύ­να­μή του· τὸν ἔ­βλε­πα νὰ πέ­φτει συν­τριμ­μέ­νος κά­τω ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τῆς ἐ­ξου­σί­ας του καὶ ἀ­πὸ τὶς ἀ­νώ­τε­ρες σφαῖ­ρες τοῦ ἐ­να­έ­ριου κό­σμου, ἀπ᾿ ὅ­που ἀ­σκοῦ­σε τὴν κυ­ρι­αρ­χί­α του. Καὶ νὰ πέ­φτει τό­σο ἀ­πό­το­μα καὶ φα­νε­ρὰ καὶ μὲ τό­σο πά­τα­γο, ὅ­πως πέ­φτει ἡ ἀ­στρα­πή. Ἰ­δού, ἐ­γὼ σᾶς δί­νω τώ­ρα ἐ­ξου­σί­α ἐ­ναν­τί­ον τοῦ σα­τα­νᾶ πο­λὺ με­γα­λύ­τε­ρη ἀπ᾿ ὅ­ση σᾶς ἔ­δω­σα ὅ­ταν σᾶς ἔ­στει­λα νὰ κη­ρύ­ξε­τε. Σᾶς δί­νω ἐ­ξου­σί­α νὰ νι­κᾶ­τε καὶ νὰ πο­δο­πα­τᾶ­τε ὅ­λα τὰ ὄρ­γα­να τοῦ σα­τα­νᾶ, ποὺ σὰν φί­δια καὶ σκορ­πιοὶ ἐ­πι­βου­λεύ­ον­ται καὶ χύ­νουν τὸ δη­λη­τή­ριό τους ὕ­που­λα στὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων, γιὰ νὰ τὶς νε­κρώ­σουν. Σᾶς δί­νω ἐ­ξου­σί­α νὰ κα­τα­νι­κᾶ­τε ὅ­λη τὴ δύ­να­μη ποὺ δι­α­θέ­τει ὁ ἐ­χθρὸς τοῦ ἀν­θρώ­που, ὁ σα­τα­νᾶς. Κι ἔ­τσι κα­νέ­να μέ­σο νὰ μὴν τε­λε­σφο­ρεῖ ἀπ᾿ ὅ­σα θὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ γιὰ νὰ πα­ρεμ­πο­δί­σει τὸ ἔρ­γο σας. Κι ἀπ᾿ ὅ­σα μη­χα­νεύ­ε­ται ἐ­ναν­τί­ον σας, τί­πο­τε δὲν θὰ σᾶς βλά­ψει. Ἀλλ᾿ ὅ­μως ὅ­λη σας ἡ χα­ρὰ ἂς μὴν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται σ᾿ αὐ­τὸ καὶ μὴ χαί­ρε­στε τό­σο γιὰ τὸ ὅ­τι τὰ πο­νη­ρὰ πνεύ­μα­τα ὑ­πο­τάσ­σον­ται σὲ σᾶς. Δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸ δι­κό σας κα­τόρ­θω­μα· εἶ­ναι χά­ρι­σμα ποὺ ἐ­γὼ σᾶς ἔ­δω­σα, καὶ προ­σέξ­τε νὰ μὴν κυ­ρι­ευ­θεῖ­τε ἀ­πὸ οἴ­η­ση καὶ ἀ­λα­ζο­νεί­α γιὰ τὸ χά­ρι­σμα αὐ­τό. Νὰ χαί­ρε­στε ὅ­μως πε­ρισ­σό­τε­ρο δι­ό­τι τὰ ὀ­νό­μα­τά σας λό­γῳ τῆς πί­στε­ώς σας γρά­φτη­καν στοὺς οὐ­ρα­νούς. Ἐ­κεῖ εἶ­στε πο­λι­το­γρα­φη­μέ­νοι ἔ­χον­τας ὅ­λα τὰ δι­και­ώ­μα­τα τῆς ἀ­πο­λαύ­σε­ως τῶν ἀ­γα­θῶν της ἐ­που­ρά­νιας κοι­νω­νί­ας καὶ βα­σι­λεί­ας. Τὴν ὥ­ρα αὐ­τὴ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἔ­νι­ω­σε πο­λὺ με­γά­λη χα­ρὰ στὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του καὶ εἶ­πε: Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Πά­τερ, Κύ­ρι­ε καὶ ἐ­ξου­σια­στὴ καὶ κυ­βερ­νή­τη πάν­σο­φε καὶ δί­και­ε τοῦ οὐ­ρα­νοῦ καὶ τῆς γῆς. Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, δι­ό­τι ἐ­νερ­γών­τας μὲ παν­σο­φί­α καὶ μὲ δι­και­ο­σύ­νη ἀ­πέ­κρυ­ψες τὶς μυ­στη­ρι­ώ­δεις καὶ οὐ­ρά­νι­ες αὐ­τὲς ἀ­λή­θει­ες ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ νο­μί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι σο­φοὶ καὶ συ­νε­τοί, καὶ φα­νέ­ρω­σες τὰ σω­τη­ρι­ώ­δη αὐ­τὰ μυ­στή­ρια σὲ ἀν­θρώ­πους ἁ­πλούς, ἄ­δο­λους καὶ τα­πει­νούς. Ναί, σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ, Πά­τερ, δι­ό­τι αὐ­τὸ σοῦ ἄ­ρε­σε καὶ τέ­τοι­α ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἀ­γα­θὴ καὶ δί­και­η θέ­λη­σή σου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου