Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Ϛ΄ ΛΟΥΚΑ

(25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020)

 


 Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (Κ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

                                         (Γαλ.  α΄[1] 11-19)      

 

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ

«Τὸ εὐ­αγ­γέ­λιον ... οὐκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον»

Στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­πευ­θύ­νε­ται στοὺς Χρι­στια­νοὺς μιᾶς εὐ­ρύ­τε­ρης πε­ρι­ο­χῆς τῆς Μι­κρᾶς Ἀ­σί­ας, τῆς Γα­λα­τί­ας, καὶ τοὺς λέ­γει: Τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ποὺ σᾶς κή­ρυ­ξα «οὐκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον», δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­πι­νό­η­ση. Δι­ό­τι ὅ­πως οἱ ὑ­πό­λοι­ποι Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­τσι κι ἐ­γὼ δὲν τὸ πα­ρέ­λα­βα οὔ­τε τὸ δι­δά­χθη­κα ἀ­πὸ κά­ποι­ον ἄν­θρω­πο ἀλ­λὰ τὸ πα­ρέ­λα­βα μὲ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἀ­πευ­θεί­ας ἀ­πὸ τὸν Θε­ό.

Δὲν εἶ­ναι ἀν­θρώ­πι­νο δη­μι­ούρ­γη­μα τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στο, καὶ γι᾿ αὐ­τὸ ἐ­πι­τε­λεῖ θαύ­μα­τα συγ­κλο­νι­στι­κά.

 

1. Εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στο

Αὐ­τὸ ποὺ συν­τε­λεῖ ὥ­στε τὸ ἱ­ε­ρὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο νὰ ξε­χω­ρί­ζει ἀ­πὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἄλ­λο βι­βλί­ο εἶ­ναι ἡ θε­ο­πνευ­στί­α του. Τὸ εἶ­πε ὁ Ἀ­πό­στο­λος: «Οὐκ ἔ­στι κα­τὰ ἄν­θρω­πον»! Τὸ ἔ­γρα­ψαν βέ­βαι­α ἄν­θρω­ποι, ἀλ­λὰ τὸ ἔ­γρα­ψαν μὲ θεί­α ἔμ­πνευ­ση, μὲ τὸν ἄ­με­σο φω­τι­σμὸ καὶ τὴν κα­θο­δή­γη­ση τοῦ Ἅ­γιου Πνεύ­μα­τος. Αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς το­νί­ζει ὁ ἅ­γιος Ἀ­πό­στο­λος καὶ σὲ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο, ὅ­που γρά­φει ὅ­τι «πᾶ­σα γρα­φὴ θε­ό­πνευ­στος» (Β' Τιμ. γ'[3] 16), δη­λα­δὴ ὅ­λη ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στη.

Ἡ θε­ο­πνευ­στί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου γί­νε­ται ὁ­λο­φά­νε­ρη μέ­σα ἀ­πὸ πλῆ­θος ἀ­πο­δεί­ξε­ων.

Μί­α ἀ­πὸ αὐ­τὲς εἶ­ναι ἡ συγ­γρα­φή του. Δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ ἄν­θρω­ποι, ἀ­γράμ­μα­τοι με­ρι­κοί, σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ τό­πο καὶ χρό­νο, ἔ­γρα­ψαν τὰ βι­βλί­α ποὺ πε­ρι­έ­χον­ται στὴν Και­νὴ Δι­α­θή­κη, κι ὅ­μως ὅ­λα πα­ρου­σιά­ζουν θαυ­μα­στὴ ἑ­νό­τη­τα καὶ κα­τα­πλήσ­σουν μὲ τὸ ὕ­ψος τῆς θε­ο­λο­γί­ας τους.

Ἔ­πει­τα ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο εἶ­ναι τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α του γιὰ τὴν ἀ­γά­πη πρὸς τοὺς ἐ­χθρούς, τὴν τα­πεί­νω­ση, τὴ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα καὶ ἄλ­λες ἀ­ρε­τὲς πρω­τά­κου­στες καὶ ἄ­γνω­στες ἕ­ως τό­τε, ἀ­να­γεν­νᾶ πνευ­μα­τι­κὰ τὶς ψυ­χὲς τῶν ἀν­θρώ­πων.

Χει­ρο­πια­στὴ ἀ­πό­δει­ξη τῆς θε­ο­πνευ­στί­ας τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου εἶ­ναι καὶ ἡ ἐκ­πλη­κτι­κὴ δι­ά­δο­σή του σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Πα­ρὰ τὶς λυσ­σα­λέ­ες ἐ­πι­θέ­σεις, ποὺ κα­τὰ και­ροὺς δέ­χθη­κε καὶ δέ­χε­ται, αἰ­ῶ­νες τώ­ρα βρί­σκε­ται στα­θε­ρὰ στὴν πρώ­τη θέ­ση κυ­κλο­φο­ρί­ας τῶν βι­βλί­ων, μὲ τό­ση μά­λι­στα δι­α­φο­ρά, ὥ­στε ἐ­πί­ση­μες στα­τι­στι­κὲς νὰ λέ­νε ὅ­τι ὅ­λα μα­ζὶ τὰ βι­βλί­α τοῦ κό­σμου δὲν μπο­ροῦν νὰ φθά­σουν, οὔ­τε κἂν νὰ πλη­σιά­σουν τὸν ἀ­ριθ­μὸ τῶν ἀν­τι­τύ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς.

 

2. Ἐ­πι­τε­λεῖ θαύ­μα­τα

Εἶ­ναι θε­ό­πνευ­στο λοι­πὸν τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο. Λό­γος Θε­οῦ! Αὐ­τὸ ση­μαί­νει ὅ­τι πί­σω ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις καὶ τὰ γράμ­μα­τα κρύ­βε­ται δύ­να­μη θε­ϊ­κή, ἡ πνο­ὴ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο ἐ­πι­τε­λεῖ θαύ­μα­τα!

Πό­σοι ἄν­θρω­ποι με­τα­νό­η­σαν χά­ρη σ᾿ ἕ­να λό­γο ποὺ ἄ­κου­σαν ἢ δι­ά­βα­σαν στὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο! Ὁ ἱ­ε­ρὸς Αὐ­γου­στί­νος, ὅ­ταν δι­ά­βα­σε ἕ­να στί­χο ἀ­πὸ τὴν πρὸς Ρω­μαί­ους Ἐ­πι­στο­λή, συγ­κλο­νί­στη­κε, με­τα­νό­η­σε ὁ­ρι­στι­κὰ κι ἄρ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει στα­θε­ρὰ τὸν δρό­μο τῆς ἁ­γι­ό­τη­τας.

Ἀλ­λὰ καὶ πό­σοι ἄλ­λοι δέ­χθη­καν κά­ποι­ον λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου ὡς φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ ποὺ τοὺς ἄ­νοι­γε νέ­ους δρό­μους στὴ ζω­ή τους! Ἕ­νας σύγ­χρο­νος ἅ­γιος, ὁ ἅ­γιος Λου­κᾶς ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κρι­μαί­ας, κα­θὼς δι­ά­βα­ζε κά­πο­τε τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο στά­θη­κε στὸν λό­γο τοῦ Κυ­ρί­ου «ὁ μὲν θε­ρι­σμὸς πο­λύς, οἱ δὲ ἔρ­γα­ται ὀ­λί­γοι». Σκέ­φθη­κε: «Ὥ­στε λοι­πόν, Κύ­ρι­ε, σοῦ λεί­πουν ἐρ­γά­τες;»... Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ἀ­φορ­μὴ ὥ­στε ἀρ­γό­τε­ρα νὰ πά­ρει τὴν ἀ­πό­φα­ση ν᾿ ἀ­φι­ε­ρώ­σει τὴ ζω­ή του στὴν Ἐκ­κλη­σί­α!

Ἀλ­λὰ μή­πως κι ἐ­μεῖς δὲν ἔ­χου­με αἰ­σθαν­θεῖ πολ­λὲς φο­ρὲς τὸν δι­εισ­δυ­τι­κὸ λό­γο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου νὰ ἀγ­γί­ζει τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τῆς καρ­διᾶς μας; Συ­χνὰ ὁ­μο­λο­γοῦ­με: «Γιὰ μέ­να τὸ λέ­ει αὐ­τό». Εἶ­ναι ζων­τα­νὸς καὶ δρα­στι­κὸς ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ καὶ κο­φτε­ρὸς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ κά­θε δί­κο­πο μα­χαί­ρι. Εἰ­σχω­ρεῖ στὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς τοῦ ἀν­θρώ­που καὶ τὴν ἀ­να­μο­χλεύ­ει καὶ μὲ τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες το­μὲς ἐ­πι­φέ­ρει τὴν κά­θαρ­ση, τὴ θε­ρα­πεί­α, τὴν ἀ­να­καί­νι­ση!

Τὸ ΕΥαγγέλιο, ἡ Και­νὴ Δι­α­θή­κη, ποὺ ὅ­λοι ἔ­χου­με στὸ σπί­τι μας, δὲν γρά­φτη­κε γιὰ νὰ προ­στε­θεῖ ἕ­να ἀ­κό­μη βι­βλί­ο στὶς μυ­ριά­δες τῶν βι­βλί­ων. Γρά­φτη­κε γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τοῦ κό­σμου. Γιὰ νὰ γνω­ρί­σου­με οἱ ἄν­θρω­ποι τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός, πό­σο με­γά­λος εἶ­ναι ὁ πλοῦ­τος τῶν δω­ρε­ῶν του, ἡ ἀ­γά­πη, τὸ ἔ­λε­ος, ἡ χά­ρις, ποι­ὰ εἶ­ναι τὰ ἀ­γα­θὰ ποὺ ἑ­τοί­μα­σε γιὰ νὰ τὰ κλη­ρο­νο­μή­σου­με στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Μα­κά­ρι ὅ­λοι μας νὰ ἀ­γα­πή­σου­με τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο, νὰ τὸ με­λε­τοῦ­με καὶ νὰ τὸ ἐ­φαρ­μό­ζου­με. Νὰ τὸ ἔ­χου­με πάν­το­τε ὡς φῶς καὶ ὁ­δη­γό μας στὴ ζω­ή μας!

   (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐ­τόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ο ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.                                                       

