Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

 

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ

ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΧΛΩΡΑΚΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ

(4 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2020)


 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ (ΙΖ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

 Ἀ­δελ­φοί, ὑ­μεῖ­ς  ἐ­στε να­ὸς Θε­οῦ ζῶν­τος, κα­θὼς εἶ­πεν Θε­ὸς «ὅ­τι ἐ­νοι­κή­σω ἐν αὐ­τοῖς καὶ ἐμ­πε­ρι­πα­τή­σω, καὶ ἔ­σο­μαι αὐ­τῶν Θε­ός, καὶ αὐ­τοὶ ἔ­σον­ταί μοι λα­ός. Διὸ ἐ­ξέλ­θε­τε ἐκ μέ­σου αὐ­τῶν καὶ ἀ­φο­ρί­σθη­τε, λέ­γει Κύριος, καὶ ἀ­κα­θάρ­του μὴ ἅ­πτε­σθε, κἀ­γὼ εἰσ­δέ­ξο­μαι ὑ­μᾶς, καὶ ἔ­σο­μαι ὑ­μῖν εἰς πα­τέ­ρα, καὶ ὑ­μεῖς ἔ­σε­σθέ μοι εἰς υἱ­οὺς καὶ θυ­γα­τέ­ρας, λέ­γει Κύριος παν­το­κρά­τωρ». Τα­ύ­τας οὖν ἔ­χον­τες τὰς ἐ­παγ­γε­λί­ας, ἀ­γα­πη­τοί, κα­θα­ρί­σω­μεν ἑ­αυ­τοὺς ἀ­πὸ παν­τὸς μο­λυ­σμοῦ σαρ­κὸς καὶ πνε­ύ­μα­τος, ἐ­πι­τε­λοῦν­τες ἁ­γι­ω­σύ­νην ἐν φό­βῳ Θε­οῦ.

(Β΄Κορ. στ΄[6] 16 – ζ΄[7] 1)

      

ΤΕΚΝΑ ΘΕΟΥ

ΛΟΓΟΣ  ΕΙΣ ΤΟ: «Ἔ­σο­μαι ὑ­μῖν εἰς πα­τέ­ρα,

καὶ ὑ­μεῖς ἔ­σε­σθέ μοι εἰς υἱ­οὺς καί θυ­γα­τέ­ρας»

Στὸ ση­με­ρι­νὸ Ἀ­πο­στο­λι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος μέ­σα σὲ λί­γες γραμ­μὲς μᾶς λέ­γει πό­σο με­γά­λη τι­μὴ ἔ­κα­με στὸν ἄν­θρω­πο ὁ Θε­ός: Τὸν κα­τέ­στη­σε παι­δὶ τοῦ παν­το­κρά­το­ρος Θε­οῦ, τὸν ὁ­ποῖ­ον πλέ­ον ἔ­χει πα­τέ­ρα. Ἂς δοῦ­με λοι­πὸν τί ση­μαί­νει ὅ­τι εἴ­μα­στε παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, καὶ ποι­ὸ χρέ­ος ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ αὐ­τή μας τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα.

 

1.   ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀ­πό τὴν Πα­λαι­ὰ Δι­α­θή­κη ἀ­κό­μη ἔ­δω­σε ὁ Θε­ὸς τὴν ὑ­πό­σχε­σή του λέ­γον­τας στὸν λα­ό του ὅ­τι θὰ κα­τοι­κή­σει μέ­σα τους καὶ θὰ πε­ρι­πα­τή­σει ἀ­να­με­σά τους, καὶ θὰ εἶ­ναι Θε­ός τους καὶ αὐ­τοὶ θὰ εἶ­ναι λα­ὸς δι­κός του. Καὶ αὐ­τὸς θὰ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὸς πα­τέ­ρας τους καὶ αὐ­τοὶ ἀ­λη­θι­νὰ παι­διά του ἀ­γα­πη­μέ­να. Αὐ­τὴ βέ­βαι­α τὴν ὑ­πό­σχε­ση ὁ Θε­ὸς τὴν ἔ­δω­σε στὸν πε­ρι­ού­σιο λα­ό του, στοὺς Ἰσ­ρα­η­λί­τες. Ὅ­μως τὴν ἐ­παγ­γε­λί­α αὐ­τὴ τὴν ἐκ­πλη­ρώ­νει στὸν νέ­ο Ἰσ­ρα­ήλ τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, στὴν ἁ­γί­α του Ἐκ­κλη­σί­α στὸν ἀ­λη­θι­νὸ δη­λα­δὴ λα­ό του, τοὺς πι­στοὺς Χρι­στια­νούς. Ἔρ­χε­ται λοι­πὸν ὁ Θε­ὸς καὶ μᾶς ἀγ­κα­λιά­ζει τοὺς πι­στοὺς ὡς παι­διά του στὴν πα­τρι­κὴ ἀγ­κα­λιά του. Δὲν μᾶς δί­νει ἁ­πλῶς τὸν τι­μη­τι­κὸ τί­τλο τῶν παι­δι­ῶν, ἀλ­λὰ μᾶς κα­θι­στᾶ ἀ­λη­θι­νὰ παι­διὰ του ὄ­χι βέ­βαι­α κα­τὰ φύ­σιν ἀλ­λὰ κα­τὰ χά­ριν. Δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν ὅ­λα αὐ­τὰ μό­νον ὡ­ραῖ­α λό­για, ἀλ­λὰ πρό­κει­ται γιὰ μυ­στή­ριο με­γά­λο καὶ ἀ­κα­τά­λη­πτο. Μᾶς υἱ­ο­θε­τεῖ ὁ Θε­ὸς μὲ τὸ μυ­στή­ριο τοῦ ἁ­γί­ου Βα­πτί­σμα­τος. Ὅ­λοι οἱ βα­πτι­σμέ­νοι Χρι­στια­νοὶ ὄ­χι ἁ­πλῶς ὀ­νο­μα­ζό­μα­στε παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λὰ ἔ­χου­με ὅ­λες ἐ­κεῖ­νες τὶς ἰ­δι­ό­τη­τες καὶ τὰ δι­και­ώ­μα­τα τῶν τέ­κνων τοῦ Θε­οῦ. Δι­και­ώ­μα­τα τι­μῆς, θέ­σε­ως, σχέ­σε­ως καὶ κλη­ρο­νο­μί­ας.

Ἔ­χου­με τὸ δι­καί­ω­μα πλέ­ον νὰ ὀ­νο­μά­ζου­με τὸν Θε­ὸ πα­τέ­ρα καὶ νὰ τὸν ἐ­πι­κα­λού­μα­στε ὡς παι­διά του. Νὰ τὸν ἔ­χου­με δια­ρκῶς δί­πλα μας ὡς πα­τέ­ρα ἀ­γά­πης, στορ­γῆς καὶ προ­στα­σί­ας, νὰ ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­με μα­ζί του σὲ μί­α κοι­νω­νί­α ἑ­νό­τη­τος καὶ ἀ­γά­πης. Ἔ­χου­με τὴν δυ­να­τό­τη­τα ὅ­λοι ἐ­μεῖς, τὰ παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ, νὰ εἴ­μα­στε ἀ­δι­α­σπά­στως ἑ­νω­μέ­νοι με­τα­ξύ μας καὶ μυ­στη­ρια­κῶς μὲ τὴ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ἀλ­λὰ ἔ­χου­με καὶ τὰ κλη­ρο­νο­μι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα τῶν υἱ­ῶν. Ὁ ἅ­γιος Θε­ὸς ὑ­πό­σχε­ται στὰ γνή­σια παι­διὰ του ὄ­χι φθαρ­τὴ ἀλ­λὰ αἰ­ώ­νια, ἀ­νυ­πο­λο­γί­στου ἀ­ξί­ας. Μᾶς ἔ­χει ἑ­τοι­μά­σει «ἃ ὀ­φθαλ­μὸς οὐκ εἶ­δε καὶ οὖς οὐκ ἤ­κου­σε καὶ ἐ­πὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀ­νέ­βη». Αὐ­τὰ «ἡ­τοί­μα­σεν Θε­ὸς τοῖς ἀ­γα­πῶ­σιν αὐ­τὸν» (Α΄ Κορ. β'[2] 9). Ἐ­κεῖ στὴν αἰ­ώ­νια Βα­σι­λεί­α του θέ­λει νὰ μᾶς κλη­ρο­δο­τή­σει τὸν θε­ϊ­κὸ του οὐ­ρά­νιο θρό­νο, γιὰ νὰ συμ­βα­σι­λεύ­σου­με μα­ζί του. Νὰ μᾶς κά­νει πρίγ­κη­πες καὶ συμ­βα­σι­λεῖς τοῦ οὐ­ρα­νοῦ.

Πό­σο με­γά­λη ἀ­ξί­α δί­νει σὲ μᾶς τοὺς μι­κροὺς καὶ ἐ­λα­χί­στους ὁ παν­το­κρά­τωρ Θε­ός! Ἀ­λή­θεια, ποι­ὸς εἶ­ναι αὐ­τὸς ποὺ μᾶς κα­θι­στᾶ παι­διά του; Ὁ πα­νυ­περ­τέ­λει­ος Θε­ός. Αὐ­τὸς ποὺ εὐ­λα­βοῦν­ται εἰς ὕ­ψι­στον βαθ­μὸν οἱ ἄγ­γε­λοι, ποὺ τὸν προ­σκυ­νοῦν καὶ δο­ξο­λο­γοῦν ἀ­κα­τα­παύ­στως. Αὐ­τὸς ποὺ ἔ­χει «θρό­νον του τοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ ὑ­πο­πό­διον τὴν γῆν» (Ἡσ. ξς'[66] 1). Καὶ ποι­οὺς κα­θι­στᾶ παι­διά του; Ἐ­μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους, τοὺς οὐ­τι­δα­νοὺς καὶ ἁ­μαρ­τω­λούς. Ἐ­μᾶς ποὺ τό­σο πο­λὺ ρέ­που­με στὴν ἁ­μαρ­τί­α. Καὶ ὁ ἅ­γιος Θε­ὸς κα­τα­δέ­χε­ται νὰ ὀ­νο­μά­ζει παι­διὰ του ἐ­μᾶς ποὺ κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν προ­δί­δου­με μὲ τὶς ἐ­πι­λο­γές μας καὶ δὲν ζοῦ­με ὡς ἀ­λη­θι­νὰ παι­διά του. Τί λοι­πὸν θὰ πρέ­πει νὰ κά­νου­με γιὰ νὰ ἀ­πο­δει­χθοῦ­με καὶ στὴ ζω­ὴ μας γνή­σια παι­διά του;

 

2. ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΓΝΗΣΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μᾶς τὸ λέ­γει σα­φῶς ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός. Ἐ­φό­σον εἶ­σθε παι­διά μου ἀ­γα­πη­μέ­να, θὰ πρέ­πει νὰ ζῆ­τε καὶ ὡς γνή­σια παι­διά μου. Ἐ­φό­σον ἐ­γὼ κα­τοι­κῶ μέ­σα στὴν ψυ­χή σας, δὲν χω­ρεῖ κα­νεὶς ἄλ­λος ἐ­κεῖ. Δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ ἔ­χε­τε μέ­σα σας καὶ τὸ σκο­τά­δι καὶ τὸ φῶς. Δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ εἶ­σθε καὶ τέ­κνα τοῦ φω­τὸς καὶ τέ­κνα τοῦ σκό­τους, νὰ ἀ­κοῦ­τε πό­τε ἐ­μέ­να τὸν ἅ­γιο Θε­ὸ καὶ πό­τε τὸν κο­σμο­κρά­το­ρα τοῦ σκό­τους. Ἐ­φό­σον ἐ­γὼ εἶ­μαι ἅ­γιος, ζη­τῶ κι ἀ­πό ἐ­σᾶς νὰ μοῦ ὁ­μοι­ά­σε­τε, νὰ γί­νε­τε κι ἐ­σεῖς ὅ­μοι­οι μ᾿ ἐ­μέ­να, ἅ­γιοι. Νὰ δι­ώ­ξε­τε ἀ­πὸ τὴν καρ­διὰ σας κά­θε τί ποὺ ἔ­χει σχέ­ση μὲ τὴν ἁ­μαρ­τί­α, τὸν ρύ­πο, τὴν ἀ­κα­θαρ­σί­α, τὸν κό­σμο τὸν ἁ­μαρ­τω­λὸ καὶ βρώ­μι­κο. Γι' αὐ­τὸ λοι­πὸν «ἐ­ξέλ­θε­τε ἐκ μέ­σου αὐ­τῶν», μᾶς λέ­γει. Δὲν πρέ­πει νὰ ἔ­χε­τε καμ­μί­α ἀ­πο­λύ­τως ἐ­πι­κοι­νω­νί­α μὲ τὴν κοι­νω­νί­α τῶν δι­ε­φθαρ­μέ­νων ἀν­θρώ­πων. «Ἀ­φο­ρί­σθη­τε». Φύ­γε­τε ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τω­λὴ κο­σμι­κό­τη­τα. Δι­α­χω­ρί­στε τὴ θέ­ση σας. «Καὶ ἀ­κα­θάρ­του μὴ ἃ­πτε­σθε». Μὴν ἐγ­γί­ζε­τε τὰ ἀ­κά­θαρ­τα καὶ ἁ­μαρ­τω­λὰ καὶ μο­λυ­σμέ­να ἔρ­γα τῶν ἀ­σε­βῶν ἀν­θρώ­πων. Φύ­γε­τε μα­κριά τους· ὄ­χι στὶς ἐ­ρη­μι­ὲς καὶ στὰ ὄ­ρη, ἀλ­λὰ ξε­χω­ρί­στε ἀ­πὸ αὐ­τοὺς τρο­πι­κῶς, στὴν νο­ο­τρο­πί­α καὶ στὴ ζω­ή σας. Κα­θα­ρί­στε τὸν ἑ­αυ­τό σας ἀ­πὸ κά­θε μο­λυ­σμὸ σαρ­κὸς καὶ πνεύ­μα­τος, ἀ­πὸ κά­θε τί ποὺ μο­λύ­νει τὸ σῶ­μα σας καὶ τὸ πνεῦ­μα σας. Καὶ νὰ ἁ­γι­ά­ζε­τε κα­θη­με­ρι­νὰ τὸν ἑ­αυ­τό σας ἔ­χον­τας βα­θιὰ ρι­ζω­μέ­νον μέ­σα σας τὸν ἅ­γιο φό­βο καὶ σε­βα­σμὸ τοῦ Θε­οῦ πα­τρός σας.

Ἀ­δελ­φοί, ἄν ἀ­γα­ποῦ­με πραγ­μα­τι­κὰ τὸν οὐ­ρά­νιο πα­τέ­ρα μας, θὰ πρέ­πει αὐ­τὸ νὰ τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ου­με μὲ τὴ ζω­ὴ μας. Δὲν ἔ­χου­με δι­καί­ω­μα νὰ εἴ­μα­στε παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ συμ­πε­ρι­φε­ρό­μα­στε ὅ­πως οἱ ἄ­πι­στοι ἄ­θε­οι καὶ ἁ­μαρ­τω­λοὶ καὶ νὰ ντρο­πι­ά­ζου­με ἔ­τσι τὸ ὄ­νο­μά του στοὺς ἀν­θρώ­πους. Ἀλ­λὰ νὰ δει­χνό­μα­στε γνή­σια παι­διά του ἀ­γα­πη­μέ­να καὶ στὸ ὄ­νο­μα καὶ στὴ ζω­ή μας.

    (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)

 

ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ

Εἶ­πεν ὁ Κύ­ριος. κα­θὼς θέ­λε­τε ἵ­να ποι­ῶ­σιν ὑ­μῖν ο ἄν­θρω­ποι, κα ὑ­μεῖς ποι­εῖ­τε αὐ­τοῖς ὁ­μο­ί­ως. κα ε ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἀ­γα­πῶν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τος ἀ­γα­πῶν­τας αὐ­τοὺς ἀ­γα­πῶ­σι. κα ἐ­ὰν ἀ­γα­θο­ποι­ῆ­τε τος ἀ­γα­θο­ποι­οῦν­τας ὑ­μᾶς, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐ­στί; κα γρ ο ἁ­μαρ­τω­λοὶ τ αὐ­τὸ ποι­οῦ­σι. κα ἐ­ὰν δα­νε­ί­ζη­τε πα­ρ' ν ἐλ­πί­ζε­τε ἀ­πο­λα­βεῖν, πο­ί­α ὑ­μῖν χά­ρις ἐστί; κα γρ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἁ­μαρ­τω­λοῖς δα­νε­ί­ζου­σιν ἵ­να ἀ­πο­λά­βω­σι τ ἴ­σα. πλν ἀ­γα­πᾶ­τε τος ἐ­χθροὺς ὑ­μῶν κα ἀ­γα­θο­ποι­εῖ­τε κα δα­νε­ί­ζε­τε μη­δὲν ἀ­πελ­πί­ζον­τες, κα ἔ­σται ὁ μι­σθὸς ὑ­μῶν πο­λύς, κα ἔ­σε­σθε υἱ­οὶ ὑ­ψί­στου, ὅ­τι αὐ­τὸς χρη­στός ἐ­στιν ἐ­πὶ τος ἀ­χα­ρί­στους κα πο­νη­ρο­ύς. Γνεσθε ον οἰ­κτίρ­μο­νες κα­θὼς κα πα­τὴρ ὑ­μῶν οἰ­κτίρ­μων ἐ­στί.

                                         (Λουκ. Ϛ΄ [6] 31 – 36)

 

ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)

Επεν Κύριος, ὅ­πως θέ­λε­τε νὰ σᾶς συμ­πε­ρι­φέ­ρον­ται καὶ νὰ σᾶς κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς νὰ συμ­πε­ρι­φέ­ρε­σθε κι ἐσεῖς σ᾿ αὐ­τοὺς καὶ νὰ τοὺς κά­νε­τε τὰ ἴ­δια. Δι­ό­τι ἐ­ὰν ἀ­γα­πᾶ­τε μό­νον ἐ­κεί­νους πού σᾶς ἀ­γα­ποῦν, ποι­ὰ εὔ­νοι­α καὶ ποι­ὰ ἀ­μοι­βὴ σᾶς ἀ­νή­κει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ ἀ­γα­ποῦν ἐ­κεί­νους ποὺ τοὺς ἀ­γα­ποῦν. Κι ἂν κά­νε­τε τὸ κα­λὸ σ᾿ ἐ­κεί­νους ποῦ σᾶς εὐ­ερ­γε­τοῦν, ποι­ὰ εὔ­νοι­α καὶ χά­ρη καὶ ἀν­τα­μοι­βὴ σᾶς ἀ­νή­κει ἀ­πὸ τὸν Θε­ό; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ τὸ ἴ­διο κά­νουν. Κι ἂν δα­νεί­ζε­τε σ᾿ ἐ­κεί­νους ἀ­πό τους ὁ­ποί­ους ἐλ­πί­ζε­τε νὰ πά­ρε­τε πί­σω αὐ­τὰ πού δα­νεί­σα­τε, ποι­ὰ χά­ρη καὶ ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ σᾶς ἀ­νή­κει; Κα­μί­α. Δι­ό­τι καὶ οἱ ἁ­μαρ­τω­λοὶ δα­νεί­ζουν σὲ ἄλ­λους ἁ­μαρ­τω­λοὺς γιὰ νὰ πά­ρουν πί­σω ὁ­λό­κλη­ρο τὸ πο­σὸ πού δά­νει­σαν ἢ καὶ σὲ ὥ­ρα ἀ­νάγ­κης νὰ πά­ρουν κι αὐ­τοὶ ἴ­σα ὀ­φέ­λη καὶ δά­νεια ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους στοὺς ὁ­ποί­ους δά­νει­σαν. Ἐ­σεῖς ὅ­μως νὰ ἀ­γα­πᾶ­τε τοὺς ἐ­χθρούς σας καί νά τοὺς εὐ­ερ­γε­τεῖ­τε καὶ νὰ τοὺς δα­νεί­ζε­τε χω­ρὶς νὰ ἐλπίζετε σέ κα­μί­α ἀν­τα­πό­δο­ση ἀ­π' αὐ­τούς. Καὶ θὰ εἶναι πολύς ὁ μι­σθός σας καὶ με­γά­λη ἡ ἀν­τα­μοι­βή σας ἀ­πὸ τόν Θε­ό. Καὶ θὰ εἶ­στε στὴ βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν κα­τὰ χάριν παιδιά τοῦ ὑψίστου Θε­οῦ, μὲ τὸν ὁποῖο θά μοιάζετε πνευ­μα­τι­κῶς. Δι­ό­τι κι αὐ­τὸς εἶ­ναι εὐ­ερ­γε­τι­κὸς καὶ ὠφέλιμος στοὺς ἀν­θρώ­πους πού δεί­χνουν ἀ­χα­ρι­στί­α στίς τό­σες εὐ­ερ­γε­σί­ες του καὶ ποὺ δὲν ἔ­χουν κα­λὴ διάθεση καὶ προ­αί­ρε­ση ἀλλά εἶ­ναι πο­νη­ροί. Νὰ γί­νε­στε λοι­πὸν σπλα­χνι­κοὶ πρὸς τὸν συ­νάνθρωπό σας καὶ συμ­πο­νε­τι­κοὶ στὶς δυ­στυ­χί­ες του καὶ στίς ἀ­νάγ­κες του, ὅ­πως καὶ ὁ οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας σας εἶναι σπλα­χνι­κὸς σὲ ὅ­λους.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου