Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΛΟΥΚΑ ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Ι­Ε­ΡΑ Μ­Η­Τ­Ρ­Ο­Π­Ο­Λ­ΙΣ Π­Α­Φ­ΟΥ
Ι­Ε­Ρ­ΟΣ Ν­Α­ΟΣ Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΩΝ Π­Α­Υ­Λ­ΟΥ Κ­ΑΙ Β­Α­Ρ­Ν­Α­ΒΑ
   Κ­Υ­Ρ­Ι­Α­ΚΗ Ε΄ Λ­Ο­Υ­ΚΑ
(ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ)
(1 Ν­Ο­Ε­Μ­Β­Ρ­Ι­ΟΥ 2015)

Ο Α­Π­Ο­Σ­Τ­Ο­Λ­ΟΣ (Τ­ΩΝ ΑΓΙΩΝ)    
Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; Μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; Μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; Μὴ πάντες διερμηνεύουσι; Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.  
                             (Α΄ Κορινθ. ιβ΄ [12] 27 – ιγ΄[13] 8)
Ε­Ρ­Μ­Η­Ν­Ε­ΙΑ (Π.Ν.Τ­Ρ­Ε­Μ­Π­Ε­ΛΑ)
Ἀ­δ­ε­λ­φ­οί, ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί εἶστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη, πού ὁ καθένας σας ἀνάλογα μέ τό χάρισμά του ἔχει μία θέση καί κάποιο μέρος στή ζωή τοῦ συνόλου. Καί βέβαια ὁ Θεὸς τοποθέτησε στήν Ἐκκλησία τόν καθένα στήν ὁρισμένη του θέση. Στήν πρώτη θέση τούς Ἀποστόλους, στή δεύτερη τούς προφῆτες, στήν τρίτη τούς διδασκάλους. Ἔπειτα ἄλλους τούς ἔθεσε νά κάνουν κάθε εἴδους θαύματα, ἄλλους νά ἔχουν χαρίσματα θεραπειῶν, χαρίσματα προστασίας τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν φτωχῶν, τῶν κάθε εἴδους ἀσθενῶν  χαρίσματα διακυβερνήσεως καὶ διοικήσεως μέσα στὴν Ἐκκλησία  χαρίσματα διαφόρων γλωσσῶν. Στὸν καθένα ὁ Κύριος ἔδωσε τὸ δικό του χάρισμα. Μήπως ὅλοι εἶναι Ἀπόστολοι; Μήπως ὅλοι εἶναι προφῆτες; Μήπως ὅλοι εἶναι διδάσκαλοι; Μήπως ὅλοι ἔχουν θαυματουργικά χαρίσματα; Μήπως ὅλοι ἔχουν χαρίσματα θεραπειῶν; Μήπως ὅλοι μιλοῦν γλῶσσες; Μήπως ὅλοι ἔχουν τὸ χάρισμα νὰ διερμηνεύουν γλῶσσες; Ἐπιδιώκετε λοιπὸν μέ ζῆλο τὰ χαρίσματα πού φέρνουν μεγαλύτερη ὠφέλεια, καί γι' αὐτό εἶναι καί ἀνώτερα. Καί τώρα σᾶς δείχνω ἕναν πολὺ ἀνώτερο ἀκόμη δρόμο, καὶ μέσο ἔξοχο καὶ ὑπέροχο, μὲ τὸ ὁποῖο ἀποκτῶνται τὰ καλύτερα χαρίσματα. Καὶ τὸ μέσο αὐτὸ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι μιλῶ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, μοιάζω μέ τόν ἄψυχο χαλκό πού βουΐζει ὅταν τόν χτυποῦν, ἢ μέ τό κύμβαλο πού βγάζει θορυβώδη ἦχο χωρίς κάποια σημασία. Κι ἄν ἔχω τό χάρισμα τῆς προφητείας καί γνωρίζω ὅλα τά μυστικά σχέδια τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ καί ἔχω ὅλη τή γνώση πού μπορεῖ νά ἀποκτήσει ὁ ἄνθρωπος, κι ἄν ἔχω ὅλη τὴν πίστη, ὥστε νά μετακινῶ ἀκόμη καί βουνά, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δὲν εἶμαι τίποτε. Κι ἄν διαθέσω ὅλα τά ὑπάρχοντά μου γιά νά θρέψω μέ ψωμιά τούς φτωχούς, κι ἄν παραδώσω τό σῶμά μου γιά νά καῶ, δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, δέν ὠφελοῦμει σέ τίποτε ἀπό τίς θυσίες αὐτές. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγάπη εἶναι μεγαλόψυχος, ἀνεκτικός καί μέ πλατιά καρδιά  γίνεται εὐεργετικός καί ὠφέλιμος. Ἐκεῖνος πού ἔχει ἀγάπη δέν φθονεῖ, δέν ξυπάζεται καί δέν φέρεται μέ ἀλαζονεία καὶ αὐθάδεια· δέν φουσκώνει ἀπό οἴηση καί ὑπερηφάνεια  δέν κάνει τίποτε τό ἄσχημο, δέν ζητᾶ τά δικά του συμφέροντα, δέν ἐρεθίζεται ἀπό θυμό καί ὀργή, δέν σκέπτεται ποτέ κακό ἐναντίον τοῦ ἄλλου, οὔτε λογαριάζει τό κακό πού ἔπαθε ἀπ' αὐτόν. Δέν χαίρεται ὅταν βλέπει νὰ γίνεται κάτι ἄδικο, χαίρεται ὅμως ὅταν βλέπει τήν ἀλήθεια νὰ ἐπικρατεῖ. Σκεπάζει ὅλες τίς ἐλλείψεις τοῦ ἄλλου καί δέν τόν διαπομπεύει γι' αὐτές  σχηματίζει εὐνοϊκή πεποίθηση σέ ὅλα γι' αὐτόν πού ἀγαπᾶ. Κι ὅταν βρίσκεται μπροστά σέ παρεκτροπές τοῦ ἄλλου, ἐλπίζει ὅτι ἀπ' ὅλες αὐτές θά διορθωθεῖ  σ' ὅλα δείχνει ὑπομονή γιά τόν συνάνθρωπό του. Ἡ ἀγάπη δέν ξεπέφτει ποτέ, ἀλλά μένει πάντοτε ἀληθινή καί ἰσχυρή, ἀκόμη καί μετά τό θάνατό μας.
ΤΟ Ι­Ε­ΡΟ Ε­Υ­Α­Γ­Γ­Ε­Λ­ΙΟ
Ε­ἶ­π­εν ὁ Κ­ύ­ρ­ι­ος. Ἄ­ν­θ­ρ­ω­π­ος τ­ις ν π­λ­ο­ύ­σ­ι­ος, κ­αὶ ἐ­ν­ε­δ­ι­δ­ύ­σ­κ­ε­το π­ο­ρ­φύ­ρ­αν κ­αὶ β­ύ­σ­σ­ον ε­ὐ­φ­ρ­α­ι­ν­ό­μ­ε­ν­ος κ­α­θ' ἡ­μ­έ­ρ­αν λ­α­μ­π­ρ­ῶς. π­τ­ω­χ­ὸς δ τ­ις ν ὀ­ν­ό­μ­α­τι Λ­ά­ζ­α­ρος, ς ἐ­β­έ­β­λ­η­το π­ρ­ὸς τ­ὸν π­υ­λ­ῶ­να α­ὐ­τ­οῦ ἡ­λ­κ­ω­μέ­ν­ος κ­αὶ ἐ­π­ι­θ­υ­μ­ῶν χ­ο­ρ­τ­α­σ­θ­ῆ­ναι ἀ­πὸ τ­ῶν ψ­ι­χ­ί­ων τ­ῶν π­ι­π­τ­ό­ν­τ­ων ἀ­πὸ τ­ῆς τ­ρ­α­π­έ­ζ­ης τ­οῦ π­λ­ο­υ­σ­ί­ου· ἀ­λ­λὰ κ­αὶ ο κ­ύ­ν­ες ἐ­ρ­χ­ό­μ­ε­ν­οι ἀ­π­έ­λ­ε­ι­χον τ ἕ­λ­κη α­ὐ­τ­οῦ. ἐ­γ­έ­ν­ε­το δ ἀ­π­ο­θ­α­ν­ε­ῖν τ­ὸν π­τ­ω­χ­ὸν κ­αὶ ἀ­π­ε­ν­ε­χ­θ­ῆ­ναι α­ὐ­τ­ὸν ὑ­πὸ τ­ῶν ἀ­γ­γ­έ­λ­ων ε­ἰς τ­ὸν κ­ό­λ­π­ον Ἀ­β­ρ­α­άμ· ἀ­π­έ­θ­α­νε δ κ­αὶ π­λ­ο­ύ­σ­ι­ος κ­αὶ ἐ­τ­ά­φη. κ­αὶ ν τ ᾅ­δῃ ἐ­π­ά­ρ­ας τ­ο­ὺς ὀ­φ­θ­α­λ­μ­ο­ὺς α­ὐ­τ­οῦ, ὑ­π­ά­ρ­χων ἐν β­α­σ­ά­ν­ο­ις, ὁ­ρᾷ τ­όν Ἀ­β­ρ­α­ὰμ ἀ­πὸ μ­α­κ­ρ­ό­θ­εν κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ον ν τ­ο­ῖς κ­ό­λ­π­ο­ις α­ὐ­τ­οῦ. κ­αὶ α­ὐ­τ­ὸς φ­ω­ν­ή­σ­ας ε­ἶ­πε· π­ά­τ­ερ Ἀ­β­ρ­α­άμ, ἐ­λ­έ­η­σ­όν με κ­αὶ π­έ­μ­ψ­ον Λ­ά­ζ­α­ρον ἵ­να β­ά­ψῃ τ ἄ­κ­ρ­ον τ­οῦ δ­α­κ­τ­ύ­λ­ου α­ὐ­τ­οῦ ὕ­δ­α­τ­ος κ­αὶ κ­α­τ­α­ψ­ύ­ξῃ τ­ὴν γ­λ­ῶ­σ­σάν μ­ου, ὅ­τι ὀ­δ­υ­ν­ῶ­μ­αι ἐν τ φ­λ­ο­γὶ τα­ύ­τῃ. ε­ἶ­πε δ Ἀ­β­ρ­α­άμ· τ­έ­κ­ν­ον, μ­ν­ή­σ­θ­η­τι ὅ­τι ἀ­π­έ­λ­α­β­ες σ τ ἀ­γ­α­θά σ­ου ν τ ζ­ωῇ σ­ου, κ­αὶ Λ­ά­ζ­α­ρ­ος ὁ­μ­ο­ί­ως τ κ­α­κά· ν­ῦν δ ὧ­δε π­α­ρ­α­κ­α­λ­ε­ῖ­τ­αι, σ δ ὀ­δ­υ­ν­ᾶ­σ­αι· κ­αὶ ἐ­πὶ π­ᾶ­σι τ­ο­ύ­τ­ο­ις μ­ε­τ­α­ξὺ ἡ­μ­ῶν κ­αὶ ὑ­μ­ῶν χά­σ­μα μ­έ­γα ἐ­σ­τ­ή­ρ­ι­κ­τ­αι, ὅ­π­ως ο θ­έ­λ­ο­ν­τ­ες δ­ι­α­β­ῆ­ν­αι ἔ­ν­θ­εν π­ρ­ὸς ὑ­μ­ᾶς μ δ­ύ­ν­ω­ν­τ­αι, μ­η­δὲ ο ἐ­κ­ε­ῖ­θ­εν π­ρ­ὸς ἡ­μ­ᾶς δ­ι­α­π­ε­ρ­ῶ­σ­ιν. ε­ἶ­πε δ· ἐ­ρ­ω­τῶ οὖν σε, π­ά­τ­ερ, ἵ­να π­έ­μ­ψ­ῃς α­ὐ­τ­ὸν ε­ἰς τ­ὸν ο­ἶ­κ­ον τ­οῦ π­α­τ­ρ­ός μ­ου· ἔ­χω γὰρ π­έ­ν­τε ἀ­δ­ε­λ­φ­ο­ύς· ὅ­π­ως δ­ι­α­μα­ρ­τ­ύ­ρ­η­τ­αι α­ὐ­τ­ο­ῖς, ἵ­να μ κ­αὶ α­ὐ­τ­οὶ ἔλ­θ­ω­σ­ιν ε­ἰς τ­ὸν τ­ό­π­ον τ­ο­ῦ­τ­ον τ­ῆς β­α­σ­ά­ν­ου. λ­έ­γ­ει α­ὐ­τῷ Ἀ­β­ρ­α­άμ· ἔ­χου­σι Μ­ω­ϋ­σ­έα κ­αὶ τ­ο­ὺς π­ρ­ο­φ­ή­τ­ας· ἀ­κ­ο­υ­σ­ά­τ­ω­σ­αν α­ὐ­τ­ῶν. δ ε­ἶ­π­εν· ο­ὐ­χί, π­ά­τ­ερ Ἀ­β­ρ­α­άμ, ἀ­λ­λ' ἐ­άν τ­ις ἀ­πὸ ν­ε­κ­ρ­ῶν π­ο­ρ­ε­υ­θῇ π­ρ­ὸς α­ὐ­τ­ο­ὺς, μ­ε­τ­α­ν­ο­ή­σ­ο­υ­σ­ιν. ε­ἶ­πε δ α­ὐ­τῷ· ε Μ­ω­ϋ­σ­έ­ως κ­αὶ τ­ῶν π­ρ­ο­φ­η­τ­ῶν ο­ὐκ ἀ­κο­ύ­ο­υ­σ­ιν, οὐ­δὲ ἐ­άν τ­ις κ ν­ε­κ­ρ­ῶν ἀ­ν­α­σ­τῇ π­ε­ι­σ­θ­ή­σ­ο­ν­τ­αι.       
   (Λ­ο­υκ. ι­στ΄[16] 19 – 31)
ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΗΤΑΝ πλούσιος καὶ ἤξερε, καθὼς φαίνεται, νά ἀπολαμβάνει καλά τή ζωή του — γλεντοῦσε «καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Ποιό ἦταν τό ὄνομά του; Ὁ Κύριος δέν τό ἀναφέρει. Στήν ἐποχή του βέβαια θά τό γνώριζαν ὅλοι. Ἐμεῖς ὡστόσο δέν τό γνωρίζουμε.
ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΟΜΩΣ τό ὄνομα τοῦ πτωχοῦ ζητιάνου, τοῦ Λαζάρου, ὁ ὁποῖος ἦταν πεταγμένος στὴν πύλη τοῦ ἀρχοντικοῦ τοῦ πλουσίου, γεμάτος πληγές καί τόσο πεινασμένος, ὥστε νά προσπαθεῖ νά χορτάσει τρώγοντας τά ψίχουλα πού ἔπεφταν ἀπό τό τραπέζι τοῦ πλουσίου. Μάλιστα ἦταν τόσο ἀδύναμος καί ἀβοήθητος, ὥστε τά σκυλιά πήγαιναν καί ἔγλειφαν τίς πληγές του.
Στήν ἄθλια κατάσταση πού βρισκόταν δέν εἶναι παράδοξο τό ὅτι σύντομα ὡδηγήθηκε στόν θάνατο. Ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν βασανισμένη ψυχή του καί τήν ἔφεραν στὸν Παράδεισο, στήν ἀγκάλη τοῦ μεγάλου Πατριάρχου Ἀβραάμ. Μετά δέ ἀπό κάποιο χρονικὸ διάστημα ἀπέθανε καί ὁ πλούσιος καί ἐτάφη μέ μεγαλοπρέπεια καὶ ἐπισημότητα. Ἐδῶ τελειώνει ἡ πρώτη σκηνή. Ἡ σκιά. Τό ὄνειρο. Τό σύντομο καί φευγαλέο πέρασμα αὐτῆς τῆς πρόσκαιρης ζωῆς.
Η ΔΕΥΤΕΡΑ ΣΚΗΝΗ μᾶς παρουσιάζει τήν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα, τὴν αἰωνιότητα. Ὁ πλούσιος βρίσκεται στὸν Ἄδη, στήν κόλαση, καί βασανίζεται φρικτά. Ὑψώνει κάποια στιγμή τὰ μάτια του καί βλέπει ἀπό μακριά στόν Παράδεισο τόν Πατριάρχη Ἀβραὰμ καί τόν Λάζαρο στὴν ἀγκάλη του. Καί τότε ὁ πλούσιος κάνει κάτι ἄγνωστο καί ἀσυνήθιστο γι’ αὐτόν. Ζητεῖ ἐλεημοσύνη. Παρακαλεῖ τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ νά στείλει τόν Λάζαρο νά βουτήξει τήν ἄκρη τοῦ δακτύλου του στό νερό καί νά δροσίσει λίγο τή γλώσσα του, διότι ὑποφέρει φρικτά ἀπό τή φλόγα τῆς κολάσεως.
Ὁ Πατριάρχης τότε τοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἀπόλαυσε τά πάντα στὴν ἐπίγεια ζωή του, τότε πού ὁ Λάζαρος ὑπέφερε κατὰ τρόπο μαρτυρικὸ τὶς δυστυχίες του. Εἶναι λοιπὸν δίκαιο, τοῦ λέγει, τώρα ὁ Λάζαρος νά παρηγορεῖται, ὁ ἴδιος δέ νά ὑποφέρει καὶ νὰ βασανίζεται. Ἐπί πλέον, τοῦ τονίζει, ἀνάμεσά τους ὑπάρχει «χάσμα μέγα», βάραθρο μεγάλο, πού καθιστᾶ ἀδύνατη τή διάβαση ἀπό τό ἕνα μέρος πρός τό    ἄλλο.
Ὁ πλούσιος τότε παρακαλεῖ τὸν Πατριάρχη νὰ στείλει τόν Λάζαρο στό πατρικό του σπίτι, νά προειδοποιήσει τά πέντε ἀδέλφια του γιά τήν μετά θάνατο κατάσταση, ὥστε νά μή βρεθοῦν καί ἐκεῖνα σ' αὐτὴ τὴ φοβερή κόλαση. 
Ὁ Ἀβραάμ τοῦ τονίζει πώς αὐτὸ μποροῦν νά τό γνωρίσουν τά ἀδέλφια του ἀπό τά ὅσα λέγει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο συνέγραψε ὁ Μωϋσῆς καί οἱ ἄλλοι Προφῆται, καί ἑπομένως δέν ὑπάρχει καμμία ἀνάγκη νά τούς τό φανερώσει αὐτὸ ἀναστημένος ὁ Λάζαρος.
Ὁ πλούσιος ὅμως ἐπιμένει λέγοντας ὅτι, ἐάν ἀναστηθεῖ κάποιος νεκρός, τά ἀδέλφια του θά συγκλονισθοῦν καί θά μετανοήσουν. Καί ὁ ἅγιος Πατριάρχης τόν διαβεβαιώνει ὅτι, ἐάν δέν ἔχουν τήν καλή διάθεση νά ἀκούσουν τόν λόγο τοῦ Μωϋσέως καί τῶν Προφητῶν, οὔτε τή διαβεβαίωση ἑνὸς ἀναστημένου νεκροῦ θὰ δεχθοῦν.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Ἡ παραβολὴ τοῦ πλουσίου καί τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου εἶναι συγκλονιστική. Μᾶς μεταφέρει στήν ἀντίπερα ὄχθη. Μᾶς φανερώνει τόν ἄγνωστο κόσμο τῆς αἰωνιότητος. Μᾶς παρουσιάζει τήν ἀληθινή εἰκόνα τῆς ζωῆς. Μᾶς δείχνει μέ ἀκρίβεια ποιὰ εἶναι ἡ πραγματικότης.
Μᾶς δείχνει δηλαδή ὅτι ἡ ἐπίγειος ζωή εἶναι ἕνα ὄνειρο, μία φευγαλέα σκιά, ἕνα θέατρο. Διαρκεῖ ἐλάχιστα — τό πολύ 80 - 90- 100 χρόνια. Καί ἔπειτα;
Ἔπειτα ἔρχεται ἡ πραγματικότης, ἡ ἀλήθεια, ἡ αἰωνιότης. Ἔπειτα φανερώνεται τό μεγαλύτερο βάραθρο τοῦ Σύμπαντος. Αὐτό πού χωρίζει τά πάντα γιά πάντα. Παράδεισος – Κόλαση. Καὶ μεταξύ τους τό βάραθρο, «χάσμα μέγα», ὥστε κανείς νά μή μπορεῖ νά μεταβεῖ ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο.
Στό ἕνα μέρος θὰ ὑπάρχουν αὐτοί πού ἀπόλαυσαν τά ἀγαθά τους στήν ἐπίγεια ζωή τους. Ἀλλὰ θὰ ὑπάρχουν «ἐν βασάνοις», θά ὑποφέρουν. Καί θά εἶναι ἄνθρωποι χωρὶς ὄνομα, ἄγνωστοι γιά τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ. Στό ἄλλο μέρος θὰ χαίρονται τόν Παράδεισο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ οἱ Λάζαροι. Οἱ ἄνθρωποι μέ ὄνομα, οἱ γνωστοὶ στόν Θεό καί τούς ἁγίους, πού στόν κόσμο αὐτὸ πέρασαν ζωὴ μαρτυρική. Οἱ ἄνθρωποι πού ἔμειναν πιστοί στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἡ θέα αὐτοῦ τοῦ βαράθρου ἀσφαλῶς μᾶς γεμίζει μέ τρόμο. Ποῦ θά βρεθοῦμε ἄραγε; Ἀλλὰ τό ποῦ θά βρεθοῦμε ἑξαρτᾶται ἀπό τόν καθένα μας καί μόνο. Ὁ Θεός δέν μᾶς ζητεῖ πολλά προκειμένου νά μᾶς χαρίσει τή Βασιλεία Του. Ἐάν ἔχουμε φόβο Θεοῦ καί πιστεύουμε στόν λόγο Του, ἐάν ἀσκοῦμε τήν ἀγάπη καί δέν ἀδιαφοροῦμε γιά τούς πεινασμένους καί ταλαιπωρημένους ἀδελφούς μας, θά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς στούς κόλπους τοῦ Πατριάρχου Ἀβραάμ, στόν Παράδεισο τοῦ Θεοῦ.
     (Δ­ι­α­σ­κ­ε­υὴ ἀ­πὸ π­α­λ­α­ιὸ τ­ό­μο τ­οῦ Π­ε­ρ­ι­ο­δ­ι­κ­οῦ «Ο Σ­Ω­Τ­ΗΡ»)



Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ. ΤΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΑΦΟΥ
 ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΠΑΥΛΟΥ ΚΑΙ ΒΑΡΝΑΒΑ
      ΚΥΡΙΑΚΗ Στ΄ ΛΟΥΚΑ
(25 ΟΚΤΩBΡΙΟΥ 2015)

   ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ  (ΚΑ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)  
Ἀ­δελ­φοί, εἰ­δό­τες ὅ­τι οὐ δι­και­οῦ­ται ἄν­θρω­πος ἐξ ἔρ­γων νό­μου ἐ­ὰν μὴ διὰ πί­στε­ως ᾿Ι­η­σοῦ Χρι­στοῦ, καὶ ἡ­μεῖς εἰς Χρι­στὸν ᾿Ι­η­σοῦν ἐ­πι­στε­ύ­σα­μεν, ἵ­να δι­και­ω­θῶ­μεν ἐκ πί­στε­ως Χρι­στοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔρ­γων νό­μου, δι­ό­τι οὐ δι­και­ω­θή­σε­ται ἐξ ἔρ­γων νό­μου πᾶ­σα σάρξ. Εἰ δὲ ζη­τοῦν­τες δι­και­ω­θῆ­ναι ἐν Χρι­στῷ εὑ­ρέ­θη­μεν καὶ αὐ­τοὶ ἁ­μαρ­τω­λοί, ἄ­ρα Χρι­στὸς ἁ­μαρ­τί­ας δι­ά­κο­νος; Μὴ γέ­νοι­το. Εἰ γὰρ ἃ κα­τέ­λυ­σα ταῦ­τα πά­λιν οἰ­κο­δο­μῶ, πα­ρα­βά­την ἐ­μαυ­τὸν συ­νί­στη­μι. Ἐ­γὼ γὰρ διὰ νό­μου νό­μῳ ἀ­πέ­θα­νον, ἵ­να Θε­ῷ ζή­σω. Χρι­στῷ συ­νε­στα­ύ­ρω­μαι· ζῶ δὲ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δὲ ἐν ἐ­μοὶ Χρι­στός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πί­στει ζῶ τῇ τοῦ υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ τοῦ ἀ­γα­πή­σαν­τός με καὶ πα­ρα­δόν­τος ἑ­αυ­τὸν ὑ­πὲρ ἐ­μοῦ.
                                                                                  (Γαλ. β΄[2] 16-20)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἀδελφοί, ἐπειδή μάθαμε ἀπό τήν προσωπική μας πείρα ὅτι δέν γίνεται δίκαιος ὁ ἀνθρωπος καί δέν σώζεται μέ τήν τήρηση τῶν τυπικῶν διατάξεων τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ἀλλά μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό, γι' αὐτό λοιπόν κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουμε δίκαιοι καί νά σωθοῦμε ἀπό τήν πίστη στό Χριστό καί ὄχι ἀπό τά ἔργα τοῦ Μωσαϊκού νόμου. Διότι, ὅπως ἀναφέρεται καί στούς ψαλμούς, μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέν θά δικαιωθεῖ καί δέν θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἀλλά ἐάν ὑποθέσουμε ὅτι ἡ τήρηση τοῦ νόμου εἶναι ἐπιβεβλημένη, καί συνεπῶς ἐμεῖς πού ἀφήσαμε τό νόμο ἁμαρτήσαμε καί βρεθήκαμε νά εἴμαστε ἁμαρτωλοί μόνο καί μόνο ἐπειδή ζητοῦμε νά δικαιωθοῦμε καί νά σωθοῦμε μέ τήν πίστη καί τήν κοινωνία μας μέ τόν Χριστό, τότε γεννιέται τό ἄτοπο ἐρώτημα: Ἄρα ὁ Χριστός εἶναι ὑπηρέτης ἁμαρτίας, ἀφοῦ αὐτός μᾶς ὤθησε νά ἀφήσουμε τό νόμο; Μή συμβεῖ νά ποῦμε μιά τέτοια βλασφημία. Καί καταλήγουμε ὁπωσδήποτε στή βλασφημία αὐτή, ἐάν δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τήν ὑποθέση πού κάναμε. Διότι, ἐάν ἐκεῖνα πού κατάργησα καί ἀθέτησα ὡς ἀνώφελα, δηλαδή τίς τυπικές διατάξεις τοῦ νόμου, αὐτά πάλι τά τηρῶ ὡς ἀναγκαῖα καί ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία, μέ τήν ἐπάνοδό μου αὐτή στήν τήρηση τοῦ νόμου ἀποδεικνύω τόν ἑαυτό μου παραβάτη· διότι βεβαιώνω ἔμπρακτα ὄτι ἔκανα λάθος πρωτύτερα πού ἀθέτησα τό νόμο, καί ἁμάρτησα ὅταν προτίμησα τή σωτηρία πού δίνει ὁ Χριστός. Ἀλλά ὄχι. Δέν ἁμάρτησα, οὔτε εἶμαι παραβάτης. Διότι ἐγώ μέ κριτήριο τό νόμο πού κατάργησα καί ὁ ὁποῖος τιμωρεῖ μέ θάνατο κάθε παραβάτη του, πέθανα ὡς πρός τό νόμο, γιά νά ζήσω γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Μέ τό βάπτισμα ἔχω σταυρωθεῖ κι ἔχω πεθάνει μαζί μέ τόν Χριστό. Κι ἀφοῦ εἶμαι νεκρός, δέν ἔχει πλέον καμία ἰσχύ γιά μένα ὁ νόμος. Ἔγινα κοινωνός τοῦ σταυρικού θανάτου τοῦ Χριστοῦ καί εἶμαι νεκρός. Λοιπόν δέν ζῶ πλέον ἐγώ, ὁ παλαιός δηλαδή ἄνθρωπος, ἀλλά ζεῖ μέσα μου ὁ Χριστός. Καί τή φυσική ζωή πού ζῶ μέσα στό σῶμα μου τώρα πού ἐπέστρεψα στό Χριστό, τή ζῶ μέ τήν ἔμπνευση καί τήν κυριαρχία τῆς πίστεως στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος μέ ἀγάπησε καί παρέδωσε τόν ἑαυτό του γιά τή σωτηρία μου.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ  ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ ες τν χώ­ραν τν Γα­δα­ρη­νῶν ὑ­πήν­τη­σεν αὐ­τῷ ἀ­νήρ τις κ τς πό­λε­ως, ς εἶ­χε δαι­μό­νι­α κ χρό­νων ἱ­κα­νῶν, κα ἱ­μά­τι­ον οκ ἐ­νε­δι­δύ­σκε­το, κα ν οἰ­κί­ᾳ οκ ἔ­με­νεν, ἀλ­λ' ἐν τος μνή­μα­σιν. ἰ­δὼν δ τν Ἰ­η­σοῦν κα ἀ­να­κρά­ξας προ­σέ­πε­σεν αὐ­τῷ κα φω­νῇ με­γά­λῃ εἶ­πε· Τ ἐ­μοὶ κα σο, Ἰ­η­σοῦ υἱ­ὲ το Θε­οῦ το ὑ­ψί­στου; δέ­ο­μαί σου, μ με βα­σα­νί­σῃς. πα­ρήγ­γει­λε γρ τ πνε­ύ­μα­τι τ ἀ­κα­θάρ­τῳ ἐ­ξελ­θεῖν ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που. πολ­λοῖς γρ χρό­νοις συ­νηρ­πά­κει αὐ­τόν, κα ἐ­δε­σμεῖ­το ἁ­λύ­σε­σι κα πέ­δαις φυ­λασ­σό­με­νος, κα δι­αρ­ρήσ­σων τ δε­σμὰ ἠ­λα­ύ­νε­το ὑ­πὸ το δα­ί­μο­νος ες τς ἐ­ρή­μους. ἐ­πη­ρώ­τη­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Τ σο ἐ­στιν ὄ­νο­μα; δ εἶ­πε· Λε­γε­ών· ὅ­τι δαι­μό­νι­α πολ­λὰ εἰ­σῆλ­θεν ες αὐτόν· κα πα­ρε­κά­λει αὐ­τὸν ἵ­να μ ἐ­πι­τά­ξῃ αὐ­τοῖς ες τν ἄ­βυσ­σον ἀ­πελ­θεῖν. ν δ ἐ­κεῖ ἀ­γέ­λη χο­ί­ρων ἱ­κα­νῶν βο­σκο­μέ­νη ν τ ὄ­ρει· κα πα­ρε­κά­λουν αὐ­τὸν ἵ­να ἐ­πι­τρέ­ψῃ αὐ­τοῖς ες ἐ­κε­ί­νους εἰ­σελ­θεῖν· κα ἐ­πέ­τρε­ψεν αὐ­τοῖς. ἐ­ξελ­θόν­τα δ τ δαι­μό­νι­α ἀ­πὸ το ἀν­θρώ­που εἰ­σῆλ­θον ες τος χο­ί­ρους, κα ὥρ­μη­σεν ἡ ἀ­γέ­λη κα­τὰ το κρη­μνοῦ ες τν λί­μνην κα ἀ­πε­πνί­γη. ἰ­δόν­τες δ ο βό­σκον­τες τ γε­γε­νη­μέ­νον ἔ­φυ­γον, κα ἀ­πήγ­γει­λαν ες τν πό­λιν κα ες τος ἀ­γρο­ύς. ἐ­ξῆλ­θον δ ἰ­δεῖν τ γε­γο­νὸς, κα ἦλ­θον πρς τν Ἰ­η­σοῦν, κα εὗ­ρον κα­θή­με­νον τν ἄν­θρω­πον, ἀ­φ' ο τ δαι­μό­νι­α ἐ­ξε­λη­λύ­θει, ἱ­μα­τι­σμέ­νον κα σω­φρο­νοῦν­τα πα­ρὰ τος πό­δας το Ἰ­η­σοῦ, κα ἐ­φο­βή­θη­σαν. ἀ­πήγ­γει­λαν δ αὐ­τοῖς ο ἰ­δόν­τες πς ἐ­σώ­θη ὁ δαι­μο­νι­σθε­ίς. κα ἠ­ρώ­τη­σαν αὐ­τὸν ἅ­παν τ πλῆ­θος τς πε­ρι­χώ­ρου τν Γα­δα­ρη­νῶν ἀ­πελ­θεῖν ἀ­π' αὐ­τῶν, ὅ­τι φό­βῳ με­γά­λῳ συ­νε­ί­χον­το· αὐ­τὸς δ ἐμ­βὰς ες τ πλοῖ­ον ὑ­πέ­στρε­ψεν. ἐ­δέ­ε­το δ αὐ­τοῦ ἀ­νὴρ, ἀ­φ' ο ἐ­ξε­λη­λύ­θει τ δαι­μό­νι­α, εἶ­ναι σν αὐ­τῷ· ἀ­πέ­λυ­σε δ αὐ­τὸν Ἰ­η­σοῦς λέ­γων· Ὑ­πό­στρε­φε ες τν οἶ­κόν σου κα δι­η­γοῦ ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σέ σοι Θε­ός. κα ἀ­πῆλ­θε κα­θ' ὅ­λην τν πό­λιν κη­ρύσ­σων ὅ­σα ἐ­πο­ί­η­σεν αὐ­τῷ Ἰ­η­σοῦς.
                                                 (Λουκ. η΄[8] 26 – 39)
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ   
Ο ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΣ τς περιοχς τν Γαδαρηνν ταν ὁ φόβος καί ὁ τρόμος τς περιοχς. Ροῦχα δέ φοροῦσε καί σέ σπίτι δέν κατοικοῦσε  κατοικία του εχε τ μνήματα. Καθς ντικρύζει τν Κύριο, τ δαιμόνια ναστατώνονται, βάζει φωνὴ μεγάλη τό θῦμα των: «Τί ἐμοί καί σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ψίστου;»· ποι σχέση πάρχει νάμεσα σέ μένα κα σέ σένα, Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Ὑψίστου; Σ παρακαλ μ μ βασανίσεις. Τ δαιμόνιο πού μίλησε ταν φοβισμένο πολύ, διότι ὁ Κύριος εχε διατάξει ν φύγει ἀπό τν ταλαιπωρημένο ἄνθρωπο.
Ταλαιπωρημένον μάλιστα φρικτά, διότι ἐπί πολλ χρόνια τν εἶχαν καταλάβει τ δαιμόνια. Κα ταν τόσο γριεμένος, ὥστε τόν δεναν οἱ ἄνθρωποι μ λυσίδες καί δεσμά στά πόδια, γιά νά μπορον νά τόν φυλάγουν. Ατς ὅμως σπαζε τά δεσμά καί καταδιωκόταν ἀπό τά δαιμόνια στς ρημιές.
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΠΕΥΘΥΝΕΙ τώρα να ρώτημα στν δαιμονισμένο  τόν ἐρωτᾶ ποιό εναι τ νομά του. Ἀντί γιά τόν ἄνθρωπο ὅμως παντον τ δαιμόνια κα λέγουν: Λεγεών. Λεγεών ταν ρωμαϊκ τμμα στρατοῦ περίπου 6.000 ἀνδρῶν, σάν τ σημεριν Σύνταγμα στρατοῦ ἤ τήν Ταξιαρχία. Οἱ δαίμονες δωσαν ατν τὴν πάντηση, διότι ἦσαν πλθος πολ μέσα στ σμα τοῦ δυστυχισμένου ατο νθρώπου.
ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΑΥΤΑ τ πλήθη τν δαιμόνων παρακαλον τν Κύριο ν τος πιτρέψει ν εσέλθουν σ να κοπάδι χοίρων πο βοσκε ἐκεῖ κοντά. Ὁ Κύριος τος τ πέτρεψε. Καί μέσως τ κοπάδι τν χοίρων καταλήφθηκε ἀπό μανία κα ὥρμησε ἀπό τόν κοντινό γκρεμ στν λίμνη κα πνίγηκε. Τρομαγμένοι οἱ βοσκο φυγαν κα νήγγειλαν τ φοβερ γεγονς στος κατοίκους τς πόλης κα τν γύρω χωριν.
Γιατί ὁ Κύριος δωσε μία τέτοια δεια, πού εἶχε ὡς ποτέλεσμα τν καταστροφ τν χοίρων; Τν δωσε γι δύο λόγους. Πρτο, γι ν γνωρίσουν οἱ κάτοικοι τς περιοχς κείνης ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς τν καταστροφική μανία τῶν δαιμόνων καί δεύτερο, γιά νά τιμωρήσει τος διοκττες τοῦ κοπαδιοῦ, πο τρεφαν χοίρους παράνομα, ἀφοῦ τ χοιρινό κρέας ταν παγορευμένο στούς βραίους ἀπό τόν Νόμο τοῦ Θεοῦ.
Η ΕΙΔΗΣΗ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ φόβο στν περιοχή. Οἱ κάτοικοι κατέφθασαν ἀπό παντοῦ καί κπληκτοι βλεπαν τν πρώην δαιμονισμένο ν κάθεται συχος κοντ στ πόδια τοῦ Κυρίου. Τό θέαμα το θεραπευμένου νθρώπου καί τν πνιγμένων χοίρων τούς γέμισε μ τρόμο. Γι’ ατό καί ὁμαδικά ζήτησαν ἀπό τν Κύριο νά φύγει  ἀπό  τόν  τόπο  τους.  Φοβήθηκαν, φαίνεται, μήπως χάσουν λοι τς περιουσίες τους.
ΤΗΝ ΩΡΑ ΟΜΩΣ πο κενοι Τν διωχναν, ὁ πρώην δαιμονισμένος παρακαλοσε τν Κύριο ν τοῦ ἐπιτρέψει ν Τν ἀκολουθήσει. Ἀλλά ὁ Κύριος δέν τοῦ τό πέτρεψε. Τοῦ παράγγειλε ν μείνει στόν τόπο του, γιά νά διηγεῖται στούς δικούς του τ μεγάλο θαῦμα. Καί ὁ εγνώμων ἄνθρωπος τό κανε μ τ παραπάνω. Διακήρυττε σ ὅλη τήν πόλη τ θαυμαστὴ τοῦ θεραπεία.
ΕΚΤΟΣ ΣΥΝΟΡΩΝ
συμπεριφορ τν νθρώπων τς περιοχς κείνης μεινε παραδειγματική στήν ἱστορία. Ἀπό  τότε λέμε «Γαδαρηνούς» λους τος νθρώπους κείνους πο διώχνουν ἀπό τ ζωὴ τους τόν Χριστό. Τόν διώχνουν, δν θέλουν ν χουν πολλς σχέσεις μαζί Του. Γιατί; Διότι Τν φοβονται. Φοβονται μήπως μέ τήν παρουσία Του βλάψει αὐτά στά ὁποῖα εναι δοσμένη ἡ ψυχή τους. Τν περιουσία τους, τς δραστηριότητές τους, τν ἐξέλιξή τους. Φοβονται μήπως τούς ἐμποδίσει ἀπό τά μαρτωλά τους ργα. Μήπως δν μπορέσουν ν πραγματοποιήσουν τς κοσμικς ἐφάμαρτες πιδιώξεις τους, τς παράνομες κα νοχες πιθυμίες τους.
Τελικ ὁ Χριστός συχν καθίσταται νεπιθύμητος. κόμη καί ἀπό μᾶς τούς διους, τούς πιστούς Χριστιανούς. Θέλουμε ν μς παλλάξει ἀπό τά δαιμόνια, ἀλλά χωρς ν πειράξει τούς χοίρους τν παθν μας, πο παράνομα κτρέφουμε. Θέλουμε δηλαδή νά μς προστατεύσει ἀπό τά ργα τοῦ διαβόλου (μαγεες, μαντεες κλπ.), δν συμφωνομε ὅμως ν γκαταλείψουμε τ πάθη μας, τν φιλήδονο καί σαρκικό τρόπο ζως, καί νά ζήσουμε σύμφωνα μ τ θέλημά Του.
Πόσο πικίνδυνος εναι ὁ Χριστός!
Οἱ ἄνθρωποι θέλουμε τν προστασία Του, δν δεχόμαστε ὅμως ἐξ ἴσου πρόθυμα τήν ἐξαγιαστική καί ἀνακαινιστική παρουσία Του. Μέ τόν τρόπο ατόν, χωρς ν τ πολυκαταλαβαίνουμε, γινόμαστε καὶ μεῖς κάποιου εἴδους «Γαδαρηνοί». Τόν Χριστό τόν θέλουμε ξω ἀπό τά σύνορα τς ζως μας. Ἀλλά τότε τί νόημα κα ποι χαρ θ εναι δυνατν ν χει ἡ ζωή μας; Ἀφοῦ τ νόημα καί ἡ χαρά τς ζως εναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστός, ἡ ζωή μας!
 (Δι­α­σκευ­ὴ ἀ­πὸ πα­λαι­ὸ τό­μο τοῦ Πε­ρι­ο­δι­κοῦ «Ο ΣΩ­ΤΗΡ»)