  (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Ἐκεῖνο τόν καιρό ὁ Ἰησοῦς κα­τέ­πλευ­σε στὴν πε­ρι­ο­χὴ τῶν Γαδαρηνῶν, πού εἶ­ναι ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ τὴ Γα­λι­λαί­α. Κι ὅ­ταν βγῆ­κε στὴ στε­ριά, τὸν συ­νάν­τη­σε κά­ποι­ος ἄν­θρω­πος πού κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν πό­λη, ὁ ὁποῖος εἶ­χε μέ­σα του δαι­μό­νια ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια. Αὐ­τὸς δὲν φο­ροῦ­σε πά­νω του ροῦ­χα οὔτε ἔ­με­νε σὲ σπί­τι, ἀλλά ζοῦ­σε μέ­σα στὰ μνή­μα­τα. Ὅ­ταν ὅ­μως εἶδε τὸν Ἰ­η­σοῦ, ἀ­πὸ τὸ φό­βο του ἔ­βγα­λε μιὰ δυ­να­τὴ κραυ­γή, ἔ­πε­σε στὰ πό­δια του καὶ μὲ φω­νὴ με­γά­λη εἶ­πε: Ποι­ὰ σχέ­ση ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σὲ μέ­να καὶ σὲ σέ­να καὶ τί ζη­τᾶς ἀ­πὸ μέ­να, Ἰ­η­σοῦ, Υἱ­ὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ μὲ βα­σα­νί­σεις καὶ μὴ μοῦ ἐ­πι­βά­λεις τὴν τι­μω­ρί­α νὰ κλει­στῶ ἀ­πὸ τώ­ρα μέ­σα στὰ σκο­τά­δια τοῦ Ἅ­δη. Καὶ εἶ­πε τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος, δι­ό­τι ὁ Ἰ­η­σοῦς εἶ­χε δι­α­τά­ξει τὸ ἀ­κά­θαρ­το δαι­μο­νι­κὸ πνεῦ­μα νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἄν­θρω­πο. Δι­ό­τι ἀ­πὸ πολ­λὰ χρό­νια τὸν εἶ­χε κυ­ρι­εύ­σει, καὶ τοῦ δη­μι­ουρ­γοῦ­σε ἄ­γρια ἔ­ξα­ψη. Γι’ αὐτό τὸν ἔ­δε­ναν μὲ ἁ­λυ­σί­δες καὶ μὲ σι­δε­ρέ­νια δε­σμὰ στὰ πό­δια, καὶ τὸν φύ­λα­γαν νὰ μὴν κά­νει κα­νέ­να κα­κὸ ἢ βλά­ψει κα­νέ­ναν. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸς ἔ­σπα­ζε τὰ δε­σμὰ καὶ συ­ρό­ταν βί­αι­α ἀ­πὸ τὸν δαί­μο­να στὶς ἐ­ρη­μι­ές. Τὸν ρώ­τη­σε τό­τε ὁ Ἰ­η­σοῦς: Ποι­ὸ εἶ­ναι τὸ ὄ­νο­μά σου; Κι αὐ­τὸς τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: Λε­γε­ών, δη­λα­δὴ τα­ξι­αρ­χί­α στρα­τι­ω­τῶν. Καὶ εἶ­χε αὐ­τὸ τὸ ὄ­νο­μα, δι­ό­τι εἶ­χαν μπεῖ μέ­σα στὸν ἄν­θρω­πο αὐ­τὸ ὄ­χι μό­νο ἕ­να ἀλλά πολ­λὰ δαι­μό­νια. Καὶ τὰ δαι­μό­νια αὐ­τὰ μὲ τὸ στό­μα τοῦ δαι­μο­νι­σμέ­νου τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ μὴν τὰ δι­α­τά­ξει νὰ πᾶ­νε στὰ τρί­σβα­θα τοῦ Ἅ­δη. Στὸ με­τα­ξὺ ἐκεῖ κον­τὰ ἦ­ταν ἕ­να κο­πά­δι ἀ­πὸ πολ­λοὺς χοί­ρους πού ἔ­βο­σκαν στὸ βου­νό. Καὶ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν νὰ τοὺς ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ μποῦν σ' ἐ­κεί­νους τοὺς χοί­ρους. Καὶ ὁ Κύ­ριος τούς τὸ ἐ­πέ­τρε­ψε, ἐ­πει­δὴ αὐ­τοὶ πού ἔ­τρε­φαν τοὺς χοί­ρους τὸ ἔ­κα­ναν αὐ­τὸ πα­ρα­βαί­νον­τας τὸ Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ὁ ὁποῖος ἀ­πα­γό­ρευ­ε ὡς ἀ­κά­θαρ­το τὸ χοι­ρι­νὸ κρέ­ας. Μὲ τὸν τρό­πο αὐ­τὸ ὁ Κύ­ριος τι­μώ­ρη­σε τὴν πα­ρα­νο­μί­α τους αὐ­τή. Κι ἀφοῦ βγῆ­καν τὰ δαι­μό­νια ἀ­πό τὸν ἄν­θρω­πο, μπῆ­καν στοὺς χοί­ρους. Τό­τε τὸ κο­πά­δι ὅρ­μη­σε μὲ ἀ­συγ­κρά­τη­τη μα­νί­α πρὸς τὸ γκρε­μό, κι ἔ­πε­σε κά­τω στὴ λί­μνη καὶ πνί­γη­κε. Μό­λις εἶ­δαν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε ἐ­κεῖ­νοι πού ἔ­βο­σκαν τοὺς χοί­ρους, ἔ­φυ­γαν καὶ ἀ­νήγ­γει­λαν τὸ συμ­βὰν τῆς κα­τα­στρο­φῆς τῶν χοί­ρων στοὺς κα­τοί­κους τῆς πό­λε­ως καὶ σ' ὅ­σους ἔ­με­ναν ἔ­ξω στὴν ὕ­παι­θρο. Τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι βγῆ­καν ἀ­πὸ τὴν πό­λη καὶ τὰ πε­ρί­χω­ρα γιὰ νὰ δοῦν αὐ­τὸ πού ἔ­γι­νε, καὶ ἦλ­θαν στόν Ἰησοῦ. Καὶ πράγ­μα­τι, βρῆ­καν τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τό­ν ὁποῖον εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια νά κάθεται κοντά στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί νά εἶναι ντυμένος καί σωφρονισμένος. Καί φοβήθηκαν. Κι ὅ­σοι εἶ­χαν δεῖ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τοὺς δι­η­γή­θη­καν πῶς ἔ­γι­νε κα­λὰ καὶ σώ­θη­κε ὁ δαι­μο­νι­σμέ­νος. Τό­τε ὅ­λο τὸ πλῆ­θος τῆς πε­ρι­φέ­ρειας τῶν Γα­δα­ρηνῶν πα­ρα­κά­λε­σαν τὸν Ἰησοῦ νὰ φύ­γει ἀ­πὸ κον­τά τους, δι­ό­τι κυ­ρι­εύ­θη­καν ἀ­πὸ με­γά­λο φό­βο ὅ­ταν εἶ­δαν τὴ δί­και­η τι­μω­ρί­α πού ἐ­πι­βλή­θη­κε σ' ἐ­κεί­νους πού ἐξέτρεφαν χοί­ρους πα­ρὰ τὴν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τοῦ νό­μου. Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς μπῆ­κε στὸ πλοῖ­ο καὶ ἐ­πέ­στρε­ψε στὸ μέ­ρος ἀ­πὸ τὸ ὁποῖο εἶ­χε ἔλ­θει. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χαν βγεῖ τὰ δαι­μό­νια τὸν πα­ρα­κα­λοῦ­σε νὰ μέ­νει μα­ζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ ἔ­δω­σε τὴν ἐν­το­λὴ νὰ φύ­γει λέ­γον­τας: Γύ­ρι­σε πί­σω στὸ σπί­τι σου καὶ νὰ δι­η­γεῖ­σαι ὅ­σα σοῦ ἔκανε ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος σὲ ἀ­πάλ­λα­ξε ἀ­πὸ τὰ δαι­μό­νια. Κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­φυ­γε καὶ διεκήρυττε σ' ὅ­λη τὴν πό­λη ὅ­σα τοῦ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου